Πέμπτη, 28 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:17
Δύση: 18:45
Σελ. 19 ημ.
88-278
16ος χρόνος, 5885η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΨΑΛΜΟΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 93 (ϞΓ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ, τετράδι σαββάτου.
1 (Μασ. 94) ΘΕΟΣ ἐκδικήσεων Κύριος, Θεὸς ἐκδικήσεων ἐπαρρησιάσατο. 1 (Μασ. 94) Ο Θεός και Κυριος είναι ο δίκαιος κριτής, ο τιμωρών τον κακόν, βραβεύων και περιφρουρών τον δίκαιον. Ο Θεός των δικαίων αποφάσεων κατέστησε και καθιστά πάντοτε ολοφάνερον την παρουσίαν του. 1 Θεὸς ἐκδικητὴς καὶ τιμωρὸς τῆς ἁμαρτίας εἶναι ὁ Κύριος· ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος ἐκδικεῖται καὶ τιμωρεῖ μὲ ἀκατανίκητον ἰσχὺν καὶ μὲ πᾶσαν δικαιοσύνην τὰ φαῦλα, ἐνεφανίσθη μετὰ δόξης καὶ δυνάμεως.
2 ὑψώθητι ὁ κρίνων τὴν γῆν, ἀπόδος ἀνταπόδοσιν τοῖς ὑπερηφάνοις. 2 Συ, ο κριτής της οικουμένης, υψώθητι υπεράνω από όλους, δίκασε, δώσε την πρέπουσαν ανταπόδοσιν στους υπερηφάνους. 2 Σύ, ποὺ εἶσαι κριτῆς τῶν κατοίκων τῆς γῆς, κατάδειξον εἰς ὅλους τὸ ὕψος τῆς δυνάμεως καὶ κυριαρχίας σου, καὶ ἀνταπόδοσιν εἰς τοὺς ὑπερηφάνους τὴν ἁρμόζουσαν εἰς αὐτοὺς ἀνταπόδοσιν καὶ τιμωρίαν.
3 ἕως πότε ἁμαρτωλοί, Κύριε, ἕως πότε ἁμαρτωλοὶ καυχήσονται, 3 Διότι έως πότε, Κυριε, οι αμετανόητοι ασεβείς, οι αμετανόητοι αμαρτωλοί θα αλαζονεύωνται και θα καυχώνται; 3 Ἕως πότε οἱ ἁμαρτωλοί, Κύριε, ἕως πότε οἱ ἁμαρτωλοὶ θὰ καυχῶνται διὰ τὰ μυσαρά των ἔργα;
4 φθέγξονται καὶ λαλήσουσιν ἀδικίαν, λαλήσουσι πάντες οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν; 4 Εως πότε με κομπασμόν και αναίδειαν θα αποφαίνωνται; Θα λαλούν και θα υποστηρίζουν την αδικίαν; Εως πότε με τα αδιάκριτα στόματα θα διαφημίζουν οι εργαζόμενοι την ανομίαν τας αδικίας των; 4 Ἕως πότε θὰ ἀνοίγουν ἀπύλωτον τὸ στόμα των καὶ θὰ λαλοῦν ἀσυστόλως καὶ ἀλαζονικῶς, θὰ λαλοῦν παρορμῶντες ἀλλήλους ὅλοι οἱ ἔχοντες ἔργον νὰ ἀθετοῦν τὸν νόμον σου;
5 τὸν λαόν σου, Κύριε, ἐταπείνωσαν καὶ τὴν κληρονομίαν σου ἐκάκωσαν, 5 Αυτοί τον ιδικόν σου λαόν τον εξηυτέλισαν, την ιδικήν σου κληρονομίαν την εκακοποίησαν, 5 Τὸν λαόν σου, Κύριε, ὑπέβαλαν εἰς ἐξευτελιστικὰς ταπεινώσεις καὶ εἰς τὴν κληρονομίαν σου ἐπήγαγον πολλὰς κακώσεις καὶ καταπιέσεις.
6 χήραν καὶ ὀρφανὸν ἀπέκτειναν, καὶ προσήλυτον ἐφόνευσαν 6 διότι την χήραν και το ορφανόν εθανάτωσαν και τους προσηλύτους εφόνευσαν. 6 Τὴν χήραν καὶ τὸν ὀρφανὸν ἐθανάτωσαν καὶ τὸν προσελκυοθέντα ἐκ τῆς εἰδωλολατρίας εἰς τὴν ἐπίγνωσίν σου ἀξιοσυμπάθητον ξένον ἐφόνευσαν.
7 καὶ εἶπαν· οὐκ ὄψεται Κύριος, οὐδὲ συνήσει ὁ Θεὸς τοῦ ᾿Ιακώβ. 7 Και είπαν· Δεν θα ίδη ο Κυριος τα εγκλήματά μας. Ο Θεός των απογόνων του Ιακώβ δεν θα εννοήση, τι ημείς διαπράττομεν. 7 Καὶ εἶπαν· δὲν θὰ ἴδῃ τὰ ἀδικήματά μας ὁ Κύριος, οὔτε θὰ ἀντιληφθῇ τί κάμνομεν ὁ Θεὸς τοῦ Ἰακώβ.
8 σύνετε δή, ἄφρονες ἐν τῷ λαῷ· καί, μωροί, ποτὲ φρονήσατε. 8 Ω άφρονες ασεβείς μεταξύ του λαού τούτου, συνετισθήτε λοιπόν. Σεις οι μωροί βάλετε επί τέλους μυαλό και γνώσιν. 8 Συνετίσθητε λοιπὸν ὅσοι μεταξὺ τοῦ λαοῦ εἶσθε ἄφρονες καὶ σκέπτεσθε τοιαῦτα· καὶ ὅσοι εἶσθε ἀνόητοι καὶ μωροί, βάλετε ἐπὶ τέλους γνῶσιν.
9 ὁ φυτεύσας τὸ οὖς οὐχὶ ἀκούει; ἢ ὁ πλάσας τὸν ὀφθαλμὸν οὐχὶ κατανοεῖ; 9 Αυτός, ο οποίος εφύτευσεν εις την κεφαλήν μας το αυτί, δεν ακούει; Αυτός, ο οποίος έπλασε τον οφθαλμόν, ώστε να βλέπωμεν, δεν βλέπει και δεν εννοεί τι συμβαίνει; 9 Αὐτὸς ποὺ ἐφύτευσεν εἰς τὴν κεφαλήν μας τὸ οὖς, μὲ τὸ ὁποῖον ἡμεῖς τὰ πλάσματά του ἀκούομεν, εἶναι ποτὲ δυνατὸν νὰ μὴ ἀκούῃ; Ἢ ἐκεῖνος ποὺ ἔπλασε τὸν ὀφθαλμόν, εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ βλέπῃ καὶ νὰ μὴ ἀντιλαμβάνεται τὰ συμβαίνοντα;
10 ὁ παιδεύων ἔθνη οὐχὶ ἐλέγξει; ὁ διδάσκων ἄνθρωπον γνῶσιν; 10 Αυτός, που παιδαγωγικώς ανέκαθεν τιμωρεί τα αμαρτάνοντα ειδωλολατρικά έθνη, δεν θα ελέγξη και τον ισραηλιτικόν λαόν; Εκείνος, ο οποίος διδάσκει τους ανθρώπους την γνώσιν, είναι δυνατόν να μη έχη γνώσιν των όσων συμβαίνουν; 10 Ὁ τιμωρῶν διὰ τῆς παιδαγωγικῆς του μάστιγος τοὺς ἐθνικοὺς καὶ εἰδωλολάτρας, εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ ἐλέγξῃ τὴν παρανομίαν ἐν τῷ Ἰσραὴλ καὶ νὰ παραμείνῃ ἀδιάφορος, ὅταν ὁ ἔγγραφος Νόμος του ἀθετῆται; Εἶναι δυνατὸν ὁ διδάσκων εἰς τὸν ἄνθρωπον τὴν γνῶσιν νὰ στερῆται ὁ ἴδιος αὐτὴν καὶ νὰ ἀγνοῇ τί εἰς τὴν δημιουργίαν του συμβαίνει;
11 Κύριος γινώσκει τοὺς διαλογισμοὺς τῶν ἀνθρώπων ὅτι εἰσὶ μάταιοι. 11 Ο Κυριος γνωρίζει ότι οι συλλογισμοί και αι αποφάσεις των ανθρώπων είναι πλανημέναι, μωραί και αμαρτωλαί. 11 Ὁ Κύριος γνωρίζει καλὰ τὰς σκέψεις καὶ τοὺς συλλογισμοὺς τῶν ἀνοήτων τούτων ἀνθρώπων, ὅτι εἶναι μάταιοι καὶ μωροί, στηριζόμενοι εἰς τὸ ψεῦδος καὶ τὴν πλάνην.
12 μακάριος ὁ ἄνθρωπος, ὃν ἂν παιδεύσῃς, Κύριε, καὶ ἐκ τοῦ νόμου σου διδάξῃς αὐτὸν 12 Τρισευτυχισμένος είναι ο άνθρωπος, τον οποίον συ, Κυριε, θα παιδαγωγήσης, και θα τον διδάξη το Νομου σου, 12 Ἀντιθέτως πρὸς αὐτοὺς εἶναι μακάριος ὁ ἄνθρωπος, τὸν ὁποῖον θὰ παιδαγωγήσῃς, Κύριε, καὶ θὰ τὸν διδάξῃς διὰ τοῦ νόμου σου,
13 τοῦ πραΰναι αὐτὸν ἀφ᾿ ἡμερῶν πονηρῶν, ἕως οὗ ὀρυγῇ τῷ ἁμαρτωλῷ βόθρος. 13 ώστε να μένη ήρεμος και ατάραχος κατά τας ημέρας των δοκιμασιών, που του παρασκευάζει ο αμαρτωλός, έως ότου ανοιχθή βαθύς ο τάφος και καταπίη και εξαφανίση τον αμαρτωλόν. 13 ὥστε νὰ καταστῇ ἥσυχος καὶ γεμάτη ἀπὸ πραότητα ἡ ζωή του, ἠσφαλισμένη καὶ ἀνεπηρέαστος ἀπὸ τὰς πονηρὰς ἡμέρας, ἕως ὅτου θὰ ἀνοιχθῇ ὁ τάφος τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ἐντὸς τοῦ ὁποίου θὰ ἐξαφανισθῇ οὗτος.
14 ὅτι οὐκ ἀπώσεται Κύριος τὸν λαὸν αὐτοῦ καὶ τὴν κληρονομίαν αὐτοῦ οὐκ ἐγκαταλείψει, 14 Διότι ο Κυριος δεν θα απωθήση ποτέ τον λαόν του και δεν θα εγκαταλείψη την κληρονομίαν του, 14 Διότι δὲν θὰ ἀπωθήσῃ ὁ Κύριος τὸν λαόν του καὶ δὲν θὰ ἐγκαταλείψῃ τὴν κληρονομίαν του ἀπροστάτευτον καὶ εἰς τὴν διάκρισιν τῶν κακουργούντων·
15 ἕως οὗ δικαιοσύνη ἐπιστρέψῃ εἰς κρίσιν καὶ ἐχόμενοι αὐτῆς πάντες οἱ εὐθεῖς τῇ καρδίᾳ. (διάψαλμα). 15 μέχρις ότου αποκατασταθή και θεμελιωθή η δικαιοσύνη. Μαζή δέ με αυτόν θα αποκατασταθούν όλοι οι ευθείς κατά την καρδίαν άνθρωποι. 15 ἕως ὅτου θὰ ἐπιστρέψῃ καὶ πάλιν ἡ δικαιοσύνη εἰς τὰ ὑπὸ ἀσυνειδήτων κριτῶν διευθυνόμενα σήμερον κριτήρια, καὶ θὰ ἀκολουθοῦν ταύτην ὡς συνοδεία τιμητικὴ πάντες οἱ εὐθεῖς κατὰ τὴν καρδίαν.
16 τίς ἀναστήσεταί μοι ἐπὶ πονηρευομένοις; ἢ τίς συμπαραστήσεταί μοι ἐπὶ τοὺς ἐργαζομένους τὴν ἀνομίαν; 16 Ποιός θα σηκωθή και θα αναλάβη την υπεράσπισίν μου εναντίον εκείνων, οι οποίοι σκέπτονται και θέλουν πονηρά κατ' εμού; Μονον ο Θεός. Ποιός θα είναι ο συμπαραστάτης και βοηθός μου εναντίον των ανθρώπων, που εργάζονται την παρανομίαν; 16 Ποῖος θὰ ἐγερθῇ ὑπερασπιοτής μου ἔναντι ἐκείνων, ποὺ σχεδιάζουν πονηρὰς ἐπιβουλὰς πρὸς ἐξόντωσίν μου; Ἢ ποῖος θὰ γίνῃ σύμμαχος καὶ προστάτης μου, κατὰ τὸν ἀγῶνα μου πρὸς τοὺς ἐργαζομένους τὴν ἀνομίαν;
17 εἰ μὴ ὅτι Κύριος ἐβοήθησέ μοι, παρὰ βραχὺ παρῴκησε τῷ ᾅδῃ ἡ ψυχή μου. 17 Εάν ο Κυριος κατά το παρελθόν δεν με βοηθούσε, η ψυχή μου ολίγον ακόμη και θα κατέβαινεν στον άδην. 17 Κανεὶς ἄλλος παρὰ μόνον ὁ Θεός. Διότι ἐὰν ὁ Κύριος δὲν μὲ ἐβοήθει, παρ' ὀλίγον ἡ ψυχή μου θὰ κατῴκει εἰς τὸν Ἅδην.
18 εἰ ἔλεγον· σεσάλευται ὁ πούς μου, τὸ ἔλεός σου, Κύριε, ἐβοήθει μοι. 18 Καθε φορά, που φοβισμένος έλεγα προς σέ, Κυριε· “Κλονίζονται τα πόδια μου”, η ευσπλαγχνία σου με βοηθούσε αμέσως. 18 Ὅταν ἐν ὥραις κινδύνου ἀπευθυνόμενος πρὸς τὸν Κύριον διὰ προσευχῆς ἔλεγον, οἱ πόδες μου σαλεύονται καὶ πίπτω, ἀμέσως, Κύριε, τὸ ἔλεός σου καὶ ἡ εὐσπλαγχνία σου μὲ ἐβοήθουν.
19 Κύριε, κατὰ τὸ πλῆθος τῶν ὀδυνῶν μου ἐν τῇ καρδίᾳ μου αἱ παρακλήσεις σου εὔφραναν τὴν ψυχήν μου. 19 Κυριε, ανάλογοι με το πλήθος και την δριμύτητα των οδυνών, αι οποίαι κατεξέσχιζον την καρδίαν μου, ήσαν και αι παρηγορίαι σου, αι οποίαι έδιναν ευφροσύνην και χαράν εις την ψυχήν μου. 19 Κύριε, ἀνάλογοι πρὸς τὰς θλίψεις μου ἦσαν καὶ αἱ ὑπὸ σοῦ παρηγορίαι μου. Σύμφωνα πρὸς τὸ πλῆθος τῶν ἐν τῇ καρδίᾳ μου ὀδυνῶν καὶ πόνων αἱ παρηγορίαι σου ἐγέμισαν μὲ εὐφροσύνην τὴν ψυχήν μου.
20 μὴ συμπροσέστω σοι θρόνος ἀνομίας, ὁ πλάσσων κόπον ἐπὶ πρόσταγμα. 20 Παράνομος βασιλικός θρόνος η άδικον δικαστικόν βήμα, που υποστηρίζουν αδικίας και εν ονόματι τάχα του νόμου ασκούν καταπιέσεις επί των ανθρώπων, ας μη έχουν καμμίαν ποτέ σχέσιν προς σέ. 20 Ἂς μὴ ἔχῃ καμμίαν σχέσιν πρὸς σὲ καὶ ἂς μὴ εὑρεθῇ ποτὲ πλησίον σου θρόνος καὶ βῆμα δικαστικὸν διενεργοῦν ἀδικίας, θρόνος ὁ ὁποῖος ὑπὸ τὸν τύπον καὶ τὸ φαινόμενον τοῦ νόμου δημιουργεῖ εἰς τοὺς ἀνθρώπους καταπίεσιν καὶ κατάθλιψιν.
21 θηρεύσουσιν ἐπὶ ψυχὴν δικαίου καὶ αἷμα ἀθῷον καταδικάσονται. 21 Αυτοί, που κάθονται επάνω εις τέτοιους θρόνους και εις τέτοια παράνομα βήματα, θηρεύουν ως ιδικήν των λείαν την ζωήν του δικαίου ανθρώπου και καταδικάζουν τον αθώον. 21 Οἱ ἐπὶ τοιούτου θρόνου καθήμενοι θὰ θηρεύσουν τὴν λείαν των καὶ θὰ ἐξυπηρετήσουν τὰ ἄνομα συμφέροντά των εἰς βάρος τῆς ζωῆς τοῦ δικαίου καὶ θὰ καταδικάσουν αἷμα ἀθῶον, διὰ νὰ ἐκχυθῇ τοῦτο διὰ τῆς ποινῆς τοῦ θανάτου.
22 καὶ ἐγένετό μοι Κύριος εἰς καταφυγὴν καὶ ὁ Θεός μου εἰς βοηθὸν ἐλπίδος μου· 22 Ο Κυριος υπήρξε και υπάρχει δι' εμέ το καταφύγιόν μου. Ο Θεός μου δίδει βέβαιον την ελπίδα ότι είναι και θα είναι βοηθός μου. 22 Καὶ ἔγινεν εἰς ἐμὲ ὁ Κύριος καταφύγιον καὶ ὁ Θεός μου βοηθός, ποὺ μὲ γεμίζει πάντοτε ἐλπίδα.
23 καὶ ἀποδώσει αὐτοῖς Κύριος τὴν ἀνομίαν αὐτῶν, καὶ κατὰ τὴν πονηρίαν αὐτῶν ἀφανιεῖ αὐτοὺς Κύριος ὁ Θεός. 23 Εις τους αμαρτωλούς όμως ο Κυριος θα ανταποδώση σύμφωνα με τας παρανομίας των, εξ αιτίας των κακιών των θα τους εξαφανίση από το πρόσωπον της γης. 23 Καὶ θὰ ἀποδώσῃ εἰς αὐτοὺς ὁ Κύριος ὅ,τι τοὺς ἁρμόζει διὰ τὰς ἀνομίας των, καὶ σύμφωνα πρὸς τὴν πονηρίαν των θὰ ἐξαφανίσῃ αὐτοὺς Κύριος ὁ Θεός μας.