Πέμπτη, 28 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:17
Δύση: 18:45
Σελ. 19 ημ.
88-278
16ος χρόνος, 5885η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΨΑΛΜΟΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 76 (ΟϚ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Εἰς τὸ τέλος, ὑπὲρ ᾿Ιδιθούν· ψαλμὸς τῷ ᾿Ασάφ. 1 1
2 (Μασ. 77) ΦΩΝῌ μου πρὸς Κύριον ἐκέκραξα, φωνῇ μου πρὸς τὸν Θεόν, καὶ προσέσχε μοι. 2 (Μασ. 77) Με φωνήν ισχυραν έκραξα προς τον Κυριον, με έντονον την φωνήν επεκαλέσθην τον Θεόν και εκείνος επρόσεξε την δέησίν μου. 2 Υψωσα τὴν φωνήν μου πρὸς τὸν Κύριον καὶ ἔκραξα πρὸς αὐτόν, ἐπεκαλέσθην μετὰ φωνῆς ἰσχυρᾶς τὸν Θεὸν καὶ δὲν ἐκώφευσεν, ἀλλ’ ἔδωκε προσοχὴν εἰς τὴν δέησίν μου!
3 ἐν ἡμέρᾳ θλίψεώς μου τὸν Θεὸν ἐξεζήτησα, ταῖς χερσί μου νυκτὸς ἐναντίον αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἠπατήθην· ἀπηνήνατο παρακληθῆναι ἡ ψυχή μου. 3 Εις περίοδον μεγάλης θλίψεώς μου με πόθον πολύν κατέφυγα προς τον Θεόν. Και κατά τας νύκτας ύψωνα ικετευτικώς τας χείρας μου προς αυτόν και δεν διεψεύσθην εις τας ελπίδας μου. Λογω της πολλής και βαρείας θλίψεώς μου, η ψυχή μου ηρνείτο και απεστρέφετο κάθε παρηγορίαν. 3 Κατὰ τὴν ἡμέραν, κατὰ τὴν ὁποίαν κατειχόμην ὑπὸ θλίψεως, μὲ πόθον πολὺν ἐζήτησα τὸν Θεόν, μὲ ἐκτεταμένας πρὸς αὐτὸν τὰς χεῖρας μου κατὰ τὴν νύκτα τὸν ἐπεκαλέσθην καὶ δὲν ἠπατήθην, οὔτε διεψεύσθησαν αἱ πρὸς αὐτὸν ἐλπίδες μου· λόγῳ τῆς πολλῆς μου θλίψεως ἀπεστρέφετο πᾶσαν παρηγορίαν καὶ ἠρνεῖτο ἐπιμόνως ἔστω καὶ ἐπὶ μικρὸν νὰ παρηγορηθῇ ἡ ψυχή μου.
4 ἐμνήσθην τοῦ Θεοῦ καὶ εὐφράνθην· ἠδολέσχησα, καὶ ὠλιγοψύχησε τὸ πνεῦμά μου. (διάψαλμα). 4 Καθε φοράν όμως που κατά το διάστημα της θλίψεώς μου ενεθυμούμην τον Κυριον, εύρισκα γαλήνην και χαράν. Αλλ' όταν ενέστρεφα το βλέμμα μου και ενεβάθυνα εις την συμφοράν μου, ελιποψυχούσε το πνεύμα μου. 4 Ἐνεθυμήθην τὸν Θεὸν καὶ συλλογιζόμενος, ὅτι εἶναι μέγας ὁ Κύριος καὶ δυνατὸν νὰ λύσῃ τὰς συμφοράς μου, ηὐφράνθην. Ὁσάκις ὅμως συνεκέντρωσα τὴν σκέψιν μου καὶ ἐμελέτησα καθ’ ἑαυτὸν ἐπὶ τῶν δοκιμασιῶν τοῦ βίου, ὠλιγοψύχησε τὸ πνεῦμα μου καὶ ἐμελαγχόλησα.
5 προκατελάβοντο φυλακὰς οἱ ὀφθαλμοί μου, ἐταράχθην καὶ οὐκ ἐλάλησα. 5 Αγρυπνα έμεναν τα μάτια μου όλην την νύκτα και επρολάμβαναν τας αλλαγάς των νυκτερινών φρουρών. Κατά τας αϋπνίας μου αυτάς με ετάρασσεν η σκέψις της θλίψεώς μου και έμεινα σιωπηλός. 5 Παρέμεινα ἄγρυπνος καθ’ ὅλην τὴν νύκτα καὶ προέλαβον ἄγρυπνοι οἱ ὀφθαλμοί μου τὰς ὥρας τῶν διαφόρων φυλακῶν τῆς νυκτός, κατὰ τὰς ὁποίας ἔρχεται τὸ ἓν φυλάκων τῶν στρατιωτῶν νὰ ἀντικαταστήσῃ τὸ ἄλλο· κατελήφθην ὑπὸ ταραχῆς καὶ παρέμεινα σιωπηλός.
6 διελογισάμην ἡμέρας ἀρχαίας, καὶ ἔτη αἰώνια ἐμνήσθην καὶ ἐμελέτησα· 6 Εσκέφθην έπειτα παλαιάς ενδόξους ημέρας του έθνους μας. Ενεθυμήθην αιώνια έτη, παναρχαίας εποχάς, και εβυθίσθην εις την μελέτην αυτών. 6 Διελογίσθην παλαιὰς ἐνδόξους ἡμέρας, ὅτε θριαμβευτικῶς ἠλευθερώθη ὁ Ἰσραὴλ διὰ τοῦ Μωϋσέως καὶ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ, καὶ ἐνεθυμήθην ἔτη πρὸ πολλοῦ περασμένα καὶ πολὺ ἀρχαῖα καὶ ἀπερροφήθην ἀπὸ τὴν μελέτην καὶ θεωρίαν αὐτῶν.
7 νυκτὸς μετὰ τῆς καρδίας μου ἠδολέσχουν, καὶ ἔσκαλλε τὸ πνεῦμά μου. 7 Κατά τας νύκτας της αυπνίας μου εσκεπτόμουν και εφιλοσοφούσα. Το πνεύμα μου εσκάλιζε παλαιά και σύγχρονα γεγονότα. 7 Κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς νυκτὸς παρεδόθην μὲ τὸ ἐσωτερικόν μου εἰς ρεμβασμοὺς καὶ σκέψεις, καὶ ἐσκάλιζε τὸ πνεῦμα μου δι’ ἐρεύνης καὶ μελέτης βαθείας.
8 μὴ εἰς τοὺς αἰῶνας ἀπώσεται Κύριος καὶ οὐ προσθήσει τοῦ εὐδοκῆσαι ἔτι; 8 Εσκέφθην μεταξύ των άλλων, μήπως τάχα ο Κυριος θα μας απομακρύνη από κοντά του, θα μας εγκαταλείψη τελείως και δεν θα θελήση ποτέ πλέον να δείξη προς ημάς την ευμένειάν του και την προστασίαν του; 8 Καὶ εἶπα· μήπως διὰ παντὸς καὶ αἰωνίως θὰ μᾶς ἀπωθῇ ὁ Κύριος καὶ δὲν θὰ προσθέσῃ καὶ νέας ἀκόμη ἐκδηλώσεις τῆς πρὸς ἡμᾶς εὐμενείας καὶ εὐαρεσκείας του;
9 ἢ εἰς τέλος τὸ ἔλεος αὐτοῦ ἀποκόψει; συνετέλεσε ρῆμα ἀπὸ γενεᾶς εἰς γενεάν; 9 Μηπως έχει αποκόψει εξ ολοκλήρου το έλεός του από ημάς; Εθεσε τέρμα εις τας υποσχέσεις της διαθήκης του από τας αρχαίας γενεάς μέχρι της ιδικής μας, ώστε να παύσωμεν πλέον ημείς να είμεθα ο εκλεκτός και περιούσιος λαός του; 9 Ἢ μήπως θὰ ἀποκόψῃ τελειωτικῶς καὶ ὁριστικῶς τὴν πρὸς ἡμᾶς ἔκχυσιν τοῦ ἐλέους του; Ἠκύρωσε λοιπὸν καὶ περιώρισε τὸ ρῆμα τῆς ὑποσχέσεώς του καὶ διαθήκης του εἰς τὸ χρονικὸν διάστημα, ποὺ ἐπέρασεν ἀπὸ τὴν γενεὰν ἐκείνην ἕως τὴν σημερινὴν γενεάν, ὥστε νὰ παύσωμεν πλέον νὰ εἴμεθα ὁ ἐκλεκτὸς καὶ προστατευόμενος ὑπ’ αὐτοῦ λαός του;
10 μὴ ἐπιλήσεται τοῦ οἰκτειρῆσαι ὁ Θεός; ἢ συνέξει ἐν τῇ ὀργῇ αὐτοῦ τοὺς οἰκτιρμοὺς αὐτοῦ; (διάψαλμα). 10 Μηπως ο Θεός θα λησμονήση την ευσπλαγχνίαν του προς ημάς; Μηπως θα συγκρατήση και θα αναστείλη με την οργήν του το έλεός του; 10 Μήπως θὰ λησμονήση ὁ Θεὸς νὰ μᾶς εὐσπλαγχνισθῇ καὶ νὰ δείξῃ πρὸς ἡμᾶς τοὺς οἰκτιρμούς του; Ἢ ἕνεκα τῆς ὀργῆς του θὰ συμπνίξῃ καὶ θὰ συγκρατήσῃ τοὺς οἰκτιρμούς του;
11 καὶ εἶπα· νῦν ἠρξάμην, αὕτη ἡ ἀλλοίωσις τῆς δεξιᾶς τοῦ ῾Υψίστου. 11 Είπα εν συνεχεία από μέσα μου· Τωρα αρχίζω να εννοώ. Η μεταβολή αυτή της καταστάσεώς μας είναι έργον της δεξιάς του Υψίστου Θεού μας. 11 Καὶ εἶπα· Τώρα ἤρχισα να ἐννοῶ. Αὐτὴ ἡ ἀλλοίωσις καὶ μεταβολή, τὴν ὁποίαν ὑπέστη τὸ ἔθνος μου, εἶναι ἔργον τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου, καὶ ἐγένετο πρὸς τὸ καλόν μας.
12 ἐμνήσθην τῶν ἔργων Κυρίου, ὅτι μνησθήσομαι ἀπὸ τῆς ἀρχῆς τῶν θαυμασίων σου 12 Διότι ενεθυμήθην από αρχαίων χρόνων τα έργα του Κυρίου. Τα επαναφέρω και θα επαναφέρω εις την μνήμην μου τα θαυμάσια έργα σου απ' αρχής. 12 Ἐνεθυμήθην τὰ ἔργα τοῦ Κυρίου. Διότι θὰ ἐνθυμηθῶ τὰ θαυμάσιά σου ἐξ ἀρχῆς.
13 καὶ μελετήσω ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις σου καὶ ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασί σου ἀδολεσχήσω. 13 Θα μελετήσω με πολλήν προσοχήν και σύνεσιν όλα τα έργα σου. θα εμβαθύνω εις τα ολόλαμπρα και ένδοξα κατορθώματά σου. 13 Καὶ θὰ μελετήσω ἐν ἐκτάσει ὅλα τὰ ἔργα σου καὶ θὰ ἐμβαθυύνω σκεπτόμενος καὶ μελετῶν ὅλας τὰς θαυμαστὰς ἐπινοήσεις τῆς ἀγαθότητός σου καὶ τὰ σοφὰ κατορθώματά σου.
14 ὁ Θεός, ἐν τῷ ἁγίῳ ἡ ὁδός σου· τίς Θεὸς μέγας ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν; 14 Ω Θεέ, άγιος είναι ο τρόπος της συμπεριφοράς σου προς ημάς. Ποιός άλλος θεός είναι μέγας, όπως είσαι συ ο Θεός μας; 14 Ὦ Θεέ, μὲ ἁγιότητα συμπεριφέρεσαι καὶ ἅγια εἶναι ἡ διαγωγή σου καὶ ἐν ἁγιότητι κυβερνᾷς· ποῖος ἄλλος θεὸς εἶναι μεγάλος ὅπως ὁ Θεός μας;
15 σὺ εἶ ὁ Θεὸς ὁ ποιῶν θαυμάσια, ἐγνώρισας ἐν τοῖς λαοῖς τὴν δύναμίν σου· 15 Συ είσαι ο Θεός μας, ο οποίος έκαμες και κάμνεις τόσον θαυμαστά έργα, ώστε και στους ειδωλολατρικούς ακόμη λαούς να καθιστάς γνωστήν την μεγάλην σου δύναμιν. 15 Σὺ εἶσαι ὁ μόνος Θεός, ὁ ὁποῖος ποιεῖς θαυμάσια καὶ καταπληκτικὰ ἔργα· κατέστησας περιφανῶς γνωστὴν ἐν μέσῳ τῶν λαῶν τὴν δύναμίν σου.
16 ἐλυτρώσω ἐν τῷ βραχίονί σου τὸν λαόν σου, τοὺς υἱοὺς ᾿Ιακὼβ καὶ ᾿Ιωσήφ. (διάψαλμα). 16 Συ, ηλευθέρωσες τον ισσραηλιτικόν λαόν σου, τους απογόνους του πατριάρχου Ιακώβ και Ιωσήφ, από την σκληράν δουλείαν των Αιγυπτίων. 16 Ἀπηλευθέρωσας ἐκ τῆς δουλείας διὰ τῆς ἀκαταγωνίστου δυνάμεώς σου τὸν λαόν σου, τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰακὼβ καὶ τοῦ Ἰωσήφ.
17 εἴδοσάν σε ὕδατα, ὁ Θεός, εἴδοσάν σε ὕδατα καὶ ἐφοβήθησαν, ἐταράχθησαν ἄβυσσοι, 17 Τα ύδατα της Ερυθράς Θαλάσσης σε είδαν, ω Θεέ, άλλοτε, σε είδαν αυτά τα ύδατα και ετρόμαξαν. Εταράχθησαν τα κατώτατα βάθη της θαλάσσης, ώστε μεγάλη να ακούεται η βοή των κυμάτων. 17 Σὲ εἶδαν τὰ ὕδατα τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης, ὦ Θεέ. Σὲ εἶδαν τὰ ὕδατα καὶ ἐφοβήθησαν, ἐταράχθησαν τὰ κατώτατα βάθη τῆς θαλάσσης, μέγας καὶ πολὺς ἦχος ὑδάτων ἠκούετο, ὅτε ἡ θάλασσα ἐσχίζετο εἰς τὰ δύο· καὶ ὡς τείχη ὑψοῦντο τὰ ὕδατα αὐτῆς, διὰ νὰ διαβῇ ἐν μέσῳ αὐτῶν ὁ λαός σου.
18 πλῆθος ἤχους ὑδάτων, φωνὴν ἔδωκαν αἱ νεφέλαι, καὶ γὰρ τὰ βέλη σου διαπορεύονται· 18 Βρονταί εξαπελύθησαν από τα σύννεφα, διότι αι αστραπαί εφαίνοντο σαν βέλη να διασχίζουν αυτά. 18 Βροντὰς ἐξαπέλυσαν αἱ νεφέλαι. Καὶ δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ γίνῃ ἄλλως, διότι τὰ βέλη τῶν ἀστραπῶν σου διέσχιζον αὐτάς.
19 φωνὴ τῆς βροντῆς σου ἐν τῷ τροχῷ, ἔφαναν αἱ ἀστραπαί σου τῇ οἰκουμένῃ, ἐσαλεύθη καὶ ἔντρομος ἐγενήθη ἡ γῆ. 19 Η βροντερά φωνή σου, Κυριε, αντήχησεν ολόγυρα, αι αναρίθμητοι αστραπαί σου εφώτιζαν την οικουμένην, συνεκλονίσθη εκ θεμελίων και κατετρόμαξεν η γη. 19 Ἡ βροντερὰ φωνή σου ἀντήχει ἐν τῷ ἀνεμοστροβίλῳ, εἰς τὸν ὁποῖον ἡ βιαία κίνησις τοῦ ἀνέμου ἐδημιούργει ἀσυγκράτητον καὶ τὰ πάντα παρασύροντα τροχόν. Αἱ ἀστραπαί σου κατ’ἐκείνην τὴν ὥραν ἐφώτισαν καὶ ἔλαμψαν καθ’ ἅπασαν τὴν οἰκουμένην· ἐσαλεύθη καὶ ἔντρομος ἐγένετο ἡ γῆ.
20 ἐν τῇ θαλάσσῃ αἱ ὁδοί σου, καὶ αἱ τρίβοι σου ἐν ὕδασι πολλοῖς, καὶ τὰ ἴχνη σου οὐ γνωσθήσονται. 20 Συ ήνοιξες δρόμους μέσα εις την Ερυθράν Θαλασσαν. Ιδικαί σου είναι αι πορείαι του λαού σου δια μέσου των αναριθμήτων υδάτων της θαλάσσης αυτής. Συ επραγματοποίησας τα συγκλονιστικά αυτά γεγονότα, χωρίς να φαίνεσαι, διότι είσαι αόρατος, και ανεξιχνίαστοι είναι αι ενέργειαί σου. 20 Αἱ ὁδοί σου ἦσαν ἐν τῇ θαλάσσῃ, ἐπὶ τῆς ὁποίας περιεπάτεις ἀνεμπόδιστα σὰν νὰ ἦτο ξηρά, καὶ οἱ δρόμοι, ἐπὶ τῶν ὁποίων ἐβάδιζες, ἦσαν ἐπάνω εἰς ὕδατα πολλά· δὲν ἀφῆκες κανὲν σημεῖον τῆς διαβάσεώς σου, ἀλλὰ τὰ ἴχνη σου παρέμειναν ἄγνωστα, ὅπως καὶ τὰ ἴχνη τοῦ διασχίζοντος τὰς θαλάσσας πλοίου. Σὺ ἐποίεις τὰ θαυμαστὰ ἐκεῖνα παρὼν καὶ ἐνεργῶν ἀοράτως, χωρὶς νὰ βλέπεσαι διὰ τῶν σωματικῶν ὀφθαλμῶν, διότι ἡ φύσις σου εἶναι ἀσώματος καὶ αἱ θαυμασταὶ ἐνέργειαί σου ἀόρατοι καὶ ἀνεξιχνίαστοι.
21 ὡδήγησας ὡς πρόβατα τὸν λαόν σου ἐν χειρὶ Μωϋσῆ καὶ ᾿Ααρών. 21 Συ, δια του Μωϋσέως και του Ααρών ωδήγησες με ασφάλειαν και στοργήν, ωσάν πρόβατα, τον ισραηλιτικόν σου λαόν. 21 Ὡς ποιμὴν ἀδυνάτων καὶ εὐκόλως ἀποπλανωμένων προβάτων ὠδήγησας ἀσφαλῶς καὶ ἀκινδύνως τὸν λαόν σου διὰ χειρὸς τοῦ Μωϋσέως καὶ τοῦ Ἀαρών.