Κυριακή, 01 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:23
Δύση: 17:07
Σελ. 1 ημ.
336-30
16ος χρόνος, 6133η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΨΑΛΜΟΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 108 (ΡΗ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Εἰς τὸ τέλος· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.
1 (Μασ. 109) Ο Θεός, τὴν αἴνεσίν μου μὴ παρασιωπήσῃς, 1 (Μασ. 109) Ω Θεέ μου, μη σιωπήσης εμπρός εις την προσευχήν, την οποίαν μετά δοξολογίας απευθύνω προς σέ. 1 Ω Θεέ μου, τὴν συνοδευομένην ὑπὸ αἰνέσεως δέησίν μου μὴ παρέλθῃς ἐν σιωπῇ, χωρὶς νὰ δείξῃς ἐνεργῶς τὴν συμπάθειάν σου.
2 ὅτι στόμα ἁμαρτωλοῦ καὶ στόμα δολίου ἐπ᾿ ἐμὲ ἠνοίχθη, ἐλάλησαν κατ᾿ ἐμοῦ γλώσσῃ δολίᾳ 2 Διότι στόμα αμαρτωλού και δολίου ανθρώπου ηνοίχθη εναντίον μου. Ανδρες ασεβείς και πονηροί εστράφησαν εναντίον μου με δολίαν γλώσσαν. 2 Διότι στόμα ἁμαρτωλοῦ καὶ στόμα δολίου ἠνοίχθη συκοφαντικὸν ἐναντίον μου· ἄνδρες ἀσυνείδητοι καὶ δόλιοι ἐλάλησαν κατ' ἐμοῦ μὲ γλῶσσαν γεμάτην ψεῦδος καὶ δολιότητα,
3 καὶ λόγοις μίσους ἐκύκλωσάν με καὶ ἐπολέμησάν με δωρεάν. 3 Με περιεκύκλωσαν με λόγια μίσους και με πολεμούν χωρίς καμμίαν αιτίαν και αφορμήν. 3 καὶ μὲ λόγους πλήρεις μίσους μὲ περιεκύκλωσαν καὶ μὲ ἐπολέμησαν χωρὶς ἀφορμὴν καὶ αἰτίαν.
4 ἀντὶ τοῦ ἀγαπᾶν με ἐνδιέβαλλόν με, ἐγὼ δὲ προσηυχόμην· 4 Αντί να με αγαπούν δια την καλωσύνην μου, με συκοφαντούσαν· εγώ δε προσηυχόμην δι' αυτούς. 4 Ἀντὶ νὰ μὲ ἀγαποῦν διὰ τὴν πρὸς αὐτοὺς ἐκδηλωθεῖσαν εἰλικρινῆ ἀγάπην μου μὲ διέβαλλον καὶ μὲ ἐσυκοφάντουν, ἐγὼ δὲ ἐνθέρμως ὑπὲρ αὐτῶν προσηυχόμην.
5 καὶ ἔθεντο κατ᾿ ἐμοῦ κακὰ ἀντὶ ἀγαθῶν καὶ μῖσος ἀντὶ τῆς ἀγαπήσεώς μου. 5 Μου ανταπέδωσαν κακά αντί αγαθών και μίσος αντί της αγάπης, που έτρεφα προς αυτούς. 5 Καὶ μοῦ ἀνταπέδωκαν κακὰ ἀντὶ τῶν ἀγαθῶν, ποὺ ἔπραξα εἰς αὐτούς, καὶ μῖσος ἀντὶ τῆς ἀγάπης ποὺ τοὺς ἔδειξα.
6 κατάστησον ἐπ᾿ αὐτὸν ἁμαρτωλόν, καὶ διάβολος στήτω ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ· 6 Βαλε ασεβή και σκληρόν αυθέντην επάνω εις την κεφαλήν του κυρίως υπευθύνου δια την άδικον αυτήν καταφοράν και από τα δεξιά του ας σταθή διαβολικός κατήγορος. 6 Κατὰ τοῦ κυρίως ὑπευθύνου καὶ τοῦ ὑποκινητοῦ τῆς κατ’ ἐμοῦ ἀδικίας σὲ παρακαλῶ, Κύριε, ἵνα καταστήσῃς καὶ διορίσῃς ἐπ’ αὐτοῦ δικαστὴν ἁμαρτωλὸν καὶ ἀπάνθρωπον, καὶ ἶνα σταθῇ ἐκ δεξιῶν του σφοδρὸς κατήγορος καὶ ἄσπλαγχνος διαβάλλων αὐτὸν δι’ ὅλα ὅσα κατὰ τὸν βίον αὐτοῦ ἐκακούργησεν.
7 ἐν τῷ κρίνεσθαι αὐτὸν ἐξέλθοι καταδεδικασμένος, καὶ ἡ προσευχὴ αὐτοῦ γενέσθω εἰς ἁμαρτίαν. 7 Οταν αυτός θα δικάζεται, είθε να εξέλθη καταδικασμένος και η προσευχή, την οποίαν εις την ώραν αυτήν της ανάγκης θα κάμη, ας καταλογισθή εις αυτόν ως αμαρτία και ας γίνη εις καταδίκην του. 7 Ὅταν δικάζεται, εἴθε νὰ ἐξέλθῃ ἐκ τοῦ κριτηρίου καταδεδικασμένος, καὶ ἡ προσευχή του, εἰς τὴν ὁποίαν ἐξ ἀνάγκης καὶ εἰς τὴν ὥραν τῆς κρίσεως καὶ τοῦ κινδύνου καταφεύγει, ἂς τοῦ καταλογισθῇ ὡς ἁμαρτία.
8 γενηθήτωσαν αἱ ἡμέραι αὐτοῦ ὀλίγαι, καὶ τὴν ἐπισκοπὴν αὐτοῦ λάβοι ἕτερος. 8 Αι ημέραι της ζωής του ας γίνουν ολίγαι και το αξίωμά του είθε να το πάρη άλλος. 8 Ἂς γίνουν αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς του ὀλίγαι καὶ εἴθε ἄλλος νὰ λάβῃ τὸ ἀξίωμά του, αὐτὸς δὲ νὰ ἐκπέσῃ τούτου ὁριστικῶς.
9 γενηθήτωσαν οἱ υἱοὶ αὐτοῦ ὀρφανοὶ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ χήρα· 9 Ορφανά και απροστάτευτα ας μείνουν τα παιδιά του, χήρα ας μείνει η γυναίκα του. 9 Ἂς γίνουν οἱ υἱοί του ὀρφανοὶ καὶ ἡ γυνή του ἂς καταστῇ χήρα.
10 σαλευόμενοι μεταναστήτωσαν οἱ υἱοὶ αὐτοῦ καὶ ἐπαιτησάτωσαν, ἐκβληθήτωσαν ἐκ τῶν οἰκοπέδων αὐτῶν. 10 Τα παιδιά του από τόπου εις τόπον μεταφερόμενα ας γίνουν επαίται. Ας εκδιωχθούν από τα κρημνισμένα σπίτια των. 10 Πλανόδιοι καὶ ἀπὸ τόπου εἰς τόπον σαλευόμενοι ἂς μεταναστεύσουν καὶ ἂς ἐκπατρισθοῦν οἱ υἱοί του καὶ ἂς γίνουν ἐπαῖται· καὶ ἂς ἐκβληθοῦν ἀπὸ τοὺς οἴκους των, οἱ ὁποῖοι θὰ ἔχουν μεταβληθῇ ἐν τῷ μεταξὺ εἰς ἐρείπια καὶ εἰς γυμνὰ οἰκόπεδα.
11 ἐξερευνησάτω δανειστὴς πάντα, ὅσα ὑπάρχει αὐτῷ, καὶ διαρπασάτωσαν ἀλλότριοι τοὺς πόνους αὐτοῦ· 11 Ο δανειστής ας ερευνήση και ας καταγράψη όλα όσα ανήκουν εις αυτόν, και ξένοι άνθρωποι ας διαρπάσουν τους κόπους των χειρών του. 11 Ἂς ἐξερευνήσῃ καὶ ἂς καταγράψῃ ἒν πάσῃ λεπτομερείᾳ ὁ δανειστὴς του ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του, ὥστε ἐκποιῶν ταῦτα νὰ ἐπιδιώξῃ ἄνευ συγκαταβάσεως τίνος τὴν ἐξόφλησιν τοῦ πρὸς αὐτὸν χρέους του, καὶ ἂς διαρπάσουν ξένοι, ποὺ δὲν ἔχουν καμμίαν συγγένειαν πρὸς αὐτόν, τὰ ὅσα μὲ κόπους βαρεῖς ἀπέκτησεν.
12 μὴ ὑπαρξάτω αὐτῷ ἀντιλήπτωρ, μηδὲ γενηθήτω οἰκτίρμων τοῖς ὀρφανοῖς αὐτοῦ· 12 Ας μη υπάρξη άνθρωπος να τον βοηθήση εις την συμφοράν του αυτήν, ούτε κανείς δια να λυπηθή τα ορφανά του. 12 Ἂς μὴ ὑπάρξῃ κανεὶς βοηθὸς εἰς τὴν δυστυχίαν του, καὶ ἂς μὴ παρουσιασθῇ κανεὶς ποὺ νὰ δείξῃ συμπάθειαν εἰς τὰ ὀρφανά του.
13 γενηθήτω τὰ τέκνα αὐτοῦ εἰς ἐξολόθρευσιν, ἐν γενεᾷ μιᾷ ἐξαλειφθείη τὸ ὄνομα αὐτοῦ. 13 Ας εξολοθρευθούν τα παιδιά του, ώστε το όνομά του να σβήση, χωρίς να φθάση εις δεύτερον γενεάν τέκνων. 13 Ἂς καταλήξουν τὰ τέκνα του εἰς πλήρη ὄλεθρον καὶ ἑξαφανισμόν, καὶ μέσα εἰς τοὺς χρόνους μιᾶς γενεᾶς εἴθε νὰ ἐξαλειφθῇ τὸ ὄνομά του, ὥστε νὰ μὴ μείνῃ ἀπόγονός του εἰς ἄλλην γενεάν.
14 ἀναμνησθείη ἡ ἀνομία τῶν πατέρων αὐτοῦ ἔναντι Κυρίου, καὶ ἡ ἁμαρτία τῆς μητρὸς αὐτοῦ μὴ ἐξαλειφθείη· 14 Είθε να μείνουν ολοφάνεροι και αλησμόνητοι ενώπιον του Κυρίου, οχι μόνον αι ιδικαί του αμαρτίαι αλλά και αι αμαρτίαι των προγόνων του. Ας μη διαγραφούν όσα ημάρτησεν η μητέρα του, ώστε και δια τας προγονικάς παραβάσεις να τιμωρηθή εκ μέρους του Θεού. 14 Εἴθε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου νὰ μείνουν ἀλησμόνητοι ὄχι μόνον αἱ ἰδικαί του, ἀλλὰ καὶ αἱ ἁμαρτίαι τῶν προγόνων του, καὶ εἴθε νὰ μὴ ἑξαλειφθοῦν καὶ ὅσα ἡμάρτησεν ἡ μήτηρ του, ὥστε καὶ διὰ τὰς προγονικὰς παραβάσεις νὰ κινηθῇ κατ’ αὐτοῦ ἡ θεία ὀργὴ καὶ ἀγανάκτησις.
15 γενηθήτωσαν ἐναντίον Κυρίου διαπαντός, καὶ ἐξολοθρευθείη ἐκ γῆς τὸ μνημόσυνον αὐτῶν, 15 Ας παραμένουν πάντοτε ενώπιον του Κυρίου όλαι αυταί αι αμαρτίαι, δια να επισύρουν την θείαν οργήν, ώστε να εξολοθρευθή οπό τας κοινωνίας των ανθρώπων η μνήμη αυτού, με τους προγόνους και τους απογόνους του. 15 Ἂς παραμένουν αὖται ἐνώπιον τοῦ Κυρίου διηνεκῶς ὥστε νὰ κινοῦν τὴν θείαν ἀγανάκτησιν καθ' ὁλοκλήρου τῆς οἰκογενείας του, καὶ εἴθε να ἐξολοθρευθῇ καὶ νὰ σβήσῃ ὁλοτελῶς ἡ μνήμη καὶ πᾶν ἴχνος ἀναμνήσεως τούτων, προγόνων καὶ ἀπογόνων.
16 ἀνθ᾿ ὧν οὐκ ἐμνήσθη ποιῆσαι ἔλεος καὶ κατεδίωξεν ἄνθρωπον πένητα καὶ πτωχὸν καὶ κατανενυγμένον τῇ καρδίᾳ τοῦ θανατῶσαι. 16 Διότι δεν εσκέφθη και δεν απεφάσισε να φανή εύσπλαγχνος, αλλά τουναντίον κατεδίωξεν άνθρωπον δυστυχή, πτωχόν, καταλυπημένον εις την καρδίαν, δια να τον εξοντώση. 16 Διότι δὲν τοῦ ἦλθεν οὐδ’ ὡς ἁπλῆ ἐνθύμησις εἰς τὸν νοῦν νὰ ἐκδηλώσῃ συμπάθειαν καὶ εὐσπλαγχνίαν, ἀλλὰ κατεδίωξεν ἄνθρωπον δυστυχῇ καὶ πτωχὸν καὶ καταπληγωμένον εἰς τὴν καρδίαν μὲ τὴν διάθεσιν καὶ ἀπόφασιν νὰ τὸν θανατώσῃ.
17 καὶ ἠγάπησε κατάραν, καὶ ἥξει αὐτῷ· καὶ οὐκ ἠθέλησεν εὐλογίαν, καὶ μακρυνθήσεται ἀπ᾿ αὐτοῦ. 17 Ο εχθρός μου ηγάπησε την κατάραν, και θα πέση επάνω του αυτή. Δεν ηθέλησε την ευλογίαν και δια τούτο η ευλογία θα απομακρυνθή από αυτόν. 17 Καὶ ἠγάπησε τὴν κατάραν· καὶ θὰ ἔλθῃ αὕτη ἐπ’ αὐτοῦ· καὶ δὲν ἠθέλησε τὴν εὐλογίαν τοῦ Θεοῦ· καὶ θὰ ἀπομακρυνθῇ αὕτη ἀπ’ αὐτοῦ.
18 καὶ ἐνεδύσατο κατάραν ὡς ἱμάτιον, καὶ εἰσῆλθεν ὡσεὶ ὕδωρ εἰς τὰ ἔγκατα αὐτοῦ καὶ ὡσεὶ ἔλαιον ἐν τοῖς ὀστέοις αὐτοῦ. 18 Ως άλλο ένδυμα εφόρεσε και έφερε μαζή του την κατάραν και αυτή εισήλθεν στο εσωτερικόν του, όπως το ύδωρ που πίνομεν, όπως το έλαιον που τρώγομεν και το οποίον εισέρχεται μέχρι των οστών. 18 Ἀσφαλῶς δὲ θὰ συμβῇ τοῦτο εἰς αὐτόν. Καὶ ὡς γεγονὸς πλέον τετελεσμένον βλέπω ὅτι θὰ ἐνδυθῇ ὡς ἱμάτιον τὴν κατάραν, ὥστε γύρω του αὕτη νὰ τὸν περιβάλλῃ· καὶ θὰ εἰσχωρήσῃ εἰς τὸ ἐσωτερικόν του, ὅπως τὸ ὕδωρ ποὺ πίνει εἰσδύει εἰς τὰ ἔγκατα καὶ ἐντόσθιά του, καὶ ὅπως τὸ ἔλαιον, διὰ τοῦ ὁποίου ἀλείφεται, διὰ τῶν πόρων τοῦ σώματός του εἰσχωρεῖ ἕως τὰ κόκκαλά του.
19 γενηθήτω αὐτῷ ὡς ἱμάτιον, ὃ περιβάλλεται, καὶ ὡσεὶ ζώνη, ἣν διαπαντὸς περιζώννυται. 19 Η κατάρα ας γίνη δι' αυτόν, αφού το θέλει, ως ένδυμα, το οποίον φορεί, και ωσάν ζώνη, με την οποίαν πάντοτε είναι ζωσμένος. 19 Ἂς γίνῃ εἰς αὐτὸν ἡ κατάρα σὰν ἔνδυμα, τὸ ὁποῖον φορεῖ καὶ μὲ τὸ ὁποῖον σκεπάζεται τὸ σῶμα του, καὶ σὰν ζώνη μὲ τὴν ὁποίαν θὰ εἶναι διηνεκῶς ζωσμένος, διὰ να περισφίγγῃ τὴν περιβάλλουσαν αὐτὸν κατᾶραν.
20 τοῦτο τὸ ἔργον τῶν ἐνδιαβαλλόντων με παρὰ Κυρίου καὶ τῶν λαλούντων πονηρὰ κατὰ τῆς ψυχῆς μου. 20 Αυτο είναι το τραγικόν κατάντημα εκ μέρους του Κυρίου εναντίον εκείνων γενικώς, οι οποίοι με συκοφαντούν και λαλούν πονηρά και παράνομα κατά της ψυχής μου. 20 Τοιαύτη ἂς εἶναι ἡ ἀμοιβὴ καὶ τοιούτους ἐκ τῶν πράξεων των ἂς ἀπολαύσουν καρποὺς ἀπὸ τὸν δικαιοκρίτην Κύριον οἱ ἐνδιαβάλλοντες καὶ κατηγοροῦντες με ἀδίκως καὶ οἱ λαλοῦντες πονηρὰ καὶ ἄνομα κατὰ τῆς ψυχῆς μου.
21 καὶ σύ, Κύριε Κύριε, ποίησον μετ᾿ ἐμοῦ ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου, ὅτι χρηστὸν τὸ ἔλεός σου. ρῦσαί με, 21 Συ, Κυριέ μου Κυριε, ενέργησε κατά τέτοιον τρόπον, ώστε να φανή, ότι είσαι πράγματι μαζή μου. Βοήθησέ με ένεκεν του Ονόματός σου, που εκφράζει έλεος και ευσπλαγχνίαν. Αγαθή και ευεργετική είναι η ευσπλαγχνία σου. 21 Σὺ δέ, Κύριέ μου, Κύριε, πρὸς τὸν ὁποῖον προσεύχομαι, ποίησον οὕτως, ὥστε νὰ καταφανῆ, ὅτι εἶσαι μετ’ ἐμοῦ σύμμαχος καὶ ὑπερασπιστής μου. Βοήθησέ με, Κύριε, διὰ τὸ ὄνομά σου, τὸ ὁποῖον ἐκφράζει εὐσπλαγχνίαν καὶ ἀγάπην. Σῶσόν με, διότι τὸ ἔλεός σου εἶναι εὐεργετικὸν καὶ ἐκχύνεται ἐπὶ πάντας.
22 ὅτι πτωχὸς καὶ πένης εἰμὶ ἐγώ, καὶ ἡ καρδία μου τετάρακται ἐντός μου. 22 Λυτρωσέ με, διότι εγώ είμαι πτωχός και ταλαιπωρημένος, και η καρδία μου έχει συγκλονισθή εντός μου. 22 Λύτρωσέ με, διότι πτωχὸς καὶ ἐλεεινὸς εἶμαι ἐγὼ καὶ ἡ καρδία μου σπαράσσει μέσα μου καὶ ὑπὸ σφοδρᾶς κατέχεται ταραχῆς.
23 ὡσεὶ σκιὰ ἐν τῷ ἐκκλῖναι αὐτὴν ἀντανῃρέθην, ἐξετινάχθην ὡσεὶ ἀκρίδες. 23 Οπως η σκια κατά την δύσιν του ηλίου κλίνει και σβήνει, έτσι και εγώ κινδυνεύω να χαθώ. Οπως αι ακρίδες εκτινάσσονται από τον σφοδρόν άνεμον, έτσι και εγώ τινάσσομαι και ωθούμαι από την δυστυχίαν μου. 23 Σὰν τὴν σκιάν, ἡ ὁποία, ὅταν δύῃ ὁ ἥλιος, κλίνει καὶ χάνεται, οὕτω κινδυνεύω καὶ ἐγὼ νὰ ἀφανισθῶ καὶ νὰ ἐκλίπω. Καὶ ὅπως αἱ ἀκρίδες τινάσσονται ὑπὸ τοῦ πνέοντος ἀνέμου καὶ δὲν δύνανται νὰ ἀντιστοῦν εἰς τὰ ρεύματα αὐτοῦ, ἀλλὰ παρασύρονται ὅπου αὐτὰ τὰς φέρουν, οὕτω καὶ ἐγὼ τινάσσομαι καὶ ὠθοῦμαι ὑπὸ τῆς δυστυχίας ὡς ἔντομόν τι ἀνίσχυρον.
24 τὰ γόνατά μου ἠσθένησαν ἀπὸ νηστείας, καὶ ἡ σάρξ μου ἠλλοιώθη δι᾿ ἔλαιον. 24 Τα γόνατά μου από την πείναν και την ασιτίαν έχουν εξασθενήσει, όλη δε η εμφάνισίς μου έχει αλλοιωθή από την έλλειψιν λαδιού· έγινα αγνώριστος. 24 Τὰ γόνατά μου ἀδυνάτισαν καὶ τρέμουν ἕνεκα τῆς ἀσιτίας, καὶ ἐπειδὴ ἔπαυσα νὰ ἀλείφω τὴν σάρκα μου μὲ ἔλαιον, ἠλλοιώθη καὶ ἔγινεν ἀγνώριστος ἡ ὄψις μου.
25 κἀγὼ ἐγενήθην ὄνειδος αὐτοῖς· εἴδοσάν με, ἐσάλευσαν κεφαλὰς αὐτῶν. 25 Κατήντησα αντικείμενον χλευασμού και ύδρεων στους εχθρούς μου. Αυτοί με είδαν και ευχαριστήθησαν. Εκίνησαν εμπαικτικώς τας κεφαλάς των εναντίον μου. 25 Καὶ ὡς ἐκ τούτου ἐγὼ κατήντησα νὰ γίνω ὄνειδος καὶ χλευασμὸς ἐνώπιον τῶν ἐχθρῶν μου. Ὅταν μὲ εἶδαν, ἐκίνησαν μετὰ περιφρονήσεως καὶ χλεύης τὰς κεφαλάς των.
26 βοήθησόν μοι, Κύριε ὁ Θεός μου, καὶ σῶσόν με κατὰ τὸ ἔλεός σου. 26 Βοήθησέ με, λοιπόν, Κυριε και Θεέ μου, και σώσε με από τα χέρια αυτών, σύμφωνα με το αμέτρητον έλεός σου. 26 Βοήθησέ με, Κύριε καὶ Θεέ μου, καὶ σῶσέ με σύμφωνα μὲ τὴν εὐσπλαγχνίαν καὶ τὸ ἔλεός σου.
27 καὶ γνώτωσαν ὅτι ἡ χείρ σου αὕτη καὶ σύ, Κύριε, ἐποίησας αὐτήν. 27 Ας μάθουν ότι η σωτηρία μου είναι έργον της παντοδυνάμου δεξιάς σου. Συ επραγματοποίησες την λύτρωσίν μου. 27 Καὶ ἂς μάθουν οἱ πολεμοῦντές με ὅτι τῆς χειρός σου ἐνέργεια εἶναι ἡ βοήθεια αὕτη, Κύριε, καὶ ὅτι σύ, Κύριε, ἐποίησας τὴν λύτρωσίν μου ταύτην.
28 καταράσονται αὐτοί, καὶ σὺ εὐλογήσεις· οἱ ἐπανιστάμενοί μοι αἰσχυνθήτωσαν, ὁ δὲ δοῦλός σου εὐφρανθήσεται. 28 Εκείνοι θα καταρώνται, συ όμως θα με ευλογής. Ετσι δε οι εχθροί, που επαναστατούν εναντίον μου, θα κατεντροπιασθούν και θα εξευτελισθούν, εγώ δε ο δούλός σου θα ευφρανθώ δια τας δωρεάς σου. 28 Θὰ μὲ καταρασθοῦν αὐτοί, πλὴν σὺ θὰ μὲ εὐλογήσης· θὰ καταισχυνθοῦν αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι ἐπαναστατοῦν καὶ ἐξεγείρονται κατ' ἐμοῦ, ἀλλ’ ἐγὼ ὁ ταπεινὸς σου δοῦλος θὰ εὐφρανθῶ.
29 ἐνδυσάσθωσαν οἱ ἐνδιαβάλλοντές με ἐντροπὴν καὶ περιβαλέσθωσαν ὡς διπλοΐδα αἰσχύνην αὐτῶν. 29 Οι συκοφάνται μου ας ενδυθούν ως μόνιμον ισοβιον ένδυμα την εντροπήν. Ας περιβληθούν μόνιμον την καταισχύνην, ωσάν πλατύν μανδύαν με πολλάς περιτυλίξεις. 29 Ἂς ἐνδυθοῦν οἱ κατηγοροῦντες καὶ διαβάλλοντές με ἐντροπὴν καὶ ἂς περιβληθοῦν καταισχύνην ὡς ἄλλον πλατὺν μανδύαν ποὺ διὰ διπλῶν περιτυλίξεων περιβάλλει τὸ σῶμα.
30 ἐξομολογήσομαι τῷ Κυρίῳ σφόδρα ἐν τῷ στόματί μου καὶ ἐν μέσῳ πολλῶν αἰνέσω αὐτόν, 30 Εγώ δε θα δοξολογήσω τον Κυριον με όλην μου την δύναμιν δια του στόματός μου. Εν μέσω πολλών άλλων θα υμνολογήσω αυτόν. 30 Θὰ δοξολογήσω τὸν Κύριον μὲ τὸ στόμα μου καὶ μὲ ὅλην τὴν δύναμίν μου καὶ ἐν μέσῳ πλήθους πολλοῦ θὰ τοῦ ψάλω αἶνον.
31 ὅτι παρέστη ἐκ δεξιῶν πένητος τοῦ σῶσαι ἐκ τῶν καταδιωκόντων τὴν ψυχήν μου. 31 Διότι παρεστάθη βοηθός εκ δεξιών εμού του πτωχού, δια να σώση την ζωήν μου από εκείνους, που με καταδιώκουν. 31 Διότι παρεστάθη σύμμαχος καὶ προστάτης εἰς τὰ δεξιὰ ἐμοῦ τοῦ πτωχοῦ καὶ ταπεινοῦ, διὰ νὰ σώσῃ τὴν ψυχήν μου ἀπὸ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι τὴν κατεδίωκον.