Δευτέρα, 02 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:24
Δύση: 17:07
Σελ. 2 ημ.
337-29
16ος χρόνος, 6134η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΨΑΛΜΟΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 62 (ΞΒ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ ἐν τῷ εἶναι αὐτὸν ἐν τῇ ἐρήμῳ τῆς ᾿Ιουδαίας. 1 1
2 (Μασ. 63) Ο ΘΕΟΣ ὁ Θεός μου, πρὸς σὲ ὀρθρίζω· ἐδίψησέ σε ἡ ψυχή μου, ποσαπλῶς σοι ἡ σάρξ μου ἐν γῇ ἐρήμῳ καὶ ἀβάτῳ καὶ ἀνύδρῳ. 2 (Μασ. 63) Θεέ μου, που είσαι ο Θεός μου, από πολύ πρωϊ, από τα χαράματα προσεύχομαι προς σέ. Σε διψά και σε ποθεί η ψυχή μου. Ποσες φορές και αυταί αι αισθήσστου σώματός μου, εις την έρημον αυτήν χώραν την δύσδατον και άνυδρον επόθησαν να ίδουν και να απολαύσουν τον άγιόν σου ναόν! 2 Ω Θεέ, ποὺ εἶσαι ὁ μόνος Θεός μου, τὸν ὁποῖον λατρεύω καὶ εἰς τὸν ὁποῖον ἀνήκω, πολὺ πρωῒ καὶ πρὶν ἀκόμη ἐξημερώσῃ, προσεύχομαι πρὸς σέ. Σὲ ἐπόθησε σφοδρῶς καὶ σὲ ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου, ἀλλὰ ποσάκις σὲ ἐδίψησε καὶ ἡ σάρξ μου, μακρὰν τοῦ ἱεροῦ σου, ἐν μέσῳ χώρας ἐρήμου, εἰς τὴν ὁποίαν οὔτε νὰ βαδίσῃ κανεὶς εὔκολα ἠμπορεῖ, οὔτε νερὸ εὑρίσκει διὰ νὰ σβήσῃ τὴν δίψαν του, παρ’ ὅλας ὅμως τὰς δυσκολίας καὶ στερήσεις αὐτὰς τίποτε δὲν ἴσχυσε νὰ μειώσῃ τὸν πρὸς σὲ πόθον μου.
3 οὕτως ἐν τῷ ἁγίῳ ὤφθην σοι τοῦ ἰδεῖν τὴν δύναμίν σου καὶ τὴν δόξαν σου. 3 Με την δίψαν αυτήν επαρουσιαζόμην σωματικώς και ψυχικώς άλλοτε στον ιερόν σου τόπον, δια να ίδω και σκεφθώ την δύναμίν σου και την δόξαν σου. 3 Μὲ τοιαύτην δίψαν καὶ μὲ τόσον σφοδρὸν πόθον παρουσιαζόμην κατὰ τὸ παρελθὸν ἐνώπιόν σου ἐν τῷ ἁγίῳ τόπῳ τῆς σκηνῆς σου, ἵνα διὰ τῆς πείρας ἀπολαύσω τὴν δύναμιν καὶ βοήθειάν σου καὶ χωριζόμενος τῶν μεριμνῶν τοῦ βίου αἰσθανθῶ τὴν δόξαν σου καὶ τὸ ἀνυπέρβλητον μεγαλεῖον σου.
4 ὅτι κρεῖσσον τὸ ἔλεός σου ὑπὲρ ζωάς· τὰ χείλη μου ἐπαινέσουσί σε. 4 Σε επόθησα και σε ποθώ σφοδρώς, Κυριέ μου, διότι το έλεός σου είναι ανώτερον από χιλιάδας και χιλιάδας ζωάς. Τα χείλη μου θα σε υμνούν και θα σε δοξολογούν. 4 Σὲ ἐπόθησα σφοδρῶς, Κύριε, διότι τὸ ἔλεός σου εἶναι ἀνώτερον καὶ προτιμότερον ἀπὸ μυρίας καὶ ἀναριθμήτους ζωὰς μὲ οἰανδήποτε ἀπόλαυσιν καὶ εὐτυχίαν συνοδευομένας. Τὰ χείλη μου θὰ σὲ αἰνέσουν καὶ θὰ σὲ δοξολογήσουν.
5 οὕτως εὐλογήσω σε ἐν τῇ ζωῇ μου καὶ ἐν τῷ ὀνόματί σου ἀρῶ τὰς χεῖράς μου. 5 Με τον αυτόν τρόπον θα σε ευλογώ και θα σε δοξολογώ καθ' όλον το διάστημα της ζωής μου και μόνον στο Ονομά σου θα υψώνω τας χείράς μου, και προς σε θα προσεύχωμαι. 5 Μετὰ τοῦ αὐτοῦ πόθου θὰ σὲ ἀνυμνῷ καθ' ὅλην τὴν ζωήν μου καὶ μόνον εἰς τὸ ὄνομά σου θὰ ἀνυψώνω τὰς χεῖρας μου προσευχόμενος καὶ κανὲν ἄλλο ὄνομα ἐκτὸς τοῦ ἰδικοῦ σου δὲν θὰ λατρεύω, οὔτε θὰ ἐπικαλοῦμαι.
6 ὡς ἐκ στέατος καὶ πιότητος ἐμπλησθείη ἡ ψυχή μου, καὶ χείλη ἀγαλλιάσεως αἰνέσει τὸ στόμα μου. 6 Με την χαράν και την ευφροσύνην της προσευχής θα χορταίνη και θα ευφραίνεται η ψυχή μου, όπως θα ηυφραίνετο το σώμα, όταν θα έτρωγε λιπαρά και νόστιμα φαγητά. Με χείλη πλημμυρισμένα από αγαλλίασιν θα σε υμνή τότε το στόμα μου. 6 Τότε θὰ χορταίνῃ καὶ θὰ εὐφραίνεται ἀπολαμβάνουσά σε ἡ ψυχή μου, ὅπως θὰ ἐχόρταινε καὶ θὰ ηὐφραίνετο τὸ σῶμα μου εἰς τράπεζαν μὲ λιπαρὰ καὶ παχέα φαγητά· καὶ μὲ χείλη ἀγαλλόμενα καὶ εὐφραινόμενα θὰ σὲ ὑμνῇ τὸ στόμα μου.
7 εἰ ἐμνημόνευόν σου ἐπὶ τῆς στρωμνῆς μου, ἐν τοῖς ὄρθροις ἐμελέτων εἰς σέ· 7 Οταν, καθώς πέφτω κατά την νύκτα στο στρώμα μου, σε ενθυμούμαι και κοιμώμαι με την παράστασιν του μεγαλείου σου, τότε πολύ πρωϊ θα εξυπνώ και θα μελετώ τα μεγαλεία 7 Ὅταν κατὰ τὴν νύκτα σὲ ἐνθυμηθῶ ἐπὶ τοῦ στρώματός μου, ὁ ἐπερχόμενος ὕπνος δὲν συντελεῖ εἰς τὸ νὰ σὲ λησμονήσω, ἀλλὰ πολὺ πρωῒ καὶ πρὸ τῆς αὐγῆς ἐγειρόμενος στρέφω τὸν νοῦν μου πρὸς σὲ καὶ μελετῶ μὲ σκέψιν βαθεῖαν καὶ ἀπερίσπαστον τὰ πρὸς ἐμὲ ἐλέη σου καὶ τὴν ἄπειρον τελειότητά σου.
8 ὅτι ἐγενήθης βοηθός μου, καὶ ἐν τῇ σκέπῃ τῶν πτερύγων σου ἀγαλλιάσομαι. 8 Διότι συ κατά το παρελθόν υπήρξες βοηθός και στο μέλλον θα δοκιμάζω αγαλλίασιν και χαράν ευρισκόμενος κάτω από την σκέπην των πτερύγων σου. 8 Διότι πάντοτε εἰς τὸ παρελθὸν ἔγινες βοηθός μου καὶ γεμᾶτος ἐλπίδα καὶ διὰ τὸ μέλλον θὰ ἀγάλλωμαι στήριξων τὴν πεποίθησή μου εἰς τὴν σκέπην καὶ προστασίαν, τὴν ὁποίαν ἡ πρόνοιά σου θὰ μοῦ παρέχῃ, σκεπάζουσά με στοργικῶς ὑπὸ τὰς πτέρυγάς σου.
9 ἐκολλήθη ἡ ψυχή μου ὀπίσω σου, ἐμοῦ δὲ ἀντελάβετο ἡ δεξιά σου. 9 Προσεκολλήθη πάντοτε η ψυχή μου προς σέ. Συ δε ήπλωσες την δεξιάν σου χείρα και με εστήριξες, με καθωδήγησες και με επροστάτευσες. 9 Προσεκολλήθη καὶ διὰ τοῦ πόθου προσεδέθη ἡ ψυχή μου εἰς σέ· σὺ δὲ μοῦ ἔτεινες τὴν χεῖρα σου καὶ μὲ τὴν παντοδύναμον δεξιάν σου μὲ ἐκράτησας καὶ μὲ ἐβοήθησας.
10 αὐτοὶ δὲ εἰς μάτην ἐζήτησαν τὴν ψυχήν μου, εἰσελεύσονται εἰς τὰ κατώτατα τῆς γῆς· 10 Αυτοί δε οι εχθροί μου, οι οποίοι με πολεμούν, ματαίως προσεπάθησαν να αφαιρέσουν την ζωήν μου. Θα αποτύχουν στο έργον των, αλλά και οι ίδιοι θα φονευθούν και θα κατέλθουν στον άδην, εις τα βάθη της γης. 10 Αὐτοὶ δὲ ποὺ μὲ πολεμοῦν, ματαίως καὶ χωρὶς νὰ κατορθώσουν τίποτε ἐζήτησαν τὴν ζωήν μου. Θὰ εἰσέλθουν θανατούμενοι εἰς τὰ καταχθόνια καὶ τὰ κατώτατα τῆς γῆς.
11 παραδοθήσονται εἰς χεῖρας ρομφαίας, μερίδες ἀλωπέκων ἔσονται. 11 Θα παραδοθούν εις σφαγήν ρομφαίας, τα σώματά των άταφα θα γίνουν τροφή δια τας αλώπεκας. 11 Θὰ παραδοθοῦν εἰς χεῖρας, αἱ ὁποῖαι κρατοῦν σπάθην καὶ θὰ κατασφαγοῦν, τὰ πτώματά των δὲ θὰ ἐγκαταλειφθοῦν ἄταφα, καὶ θὰ κομματιασθοῦν εἰς μερίδας, αἱ ὁποῖαι θὰ καταφαγωθοῦν ἀπὸ ἀλώπεκας.
12 ὁ δὲ βασιλεὺς εὐφρανθήσεται ἐπὶ τῷ Θεῷ, ἐπαινεθήσεται πᾶς ὁ ὀμνύων ἐν αὐτῷ, ὅτι ἐνεφράγη στόμα λαλούντων ἄδικα. 12 Εγώ όμως ο βασιλεύς θα ευφρανθώ με την προστασίαν και την χαράν, την οποίαν ο Θεός μου δίδει. Και καθένας, ο οποίος ορκίζεται στον αληθινόν Θεόν, θα δοξασθή. Εξ αντιθέτου θα φραγή και θα κλείση το στόμα εκείνων, οι οποίοι λαλούν αδικίας και ψεύδη. 12 Ὁ βασιλεὺς ὅμως θὰ εὐφρανθῇ διὰ τὴν πρὸς αὐτὸν προστασίαν τοῦ Θεοῦ· θὰ ἐπαινεθῇ δὲ καὶ θὰ δοξασθῇ πᾶς, ὅστις ὁρκίζεται ἐπικαλούμενος τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, διότι ἀσφαλῶς θὰ φραγῇ καὶ θὰ κλείσῃ τὸ στόμα τῶν λαλούντων ἄδικα.