Δευτέρα, 02 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:24
Δύση: 17:07
Σελ. 2 ημ.
337-29
16ος χρόνος, 6134η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΨΑΛΜΟΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 50 (Ν)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Εἰς τὸ τέλος· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ 1 1
2 ἐν τῷ ἐλθεῖν πρὸς αὐτὸν Νάθαν τὸν προφήτην, ἡνίκα εἰσῆλθε πρὸς Βηρσαβεέ. 2 2
3 (Μασ. 51) ΕΛΕΗΣΟΝ με, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου· 3 (Μασ. 51) Ελέησέ με, ω Θεέ μου, σύμφωνα προς το άπειρον έλεός σου· και σύμφωνα με το απέραντον πλήθος των οικτιρμών σου σβήσε εντελώς την παρανομίαν μου. 3 Ελέησόν με, ὦ Θεέ μου, σύμφωνα πρὸς τὸ μέγα καὶ ἄμετρον ἔλεός σου, καὶ σύμφωνα πρὸς τὸ πλῆθος τὸ ἀπέραντον τῶν οἰκτιρμῶν σου σβῆσε ὁλοτελῶς τοῦ ἀνομήματός μου τὸ βαρὺ χρέος.
4 ἐπὶ πλεῖον πλῦνόν με ἀπὸ τῆς ἀνομίας μου καὶ ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας μου καθάρισόν με. 4 Πλύνε με και ξαναπλύνε με από την παρανομίαν μου, και από τον ρύπον της αμαρτίας μου καθάρισέ με. 4 Πάλιν καὶ πάλιν πλῦνε με ἀπὸ τὸν ρύπον τῆς διπλῆς παραβάσεως τοῦ νόμου σου, εἰς τὴν ὁποίαν παρεσύρθην, καὶ ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν μου, ἡ ὁποία μὲ κατέστησε μολυσμένον καὶ ἀκάθαρτον, καθάρισέ με.
5 ὅτι τὴν ἀνομίαν μου ἐγὼ γινώσκω, καὶ ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μού ἐστι διαπαντός. 5 Το έλεός σου ζητώ, διότι και εγώ αναγνωρίζω και ομολογώ την παρανομίαν μου. Αυτή δε η αμαρτία μου είναι πάντοτε ενώπιόν μου, εις την καρδίαν μου και εις την σκέψιν, δια να με ελέγχη και να με τυραννή. 5 Ἐλέησόν με καὶ οἰκτείρησόν με, διότι τὴν ἀνομίαν μου, τὴν ὁποίαν πρότερον τυφλωμένος δὲν ἀντελαμβανόμην, ἐγὼ τώρα τὴν γνωρίζω καὶ τὴν συναισθάνομαι, μέχρι σημείου ὥστε ἡ ἁμαρτία μου αὐτὴ νὰ μὴ φεύγῃ ποτὲ ἀπὸ τὸν νοῦν μου, ἀλλὰ νὰ τὴν ἔχω πάντοτε ἐμπρός μου καὶ νὰ συντρίβωμαι διηνεκῶς δι’ αὐτήν.
6 σοὶ μόνῳ ἥμαρτον καὶ τὸ πονηρὸν ἐνώπιόν σου ἐποίησα, ὅπως ἂν δικαιωθῇς ἐν τοῖς λόγοις σου, καὶ νικήσῃς ἐν τῷ κρίνεσθαί σε. 6 Ζητώ από σε την συγχώρησιν, διότι αι αμαρτίαι, τας οποίας διέπραξα, είναι παράβασις του ιδικού σου Νομου. Ενώπιόν σου εγώ διέπραξα τυ πονηρόν. Ομολογώ ότι είμαι άξιος τιμωρίας δια τας αμαρτίας μου, δια να φανή έτσι πόσον δίκαιον είχες εις τας εναντίον μου καταδικαστικάς αποφάσεις και να εξέλθης έτσι νικητής, όταν ασεβείς και μωροί θελήσουν να σε επικρίνουν. 6 Παρὰ σοῦ ζητῶ τὴν ἄφεσιν τῆς ἁμαρτίας μου, διότι ὁποιονδήποτε καὶ ἐὰν ἠδίκησα δι’ αὐτῆς, τὸν ἰδικόν σου νόμον παρέβην καὶ ἡ κατὰ τοῦ πλησίον παρεκτροπὴ καὶ προσβολή μου ἐπὶ σὲ διαβαίνει. Εἰς σὲ καὶ μόνον ἡμάρτησα καὶ διέπραξα ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον εἰς τοὺς ὀφθαλμούς σου εἶναι πονηρόν. Ὁμολογῶ καὶ κηρύττω δημοσίᾳ τὴν πρὸς σὲ ἁμαρτίαν μου, ἵνα ὅσοι βλέπουν τὰς τιμωρίας ποὺ μοῦ ἐπέβαλες δι’ αὐτήν, μὴ σὲ ἐκλάβουν ἄδικον, ἀλλὰ ἀναγνωρισθῇς δίκαιος εἰς τοὺς λόγους καὶ τὰς περὶ ἐμοῦ κρίσεις σου καὶ ἐξέλθῃς νικητής, ὅταν οἱ ἀγνοοῦντες τὰ πράγματα σὲ ἐπικρίνουν.
7 ἰδοὺ γὰρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην, καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου. 7 Ελέησέ με, διότι από γονείς αμαρτωλούς συνελήφθην και εν μέσω αμαρτιών με εκυοφόρησεν η μητέρα μου. 7 Ἐλέησόν με καὶ οἰκτείρησόν με, διότι ἰδού, φέρω κληρονομικὴν τὴν κλίσιν καὶ ροπὴν πρὸς τὴν ἁμαρτίαν. Διότι ἐν μέσῳ ἀνομιῶν καὶ παραβάσεων τοῦ νόμου σου συνελήφθην ἐν τῇ κοιλίᾳ τῆς μητρός μου καὶ ἐν μέσῳ ἁμαρτιῶν μὲ ἐκυοφόρησε καὶ μὲ ἐγέννησεν ἡ μήτηρ μου. Οἱ γονεῖς μου, ὅταν ἐγὼ συνελαμβανόμην καὶ ἐγεννώμην, διετέλουν ὅπως καὶ ὅλον τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων ὑπὸ τὸ κράτος τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος καὶ παρεσύροντο ὑπ’ αὐτοῦ εἰς καθημερινὰς παραβάσεις τοῦ νόμου.
8 ἰδοὺ γὰρ ἀλήθειαν ἠγάπησας, τὰ ἄδηλα καὶ τὰ κρύφια τῆς σοφίας σου ἐδήλωσάς μοι. 8 Θεός της αληθείας συ ηγάπησες και αγαπάς πάντοτε την αλήθειαν και την ευθύτητα. Εφανέρωσες εις εμέ τα άδηλα και τα κρύφια της σοφίας σου, δια να έχω έτσι την δυνατάτητα να προφυλαχθώ από την αμαρτίαν. 8 Ἀλλὰ σὺ δὲν ἀρέσκεσαι εἰς τὴν ἁμαρτωλὸν αὐτὴν κατάστασιν, διότι ἠγάπησας τὴν εὐθύτητα καὶ τὴν εἰλικρίνειαν τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδίας, δι' αὐτὸ δὲ καὶ μοῦ ἀπεκάλυψας καὶ μου ἐφανέρωσας τὰ ἄδηλα καὶ ἀπόκρυφα τῆς σοφίας σου, ἵνα διὰ τούτων ἀπαλλαγῶ ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, ποὺ ἐμφωλεύει μέσα μου ἀπ’ αὐτῆς τῆς συλλήψεώς μου εἰς τὴν κοιλίαν τῆς μητρός μου. Τοῦτο ὅμως θὰ ἐπιτευχθῇ μόνον διὰ τῆς βοηθείας σου.
9 ραντιεῖς με ὑσσώπῳ, καὶ καθαρισθήσομαι, πλυνεῖς με, καὶ ὑπὲρ χιόνα λευκανθήσομαι. 9 Σαν με συμβολικά κλωνάρια υσσώπου θα με ραντίσης με το έλεός σου, και έτσι εγώ θα καθαρισθώ από την αμαρτίαν μου. Θα με πλύνης με την χάριν σου και θα γίνω τόσον καθαρός, ώστε να είμαι λευκώτερος από το χιόνι. 9 Θὰ μὲ ραντίσῃς σὺ μὲ τὸ ἔλεος καὶ τὴν χάριν σου ὡσὰν διὰ ραντιστηριοῦ ἐκ κλώνων ὑσσώπου καὶ θὰ καθαρισθῶ· θὰ μὲ πλύνῃς καὶ θὰ λευκανθῶ γινόμενος λευκότερος καὶ ἀπὸ τὴν χιόνα.
10 ἀκουτιεῖς μοι ἀγαλλίασιν καὶ εὐφροσύνην, ἀγαλλιάσονται ὀστέα τεταπεινωμένα. 10 Τοτε θα με κάμης να αισθανθώ αγαλλίασιν και ευφροσύνην, ώστε και αυτά τα συντετριμμένα και παράλυτα οστά μου να σκιρτήσουν από χαράν. 10 Ὅταν δὲ οὕτω μὲ συγχωρήσῃς καὶ μὲ λευκάνῃς, θὰ μὲ κάμῃς νὰ ἀκούσω καὶ νὰ αἰσθανθῶ ἀγαλλίασιν καὶ εὐφροσύνην, καὶ τὰ ἐκ τῆς ὀδύνης καὶ βαθείας συναισθήσεως συντετριμμένα ἥδῃ ὀστᾶ μου θὰ ἀνασκιρτήσουν ἐν χαρᾷ καὶ ἀγαλλιάσει.
11 ἀπόστρεψον τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν μου καὶ πάσας τὰς ἀνομίας μου ἐξάλειψον. 11 Γυρισε το πρόσωπόν σου μακρυά από τας αμαρτίας μου, ώστε να μη τας βλέπης, και σβήσε ολες τις παρανομίες μου. 11 Στρέψε μακρὰν ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας μου τὸ πρόσωπόν σου, ὥστε νὰ μὴ βλέπης, ἀλλὰ νὰ λησμονήσῃς αὐτάς, καὶ σβῆσε τελείως, ὥστε νὰ μὴ φαίνωνται πλέον, πάσας τὰς ἀνομίας μου.
12 καρδίαν καθαρὰν κτίσον ἐν ἐμοί, ὁ Θεός, καὶ πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου. 12 Πλάσε μέσα μου και κτίσε νέαν καρδίαν καθαράν, Θεέ μου, δια να ενθρονίσης και εγκαινιάσης εις τα βάθη της ψυχής μου πνεύμα αληθείας, πνεύμα ορθοφροσύνης. 12 Κτίσε μέσα μου καρδίαν καθαράν, ἀνακαινίζων αὐτήν, ἡ ὁποία τώρα εἶναι ἀκάθαρτος καὶ ρέπει πρὸς τὸ κακόν, καὶ καθάρισον τὸν νοῦν μου, ὥστε νὰ ἐγκαινιάσῃς εἰς τὸ ἐσωτερικόν μου πνεῦμα καὶ κινήσεις τοῦ νοὸς εὐθείας καὶ ὀρθάς. Γέμισε τὸ ἐσωτερικόν μου μὲ ἁγνοὺς λογισμοὺς καὶ ἀγαθὴν προαίρεσιν.
13 μὴ ἀποῤῥίψῃς με ἀπὸ τοῦ προσώπου σου καὶ τὸ πνεῦμά σου τὸ ἅγιον μὴ ἀντανέλῃς ἀπ᾿ ἐμοῦ. 13 Μη με απομακρύνης και μη με απορρίψης από το γεμάτον καλωσύνην πρόσωπόν σου και το Αγιόν σου Πνεύμα μη το αφαιρέσης από εμέ. 13 Μὴ μὲ ἀπορρίψης καὶ μὴ μὲ ἀποδιώξῃς ἀπὸ τὸ πρόσωπόν σου, ὥστε νὰ στερηθῶ τῆς ἐπιβλέψεώς σου καὶ τῆς συμπαθείας σου, καὶ μὴ μοῦ ἀφαιρέσῃς τὸ Πνεῦμα σου τὸ Ἅγιον, ὥστε νὰ στερηθῶ τῆς βοηθείας καὶ ἐνισχύσεώς σου.
14 ἀπόδος μοι τὴν ἀγαλλίασιν τοῦ σωτηρίου σου καὶ πνεύματι ἡγεμονικῷ στήριξόν με. 14 Ξαναδός μου την χαράν και αγαλλίασιν της σωτηρίας μου, που προέρχεται από σέ, και στήριξέ με με σταθεράν και άκαμπτον θέλησιν στο αγαθόν, στον άγιον Νομον σου. 14 Δός μου πάλιν τὴν ὑπὸ τῆς ἁμαρτίας φυγαδευθεῖσαν χαρὰν παρέχων μοι τὴν ἀγαλλίασιν, τὴν ὁποίαν δημιουργεῖ ἡ ἐκ τοῦ ἐλέους σου σωτηρία. Καὶ στήριξόν με ἐν τῇ νέᾳ ταύτῃ καταστάσει διὰ σκέψεων σταθερῶν καὶ βουλήσεως ἰσχυρᾶς, ἡ ὁποία νὰ κυριαρχῇ μέσα μου καὶ να μὲ κατευθύνῃ εἰς τὸ ἀγαθόν.
15 διδάξω ἀνόμους τὰς ὁδούς σου, καὶ ἀσεβεῖς ἐπὶ σὲ ἐπιστρέψουσι. 15 Ετσι δε εξηγνισμένος και φωτισμένος εγώ θα διδάξω εις πολλούς παρανομούντας τους ιδικούς σου δρόμους, τον Νομον σου. Με το παράδειγμά μου δε και με τα λόγια μου θα συντελέσω, ώστε πολλοί ασεβείς να επιστρέψουν εν μετάνοια προς σέ, όπως επέστρεψα και εγώ. 15 Οὕτω δὲν θὰ παρέχω διὰ τοῦ παραδείγματός μου σκάνδαλον εἰς τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ θὰ ἀφοσιωθῶ εἰς τὸ ἑξῆς εἰς τὴν οἰκοδομὴν αὐτῶν. Θὰ διδάξω ἀνόμους τὰς ὁδούς σου, εἰς τὰς ὁποίας θέλεις νὰ βαδίζωμεν, καὶ πολλοὶ ἐξ ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἀσεβῶς ἀθετοὺῦν τὰς ἐντολάς σου, θὰ ἐπιστραφοῦν ἐν μετανοίᾳ εἰς σέ.
16 ρῦσαί με ἐξ αἱμάτων, ὁ Θεὸς ὁ Θεὸς τῆς σωτηρίας μου· ἀγαλλιάσεται ἡ γλῶσσά μου τὴν δικαιοσύνην σου. 16 Απάλλαξέ με, Κυριε, από την ενοχήν των αθώων αιμάτων, που εχύθησαν εξ αιτίας μου, Θεέ και Κυριε της σωτηρίας μου. Η γλώσσα γεμάτη χαράν θα διαλαλή την δικαιοσύνην και την αγαθότητά σου. 16 Ἐλευθέρωσέ με, ὦ Θεέ μου, ἐκ τῆς ἐνοχῆς τῶν αἱμάτων καὶ τοῦ φόνου· ὦ Θεέ μου, ὅστις εἶσαι ὁ Σωτήρ μου. Ἡ γλῶσσα μου μὲ χαρὰν καὶ ἀγαλλίασιν θὰ ὑμνῇ τὴν δικαιοσύνην σου, διὰ τῆς ὁποίας τιμωρῶν ἐν ἐλέει τὸ κακόν, ὁδηγεῖς καὶ πάλιν τοὺς διαπράττοντας αὐτὸ εἰς τὴν σωτηρίαν.
17 Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου. 17 Ναι, Κυριε, θα ανοίξης συ τα χείλη μου και το στόμα μου με παρρησίαν και θάρρος και θα αναπέμπη αίνους και δοξολογίας προς σέ. 17 Κύριε, διὰ τῆς ἀφέσεως, τὴν ὁποίαν θὰ μοῦ παράσχῃς, θὰ ἀνοίξῃς τὰ κλεισμένα ἀπὸ τὴν ἐντροπὴν τῆς ἁμαρτίας καὶ τὸν ἔλεγχον τῆς συνειδήσεως χείλη μου, καὶ τὸ στόμα μου θὰ ἐξαγγείλῃ τὸν ὕμνον καὶ τὸν ἔπαινόν σου.
18 ὅτι εἰ ἠθέλησας θυσίαν, ἔδωκα ἄν· ὁλοκαυτώματα οὐκ εὐδοκήσεις. 18 Δοξολογίας ολοθέρμους θα σου αναπέμπω, Κυριε, διότι εάν ήθελες και κάποιαν θυσίαν δια την άφεσιν των αμαρτιών μου, θα σου την προσέφερα. Συ όμως δεν ευαρεστείσαι τόσον εις τα ολοκαυτώματα των θυσιών. 18 Θὰ περιορισθῶ νὰ σὲ ὑμνήσω μὲ ὅλην τὴν καρδίαν μου, διότι ἐὰν θὰ ἤθελες θυσίαν ὑλικήν, εὐχαρίστως θὰ ἔδιδα ταύτην. Ἀλλὰ σύ, καὶ ἂν σοῦ προσφέρωμεν ὡς θυσίαν ζῶα, διὰ νὰ κατακαοῦν ἐπὶ τοῦ θυσιαστηρίου σου ὁλόκληρα, δὲν θὰ εὐαρεστηθῇς.
19 θυσία τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει. 19 Η ευάρεστος θυσία δια σε τον Θεόν είναι ψυχή συντετριμμένη από τον πόνον και την συναίσθησιν της αμαρτίας. Καρδίαν δε ανθρώπου, η οποία έχει συντριβή από την μετάνοιαν και έχει ταπεινωθή, συ ο πανάγαθος και πολυέλεος Θεός ουδέποτε θα την εξουθενώσης. 19 Θυσία εὐπρόσδεκτος καὶ ἀρεστὴ εἰς τὸν Θεὸν εἶναι τὸ πνεῦμα, ποὺ ἔχει συντριβῆ ἀπὸ εἰλικρινῆ μετάνοιαν· καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην δὲν θὰ ἀπορρίψη ποτὲ ὁ Θεός.
20 ἀγάθυνον, Κύριε, ἐν τῇ εὐδοκίᾳ σου τὴν Σιών, καὶ οἰκοδομηθήτω τὰ τείχη ῾Ιερουσαλήμ· 20 Ευδόκησον, λοιπόν, Κυριε, να φανής αγαθός και ευεργετικός εις την Ιερουσαλήμ. Δείξε την καλωσύνην σου, ώστε να ανοικοδομηθούν και πάλιν τα τείχη της Ιερουσαλήμ. 20 Εὐδόκησον, Κύριε, νὰ φανῇς ἀγαθὸς καὶ πρὸς τὴν Σιὼν καὶ διὰ τῆς εὐδοκίας σου καὶ τῆς καλωσύνης σου ταύτης ἂς οἰκοδομηθοῦν τὰ τείχη τῆς Ἱερουσαλήμ.
21 τότε εὐδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, ἀναφορὰν καὶ ὁλοκαυτώματα· τότε ἀνοίσουσιν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριόν σου μόσχους. 21 Τοτε θα ευδοκήσης να δεχθής κάθε θυσίαν, η οποία θα σου προσφέρεται σύμφωνα με όσα έχεις διατάξει στον Νομον σου, θυσίας αναφερομένας εις σέ, θυσίας ολοκαυτωμάτων. Τοτε θα ανεβάσουν στο θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων σου μόσχους προς θυσίαν εις έκφρασιν ευγνωμοσύνης και δοξολογίας προς σέ. 21 Τότε θὰ εὐαρεστηθῇς νὰ δεχθῇς πάντων τῶν εἰδῶν τὰς θυσίας· θὰ δεχθῇς θυσίαν προσφερομένην σύμφωνα πρὸς τὰς διατάξεις τοῦ Νόμου καὶ πρὸς τὸ δίκαιον. Θὰ δεχθῇς καὶ θυσίαν ἀναφοράς, καθὼς καὶ θύματα ἀκόμη καιόμενα ὁλόκληρα ἐπί του θυσιαστηρίου· τότε θὰ ἀνεβάσουν ἐπὶ τοῦ θυσιαστηρίου σου μόσχους, διὰ νὰ τοὺς προσφέρουν θυσίαν εἰς σέ.