Κυριακή, 01 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:23
Δύση: 17:07
Σελ. 1 ημ.
336-30
16ος χρόνος, 6133η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΨΑΛΜΟΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 114 (ΡΙΔ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
᾿Αλληλούϊα.
1 (Μασ. 115) ΗΓΑΠΗΣΑ, ὅτι εἰσακούσεται Κύριος τῆς φωνῆς τῆς δεήσεώς μου, 1 (Μασ. 115) Ηγάπησά με όλην μου την καρδιά τον Κυριον, διότι έκαμε δεκτήν και θα κάμνη και στο μέλλον δεκτήν την θερμήν προσευχήν μου. 1 Ηγάπησα τὸν Κύριον, διότι καὶ τώρα καὶ εἰς τὸ μέλλον θὰ εἰσακούσῃ τὴν φωνὴν τῆς δεήσεώς μου.
2 ὅτι ἔκλινε τὸ οὖς αὐτοῦ ἐμοί, καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις μου ἐπικαλέσομαι. 2 Διότι έκλινε το αυτί του προς εμέ, και εγώ θα τον επικαλούμαι εις όλας τας ημέρας της ζωής μου. 2 Διότι ηὐδόκησε νὰ κλίνῃ εἰς ἐμὲ εὐμενὲς τὸ οὖς αὐτοῦ· ὅθεν καὶ ἐγὼ θὰ τὸν ἐπικαλοῦμαι καθ’ ὅλας τὰς ἡμέρας μου, ἐφ’ ὅσον θὰ ζῶ.
3 περιέσχον με ὠδῖνες θανάτου, κίνδυνοι ᾅδου εὕροσάν με· θλῖψιν καὶ ὀδύνην εὗρον, 3 Θανάσιμοι πόνοι και αγωνίαι θανάτου με έχουν περικυκλώσει. Φοβεροί κίνδυνοι με ευρήκαν, οι οποίοι απειλούν να με κρημνίσουν στον άδην. Θλίψιν και οδύνην συνήντησα εις την πορείαν της ζωής μου. 3 Μὲ ἐκύκλωσαν ἀγωνιώδεις φόβοι θανάτου, κίνδυνοι ἐπαπειλοῦντες νὰ μὲ στείλουν εἰς τὸν Ἅδην μὲ εὗρον θλῖψιν καὶ ὀδύνην συνήντησα.
4 καὶ τὸ ὄνομα Κυρίου ἐπεκαλεσάμην· ὦ Κύριε, ρῦσαι τὴν ψυχήν μου. 4 Υπό το κράτος των αγωνιωδών αυτών περιστάσεων επεκαλέσθην δια της προσευχής το όνομα του Κυρίου και είπα· Ω Κυριε, σώσε την ζωήν μου από τους τρομερούς κινδύνους. 4 Καὶ ἐν μέσῳ τῶν κινδύνων τούτων ποὺ ἠπείλουν τὴν ζωήν μου, ἐπεκαλέσθην τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου καὶ εἶπον: Ὦ Κύριε, γλύτωσε τὴν ζωὴν καὶ τὴν ψυχήν μου ἀπὸ τοὺς κινδύνους καὶ τὰς στενοχωρίας της.
5 ἐλεήμων ὁ Κύριος καὶ δίκαιος, καὶ ὁ Θεὸς ἡμῶν ἐλεεῖ. 5 Ο Κυριος είναι εύσπλαγχνος και δίκαιος. Αυτός στέλλει πλούσια τα ελέη του προς ημάς. 5 Εἶναι ἐλεήμων ὁ Κύριος καὶ δίκαιος, δι' αὐτὸ δὲ καὶ εὐσπλαγχνίζεται τοὺς ἐπικαλουμένους αὐτόν, καὶ θέλει νὰ βλέπῃ τὸ δίκαιον θριαμβεῦον. Μολονότι δὲ ἡ δικαιοσύνη του ἀπαιτεῖ τὴν τιμωρίαν μας, τὸ ἔλεός του νικᾷ καὶ ὁ Θεὸς μᾶς ἐλεεῖ.
6 φυλάσσων τὰ νήπια ὁ Κύριος· ἐταπεινώθην, καὶ ἔσωσέ με. 6 Ο Κυριος φυλάσσει τα νήπια, τους αδυνάτους, τους ακάκους και αδόλους κατά την καρδίαν ανθρώπους. Εγώ εταπεινώθην ως ένα νήπιον ενώπιόν του και ο Κυριος δια την ταπείνωσίν μου αυτήν με έσωσε. 6 Φυλάσσει ὁ Κύριος τοὺς ταπεινοὺς καὶ ἀκάκους καὶ ἀπονηρεύτους, οἱ ὁποῖοι μόνοι των δὲν δύνανται νὰ προστατεύσουν ἑαυτούς, σὰν τὰ νήπια. Ἐταπεινώθην καὶ ἐγὼ καὶ ἔγινα ὡς νήπιον καὶ μὲ ἔσωσε.
7 ἐπίστρεψον, ψυχή μου, εἰς τὴν ἀνάπαυσίν σου, ὅτι Κύριος εὐηργέτησέ σε, 7 Ω ψυχή μου, σύνελθε από την ταραχήν και ατονίαν, εις την οποίαν έχεις περιπέσει. Ξαναγύρισε εις την προτέραν σου ανάπαυσιν και ειρήνην, διότι ο Κυριος σε έχει πλέον ευεργετήσει. 7 Σύνελθε εἰς ἑαυτήν, ὦ ψυχή μου· ἀνάλαβε ἐκ τῆς καταπτώσεώς σου καὶ ἐπάνελθε νὰ ἀπολαύσῃς τὴν ἀνάπαυσιν τῆς θείας προστασίας. Παῦσε νὰ ἀδημονῇς καὶ νὰ θρηνῇς, διότι ὁ Κύριος σὲ εὐηργέτησε.
8 ὅτι ἐξείλετο τὴν ψυχήν μου ἐκ θανάτου, τοὺς ὀφθαλμούς μου ἀπὸ δακρύων καὶ τοὺς πόδας μου ἀπὸ ὀλισθήματος. 8 Πράγματι ο Κυριος εγλύτωσε την ζωήν μου από τον θάνατον, τους οφθαλμούς μου τους απήλλαξεν από τα δάκρυα και τους πόδας μου τους διεφύλαξεν από ολισθήματα. 8 Διότι ἀπηλευθέρωσε τὴν ψυχήν μου ἀπὸ τὸν τρομερὸν κίνδυνον τοῦ θανάτου, ποὺ ἀντιμετώπισα, ἐσφόγγισε τοὺς ὀφθαλμούς μου ἀπὸ τὰ δάκρυα, καὶ ἐπρόλαβε τοὺς πόδας μου ἀπὸ τοῦ νὰ ὀλισθήσουν καὶ σκοντάψουν.
9 εὐαρεστήσω ἐνώπιον Κυρίου, ἐν χώρᾳ ζώντων. 9 Δια τούτο, εφ' όσον θα ζω, εφ' όσον θα υπάρχω εις την γην των ζώντων ανθρώπων, θα προσπαθώ να πράττω πάντοτε το ευάρεστον ενώπιον Κυρίου. 9 Δι’ αὐτὸ καὶ ἐγὼ λυτρωθεῖς ἐκ τοῦ θανάτου θὰ διάγω ἐν τῇ χώρᾳ τῶν ζώντων, ὅπου ὁ Κύριος μὲ διετήρησε, ζωὴν εὐάρεστον καὶ εὐγνώμονα εἰς αὐτόν.