Πέμπτη, 05 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:27
Δύση: 17:06
Σελ. 5 ημ.
340-26
16ος χρόνος, 6137η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΨΑΛΜΟΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 141 (ΡΜΑ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Συνέσεως τῷ Δαυΐδ, ἐν τῷ εἶναι αὐτὸν ἐν τῷ σπηλαίῳ· προσευχή. 1 1
2 (Μασ. 142) ΦΩΝῌ μου πρὸς Κύριον ἐκέκραξα, φωνῇ μου πρὸς Κύριον ἐδεήθην. 2 (Μασ. 142) Με θερμήν μεγαλόφωνον προσευχήν έκραξα προς τον Κυριον. Από τα βάθη της ψυχής μου τον παρεκάλεσα. 2 Μὲ ἔντασιν θερμὴν τῶν ψυχικῶν μου δυνάμεων ὕψωσα κραυγὴν ἰσχυρὰν καὶ ἐφάναξα πρὸς τὸν Κύριον, μὲ φωνὴν ἐξερχομένην ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδίας μου παρεκάλεσα τὸν Κύριον.
3 ἐκχεῶ ἐνώπιον αὐτοῦ τὴν δέησίν μου, τὴν θλῖψίν μου ἐνώπιον αὐτοῦ ἀπαγγελῶ. 3 Θα αφήσω να χυθή ενώπιον αυτού η δέησίς μου. Θα εξαγγείλω εμπρός εις αυτόν την θλίψιν της ψυχής μου. 3 Θὰ ἐκχύσω ἐνώπιόν του τὴν δέησίν μου, τὸν πόνον καὶ τὴν θλῖψιν τῆς ψυχῆς μου ἐνώπιόν του θὰ ἀπαγγείλω.
4 ἐν τῷ ἐκλείπειν ἐξ ἐμοῦ τὸ πνεῦμά μου, καὶ σὺ ἔγνως τὰς τρίβους μου· ἐν ὁδῷ ταύτῃ, ᾗ ἐπορευόμην, ἔκρυψαν παγίδα μοι. 4 Τωρα, που εμπρός στους μεγάλους κινδύνους λιποψυχώ και κινδυνεύω να χάσω την ζωήν μου, συ, Κυριε, έχεις γνωρίσει και γνωρίζεις πόσον αθώα υπήρξεν η πορεία της ζωής μου. Ομως εις την ευθείαν αυτήν οδόν, την οποίαν εβάδισα και βαδίζω, έστησαν κρυφά παγίδα οι εχθροί μου, δια να με συλλάβουν. 4 Καθ’ ἣν ὥραν ἐγὼ λιποψυχῶ καὶ ἐκ τῆς ἀποθαρρύνσεως κινδυνεύει νὰ ἐκλείψῃ τὸ πνεῦμα μου, σὺ ἔχεις πλήρη γνῶσιν περὶ ἐμοῦ καὶ γνωρίζεις μὲ ποίας ἀγωνίας βαδίζω. Εἰς τὸν δρόμον αὐτόν, εἰς τὸν ὁποῖον πορεύομαι, ἔστησαν κρυφίαν παγίδα πρὸς ἐξόντωσίν μου. Διέρχομαι ἐν μέσῳ κινδύνων καὶ ἐπιβουλῶν.
5 κατενόουν εἰς τὰ δεξιὰ καὶ ἐπέβλεπον, καὶ οὐκ ἦν ὁ ἐπιγινώσκων με· ἀπώλετο φυγὴ ἀπ᾿ ἐμοῦ, καὶ οὐκ ἔστιν ὁ ἐκζητῶν τὴν ψυχήν μου. 5 Στρέφω τα βλέμματά μου προς τα δεξιά, παρατηρώ με προσοχήν και αγωνίαν, δια να εύρω βοηθόν, και δεν υπάρχει κανείς, ο οποίος να έχη επίγνωσιν του κινδύνου, που διατρέχω, και να δύναται να με βοηθήση. Εχάθηκε κάθε τρόπος διαφυγής από τον κίνδυνον αυτόν. Κανείς πλέον, ούτε από τους φίλους μου, δεν φροντίζει δια την σωτηρίαν της ζωής μου. 5 Στρέφω τὰ βλέμματά μου πρὸς τὰ δεξιά, ὅπου συνήθως εὑρίσκονται οἱ φιλικῶς διακείμενοι, καὶ ἐξετάζω νὰ εὕρω βοηθόν τινα, ἀλλὰ κανεὶς δὲν ὑπάρχει νὰ μοῦ δώσῃ γνωριμίαν καὶ νὰ μὲ χαιρετήση· ἐχάθη πᾶσα διαφυγὴ ἐκ τοῦ κινδύνου δι’ ἐμέ, δὲν ἔχω ποὺ νὰ καταφύγω καὶ δὲν ὑπάρχει κανεὶς ἐνδιαφερόμενος καὶ φροντίζων διὰ τὴν ζωήν μου.
6 ἐκέκραξα πρὸς σέ, Κύριε, εἶπα· σὺ εἶ ἡ ἐλπίς μου, μερίς μου εἶ ἐν γῇ ζώντων. 6 Χωρίς καμμίαν πλέον βοήθειαν εκ μέρους των ανθρώπων κράζω με όλην μου την δύναμιν προς σε, Κυριε, και διακηρύττω· Συ είσαι η ελπίς μου· Συ είσαι η πολύτιμος κληρονομία μου εις την παρούσαν ζωήν. 6 Ἀπηλπισμένος ἐκ τῆς γῆς ἐφώναξα πρὸς σέ, Κύριε, καὶ εἶπα· σὺ εἶσαι ἡ ἐλπίς μου· εἶσαι ἡ πολύτιμος μερὶς καὶ κληρονομία μου, ὁ ἀτίμητος θησαυρὸς ἐν τῇ γῇ τῶν ζώντων.
7 πρόσχες πρὸς τὴν δέησίν μου, ὅτι ἐταπεινώθην σφόδρα· ρῦσαί με ἐκ τῶν καταδιωκόντων με, ὅτι ἐκραταιώθησαν ὑπὲρ ἐμέ. 7 Δώσε, λοιπόν, προσοχήν εις την δέησίν μου, διότι έχω κακοπαθήσει πολύ και αποκάμει. Σώσε με από εκείνους, οι οποίοι με καταδιώκουν ζητούντες την εξοντωσίν μου, διότι είναι πολύ ισχυρότεροι από εμέ. 7 Εὐδόκησον να προσέξῃς τὴν δέησίν μου, διότι ἐκ τῶν συμφορῶν καὶ καταδιώξεων κατεβλήθην καὶ κατέπεσα εἰς μεγάλην ταπείνωσιν· γλύτωσέ με ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ μὲ καταδιώκουν, διότι ἔγιναν πολὺ ἰσχυρότεροι ἀπὸ ἐμέ.
8 ἐξάγαγε ἐκ φυλακῆς τὴν ψυχήν μου τοῦ ἐξομολογήσασθαι τῷ ὀνόματί σου· ἐμὲ ὑπομενοῦσι δίκαιοι, ἕως οὗ ἀνταποδῷς μοι. 8 Βγάλε με από την φυλακήν του σπηλαίου, ώστε ελεύθερος και γεμάτος ευγνωμοσύνην να δοξολογώ το άγιον Ονομά σου. Οι δίκαιοι θα περιμένουν να ίδουν την καλήν έκβασιν, την οποίαν συ ως αμοιβήν των ελπίδων μου θα δώσης. 8 Ἐξάγαγε τὴν ψυχήν μου ἀπὸ τὴν φυλακὴν ταύτην, εἰς τὴν ὁποίαν εὑρίσκομαι ἐγκεκλεισμένος, ἵνα ἐλεύθερος καὶ σεσωσμένος δοξολογήσω τὸ ὄνομά σου. Θὰ περιμένουν νὰ μὲ βοηθήσῃς προσευχόμενοι ὑπὲρ ἐμοῦ δίκαιοι πολλοί, ἕως ὅτου μοῦ ἀποδώσῃς τὴν ἀπαλλαγὴν ὡς ἀμοιβὴν τῶν πρὸς σὲ ἐλπίδων μας.