Δευτέρα, 02 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:24
Δύση: 17:07
Σελ. 2 ημ.
337-29
16ος χρόνος, 6134η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΨΑΛΜΟΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 37 (ΛΖ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ· εἰς ἀνάμνησιν περὶ τοῦ σαββάτου. 1 1
2 (Μασ. 38) ΚΥΡΙΕ, μὴ τῷ θυμῷ σου ἐλέγξῃς με, μηδὲ τῇ ὀργῇ σου παιδεύσῃς με. 2 (Μασ. 38) Κυριε, μη με ελέγξης και μη, επάνω εις την δικαίαν οργήν σου, με τιμωρήσης δια τας πράξεις μου. Μη χρησιμοποίησης την παιδαγωγικήν σου ράβδον οργισμένος εναντίον μου. 2 Κύριε, μὴ μὲ ἐλέγξῃς καὶ μὴ κολάσῃς θυμωμένος τὰς πράξεις μου, μηδὲ χρησιμοποιήσῃς τὴν παιδαγωγικὴν μάστιγά σου ὠργισμένος κατ’ ἐμοῦ.
3 ὅτι τὰ βέλη σου ἐνεπάγησάν μοι, καὶ ἐπεστήριξας ἐπ᾿ ἐμὲ τὴν χεῖρά σου· 3 Διότι τα βέλη των πόνων και των τιμωριών έχουν εμμηχθή μέσα στο σώμα μου και βαρύ έχεις αφήσει να πέση επάνω μου το παντοδύναμο χέρι σου. 3 Διότι ἤδη τὰ βέλη τῶν πόνων καὶ τιμωριῶν σου ἔχουν ἐμπηχθῆ ἐντὸς τοῦ σώματός μου, καὶ κατέφερες βαρεῖαν κατ’ ἐμοῦ τὴν τιμωρὸν χεῖρα σου.
4 οὐκ ἔστιν ἴασις ἐν τῇ σαρκί μου ἀπὸ προσώπου τῆς ὀργῆς σου, οὐκ ἔστιν εἰρήνη ἐν τοῖς ὀστέοις μου ἀπὸ προσώπου τῶν ἁμαρτιῶν μου. 4 Δεν υπάρχει κανένα μέλος του σώματός μου υγιές, εξ αιτίας της δικαίας οργής σου εναντίον μου. Δεν υπάρχει γαλήνη και ανάπαυσις εις τα κόκκαλά μου εξ αιτίας των δύο μεγάλων αμαρτιών μου. 4 Δὲν ὑπάρχει μέλος ὑγιὲς εἰς τὴν σάρκα μου ἕνεκα τῆς κατ’ ἐμοῦ ὀργῆς σου, δὲν ὑπάρχει εὐστάθεια καὶ ἡσυχία εἰς τὰ ὀστᾶ μου ἕνεκα τῶν ἁμαρτιῶν, τὰς ὁποίας διέπραξα καὶ τῶν ὁποίων ἡ ἀνάμνησις καὶ αἱ συνέπειαι μὲ ταράττουν καὶ κλονίζουν ὁλόκληρον τὸν ὀργανισμόν μου.
5 ὅτι αἱ ἀνομίαι μου ὑπερῇραν τὴν κεφαλήν μου, ὡσεὶ φορτίον βαρὺ ἐβαρύνθησαν ἐπ᾿ ἐμέ. 5 Διότι αι αμαρτίαι μου αυταί είναι τόσον μεγάλαι, ώστε ωσάν πελώρια κύματα επλημμύρισαν επάνω από το κεφάλι μου και ως βαρύ φορτίον καταθλίβουν και καταπιέζουν την ψυχήν μου. 5 Διότι αἱ ἀνομίαι μου ὡς κύματα πυκνὰ ὑψοῦνται ὑπὲρ τὴν κεφαλήν μου καὶ μὲ ἐσκέπασαν ὁλόκληρον διὰ νὰ μὲ πνίξουν· σὰν φορτίον ἀνυπόφορον καὶ συντριπτικὸν μὲ πιέζουν καὶ ἔπεσαν βαρεῖαι ἐπ' ἐμοῦ.
6 προσώζεσαν καὶ ἐσάπησαν οἱ μώλωπές μου ἀπὸ προσώπου τῆς ἀφροσύνης μου· 6 Τα εξ αιτίας της αφροσύνης μου τραύματα των αμαρτιών μου εβρώμισαν και εσάπησαν. 6 Τὰ ἐκ τῶν ἁμαρτιῶν μου τραύματα ἐβρώμησαν καὶ ἐσάπισαν ἕνεκα τῆς ἀφροσύνης, τὴν ὁποίαν ἐπέδειξα ἁμαρτήσας, καὶ ἀνθρωπίνως δὲν ὑπάρχει ἐλπὶς νὰ ἰατρευθοῦν.
7 ἐταλαιπώρησα καὶ κατεκάμφθην ἕως τέλους, ὅλην τὴν ἡμέραν σκυθρωπάζων ἐπορευόμην. 7 Εχω ταλαιπωρηθή και καταβληθή. Ελύγισαν τα γόνατά μου, εκυρτώθην τελείως. Ολην την ημέραν σύρω μετά δυσκολίας τα βήματά μου, σκυθρωπός και λυπημένος. 7 Εἶμαι ταλαιπωρημένος καὶ βασανισμένος, κατεβλήθην δὲ καὶ ἐκυρτώθην τελείως, ὅλην τὴν ἡμέραν σύρω τὰ βήματά μου σκυθρωπὸς καὶ λυπημένος.
8 ὅτι αἱ ψόαι μου ἐπλήσθησαν ἐμπαιγμάτων, καὶ οὐκ ἔστιν ἴασις ἐν τῇ σαρκί μου· 8 Διότι οι νεφροί μου, το κέντρον αυτό των επιθυμιών, εγέμισαν από έλκη και πόνους, τα οποία προκαλούν την αηδίαν και περιφρόνησιν. Δεν υπάρχει μέρος υγιές εις την σάρκα μου. 8 Διότι οἱ νεφροί μου, ποὺ εἶναι τὸ κέντρον τοῦ ἐπιθυμητικοῦ τῆς ψυχῆς, ἐγέμισαν ἀπὸ πόνους καὶ ἕλκη, ἅτινα προκαλοῦν τὴν ἀηδίαν καὶ περιφρόνησῃ, καὶ δὲν ὑπάρχει ὑγιὲς μέρος εἰς τὴν σάρκα μου.
9 ἐκακώθην καὶ ἐταπεινώθην ἕως σφόδρα, ὠρυόμην ἀπὸ στεναγμοῦ τῆς καρδίας μου. 9 Εκακοπάθησα και εταλαιπωρήθην και εξηυτελίσθην πάρα πολύ. Βαθείς και συνεχείς αναστεναγμοί βγαίνουν από την οδυνωμένην καρδίαν μου, ωσάν βρυχηθμοί λέοντος πληγωμένου. 9 Ἐκακοπάθησα καὶ ἐταλαιπωρήθην πάρα πολύ· καὶ ἀπὸ τὴν καρδίαν μου ἐξέρχονται βαθεῖς καὶ μεγάλοι στεναγμοὶ ὡσὰν βρυχηθμοὶ λέοντος πληγωμένου.
10 Κύριε, ἐναντίον σου πᾶσα ἡ ἐπιθυμία μου, καὶ ὁ στεναγμός μου ἀπὸ σοῦ οὐκ ἀπεκρύβη. 10 Κυριε, ολοφάνερη εμπρός σου είναι η επιθυμία μου, η επιθυμία της σωτηρίας. Ο δε κατάπικρος στεναγμός της καρδίας μου δεν είναι άγνωστος και κρυμμένος από σέ. 10 Κύριε, ἔμπροσθέν σου ὑπάρχει κατάδηλος ἡ ἐπιθυμία μου· γνωρίζεις σὺ ὅτι ἐπιθυμῶ τὴν σωτηρίαν μου· καὶ δὲν εἶναι κρυμμένοι ἀπὸ σὲ οἱ στεναγμοί μου καὶ αἱ προκαλοῦσαι αὐτοὺς θλίψεις μου.
11 ἡ καρδία μου ἐταράχθη, ἐγκατέλιπέ με ἡ ἰσχύς μου, καὶ τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου, καὶ αὐτὸ οὐκ ἔστι μετ᾿ ἐμοῦ. 11 Η καρδία μου είναι ταραγμένη. Παλλει με ορμήν. Η ψυχική και η σωματική δύναμίς μου με εγκατέλιπε και το φως των οφθαλμών μου και αυτό σβήνει πλέον· το έχασα, δεν το έχω πλέον. 11 Ἡ καρδία μου πάλλει βιαίως καὶ εἶναι τεταραγμένη· ἡ δύναμις τοῦ σώματός μου μὲ ἐγκατέλιπε καὶ εἶμαι τελείως ἐξηντλημένος· ἀπὸ τοὺς κλαυθμούς μου δὲ καὶ τὰς ἀϋπνίας καὶ αὐτὸ τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου σβήνει καὶ δὲν εἶναι πλέον μετ’ ἐμοῦ.
12 οἱ φίλοι μου καὶ οἱ πλησίον μου ἐξ ἐναντίας μου ἤγγισαν καὶ ἔστησαν, καὶ οἱ ἔγγιστά μου ἀπὸ μακρόθεν ἔστησαν· 12 Οι φίλοι μου και όλοι οι γνωστοί μου με επλησίασαν, αλλά εσταμάτησαν εις απόστασιν, και οι πλησιέστεροι από τους συγγενείς μου εστάθησαν πολύ μακράν. Κανείς δεν προθυμοποιείται να με βοηθήση. 12 Οἱ φίλοι μου καὶ πάντες οἱ γνωστοί μου ἐπλησίασαν πρὸς στιγμὴν ἀπέναντί μου, ἀλλὰ μόλις μὲ ἀντίκρυσαν ἐσταμάτησαν οἰκτείροντές με καὶ ταλανίζοντες, χωρὶς νὰ μοῦ παρέχουν χεῖρα βοηθείας. Καὶ οἱ πλησιέστατοι ἐκ τῶν συγγενῶν καὶ οἰκείων μου ἐστάθησαν πολὺ μακράν.
13 καὶ ἐξεβιάζοντο οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχήν μου, καὶ οἱ ζητοῦντες τὰ κακά μοι ἐλάλησαν ματαιότητας, καὶ δολιότητας ὅλην τὴν ἡμέραν ἐμελέτησαν. 13 Μέσα στον πόνον μου και την εγκατάλειψίν μου αυτήν οι εχθροί μου φέρονται απέναντί μου με βιαιότητα και σκληρότητα. Εκείνοι οι οποίοι επιζητούν τον θάνατόν μου, εκείνοι που θέλουν και ευφραίνονται εις την δυστυχίαν μου, ελάλησαν λόγους συκοφαντικούς και ολεθρίους εναντίον μου. Χαιρεκακούν δια την κατάστασίν μου. Συγχρόνως δε καταστρώνουν δόλια σχέδια και στήνουν παγίδας ολέθρου όλην την ημέραν, δια να με εξοντώσουν. 13 Καὶ ἐκ τῆς ἐγκαταλείψεως ταύτης ἀναθαρρήσαντς συμπεριεφέροντο βιαίως καὶ σκληρῶς οἱ ἐπιζητοῦντες τὴν ζωήν μου καὶ οἱ θέλοντες τὸν θάνατόν μου· καὶ ἐκεῖνοι ποὺ θέλουν τὴν δυστυχίαν μου ἐλάλησαν λόγους συκοφαντικοὺς καὶ ὀλεθρίους κατ’ ἐμοῦ, ἐπιχαίροντες διὰ τὴν κατάστασίν μου, συγχρόνως δὲ ἐσχεδίαζον καθ’ ὅλην τὴν ἡμέραν δόλους καὶ παγίδας πρὸς ἐξόντωσίν μου.
14 ἐγὼ δὲ ὡσεὶ κωφὸς οὐκ ἤκουον καὶ ὡσεὶ ἄλαλος οὐκ ἀνοίγων τὸ στόμα αὐτοῦ· 14 Αλλά εγώ, ως εάν ήμην κωφός, δεν ήκουα όσα εκείνοι έλεγαν εναντίον μου. Ως εάν ήμουν βωβός και άλαλος, ωσάν να μη ημπορούσα να ανοίξω το στόμα μου, δεν απαντούσα καθόλου εις αυτούς. 14 Ἀντιθέτως ἐγὼ ὡς νὰ ἤμην κωφός, δὲν ἤκουον ὅσα ἔλεγον ἐκεῖνοι, καὶ σὰν ἄλαλος μὴ ἔχων φωνὴν καὶ μὴ ἀνοίγων τὸ στόμα μου, δὲν ἀπεκρινόμην διόλου.
15 καὶ ἐγενόμην ὡσεὶ ἄνθρωπος οὐκ ἀκούων καὶ οὐκ ἔχων ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ ἐλεγμούς. 15 Και έγινα έτσι σαν άνθρωπος, που δεν ακούει καθόλου και που δεν έχει στο στόμα του δικαίας αντιρρήσεις και λόγους αποστομωτικούς εναντίον εκείνων, που τον κατηγορούν. 15 Καὶ ἔγινα σὰν ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἀκούει διόλου, καὶ ποὺ δὲν ἔχει εἰς τὸ στόμα του ἀντιρρήσεις καὶ λόγους ἀποστομωτικοὺς κατὰ τῶν κατηγόρων του.
16 ὅτι ἐπὶ σοί, Κύριε, ἤλπισα· σὺ εἰκακούσῃ, Κύριε ὁ Θεός μου. 16 Δεν απαντώ στους εχθρούς μου, διότι εγώ εις σε έχω στηρίξει τας ελπίδας μου, Κυριε. Εχω πεποίθησιν ότι θα ακούσης ευμενώς την προσευχήν μου και θα σπεύσης εις την βοήθειάν μου. 16 Δὲν ὁμιλῶ καὶ δὲν ἀπολογοῦμαι, διότι ἔχω στηρίξει ἐπὶ σοῦ τὰς ἐλπίδας μου, Κύριε. Ἔχω πεποίθησιν, ὅτι θὰ εἰσακούσῃς, Κύριε ὁ Θεός μου, τὴν προσευχήν μου καὶ θὰ σπεύσῃς εἰς βοήθειάν μου.
17 ὅτι εἶπα· μήποτε ἐπιχαρῶσί μοι οἱ ἐχθροί μου· καὶ ἐν τῷ σαλευθῆναι πόδας μου ἐπ᾿ ἐμὲ ἐμεγαλοῤῥημόνησαν. 17 Δια τούτο και είπα από μέσα μου· Βοήθησέ μέ, Κυριε, και μη επιτρέψης να δοκιμάσουν μοχθηράν χαράν εις βάρος μου οι εχθροί μου, ούτε να κομπορρημονούν, εάν με βλέπουν να τρικλίζω κάτω από το βάρος της θλίψεως. 17 Δι’ αὐτὸ δὲ εἶπα κατ’ ἐμαυτόν· Βοήθησέ με, Κύριε, μήπως χαροῦν εἰς βάρος μου καὶ διὰ τὴν δυστυχίαν μου οἱ ἐχθροί μου, καὶ μήπως, ὅταν κλονισθοῦν οἱ πόδες μου καὶ πέσω ἡττημένος, εἴπουν λόγους κομπαστικοὺς καὶ ἐξευτελιστικοὺς κατ’ ἐμοῦ.
18 ὅτι ἐγὼ εἰς μάστιγας ἕτοιμος, καὶ ἡ ἀλγηδών μου ἐνώπιόν μού ἐστι διαπαντός. 18 Διότι εγώ είμαι πρόθυμος να υποστώ τας δικαίας τιμωρίας σου δια την αμαρτίαν μου. Ο δε φοβερός πόνος δια την πτώσιν μου είναι πάντοτε ενώπιόν μου, δεν παύει να διατρυπά την καρδίαν μου. 18 Λυπήσου με, Κύριε· διότι ἐγώ, μολονότι ἡμάρτησα, εἶμαι πρόθυμος καὶ ἕτοιμος νὰ ὑποστῶ τὴν διὰ τὰς παρεκτροπάς μου τιμωρίαν καὶ νὰ μαστιγωθῶ δι’ αὐτάς, ὁ πόνος δὲ καὶ ἡ συντριβή, τὰ ὁποῖα μοῦ προκαλεῖ ἡ ἀνάμνησις τῆς ἁμαρτίας μου, εἶναι πάντοτε ἐνώπιόν μου καὶ δὲν παύουν ποτὲ ἀπὸ τοῦ νὰ κεντοῦν καὶ κατανύσσουν τὴν καρδίαν μου.
19 ὅτι τὴν ἀνομίαν μου ἐγὼ ἀναγγελῶ καὶ μεριμνήσω ὑπὲρ τῆς ἁμαρτίας μου. 19 Συντετριμμένος από το βάρος της ενοχής μου θα εξομολογηθώ ενώπιον όλων την αμαρτίαν μου και θα καταβάλω κάθε προσπάθειαν να απαλλαγώ από αυτήν, και ουδέποτε πλέον να την επαναλάβω. 19 Ὡς ἐκ τούτου θὰ ἀναγγείλω καὶ θὰ ἐξομολογηθῶ δημοσία τὴν ἁμαρτίαν μου καὶ θὰ φροντίσω μετ’ ἀγωνιώδους καὶ ἐντόνου φροντίδος πρὸς ἀπαλλαγὴν ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας μου καὶ πρὸς βελτίωσίν μου ἠθικήν.
20 οἱ δὲ ἐχθροί μου ζῶσι καὶ κεκραταίωνται ὑπὲρ ἐμέ, καὶ ἐπληθύνθησαν οἱ μισοῦντές με ἀδίκως· 20 Οι εχθροί μου όμως ζουν, είναι υγιείς, κινούνται δραστηρίως, είναι ισχυρότεροί μου. Και αυτοί οι οποίοι με μισούν αδίκως, έχουν πληθυνθή. 20 Οἱ ἐχθροί μου ὅμως. Κύριε, εἶναι γεμᾶτοι ζωὴν καὶ δρᾶσιν κατ’ ἐμοῦ· καὶ ἔγιναν ἰσχυρότεροι καὶ κραταιότεροι ἀπὸ ἐμέ, ἐπλήθυναν δὲ πολὺ ἐκεῖνοι ποὺ μὲ μισοῦν ἀδίκως καὶ χωρὶς ἀφορμήν.
21 οἱ ἀνταποδιδόντες μοι κακὰ ἀντὶ ἀγαθῶν ἐνδιέβαλλόν με, ἐπεὶ κατεδίωκον ἀγαθωσύνην. 21 Αυτοί, οι οποίοι ανταποδίδουν εις εμέ κακόν αντί του καλού, που τους έκαμα, με συκοφαντούν, διότι εγώ θέλω πάντοτε το αγαθόν, το σύμφωνον με το θέλημά σου. 21 Αὐτοὶ τοὺς ὁποίους εὐηργέτησα καὶ οἱ ὁποῖοι τώρα μου ἀνταποδίδουν κακὸν ἀντὶ καλοῦ, ποὺ τοὺς ἔκαμα, μὲ διαβάλλουν καὶ μὲ κατηγοροῦν εἰς τὸν λαόν, καὶ ἔγιναν ἀντίπαλοί μου οὐχὶ δι’ ἄλλον λόγον, ἀλλὰ διότι ἐπιδιώκω νὰ εἶμαι καλὸς καὶ νὰ πράττω τὸ ἀγαθὸν πρὸς ὅλους (Προστίθεται ἐνιαχοῦ: Καὶ ἀπέρριψάν με τὸν ἀγαπητὸν ὡσεὶ νεκρὸν ἐβδελυγμένον. = Καὶ τοῦτο ἐποίουν εἰς ἐμὲ τόν ποτε ἀγαπητὸν εἰς αὐτούς, ἐνῷ τώρα μὲ ἀπέρριψαν σὰν νεκρὸν σιχαμένον).
22 μὴ ἐγκαταλίπῃς με, Κύριε· ὁ Θεός μου, μὴ ἀποστῇς ἀπ᾿ ἐμοῦ· 22 Μη με εγκαταλίπης, Κυριε και Θεέ μου, μη απομακρύνεσαι από εμέ. 22 Μὴ μὲ ἐγκαταλίπῃς, λοιπόν, Κύριε, ἀπροστάτευτον· ὦ Θεέ μου, μὴ φύγῃς μακρὰν ἀπ’ ἐμοῦ, ἀλλ’ ἐλθὲ παρὰ τὸ πλευρόν μου.
23 πρόσχες εἰς τὴν βοήθειάν μου, Κύριε τῆς σωτηρίας μου. 23 Σπεύσε, Κυριε, εις την βοήθειάν μου, συ που είσαι η μοναδική μου σωτηρία. 23 Σπεῦσον εἰς τὴν βοήθειάν μου, Κύριε, Σὺ ποὺ εἶσαι ἡ σωτηρία μου.