Πέμπτη, 05 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:27
Δύση: 17:06
Σελ. 5 ημ.
340-26
16ος χρόνος, 6137η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΨΑΛΜΟΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 29 (ΚΘ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Εἰς τὸ τέλος· ψαλμὸς ᾠδῆς τοῦ ἐγκαινισμοῦ τοῦ οἴκου· Δαυΐδ. 1 1
2 (Μασ. 30) ΥΨΩΣΩ σε, Κύριε, ὅτι ὑπέλαβές με καὶ οὐκ εὔφρανας τοὺς ἐχθρούς μου ἐπ᾿ ἐμέ. 2 (Μασ. 30) Θα σε δοξολογήσω και θα σε υπερυψωσω με ευγνωμοσύνην, Κυριε, διότι με υπεβάστασες και με εστήριξες και δεν επέτρεψες να ευφρανθούν οι εχθροί μου από ενδεχομένην πτώσιν και καταστροφήν μου. 2 Θὰ ἀνυμνήσω, Κύριε, καὶ θὰ διακηρύξω εὐγνωμόνως τὸ ὑψηλὸν μεγαλεῖον σου, διότι μὲ ὑπεβάστασας, καὶ ὑφαπλώσας τὴν προστατευτικήν σου χεῖρα προέλαβες τὴν πτῶσίν μου, καὶ δὲν ἐπέτρεψες νὰ εὐφρανθοῦν οἱ ἐχθροί μου βλέποντες τὴν καταστροφήν μου.
3 Κύριε ὁ Θεός μου, ἐκέκραξα πρὸς σέ, καὶ ἰάσω με· 3 Κυριε ο Θεός μου, εφώναξα προς σε με όλην μου την δύναμιν από την κλίνην της ασθενείας μου και συ με εθεράπευσες. 3 Κύριε ὁ Θεός μου, ἐφώναξα πρὸς σὲ ἀπὸ τὴν κλίνην τῆς ἀρρωστίας μου καὶ μὲ ἰάτρευσες.
4 Κύριε, ἀνήγαγες ἐξ ᾅδου τὴν ψυχήν μου, ἔσωσάς με ἀπὸ τῶν καταβαινόντων εἰς λάκκον. 4 Από αυτόν τον άδην ανέβασες και επανέφερες την ψυχήν μου. Με έσωσες και δεν αφήκες να συγκαταριθμηθώ με τους νεκρούς, οι οποίοι οδηγούνται στον τάφον. 4 Καὶ ὅταν ἡ ἀσθένεια μὲ ἔφερεν εἰς τὰ πρόθυρα τοῦ Ἅδου, σύ, Κύριε, ἀνέβασες ἀπ' ἐκεῖ τὴν ψυχήν μου, μοῦ ἔδωκες τὴν ὑγείαν καὶ μὲ ἔσωσες, ὥστε να μὴ συγκαταριθμηθῶ μὲ τοὺς καταβαίνοντας εἰς τὸν λάκκον τοῦ τάφου νεκρούς.
5 ψάλατε τῷ Κυρίῳ, οἱ ὅσιοι αὐτοῦ, καὶ ἐξομολογεῖσθε τῇ μνήμῃ τῆς ἁγιωσύνης αὐτοῦ· 5 Ας δοξολογήσουν και ας ευχαριστήσουν τον Κυριον μαζή μου όλοι, όσοι είναι αφοσιωμένοι εις αυτόν. Να διατηρήτε ζωηράν στον νουν και την καρδίαν σας την ανάμνησιν της αγιότητός του και της απείρου τελειότητος και να δοξολογήτε το άγιον Ονομά του. 5 Ψάλατε ὕμνους πρὸς τὸν Κύριον μαζὶ μὲ ἐμὲ οἱ ἀφωσιωμένοι καὶ παρρησίαν ἔχοντες πρὸς αὐτόν, καὶ διατηροῦντες εἰς τὸν νοῦν σας ζωηρὰν τὴν ἀνάμνησιν τῆς ἁγιότητος καὶ ἀπείρου τελειότητός του, δοξολογεῖτε τὸ ὄνομά του τὸ ἅγιον καὶ κραταιόν.
6 ὅτι ὀργὴ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ, καὶ ζωὴ ἐν τῷ θελήματι αὐτοῦ· τὸ ἑσπέρας αὐλισθήσεται κλαυθμὸς καὶ εἰς τὸ πρωΐ ἀγαλλίασις. 6 Δοξολογήσατέ τον, διότι, σαν δίκαιος που είναι, αφήνει να εκσπάση η αγανάκτησίς του και να εκδηλωθή ως οργή και τιμωρία κατά των ασεβών. Αλλά και από το θέλημά του και την ευσπλαγχνίαν του χορηγείται η ζωή και το έλεος στους αγαπώντας αυτόν, διότι είναι πανάγαθος και ελεήμων. Εάν το βράδυ θα διανυκτερεύη μαζή σας, σαν παροδικός επισκέπτης, ο κλαυθμός, την πρωΐαν όμως θα έλθη από τον Κυριον η χαρά και η ευφροσύνη. 6 Δοξολογήσατέ τον, διότι ναὶ μὲν ἐν τῇ ἐκσπάσει τῆς ἐσωτερικῆς ἀγανακτήσεώς του ἐκδηλοῦται ἡ ὀργὴ ὡς τιμωρία κατὰ τῶν ἀσεβῶν, ἀλλὰ καὶ ἐκ τοῦ θελήματός του καὶ τῆς εὐσπλαγχνίας του χορηγεῖται ζωὴ καὶ ἔλεος εἰς τοὺς ἀγαπῶντας αὐτόν. Ἐνῷ ὅμως τὸ ἑσπέρας συνδιανυκτερεύει μαζί μας ὡς διαβαίνων ἐπισκέπτης μας ὁ κλαυθμός, ὁ Κύριος δέχεται τὸ δάκρυον τῆς μετανοίας μας, καὶ τὸ πρωῒ μὲ τὴν ἀνατολὴν τοῦ ἡλίου μᾶς ἐπισκέπτεται ἡ ἀγαλλίασις.
7 ἐγὼ δὲ εἶπα ἐν τῇ εὐθηνίᾳ μου· οὐ μὴ σαλευθῶ εἰς τὸν αἰῶνα. 7 Ανόητος εγώ, βυθισμένος εις τα πλούσια υλικά αγαθά, είπα εν τη ανοησία μου. Δεν θα μετακινηθώ από την κατάστασιν αυτήν της ευτυχίας. 7 Ἐγὼ δὲ ὁ ἀνόητος, μεθυσμένος ἀπὸ τὴν ματαιότητα, εἶπα ὅταν διετέλουν ἐν εὐημερία· δὲν θὰ σαλευθῶ ποτὲ εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλὰ θὰ ἀπολαμβάνω παντοτεινὰ τὰ ἀγαθὰ τῆς εὐτυχίας μου.
8 Κύριε, ἐν τῷ θελήματί σου παρέσχου τῷ κάλλει μου δύναμιν· ἀπέστρεψας δὲ τὸ πρόσωπόν σου καὶ ἐγενήθην τεταραγμένος. 8 Κυριε, ελησμόνησα ότι συ με την καλωσύνην σου μου έδωσες δύναμιν εις ο,τι καλόν έχω. Πικραμμένος όμως συ από την ματαιοφροσύνην μου έστρεψες αλλού το πρόσωπόν σου. Και εγώ τότε περιέπεσα εις ταραχήν και σύγχυσιν. 8 Ἐλησμόνησα, Κύριε, ὅτι ἐπειδὴ σὺ ἐν τῇ ἀγαθότητί σου τὸ ἠθέλησες, ἔδωκας δύναμιν εἰς τὴν εὐπρέπειαν καὶ ἀκμὴν τοῦ σώματός μου καὶ εἰς σὲ ὀφείλω καὶ τὴν ὑγείαν μου καὶ τὴν ρώμην καὶ πᾶσαν τὴν λαμπρότητά μου. Ἔστρεψας διὰ τοῦτο ἀηδιασμένος τὸ πρόσωπόν σου νὰ μὴ μὲ βλέπῃς καὶ ἀμέσως ἔγινα τεταραγμένος καὶ μετέπεσα εἰς δυστυχίαν.
9 πρὸς σέ, Κύριε, κεκράξομαι, καὶ πρὸς τὸν Θεόν μου δεηθήσομαι. 9 Προς σε, λοιπόν, Κυριε, κράζω· προς σε τον Θεόν μου απευθύνω και θα απευθύνω την δέησιν αυτήν. 9 Μετανοῶ ὅμως. Καὶ εἰς τὸ μέλλον πρὸς σέ, Κύριε, θὰ φωνάζω καὶ πρὸς τὸν Θεόν μου θὰ ἀπευθύνω τὴν δέησίν μου.
10 τίς ὠφέλεια ἐν τῷ αἵματί μου ἐν τῷ καταβαίνειν με εἰς διαφθοράν; μὴ ἐξομολογήσεταί σοι χοῦς ἢ ἀναγγελεῖ τὴν ἀλήθειάν σου; 10 Ποία ωφέλεια θα προέλθη, εάν χύσω το αίμά μου και καταβώ εις την αποσύνθεσιν του τάφου; Μηπως από το χώμα του τάφου το αποσυντεθειμένον σώμα μου θα αναπέμψη εις σε δοξολογίαν η θα διακηρύξη και θα διαλαλήση την αλήθειάν σου; 10 Λυπήσου με, Κύριε, καὶ μὴ παρατείνῃς τὴν ὀργήν σου κατ' ἐμοῦ. Ποία ὠφέλεια θὰ προέλθῃ, ἐὰν χυθῇ τὸ αἷμα μου καὶ ἐὰν ἐγὼ καταβῶ εἰς τὴν φθορὰν καὶ διάλυσιν τοῦ τάφου; Μήπως τοῦ τάφου μου τὸ χῶμα, εἰς τὸ ὁποῖον κινδυνεύει νὰ διαλυθῇ ἡ γλῶσσα καὶ τὸ στόμα μου, θὰ σοῦ ἀναπέμψῃ δοξολογίας, ἢ μήπως τοῦτο θὰ διακηρύξῃ τὰς θείας ἀληθείας σου;
11 ἤκουσε Κύριος, καὶ ἠλέησέ με, Κύριος ἐγενήθη βοηθός μου. 11 Αφησε με, λοιπόν, Κυριε εις την ζωήν. Ο Κυριος ήκουσε την προσευχήν μου και με ηλέησεν. Ο Κυριος έγινε και πάλιν βοηθός μου. 11 Ἤκουσεν ὁ Κύριος τὴν προσευχήν μου καὶ μὲ ἠλέησεν, ὁ Κύριος ἔγινε βοηθός μου.
12 ἔστρεψας τὸν κοπετόν μου εἰς χαρὰν ἐμοί, διέῤῥηξας τὸν σάκκον μου καὶ περιέζωσάς με εὐφροσύνην, 12 Ζυ, Κυριε, μετέβαλες τον θρήνον μου εις χαράν, έσχισες τον τρίχινον σάκκον, που φορούσα εις ένδειξιν του πένθους και της ταπεινώσεώς μου, και με επλημμύρισες και με περιέβαλες με ευφροσύνην· 12 Μετέστρεψες τὸν θρῆνον καὶ τὸν κοπετόν μου εἰς χαράν, ἔσχισες τὸ τρίχινον ἔνδυμα ποὺ λόγῳ τοῦ πένθους καὶ τῆς ταπεινώσεώς μου εἶχον περιβληθῆ καὶ μὲ ἔζωσας γύρωθεν μὲ εὐφροσύνην.
13 ὅπως ἂν ψάλῃ σοι ἡ δόξα μου καὶ οὐ μὴ κατανυγῶ. Κύριε ὁ Θεός μου, εἰς τὸν αἰῶνα ἐξομολογήσομαί σοι. 13 δια να ψάλη έτσι προς σε ύμνους δοξολογίας και ευγνωμοσύνης η ψυχή μου και να μη κυριευθώ από λύπην και παραμελήσω την δοξολογίαν σου. Κυριε και Θεέ μου, πάντοτε θα σε δοξολογώ. 13 Διὰ νὰ σοῦ ψάλῃ ἐν εὐγνωμοσύνῃ ὕμνους ἡ ψυχή μου, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὸ πολύτιμον συστατικὸν καὶ τὴν δόξαν τῆς ὑπάρξεώς μου. Καὶ δὲν θὰ κυριευθῶ ἀπὸ λύπην, ὥστε ἐξ ἀθυμίας νὰ κλείσω τὸ στόμα μου καὶ νὰ διακόψω τοὺς πρὸς σὲ ὕμνους μου. Κύριε ὁ Θεός μου, ἀδιακόπως καὶ εἰς τὸν αἰῶνα θὰ σὲ δοξολογῶ.