Δευτέρα, 02 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:24
Δύση: 17:07
Σελ. 2 ημ.
337-29
16ος χρόνος, 6134η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΨΑΛΜΟΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 54 (ΝΔ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Εἰς τὸ τέλος, ἐν ὕμνοις· συνέσεως τῷ Δαυΐδ. 1 1
2 (Μασ. 55) ΕΝΩΤΙΣΑΙ, ὁ Θεός, τὴν προσευχήν μου καὶ μὴ ὑπερίδῃς τὴν δέησίν μου, 2 (Μασ. 55) Ακουσε, ω Θεέ μου, την προσευχήν μου, μη καταφρόνησης την δέησίν μου. 2 Εὐδόκησον, Θεέ μου, νὰ δεχθῇς τὴν προσευχήν μου εἰς τὰ ὦτα σου καὶ νὰ μὴ παραβλέψῃς τὴν δέησίν μου καταφρονῶν αὐτήν.
3 πρόσχες μοι καὶ εἰσάκουσόν μου. ἐλυπήθην ἐν τῇ ἀδολεσχίᾳ μου καὶ ἐταράχθην 3 Δώσε εις εμέ προσοχήν και άκουσέ με. Η συνεχής σκέψις και μελέτη της θλιβεράς μου καταστάσεως με έχει γεμίσει, από λύπην. 3 Προσεξέ με εἰς ὅσα σὲ ἐπικαλοῦμαι καὶ εἰσάκουσόν με· λύπην μεγάλην μου προεκάλεσεν ἡ ἀνήσυχος σκέψις καὶ μελέτη τῶν συνεχόντων με δεινῶν, καὶ ἐταράχθην
4 ἀπὸ φωνῆς ἐχθροῦ καὶ ἀπὸ θλίψεως ἁμαρτωλοῦ, ὅτι ἐξέκλιναν ἐπ᾿ ἐμὲ ἀνομίαν καὶ ἐν ὀργῇ ἐνεκότουν μοι. 4 Συνεκλονίσθην και εταράχθην από τας απειλητικάς κραυγάς των εχθρών μου, από την κατάθλιψιν και καταπίεσιν, που οι αμαρτωλοί ασκούν εναντίον μου. Διότι αυτοί έρριψαν και επεσώρευσαν εναντίον μου κάθε παρανομίαν των και κυριευμένοι από μοχθηράν οργήν έτρεφαν και τρέφουν φοβερόν μίσος εναντίον μου. 4 ἀπὸ τὰς ὑβριστικὰς φωνάς, τὰς ὁποίας κάθε ἐχθρὸς ἐκβάλλει κατ’ ἐμοῦ καὶ ἀπὸ τὴν καταπίεσιν καὶ θλῖψιν ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων, διότι διηύθυναν καὶ ἔρριψαν κατ' ἐμοῦ τὴν ἀνομίαν καὶ ἀδικίαν των, καὶ βράζοντες ἀπὸ ὀργὴν ἐμνησικάκουν καὶ ἔτρεφον δόλιον μίσος κατ’ ἐμοῦ.
5 ἡ καρδία μου ἐταράχθη ἐν ἐμοί, καὶ δειλία θανάτου ἐπέπεσεν ἐπ᾿ ἐμέ· 5 Η καρδία μου συνεταράχθη εντός μου. Ανίκητος φόβος θανάτου έπεσεν επάνω μου. 5 Ἡ καρδία μου κατελήφθη ὑπὸ ἐσωτερικῆς ταραχῆς καὶ ἀγωνίας, καὶ ἔπεσεν ἐπ’ ἐμοῦ δειλία καὶ φόβος, τὸν ὁποῖον μοῦ προεκάλει ὁ δεινὸς κίνδυνος τοῦ θανάτου, εἰς τὸν ὁποῖον ἤμην ἐκτεθειμένος.
6 φόβος καὶ τρόμος ἦλθεν ἐπ᾿ ἐμέ, καὶ ἐκάλυψέ με σκότος. 6 Φοβος και τρόμος επλημμύρισε το εσωτερικόν μου και σκοτάδι αθυμίας και απογοητεύσεως με εσκέπασεν ολόκληρον. 6 Φόβος καὶ τρόμος ἦλθεν ἐπ’ ἐμοῦ καὶ μὲ ἐσκέπασεν ὁλόκληρον τὸ σκότος τῆς ἀθυμίας καὶ τῆς φρίκης.
7 καὶ εἶπα· τίς δώσει μοι πτέρυγας ὡσεὶ περιστερᾶς καὶ πετασθήσομαι καὶ καταπαύσω; 7 Και είπα από μέσα μου· ποιός ημπορεί να μου δώση πτέρυγας ώσαν αυτάς της αγρίας περιστεράς, δια να πετάξω ταχέως και να φύγω αμέσως εις τόπον ήσυχον και ασφαλή; 7 Καὶ εἶπα· Ποῖος θὰ μοῦ δώσῃ πτερὰ σὰν ἐκεῖνα τῆς ἀγρίας περιστερᾶς, διὰ νὰ πετάξω ὡς ἐκείνη μακρὰν τοῦ ἀκαθάρτου καὶ μοχθηροῦ κόσμου καὶ νὰ εὕρω τόπον ἡσυχίας καὶ ἀναπαύσεως ἀπὸ τοὺς φόβους καὶ τοὺς κινδύνους;
8 ἰδοὺ ἐμάκρυνα φυγαδεύων καὶ ηὐλίσθην ἐν τῇ ἐρήμῳ. (διάψαλμα). 8 Ιδού, εάν είχα τέτοιες πτέρυγες, θα απεμακρυνόμην από τον τόπον αυτόν, θα έφευγα· θα κατοικούσα εις ένα έρημον και ήσυχον τόπον. 8 Ἐὰν τῷ ὄντι εἶχον τοιαύτας πτέρυγας, ἰδοὺ θὰ ἀπεμακρυνόμην φεύγων μακρὰν τῶν ἐπιβουλευόντων με ἐχθρῶν καὶ θὰ κατῴκουν εἰς τὸ ὕπαιθρον καὶ εἰς ἔρημον τόπον.
9 προσεδεχόμην τὸν σῴζοντά με, ἀπὸ ὀλιγοψυχίας καὶ ἀπὸ καταιγίδος. 9 Εκεί θα επερίμενα τον σωτήρα και Θεόν μου, δια να με απαλλάξη από την λιποψυχίαν μου αυτήν και από την μαινομένην εναντίον μου καταιγίδα των εχθρών μου. 9 Καὶ ἐκεῖ θὰ ἀνέμενα εἰρηνικῶς καὶ μετὰ πόθου τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος μὲ σώζει ἀπὸ τὴν ὀλιγοψυχίαν ποὺ μὲ κατέλαβε, καὶ ἀπὸ τὴν σφοδρότητα τῶν πειρασμῶν καὶ τῶν κινδύνων, ἡ ὁποία ὡς ἄλλη καταιγὶς μὲ συγκλονίζει.
10 καταπόντισον, Κύριε, καὶ καταδίελε τὰς γλώσσας αὐτῶν, ὅτι εἶδον ἀνομίαν καὶ ἀντιλογίαν ἐν τῇ πόλει. 10 Καταπόντισέ τους και εξαφάνισέ τους, Κυριε, εις τα βάθη της θαλάσσης. Φέρε σύγχυσιν και αντιλογίαν εις τας γλώσσας των, διότι εγώ είδα ότι εξ αιτίας των εις την Ιερουσαλήμ υπάρχουν παρανομίαι, φιλονεικίαι και διαπληκτισμοί. 10 Καταπόντισε, Κύριε, ὡς εἰς βυθὸν θαλάσσης τὰς συκοφαντικάς των γλώσσας, καὶ φέρε διαίρεσιν καὶ πλήρη σύγχυσιν εἰς αὐτούς, ὥστε νὰ διασπασθῇ ἡ εἰς τὸ κακὸν ἐγκληματικὴ συμφωνία τῶν παρανόμων τούτων ἀνθρώπων, διότι αὐτοὶ μὲ τὰς διαβολάς των διέφθειραν τὴν πόλιν, καὶ βλέπω τώρα ἐν αὐτῇ νὰ ἐπικρατῇ παρανομία καὶ ἡ παραβίασις τῶν νόμων καὶ ὁ ἐκ τῆς ἀντιλογίας διχασμὸς καὶ διαπληκτισμός.
11 ἡμέρας καὶ νυκτὸς κυκλώσει αὐτὴν ἐπὶ τὰ τείχη αὐτῆς, καὶ ἀνομία καὶ κόπος ἐν μέσῳ αὐτῆς 11 Ημέραν και νύκτα μαίνεται η παρανομία γύρω από τα τείχη της Ιερουσαλήμ. Εντός δε της πόλεως επικρατεί τέτοια καταπίεσις και μόχθος και παρανομία 11 Ἡμέραν καὶ νύκτα ὁ διαπληκτισμὸς καὶ ἡ ἀντιλογία αὐτὴ τὴν κυκλώνει καὶ κάμνει τὸν γῦρον της ἐπὶ τῶν τειχῶν της, ὡς ἄλλο ἐχθρικὸν στράτευμα πολιορκοῦν αὐτήν, καθ’ ὃν χρόνον εἰς τὸ ἐσωτερικὸν καὶ τὸ κέντρον τῆς πόλεως κυριαρχεῖ ἡ παραβίασις τῶν νόμων καὶ ἡ καταπίεσις τῶν φιλησύχων καὶ ὁ ἐκβιασμὸς αὐτῶν καὶ πᾶν εἶδος ἀδικίας.
12 καὶ ἀδικία, καὶ οὐκ ἐξέλιπεν ἐκ τῶν πλατειῶν αὐτῆς τόκος καὶ δόλος. 12 και αδικία, ώστε και εις αυτάς τας δημοσίας πλατείας δεν έλειψεν ο παράνομος τόκος και η δολιότης, αλλά διενεργείται με θρασύτητα. 12 Καὶ δὲν ἔλειψεν ἀπὸ τὰς πλατείας τῆς ἀναφανδὸν καὶ ἀναιδῶς διεξαγομένη ἡ τοκογλυφία καὶ ἡ ἀπάτη.
13 ὅτι εἰ ἐχθρὸς ὠνείδισέ με, ὑπήνεγκα ἄν, καὶ εἰ ὁ μισῶν ἐπ᾿ ἐμὲ ἐμεγαλορρημόνησεν, ἐκρύβην ἂν ἀπ᾿ αὐτοῦ. 13 Η κατάθλιψίς μου είναι πολύ μεγάλη, διότι εάν επί τέλους ένας από τους εχθρούς μου με ύβριζε, θα υπέφερα με υπομονήν την ύβριν. Και αν άνθρωπος, ο οποίος με μισεί, εξανίστατο με θρασύτητα εναντίον μου και εκομπορρημονούσε, εγώ θα εκρυπτόμην από αυτόν. 13 Βλέπω αὐτὰ καὶ θλίβομαι. Ἀλλ’ ἀδημονῶ ἀκόμη περισσότερον, διότι ἐὰν ὁ ἀπ’ ἀρχῆς καὶ φανερὰ κεκηρυγμένος ἐχθρός μου μὲ ὕβριζε καὶ μὲ περιεφρόνει, θὰ τὸ ὑπέφερα εὐκόλως· καὶ ἐὰν ἐκεῖνος, ποὺ πρὸ πολλοῦ μὲ μισεῖ, ἐξανίστατο κατ’ ἐμοῦ θρασὺς καὶ μὲ γλῶσσαν ἀσυγκράτητον ἐξεστόμιζε χυδαίας φράσεις ἐναντίον μου, θὰ ἐκρυπτόμην ἀπ’ αὐτοῦ.
14 σὺ δέ, ἄνθρωπε ἰσόψυχε, ἡγεμών μου καὶ γνωστέ μου, 14 Αυτοί είναι εχθροί μου. Συ όμως, ω άνθρωπε, τον οποίον εθεωρούσα και αγαπούσα ωσάν τον εαυτόν μου, άρχοντά μου και σύμβουλέ μου, φίλε μου και γνωστέ μου, 14 Ἀλλ’ αὐτός, ποὺ ἔκαμεν αὐτά, ἦσο σύ, ὦ ἄνθρωπε, ὁ ὁποῖος ἀπήλαυες τῆς μεγίστης ἐκτιμήσεώς μου, μέχρι σημείου νὰ σὲ θεωρῶ ἴσον πρὸς τὸν ἑαυτόν μου καὶ νὰ σὲ ἔχω σύμβουλον καὶ ὁδηγόν μου εἰς τὰς ὑποθέσεις τοῦ κράτους μου, φίλον μου στενὸν καὶ ἐπιστήθιον.
15 ὃς ἐπὶ τὸ αὐτὸ ἐγλύκανάς μοι ἐδέσματα, ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Θεοῦ ἐπορεύθην ἐν ὁμονοίᾳ. 15 συ ο οποίος συνέτρωγες μαζή μου και με την παρουσίαν σου εγλύκαινες τα φαγητά μου, συ με τον οποίον ανέβαινα στον οίκον του Θεού με τόσην αγάπτην και ομόνοιαν, έπραξες αυτό; 15 Ἦσο σύ, ὁ ὁποῖος συνέτρωγες μαζί μου ἐπὶ τῆς τραπέζης καὶ μοῦ ἐγλύκαινες τὰ φαγητὰ μὲ τὴν εὐχάριστον καὶ πολυπόθητόν μοι παρουσίαν σου. Καὶ εἰς αὐτὸν τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ ἐπηγαίναμεν, ὡς ἀχώριστοι καὶ ὁμονοοῦντες φίλοι, διὰ να λατρεύσωμεν ἀπὸ συμφώνου αὐτόν.
16 ἐλθέτω δὴ θάνατος ἐπ᾿ αὐτούς, καὶ καταβήτωσαν εἰς ᾅδου ζῶντες· ὅτι πονηρία ἐν ταῖς παροικίαις αὐτῶν ἐν μέσῳ αὐτῶν. 16 Ας πέση, λοιπόν, εναντίον αυτών ο θάνατος. Ας ανοίξη ο άδης το στόμα του και ας καταβούν, και αυτοί και ο προδότης, ζωντανοί στον τάφον. Διότι μόνον πονηρία και κακία υπάρχει ανάμεσά των και εις τας κατοικίας των. 16 Ἂς ἔλθῃ λοιπὸν θάνατος ἐπὶ τῶν ἀποστατῶν τούτων, ποὺ ἀκολουθοῦν τὸν ἐπαίσχυντον αὐτὸν προδότην μου, καὶ ἂς καταβοῦν ζωντανοὶ εἰς τὸν Ἅδην, ὅπως ἄλοτε ὁ Κορὲ καὶ οἱ μετ’ αὐτοῦ. Διότι εἰς τὰς κατοικία των δὲν κυριαρχεῖ ἄλλο τι μεταξύ των παρὰ ἡ πονηρία.
17 ἐγὼ πρὸς τὸν Θεὸν ἐκέκραξα, καὶ ὁ Κύριος εἰσήκουσέ μου. 17 Εγώ όμως προς τον Θεόν με πίστιν έκραξα και ο Κυριος ήκουσε την προσευχήν μου. 17 Ἐγὼ ὅμως δὲν ἐζήτησα μὲ ἄλλας πονηρίας νὰ ἀνταπεξέλθω κατὰ τῆς κακίας καὶ ἁμαρτίας των, ἀλλ’ ἐφώναξα διὰ θερμῆς προσευχῆς πρὸς τὸν Θεόν, καὶ ὁ Κύριος, ἔχω πεποίθησιν, ὅτι θὰ μὲ εἰσακούσῃ.
18 ἑσπέρας καὶ πρωΐ καὶ μεσημβρίας διηγήσομαι καὶ ἀπαγγελῶ, καὶ εἰσακούσεται τῆς φωνῆς μου. 18 Την εσπέραν και το πρωϊ και την μεσημβρίαν, καθ' όλην την ημέραν, εγώ θα διηγούμαι προς τον Κυριον τας συμφοράς μου. Θα αναγγέλλω εις αυτόν την θλιβεράν κατάστασίν μου με την προσευχήν μου και πιστεύω ότι θα προσέξη την φωνήν μου. 18 Καθ’ ὅλον τὸ εἰκοσιτετράωρον τῆς ἡμέρας, ἀφ’ ὅτου κατὰ τὸ ἑσπέρας ἀρχίζει αὕτη καὶ μέχρι τοῦ νὰ ξημερώσῃ κατὰ τὴν πρωΐαν καὶ κατὰ τὴν μεσημβρίαν, θὰ διηγοῦμαι εἰς τὸν Κύριον τὰ δεινά μου καὶ τὰς δολοπλοκίας των καὶ θὰ ἀναγγέλλω εἰς αὐτὸν ταῦτα, ἱκετεύων τὴν βοήθειάν του, καὶ ὁ Κύριος θὰ εἰσακούσῃ τὴν φωνήν μου καὶ θὰ κάμῃ δέκτην τὴν προσευχήν μου.
19 λυτρώσεται ἐν εἰρήνῃ τὴν ψυχήν μου ἀπὸ τῶν ἐγγιζόντων μοι, ὅτι ἐν πολλοῖς ἦσαν σὺν ἐμοί. 19 Πιστεύω δε απολύτως, ότι ο Θεός θα απαλλάξη την ζωήν μου από τους ανθρώπους αυτούς, οι οποίοι με πλησιάζουν με εχθρικάς διαθέσεις, όσον πολλοί και αν είναι εναντίον μου και θα μου χαρίση ειρήνην και ασφάλειαν. 19 Καὶ θὰ ἐλευθερώσῃ τὴν ψυχήν μου ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς ποὺ μὲ ἐπλησίασαν καὶ ἀπὸ κοντὰ πλέον μὲ προσβάλλουν, χαρίζων εἰρήνην εἰς ἐμέ· ναί· αὐτὸς καὶ μόνος θὰ τὴν ἐλευθερώσῃ, διότι εἶναι πολυάριθμοι καὶ μετὰ πολλῶν συμμάχων οἱ κατ’ ἐμοῦ πολεμοῦντες.
20 εἰσακούσεται ὁ Θεὸς καὶ ταπεινώσει αὐτοὺς ὁ ὑπάρχων πρὸ τῶν αἰώνων. (διάψαλμα). οὐ γάρ ἐστιν αὐτοῖς ἀντάλλαγμα, ὅτι οὐκ ἐφοβήθησαν τὸν Θεόν. 20 Ο Θεός θα ακούση με ευμένειαν την δέησίν μου. Αυτός ο προαιώνιος Κυριος, θα κατεξευτελίση τους εχθρούς μου, θα τους ταπεινώση, διότι καμμία αλλαγή και μεταβολή προς το καλύτερον δεν υπάρχει εις αυτούς. Καμμία διόρθωσις δεν παρατηρείται, διότι δεν εφοβήθησαν ούτε και φοβούνται τον Κυριον. 20 Θὰ εἰσακούσῃ ὁ Θεὸς τὴν δέησίν μου καὶ θὰ ταπεινώσῃ αὐτοὺς ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος ὑπάρχει καὶ βασιλεύει πρὸ τῶν αἰώνων, χωρὶς να δύναται κανεὶς νὰ διαταράξῃ καὶ νὰ προσβάλῃ τὸ κράτος του. Ναί· θὰ ταπεινώσῃ αὐτοὺς ὁ Κύριος, διότι δὲν ὑπάρχει εἰς αὐτοὺς ἠθικὴ βελτίωσις ἢ ἀλλαγὴ καὶ μεταβολὴ τῶν πονηρῶν διαθέσεων καὶ τῆς κακοτρόπου διαγωγῆς των, ἐπειδὴ δὲν ἐφοβήθησαν ποτὲ τὸν Θεόν.
21 ἐξέτεινε τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἐν τῷ ἀποδιδόναι· ἐβεβήλωσαν τὴν διαθήκην αὐτοῦ. 21 Ο Κυριος άπλωσε την παντοδύναμον δεξιάν του, δια να αποδώση εις αυτούς την δικαίαν τιμωρίαν, διότι κατεφρόνησαν και κατεπάτησαν αναιδώς την διαθήκην του. 21 Ἐξήπλωσεν ὁ Θεὸς τὴν πανίσχυρον χεῖρα τοὑ, διὰ νὰ δώσῃ τὴν πρέπουσαν εἰς αὐτοὺς ἀνταπόδοσιν καὶ τιμωρίαν. Ἠσέβησαν πρὸς τὴν διαθήκην του καὶ ἠθέτησαν αὐτήν.
22 διεμερίσθησαν ἀπὸ ὀργῆς τοῦ προσώπου αὐτοῦ, καὶ ἤγγισαν αἱ καρδίαι αὐτῶν· ἡπαλύνθησαν οἱ λόγοι αὐτοῦ ὑπὲρ ἔλαιον, καὶ αὐτοί εἰσι βολίδες. 22 Εξέσπασεν όμως η οργή του προσώπου του Κυρίου εναντίον των. Διεμελίσθησαν και εξεσχίσθησαν εις κομμάτια εκείνοι, των οποίων η καρδία είχεν ενωθή εις συνωμοσίαν εναντίον μου. Οι λόγοι του αρχηγού των και προδότου ήσαν γλυκείς, απαλοί περισσότερον από το έλαιον. Εις την πραγματικότητα όμως ήσαν φαρμακερά βέλη. 22 Διεμελίσθησαν καὶ ἐσχίσθησαν εἰς κομμάτια ἀπὸ τὴν ὀργὴν τοῦ προσώπου του. Καὶ ὅμως εἶχον προσεγγίσει μεταξύ των αἱ καρδίαι των, καὶ ὅταν ἐπρόκειτο νὰ διαπράξουν τὸ κακόν, ἐφαίνοντο ἀδιάσπαστοι. Οἱ λόγοι τοῦ ἐπὶ κεφαλῆς των προδότου ἦσαν ἁπαλοὶ καὶ ἱλαροὶ σὰν ἔλαιον, κατὰ βάθος ὅμως ἦσαν βολίδες καὶ φαρμακερὰ βέλη.
23 ἐπίρριψον ἐπὶ Κύριον τὴν μέριμνάν σου, καὶ αὐτός σε διαθρέψει· οὐ δώσει εἰς τὸν αἰῶνα σάλον τῷ δικαίῳ. 23 Ριψε, ω ψυχή μου, την φροντίδα σου και την μέριμνάν σου δια την σωτηρίαν και ασφάλειάν σου στον Κυριον και αυτός θα σε διαθρέψη και θα συντηρήση την ζωήν σου. Αυτός δεν θα επιτρέψη να επιπέση στον δίκαιον αδιάκοπος και συνεχής ταραχή σαν τα κύματα της τρικυμισμένης θαλάσσης. Αλλά θα δώση αισίαν έκβασιν εις την περιπέτειάν του. 23 Ρίψε, ὦ ψυχή μου, ἐπὶ τοῦ Κυρίου τὴν φροντίδα καὶ μέριμναν περὶ τῆς ἀσφαλείας καὶ σωτηρίας σου, καὶ αὐτὸς θὰ σὲ διαθρέψῃ· δὲν θὰ ἐπιτρέψῃ ἐκεῖνος νὰ καταλάβῃ τὸν δίκαιον ταραχὴ καὶ δοκιμασία μὴ ἔχουσα τέλος καὶ αἰσίαν ἔκβασιν.
24 σὺ δέ, ὁ Θεός, κατάξεις αὐτοὺς εἰς φρέαρ διαφθορᾶς· ἄνδρες αἱμάτων καὶ δολιότητος οὐ μὴ ἡμισεύσωσι τὰς ἡμέρας αὐτῶν, ἐγὼ δέ, Κύριε, ἐλπιῶ ἐπὶ σέ. 24 Συ δέ, ω Θεέ μου, θα κατακρημνίσης και θα καταθάψης τους δολίους εχθρούς μου εις φρέαρ καταστροφής και αφανισμού. Ανθρωποι, που χύνουν αίματα αθώων και σκέπτονται 24 Σὺ δέ, ὦ Θεέ, θὰ καταρρίψῃς καὶ θὰ καταθάψῃς τοὺς ἐπιβούλους καὶ δολίους τούτους εἰς φρέαρ ὀλέθρου καὶ φθορᾶς. Ἄνθρωποι ποὺ ἀρέσκονται εἰς τὸ νὰ χύνουν αἵματα καὶ νὰ χρησιμοποιοῦν δόλια μέσα πρὸς καταστροφὴν τοῦ πλησίον, θὰ εὔρουν βίαιον θάνατον καὶ δὲν θὰ προφθάσουν οὔτε τὰς ἡμισείας ἡμέρας τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς νὰ ζήσουν. Ἐγὼ δέ, Κύριε, θὰ ἔχω τὰς ἐλπίδας μου πάντοτε ἐστηριγμένας εἰς σέ.