Δευτέρα, 02 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:24
Δύση: 17:07
Σελ. 2 ημ.
337-29
16ος χρόνος, 6134η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΨΑΛΜΟΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 101 (ΡΑ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Προσευχὴ τῷ πτωχῷ, ὅταν ἀκηδιάσῃ καὶ ἐναντίον Κυρίου ἐκχέῃ τὴν δέησιν αὐτοῦ. 1 1
2 (Μασ. 102) ΚΥΡΙΕ, εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου, καὶ ἡ κραυγή μου πρὸς σὲ ἐλθέτω. 2 (Μασ. 102) Κυριε, άκουσε και κάμε δεκτήν την προσευχήν μου. Η κραυγή της δεήσεώς μου ας φθάση ενωπιον σου. 2 Εὐδόκησον, Κύριε, να ἀκούσῃς καὶ νὰ δεχθῇς τὴν προσευχήν μου, καὶ ἡ γοερὰ κραυγὴ τῆς δεήσεώς μου ἂς ἀναβῇ πρὸς σέ.
3 μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπ᾿ ἐμοῦ· ἐν ᾗ ἂν ἡμέρᾳ θλίβωμαι, κλῖνον πρός με τὸ οὖς σου· ἐν ᾗ ἂν ἡμέρᾳ ἐπικαλέσωμαί σε, ταχὺ ἐπάκουσόν μου, 3 Μη γυρίσης αλλού το πρόσωπόν σου, ώστε να παύσης να με βλέπης. Εις ημέραν κατά την οποίαν θλίβομαι, όπως είναι η σημερινή ήμερα, πλησίασε το αυτί σου προς εμέ. Οταν εις περιστάσεις δοκιμασιών και θλίψεων σε επικαλούμαι, κατά την ημέραν εκείνην άκουσε και κάμε σύντομα δεκτήν την προσευχήν μου· 3 Μὴ στρέψῃς ἀλλοῦ τὸ πρόσωπόν σου, ὥστε νὰ μὴ μὲ βλέπῃς· κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς θλίψεώς μου πλησίασε πρὸς ἐμὲ τὸ οὖς σου καὶ ἀκροάσθητί με εὐμενῶς· ὁσάκις σὲ ἐπικαλεσθῶ, ταχέως καὶ ἄνευ ἀναβολῆς ἢ ἀργοπορίας ἐπάκουσόν με.
4 ὅτι ἐξέλιπον ὡσεὶ καπνὸς αἱ ἡμέραι μου, καὶ τὰ ὀστᾶ μου ὡσεὶ φρύγιον συνεφρύγησαν. 4 διότι αι ημέραι μου εχάθησαν ώσαν καπνός, που διαλύεται στον αέρα. Και τα κόκκαλά μου εξηράνθησαν ωσάν τα φρύγανα. 4 Διότι αἱ ἡμέραι μου ἐπέρασαν καὶ ἐχάθησαν ἀκάρπως σὰν νὰ ἦσαν καπνός, καὶ τὰ ὀστά μου ἀπεξηράνθησαν καὶ ἔχασαν πᾶσαν ἰκμάδα καὶ στερεότητα, σὰν τὰ καυσόξυλα καὶ φρύγανα ἐμπρὸς εἰς τὴν πυράν.
5 ἐπλήγην ὡσεὶ χόρτος καὶ ἐξηράνθη ἡ καρδία μου, ὅτι ἐπελαθόμην τοῦ φαγεῖν τὸν ἄρτον μου. 5 Εμαράθηκα και εκτυπήθηκα ωσάν το χόρτον, που το ξηραίνει ο ήλιος. Η καρδία μου εστέγνωσε από την νηστείαν, διότι μέσα στο βάρος του πόνου μου ελησμόνησα να φάγω τον άρτον μου. 5 Ἐκτυπήθην καὶ ἐπληγώθην σὰν τὸν χόρτον, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἔπεσε καυστικωτάτη ἡ ἡλιακὴ ἀκτίς, καὶ ἐξηράνθη σὰν ἐκεῖνον ἐξαντληθεῖσα πλήρως ἡ καρδία μου, διότι ἀπὸ τῆς πολλῆς θλίψεως κατελήφθην ἀπὸ τόσην ἀνορεξίαν, ὥστε ἐλησμόνησα νὰ φάγω τὸν ἄρτον μου.
6 ἀπὸ φωνῆς τοῦ στεναγμοῦ μου ἐκολλήθη τὸ ὀστοῦν μου τῇ σαρκί μου. 6 Εξ αιτίας των γοερών μου στεναγμών έγινα πετσί και κόκκαλο, εκολλήθη το δέρμα μου επάνω εις τα οστά μου. 6 Ἕνεκα τῶν ἀπαύστων καὶ γοερῶν στεναγμῶν μου ἐγενόμην κάτισχνος μέχρι τοῦ νὰ κολλήσουν τὰ ὀστᾶ μου εἰς τὸ δέρμα μου.
7 ὡμοιώθην πελεκᾶνι ἐρημικῷ, ἐγενήθην ὡσεὶ νυκτικόραξ ἐν οἰκοπέδῳ, 7 Εγκατελείφθην και απεμονώθην από τους άλλους ανθρώπους, έμεινα μόνος ωσάν τον ερημικόν πελεκάνο. Εγινα όμοιος με το κλαψοπούλι της νύχτας, που θρηνεί στους ερειπωμένους οίκους. 7 Ἔγινα ὅμοιος πρὸς πελεκάνον, ὁ ὁποῖος διέρχεται τὰς ἡμέρας του εἰς τὴν ἒρημον· κατήντησα σὰν κλαυσοπούλι ποὺ ἐκβάλλει τὰς θρηνώδεις κραυγάς του κατὰ τὴν νύκτα εἰς ἐρειπωμένον οἶκον.
8 ἠγρύπνησα καὶ ἐγενόμην ὡς στρουθίον μονάζον ἐπὶ δώματος. 8 Εμεινα άγρυπνος, έγινα όμοιος με το στρουθίον, που έχασε τον σύντροφόν του, και θλιμμένον μένει μόνον του επάνω εις την στέγην. 8 Παρέμεινα ἄϋπνος καὶ ἔγινα σὰν στρουθίον, ποὺ ἔχασε τὸν σύντροφόν του καὶ μένει μόνον εἰς τὸ ὕψος τῆς στέγης.
9 ὅλην τὴν ἡμέραν ὠνείδιζόν με οἱ ἐχθροί μου, καὶ οἱ ἐπαινοῦντές με κατ᾿ ἐμοῦ ὤμνυον. 9 Καθ' όλον το διάστημα της ημέρας με ενέπαιζαν και με ύβριζαν οι εχθροί μου· και αυτοί οι οποίοι προηγουμένως με επαινούσαν, ορκίζονται τώρα εναντίον μου και με καταρώνται. 9 Ὅλην τὴν ἡμέραν μὲ ἐχλεύαζον καὶ μὲ περιεγέλων οἱ ἐχθροί μου, καὶ ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἄλλοτε μὲ ἐπῄνουν, θέτουν ἤδη ὡς ὅρκον τὴν συμφοράν μου λέγοντες νὰ πάθω καὶ ἐγὼ ὅ,τι ἔπαθεν ἐκεῖνος.
10 ὅτι σποδὸν ὡσεὶ ἄρτον ἔφαγον καὶ τὸ πόμα μου μετὰ κλαυθμοῦ ἐκίρνων 10 Εξ αιτίας του βάρους των θλίψεών μου κατήντησα να τρώγω στάκτην αντί του άρτου και το νερό, το οποίον πίνω, το αναμιγνύω με τα δάκρυα του κλαυθμού μου. 10 Πράγματι δὲ εἶμαι δυστυχέστατος, διότι ἀντὶ ἄρτου τρώγω τὴν στάκτην τοῦ διαρκοῦς μου πένθους, καὶ τὸ ὕδωρ, ποὺ πίνῳ, τὸ ἀναμιγνύω μὲ τὰ ἀφθόνως ρέοντα ἐξ αἰτίας τῶν λυγμῶν μου δάκρυα.
11 ἀπὸ προσώπου τῆς ὀργῆς σου καὶ τοῦ θυμοῦ σου, ὅτι ἐπάρας κατέῤῥαξάς με. 11 Αυτά υποφέρω εξ αιτίας της οργής και του μεγάλου θυμού σου δια τας αμαρτίας μου. Διότι συ, αφού με εσήκωσες υψηλά, με απέσπασες από την πατρίδα μου και συντετριμμένον με εξετίναξες εις την ξένην γην. 11 Ὅλα δὲ αὐτὰ τὰ ὑφίσταμαι λόγῳ τῆς ὀργῆς σου καὶ τῆς ἀγανακτήσεώς σου διὰ τὰς ἁμαρτίας μου, διότι μὲ ἐσήκωσες πρῶτον ὑψηλὰ ἐκρίζωσας ἐκ τῆς πατρίδος μου καὶ μὲ ἐξετίναξες κατόπιν συντετριμμένον εἰς ξένην καὶ ἀλλόφυλον γῆν.
12 αἱ ἡμέραι μου ὡσεὶ σκιὰ ἐκλίθησαν, κἀγὼ ὡσεὶ χόρτος ἐξηράνθην. 12 Και έτσι αι ημέραι της ζωής μου χάνονται, όπως αι σκιαι κατά την δύσιν του ηλίου. Εστέγνωσα, ωσάν το εφήμερο χορτάρι που ξηραίνεται από το καύμα του ηλίου και είναι έτοιμον να ριφθή εις την φωτιάν. 12 Καὶ οὕτως αἱ ἡμέραι μου χάνονται σὰν τὴν σκιάν, ἡ ὁποία, ὅταν δύῃ ἡ ἡμέρα, κλίνει καὶ ἐκλείπει, καὶ ἐγὼ σὰν χόρτος μαραμένος ἐξηράνθην καὶ δὲν ἀπομένει τίποτε ἄλλο, παρὰ νὰ θερισθῶ καὶ νὰ ριφθῶ εἰς τὸ πῦρ.
13 σὺ δέ, Κύριε, εἰς τὸν αἰῶνα μένεις, καὶ τὸ μνημόσυνόν σου εἰς γενεὰν καὶ γενεάν. 13 Συ όμως, Κυριε, μένεις αναλλοίωτος στους αιώνας των αιώνων, και το Ονομά σου μνημονεύεται δια μέσου όλων των γενεών. 13 Ἀλλ’ ἂς μὴ ἀπελπίζωμαι, διότι ἂν καὶ ἐγὼ ὁ εἰς καὶ ἡ ὁλότης τοῦ ἔθνους μου εἰς τοιαύτην περιήλθομεν κατάστασιν, σὺ ὅμως, Κύριε, μένεις εἰς τὸν αἰῶνα, καὶ τὸ ὄνομά σου μνημονεύεται ἀπαύστως καὶ αἰωνίως ἀπὸ τῆς μιᾶς γενεᾶς εἰς τὴν ἄλλην γενεάν.
14 σὺ ἀναστὰς οἰκτειρήσεις τὴν Σιών, ὅτι καιρὸς τοῦ οἰκτειρῆσαι αὐτήν, ὅτι ἥκει καιρός· 14 Συ, λοιπόν, ο αιώνιος και παντοδύναμος Θεός, σήκω από τον θρόνον της μεγαλωσύνης σου, σπλαγχνίσου την Σιών, διότι έφθασεν ο καιρός, που πρέπει να την λυπηθής, να την ελεήσης, να την σώσης. Ηλθε πλέον ο προσδιωρισμένος από σε χρόνος της απελευθερώσεώς μας. 14 Σὺ λοιπόν, ὁ αἰώνιος καὶ ἀναλλοίωτος, θὰ σηκωθῇς διακόπτων τὴν σιωπήν σου καὶ θὰ σπλαγχνισθῇς τὴν Σιών, τὴν ἐρημωμένην Ἱερουσαλήμ, διότι πλέον ἔχει ἔλθει ὁ κατάλληλος καὶ ὁ ὑπὸ τῆς προνοίας σου καθωρισμένος χρόνος διὰ νὰ τὴν λυπηθῇς.
15 ὅτι εὐδόκησαν οἱ δοῦλοί σου τοὺς λίθους αὐτῆς, καὶ τὸν χοῦν αὐτῆς οἰκτειρήσουσι. 15 Διότι οι ταλαιπωρούμενοι εις την αιχμαλωσίαν δούλοι σου, επόθησαν και αυτά ακόμη τα λιθάρια των ερειπωμένων κτιρίων της. Το από την καταστροφήν απολειφθέν χώμα της πονούν να ίδουν. 15 Διότι οἱ ἐν τῇ αἰχμαλωσίᾳ δοῦλοι σου ἐπόθησαν καὶ αὐτοὺς ἀκόμη τοὺς λίθους τῶν ἐρειπίων της καὶ τὸ ἐκ τῆς καταστροφῆς ἐναπολειφθὲν χῶμα μὲ δάκρυα πολλὰ εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ μὲ οἶκτον πολὺν εἰς τὴν καρδίαν τὸ ἐνθυμοῦνται καὶ τὸ λαχταροῦν.
16 καὶ φοβηθήσονται τὰ ἔθνη τὸ ὄνομά σου, Κύριε, καὶ πάντες οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς τὴν δόξαν σου, 16 Οταν συ, Κυριε, εν τη παντοδυναμία σου μας στείλης την σωτηρίαν, τα έθνη θα φοβηθούν το Ονομά σου και όλοι οι βασιλείς του κόσμου θα ευλαβηθούν και θα θαυμάσουν την δόξαν σου. 16 Καὶ ὅταν διὰ τῆς παρεμβάσεώς σου ἐπιστρέψωμεν ἐκ τῆς αἰχμαλωσίας, θὰ φοβηθοῦν οἱ ἐθνικοὶ τὸ ὄνομά σου, Κύριε, καὶ ὅλοι οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς θὰ τρομάξουν ἀπὸ τὴν ἔνδοξον δύναμίν σου, ἡ ὁποία θὰ μᾶς ἐλευθερώσῃ.
17 ὅτι οἰκοδομήσει Κύριος τὴν Σιὼν καὶ ὀφθήσεται ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ. 17 Διότι ο Κυριος θα ανοικοδομήση την ερειπωμένην Σιών και θα εμφανισθη εκεί με την δόξαν του. 17 Διότι ὁ Κύριος θὰ ἀνοικοδομήσῃ τὴν κατεστραμμένην εἰς ἐρείπια Σιὼν καὶ θὰ ἐμφανισθῇ ἐκεῖ μὲ τὴν δόξαν του.
18 ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν προσευχὴν τῶν ταπεινῶν καὶ οὐκ ἐξουδένωσε τὴν δέησιν αὐτῶν. 18 Η ανόρθωσις αυτή της Σιών θα σημάνη ότι ο Κυριος έρριψε ευμενές βλέμμα εις την προσευχήν των ταλαιπωρουμένων δούλων του και δεν εξουθενώνει πλέον ως μηδαμινήν την δέησίν των. 18 Ἡ θαυμαστὴ δὲ αὐτὴ ἀποκατάστασις θὰ μαρτυρῇ, ὅτι ὁ Κύριος προσέβλεψε μὲ βλέμμα εὐμενὲς ἐπὶ τῆς προσευχῆς τῶν τεταπεινωμένων ἐν τῇ αἰχμαλωσίᾳ δούλων του καὶ δὲν περιεφρόνησεν ὡς μηδαμινὴν καὶ ἀναξίαν προσοχῆς τὴν δέησίν των.
19 γραφήτω αὕτη εἰς γενεὰν ἑτέραν, καὶ λαὸς ὁ κτιζόμενος αἰνέσει τὸν Κύριον. 19 Ας καταγραφή αυτή η προφητεία και η προσεχής εκπλήρωσίς της, δια να γνωσθή εις την γενεάν που πρόκειται να γεννηθή, ώστε ο λαός, που πρόκειται να δημιουργηθή, να υμνήση τον Κυριον. 19 Ἂς ἀναγραφῇ ἡ προφητεία αὕτη καὶ ἡ ἐπαλήθευσις αὐτῆς διὰ νὰ γνωσθῇ καὶ μεταδοθῇ εἰς τὴν γενεάν, ἥτις πρόκειται νὰ γεννηθῇ, καὶ ὁ λαὸς ὅστις πρόκειται νὰ δημιουργηθῇ ἀπὸ πιστοὺς πάσης ἐθνικότητος θὰ ὑμνήσῃ τὸν Κύριον.
20 ὅτι ἐξέκυψεν ἐξ ὕψους ἁγίου αὐτοῦ, Κύριος ἐξ οὐρανοῦ ἐπὶ τὴν γῆν ἐπέβλεψε 20 Διότι ο Κυριος έσκυψεν από τα άγια ύψη του, από τον ουράνιον θρόνον του, έρριψεν ο Κυριος βλέμμα στοργικόν και ευμενές επάνω εις την γην, 20 Διότι ἔσκυψεν ἀπὸ τὸ ἅγιον ὕψος του καὶ ἀπὸ τὸ οὐράνιον θυσιαστήριόν του, ἔρριψεν ὁ Κύριος ἀπὸ τὸν οὐρανὸν βλέμμα στοργικὸν καὶ εὐμενὲς ἐπὶ τῆς γῆς,
21 τοῦ ἀκοῦσαι τοῦ στεναγμοῦ τῶν πεπεδημένων, τοῦ λῦσαι τοὺς υἱοὺς τῶν τεθανατωμένων, 21 δια να ακούση τον στεναγμόν των αλυσοδεμένων αιχμαλώτων, δια να λύση τα δεσμά από τα παιδιά εκείνων, που είχαν αιχμαλωτισθή και θανατωθή. 21 διὰ νὰ ἀκουσῃ τὸν στεναγμὸν τῶν ἐν τῇ αἰχμαλωσίᾳ ἁλυσοδεμένων, διὰ νὰ λύσῃ ἀπὸ τὰ δεσμά των τὰ παιδιὰ ἐκείνων, ποὺ εἶχαν αἰχμαλωτισθῆ καὶ θανατωθῆ.
22 τοῦ ἀναγγεῖλαι ἐν Σιὼν τὸ ὄνομα Κυρίου καὶ τὴν αἴνεσιν αὐτοῦ ἐν ῾Ιερουσαλὴμ 22 Ωστε οι τέως σιδηροδέσμιοι δούλοι, ελεύθεροι πλέον, να διακηρύξουν εις την Σιών και να αναγγείλουν το Ονομα του Κυρίου και την δοξολογίαν αυτού εις την Ιερουσαλήμ, 22 Θὰ ἐλευθερώσῃ δὲ τούτους ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς σκληρᾶς δουλείας των, διὰ νὰ ἀναγγείλουν καὶ διακηρύξουν ἐν Σιὼν τὸ ὄνομα τοῦ ἐλευθερώσαντος αὐτοὺς Κυρίου καὶ νὰ ψάλουν τὸν ἀνήκοντα εἰς αὐτὸν ὕμνον ἐν τῇ Ἱερουσαλήμ,
23 ἐν τῷ συναχθῆναι λαοὺς ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ βασιλεῖς τοῦ δουλεύειν τῷ Κυρίῳ. 23 όταν θα συγκεντρωθούν εκεί οι λαοί και οι βασιλείς της γης, δια να υπηρετούν τον Κυριον. 23 ὅταν θὰ συναθροισθοῦν ἐκεῖ ἀπὸ συμφώνου λαοὶ καὶ βασιλεῖς διὰ νὰ λατρεύσουν τὸν Κύριον.
24 ἀπεκρίθη αὐτῷ ἐν ὁδῷ ἰσχύος αὐτοῦ· τὴν ὀλιγότητα τῶν ἡμερῶν μου ἀνάγγειλόν μοι· 24 Ο αιχμαλωτισμένος και ταλαιπωρημένος εις την εξορίαν λαός των Ιουδαίων, με όσην δύναμιν του απέμεινεν, είπε προς τον Κυριον· Καμε με να εννοήσω, Κυριε, πόσον ολίγαι ημέραι ζωής μου υπολείπονται, και να σκεφθώ, αν θα προφθάσω άραγε να ίδω την θαυμαστήν σου απελευθέρωσίν μου. 24 Ἀπεκρίθη καὶ εἶπε πρὸς τὸν Κύριον ὁ ἐν τῇ αἰχμαλωσίᾳ συντετριμμένος καὶ ἀπογοητευμένος λαὸς εἰς καιρὸν ποὺ εἶχεν ἀκόμη δύναμιν καὶ δὲν εἶχεν ἑξασθενήσει ὁλοτελῶς: Γνωστοποίησόν μοι, Κύριε, τὰς ὀλίγας ἡμέρας ποὺ μοῦ ἀπομένουν. Θὰ προφθάσω ἄραγε νὰ ἴδω τὴν θαυμαστήν σου ἀπελευθέρωσιν;
25 μὴ ἀναγάγῃς με ἐν ἡμίσει ἡμερῶν μου· ἐν γενεᾷ γενεῶν τὰ ἔτη σου. 25 Μη με αφαρπάσης στο μέσον της ζωής μου· δώσε παράτασιν εις τας ημέρας μου, διότι συ έχεις ατελείωτα τα έτη σου, που μένουν από γενεάς εις γενεάν. 25 Μὴ μὲ ἀφαρπάσῃς ἐν μέσῳ τῆς ζωῆς μου. Παράτεινε τὰς ἡμέρας μου, σύ, τοῦ ὁποίου τὰ ἔτη συνεχίζονται ἀτελευτήτως ἀπὸ γενεᾶς εἰς γενεάν, διὰ νὰ καταξιωθῶ νὰ ἐπανίδω τὴν ἁγίαν πόλιν σου.
26 κατ᾿ ἀρχὰς σύ, Κύριε, τὴν γῆν ἐθεμελίωσας, καὶ ἔργα τῶν χειρῶν σού εἰσιν οἱ οὐρανοί· 26 Συ, Κυριε, κατ' αρχάς εδημιούργησες και εθεμελίωσες την γην, και έργα των παντοδυνάμων χειρών σου είναι οι ουρανοί. 26 Ἐν τῇ ἀρχῇ τῆς δημιουργίας σύ, Κύριε, ὁ ἄχρονος καὶ ἀΐδιος, ἐστήριξας τὴν γῆν σὰν ἐπάνω εἰς ἀδιάσειστον θεμέλιον, καὶ οἱ οὐρανοὶ εἶναι ἔργα τῶν ἰδικῶν σου παντοδυνάμων χειρῶν.
27 αὐτοὶ ἀπολοῦνται, σὺ δὲ διαμένεις, καὶ πάντες ὡς ἱμάτιον παλαιωθήσονται, καὶ ὡσεὶ περιβόλαιον ἑλίξεις αὐτοὺς καὶ ἀλλαγήσονται· 27 Αυτοί θα καταστραφούν, συ όμως παραμένεις ο αυτός και αναλλοίωτος δια μέσου των αιώνων. Ολος ο υλικός κόσμος σαν ένδυμα θα παληώση και σαν πανωφόρι, που περιβάλλονται οι άνθρωποι, θα τον γυρίσης, θα τον περιτυλίξης, θα τον αλλάξης, ώστε να γίνη καινούργιος. 27 Αὐτοὶ θὰ χαλασθοῦν καὶ θὰ χάσουν τὸ σημερινόν των σχῆμα. Σὺ ὅμως παραμένεις ἀμετάβλητος καὶ ἀναλλοίωτος. Καὶ ὅλος ὁ κόσμος σὰν ἔνδυμα θὰ παληώσῃ καὶ σὰν ἐξωτερικὸν ροῦχον ποὺ περιβάλλονται οἱ ἄνθρωποι, θὰ τὸν γυρίσῃς καὶ θὰ τὸν περιτιλιξῃς καὶ θὰ ἀλλάξῃ γινόμενος καινούργιος.
28 σὺ δὲ ὁ αὐτὸς εἶ, καὶ τὰ ἔτη σου οὐκ ἐκλείψουσιν. 28 Συ όμως είσαι ο ίδιος και αναλλοίωτος και τα έτη της αιωνιότητός σου δεν θα εξαντληθούν ποτέ. 28 Σὺ ὅμως εἶσαι πάντοτε ὁ ἴδιος καὶ τὰ ἔτη σου θὰ εἶναι ἀτελεύτητα καὶ δὲν θὰ ἐκλίπουν ποτέ.
29 οἱ υἱοὶ τῶν δούλων σου κατασκηνώσουσι, καὶ τὸ σπέρμα αὐτῶν εἰς τὸν αἰῶνα κατευθυνθήσεται. 29 Κατω από την ιδικήν σου παντοδύναμον προστασίαν τα τέκνα και οι απόγονοι των δούλων σου, των πατριαρχών, θα εύρουν ασφαλή κατοικίαν και οι απόγονοί των χάρις εις σε θα ευδοκιμούν δια μέσου όλων των αιώνων. 29 Τὰ τέκνα καὶ οἱ ἀπάγονοι τῶν δούλων σου πατριαρχῶν θὰ εὕρουν κατοικίαν ἀσφαλῆ, καὶ οἱ πνευματικοὶ ἀπάγονοί των θὰ προκόψουν καὶ θὰ εὐδοκιμοῦν διὰ μέσου πάντων τῶν αἰώνων.