Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:15
Δύση: 18:46
Σελ. 20 ημ.
89-277
16ος χρόνος, 5886η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΨΑΛΜΟΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 74 (ΟΔ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Εἰς τὸ τέλος· μὴ διαφθείρῃς· ψαλμὸς ᾠδῆς τῷ ᾿Ασάφ. 1 1
2 (Μασ. 75) ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΟΜΕΘΑ σοι, ὁ Θεός, ἐξομολογησόμεθά σοι καὶ ἐπικαλεσόμεθα τὸ ὄνομά σου. 2 (Μασ. 75) Θα σε δοξολογήσωμεν, ω Θεέ. Θα σε δοξολογήσωμεν δια την προστασίαν και τας ευεργεσίας, που μας παρέχεις και θα επικαλούμεθα πάντοτε το άγιον Ονομά σου. 2 Θὰ σὲ δοξολογήσωμεν ὅλοι μαζί, ὦ Θεέ, θὰ σὲ δοξολογήσωμεν καὶ θὰ ἐπικαλεσθῶμεν τὸ ὄνομά σου.
3 διηγήσομαι πάντα τὰ θαυμάσιά σου, ὅταν λάβω καιρόν· ἐγὼ εὐθύτητας κρινῶ. 3 Εγώ προσωπικώς θα διηγηθώ και θα διακηρύττω μεταξύ των άλλων τας θαυματουργικάς σου υπέρ ημών επεμβάσεις. Και ο Κυριος απαντά· Οταν θα έλθη ο κατάλληλος καιρός, τότε εγώ θα κρίνω και θα δικάσω με ευθύτητα και δικαιοσύνην. 3 Ὅπως ἕκαστος ἐξ ἡμῶν οὕτω καὶ ἐγὼ θὰ διηγηθῶ καὶ θὰ διακηρύξω ὅλα τὰ θαυμάσια, ὅσα πρὸς προστασίαν μας ἐπετέλεσας. Ὅταν θὰ ἔλθῃ ὁ ὑπ’ ἐμοῦ ὡρισμένος κατάλληλος καιρός, λέγει ὁ Κύριος, τότε ἐγὼ θὰ κρίνω καὶ θὰ δικάσω ἐν εὐθύτητι καὶ δικαιοσύνῃ.
4 ἐτάκη ἡ γῆ καὶ πάντες οἱ κατοικοῦντες ἐν αὐτῇ, ἐγὼ ἐστερέωσα τοὺς στύλους αὐτῆς. (διάψαλμα). 4 Η γη και οι κάτοικοί της θα λυώσουν από τον τρόμον των τιμωριών, που εγώ θα στείλω. Εγώ έχω ακλόνητα στερεώσει τους στύλους του κόσμου και επομένως δεν θα σαλευθούν. 4 Ἔλειωσε καὶ ἔχασε τὴν συνοχήν της ἡ γῆ καὶ μετ’ αὐτῆς ὅλοι οἱ κάτοικοί της, ἕνεκα τοῦ τρόμου καὶ τοῦ πανικοῦ ἐκ τῆς ἐπικειμένης κρίσεώς μου, ἀλλὰ καὶ λόγῳ τῆς κακίας καὶ τῶν ἀναστατώσεων καὶ τῶν συνεχῶν πολέμων ποὺ ἐπικρατοῦν εἰς αὐτήν. Παρὰ ταῦτα ὅμως αὕτη θὰ παραμείνῃ ἀδιάσειστος, διότι ἐγὼ ἰδιοχείρως ἐστερέωσα τοὺς στύλους καὶ τὰ θεμέλιά τας.
5 εἶπα τοῖς παρανομοῦσι· μὴ παρανομεῖτε, καὶ τοῖς ἁμαρτάνουσι· μὴ ὑψοῦτε κέρας, 5 Επειτα από την διακήρυξιν αυτήν του Θεού ο ψαλμωδός λέγει· Είπα, λοιπόν, και εγώ στους παρανόμους· μη παρανομείτε πλέον. Και στους αμαρτωλούς· μη αμαρτάνετε και μη σηκώνετε το μέτωπόν σας. 5 Μετὰ τοὺς λόγους τούτους τοῦ Θεοῦ εἶπα καὶ ἐγὼ εἰς τοὺς παραβαίνοντας τὸν νόμον του· Μὴ παρανομεῖτε. Καὶ εἰς τοὺς ἁμαρτάνοντας ἀσεβῶς εἶπον· Μὴ ὑψώνετε ἀλαζονικῶς καὶ αὐθαδῶς τὴν δύναμίν σας.
6 μὴ ἐπαίρετε εἰς ὕψος τὸ κέρας ὑμῶν καὶ μὴ λαλεῖτε κατὰ τοῦ Θεοῦ ἀδικίαν. 6 Μη υψώνετε εγωϊστικώς την δύναμίν σας και μη αλαζονεύεσθε δι' αυτήν. Μη προβάλλετε με αλαζονείαν την ισχύν σας και καταφέρεσθε αδίκως εναντίον του παντοδυνάμου Θεού. 6 Μὴ σηκώνετε ὑψηλὰ τὴν δύναμιν σας, ὡσὰν αὕτη νὰ ἦτο ἀήττητος καὶ ἄθραυστος, καὶ μὴ λέγετε λόγους ἀδίκους, βλασφήμους καὶ ἀσεβεῖς κατὰ τοῦ Θεοῦ, ὡς νὰ θέλετε νὰ ἀναμετρηθῆτε μὲ αὐτόν.
7 ὅτι οὔτε ἐξ ἐξόδων οὔτε ἀπὸ δυσμῶν οὔτε ἀπὸ ἐρήμων ὀρέων, 7 Διότι σωτηρία και διαφυγή σας δεν υπάρχει ούτε από ανατολών, ούτε από δυσμών, ούτε από τας ερήμους ορεινάς περιοχάς, που ευρίσκονται προς νότον. 7 Διότι εἶσθε ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη ἐγκεκλεισμένοι ἐν τῇ παλάμῃ του καὶ δὲν δύνασθε νὰ διαφύγετε οὔτε ἐξ ἀνατολῶν, ὁπόθεν αἱ ἔξοδοι τοῦ ἡλίου, οὔτε ἐκ δυσμῶν, οὔτε ἀπὸ τοὺς πετρώδεις καὶ ἐρημικοὺς τόπους, ποὺ ἐκτείνονται πρὸς νότον τῆς Παλαιστίνης.
8 ὅτι ὁ Θεὸς κριτής ἐστι, τοῦτον ταπεινοῖ καὶ τοῦτον ὑψοῖ. 8 Διότι ο Θεός είναι κριτής, κύριος του σύμπαντος, και άλλον εν τη παντοδυναμία του ανυψώνει, άλλον δε ταπεινώνει. 8 Διότι ὁ Θεὸς εἶναι κριτῆς καὶ δικάζει, καὶ κατὰ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ ταπεινώνει καὶ ἐξευτελίζει τοῦτον, καὶ ὑψώνει καὶ δοξάζει ἐκεῖνον.
9 ὅτι ποτήριον ἐν χειρὶ Κυρίου οἴνου ἀκράτου πλῆρες κεράσματος. καὶ ἔκλινεν ἐκ τούτου εἰς τοῦτο, πλὴν ὁ τρυγίας αὐτοῦ οὐκ ἐξεκενώθη, πίονται πάντες οἱ ἁμαρτωλοὶ τῆς γῆς· 9 Και τούτο, διότι στο χέρι του Κυρίου υπάρχει ποτήρι γεμάτο από ανόθευτον, χωρίς νερό, δριμύτατο κρασί, πότισμα δια κάθε αμαρτωλόν. Ο Κυριος κλίνει το ποτήριον τούτο και προσφέρει το πικρόν περιεχόμενόν του τώρα μένστούτον τον αμαρτωλόν, άλλοτε εις εκείνον. Το πικρόν όμως περιεχόμενον του ποτηρίου, παρ' όλα τα ποτίσματα, δεν εξεκενώθη θα πιουν εν καιρώ όλοι οι αμαρτωλοί του κόσμου και θα τιμωρηθούν. 9 Διότι ὑπάρχει εἰς τὴν χεῖρα τοῦ Κυρίου ποτήριον γεμᾶτον ἀπὸ οἶνον ἀνόθευτον καὶ χωρὶς νερόν, πλῆρες ποτοῦ, τὸ ὁποῖον κερνᾷ εἰς τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ ἔχει οὕτω προχείρους καὶ γεμάτας τὰς τιμωρίας του κατ' αὐτῶν. Καὶ κλίνει τὸ ποτήριον τοῦτο ἀπὸ τὸ στόμα αὐτὸ εἰς τὸ στόμα ἐκεῖνο. Πλὴν δὲν ἐξεκενώθη ὁλοτελῶς τὸ ποτήριον τοῦτο, ὥστε νὰ ἐκκενωθῇ καὶ τὸ δριμύτατον καὶ πικρότατον κατακάθισμα ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὸν πυθμένα του. Μένει τοῦτο, καὶ θὰ πίουν ἐξ αὐτοῦ δοκιμάζοντες ἄκρατον καὶ αὐστηρὰν τιμωρίαν ὅλοι οἱ ἁμαρτωλοὶ τῆς γῆς, οἱ πεισμόνως παραμένοντες ἀδιόρθωτοι.
10 ἐγὼ δὲ ἀγαλλιάσομαι εἰς τὸν αἰῶνα, ψαλῶ τῷ Θεῷ ᾿Ιακώβ· καὶ πάντα τὰ κέρατα τῶν ἁμαρτωλῶν συνθλάσω, καὶ ὑψωθήσεται τὰ κέρατα τοῦ δικαίου. 10 Τοτε δε και εγώ, όταν θα βλέπω να τιμωρούνται οι αμετανόητοι αμαρτωλοί, θα σκιρτώ πάντοτε από δικαίαν χαράν και αγαλλίασιν και θα υμνολογώ τον Θεόν του Ισραήλ. Και ο Θεός διαβεβαιώνει· Ναι, θα συντρίψω όλας τας δυνάμεις των αμαρτωλών και θα υψώσω τας δυνάμεις των δικαίων ανθρώπων. 10 Ἐγὼ ὅμως μετὰ τῆς συναγωγῆς τῶν φοβουμένων τὸν Κύριον θὰ σκιρτῶ ἐξ ἀγαλλιάσεως, αἰωνίως θὰ ψάλλω ὕμνον εἰς τὸν Θεὸν τοῦ Ἰακὼβ καὶ διὰ τῆς βοηθείας καὶ προστασίας του θὰ συντρίψω ὅλα τὰ κέρατα καὶ πᾶσαν τὴν δύναμιν τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ θὰ ὑψωθοῦν ἔνδοξα καὶ ἀήττητα τὰ κέρατα καὶ αἱ δυνάμεις τοῦ δικαίου καὶ εὐσεβοῦς ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ.