Σάββατο, 20 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:43
Δύση: 20:06
Σελ. 12 ημ.
111-255
16ος χρόνος, 5908η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΨΑΛΜΟΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 67 (ΞΖ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Εἰς τὸ τέλος· ᾠδῆς ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ. 1 1
2 (Μασ. 68) ΑΝΑΣΤΗΤΩ ὁ Θεός, καὶ διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροὶ αὐτοῦ, καὶ φυγέτωσαν ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ οἱ μισοῦντες αὐτόν. 2 (Μασ. 68) Ας εγερθή ο Θεός, ας κάμη αισθητήν την παρουσίαν και την δύναμίν του ο Κυριος, και αμέσως οι εχθροί του θα διασκορπισθούν. Θα φύγουν πανικόβλητοι από εμπρός του όλοι εκείνοι, οι οποίοι τον μισούν. 2 Ας ἀναστῇ καὶ ἂς κινηθῇ πρὸς ἐκδίκησιν καὶ πρὸς δρᾶσιν ὁ Θεός, καὶ ἂς διασκορπισθοῦν ἀμέσως οἱ ἐχθροί του καὶ ἂς φύγουν ἔμπροσθεν τοῦ φοβεροῦ προσώπου του ὅσοι τὸν μισοῦν.
3 ὡς ἐκλείπει καπνός, ἐκλιπέτωσαν· ὡς τήκεται κηρὸς ἀπὸ προσώπου πυρός, οὕτως ἀπολοῦνται οἱ ἁμαρτωλοὶ ἀπὸ προσώπου τοῦ Θεοῦ. 3 Οπως εξαφανίζεται και διαλύεται ο καπνός, έτσι θα εξαφανισθούν και αυτοί. Οπως διαλύεται το κηρί εμπρός στο πυρ, κατά παρόμοιον τρόπον θα εξολοθρευθούν και οι αμαρτωλοί εμπρός εις την παρουσίαν του παντοδυνάμου Θεού. 3 Ὅπως διαλύεται καὶ ἐξαφανίζεται ὁ καπνός, ἔτσι ἂς ἐξαφανισθοῦν καὶ αὐτοί· ὅπως τήκεται ἱο κηρὸς πλησίον καὶ ἀπέναντι τοῦ πυρός, οὕτως ἂς λειώσουν καὶ ἂς ἐξαφανισθοῦν οἱ ἁμαρτωλοὶ ἔμπροσθεν τοῦ προσώπου τῆς θείας παρουσίας.
4 καὶ οἱ δίκαιοι εὐφρανθήτωσαν, ἀγαλλιάσθωσαν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, τερφθήτωσαν ἐν εὐφροσύνῃ. 4 Οι δίκαιοι όμως θα ευφρανθουν. Θα πλημμυρίσουν από αγαλλίασιν ενώπιον του Θεού. Θα απολαύσουν θεοσδότους τέρψεις με κάθε ευφροσύνην. 4 Καὶ οἱ δίκαιοι ἂς εὐφρανθοῦν, ἂς πληρωθοῦν ἀγαλλιάσεως ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἂς τερφθοῦν καὶ ἂς χαροῦν γεμᾶτοι εὐφροσύνην.
5 ᾄσατε τῷ Θεῷ, ψάλατε τῷ ὀνόματι αὐτοῦ· ὁδοποιήσατε τῷ ἐπιβεβηκότι ἐπὶ δυσμῶν, Κύριος ὄνομα αὐτῷ, καὶ ἀγαλλιᾶσθε ἐνώπιον αὐτοῦ. 5 Ψαλατε, λοιπόν, προς τον Θεόν, συνθέσατε αρμονικούς ύμνους εις δόξαν του Ονοματός του. Ετοιμάσατε εις την έρημον την όδον, δι' εκείνον ο οποίος ως θριαμβευτής κάθεται επάνω στο άρμα και προχωρεί προς δυσμάς εις την γην της επαγγελίας. Κυριος είναι το όνομά του. Σκιρτήσατε οι πιστοί από αγαλλίασιν ενώπιον αυτού. 5 Ἆσμα δοξολογίας τονίσατε εἰς τὸν Θεόν· ψάλατε αἴνους καὶ ᾠδὰς ὕμνων εἰς τὸ μέγα ὄνομά του· ἰσοπεδώσατε καὶ ἐτοιμάσατε δρόμους δι’ ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος ὡς ἐπὶ ἅρματος καθήμενος προχωρεῖ διὰ τῆς ἐρήμου πρὸς δυσμὰς ἀκολουθῶν τὸν λαόν του πρὸς τὴν Παλαιστίνην Κύριος εἶναι τὸ ὄνομά του. Σκιρτήσατε ἀπὸ ἀγαλλίασιν ἐνώπιον αὐτοῦ.
6 ταραχθήσονται ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ, τοῦ πατρὸς τῶν ὀρφανῶν καὶ κριτοῦ τῶν χηρῶν· ὁ Θεὸς ἐν τόπῳ ἁγίῳ αὐτοῦ. 6 Οι άδικοι και οι παράνομοι θα τρομάξουν και με μόνην την εμφάνισιν αυτού, διότι αυτός είναι ο πατήρ και προστάτης των ορφανών, ο κριτής και υπερασπιστής των χηρών. Ας το ακούσουν οι άδικοι· υπάρχει ο Θεός στον ιερόν τόπον της κατοικίας του, στον ναόν, και παρακολουθεί τα πάντα. 6 Οἱ ἄδικοι καὶ οἱ καταπιέζοντες τοὺς ἀσθενεῖς καὶ ἀδυνάτους θὰ ταραχθοῦν καὶ θὰ τρομάξουν πρὸ τοῦ προσώπου του· διότι αὐτὸς εἶναι ὁ προστάτης τῶν ἀδικουμένων· εἶναι ὁ πατὴρ τῶν ὀρφανῶν καὶ ὁ ὑπερασπιστὴς καὶ συνήγορος τῶν χηρῶν. Ἂς μὴ ὀργιάζῃ ἡ ἀδικία. Ὑπάρχει ὁ Θεὸς ἐν τῷ ἁγίῳ κατοικητηρίῳ του, παρακολουθῶν τὰ πάντα.
7 ὁ Θεὸς κατοικίζει μονοτρόπους ἐν οἴκῳ ἐξάγων πεπεδημένους ἐν ἀνδρείᾳ, ὁμοίως τοὺς παραπικραίνοντας, τοὺς κατοικοῦντας ἐν τάφοις. 7 Ο Θεός εγκαθιστά εις οίκον και αναδεικνύει ευτυχισμένους οικογενειάρχες τους μεμονωμένους και εγκαταλελειμμένους, οι όποιοι πιστεύουν εις αυτόν. Αυτός βγάζει ανδρείους από τας φυλακάς τους αλυσοδεμένους και λυτρώνει από τας αιχμαλωσίας. Αυτός επίσης, εκείνους, οι οποίοι με τας παραβάσεις των τον πικραίνουν, τους αφήνει στους σκοτεινούς τάφους της δυστυχίας των. 7 Ὁ Θεὸς τοὺς μεμονωμένους, ποὺ δὲν ἔχουν κανένα φίλον, ἀλλ’ ἐξαρτῶνται ἀπὸ μόνην τὴν προστασίαν του, τοὺς ἐγκαθιστᾷ ὡς οἰκογενειάρχας εἰς οἶκον εὐτυχοῦντα. Αὐτὸς ἐξάγει ἀνδρειωμένους καὶ ἐλευθέρους τοὺς ἁλυσοδεμένους· ὁμοίως ἑτοιμάζει κατοικίαν εἰς ἐκείνους, ποὺ τὸν παραπικραίνουν. Εἰς αὐτοὺς ὅμως ὡς κατοικίαν των ὁρίζει τοὺς ὡς τάφους ἐρήμους καὶ ἀγόνους τόπους, ὅπου τῆς πνευματικῆς χαρᾶς καὶ εὐφροσύνης ἡ φωνὴ δὲν ἀντηχεῖ.
8 ὁ Θεός, ἐν τῷ ἐκπορεύεσθαί σε ἐνώπιον τοῦ λαοῦ σου, ἐν τῷ διαβαίνειν σε ἐν τῇ ἐρήμῳ. (διάψαλμα). 8 Ω Κυριε και Θεέ! Οταν έβγαινες από την Αίγυπτον, προπορευόμενος του λαού σου, όταν μαζή σου διέβαινε την έρημον ο λαός, η γη συνεκλονίσθη. 8 Ὦ Θεέ, ὅταν ἔβγαινες ἔξω ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον ἐπὶ κεφαλῆς τοῦ λαοῦ σου, προπορευόμενος πρὸ αὐτοῦ ἀοράτως, ὅταν σὺ διέβαινες μαζί του τὴν ἔρημον·
9 γῆ ἐσείσθη, καὶ γὰρ οἱ οὐρανοὶ ἔσταξαν ἀπὸ προσώπου τοῦ Θεοῦ τοῦ Σινᾶ, ἀπὸ προσώπου τοῦ Θεοῦ ᾿Ισραήλ. 9 Οι δε ουρανοί έβρεξαν το μάνα κατόπιν εντολής του Θεού, ο όποιος είχε φανερωθή στο όρος Σινά. Εγινε τούτο αμέσως μόλις παρουσιάσθη ο Θεός στον ισραηλιτικόν λαόν. 9 ἡ γῆ ἐσείσθη, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ οἱ οὐρανοὶ ἐν ἕδει βροχῆς σιγαλῆς ἔσταξαν τὸ μάννα καὶ τὰς ψεκάδας τῆς οὐρανίου εὐλογίας πρὸ τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἀπεκαλύφθη ἐπὶ τοῦ Σινᾶ, πρὸ τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἐγνώσθη εἰς τὸν Ἰσραὴλ καὶ λατρεύεται ὑπ’ αὐτοῦ.
10 βροχὴν ἑκούσιον ἀφοριεῖς, ὁ Θεός, τῇ κληρονομίᾳ σου, καὶ ἠσθένησε, σὺ δὲ κατηρτίσω αὐτήν. 10 Εν τη απείρω σου καλωσύνη και ευμενεία, ω Θεέ, βροχήν πλουσίων δωρεών έστειλες από τον ουρανόν, στον ισραηλιτικόν λαόν, που είναι κληρονομία σου. Και ότάν αυτοί απέκαμαν και εξησθένησαν, συ τους εστήριξες μέχρι της εγκαταστάσεώς των εις την γην της Επαγγελίας. 10 Βροχὴν πλουσιοπάροχον καὶ ἄφθονον ἐξεχώρισας καὶ κατέπεμψας, ὦ Θεέ, εἰς τὸν λαόν σου, ὅστις εἶναι ἡ κληρονομία σου, βροχὴν ὑδάτων ἐν μέσῳ τῶν ἐρήμων, βροχὴν τοῦ μάννα πρὸς διατροφήν των, βροχὴν παντοίων εὐλογιῶν καὶ δωρεῶν· καὶ ὅταν ἐν τῇ πορείᾳ τῆς ἐρήμου ἐξησθένησε καὶ ὑπὸ τοῦ κόπου κατεβλήθη ἡ κληρονομία σου, σὺ τὴν ἀνεκούφισες καὶ τὴν ἐστήριξες μέχρι τῆς ἐγκαταστάσεώς της εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας.
11 τὰ ζῷά σου κατοικοῦσιν ἐν αὐτῇ· ἡτοίμασας ἐν τῇ χρηστότητί σου τῷ πτωχῷ, ὁ Θεός. 11 Και τα ζώα του λαού σου, τα οποία είναι και αυτά ιδικά σου, θα ζουν πλέον και θα παχύνωνται μέσα εις την αφθονίαν της γης αυτής, την οποίαν συ με την καλωσύνην σου έκαμες εύφορον και γόνιμον, ω Θεέ, δια τους πτωχούς του λαού σου. 11 Τὰ ποίμνια τῶν λογικῶν σου ζώων κατοικοῦν ἤδη ἐν αὐτῇ. Τὴν ἠτοίμασες ἐν τῇ καλοκαγαθίᾳ σου, ὦ Θεέ, διὰ τὸν πτωχὸν καὶ δοῦλον λαόν σου.
12 Κύριος δώσει ρῆμα τοῖς εὐαγγελιζομένοις δυνάμει πολλῇ, 12 Ο Κυριος δίδει και θα δίδη πάντοτε λόγον και εντολήν αυθεντίας και κύρους εις εκείνους, οι οποίοι με ευγλωττίαν και δυνατήν φωνήν θα ευαγγελίζονται το άγγελμα της νίκης λέγοντες προς τον λαόν· 12 Ὁ Κύριος δίδει ἐξουσιαστικὸν λόγον καὶ παράγγελμα εἰς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι μὲ δύναμιν καὶ φωνὴν κραταιὰν διακηρύττουν τὸ χαρμόσυνον ἄγγελμα τῆς νίκης, ὅπως διαλαλήσουν εἰς τὸν λαὸν τὰ ἑπόμενα:
13 ὁ βασιλεὺς τῶν δυνάμεων τοῦ ἀγαπητοῦ, τῇ ὡραιότητι τοῦ οἴκου διελέσθαι σκῦλα. 13 Ο βασιλεύς και κύριος των στρατιωτικών δυνάμεων του αγαπητού του λάου, του ισραηλιτικού, παραγγέλλει να μοιρασθούν τα λάφυρα μεταξύ των Ισραηλιτών δια τον καλλωπισμόν των οικιών των και εις ανάμνησιν των δωρεών του Θεού. 13 Ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος εἶναι βασιλεὺς καὶ στρατάρχης τῶν στρατιωτικῶν δυνάμεων τοῦ ἀγαπητοῦ λαοῦ του, παραγγέλλει νὰ διανεμηθοῦν τὰ λάφυρα πρὸς καθωραϊσμὸν καὶ στολισμὸν τῶν νεοκτίστων οἴκων των, εἰς τοὺς ὁποίους ἀναρτώμενα, ὄχι μόνον θὰ τοὺς στολίζουν, ἀλλὰ καὶ θὰ ὑπενθυμίζουν εἰς τοὺς ἐνοίκους των τὰς νίκας, αἱ ὁποῖαι μὲ στρατηγὸν καὶ βοηθὸν τὸν Κύριον συνετελέσθησαν.
14 ἐὰν κοιμηθῆτε ἀνὰ μέσον τῶν κλήρων, πτέρυγες περιστερᾶς περιηργυρωμέναι, καὶ τὰ μετάφρενα αὐτῆς ἐν χλωρότητι χρυσίου. 14 Οταν νικηταί τότε αναπαύεαθε εις τα δοθέντα προς ημάς με κλήρον μερίδια της γης Χαναάν, θα γίνετε περιφανείς και ένδοξοι. Θα ομοιάζετε προς πτέρυγας της περιστεράς, που από το χρώμα των παρουσιάζονται σαν επαργυρωμέναι και με χρυσοπράσινα μεταξύ των πτερύγων των πτερά. 14 Ἐὰν σεῖς, ποὺ ἐπιστρέφετε ἐκ τῆς μάχης νικηταί, ἀναπαυθῆτε καὶ ἡσυχάσετε ζῶντες εἰρηνικῶς ἐν μέσῳ τῶν τμημάτων τῆς γῆς ποὺ σᾶς ἐδόθησαν ὡς κλῆρος, τόσον πολὺ θὰ γίνετε περίβλεπτοι διὰ τὸν πλοῦτον καὶ τὰς θείας εὐλογίας, ὥστε θὰ ὁμοιάζετε πρὸς πτέρυγας τῆς περιστερᾶς ποὺ ἀπὸ τὸ χρῶμα των παρουσιάζονται σὰν ἐπαργυρωμέναι, καὶ πρὸς τὰ μεταξύ των πτερύγων τῆς περιστερᾶς μετάφρενά της μὲ τὸ χρυσοπράσινον χρῶμα των.
15 ἐν τῷ διαστέλλειν τὸν ἐπουράνιον βασιλεῖς ἐπ᾿ αὐτῆς, χιονωθήσονται ἐν Σελμών. 15 Οταν ο επουράνιος Κυριος διεσκόρπιζε πανικοβλήτους τους αλλοφύλους βασιλείς της Χαναάν, οι Ισραηλίται, κατάφορτοι από τα λάφυρα, ήσαν λαμπροί ωσάν το χιονισμένον όρος Σελμών. 15 Ὅταν ὁ ἐπουράνιος ἔκαμνε τὴν κρίσιν του καὶ διεσκόρπιζεν ἐπὶ τῆς Χαναὰν τοὺς ἀλλοφύλους βασιλεῖς της, τὴν ἡμέραν ἐκείνην οἱ Ἰσραηλῖται κατάφορτοι ἀπὸ λάφυρα, ἐνεφανίσθησαν λαμπροί, ὅμοιοι πρὸς τὸ λευκοστολισμένον διὰ πυκνῆς χιόνος ὄρος Σελμών.
16 ὄρος τοῦ Θεοῦ, ὄρος πῖον, ὄρος τετυρωμένον, ὄρος πῖον. 16 Το όρος του Θεού, η Σιών. Ορος παχύ, όρος στερεόν, όρος πλουσίας πνευματικής ζωής. 16 Τὸ ὄρος τοῦ Θεοῦ, τὸ ὄρος τῆς Σιὼν εἶναι παχὺ καὶ εὔφορον, καὶ ἀφθόνους παρέχει εὐλογίας· εἶναι ὄρος πηκτὸν καὶ ἀσαλεύτως θεμελιωμένον, ὡς ὁ πηγμένος καὶ στερεοποιημένος τυρός, εἶναι ὄρος παχύ.
17 ἱνατί ὑπολαμβάνετε, ὄρη τετυρωμένα, τὸ ὄρος, ὃ εὐδόκησεν ὁ Θεὸς κατοικεῖν ἐν αὐτῷ; καὶ γὰρ ὁ Κύριος κατασκηνώσει εἰς τέλος. 17 Διατί παίρνετε τον λόγον και παραπονείσθε σεις όρη μεγάλα και στερεά δια τα όρος της, Σιών, στο οποίον ηυδόκησεν ο Θεός να κατοική; Πράγματι ο Κυριος θα κατοική εκεί μέχρι τέλους του παρόντος κόσμου. 17 Διατί, ὦ σεῖς ὄρη τοῦ Ἑρμὼν καὶ τῆς γῆς Βασάν, λαμβάνετε τὸν λόγον καὶ οἱονεὶ ζηλοτυποῦντα παραπονεῖσθε; Εἶσθε καὶ σεῖς ὄρη τετυρωμένα καὶ ἐπιβλητικά, ἀλλὰ τὸ ὄρος τῆς Σιὼν εἶναι ἐκεῖνο, εἰς τὸ ὁποῖον ηὐδόκησε καὶ εὐηρεστήθη ὁ Θεός, ἵνα κατοικήσῃ εἰς αὐτό. Ὄντως δὲ ὁ Κύριος θὰ κατοικήσῃ εἰς αὐτὸ πάντοτε καὶ μέχρι τέλους τοῦ παρόντος αἰῶνος.
18 τὸ ἅρμα τοῦ Θεοῦ μυριοπλάσιον, χιλιάδες εὐθηνούντων· Κύριος ἐν αὐτοῖς ἐν Σινᾷ ἦν, ἐν τῷ ἁγίῳ. 18 Το ένδοξον άρμα, επάνω στο οποίον κάθεται ο Θεός, ο ερχόμενος, δια να κατοικήση εις την Σιών, το συνοδεύουν μυριάδες και χιλιάδες αγγέλων και αγίων πλημμυρισμένοι από χαράν. Ο Κυριος, όπως άλλοτε εν μέσω των αγγέλων αυτού ήτο στο όρος Σινά, έτσι και τώρα είναι στον άγιον τόπον. 18 Τὸ ἅρμα, ἐπὶ τοῦ ὁποίου κάθεται ὁ ἐρχόμενος να κατοικήσῃ εἰς Σιὼν Θεός, σύγκειται ἀπὸ μυριάδας. Χιλιάδες ἀγγέλων καὶ ἁγίων, ποὺ εὐδαιμονοῦν καὶ ἀπολαμβάνουν πλῆθος ἀγαθῶν, τὸ ἀποτελοῦν. Ὁ Κύριος μετὰ τῆς αὐτῆς δόξης καὶ δυνάμεως, μετὰ τῆς ὁποίας, ἦτο ἄλλοτε ἐν τῷ μέσῳ αὐτῶν ἐπὶ τοῦ Σινᾶ, ἔρχεται καὶ τώρα εἰς τὸ ἅγιον κατοικητήριόν του.
19 ἀνέβης εἰς ὕψος, ᾐχμαλώτευσας αἰχμαλωσίαν, ἔλαβες δόματα ἐν ἀνθρώποις, καὶ γὰρ ἀπειθοῦντας τοῦ κατασκηνῶσαι. 19 Υψιστε Κυριε, ανέβης εις την Σιών. Ανέβης εις τα ανώτατα ύψη του ουρανού, αφού κατήγαγες θρίαμβον εις την γην, συνέλαβες αιχμαλώτους, επήρες φόρον υποτέλειας από τους υποδουλωθέντας προς σε λαούς. Ακόμη δε και από δυστροπούντας, οι οποίοι υπετάγησαν εις σέ, ώστε να κατασκηνώσης, εν τη αγαθότητί σου, εν μέσω αυτών. 19 Ὦ Ὕψιστε· ἐδείχθης μέγας καὶ ὑψηλός· ἀνέβης εἰς τοῦ οὐρανοῦ τὸ ὕψος, ἀφοῦ κατήγαγες αἰώνιον θρίαμβον, ἠχμαλώτισας πλῆθος αἰχμαλώτων, τοὺς ὁποίους σύρεις δεμένους ὄπισθέν σου, ἔλαβες πλούσια δῶρα ἐν μέσῳ τῶν ἀνθρώπων ὡς φόρον ὑποτελείας των πρὸς σέ· ἔλαβες δὲ ταῦτα ὄχι μόνον ἀπὸ ἐκείνους ποὺ εὐπειθῶς σὲ ἀναγνωρίζουν βασιλέα των, ἀλλὰ καὶ παρὰ τῶν ἀπειθούντων ἔτι καὶ δυστροπούντων, ἵνα καὶ μεταξὺ αὐτῶν κατασκηνώσῃς ὡς κυριάρχης των.
20 Κύριος ὁ Θεὸς εὐλογητός, εὐλογητὸς Κύριος ἡμέραν καθ᾿ ἡμέραν· κατευοδώσαι ἡμῖν ὁ Θεὸς τῶν σωτηρίων ἡμῶν. (διάψαλμα). 20 Ο Κυριος και μόνος αληθινός Θεός ας είναι ευλογημένος, ας είναι ο μόνος δοξασμένος και ευλογημένος όλας τας ημέρας. Είθε να μας κατευοδώση ο Κυριος, ο οποίος πολλές φορές μέχρι σήμερον υπήρξεν η σωτηρία μας. 20 Ὁ Κύριος ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ μόνος Θεός, ἂς εἶναι εὐλογητὸς καὶ δεδοξασμένος· ἂς εὐλογῆται καὶ ἂς ἀνυμνῆται ὁ Κύριος καθ’ ἐκάστην ἡμέραν· εἴθε νὰ μᾶς προάγῃ καὶ νὰ μᾶς κατευοδώνῃ πρὸς αἰώνιον ζωὴν καὶ εὐτυχίαν ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος οὐχὶ ἅπαξ καὶ δίς, ἀλλὰ πολλάκις καὶ ἐπανειλημμένως μᾶς ἐχάρισε τὴν σωτηρίαν.
21 ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ Θεὸς τοῦ σῴζειν, καὶ τοῦ Κυρίου Κυρίου αἱ διέξοδοι τοῦ θανάτου. 21 Ο Θεός μας είναι ο Θεός, ο οποίος μας σώζει. Εις αυτόν τον Κυριον και Θεόν μας οφείλεται το γεγονός, ότι πολλές φορές απηλλάγημεν από θανασίμους κινδύνους. 21 Ὁ Θεός μας εἶναι Θεὸς ὁ ὁποῖος σώζει. Καὶ εἰς τὸν Κύριον καὶ Θεὸν ὀφείλονται αἱ ἀπαλλαγαὶ ἐκ τοῦ θανάτου· ἰδικαί του εἶναι καὶ ἀπὸ αὐτὸν ἐπιδαψιλεύονται εἰς τοὺς προσφιλεῖς του.
22 πλὴν ὁ Θεὸς συνθλάσει κεφαλὰς ἐχθρῶν αὐτοῦ, κορυφὴν τριχὸς διαπορευομένων ἐν πλημμελείαις αὐτῶν. 22 Αλλ' εάν ο Θεός προστατεύη και σώζη τον ευσεβή λαόν, συντρίβει και θα συντρίψη τας κεφαλάς των εχθρών του, τας αλαζονικάς κεφαλάς τας στολισμένας με πλουσίαν υπερήφανον κόμην. Θα συντρίψη την κεφαλήν εκείνων, οι οποίοι ζουν και περιφέρονται μέσα εις τας αμαρτίας των. 22 Ἀλλ' ἐὰν ὁ Θεὸς σώζῃ τὸν εὐσεβῆ λαόν του, θὰ συντρίψῃ ὠρισμένως τὰς κεφαλὰς τῶν ἐχθρῶν του, θὰ συντρίψῃ τὴν κορυφήν, τὴν τρέφουσαν ὑπερηφάνως τρίχας καὶ βοστρύχους· θὰ συντρίψῃ τὴν κεφαλὴν ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι διάγουν καὶ συμπεριφέρονται ἐν ἁμαρτίαις καὶ πλημμελείαις.
23 εἶπε Κύριος· ἐκ Βασὰν ἐπιστρέψω, ἐπιστρέψω ἐν βυθοῖς θαλάσσης. 23 Είπεν ο Κυριος· Θα επαναφέρω τους εχθρούς από το όρος Βασάν, εάν καταφύγουν εκεί και αποκρυβούν εις τα πυκνά του δάση· έστω και αν βυθισθούν εις την θάλασσαν, θα τους ανασύρω από τους βυθούς της και θα τους επαναφέρω, 23 Εἶπεν ὁ Κύριος· θὰ ἐπαναφέρω τοὺς ἐχθροὺς ἐκ τοῦ ὄρους Βασάν, ἐᾶν καταφύγουν ἐκεῖ καὶ ἀποκρυβοῦν εἰς τὰ πυκνὰ δάση του· ἐὰν βυθισθοῦν εἰς τὴν θάλασσαν, θὰ τοὺς ἀνελκύσω ἀπὸ τοὺς βυθούς της καὶ θὰ τοὺς ἐπαναφέρω,
24 ὅπως ἂν βαφῇ ὁ πούς σου ἐν αἵματι, ἡ γλῶσσα τῶν κυνῶν σου ἐξ ἐχθρῶν παρ᾿ αὐτοῦ. 24 δια να σφαγούν και να ρεύση τόσον άφθονον το αίμα των, ώστε εις αυτό να βαφούν, ω Ισραηλίται, οι πόδες σας, και αι γλώσσαι των σκυλιών σας να βαφούν και αυταί στο αίμα των εχθρών σας. 24 ἵνα κατασφαγοῦν καὶ ρεύσῃ τόσον ἀφθόνως τὸ αἷμα των, ὥστε εἰς αὐτὸ νὰ βαφοῦν, ὦ Ἰσραήλ, οἱ πόδες σου καὶ ἡ γλῶσσα τῶν κυνῶν σου νὰ βαφῇ καὶ αὐτὴ ἀπὸ τὸ αἷμα αὐτό, ποὺ θὰ ρεύσῃ ἐκ τῶν ἐχθρῶν σου.
25 ἐθεωρήθησαν αἱ πορεῖαί σου, ὁ Θεός, αἱ πορεῖαι τοῦ Θεοῦ μου τοῦ βασιλέως τοῦ ἐν τῷ ἁγίῳ. 25 Εγιναν αισθηταί και θεαταί εκ μέρους όλων μας αι πορείαι σου, ω Θεέ μου. Αι επεμβάσεις σου του Θεού και βασιλέως μας, έγιναν φανεραί στον ιερόν τούτον λόφον Σιών. 25 Ἐθεωρήθησαν ἀπὸ ὅλους μας καὶ ἐγένοντο αἰσθηταὶ εἰς ἡμᾶς αἱ διὰ μέσου τῆς χώρας μας πορεῖαι σου, ὦ Θεέ, αἱ πορεῖαι καὶ ἡ ἄνοδος ἐν τῷ ὅρει Σιὼν τοῦ Θεοῦ μου, τοῦ βασιλέως, ὁ ὁποῖος ἐγκατεστάθη ἐν τῷ ἁγίῳ λόφῳ καὶ ναῷ του, διὰ νὰ κυβερνᾷ τὸν θεοκρατούμενον λαόν του.
26 προέφθασαν ἄρχοντες ἐχόμενοι ψαλλόντων ἐν μέσῳ νεανίδων τυμπανιστριῶν. 26 Προπορεύονται εμπρός από την ενθουσιώδη συνοδείαν άρχοντες, οι οποίοι ακολουθούνται από μουσικούς, που παίζουν έγχορδα όργανα ανάμεσα εις νεανίδας, που κτυπούν τα τύμπανα. 26 Προπορεύονται τῆς σεμνῆς συνοδείας του ἄρχοντες, ἀκολουθούμενοι ἀπὸ τοὺς ψάλλοντας μὲ τὰ ἔγχορδα ὄργανά των, ἔχουσι δὲ αὐτοὺς εἰς τὸ μέσον κυκλοῦσαι τούτους νεάνιδες παίζουσαι χαρμοσύνως τὰ τύμπανά των.
27 ἐν ἐκκλησίαις εὐλογεῖτε τὸν Θεόν, Κύριον ἐκ πηγῶν ᾿Ισραήλ. 27 Και όλοι μαζή ψάλλουν· Συναθροισθήτε εις ιεράς συνάξεις και δοξολογήσατε τον Θεόν, τον Κυριον, όλοι οι Ισραηλίται, οι απόγονοι της αστειρεύτου πηγής του Ιακώβ. 27 Ψάλλει δὲ ἡ σεμνὴ συνοδεία τὰ ἑξῆς: Εἰς συνάξεις ἱερὰς συναθροιζόμενοι εὐλογεῖτε καὶ δοξολογεῖτε τὸν Θεόν· ὑμνεῖτε τὸν Κύριον, ὅλοι σεῖς οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἰσραήλ, ποὺ κατάγεσθε καὶ προήλθετε ἀπὸ αὐτὸν σὰν ἀπὸ πηγὴν ἄφθονον καὶ ἀστείρευτον.
28 ἐκεῖ Βενιαμὶν νεώτερος ἐν ἐκστάσει, ἄρχοντες ᾿Ιούδα ἡγεμόνες αὐτῶν, ἄρχοντες Ζαβουλών, ἄρχοντες Νεφθαλείμ. 28 Εκεί εις την ιεράν αυτήν λιτανείαν, υπάρχει ο νεώτερος από όλους τους δώδεκα πατριάρχας, ο Βενιαμίν, έκθαμβος και σαν έξω από τον εαυτόν του εξ αιτίας της μεγάλης του χαράς. Εκεί είναι η αρχηγοί της φυλής του Ιούδα με τους άλλους άρχοντας. Εκεί υπάρχουν οι άρχοντες της φυλής Ζαβουλών και οι άρχοντες της φυλής Νεφθαλείμ. 28 Ἐκεῖ, ἐν τῇ ἱερᾷ ταύτῃ συνοδείᾳ, ὁ νεώτερος ἐξ ὅλων τῶν πατριαρχῶν Βενιαμίν, διὰ τῆς ἀντιπροσωπείας του εἶναι ἐκστατικὸς καὶ ἔκθαμβος διὰ τὴν ἀποδιδομένην εἰς αὐτὸν τιμὴν καὶ προτίμησιν. Ἐκεῖ εἶναι οἱ ἄρχοντες τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα μετὰ τῶν ἡγεμόνων καὶ συμβουλῶν των· ἐκεῖ καὶ οἱ ἄρχοντες τῆς φυλῆς Ζαβουλών, καθὼς καὶ οἱ ἄρχοντες τῆς φυλῆς Νεφθαλείμ. Παρίσταται λοιπὸν ἐκεῖ διὰ τοῦ Βενιαμὶν καὶ τοῦ Ἰούδα ὁλόκληρος ἡ πρὸς Νότον, καθὼς καὶ διὰ τοῦ Ζαβουλὼν καὶ Νεφθαλείμ, ὁλόκληρος ἡ πρὸς Βορρᾶν Παλαιστίνη.
29 ἔντειλαι, ὁ Θεός, τῇ δυνάμει σου, δυνάμωσον, ὁ Θεός, τοῦτο, ὃ κατειργάσω ἐν ἡμῖν. 29 Δώσε, Κυριε, εντολήν εις την δύναμίν σου, να συμπαρασταθή στον λαόν σου. Ενίσχυσε, Θεέ μου, το έργον τούτο, το οποίον συ επραγματοποίησες εν μέσω ημών. 29 Δὸς ἐντολήν, ὦ Θεέ, εἰς τὴν δύναμιν καὶ ἰσχύν σου, ἵνα ἔλθῃ καὶ συμπληρώσῃ τὸ ἀρξάμενον ἔργον σου. Δυνάμωσον, ὦ Θεέ, καὶ στήριξον εἰς τοὺς αἰῶνας τὴν βασιλείαν ταύτην τῆς ἀληθείας σου, τὴν ὁποίαν κατειργάσθης καὶ ἐγκατέστησας μεταξὺ ἠμῶν.
30 ἀπὸ τοῦ ναοῦ σου ἐπὶ ῾Ιερουσαλὴμ σοὶ οἴσουσι βασιλεῖς δῶρα. 30 Με θαυμασμόν και ευλάβειαν προς τον ναόν σου, ο οποίος υψούται επάνω εις την Ιερουσαλήμ, θα ανέλθουν επί της Σιών και θα σου προσφέρουν δώρα λατρείας οι βασιλείς του κόσμου. 30 Ἐξ αἰτίας τοῦ ναοῦ σου, ὁ ὁποῖος ὑψοῦται ἐπὶ τῆς Ἱερουσαλήμ, θὰ ἀνέλθουν ἐπὶ τῆς Σιὼν καὶ θὰ σοῦ προσφέρουν δῶρα λατρείας οἱ βασιλεῖς τοῦ κόσμου.
31 ἐπιτίμησον τοῖς θηρίοις τοῦ καλάμου· ἡ συναγωγὴ τῶν ταύρων ἐν ταῖς δαμάλεσι τῶν λαῶν τοῦ ἐγκλεισθῆναι τοὺς δεδοκιμασμένους τῷ ἀργυρίῳ· διασκόρπισον ἔθνη τὰ τοὺς πολέμους θέλοντα. 31 Ελεγξε και επιτίμησε τους αμαρτωλούς και αγρίους λαούς, που ομοιάζουν προς θηρία και κροκοδείλους κρυμμένους στους καλαμώνας των ελών. Ωσάν αγέλη αγρίων ταύρων ανάμεσα εις τας δαμάλεις ομοιάζουν οι συνηγμένοι βάρβαροι αυτοί λαοί, που θέλουν να πολιορκήσουν τον λαόν σου, τον καθαρόν ως άργυρον στο χωνευτήριον. Διασκόρπισε, Κυριε, τα έθνη, τα οποία θέλουν τους πολέμους. 31 Ἐπίπληξον καὶ ἐπιτιμῆσον τοὺς λαοὺς τοὺς ὁμοίους πρὸς θηρία καὶ κροκοδείλους ποὺ κρύπτονται καὶ ἐμφωλεύουν μέσα εἰς καλάμους, τοὺς Αἰγυπτίους λέγω. Ἡ συναγωγὴ τῶν ἀνθρώπων, ποὺ ὁμοιάζει πρὸς ἀγέλην ταύρων, καὶ σύρει διὰ τῆς ὠμῆς βίας ὡς δαμάλεις τοὺς λαούς, οἱ ὁποῖοι κατεκτήθησαν, διὰ νὰ ἐγκλεισθοῦν αἰχμάλωτοι καὶ δοῦλοι των, αὐτοὶ ποὺ διὰ τῶν συμφορῶν ὡς ἀργύριον ἐδοκιμάσθησαν καὶ ἐξηγνίσθησαν. Διασκόρπισον τὰ ἔθνη ποὺ θέλουν καὶ ἐπιδιώκουν τοὺς πολέμους.
32 ἥξουσι πρέσβεις ἐξ Αἰγύπτου, Αἰθιοπία προφθάσει χεῖρα αὐτῆς τῷ Θεῷ. 32 Και αφού τα διασκορπίσης και αποκατασταθή η ειρήνη, θα έλθουν πρέσβεις από την Αίγυπτον εις την Ιερουσαλήμ. Και αυτή η μακρυνή Αιθιοπία θα απλώση με προθυμίαν το χέρι της γεμάτο δώρα προς τον Θεόν της Ιερουσαλήμ. 32 Οὕτω θὰ ἔλθουν εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ πρέσβεις ἐκ τῆς Αἰγύπτου. Ἡ Αἰθιοπία θὰ ἀπλώσῃ μὲ σπουδὴν τὴν χεῖρα της εἰς τὸν Θεὸν προσφέρουσα εἰς αὐτὸν τὰ δῶρα της καὶ τὰς ἱκεσίας της.
33 αἱ βασιλεῖαι τῆς γῆς, ᾄσατε τῷ Θεῷ, ψάλατε τῷ Κυρίῳ. (διάψαλμα). 33 Σεις, αι βασιλείαι της γης δοξολογήσατε τον Θεόν. Συνθέσατε ψαλμούς εις δόξαν του Κυρίου. 33 Ὦ βασίλεια τῆς γῆς· ὑμνήσατε τὸν Θεόν, ψάλατε ᾠδὴν δοξολογίας εἰς τὸν Κύριον.
34 ψάλατε τῷ Θεῷ τῷ ἐπιβεβηκότι ἐπὶ τὸν οὐρανὸν τοῦ οὐρανοῦ κατὰ ἀνατολάς· ἰδοὺ δώσει τῇ φωνῇ αὐτοῦ φωνὴν δυνάμεως. 34 Ψαλατε στον Θεόν, ο οποίος ωσάν επί μεγαλοπρεπούς άρματος ανεβαίνει εις τα ανώτατα σημεία του ουρανού προς ανατολάς. Ιδού, θα δώση φωνήν, και η φωνή του θα γίνη βροντή δυνατή. 34 Ψάλατε ὕμνον εἰς τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος ἐπιβαίνει ὡς ἐπὶ ἅρματος ἐπὶ τοῦ ἀνωτάτου καὶ εἰς ὑπερουράνια ὕψη οὐρανοῦ καὶ ἀρματοδρομεῖ κατὰ ἀνατολάς, ὁπόθεν ἐκπορεύεται τὸ φῶς. Ἰδοὺ μὲ τὴν φωνήν του θὰ ἐκβάλῃ φωνὴν δυνατὴν καὶ βροντεράν.
35 δότε δόξαν τῷ Θεῷ· ἐπὶ τὸν ᾿Ισραὴλ ἡ μεγαλοπρέπεια αὐτοῦ, καὶ ἡ δύναμις αὐτοῦ ἐν ταῖς νεφέλαις. 35 Δωσατε δόξαν στον Θεόν. Η μεγαλοπρέπεια αυτού εκτείνεται προστατευτική επάνω στον ισραηλιτικόν λαόν και η δύναμίς του απλώνεται επάνω από τα νέφη, από το ένα άκρον έως το άλλο άκρον του ορίζοντος. 35 Δώσατε δόξαν εἰς τὸν Θεόν· ἡ μεγαλοπρεπὴς πρόνοιά του ἐκτείνεται προστατευτικὴ ἐπὶ τοῦ Ἰσραὴλ καὶ ἡ δύναμίς του ἑξαπλοῦται ἐπὶ τῶν νεφελῶν ἀπ’ ἄκρου εἰς ἄκρον τοῦ ὁρίζοντος διέπουσα τὰ ἀνθρώπινα.
36 θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ· ὁ Θεὸς ᾿Ισραήλ, αὐτὸς δώσει δύναμιν καὶ κραταίωσιν τῷ λαῷ αὐτοῦ. εὐλογητὸς ὁ Θεός. 36 Αξιοθαύμαστος είναι ο Θεός δια την προστασίαν, που παρέχει στους αγίους του. Ο Θεός του ισραηλιτικού λαού αυτός θα δώση δύναμιν εις ενίσχυσιν και σωτηρίαν του λαού του. Δοξασμένος ας είναι Κυριος ο Θεός. 36 Θαυμαστὸς εἶναι ὁ Θεὸς εἰς τὰς προστασίας, τὰς ὁποίας παρέχει εἰς τοὺς ἁγίους του, τοὺς εἰς αὐτὸν ἀφωσιωμένους. Ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ, αὐτὸς θὰ δώσῃ δύναμιν καὶ κράτος ὑπεροχῆς ἀκατάβλητον εἰς τὸν λαὸν αὐτοῦ. Δεδοξασμένος ἔσο, ὦ Θεέ!