Πέμπτη, 28 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:17
Δύση: 18:45
Σελ. 19 ημ.
88-278
16ος χρόνος, 5885η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΨΑΛΜΟΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 138 (ΡΛΗ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Εἰς τὸ τέλος· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.
1 (Μασ. 139) ΚΥΡΙΕ, ἐδοκίμασάς με, καὶ ἔγνως με· 1 (Μασ. 139) Κυριε, με εδοκίμασες, με εγνώρισες και έμαθες ποιός είμαι. 1 Κύριε, μὲ ἐδοκίμασας καὶ κατεμέτρησας τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου καὶ ἐγνώρισας τί εἶμαι,
2 σὺ ἔγνως τὴν καθέδραν μου καὶ τὴν ἔγερσίν μου, σὺ συνῆκας τοὺς διαλογισμούς μου ἀπὸ μακρόθεν· 2 Συ με εγνωρισες καλά και όταν αναπαύωμαι και όταν εγείρωμαι. Ολη η πορεία της ζωής μου κατά την ημέραν και κατά την νύκτα σου είναι γνωστή. Συ κατανοείς καλώς τους διαλογισμούς μου από μακράν, πριν ακόμη συλληφθούν εις την διάνοιάν μου. 2 σὺ μὲ ἐγνώρισας καλὰ καὶ ὅταν κάθημαι καὶ ὅταν ἐγείρωμαι, εἰξεύρεις καλὰ ὅλας τὰς κινήσεις μου καὶ ὁλόκληρον τὸν βίον μου. Σὺ κατανοεῖς τοὺς διαλογισμούς μου ἀπὸ μακρὰν καὶ πολὺ πρὶν οὖτοι συλληφθοῦν εἰς τὸν νοῦν μου.
3 τὴν τρίβον μου καὶ τὴν σχοῖνόν μου ἐξιχνίασας καὶ πάσας τὰς ὁδούς μου προεῖδες, 3 Ολόκληρον τον δρόμον της ζωής μου, όσον διήνυσα μέχρι σήμερα και όσος υπολείπεται ακόμη συ τον γνωρίζεις μέχρι και των παραμικροτέρων λεπτομερειών. Ολας τας πορείας μου εκ των προτέρων γνωρίζεις, Κυριε. 3 Τὸν δρόμον μου καὶ πᾶσαν τὴν ἔκτασιν καὶ τὸ μέτρον τῆς ζωῆς μου, σὺ τὰ παρηκολούθησες καὶ τὰ ἐγνώρισες ἐπακριβῶς, τὸν δημόσιον καὶ τὸν ἰδιωτικόν μου βίον καὶ ὅλας τὰς ὁδούς μου, πᾶσαν ἐν γένει τὴν φανερὰν καὶ μυστικὴν διαγωγήν μου προεῖδες.
4 ὅτι οὐκ ἔστι δόλος ἐν γλώσσῃ μου. 4 Και γνωρίζεις, ότι δεν υπάρχει δολιότης εις την γλώσσαν μου. 4 Ἐγνώρισες ὅτι δὲν ὑπάρχει δόλος εἰς τὴν γλῶσσάν μου, ἀλλὰ λαλεῖ αὕτη ὅ,τι ἔχω καὶ εἰς τὴν καρδίαν μου.
5 ἰδού, Κύριε, σὺ ἔγνως πάντα, τὰ ἔσχατα καὶ τὰ ἀρχαῖα· σὺ ἔπλασάς με καὶ ἔθηκας ἐπ᾿ ἐμὲ τὴν χεῖρά σου. 5 Ιδού, Κυριε, συ ως παντογνώστης εγνώρισες όλα, τα πρόσφατα και τα αρχαία. Συ με επλασες και με έθεσες κάτω από το προστατευτικόν σου χέρι. 5 Ἰδού, Κύριε, σὺ ἐγνώρισας ὅλα, τὰ πρόσφατα καὶ τὰ παλαιὰ ἐγνώρισας καὶ τὰ τῆς γεροντικῆς μου ἡλικίας καὶ τὰ τῆς νεανικῆς· σὺ μὲ ἔπλασας καὶ ἔθεσας τὴν προνοητικὴν καὶ ἐξουσιαστικήν σου χεῖρα ἐπ' ἐμοῦ.
6 ἐθαυμαστώθη ἡ γνῶσίς σου ἐξ ἐμοῦ· ἐκραταιώθη, οὐ μὴ δύνωμαι πρὸς αὐτήν. 6 Γεμάτος θαυμασμόν μένω εμπρός εις την ακριβεστάτην γνώσιν, την οποίαν έχεις περί εμού. Είναι άφθαστος και ασύγκριτος, αδύνατον να την συλλάβω με τας ασθενείς διανοητικάς δυνάμεις μου. 6 Μοῦ κινεῖ τὸν θαυμασμὸν ἡ γνῶσις, τὴν ὁποίαν περὶ ἐμοῦ ἔχεις· εἶναι κραταιὰ καὶ ἀσυγκρίτως ἰσχυροτέρα τῶν ἀσθενῶν διανοητικῶν μου δυνάμεων· δὲν δύναμαι νὰ τὴν συλλάβω. Συντρίβομαι πρὸ αὐτῆς.
7 ποῦ πορευθῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματός σου καὶ ἀπὸ τοῦ προσώπου σου ποῦ φύγω; 7 Που είναι δυνατόν να πορευθώ, ώστε να είμαι μακράν από το Πνεύμά σου; Και που να καταφύγω, ώστε να μη ευρίσκωμαι κάτω από το ιδικόν σου βλέμμα; 7 Ποῦ νὰ ὑπάγω, ὥστε νὰ εἶμαι μακρὰν ἀπὸ τὸ πνεῦμά σου, καὶ ποῦ νὰ φύγω ὥστε νὰ μὴ παρακολουθοῦμαι ἀπὸ τὸ πρόσωπόν σου;
8 ἐὰν ἀναβῶ εἰς τὸν οὐρανόν, σὺ ἐκεῖ εἶ, ἐὰν καταβῶ εἰς τὸν ᾅδην, πάρει· 8 Εάν αναβώ στον ουρανόν, συ υπάρχεις εκεί. Εάν καταβώ στον άδην, συ παρευρίσκεσαι εκεί. 8 Ἐὰν ἀναβῶ εἰς τὸν οὐρανόν, σὺ εἶσαι ἐκεῖ· ἐὰν ἀποθάνω καὶ καταβῶ εἰς τὸν Ἅδην, ἡ παρουσία σου καὶ ἐκεῖ ἐκτείνεται.
9 ἐὰν ἀναλάβοιμι τὰς πτέρυγάς μου κατ᾿ ὄρθρον καὶ κατασκηνώσω εἰς τὰ ἔσχατα τῆς θαλάσσης, 9 Εάν αποκτήσω πτέρυγας και κατά τα χαράματα με αυτάς πετάξω πριν ανατείλη ο ήλιος, και κατασκηνώσω εις τα άκρα της ξηράς και της θαλάσσης, εκεί όπου δύει ο ήλιος, εκεί συ υπάρχεις. 9 Ἐὰν ἤθελον γίνει πτερωτὸς καὶ ἔπαιρνα ἐπάνω μου ἰδικά μου πτερὰ ἐκεῖ, ὅπου ἀνατέλλει κατὰ τὰ βαθειὰ ἐξημερώματα ὁ ἥλιος (Κατὰ τὸ ἑβραϊκόν: Ἐὰν ἀναλάβω τὰς πτέρυγας τοῦ ὄρθρου = Ἐὰν μὲ φωτὸς ταχύτητα), καὶ κατασκηνώσω εἰς τὰς ἐσχατιὰς τῆς θαλάσσης ὅπου γίνεται ἡ δύσις, καὶ πετάξω λοιπὸν ἀπὸ τὴν ἀνατολὴν ἕως τὴν δύσιν,
10 καὶ γὰρ ἐκεῖ ἡ χείρ σου ὁδηγήσει με, καὶ καθέξει με ἡ δεξιά σου. 10 Και το στοργικό σου χέρι θα με καθοδηγήση και η παντοδύναμος δεξιά σου θα με κρατήση και θα με υποστηρίξη. 10 ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ ἡ χείρ σου θὰ μὲ ὁδηγήσῃ καὶ θὰ μὲ κρατῇ σφιγκτὰ ἡ δεξιά σου.
11 καὶ εἶπα· ἄρα σκότος καταπατήσει με, καὶ νὺξ φωτισμὸς ἐν τῇ τρυφῇ μου· 11 Εάν είπω· ας έλθη λοιπόν σκοτάδι να με περιβάλη από όλα τα σημεία και να με σκεπάση και η σκοτεινή νυξ ας υποκαταστήση τον φωτισμόν της ημέρας, ώστε να διέρχωμαι αθέατος εν τρυφή τας ώρας της ζωής μου, θα πλανηθώ. 11 Καὶ ἐὰν καθ’ ὑπόθεσιν εἴπω· ἂς ἔλθῃ λοιπὸν τὸ σκότος νὰ μὲ καταπατήσῃ καὶ νὰ μὲ σκεπάσῃ, καὶ ἡ νὺξ ἂς καταλάβῃ θέσιν φωτὸς καὶ τὸ σκότος της ἂς μείνῃ ἀντὶ φωτισμοῦ κατὰ τὴν ἐντρύφησίν μου, ὥστε ὑπὸ τὰ σκότη νὰ τρυφήσω ἀθέατος.
12 ὅτι σκότος οὐ σκοτισθήσεται ἀπὸ σοῦ, καὶ νὺξ ὡς ἡμέρα φωτισθήσεται· ὡς τὸ σκότος αὐτῆς, οὕτως καὶ τὸ φῶς αὐτῆς. 12 Διότι το σκότος δεν είναι δια σε σκοτάδι, και η νύκτα είναι ενώπιόν σου φωτισμένη, όπως η ημέρα. Το σκότος της νυκτός είναι όπως το φως της ημέρας. Ολα ολόφωτα και καθαρά είναι ενώπιόν σου. 12 Πόσον θὰ πλανηθῶ! Διότι τὸ σκότος δὲν θὰ σκοτισθῇ καὶ δὲν θὰ μείνῃ ἀθέατον καὶ ἀφώτιστον ἀπὸ σέ, καὶ ἡ νὺξ τῆς τρυφῆς καὶ τῶν ὀργίων μου θὰ εἶναι φωτισμένη ἐνώπιόν σου ὡς ἡμέρα. Ὅπως εἶναι τὸ σκότος τῆς νυκτός, οὕτως εἶναι καὶ τὸ φῶς τῆς ἡμέρας. Διότι καὶ τὸ σκότος τῆς νυκτὸς εἶναι φανερὸν ἐνώπιόν σου, ὡς νὰ φωτίζεται λαμπρῶς ὑπὸ φωτός.
13 ὅτι σὺ ἐκτήσω τοὺς νεφρούς μου, Κύριε, ἀντελάβου μου ἐκ γαστρὸς μητρός μου. 13 Διότι συ, Κυριε, έχεις ως κτήμά σου και γνωρίζεις πολύ καλά τους νεφρούς μου, όλον δηλαδή τον εσωτερικόν μου κόσμον. Συ με ανέλαβες υπό την προστασίαν σου από τότε, που ήμην έμβρυον εις την κοιλίαν της μητρός μου. 13 Διότι σύ, Κύριε, ἐδημιούργησας καὶ γνωρίζεις ὡς κτῆμα σου τοὺς νεφρούς μου, τὸ ἐσωτερικὸν τοῦτο κέντρον τῶν ἐπιθυμιῶν καὶ συναισθημάτων μου. Κύριε, μὲ ἀνέλαβες ὑπὸ τὴν προστασίαν σου ἀφ’ ὅτου ἀκόμη ἤμην εἰς τὴν κοιλίαν τῆς μητρός μου.
14 ἐξομολογήσομαί σοι, ὅτι φοβερῶς ἐθαυμαστώθης· θαυμάσια τὰ ἔργα σου, καὶ ἡ ψυχή μου γινώσκει σφόδρα. 14 Θα σε δοξολογώ, λοιπόν, με ευγνωμοσύνην, διότι και εις αυτό το σημείον εδείχθης αξιοθαύμαστος, ώστε να προκαλής κατάπληξιν και φόβον. Θαυμαστά είναι τα έργα σου, Κυριε, και εγώ τα γνωρίζω καλά, πάρα πολύ καλά από προσωπικήν μου πείραν. 14 Θὰ σὲ δοξολογήσω καὶ θὰ σὲ εὐχαριστήσω εὐγνωμόνως, διότι ἐδείχθης θαυμαστὸς μέχρι σημείου προκαλοῦντος κατάπληξιν καὶ φόβον. Θαυμάσια τὰ ἔργα σου καὶ ἡ ψυχή μου γνωρίζει τοῦτο πολὺ καλὰ ἐξ ἰδίας πείρας.
15 οὐκ ἐκρύβη τὸ ὀστοῦν μου ἀπὸ σοῦ, ὃ ἐποίησας ἐν κρυφῇ, καὶ ἡ ὑπόστασίς μου ἐν τοῖς κατωτάτοις τῆς γῆς· 15 Δεν έμεινε κρυπτός και άγνωστος εις σε ο σχηματισμός των οστέων μου, τα οποία διεμορφώνοντο αφανώς εις την κοιλίαν της μητρός μου. Δεν έμεινεν άγνωστος και αφανής εις σε η αρχική μου υπόστασις, όταν εν τη κοιλία της μητρός μου, ως εις τα κατώτατα της γης διεμορφώνετο. 15 Δὲν ἐκρύβη ἀπὸ σὲ ὁ ὀστέϊνος σκελετός μου, ὅταν ἤρχισε νὰ διαμορφοῦται ἐν τῇ κοιλίᾳ τῆς μητρός μου καὶ τὸν ὁποῖον ἐποίησας ἀφανῶς, μακρὰν ἀπὸ κάθε ἀνθρώπινον ὀφθαλμόν. Οὔτε ὑπῆρξεν ἀφανὴς εἰς σὲ ἡ πρώτη σύστασις καὶ ὑπόστασίς μου, ὅταν ἐγκυμονεῖτο ἐν τῷ σκότει τῆς μητρικῆς κοιλίας ὡς εἰς τὰ κατώτατα τῆς γῆς θαμμένη καὶ ἀποκεκρυμμένη.
16 τὸ ἀκατέργαστόν μου εἶδον οἱ ὀφθαλμοί σου, καὶ ἐπὶ τὸ βιβλίον σου πάντες γραφήσονται· ἡμέρας πλασθήσονται καὶ οὐθεὶς ἐν αὐτοῖς. 16 Το άπλαστον και αδιαμόρφωτον εις την κοιλίαν της μητρός μου έμβρυον, το είδαν οι οφθαλμοί σου και στο βιβλίον σου είναι γραμμένοι όλοι οι άνθρωποι. Υπό το ιδικόν σου βλέμμα θα διαπλασθούν ημέραν με την ημέραν ως έμβρυα και θα μεγαλώσουν, και ούτε ένας από αυτούς δεν θα αγνοηθή από σέ. 16 Τὴν ἀκατέργαστον καὶ ἀδιαμόρφωτον ἐν τῇ κοιλίᾳ τῆς μητρός μου οὐσίαν μου καὶ τί θὰ ἀπέβαινον ἀπὸ τῆς ἀσχηματίστου ἐκείνης καταστάσεώς μου, τὸ εἶδόν οἱ ὀφθαλμοί σου καὶ τὸ προεγνώρισας λεπτομερῶς, καὶ εἰς τὸ βιβλίον σου εἶναι ὅλοι γραμμένοι προτοῦ νὰ γεννηθοῦν· θὰ πλασθοῦν οὗτοι καὶ θὰ αὐξηθοῦν βαθμηδόν, ἡμέραν μὲ τὴν ἡμέραν, ὅταν θὰ ἴδουν τὸ φῶς αὐτῆς, ἀλλὰ σὺ γνωρίζεις τούτους πλήρως προτοῦ νὰ ὑπάρξῃ εἰς τὴν ζωὴν κανεὶς ἐξ αὐτῶν.
17 ἐμοὶ δὲ λίαν ἐτιμήθησαν οἱ φίλοι σου, ὁ Θεός, λίαν ἐκραταιώθησαν αἱ ἀρχαὶ αὐτῶν· 17 Πολύτιμοι μου είναι οι φίλοι σου, ω Θεέ. Η αρχή και η πορεία της ζωής των και εν γένει η δύναμίς των, κάτω από το προστατευτικό σου χέρι, υπήρξαν εξόχως ισχυραί και σταθεροί. 17 Ἀπὸ ἐμὲ δὲ μεγάλως ἐτιμήθησαν οἱ φίλοι σου, ὦ Θεέ, καὶ αἱ ἀρχαὶ τῆς καταβολῆς καὶ τῆς ὑπάρξεώς των καὶ ἐν γένει ἡ δύναμις καὶ ἐπιρροή των ὑπὸ τὴν χεῖρα τῆς προστασίας σου ὑπῆρξαν ἐξόχως δυναταὶ καὶ ἀδιάσειστοι. (Κατὰ τὸ ἑβραϊκόν:17 Πόσον αἱ βουλαί σου ἐξετιμήθησαν παρ’ ἐμοῦ! Πόσον τὸ σύνολον αὐτῶν εἶναι μέγα καὶ ἀναρίθμητον!18 Ἐὰν ἀποπειραθῶ νὰ τὰς ἀριθμήσω, ὑπερβαίνουν τὴν ἄμμον τῆς θαλάσσης).
18 ἐξαριθμήσομαι αὐτούς, καὶ ὑπὲρ ἄμμον πληθυνθήσονται· ἐξηγέρθην καὶ ἔτι εἰμὶ μετὰ σοῦ. 18 Προσπαθώ να τους καταμετρήσω, αλλά έχουν πληθυνθή και αυξηθή περισσότερον από την άμμον. Κοιμάμαι με τας ιεράς αυτάς σκέψεις των θαυμασίων σου. Σηκώνομαι το πρωϊ και πάλιν είμαι μαζή σου, έχων εις σε νουν και καρδίαν εστραμμένα. 18 Προσπαθῶ νὰ τοὺς μετρήσω, ἀλλ’ ἔχουν πληθυνθῇ περισσότερον ἀπὸ τὴν ἄμμον. Κατακλίνομαι καὶ κοιμῶμαι κατὰ τὴν νύκτα ἀπερροφημένος ἀπὸ τὴν μελέτην τῶν θαυμαστῶν ποιημάτων σου. Σηκώνομαι τὴν πρωΐαν καὶ ἀκόμη εἶμαι μαζί σου γεραίρων τὰ ἔργα σου.
19 ἐὰν ἀποκτείνῃς ἁμαρτωλούς, ὁ Θεός, ἄνδρες αἱμάτων, ἐκκλίνατε ἀπ᾿ ἐμοῦ, 19 Εάν εθανάτωνες τους ασεβείς και αμετανοήτους αμαρτωλούς, έργον δικαιοσύνης θα έπραττες, Κυριε. Ανδρες ασεβείς, άνδρες αιμοβόροι, απομακρυνθήτε και φύγετε από κοντά μου. 19 Ἐὰν παρέδιδες εἰς θάνατον τοὺς ἁμαρτωλούς, ὦ Θεέ, ὁποῖον δίκαιον ἔργον θὰ ἐπετέλεις! Ἄνθρωποι αἱμοβόροι καὶ αἰμοδιψεῖς, φύγετε μακρὰν ἀπὸ ἐμέ.
20 ὅτι ἐρισταί ἐστε εἰς διαλογισμούς· λήψονται εἰς ματαιότητα τὰς πόλεις σου. 20 Διότι είσθε εριστικοί και πάντοτε σκέπτεσθε φιλονεικίας και μάχας. Ματαίως θα καταλάβουν τας ιδικάς σου πόλεις, Κυριε, διότι από αυτάς θα εκδιωχθούν με την ιδικήν σου δύναμιν. 20 Διότι διαρκῶς εἶσθε φιλόνεικοι καὶ διαλογίζεσθε ἔριδας καὶ μάχας· ματαίως θὰ καταλάβουν τὰς πόλεις, αἱ ὁποῖαι σὲ ἀναγνωρίζουν κυριάρχην των, διότι πολὺ ταχέως θὰ ἐκδιωχθοῦν ἐξ αὐτῶν.
21 οὐχὶ τοὺς μισοῦντάς σε, Κύριε, ἐμίσησα καὶ ἐπὶ τοὺς ἐχθρούς σου ἐξετηκόμην; 21 Εγώ, Κυριε, δεν εμίσησα αυτούς τους ασεβείς, οι οποίοι σε μισούν και δεν έλυωσα ωσάν κερί εξ αιτίας της αηδίας και αποστροφής μου προς τους εχθρούς σου; 21 Δὲν ἐμίσησα, Κύριε, αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι σὲ μισοῦν, καὶ ἐκ τοῦ ζήλου μου δὲν ἐλυωσα ὡς κηρὸς λόγῳ τῆς πρὸς τοὺς ἐχθρούς σου ἀποστροφῆς μου;
22 τέλειον μῖσος ἐμίσουν αὐτούς, εἰς ἐχθροὺς ἐγένοντό μοι. 22 Με όλην μου την καρδιά και την ψυχήν τους εμίσησα και εκείνοι έγιναν εχθροί μου. 22 Τέλειον μῖσος ἐξ ὅλης τῆς καρδίας μου καὶ ἐξ ὅλης τῆς δυνάμεώς μου ἐμίσουν αὐτοὺς καὶ μετεβλήθησαν εἰς ἐχθρούς μου.
23 δοκίμασόν με, ὁ Θεός, καὶ γνῶθι τὴν καρδίαν μου, ἔτασόν με καὶ γνῶθι τὰς τρίβους μου. 23 Δοκίμασέ με, Κυριε, και μάθε καλά την καρδιά μου. Εξέτασε και μάθε τον τρόπον της ζωής μου. 23 Δοκίμασόν με καὶ ἐρεύνησόν με καλῶς, ὦ Θεέ μου, καὶ γνώρισε τὴν καρδίαν μου· ἐξέτασόν με καὶ γνώρισε τὰς ὁδοὺς καὶ τὸν τρόπον τῆς συμπεριφορᾶς καὶ πολιτείας μου.
24 καὶ ἴδε εἰ ὁδὸς ἀνομίας ἐν ἐμοί, καὶ ὁδήγησόν με ἐν ὁδῷ αἰωνίᾳ. 24 Και ίδε αν υπάρχη οδός παρανομίας εις εμέ. Εάν, δηλαδή, δεν έζησα, όπως συ θέλεις. Οδήγησέ με, Κυριε, μέχρι τέλους εις την οδόν της αιωνιότητας. 24 Καὶ ἴδε, ἐὰν ὑπάρχῃ ὁδὸς ἀνομίας εἰς ἐμὲ καὶ ἐὰν δὲν ἐπολιτεύθην ἐν ἀγαθῇ πάντοτε συνειδήσει. Καὶ ἀποβλέπων εἰς τὰς ἀγαθὰς προθέσεις μου ὁδήγησόν με εἰς τὴν ὁδόν, ἡ ὁποία θὰ μὲ φέρῃ εἰς τὴν αἰωνίαν ζωήν.