Δευτέρα, 02 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:24
Δύση: 17:07
Σελ. 2 ημ.
337-29
16ος χρόνος, 6134η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΨΑΛΜΟΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 88 (ΠΗ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Συνέσεως Αἰθὰμ τῷ ᾿Ισραηλίτῃ. 1 1
2 (Μασ. 89) ΤΑ ΕΛΕΗ σου, Κύριε, εἰς τὸν αἰῶνα ᾄσομαι, εἰς γενεὰν καὶ γενεὰν ἀπαγγελῶ τὴν ἀλήθειάν σου ἐν τῷ στόματί μου, 2 (Μασ. 89) Τα ελέη σου, Κυριε, θα υμνολογώ εγώ παντοτεινά· εις γενεάν και γενεάν θα διαλαλώ με το στόμα μου την αλήθειάν σου. 2 Τὰ ἐλέη σου, Κύριε, θὰ ψάλλω πάντοτε καὶ ἀπαύστως· εἰς τὸν αἰῶνα, διὰ μέσου ὅλων τῶν γενεῶν θὰ διακηρύττω καὶ θὰ ἀναγγέλλω μὲ τὸ στόμα μου τὴν πιστότητα καὶ φιλαλήθειάν σου, ἡ ὁποία διαλάμπει εἰς τὴν τήρησιν τῶν ὑποσχέσεών σου.
3 ὅτι εἶπας· εἰς τὸν αἰῶνα ἔλεος οἰκοδομηθήσεται· ἐν τοῖς οὐρανοῖς ἑτοιμασθήσεται ἡ ἀλήθειά σου· 3 Διότι συ είπες· το οικοδόμημα του ελέους μου θα ορθώνεται και συνεχώς θα ανοικοδομήται στους αιώνας των αιώνων. Εις τους αιωνίους και αδιασείστους ουρανούς εστηρίχθη και στερεώνεται η αλήθεια και η αξιοπιστία σου. 3 Διότι εἶπας· ὡς ἄλλο στερεὸν καὶ ὁλονὲν ὑψούμενον οἰκοδόμημα, οὕτω καὶ τὸ ἔλεός μου δι’ ἀλλεπαλλήλων χαρίτων διὰ μέσου τῶν γενεῶν θὰ αὐξάνῃ καὶ θὰ πλεονάζῃ, μέχρι πλήρους πραγματοποιήσεως τῶν ἐπαγγελιῶν μου· εἰς τοὺς οὐρανούς, οἵτινες εἶναι ἀδιάσειστοι καὶ αἰώνιοι, ἐστηρίχθη καὶ ἡδράσθη ἡ ἀλήθεια καὶ ὑη ἀξιοπιστία σου.
4 διεθέμην διαθήκην τοῖς ἐκλεκτοῖς μου, ὤμοσα Δαυΐδ τῷ δούλῳ μου· 4 Συ είπες· Εκαμα συμφωνίαν με τους εκλεκτούς ανθρώπους του λαού μου, έδωσα υπόσχεσίν με ορκον εις τον δούλον μου τον Δαυίδ και είπα· 4 Συνῆψα μὲ τὸν ἐκλεκτὸν λαόν μου συμφωνίαν καὶ διαθήκην· ἔδωκα ἔνορκον ὑπόσχεσιν εἰς τὸν δοῦλον μου Δαβὶδ καὶ τοῦ εἶπα·
5 ἕως τοῦ αἰῶνος ἑτοιμάσω τὸ σπέρμα σου καὶ οἰκοδομήσω εἰς γενεὰν καὶ γενεὰν τὸν θρόνον σου. (διάψαλμα). 5 μέχρι της συντελείας του αιώνος θα στερεώσω και θα ενισχύσω τους απογόνους σου. Ως στερεόν και ακλόνητον οικοδόμημα θα θεμελιώσω και θα ανεγείρω τον βασιλικόν σου θρόνον από γενεάς εις γενεάν. 5 Μέχρι συντελείας τοῦ αἰῶνος θὰ στερεώνω καὶ θὰ στηρίζω τοὺς ἀπογόνους σου καὶ θὰ θεμελιώσω ὡς οἰκοδόμημα λαμπρὸν καὶ ἀδιάσειστον εἰς ὅλας τὰς γενεᾶς τὸν βασιλικόν σου θρόνον.
6 ἐξομολογήσονται οἱ οὐρανοὶ τὰ θαυμάσιά σου, Κύριε, καὶ τὴν ἀλήθειάν σου ἐν ἐκκλησίᾳ ἁγίων. 6 Αι ουράνιαι αγγελικαί δυνάμεις θα ανυμνολογήσουν τα θαυμάσια έργα σου, Κυριε, και την αξιοπιστίαν των λόγων σου θα δοξολογήσουν εις την επουράνιον εκκλησίαν των αγγέλων και των αγίων σου. 6 Ἔχεις δὲ σὺ τὴν θέλησιν καὶ τὴν ἰσχὺν ὅπως ἐκτελέσῃς τὰ ὅσα ὑπεσχέθης. Αἱ ἐν οὐρανοῖς διαμένουσαι ἀγγελικαὶ δυνάμεις θὰ ἀνυμνήσουν τὰ θαυμάσιά σου, Κύριε· καὶ θὰ δοξολογήσουν τὴν ἀλήθειαν καὶ ἀξιοπιστίαν σου ἐν τῇ ἐπουρανίῳ Ἐκκλησίᾳ τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν ἁγίων σου.
7 ὅτι τίς ἐν νεφέλαις ἰσωθήσεται τῷ Κυρίῳ; καὶ τίς ὁμοιωθήσεται τῷ Κυρίῳ ἐν υἱοῖς Θεοῦ; 7 Διότι ποιός και από εκείνους, που υπάρχουν υπεράνω από τας νεφέλας στους ουρανούς, δύναται να εξισωθή και αντιπαραβληθή προς τον Κυριον; Η ποιός από τους αγγέλους του ουρανού η τους κατά χάριν υιούς του Θεού είναι δυνατόν να ομοιωθή προς τον Κυριον; 7 Διότι ποῖος εἰς τὰς νεφέλας καὶ εἰς τοῦ οὐρανοῦ τὰ ὑπερνέφελα ὕψη ἄγγελος ἢ ἀρχάγγελος θὰ ἐξισωθῇ ἢ θὰ τολμήσῃ νὰ παραβληθῇ πρὸς τὸν Κύριον; Ἢ ποῖος μεταξὺ τῶν ἐν οὐρανοῖς ἀγγέλων καὶ τῶν κατὰ χάριν υἱῶν τοῦ Θεοῦ θὰ ἐμφανίσῃ ἑαυτὸν ὅμοιον πρὸς τὸν Κύριον;
8 ὁ Θεὸς ἐνδοξαζόμενος ἐν βουλῇ ἁγίων, μέγας καὶ φοβερὸς ἐπὶ πάντας τοὺς περικύκλῳ αὐτοῦ. 8 Ο Θεός, αυτός δοξάζεται ακσπαπαύστως εν μέσω συγκεντρώσεων των αγίων αγγέλων του στους ουρανούς· είναι μέγας, θαυμαστός και φοβερός εις όλους εκείνους, οι οποίοι τον περικυκλώνουν. 8 Ὁ Θεός, ποὺ ἀνυμνεῖται καὶ δοξάζεται ἐν μέσῳ τοῦ ἐν οὐρανοῖς συμβουλίου τῶν ἁγίων ἀγγέλων, εἰς τοὺς ὁποίους ἀνακοινώνει τὰς θαυμαστὰς καὶ ἐνδόξους βουλάς του, εἶναι μέγας καὶ φοβερὸς εἰς ὅλους, ὅσοι ἵστανται πέριξ αὐτοῦ κυκλοῦντες τὸν θρόνον του.
9 Κύριε ὁ Θεὸς τῶν δυνάμεων, τίς ὅμοιός σοι; δυνατὸς εἶ, Κύριε, καὶ ἡ ἀλήθειά σου κύκλῳ σου. 9 Ω Κυριε και Θεέ των εν ουρανοίς αγγελικών δυνάμεων, ποιός είναι δυνατόν να συγκριθή προς σέ; Συ Κυριε, είσαι παντοδύναμος και η αλήθειά σου σε περιβάλλει και ακτινοβολείται γύρω σου. 9 Κύριε, ὁ Θεὸς τῶν ἐν οὐρανοῖς ἀγγελικῶν δυνάμεων, ποῖος εἶναι ὅμοιός σου; Κανείς. Εἶσαι, Κύριε, δυνατὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ἀξιοπιστία σου ἐκτείνεται τριγύρω σου, διότι πάντοτε ἀποδεικνύεσαι ἀληθὴς καὶ ἀξιόπιστος.
10 σὺ δεσπόζεις τοῦ κράτους τῆς θαλάσσης, τὸν δὲ σάλον τῶν κυμάτων αὐτῆς σὺ καταπραΰνεις. 10 Συ κυριαρχείς απολύτως εις την δύναμιν της θαλάσσης την δε αναταραχήν των κυμάτων της συ την καταπραΰνεις και την γαληνεύεις. 10 Σὺ κυριαρχεῖς ἀπολύτως ἐπὶ τῆς ἀδαμάστου δυνάμεως τῆς θαλάσσης, τὴν ταραχὴν δὲ τῶν κυμάτων τῆς σὺ καταπραΰνεις καὶ κατηρεμεῖς.
11 σὺ ἐταπείνωσας ὡς τραυματίαν ὑπερήφανον, ἐν τῷ βραχίονι τῆς δυνάμεώς σου διεσκόρπισας τοὺς ἐχθρούς σου. 11 Συ εταπείνωσες τον υπερήφανον Φαραώ ως τραυματίαν πολέμου, και με τον ακατανίκητον βραχίονά σου διεσκόρπισες τους εχθρούς σου εκεί, παρά την Ερυθράν Θαλασσαν. 11 Σὺ ἐν Αἰγύπτῳ κατέρριψας τεταπεινωμένον ὡς τραυματίαν, εἰς τὴν διάκρισιν τῶν ἀντιπάλων του κατακείμενον, τὸν ὑπερήφανον, καὶ μὲ τὸν πανίσχυρον βραχίονά σου διεσκόρπισας τοὺς ἐχθρούς σου.
12 σοί εἰσιν οἱ οὐρανοί, καὶ σή ἐστιν ἡ γῆ· τὴν οἰκουμένην καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς σὺ ἐθεμελίωσας. 12 Ιδικοί σου είναι οι ουρανοί, ιδική σου είναι η γη. Την οικουμένην και όλα, όσα γεμίζουν απ' άκρου εις άκρον την γην, συ εθεμελίωσες επί ασφαλών βάσεων. 12 Ἰδικοί σου εἶναι οἱ οὐρανοὶ καὶ ἰδική σου εἶναι ἡ γῆ· τὴν κατοικουμένην ἔκτασιν τῆς γῆς καὶ ὅλα μὲ ὅσα εἶναι γεμάτη, σὺ ἐπὶ θεμελίων ἀσφαλῶς τὰ ἔκτισας.
13 τὸν βορρᾶν καὶ τὴν θάλασσαν σὺ ἔκτισας, Θαβὼρ καὶ ῾Ερμὼν ἐν τῷ ὀνόματί σου ἀγαλλιάσονται. 13 Την προς βορράν έκτασιν και την Μεσόγειον Θαλασσαν συ εδημιούργησες. Το καταπράσινον Θαβώρ και το χιονισμένον Ερμών, όταν ακούουν το όνομά σου, σκιρτούν από αγαλλίασιν και δοξολογούν σέ, τον δημιουργόν των. 13 Τὸν Βορρᾶν καὶ τὴν κατὰ τὸν Νότον θάλασσαν, σὺ ἐδημιούργησας, τὸ καταπράσινον ἀπὸ φυτείας Θαβὼρ καὶ τὸ χιονοσκεπὲς Ἑρμὼν ἐπὶ τῷ ἀκούσματι τοῦ ὀνόματός σου ἀνασκιρτοῦν ἀγαλλόμενα καὶ σὲ ὡς ποιητὴν τῶν ἐπευφημοῦν.
14 σὸς ὁ βραχίων μετὰ δυναστείας· κραταιωθήτω ἡ χείρ σου, ὑψωθήτω ἡ δεξιά σου. 14 Ο ιδικός σου βραχίων ενεργεί με ακατανίκητον δύναμιν. Ας είναι λοιπόν πάντοτε πανίσχυρος η χείρ σου, δια να υπερασπίζη τους δικαίους και παρέχη τας ευλογίας σου. Ας μεγαλύνεται αυτή με τα θαυμαστά της έργα. 14 Ἰδικός σου εἶναι ὁ βραχίων ὁ μετὰ δυνάμεως ἀκατανικήτου καὶ ἀπεριορίστου κινούμενος καὶ ἐνεργῶν. Ἂς ἐπιτελῇ πάντοτε τὰ κραταιά της ἔργα ἡ ἀήττητος χείρ σου· ἂς μεγαλύνεται πάντοτε ἡ ὑψηλὴ καὶ ἔνδοξος δεξιά σου.
15 δικαιοσύνη καὶ κρίμα ἑτοιμασία τοῦ θρόνου σου, ἔλεος καὶ ἀλήθεια προπορεύσονται πρὸ προσώπου σου. 15 Η δικαιοσύνη σου και αι ορθαί και δίκαιαι πάντοτε αποφάσεις σου αναδεικνύουν ένδοξον τον θρόνον σου. Η δε ευσπλαγχνία σου και η αλήθειά σου εις τα λόγια σου, εις τας αποφάσεις σου, εις τας υποσχέσεις σου, ως άλλοι άγγελοι, προπορεύονται ενώπιόν σου, δια να εξαγγέλλουν το μεγαλείον σου. 15 Ἡ δικαιοσύνη καὶ αἱ εὐθεῖαι ἀποφάσεις, τὰς ὁποίας αὕτη ἐκφέρει καὶ πραγματοποιεῖ, εἶναι τὰ θεμέλια τοῦ θρόνου σου, τὸ ἔλεος καὶ ἡ ἀξιοπιστία εἰς τὰς ὑποσχέσεις σου εἶναι πρόδρομοι τῆς παρουσίας σου καὶ ὡς ἄλλοι ἄγγελοι προπορεύονται πρὸ τοῦ προσώπου σου καλοῦντα τὰ ἔθνη εἰς ὑποδοχὴν καὶ προσκύνησίν σου.
16 μακάριος ὁ λαὸς ὁ γινώσκων ἀλαλαγμόν· Κύριε, ἐν τῷ φωτὶ τοῦ προσώπου σου πορεύσονται 16 Ευτυχής και ευλογημένος είναι ο λαός εκείνος, που έμαθε με αλαλαγμούς να δοξολογή τον Κυριον κατά τας εορτάς. Κυριε, με το φως της ιδικής σου παρουσίας θα πορεύωνται τον ορθόν δρόμον οι άνθρωποι αυτοί. 16 Μακάριος ὁ λαός, ὁ ὁποῖος γνωρίζει μετ’ εὐγνώμονος ἐνθουσιασμοῦ νὰ ἀνευφημῇ καὶ νὰ ἀνυψώνῃ πρὸς δόξαν τοῦ Κυρίου εἰς τὰς πρὸς λατρείαν του συνάξεις τὴν φωνήν του· Κύριε, μὲ τὸ φῶς τῆς ἀληθείας καὶ τοῦ ἐλέους, τὸ ὁποῖον ἐκπέμπεται ἀπὸ τὸ πρόσωπόν σου, ὁ λαὸς αὐτὸς θὰ σταδιοδρομῇ.
17 καὶ ἐν τῷ ὀνόματί σου ἀγαλλιάσονται ὅλην τὴν ἡμέραν καὶ ἐν τῇ δικαιοσύνῃ σου ὑψωθήσονται. 17 Με την πίστιν και την ελπίδα στο πάντιμον και σεβαστόν Ονομά σου θα χαίρουν και θα αγάλλωνται όλας τας ημέρας της ζωής των, και με την ιδικήν σου προστατευτικήν δικαιοσύνην θα υψωθούν και θα δοξασθούν. 17 Καὶ μὲ τὴν ἐλπίδα καὶ πεποίθησίν του εἰς τὸ ὄνομά σου διαρκῶς καὶ κατὰ πᾶσαν ἡμέραν θὰ χαίρῃ καὶ θὰ ἀγάλλεται, καὶ διὰ τῆς δικαιοσύνης σου ἡ ὁποία θὰ τὸν προστατεύῃ, ἀλλὰ καὶ θὰ βασιλεύῃ ἐν αὐτῷ, θὰ ὑψωθῇ καὶ θὰ δοξασθῇ.
18 ὅτι καύχημα τῆς δυνάμεως αὐτῶν σὺ εἶ, καὶ ἐν τῇ εὐδοκίᾳ σου ὑψωθήσεται τὸ κέρας ἡμῶν. 18 Διότι συ είσαι το καύχημα της δυνάμεώς των και με την ιδικήν σου ευμένειαν και προστασίαν θα αναδειχθή ένδοξος η παράταξις μας. 18 Διότι σὺ τοὺς δίδεις τὴν δύναμιν καὶ ἰσχύν, καὶ χάρις εἰς τὴν προστασίαν σου καυχῶνται διὰ τὰς νίκας των, καὶ ἕνεκα τῆς πρὸς ἡμᾶς εὐνοίας καὶ εὐαρεσκείας σου, θὰ ὑψωθῇ καὶ θὰ δοξασθῇ τὸ κέρας τῆς δυνάμεώς μας.
19 ὅτι τοῦ Κυρίου ἡ ἀντίληψις καὶ τοῦ ἁγίου ᾿Ισραὴλ βασιλέως ἡμῶν. 19 Ο Κυριος είναι ο προστάτης και σωτήρ εις τας δυσκόλους περιστάσεις της ζωής μας. Αυτός, ο άγιος Θεός του ισραηλιτικού λαού, ο βασιλεύς μας. 19 Διότι τοῦ Κυρίου δῶρον εἶναι ἡ ἐν τοθις κινδύνοις προστασία μας καὶ ὑποστήριξίς μας, καὶ ἀπὸ τὸν ἅγιον τοῦ Ἰσραὴλ προστάτην, ὁ ὁποῖος εἶναι καὶ αἰώνιος βασιλεύς μας, μᾶς παρέχεται αὕτη.
20 τότε ἐλάλησας ἐν ὁράσει τοῖς υἱοῖς σου καὶ εἶπας· ἐθέμην βοήθειαν ἐπὶ δυνατόν, ὕψωσα ἐκλεκτὸν ἐκ τοῦ λαοῦ μου· 20 Εις τον κατάλληλον τότε και ωρισμένον χρόνον με οράματα συ απεκάλυψες το θέλημά σου στους υιούς σου, τους προφήτας, και είπες· Εδωσα την βοήθειάν μου εις ένα άνθρωπον, τον ανέδειξα ισχυρόν, τον ύψωσα ως τον εκλεκτόν μου μεταξύ του λαού, 20 Τότε, ὅτε ἦλθεν ὁ ὡρισμένος καὶ κατάλληλος χρόνος, ἐλάλησας διὰ θείου ὁράματος εἰς τοὺς υἱούς σου τοὺς προφήτας καὶ εἶπας· Ἔθεσα καὶ παρέσχον τὴν βοήθειάν μου εἰς ἄνθρωπον, τὸν ὁποῖον δι' αὐτῆς κατέστησα δυνατὸν ἐπὶ προστασίᾳ τοῦ λαοῦ μου· ὕψωσα αὐτὸν ποὺ ἐξέλεξα ἀπὸ τὸν λαόν μου καὶ κατέστησα αὐτὸν βασιλέα.
21 εὗρον Δαυΐδ τὸν δοῦλόν μου, ἐν ἐλέει ἁγίῳ μου ἔχρισα αὐτόν. 21 ευρήκα, δηλαδή, εκ μέσου του ισραηλιτικού λαού τον Δαυίδ, τον δούλον μου, και με άγιον έλαιον έχρισα αυτόν βασιλέα. 21 Εὖρον τὸν Δαβὶδ τὸν δοῦλον μου καὶ διὰ τοῦ ἁγίου μου ἐλαίου τὸν ἔχρισα βασιλέα.
22 ἡ γὰρ χείρ μου συναντιλήψεται αὐτῷ καὶ ὁ βραχίων μου κατισχύσει αὐτόν· 22 Η παντοδύναμος δεξιά μου θα βοηθή και θα προστατεύη αυτόν, και ο βραχίων της δυνάμεώς μου θα τον ενδυναμώνη πάντοτε. 22 Τὸν ὕψωσα, διότι ἡ ἀκαταγώνιστος χείρ μου θὰ εἶναι παντοτεινὸς συμβοηθός του, καὶ ὁ βραχίων μου θὰ τὸν ἐνδυναμώνῃ καὶ θὰ τὸν ἐνισχύῃ.
23 οὐκ ὠφελήσει ἐχθρὸς ἐν αὐτῷ, καὶ υἱὸς ἀνομίας οὐ προσθήσει τοῦ κακῶσαι αὐτόν. 23 Ο εχθρός του δεν έχει τίποτε να επιτύχη εις βάρος του, να ωφεληθή και κερδίση από αυτόν. Και κανείς κακοποιός ποτέ δεν θα κατορθώση και δεν θα επιχειρήση πάλιν να του κάμη κάτι κακόν. 23 Δὲν θὰ τὸν ἐκμεταλλευθῇ καὶ δὲν θὰ ἀποσπάσῃ ἀπὸ αὐτὸν ὠφελήματα καὶ φόρους ὁ ἐχθρός, καὶ ἄνομος ἄνθρωπος δὲν θὰ ἠμπορέσῃ νὰ τὸν κακοποιήσῃ.
24 καὶ συγκόψω ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ τοὺς ἐχθροὺς αὐτοῦ καὶ τοὺς μισοῦντας αὐτὸν τροπώσομαι. 24 Ενώπιόν του θα κατακόψω όλους τους εχθρούς του και εκείνους, οι οποίοι τον μισούν, θα τους κατατροπώσω, θα τους τρέψω πανικόβλητους εις φυγήν. 24 καὶ θὰ κατακόψω ἐνώπιόν του ὅλους μαζὶ τοὺς ἐχθρούς του, καὶ ἐκείνους ποὺ τὸν μισοῦν θὰ τοὺς τρέψω εἰς ἐπονείδιστον φυγήν.
25 καὶ ἡ ἀλήθειά μου καὶ τὸ ἔλεός μου μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἐν τῷ ὀνόματί μου ὑψωθήσεται τὸ κέρας αὐτοῦ. 25 Η αλήθειά μου και η ευσπλαγχνία μου θα είναι πάντοτε μαζή του. Δι' εμού θα εξυψωθή και θα δοξασθή η δύναμίς του. 25 Καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἀξιοπιστία μου ἐν τῇ τηρήσει τῶν πρὸς αὐτὸν ὑποσχέσεών μου, καὶ αἱ χάριτες τοῦ ἐλέους μου θὰ εἶναι μαζί του, καὶ διὰ τοῦ ὀνόματός μου θὰ ἐξυψωθῇ καὶ θὰ δοξασθῇ ἡ δύναμίς του.
26 καὶ θήσομαι ἐν θαλάσσῃ χεῖρα αὐτοῦ καὶ ἐν ποταμοῖς δεξιὰν αὐτοῦ. 26 Θα θεμελιώσω την κυριαρχίαν του μέχρι και της Μεσογείου Θαλάσσης και την δύναμιν της δεξιάς του μέχρι και των ποταμών Ευφράτου και Τιγρητος. 26 Καὶ θὰ ἐπιβάλω τὸ κράτος τῆς χειρός του μέχρι τῆς Μεσογείου θαλάσσης, καὶ τὴν κυριαρχίαν τῆς δεξιᾶς του μέχρις αὐτῶν τῶν ἐκροῶν τοῦ Εὐφράτου ποταμοῦ.
27 αὐτὸς ἐπικαλέσεταί με· πατήρ μου εἶ σύ, Θεός μου καὶ ἀντιλήπτωρ τῆς σωτηρίας μου· 27 Αυτός με πίστιν θα με επικαλεσθή και θα μου πη· Συ είσαι ο πατήρ μου, ο Θεός μου, ο προστάτης και σωτήρ μου. 27 Αὐτὸς θὰ μὲ ἐπικαλεσθῇ μετὰ πίστεως καὶ θὰ μοῦ εἴπῃ· εἶσαι σὺ Πατήρ μου, Θεός μου καὶ βοηθὸς ἐξασφαλίζων εἰς ἐμὲ τὴν σωτηρίαν.
28 κἀγὼ πρωτότοκον θήσομαι αὐτόν, ὑψηλὸν παρὰ τοῖς βασιλεῦσι τῆς γῆς. 28 Και εγώ, ως άλλον προνομιούχον πρωτότοκον υιόν μου, θα τον αναδείξω, θα τον κάμω ενδοξότατον μεταξύ όλων των βασιλέων της γης. 28 Καὶ ἐγὼ θὰ τὸν καταστήσω πρωτότοκον ἀπολαύοντα ἐξαιρετικὰ προνόμια καὶ θὰ τὸν ἀναδείξω ἐνδοξότατον καὶ μέγαν μεταξὺ τῶν βασιλέων τῆς γῆς.
29 εἰς τὸν αἰῶνα φυλάξω αὐτῷ τὸ ἔλεός μου, καὶ ἡ διαθήκη μου πιστὴ αὐτῷ· 29 Αιωνία θα είναι η προς αυτόν ευσπλαγχνία μου και η μετ' αυτού διαθήκη μου θα παραμένη πάντοτε αξιόπιστος και βεβαία εις όφελός του. 29 Παντοτεινὸν καὶ αἰώνιον θὰ τηρήσω δι’ αὐτὸν τὸ ἔλεός μου, καὶ ἡ μετ’ αὐτοῦ διαθήκη μου θὰ παραμένῃ ὑπὲρ αὐτοῦ ἀξιόπιστος καὶ ἀδιάψευστος.
30 καὶ θήσομαι εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος τὸ σπέρμα αὐτοῦ καὶ τὸν θρόνον αὐτοῦ ὡς τὰς ἡμέρας τοῦ οὐρανοῦ. 30 Θα αναδεικνύω πάντοτε τους απογόνους και διαδόχους του, ώστε ο βασιλικός του θρόνος να διαρκή όσον και ο ουρανός· να μείνη αιώνιος. 30 Καὶ θὰ καταστήσω αἰώνιον εἰς γενεᾶς γενεῶν τὸ σπέρμα καὶ τοὺς ἀπογόνούς του, οἱ ὁποῖοι οὕτω δὲν θὰ ἐκλείψουν ποτέ, καὶ τὸν θρόνον του θὰ τὸν διατηρήσω σὰν τὰς ἡμέρας τοῦ οὐρανοῦ, ὁ ὁποῖος δὲν γηράσκει ποτέ.
31 ἐὰν ἐγκαταλίπωσιν οἱ υἱοὶ αὐτοῦ τὸν νόμον μου καὶ τοῖς κρίμασί μου μὴ πορευθῶσιν, 31 Εάν όμως οι απόγονοί του εγκαταλείψουν τον Νομον μου και δεν ζήσουν σύμφωνα με τας εντολάς μου, 31 Ἐὰν δὲ οἱ ἀπόγονοί του ἐγκαταλίπουν τὸν νόμον μου καὶ ἐὰν δὲν πολιτευθοῦν σύμφωνα μὲ τὰ παραγγέλματα καὶ κρίματά μου,
32 ἐὰν τὰ δικαιώματά μου βεβηλώσωσι καὶ τὰς ἐντολάς μου μὴ φυλάξωσιν, 32 εάν βεβηλώσουν τα προστάγματά μου και δεν τηρήσουν τας εντολάς μου, 32 ἐὰν ποδοπατήσουν τὰ προστάγματα, τὰ ὁποῖα δικαιωματικῶς ἀξιῶ ἀπὸ τὰ πλάσματά μου νὰ τηροῦν, καὶ δὲν φυλάξουν τὰς ἐντολάς μου,
33 ἐπισκέψομαι ἐν ῥάβδῳ τὰς ἀνομίας αὐτῶν καὶ ἐν μάστιξι τὰς ἀδικίας αὐτῶν· 33 τότε εγώ θα τους επισκεφθώ με ράβδον τιμωρίας δια τας παρανομίας των και με μαστιγώσεις δια τας αδικίας, τας οποίας θα διαπράττουν. 33 τότε θὰ ἐπισκεφθῶ μὲ ράβδον παιδεύσεως τὰς ἀνομίας των καὶ μὲ τιμωρητικὰς μάστιγας τὰς ἀδικίας των.
34 τὸ δὲ ἔλεός μου οὐ μὴ διασκεδάσω ἀπ᾿ αὐτῶν, οὐδ᾿ οὐ μὴ ἀδικήσω ἐν τῇ ἀληθείᾳ μου, 34 Παρ' όλον τούτο όμως δεν θα απομακρύνω εγώ το έλεός μου από αυτούς, ούτε και θα αθετήσω τας υποσχέσεις, που τους έχω δώσει. 34 Δὲν θὰ ἀπομακρύνω ὅμως τὸ ἔλεός μου ἀπὸ αὐτούς, οὔτε θὰ διαπράξω ἀδίκημα κατὰ τῆς ἀληθείας μου καὶ ἀξιοπιστίας μου,
35 οὐδ᾿ οὐ μὴ βεβηλώσω τὴν διαθήκην μου καὶ τὰ ἐκπορευόμενα διὰ τῶν χειλέων μου οὐ μὴ ἀθετήσω. 35 Δεν θα καταπατήσω εγώ την ένορκον υπόσχεσίν μου και δεν θα αθετήσω τα λόγια, τα οποία εξήλθον από το στόμα μου. 35 οὔτε θὰ παραβιάσω τὴν διαθήκην μου βεβηλώνων τοὺς ὄρους αὐτῆς, καὶ τὰ λόγια ποὺ ἐξέρχονται ἀπὸ τὰ χείλη μου δὲν θὰ τὰ ἀθετήσω.
36 ἅπαξ ὤμοσα ἐν τῷ ἁγίῳ μου, εἰ τῷ Δαυΐδ ψεύσομαι· 36 Μια φορά ωρκίσθην εις την αγιότητά μου· δεν θα ψευσθώ, λοιπόν, προς τον Δαυίδ σχετικώς με τας υποσχέσεις μου. 36 Ἅπαξ διὰ παντὸς ὡρκίσθην ἐπὶ τῆς ἁγιωσύνης μου καὶ ἐπὶ τῆς ἀποστρεφομένης τὸ ψεῦδος φύσεώς μου, κατ’ οὐδένα λόγον δὲν θὰ ψευσθῶ εἰς τὸν Δαβὶδ καὶ δὲν θὰ ἀπατήσω αὐτὸν μὴ τηρῶν τὰς πρὸς αὐτὸν ὑποσχέσεις μου.
37 τὸ σπέρμα αὐτοῦ εἰς τὸν αἰῶνα μενεῖ καὶ ὁ θρόνος αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος ἐναντίον μου 37 Οι απόγονοι και διάδοχοι του θρόνου του θα υπάρχουν πάντοτε και ο βασιλικός του θρόνος θα παραμένη ενώπιόν μου όπως ο φωτεινός ήλιος, 37 Οἱ ἀπόγονοί του θὰ παραμείνουν αἰωνίως, καὶ δὲν θὰ σβήσῃ τὸ ὄνομά του καὶ ἡ γενεά του ποτὲ καὶ ὁ βασιλικός του θρόνος θὰ εἶναι ἔνδοξος καὶ διαρκὴς ἐνώπιόν μου, λαμπρὸς καὶ ἀδιάσειστος, ὅπως ὁ ἥλιος,
38 καὶ ὡς ἡ σελήνη κατηρτισμένη εἰς τὸν αἰῶνα· καὶ ὁ μάρτυς ἐν οὐρανῷ πιστός. (διάψαλμα). 38 και όπως η σελήνη, η οποία έχει δημιουργηθή δια να υπάρχη αιωνίως. Ο μάρτυς δε ο αξιόπιστος και φιλαλήθης είμαι εγώ, ο οποίος κατοικώ στον ουρανόν. 38 καὶ ὅπως ἡ σελήνη ποὺ ἔχει δημιουργηθῇ, διὰ να παραμένῃ φωτίζουσα αἰωνίως. Καὶ ὁ μάρτυς ὁ ἀξιόπιστος καὶ φιλαλήθης, ὁ ἐν τῷ οὐρανῷ διαμένων εἶμαι ἐγώ.
39 σὺ δὲ ἀπώσω καὶ ἐξουδένωσας, ἀνεβάλου τὸν χριστόν σου· 39 Συ όμως, Κυριε, που τόσας και τόσας υποσχέσεις έδωκες δια τον Δαυίδ, απώθησες, εξηυτέλισες, και απέβαλες και δεν θέλεις να ίδης τον καταγόμενον από τον Δαυίδ χρισμένον βασιλέα του Ισραήλ τον Ροβοάμ. 39 Σὺ ὅμως, ποὺ τόσας καὶ τέτοιας ὑποσχέσεις ἔδωκας διὰ τὸν Δαβίδ, ἀπωθήσας καὶ ἐξεμηδενίσας, ἀπέβαλες καὶ δὲν θέλεις νὰ ἴδῃς τὸν ἀπὸ τοῦ Δαβὶδ καταγόμενον κεχρισμένον βασιλέα Ροβοάμ.
40 κατέστρεψας τὴν διαθήκην τοῦ δούλου σου, ἐβεβήλωσας εἰς τὴν γῆν τὸ ἁγίασμα αὐτοῦ. 40 Ηκύρωσες και κατέλυσες την διαθήκην σου προς τον δούλόν σου Δαυίδ και παρεχώρησες να βεβηλωθή και ποδοπατηθή εις την γην το ιερόν του βασιλέως μας στέμμα και ανάκτορον. 40 Ἠθέτησες καὶ κατήργησες τὴν μετὰ τοῦ δούλου σου συναφθεῖσαν διαθήκην, ἐπέτρεψας νὰ ποδοπατηθῇ εἰς τὴν γῆν καὶ νὰ βεβηλωθῇ τὸ στέμμα, τὸ ὁποῖον ἐφόρει ὡς χρισμένος καὶ ἠγιασμένος ἀπὸ σέ.
41 καθεῖλες πάντας τοὺς φραγμοὺς αὐτοῦ, ἔθου τὰ ὀχυρώματα αὐτοῦ δειλίαν· 41 Εκρήμνισες και μετέβαλες εις ερείπια τα τείχη της πόλεώς του. Τα οχυρωματικά του έργα τα έκαμες ασθενή και μηδαμινά, ώστε να φέρουν δειλίαν στους στρατιώτας. 41 Κατέρριψας εἰς ἐρείπια ὅλα τὰ τείχη αὐτοῦ, μετέβαλες τὰ ὀχυρώματά του εἰς τόπους ἐμπνέοντας δειλίαν καὶ ἀπεστέρησας οὕτως αὐτὸν πάσης ἀσφαλείας.
42 διήρπασαν αὐτὸν πάντες οἱ διοδεύοντες ὁδόν, ἐγενήθη ὄνειδος τοῖς γείτοσιν αὐτοῦ. 42 Ελεηλάτησαν και λεηλατούν την χώραν του όλοι οι διαβάται και ο λαός σου έγινεν εμπαιγμός και περίγελως εις τα γειτονικά ειδωλολατρικά έθνη. 42 Διήρπαζον αὐτὸν ὅλοι οἱ ἄοπλοι διαβάται, ὅσοι συμβαίνει να περνοῦν ἀπὸ τὴν ὁδόν, ἔγινε περίγελως καὶ περιφρόνησις εἰς τὰ γειτονικὰ ἔθνη.
43 ὕψωσας τὴν δεξιὰν τῶν θλιβόντων αὐτόν, εὔφρανας πάντας τοὺς ἐχθροὺς αὐτοῦ. 43 Ενίσχυσες την δεξιάν χείρα και την δύναμιν των ανθρώπων, οι οποίοι τον καταπιέζουν, και έτσι παρεχώρησες να ευφρανθούν όλοι οι εχθροί του. 43 Ἀνύψωσας τὴν δεξιὰν αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι τὸν καταπιέζουν, καὶ ἀνέδειξας τούτους νικητάς, ἐχαροποίησας καὶ ηὔφρανας ὅλους τοὺς ἐχθρούς του.
44 ἀπέστρεψας τὴν βοήθειαν τῆς ῥομφαίας αὐτοῦ καὶ οὐκ ἀντελάβου αὐτοῦ ἐν τῷ πολέμῳ. 44 Απεμάκρυνες την βοήθειάν σου από τα στρατεύματά του και δεν τον εβοήθησες εις ώραν πολέμου. 44 Ἔστρεψας εἰς τὰ ὀπίσω καὶ ἔκαμψας τὴν βοήθειαν ποὺ τοῦ παρεῖχεν ἡ σπάθη του, καὶ δὲν τὸν ἐβοήθησες οὐδὲ τὸν ἐπροστάτευσες κατὰ τὸν πρὸς τοὺς ἐχθροὺς πόλεμόν του.
45 κατέλυσας ἀπὸ καθαρισμοῦ αὐτοῦ, τὸν θρόνον αὐτοῦ εἰς τὴν γῆν κατέρραξας. 45 Κατήργησες την υπό του Νομου σου προβλεπομένην τελετουργικήν κάθαρσιν, και τον θρόνον του τον συνέτριψες και ερείπια τον ερριψες κάτω εις την γην. 45 Κατέπαυσες τὸν διὰ τῶν τελετῶν τοῦ νόμου καθαρισμόν του καὶ δὲν δύναται πλέον νὰ καθαρίζεται διὰ τὰς ἁμαρτίας του, μὲ τὰς θυσίας καὶ τοὺς καθωρισμένους ραντισμούς, τὸν δὲ θρόνον του κατέρριψας συντετριμμένον ἐπὶ τοῦ ἐδάφους.
46 ἐσμίκρυνας τὰς ἡμέρας τοῦ χρόνου αὐτοῦ, κατέχεας αὐτοῦ αἰσχύνην. (διάψαλμα). 46 Περιώρισες και εμικρυνες τας ημέρας της ζωής του και τον περιέλουσες με καταισχύνην. 46 Ὠλιγόστευσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς του καὶ τὸν περιέλουσας μὲ καταισχύνην.
47 ἕως πότε, Κύριε, ἀποστρέφῃ εἰς τέλος, ἐκκαυθήσεται ὡς πῦρ ἡ ὀργή σου; 47 Εως πότε, Κυριε, θα αποστρέφης τελείως από ημάς το πρόσωπόν σου και η οργή σου θα ανάπτη ολονέν και περισσότερον ως πυρκαϊά; 47 Ἕως πότε, Κύριε, θὰ ἐπιμένῃς καὶ θὰ ἑξακολουθῇς ἄνευ διακοπῆς τινος νὰ ἀποστρέφῃς τὸ πρόσωπόν σου καὶ ἕως πότε θὰ ἐκκαίεται σὰν φωτιὰ ὅλονεν καὶ περισσότερον ἀνάπτουσα ἡ καθ’ ἡμῶν ὀργή σου;
48 μνήσθητι τίς μου ἡ ὑπόστασις· μὴ γὰρ ματαίως ἔκτισας πάντας τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων; 48 Ενθυμήσου πόσον βραχεία και παροδική είναι η ζωή εμού και όλων των ανθρώπων. Μηπως, Κυριε, ματαίως και χωρίς κανένα σκοπόν έπλασες όλους τους ανθρώπους; 48 Ἐνθυμήθητι, πόσον βραχεῖα καὶ παροδικὴ εἶναι ἐμοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὅλων τῶν ὁμοίων μου ἡ ζωή. Μήπως ἔκτισας ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, διὰ νὰ ταλαιπωροῦνται εἰς μάτην καὶ χωρὶς κανὲν ὄφελος, μὲ τὴν δυστυχίαν παντοτεινὸν κλῆρον;
49 τίς ἐστιν ἄνθρωπος, ὃς ζήσεται, καὶ οὐκ ὄψεται θάνατον; ῥύσεται τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἐκ χειρὸς ᾅδου; (διάψαλμα). 49 Ποιός είναι ο άνθρωπος εκείνος, ο οποίος θα ζήση και δεν θα ίδη τον θάνατον; Θα ευρεθή, τάχα, ποτέ κανείς, να απαλλάξη τον αποθανόντα άνθρωπον από τα χέρια του άδου; 49 Ὑπάρχει κανεὶς ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος θὰ ζήσῃ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ δὲν θὰ ἀποθάνῃ; Ποῖος θὰ ἠμπορέσῃ νὰ γλυτώσῃ τὴν ζωήν του ἀπὸ τὸ κράτος καὶ τὴν δύναμιν τοῦ θανάτου; Αὐτὸς λοιπὸν εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς ὑπάρξεώς μας, νὰ τροφοδοτῶμεν διαρκῶς τὸν Ἅδην, χωρὶς καμμίαν παρηγορίαν καὶ προστασίαν ἐκ μέρους σου;
50 ποῦ ἐστι τὰ ἐλέη σου τὰ ἀρχαῖα, Κύριε, ἃ ὤμοσας τῷ Δαυΐδ ἐν τῇ ἀληθείᾳ σου; 50 Που είναι, λοιπόν, Κυριε, τα αρχαία ελέη σου, τα οποία με όρκον υπεσχέθης εν τη φιλαληθεία σου προς τον Δαυίδ; 50 Ποὺ εἶναι, Κύριε, τὰ παλαιά σου ἐλεῇ, τὰ ὁποῖα μεθ' ὅρκου ὑπεσχέθης εἰς τὸν Δαβίδ, ἐν τῇ φιλαληθείᾳ καὶ ἀξιοπιστίᾳ σου;
51 μνήσθητι, Κύριε, τοῦ ὀνειδισμοῦ τῶν δούλων σου, οὗ ὑπέσχον ἐν τῷ κόλπῳ πολλῶν ἐθνῶν, 51 Ενθυμήσου, Κυριε, και ιδέ τον εξευτελισμόν και την καταισχύνην των δούλων σου, των ομοεθνών μου, την οποίαν υπέστησαν μέχρι εις τα κατάβαθα της καρδίας των εκ μέρους πολλών εθνών. 51 Ἐνθυμήσου, Κύριε, τὸν ὀνειδισμὸν καὶ τὴν καταφρόνησιν τῶν δούλων σου τῶν ὁμοεθνῶν μου, τὸν ὁποῖον οὖτοι ὑφίστανται ἐκ μέρους πολλῶν ἐθνῶν, καὶ τὸν ὁποῖον ἐγὼ ὡς προφήτης καὶ ἀντιπρόσωπός των εἶμαι ἠναγκασμένος νὰ βαστάζω εἰς τὸν κόλπον μου.
52 οὗ ὠνείδισαν οἱ ἐχθροί σου, Κύριε, οὗ ὠνείδισαν τὸ ἀντάλλαγμα τοῦ χριστοῦ σου. 52 Ιδέ τον χλευασμόν, με τον οποίον μας περιύβρισαν οι εχθροί σου, Κυριε, και κατεξηυτέλισαν έτσι τον βασιλέα, αυτόν τον οποίον συ εις αντικατάστασιν του χρισθέντος υπό σου Δαυίδ μας έδωκες. 52 Λάβε ὑπ’ ὄψει σου τὸν ὀνειδισμόν, μὲ τὸν ὁποῖον μᾶς περιύβρισαν οἱ ἐχθροί σου, Κύριε· μὲ τὸν ὁποῖον ἐξηυτέλισαν τὸν βασιλέα αὐτόν, τὸν ὁποῖον εἰς ἀνταλλαγὴν καὶ ἀντικατάστασιν τοῦ χρισθέντος ὑπὸ σοῦ Δαβὶδ μᾶς ἔδωκας καὶ ὁ ὁποῖος κατήντησε νὰ εἶναι διακωμώδησις καὶ ὑποκατάστασις Χριστοῦ, ἀλλ’ ὄχι πραγματικὸς Χριστός σου.
53 εὐλογητὸς Κύριος εἰς τὸν αἰῶνα. γένοιτο γένοιτο. 53 Παρ' όλας όμως αυτάς τας δοκιμασίας και ταπεινώσεις, που υφιστάμεθα, ας είναι δοξασμένος ο Κυριος στους αιώνας. Διότι και πάλιν θα μας επισκεφθή με το έλεός του και με τας δωρεάς του. Γένοιτο, γένοιτο. 53 Ἀλλ’ ὅσον καὶ ἂν ἀποστρέφῃ τώρα ὁ Κύριος τὸ πρόσωπόν του, ἂς εἶναι δοξασμένος εἰς τὸν αἰῶνα, διότι θὰ μᾶς ἐπισκεφθῇ καὶ πάλιν καὶ θὰ μᾶς ἐλεήσῃ. Γένοιτο, γένοιτο.