Πέμπτη, 05 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:27
Δύση: 17:06
Σελ. 5 ημ.
340-26
16ος χρόνος, 6137η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΨΑΛΜΟΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13 (ΙΓ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Εἰς τὸ τέλος· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.
1 (Μασ. 14) ΕΙΠΕΝ ἄφρων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ· οὐκ ἔστι Θεός. διεφθάρησαν καὶ ἐβδελύχθησαν ἐν ἐπιτηδεύμασιν, οὐκ ἔστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός. 1 (Μασ. 14) Ο εσκοτισμένος από την αμαρτίαν μωρός και ασεβής άνθρωπος, είπεν από μέσα του, σύμφωνα με την επιθυμίαν της αμαρτωλής καρδίας του· “δεν υπάρχει Θεός”. Αυτός όμως και οι όμοιοί του διεφθάρησαν μέσα εις την αμαρτωλότητά των. Εγιναν μισητοί από τον Θεόν και από τους ευσεβείς ανθρώπους. Το κακόν διεδόθη τόσον πολύ, ώστε δεν υπάρχει κανείς, που να πράττη σήμερον το αγαθόν. Δεν υπάρχει ούτε ένας. 1 Εἶπεν εἰς τὸ βάθος τοῦ ἐσωτερικοῦ του ὁ σκοτισθεῖς ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν καὶ εἰς ἀφροσύνην πωρώσεως καταντήσας ἄνθρωπος· Δὲν ὑπάρχει Θεός. Αὐτὸς καὶ οἱ ὅμοιοί του διεφθάρησαν καὶ μὲ τὴν ἁμαρτωλὴν καὶ ἀδιόρθωτον διαγωγήν των ἔγιναν βδελυκτοὶ καὶ μισητοὶ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν εὐσεβῶν ἀνθρώπων. Καὶ τόσον πολὺ διεδόθη τὸ κακόν, ὥστε δὲν ὑπάρχει κανεὶς ποὺ νὰ πράττῃ τὸ ἀγαθόν, δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνας.
2 Κύριος ἐκ τοῦ οὐρανοῦ διέκυψεν ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων τοῦ ἰδεῖν εἰ ἔστι συνιὼν ἢ ἐκζητῶν τὸν Θεόν. 2 Ο Κυριος έσκυψεν από το ύψος του ουρανού και έρριψε το βλέμμα του, δια να ίδη τους υιούς των ανθρώπων, δια να ίδη εάν υπάρχη κανείς μεταξύ αυτών, που να έχη επίγνωσιν Θεού η να επικαλήται με πίστιν τον Θεόν και προσπαθή να ευαρεστή εις αυτόν. 2 Ὁ Κύριος ἔσκυψεν ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἔρριψε τὰ βλέμματά του κάτω εἰς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, διὰ νὰ ἴδῃ ἐὰν ὑπάρχῃ μεταξύ των κανεὶς μὲ σύνεσιν ποὺ νὰ γνωρίζῃ τὸν Θεὸν ἢ νὰ ποθῇ καὶ νὰ ἐπικαλῆται αὐτὸν προσπαθῶν μὲ τὰς ἐναρέτους πράξεις του νὰ εὐαρεστήσῃ εἰς αὐτόν.
3 πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν, οὐκ ἔστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός [τάφος ἀνεῳγμένος ὁ λάρυγξ αὐτῶν, ταῖς γλώσσαις αὑτῶν ἐδολιοῦσαν· ἰὸς ἀσπίδων ὑπὸ τὰ χείλη αὐτῶν, ὧν τὸ στόμα ἀρᾶς καὶ πικρίας γέμει, ὀξεῖς οἱ πόδες αὐτῶν ἐκχέαι αἷμα, σύντριμμα καὶ ταλαιπωρία ἐν ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν, καὶ ὁδὸν εἰρήνης οὐκ ἔγνωσαν· οὐκ ἔστι φόβος Θεοῦ ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν.]. 3 Αλλοίμονον! Ολοι εξετράπησαν από την ευθείαν οδόν. Εξηχρειώθησαν και διεφθάρησαν. Δεν υπάρχει κανείς, που να πράττη το αγαθόν. Δεν υπάρχει ούτε ένας. Ο λάρυγξ των, σαν ανοικτός τάφος, αναδίδει δυσώδεις αναθυμιάσεις. Με τας πονηράς των γλώσσας επινοούν και εκφράζουν δόλια ψεύδη και φαρμακεράς συκοφαντίας. Δηλητήριον φαρμακερών ασπίδων υπάρχει κάτω από τα χείλη των. Το στόμα των είναι γεμάτον από κατάρας εναντίον του Θεού και από δολιότητας και πικρίας εναντίον των ανθρώπων. Τα πόδια των τρέχουν με ταχύτητα, δια να χύσουν αίμα. Εις τους δρόμους της ζωής των και εις τας πράξεις των σπείρουν συντρίμματα και ταλαιπωρίας εναντίον αθώων. Εσωτερικήν ειρήνην και ειρηνικήν ζωήν με τους άλλους εξ αιτίας της αμαρτωλότητος των δεν εγνώρισαν. Δεν υπάρχει φόβος Θεού ενώπιόν των. 3 Φεῦ! Ὅλοι ἐξετράπησαν ἀπὸ τὴν εὐθεῖαν ὁδὸν καὶ κατήντησαν εἰς ἑξαχρείωσιν καὶ διαφθοράν. Δὲν ὑπάρχει κανεὶς ποὺ νὰ πράττῃ τὸ ἀγαθὸν δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνας. Ὁ λάρυγξ των σὰν τάφος ἀνοικτὸς ἀναδίδων μολυσματικὴν δυσωδίαν, μόνον λόγους βλασφημίας καὶ ἀκολασίας ἐκβάλλει μὲ τὰς συκοφαντικὰς καὶ ψευδολόγους γλώσσας των πλάττουν ψεύδη δόλια καὶ φαρμακερὰς ἐπινοήσεις. Δηλητήριον φαρμακερῶν ἀσπίδων ὑπάρχει κάτω ἀπὸ τὰ χείλη των. Τὸ στόμα των εἶναι γεμᾶτον ἀπὸ κατάραν καὶ βλασφημίαν κατὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπὸ δολιότητα καὶ πικρίαν κατὰ τῶν ἀνθρώπων. Τὰ πόδια των εἶναι ἀκούραστα καὶ τρέχουν γρήγορα διὰ να χύσουν αἷμα. Εἰς τοὺς δρόμους των καὶ εἰς τὰς πράξεις των σπείρουν συντρίμματα καὶ καταπιέσεις καὶ ἀθλιότητας. Ζωὴν δὲ εἰρηνικὴν καὶ ἥσυχον δὲν ἐγνώρισαν οὔτε διὰ τὸν ἑαυτόν τους οὔτε διὰ τοὺς ἄλλους. Δὲν ὑπάρχει φόβος Θεοῦ εἰς τὰ μάτια τῆς ψυχῆς των.
4 οὐχὶ γνώσονται πάντες οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν; οἱ ἐσθίοντες τὸν λαόν μου βρώσει ἄρτου τὸν Κύριον οὐκ ἐπεκαλέσαντο. 4 Δεν θα βάλουν, λοιπόν, ποτέ γνώσιν και δεν θα συνετισθούν όλοι αυτοί, που εργάζονται την παρανομίαν; Οι πωρωμένοι αυτοί, που κατατρώγουν τον λαόν μου, με τόσην ασυνειδησίαν σαν να πρόκειται περί συνήθους άρτου; Δεν επεκαλέσθησαν ποτέ τον Κυριον. Δεν εγνώρισαν, τι είναι προσευχή. 4 Δὲν θὰ συνετισθοῦν λοιπὸν καὶ δὲν θὰ βάλουν ποτὲ μυαλὸ ὅλοι ἐκεῖνοι, ποὺ ἐργάζονται τὴν ἀνομίαν; Δὲν θὰ συνέλθουν ἐπὶ τέλους καὶ δὲν θὰ σωφρονισθοῦν; Αὐτοὶ ποὺ κατατρώγουν τὸν λαόν μου μὲ τόσην εὐχαρίστησιν καὶ ἀσυνειδησίαν, σὰν νὰ ἔτρωγον συνήθη ἄρτον, δὲν ἐπεκαλέσθησαν ποτὲ τὸν Κύριον καὶ εἶναι ἄγνωστος εἰς αὐτοὺς ἡ προσευχή.
5 ἐκεῖ ἐδειλίασαν φόβῳ, οὗ οὐκ ἦν φόβος, ὅτι ὁ Θεὸς ἐν γενεᾷ δικαίᾳ. 5 Εκυριεύθησαν όμως από πανικόν και δειλίαν εκεί, όπου δεν υπήρχε τίποτε το φοβερόν. Και τούτο, διότι ο Κυριος μόνον εις την γενεάν των δικαίων ναι προστάτης και όχι στους αμαρτωλούς. 5 Ἀλλὰ διὰ τοῦτο κυριευθέντες ἀπὸ δεισιδαιμονίας, κατεπτοήθησαν ἀπὸ ἀνύπαρκτα φαντάσματα καὶ κατελήφθησαν ἀπὸ φόβον ἐκεῖ, ὅπου δὲν ὑπῆρχε τίποτε τὸ φοβερόν. Καὶ πῶς νὰ μὴ τρομάξουν; Ὁ Θεὸς δὲν ἦτο μετ' αὐτῶν. Διότι μόνον εἰς τὴν γενεὰν τῶν δικαίων παραμένει ὁ Κύριος, ἀφήνων ἐρήμους καὶ ἀπροστατεύτους τοὺς ἀρνουμένους αὐτόν.
6 βουλὴν πτωχοῦ κατῃσχύνατε, ὁ δὲ Κύριος ἐλπὶς αὐτοῦ ἐστι. 6 Εξευτελίζετε σεις και εμπαίζετε τας σκέψεις και τας αποφάσστου πτωχού, διότι στηρίζει τας ελπίδας του στον Κυριον. 6 Ἐξευτελίζετε καὶ χλευάζετε τὰ φρονήματα καὶ τὰς ἀποφάσεις τοῦ πτωχοῦ, ἐπειδὴ ὡς μόνην ἐλπίδα του ἔχει τὸν Κύριον καὶ πρὸς μόνον αὐτὸν μετὰ πίστεως καταφεύγει.
7 τίς δώσει ἐκ Σιὼν τὸ σωτήριον τοῦ ᾿Ισραήλ; ἐν τῷ ἐπιστρέψαι Κύριον τὴν αἰχμαλωσίαν τοῦ λαοῦ αὐτοῦ ἀγαλλιάσεται ᾿Ιακὼβ καὶ εὐφρανθήσεται ᾿Ισραήλ. 7 Ποιός, λοιπόν, θα έλθη από την Σιών, δια να δώση την σωτηρίαν στον ισραηλιτικόν λαόν; Θα δοθή εις αυτούς η σωτηρία, όταν ο Κυριος επαναφέρη τους ανθρώπους του λαού του από την αιχμαλωσίαν, θα σκιρτήσουν από αγαλλίασιν οι απόγονοι αυτοί του Ιακώβ. Θα ευφρανθούν αι καρδίαι των Ισραηλιτών. 7 Ποῖος θὰ ἔλθῃ ἀπὸ τὴν Σιὼν διὰ νὰ δώσῃ τὴν σωτηρίαν εἰς τὸν Ἰσραήλ! Οὐδεὶς ἄλλος παρὰ μόνος ὁ Θεός. Ὅταν δὲ ὁ Κύριος κατευοδώσῃ τὴν ἐπιστροφὴν τοῦ λαοῦ του ἐκ τῆς αἰχμαλωσίας, θὰ σκιρτήσουν ἀπὸ ἀγαλλίασιν οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἰακὼβ καὶ θὰ γεμίσουν εὐφροσύνην αἱ καρδίαι τῶν Ἰσραηλιτῶν.