Πέμπτη, 18 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:46
Δύση: 20:04
Σελ. 10 ημ.
109-257
16ος χρόνος, 5906η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΨΑΛΜΟΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 68 (ΞΗ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Εἰς τὸ τέλος· ὑπὲρ τῶν ἀλλοιωθησομένων· τῷ Δαυΐδ. 1 1
2 (Μασ. 69) ΣΩΣΟΝ με, ὁ Θεός, ὅτι εἰσήλθοσαν ὕδατα ἕως ψυχῆς μου. 2 (Μασ. 69) Σώσε με, ω Θεέ μου. Τα κύματα των θλίψεων κατακλύζουν την ψυχήν μου. Απειλούν και αυτήν ακόμη την ζωήν μου. 2 Σῶσον με, ὦ Θεέ μου, διότι τὰ ἐκ τῶν κυμάτων τῆς θλίψεώς μου ὕδατα εἰσῆλθον μέχρις αὐτῆς τῆς ψυχῆ μου, διὰ νὰ τὴν πνίξουν.
3 ἐνεπάγην εἰς ἰλὺν βυθοῦ, καὶ οὐκ ἔστιν ὑπόστασις· ἦλθον εἰς τὰ βάθη τῆς θαλάσσης καὶ καταιγὶς κατεπόντισέ με. 3 Εχω χωθή εις λάσπην βυθού, κάτω από την οποίαν δεν υπάρχει στερεός πυθμήν. Ομοιάζω ως εάν έχω βυθισθή εις τα βάθη της θαλάσσης, ως εάν φοβερά καταιγίς με κατεπόντισεν στο πέλαγος. 3 Ἐχώθην εἰς βαθὺν βοῦλκον καὶ δὲν ὑπάρχει ἐν αὐτῷ βάσις στερεά, ἕνεκα δὲ τούτου διαρκῶς φέρομαι πρὸς τὰ κάτω, κινδυνεύων νὰ ταφῶ εἰς αὐτόν. Ἦλθον εἰς τὰ βάθη τῆς θαλάσσης τῶν συμφορῶν καὶ πειρασμῶν, καὶ τὰ σφοδρὰ τῆς καταιγίδος κύματα μὲ κατεπόντισαν καὶ κινδυνεύω να πνιγῶ.
4 ἐκοπίασα κράζων, ἐβραγχίασεν ὁ λάρυγξ μου, ἐξέλιπον οἱ ὀφθαλμοί μου ἀπὸ τοῦ ἐλπίζειν με ἐπὶ τὸν Θεόν μου. 4 Απέκαμα να φωνάζω προς σε δυνατά. Ο λάρυγξ μου εβράχνιασε, τα μάτια μου, προσηλωμένα προς σε τον Θεόν μου, έχασαν το φως των, διότι έχασαν την ελπίδα βοηθείας. 4 Ὁ κόπος του νὰ φωνάζω ζητῶν βοήθειαν μὲ κατέβαλεν· ἔγινε ξηρὸς καὶ βραχνὸς ὁ λάρυγξ μου, ἀπέκαμαν καὶ κινδυνεύουν νὰ σβήσουν οἱ ὀφθαλμοί μου προσηλωμένοι γεμᾶτοι ἐλπίδα πρὸς τὸν Θεόν, τοῦ ὁποίου ἡ βοήθεια ἀναβάλλεται καὶ βραδύνει νὰ μὲ ἐπισκεφθῇ.
5 ἐπληθύνθησαν ὑπὲρ τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς μου οἱ μισοῦντές με δωρεάν, ἐκραταιώθησαν οἱ ἐχθροί μου οἱ ἐκδιώκοντές με ἀδίκως· ἃ οὐχ ἥρπαζον, τότε ἀπετίννυον. 5 Εκείνοι, που με μισούν χωρίς καμμίαν αιτίαν και αφορμήν, επληθύνθησαν περισσότερον από τας τρίχας της κεφαλής μου. Εγιναν πολύ ισχυροί οι εχθροί μου· αυτοί, οι οποίοι με καταδιώκουν αδίκως και αδικαιολογήτως. Με τας διαβολάς και τας συκοφαντίας των επλήρωσα πράγματα, τα οποία εγώ ποτέ δεν είχα αρπάσει. 5 Ἔγιναν περισσότεροι ἀπὸ τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς μου ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι χωρὶς λόγον καὶ αἰτίαν μὲ μισοῦν· ἔγιναν κραταιοὶ καὶ πανίσχυροι οἱ ἐχθροί μου, ποὺ μὲ καταδιώκουν ἀδίκως· μὲ τὰς συκοφαντίας καὶ τοὺς ἐκβιασμούς των ἐξηναγκαζόμην νὰ πληρώσω ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα δὲν ἥρπασα, οὔτε ποτὲ κατεχράσθην, καὶ νὰ τιμωρηθῶ διὰ παρεκτροπάς, τὰς ὁποίας δὲν διέπραξα ποτέ.
6 ὁ Θεός, σὺ ἔγνως τὴν ἀφροσύνην μου καὶ αἱ πλημμέλειαί μου ἀπὸ σοῦ οὐκ ἀπεκρύβησαν. 6 Συ, ω Θεέ μου, γνωρίζεις τας άλλας απερισκεψίας μου. Και τα πλημμελήματά μου δεν είναι κρυμμένα από τα μάτια σου. Γνωρίζεις όμως επίσης, ότι ποτέ δεν έχασα τον σεβασμόν μου προς σέ. 6 Σύ, ὦ Θεέ, γνωρίζεις τὰς ἐκ τῆς ἀπερισκεψίας μου παρεκτροπάς, καὶ τὰ πλημμελήματά μου δὲν εἶναι κρυμμένα ἀπὸ σοῦ. Ἠξεύρεις, ὅτι οὐδέποτε ἀπέσεισα τὸν φόβον σου.
7 μὴ αἰσχυνθείησαν ἐπ᾿ ἐμὲ οἱ ὑπομένοντές σε, Κύριε, Κύριε τῶν δυνάμεων, μὴ ἐντραπείησαν ἐπ᾿ ἐμὲ οἱ ζητοῦντές σε, ὁ Θεὸς τοῦ ᾿Ισραήλ, 7 Ας μη κατεντροπιασθούν εξ αιτίας μου εκείνοι, οι οποίοι με μεγάλην υπομονήν περιμένουν την προστασίαν σου, ω Κυριε, Κυριε των αγγελικών δυνάμεων του ουρανού. Οταν με βλέπουν αβοήθητον και εγκαταλελειμμένον, ας μη εντροπιασθούν εκείνοι, οι οποίοι ζητούν βοήθειαν από σέ, ω Θεέ του Ισραήλ. 7 Ἂς μὴ καταισχυνθοῦν δι’ ἐμὲ οἱ ἐν ὑπομονῇ καὶ καρτερία ἀναμένοντες τὴν προστασίαν σου, ὦ Κύριε, Κύριε τῶν ἐν οὐρανοῖς ἀγγελικῶν δυνάμεων. Ἀσφαλῶς δὲ θὰ καταισχυνθοῦν, ὅταν μὲ βλέπουν ἀβοήθητον καὶ ἐγκαταλελειμμένον ὑπὸ σοῦ. Καὶ ἂς μὴ ἐντροπιασθοῦν δι’ ἐμέ, αὐτοὶ ποὺ σὲ ζητοῦν, ὦ Θεὲ τοῦ Ἰσραήλ, χλευαζόμενοι ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς των μὲ τὸν ἰσχυρισμὸν ὅτι ἀφοῦ ἐμὲ ποὺ σὲ ζητῶ δὲν ἐπρόσεξες, οὔτε καὶ αὐτοὺς θὰ προσέξῃς.
8 ὅτι ἕνεκά σου ὑπήνεγκα ὀνειδισμόν, ἐκάλυψεν ἐντροπὴ τὸ πρόσωπόν μου. 8 Μη με εγκαταλείψης Κυριε, διότι εγώ προς χάριν σου υπομένω εμπαιγμούς και ύβρεις. Το πρόσωπόν μου επλημμύρισεν από εντροπήν, έγινε κατακόκκινον. 8 Μὴ μὲ παρίδῃς, Κύριε, διότι μὲ περιγελοῦν οἱ ἐχθροί μου, ἐπειδὴ ἠθέλησα νὰ ἀρέσω εἰς σέ, καὶ χάριν σου βαστάζω βαρύτατον ὀνειδισμόν· χάριν σοῦ, διότι ἠθέλησα νὰ μείνω πιστὸς εἰς τὸ θέλημά σου, ἐσκέπασεν ὁλόκληρον τὸ πρόσωπόν μου ἐντροπή.
9 ἀπηλλοτριωμένος ἐγενήθην τοῖς ἀδελφοῖς μου καὶ ξένος τοῖς υἱοῖς τῆς μητρός μου, 9 Ξένος και αγνώριστος κατήντησα μεταξύ των αδελφών μου. Αγνωστος και ξένος και εις αυτούς ακόμη τους ομομητρίους αδελφούς μου. 9 Κατήντησα νὰ εἶμαι σὰν ἄσχετος ὁλοτελῶς καὶ ἄγνωστος εἰς αὐτοὺς τοὺς ἀδελφούς μου καὶ ἐθεωρήθην ξένος ἀπὸ αὐτὰ τὰ παιδιὰ τῆς μητρός μου.
10 ὅτι ὁ ζῆλος τοῦ οἴκου σου κατέφαγέ με, καὶ οἱ ὀνειδισμοὶ τῶν ὀνειδιζόντων σε ἐπέπεσον ἐπ᾿ ἐμέ. 10 Πασχω δε όλα αυτά, διότι ο φλογερός ζήλος υπέρ του ναού σου ως πυρ με έχει καταφλέξει· Αι αναίσχυντοι ύβρεις, αι οποίαι εκτοξεύονται εναντίον σου από τους ασεβείς ανθρώπους, πίπτουν όλαι βαρείαι επάνω μου. 10 Καὶ πάσχω ὅλα αὐτὰ χάριν σοῦ· διότι ὁ ζῆλος, ποὺ ἔχω ὑπὲρ τοῦ ἱεροῦ οἴκου καὶ ναοῦ σου, σὰν ἄλλο πῦρ κατέφλεξε καὶ κατέφαγε τὸ ἐσωτερικόν μου· καὶ αἱ χυδαῖαι ὕβρεις καὶ οἱ ὀνειδισμοὶ ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι σὲ ὀνειδίζουν, ἔπεσαν ὅλοι ἐπάνω μου.
11 καὶ συνεκάλυψα ἐν νηστείᾳ τὴν ψυχήν μου, καὶ ἐγενήθη εἰς ὀνειδισμοὺς ἐμοί· 11 Δια την ασέβειάν των αυτήν επόνεσα βαθύτατα. Εταπείνωσα με ασιτίαν την ζωήν μου και αντί το πένθος μου δι' αυτούς να τους συγκινήση, εγινεν εξ αντιθέτου αιτία ονειδισμών εναντίον μου. 11 Καὶ διὰ τὴν ἀσέβειαν καὶ ἀθρησκείαν των ταύτην κατέθλιψα καὶ ἐταπείνωσα τὴν ζωήν μου μὲ νηστείαν καὶ ἀσιτίαν, καὶ ἀντὶ τὸ ὑπὲρ αὐτῶν πένθος μου νὰ τοὺς συγκινήσῃ, ἔγινε τοῦτο αἰτία ὀνειδισμοῦ κατ’ ἐμοῦ.
12 καὶ ἐθέμην τὸ ἔνδυμά μου σάκκον, καὶ ἐγενόμην αὐτοῖς εἰς παραβολήν. 12 Αντί του συνήθους ενδύματος εφόρεσα τρίχινον σάκκον θλίψεως και μετανοίας. Κατήντησα δι' αυτούς παροιμιώδες πρόσωπον διακωμωδήσεως και ύβρεων. 12 Καὶ ἔθεσα ὡς ἔνδυμά μου τὸν τρίχινον τῆς μετανοίας σάκκον, ἐπειδὴ ἐπένθουν διὰ τὰ γινόμενα κακά, καὶ ἔγινα δι’ αὐτοὺς παραβολὴ καὶ παροιμία, προκαλοῦσα τὸν γέλωτα καὶ τὴν διακωμώδησίν των.
13 κατ᾿ ἐμοῦ ἠδολέσχουν οἱ καθήμενοι ἐν πύλαις, καὶ εἰς ἐμὲ ἔψαλλον οἱ πίνοντες οἶνον. 13 Εναντίον μου εφλυαρούσαν οι αργόσχολοι προ των πυλών των τειχών. Και εις βάρος μου ετραγουδούσαν οι μέθυσοι πίνοντες τον οίνον. 13 Εἰς βάρος μου ἐφλυάρουν καὶ ὡμίλουν περιφρονητικῶς οἱ ἄνεργοι καὶ περίεργοι, ποὺ κάθηνται εἰς τὰς πύλας καὶ ἀγοράς, καὶ αὐτοὶ ποὺ εἰς τὰ παρακείμενα καπηλεῖα διημερεύουν καὶ πίνουν ἐκεῖ οἶνον, ἐτραγώδουν στίχους σκωπτικοὺς κατ’ ἐμοῦ, πρὸς διακωμώδησίν μου.
14 ἐγὼ δὲ τῇ προσευχῇ μου πρὸς σέ, Κύριε· καιρὸς εὐδοκίας, ὁ Θεός, ἐν τῷ πλήθει τοῦ ἐλέους σου· ἐπάκουσόν μου, ἐν ἀληθείᾳ τῆς σωτηρίας σου. 14 Εγώ όμως, Κυριε, και τότε δια της προσευχής μου είχα στραφή προς σέ. Είναι πλέον καιρός να δείξης προς εμέ την ευδοκίαν σου, Θεέ μου, σύμφωνα με το άπειρον έλεός σου. Καμε δεκτήν την προσευχήν μου σύμφωνα με τας αληθείς υποσχέσεις σου περί της σωτηρίας των δούλων σου. 14 Ἐγὼ ὅμως, Κύριε, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς αὐτοὺς ἤμην διὰ τῆς προσευχῆς μου ἐστραμμένος πρὸς σέ· εἶναι πλέον καιρὸς νὰ δείξῃς, ὦ Θεέ, τὴν καλωσύνην σου, σύμφωνα πρὸς τὴν μεγάλην εὐσπλαγχνίαν καὶ τὸ πλῆθος τοῦ ἐλέους σου. Ἐπάκουσόν μου ἀποδεικνύων ἀληθῆ τὰ ὅσα περὶ τῆς σωτηρίας τῶν δούλων σου ὑπεσχεθης.
15 σῶσόν με ἀπὸ πηλοῦ, ἵνα μὴ ἐμπαγῶ· ῥυσθείην ἐκ τῶν μισούντων με καὶ ἐκ τῶν βαθέων τῶν ὑδάτων. 15 Σώσε με από την λάσπην, εις την οποίαν ευρίσκομαι, δια να μη βυθισθώ εξ ολοκλήρου. Γλύτωσέ με από τους εχθρούς, που με μισούν. Βγάλε με από τα βαθειά ύδατα των θλίψεων, που με έχουν κοπαπλημμυρίσει. 15 Σῶσον με ἀπὸ τὸν βοῦλκον, εἰς τὸν ὁποῖον εὑρίσκομαι, διὰ νὰ μὴ βυθισθῶ τελείως εἰς αὐτὸν καὶ ταφῶ· εἴθε νὰ ἐλευθερωθῶ καὶ νὰ γλυτώσω ἀπὸ τοὺς μισοῦντας με καὶ ἀπὸ τὰ βαθέα τῆς θλίψεως ὕδατα.
16 μή με καταποντισάτω καταιγὶς ὕδατος, μηδὲ καταπιέτω με βυθός, μηδὲ συσχέτω ἐπ᾿ ἐμὲ φρέαρ τὸ στόμα αὐτοῦ. 16 Ας μη με καταποντίση νεροποντή καταιγίδος. Ας μη με καταπίη ο βυθός της θαλάσσης, ας μη κλείση επάνω μου το στόμιον του φρέατος των θλίψεών μου και χαθώ οριστικώς. 16 Ἂς μὴ μὲ καταποντίσῃ ἡ σφοδρὰ καταιγὶς τοῦ θαλασσίου ὕδατος, ἀπὸ τὴν ὁποίαν κινδυνεύω νὰ πνιγῶ, καὶ ἂς μὴ μὲ καταπίῃ ὁ βυθὸς τῆς θαλάσσης· καὶ τὸ φρέαρ, εἰς τὸ ὁποῖον ἔπεσα, ἂς μὴ κλείσῃ τὸ στόμιόν του, ὁπότε πλέον θὰ χαθῶ, ἐπειδὴ κανεὶς δὲν θὰ ἀκούῃ τὰς πρὸς βοήθειαν ἐπικλήσεις μου.
17 εἰσάκουσόν μου, Κύριε, ὅτι χρηστὸν τὸ ἔλεός σου· κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐπίβλεψον ἐπ᾿ ἐμέ. 17 Ακουσε, Κυριε, και κάμε δεκτήν την προσευχήν μου, διότι είναι αγαθόν και ευεργετικόν το έλεός σου προς πάντας. Συμφωνα με την άπειρον ευσπλαγχνίαν σου ρίψε ένα στοργικόν βλέμμα εις εμέ. 17 Εἰσάκουσον, Κύριε, τὴν προσευχήν μου, διότι εἶναι εὐεργετικὸν τὸ ἔλεός σου καὶ ἐκχύνεται πρὸς ὅλους, δικαίους καὶ ἁμαρτωλούς. Σύμφωνα μὲ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου καὶ τὴν πολλήν σου εὐσπλαγχνίαν ρῖψον τὰ βλέμματά σου ἐπ’ ἐμέ.
18 μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ τοῦ παιδός σου, ὅτι θλίβομαι, ταχὺ ἐπάκουσόν μου. 18 Μη αποστρέψης το πρόσωπόν σου από εμέ τον δούλον σου, διότι θλίβομαι πάρα πολύ. Συντομα, Κυριε, άκουσε την προσευχήν μου. 18 Μὴ στρέψῃς ἐν ἀδιαφορίᾳ τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ ἐμὲ τὸν δοῦλον σου, διότι θλίβομαι. Ὁ κίνδυνος, τὸν ὁποῖον διατρέχω, ἐπέρχεται ἐσπευσμένως. Γρήγορα λοιπὸν καὶ χωρὶς ἐπιβράδυνσίν τινα ἐπάκουσόν μου.
19 πρόσχες τῇ ψυχῇ μου καὶ λύτρωσαι αὐτήν, ἕνεκα τῶν ἐχθρῶν μου ρῦσαί με. 19 Δώσε προσοχήν εις τας ικεσίας μου και εις την θλίψιν της ψυχής μου και σπεύσε να με γλυτώσης. Ενεκα των εχθρών μου, δια να μη καυχώνται και αποθρασύνωνται αυτοί, σώσε μέ. 19 Δὸς προσοχὴν εἰς τὰς ἐπικλήσεις καὶ εἰς τὴν θλῖψιν τῆς ψυχῆς μου, καὶ σπεῦσον νὰ ἐλευθερώσῃς αὐτήν· ἕνεκα τῶν ἐχθρῶν μου, διὰ νὰ μὴ καυχῶνται καὶ ἀποθρασύνωνται οὗτοι, σῶσον με.
20 σὺ γὰρ γινώσκεις τὸν ὀνειδισμόν μου καὶ τὴν αἰσχύνην μου καὶ τὴν ἐντροπήν μου· ἐναντίον σου πάντες οἱ θλίβοντές με. 20 Γρήγορα έλα εις βοήθειάν μου, Κυριε, διότι συ γνωρίζστους εμπαιγμούς των, που εξαπολύουν εναντίον μου, την αισχυνην και την εντροπήν μου εξ αιτίας των. Ενώπιόν σου, Κυριε, ευρίσκονται όλοι αυτοί που με θλίβουν και των οποίων η κακία δέν σου διαφεύγει. 20 Σπεῦσον, Κύριε, διότι σὺ γνωρίζεις καλὰ ποῖον ὀνειδισμὸν ὑφίσταμαι καὶ ποίαν καταισχύνην καὶ ἐντροπὴν δοκιμάζω. Ἠξεύρεις πόσον αἱμάσσει ἡ καρδία μου καὶ πόσον πληγώνεται ἡ ψυχή μου. Ἐνώπιόν σου δὲ ἵστανται καὶ ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ μὲ θλίβουν. Καθὼς ἀντιλαμβάνεσαι τὸν πόνον μου, οὕτω βλέπεις καὶ τὴν χαιρεκακίαν καὶ κακοήθειάν των.
21 ὀνειδισμὸν προσεδόκησεν ἡ ψυχή μου καὶ ταλαιπωρίαν, καὶ ὑπέμεινα συλλυπούμενον, καὶ οὐχ ὑπῆρξε, καὶ παρακαλοῦντας, καὶ οὐχ εὗρον. 21 Οπου και αν στραφή η πονεμένη μου ψυχή, δεν περιμένει τίποτε άλλο παρά ύβρεις και ταλαιπωρίαν. Επερίμενα να ευρεθή κάποιος, να με συμπονέση και κανείς δεν παρουσιάσθηκε. Ανεζήτησα κάποιον να με παρηγορήση, και δεν ευρήκα κανένα. 21 Ὅπου καὶ ἂν στραφῇ ἡ ψυχή μου, δὲν ἀναμένει τίποτε ἄλλο, παρὰ ὕβρεις καὶ ταλαιπωρίαν, καὶ περιέμεινα κάποιον νὰ μὲ συμπονέσῃ καὶ δὲν ἐφάνη κανείς· καὶ ἀνεζήτησα κάποιους νὰ μὲ παρηγορήσουν καὶ δὲν εὗρον κανένα.
22 καὶ ἔδωκαν εἰς τὸ βρῶμά μου χολὴν καὶ εἰς τὴν δίψαν μου ἐπότισάν με ὄξος. 22 Οταν δε επείνασα μου έδωκαν αντί φαγητού χολήν, και όταν εδίψησα, μου έδωκαν να πιώ ξίδι. 22 Καὶ ὅταν ἐζήτησα νὰ φάγω καὶ νὰ πίω κάτι, μοῦ ἔδωκαν ἀντὶ φαγητοῦ χολὴν καὶ ἀντὶ ὕδατος, ὅταν ἐδίψων, μὲ ἐπότισαν ὄξος.
23 γενηθήτω ἡ τράπεζα αὐτῶν ἐνώπιον αὐτῶν εἰς παγίδα καὶ εἰς ἀνταπόδοσιν καὶ εἰς σκάνδαλον. 23 Η πλουσία τράπεζά των, που απολαμβάνουν τα αγαθά της ζωής, είθε να μετατραπή εις παγίδα ενώπιόν των. Να γίνη τιμωρία και ανταπόδοσις δια τα κακά, τα οποία μου κάνουν. Πρόσκομμα, δια να σκοντάψουν και πέσουν. 23 Εἴθε ἡ τράπεζά των, ποὺ ἀπολαμβάνουν τὰ ἀγαθὰ χαρούμενης ζωῆς, νὰ μετατραπῇ εἰς παγίδα ἔμπροσθέν των, διὰ νὰ πιασθοῦν εἰς αὐτήν. Εἴθε νὰ μεταστροφῇ εἰς τιμωρίαν, διὰ τῆς ὁποίας θὰ τοὺς ἀποδοθῇ ὅ,τι μοῦ κάμνουν, καὶ εἰς προσκόμματα διὰ νὰ σκοντάψουν καὶ πέσουν.
24 σκοτισθήτωσαν οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν τοῦ μὴ βλέπειν, καὶ τὸν νῶτον αὐτῶν διαπαντὸς σύγκαμψον. 24 Ας σκοτισθούν τα μάτια των μέχρι σημείου, ώστε να μη βλέπουν. Κυρτωσε την ράχιν των δια παντός, ώστε να μένουν ανήμποροι και συντετριμμένοι. 24 Ἂς σκοτισθοῦν οἱ ὀφθαλμοί των μέχρι σημείου ὥστε νὰ μὴ βλέπουν, καὶ ἡ ράχις των ἂς κυρτωθῇ διὰ παντός, ὥστε νὰ μένουν ὑποδουλωμένοι καὶ συντετριμμένοι.
25 ἔκχεον ἐπ᾿ αὐτοὺς τὴν ὀργήν σου, καὶ ὁ θυμὸς τῆς ὀργῆς σου καταλάβοι αὐτούς. 25 Χύσε επάνω των, σαν ποτάμι, ολόκληρον την οργήν σου, και ο θυμός της μεγάλη αγανακτήσεώς σου είθε να τους καταλάβη. 25 Χύσε ἐπ' αὐτῶν ὁλόκληρον τὴν ὀργήν σου καὶ ὁ θυμὸς τῆς σφοδρὰς ἀγανακτήσεώς σου εἴθε νὰ τοὺς καταλάβῃ.
26 γενηθήτω ἡ ἔπαυλις αὐτῶν ἠρημωμένη, καὶ ἐν τοῖς σκηνώμασιν αὐτῶν μὴ ἔστω ὁ κατοικῶν· 26 Ας γίνη το περιποιημένον αγρόκτημά των έρημον και εις τας κατοικίας των ας μην υπάρξη κανείς απόγονός των, που να κατοικήση. 26 Ἂς γίνῃ τὸ περιφραγμένον ἀγρόκτημά των ἐρημωμένον, καὶ εἰς τὰς ἐκεῖ κατασκηνώσεις των ἂς μὴ ὑπάρχῃ κανείς, ποὺ νὰ κατοικῇ.
27 ὅτι ὃν σὺ ἐπάταξας, αὐτοὶ κατεδίωξαν, καὶ ἐπὶ τὸ ἄλγος τῶν τραυμάτων μου προσέθηκαν. 27 Διότι εκείνον, τον οποίον συ επέτρεψες θλίψεις και οδυνηράς μαστιγώσεις, αντί να τον συμπονέσουν, τον κατεδίωξαν και στον δριμύν πόνον των τραυμάτων μου προσέθεσαν άλλον πόνον. 27 Διότι ἐκεῖνον, διὰ τὸν ὁποῖον σὺ ἐπέτρεψες νὰ θλιβῇ καὶ ὑπὸ τῆς μάστιγός σου νὰ δοκιμασθῇ, αὐτοὶ ἀντὶ νὰ τὸν συμπαθήσουν τὸν κατεδίωξαν, καὶ εἰς τὸν πόνον τῶν πληγῶν μου προσέθεσαν καὶ ἄλλον πόνον καὶ ἄλλας πληγάς.
28 πρόσθες ἀνομίαν ἐπὶ τῇ ἀνομίᾳ αὐτῶν, καὶ μὴ εἰσελθέτωσαν ἐν δικαιοσύνῃ σου· 28 Εγκατάλειψέ τους, ώστε να περιπίπτουν από αμαρτίας εις αμαρτίαν, δια να μη εισέλθουν στον δρόμον της μετανοίας και εύρουν δικαίωσιν ενώπιόν σου. 28 Παραχώρησον διὰ τῆς ἐγκαταλείψεως τῆς χάριτός σου νὰ πληθυνθοῦν εἰς σωρὸν ἀσυγχώρητον αἱ ἀνομίαι των· εἰς τὴν μίαν ἐνοχήν των νὰ προστεθῇ καὶ ἄλλη, ὥστε νὰ ἀποφραχθῇ ἡ ὁδὸς τῆς δικαιώσεως καὶ συγχωρήσεως δι' αὐτοὺς καὶ νὰ μὴ δυνηθοῦν νὰ εἰσέλθουν εἰς αὐτήν.
29 ἐξαλειφθήτωσαν ἐκ βίβλου ζώντων καὶ μετὰ δικαίων μὴ γραφήτωσαν. 29 Ας σβησθούν εξ όλοκλήρου τα ονόματά των από το βιβλίον των σωζομένων εις ζωήν αιώνιον και ας καταγραφούν με τα ονόματα των δικαίων. 29 Ἂς σβησθοῦν ὁλοτελῶς τὰ ὀνόματά των ἀπὸ τὸ βιβλίον τῶν σεσωσμένων, οἵτινες θὰ ζήσωσιν αἰωνίως, καὶ ἂς μὴ καταγραφοῦν μετὰ τῶν δικαίων.
30 πτωχὸς καὶ ἀλγῶν εἰμι ἐγώ· ἡ σωτηρία σου, ὁ Θεός, ἀντιλάβοιτό μου. 30 Εγώ είμαι πτωχός και αβοήθητος γεμάτος πόνους και οδύνας. Η σωτηρία σου, ω Θεέ μου, είθε να με στηρίξη και με βοηθήση. 30 Πτωχὸς καὶ ἐστερημένος παντὸς στηρίγματος καὶ βοηθείας, γεμᾶτος δὲ πόνους καὶ ὀδύνας εἶμαι ἐγώ· ἡ σωτηρία σου, ὦ Θεέ, εἴθε νὰ μὲ στηρίξῃ καὶ βοηθήσῃ.
31 αἰνέσω τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ μου μετ᾿ ᾠδῆς, μεγαλυνῶ αὐτὸν ἐν αἰνέσει, 31 Τοτε εγώ γεμάτος ευγνωμοσύνην θα υμνολογήσω το όνομα του Θεού μου με ωδήν. Θα διαλαλήσω το μεγαλείον του με αίνεσιν δοξολογίας. 31 Τότε θὰ ὑμνήσω τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ μου μὲ ᾠδήν, θὰ διακηρύξω τὸ μεγαλεῖον του μὲ αἴνεσιν δοξολογίας,
32 καὶ ἀρέσει τῷ Θεῷ ὑπὲρ μόσχον νέον κέρατα ἐκφέροντα καὶ ὁπλάς. 32 Και η ευγνώμων αυτή δοξολογία και λατρεία μου θα αρέση στον Θεόν περισσότερον από την θυσίαν μόσχου αρτιμελούς, του οποίου μόλις έχουν αρχίσει να φυτρώνουν τα κέρατα και αι οπλαί στους πόδας του. 32 καὶ ἡ λογικὴ αὕτη λατρεία μου θὰ ἀρέσῃ εἰς τὸν Θεὸν περισσότερον ἀπὸ τὴν θυσίαν μόσχου ἀρτιμελοῦς καὶ τρυφεροῦ, τοῦ ὁποίου μόλις ἀρχίζουν νὰ φυτρώνουν τὰ κέρατα καὶ ἐπὶ τῶν ποδῶν του ὁπλαί.
33 ἰδέτωσαν πτωχοὶ καὶ εὐφρανθήτωσαν· ἐκζητήσατε τὸν Θεόν, καὶ ζήσεται ἡ ψυχὴ ὑμῶν, 33 Ας ίδουν την θαυμαστήν λύτρωσίν μου οι πονεμένοι και οι ταιπεινοί του κόσμου και ας ευφρανθούν με την πεποίθησιν ότι ο Θεός προστατεύει τους ιδικούς του. Ζητήσατε με όλην σας την καρδίαν τον Θεόν και θα αναζωογονηθήτε. 33 Ἂς ἴδουν τὴν θαυμαστὴν λύτρωσίν μου οἱ πτωχοὶ καὶ ταπεινοὶ τοῦ κόσμου καὶ ἂς εὐφρανθοῦν ὑπὸ τῆς πεποιθήσεως, ὅτι καὶ αὐτῶν προστάτης εἶναι ὁ Θεός· ζητήσατε ὁλοψύχως τὸν Θεὸν καὶ θὰ ζωογονηθῇ ἡ ψυχή σας πληρουμένη παρηγορίας καὶ θάρρους.
34 ὅτι εἰσήκουσε τῶν πενήτων ὁ Κύριος καὶ τοὺς πεπεδημένους αὐτοῦ οὐκ ἐξουδένωσεν. 34 Διότι ο Κυριος ακούει και κάνει δεκτάς τας προσευχάς των πτωχών και δεν καταφρονεί τους αλυσοδεμένους αιχμαλώτους του λαού του. 34 Ναί, θὰ πληρωθῆτε θάρρους καὶ χαρᾶς, διότι ὁ Κύριος εἱσήκουσε τὴν ἐπίκλησιν τῶν πτωχῶν καὶ τοὺς ἁλυσοδεμένους καὶ αἰχμαλώτους τοῦ λαοῦ του δὲν περιεφρόνησε.
35 αἰνεσάτωσαν αὐτὸν οἱ οὐρανοὶ καὶ ἡ γῆ, θάλασσα καὶ πάντα τὰ ἕρποντα ἐν αὐτῇ. 35 Ας δοξολογήσουν οι ουρανοί και η γη τον Θεόν, η θάλασσα και όλα όσα υπάρχουν εις αυτήν και διασχίζουν τα νερά της. 35 Ἂς τὸν ἀνυμνήσουν οἱ οὐρανοὶ καὶ ἡ γῆ, ἡ θάλασσα καὶ ὅλα ὅσα σύρονται καὶ ζοῦν ἐν αὐτῇ.
36 ὅτι ὁ Θεὸς σώσει τὴν Σιών, καὶ οἰκοδομηθήσονται αἱ πόλεις τῆς ᾿Ιουδαίας, καὶ κατοικήσουσιν ἐκεῖ καὶ κληρονομήσουσιν αὐτήν· 36 Διότι ο Θεός θα σώση την πόλιν Σιών και θα ανοικοδομηθούν αι πόλεις της Ιουδαίας και θα κατοικήσουν εις αυτας ως εις μόνιμον και οριστικήν των κληρονομίαν οι Ισραηλίται. 36 Διότι ὁ Θεὸς θὰ σώσῃ τὴν ἁγίαν πόλιν του Σιών, καὶ θὰ οἰκοδομηθοῦν αἱ κατεστραμμέναι πόλεις τῆς Ἰουδαίας καὶ θὰ κατοικήσουν ἐκεῖ καὶ θὰ τὴν καταλάβουν ὡς ἀναφαίρετον καὶ ὁριστικὴν κληρονομίαν των.
37 καὶ τὸ σπέρμα τῶν δούλων αὐτοῦ καθέξουσιν αὐτήν, καὶ οἱ ἀγαπῶντες τὸ ὄνομά σου κατασκηνώσουσιν ἐν αὐτῇ. 37 Και οι απόγονοι των δούλων σου αυτών θα συνεχίσουν να κατέχουν την γην αυτήν. Εκείνοι που αγαπούν το Ονομά σου, θα στήσουν μονίμως τας κατοικίας των εις την ιεράν γην της Επαγγελίας. 37 Καὶ οἱ ἀπόγονοι τῶν δούλων σου θὰ γίνουν κάτοχοί της, καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἀγαποῦν τὸ ὄνομά σου θὰ ἐγκαθιδρύσουν μονίμως ἐν αὐτῇ τὰ σκηνώματά των.