Τρίτη, 23 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:39
Δύση: 20:09
Πανσέληνος
114-252
16ος χρόνος, 5911η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΨΑΛΜΟΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 85 (ΠΕ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Προσευχὴ τῷ Δαυΐδ.
1 (Μασ. 86) ΚΛΙΝΟΝ, Κύριε, τὸ οὖς σου καὶ ἐπάκουσόν μου, ὅτι πτωχὸς καὶ πένης εἰμὶ ἐγώ. 1 (Μασ. 86) Κλίνε, Κυριε, το αυτί σου εις τα λόγια μου. Ακουσε με ευμένειαν την προσευχήν μου, διότι εγώ είμαι πτωχός και δυστυχής. 1 Σκύψε, Κύριε, ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ οὐρανοῦ, πλησίασε τὸ οὖς σου εἰς τὸ στόμα μου καὶ ἐπάκουσον τῆς προσευχῆς μου, διότι ἐγὼ εἶμαι ἄθλιος καὶ πτωχὸς καὶ τεταπεινωμένος.
2 φύλαξον τὴν ψυχήν μου, ὅτι ὅσιός εἰμι· σῶσον τὸν δοῦλόν σου, ὁ Θεός μου, τὸν ἐλπίζοντα ἐπὶ σέ. 2 Προφύλαξε την ζωήν μου από τους θανασίμους κινδύνους, διότι εις σε είμαι αφιερωμένος· ιδικός σου είμαι, Κυριε. Σώσε εμέ τον δούλον σου, ω Θεέ μου, ο οποίος έχω στηρίξει εις σε τας ελπίδας μου. 2 Προφύλαξε τὴν ψυχήν μου, διότι εἶμαι εὐλαβὴς καὶ ἀφωσιωμένος εἰς σέ. Σῶσον, ὦ Θεέ μου, τὸν δοῦλον σου, ὁ ὁποῖος ὅλην τὴν ἐλπίδα του στηρίζει ἐπὶ σοῦ.
3 ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι πρὸς σὲ κεκράξομαι ὅλην τὴν ἡμέραν. 3 Ελέησέ με, Κυριε, διότι δεν έπαυσα όλην την ημέραν να κράζω μετά πίστεως προς σέ. 3 Ἐλέησέ με, Κύριε· σπλαγχνίσου με, διότι καθ' ὅλην τὴν ἡμέραν δὲν ἔπαυσα νὰ κράζω πρὸς σὲ καὶ νὰ ζητῶ τὴν βοήθειάν σου.
4 εὔφρανον τὴν ψυχὴν τοῦ δούλου σου, ὅτι πρὸς σέ, Κύριε, ἦρα τὴν ψυχήν μου. 4 Γέμισε με χαράν και ευφροσύνην, την καρδίαν του δούλου σου, διότι προς σε εγώ ύψωσα την ψυχήν μου και εναπέθεσα την ζωήν μου. 4 Διασκέδασον τὴν λύπην, ἡ ὁποία μὲ πιέζει, καὶ γέμισε μὲ εὐφροσύνην τὴν ψυχὴν τοῦ δούλου σοῦ, διότι πρὸς σέ, Κύριε, ὕψωσα τὴν ψυχήν μου καὶ πρὸς σὲ ἀνέτεινα τὰς πνευματικάς μου δυνάμεις.
5 ὅτι σύ, Κύριε, χρηστὸς καὶ ἐπιεικὴς καὶ πολυέλεος πᾶσι τοῖς ἐπικαλουμένοις σε. 5 Διότι συ, Κυριε, είσαι ευεργετικός και αγαθός, επιεικής και πολυέλεος προς όλους εκείνους, οι οποίοι σε επικαλούνται με θερμήν προσευχήν. 5 Διότι σύ, Κύριε, εἶσαι καλοκάγαθος καὶ ἐπιεικὴς καὶ πολυέλεος πρὸς ὅλους, ὅσοι σὲ ἐπικαλοῦνται.
6 ἐνώτισαι, Κύριε, τὴν προσευχήν μου καὶ πρόσχες τῇ φωνῇ τῆς δεήσεώς μου. 6 Ακουσε, Κυριε, την προσευχήν μου, δώσε προσοχήν εις την φωνήν της δεήσεώς μου. 6 Εὐδόκησον, Κύριε, νὰ δεχθῇς εἰς τὰ ὦτα σου καὶ να εἰσακούσῃς τὴν προσευχήν μου· λάβε ἐνδιαφέρον καὶ δῶσε προσοχὴν εἰς τὴν φωνὴν τῆς παρακλήσεως καὶ ἱκεσίας μου.
7 ἐν ἡμέρᾳ θλίψεώς μου ἐκέκραξα πρὸς σέ, ὅτι ἐπήκουσάς μου. 7 Και άλλοτε, εις περίοδον θλίψεώς μου, έκραξα δια της προσευχής μου προς σε και με ήκουσες. Ετσι και τώρα, Κυριε, κάμε δεκτήν την προσευχήν μου. 7 Προσφεύγω εἰς σὲ ἐνθαρρυνόμενος ἀπὸ τὴν πεῖραν τοῦ παρελθόντος. Εἰς κάθε περίστασιν ὅπου διετέλουν ἐν θλίψει, ἐβόησα πρὸς σέ, διότι μὲ ἐπήκουσες καὶ ἔκαμες δεκτὴν τὴν προσευχήν μου.
8 οὐκ ἔστιν ὅμοιός σοι ἐν θεοῖς, Κύριε, καὶ οὐκ ἔστι κατὰ τὰ ἔργα σου. 8 Κανένας από τους θεούς των ειδωλολατρικών λαών δεν ημπορεί να συγκριθή με σένα, Κυριε. Κανένα έργον αυτών δεν ημπορεί να συγκριθή με τα ιδικά σου πανθαύμαστα έργα. 8 Καὶ εἰς ποῖον ἄλλον νὰ προσφύγω, Κύριε; Δὲν ὑπάρχει κανεὶς ὅμοιός σου μεταξὺ τῶν ψευδοθεῶν τοῦ κόσμου· καὶ δὲν ὑπάρχει κανεὶς δυνάμενος να συγκριθῇ πρὸς σὲ κατὰ τὰ μεγάλα καὶ θαυμαστὰ κατορθώματά σου.
9 πάντα τὰ ἔθνη, ὅσα ἐποίησας, ἥξουσι καὶ προσκυνήσουσιν ἐνώπιόν σου, Κύριε, καὶ δοξάσουσι τὸ ὄνομά σου. 9 Ολα τα έθνη, τα οποία συ εδημιούργησες, και αυτά τα ειδωλολατρικά, θα έλθουν και θα προσκυνήσουν ενώπιόν σου. Κυριε, και θα δοξολογήσουν το Ονομά σου. 9 Θὰ ἔλθῃ καιρός, κατὰ τὸν ὁποῖον ὅλα ἀνεξαιρέτως τὰ ἔθνη, τὰ ὁποῖα σὺ ἐποίησας, θὰ ἔλθουν καὶ θὰ προσκυνήσουν πρὸ τῶν ποδῶν σου, Κύριε, καὶ θὰ δοξάσουν τὸ ὄνομά σου.
10 ὅτι μέγας εἶ σὺ καὶ ποιῶν θαυμάσια, σὺ εἶ Θεὸς μόνος. 10 Διότι συ είσαι μέγας και κάνεις πάντοτε έργα άξια παντός θαυμασμού. Συ είσαι ο μόνος αληθινός και τέλειος Θεός. 10 Διότι μέγας εἶσαι σὺ καὶ συνεχῶς ποιεῖς θαυμάσια καὶ καταπληκτικὰ ἔργα. Σὺ μόνος εἶσαι Θεὸς καὶ δὲν ὑπάρχει ἄλλος Θεὸς ἐκτὸς ἀπὸ σέ.
11 ὁδήγησόν με, Κύριε, ἐν τῇ ὁδῷ σου, καὶ πορεύσομαι ἐν τῇ ἀληθείᾳ σου· εὐφρανθήτω ἡ καρδία μου τοῦ φοβεῖσθαι τὸ ὄνομά σου. 11 Οδήγησέ με, Κυριε, στον δρόμον των εντολών σου και εγώ θα πορεύωμαι και θα φέρωμαι σύμφωνα με την αλήθειάν σου. Θα ευφρανθή η καρδία μου πλημμυρισμένη με τον ιερόν σεβασμόν προς το Ονομά σου. 11 Ὁδήγησέ με, Κύριε, εἰς τὸν δρόμον τῶν ἐντολῶν σου, τὸν ἀρεστὸν εἰς σέ, καὶ τότε θὰ πορεύωμαι καὶ θὰ πολιτεύωμαι φωτιζόμενος ὑπὸ τῆς ἀληθείας σου. Ἂς εὑρίσκῃ τὴν εὐφροσύνην της καὶ τὴν ἀγαλλίασίν της ἡ καρδία μου εἰς τὸ νὰ φοβῆται τὸ ὄνομά σου, καὶ ἡ εὐδαιμονία μου ἂς ἔχῃ θεμέλιον καὶ πηγὴν τὴν πρὸς σὲ εὐλάβειάν μου.
12 ἐξομολογήσομαί σοι, Κύριε ὁ Θεός μου, ἐν ὅλῃ καρδίᾳ μου, καὶ δοξάσω τὸ ὄνομά σου εἰς τὸν αἰῶνα. 12 Θα σε δοξολογώ, Κυριε και Θεέ μου, με όλην μου την καρδίαν και θα δοξάζω πάντοτε το πανένδοζον Ονομά σου. 12 Θὰ σὲ ἀνυμνῶ μὲ ὅλην μου τὴν καρδίαν, Κύριε, ὁ ὁποῖος εἶσαι ὁ μόνος Θεός μου, καὶ θὰ δοξάζω τὸ ὄνομά σου αἰωνίως.
13 ὅτι τὸ ἔλεός σου μέγα ἐπ᾿ ἐμὲ καὶ ἐρρύσω τὴν ψυχήν μου ἐξ ᾅδου κατωτάτου. 13 Διότι μέγα είναι το έλεος, που έδειξες προς εμέ, αφού έσωσες την ζωήν μου από βέβαιον θάνατον, από αυτόν τον βαθύτατον άδην. 13 Διότι τὸ ἔλεος ποὺ ἔδειξες πρὸς ἐμὲ ὑπῆρξε μέγα, καὶ ἐγλύτωσες τὴν ζωήν μου ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ Ἅδου καὶ ἐκ βεβαίου θανάτου ἔσωσας αὐτήν.
14 ὁ Θεός, παράνομοι ἐπανέστησαν ἐπ᾿ ἐμέ, καὶ συναγωγὴ κραταιῶν ἐζήτησαν τὴν ψυχήν μου καὶ οὐ προέθεντό σε ἐνώπιον αὐτῶν. 14 Ω Θεέ μου, άνθρωποι παράνομοι επανεστάτησαν εναντίον μου και συμμορία ισχυρών ανδρών εζήτησαν να μου αφαιρέσουν την ζωήν, και δεν έλαβαν καθόλου υπ' όψιν των σέ, τον δίκαιον Θεόν. 14 Ὦ Θεέ μου, ἄνθρωποι ὑπερηφάνως ἀθετοῦντες τὸν νόμον σου ἐπανεστάτησαν κατ’ ἐμοῦ καὶ σύναξις ἰσχυρῶν, ποὺ χρησιμοποιοῦν τὸ κράτος, τῆς βίας, ἐζήτησαν να ἀφανίσουν τὴν ζωήν μου καὶ δὲν ἔθεσαν πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν των οὐδὲ ἐλογάριασαν, ὅτι ὑπάρχεις σύ, ὁ δίκαιος Κριτής.
15 καὶ σύ, Κύριε ὁ Θεός μου, οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων, μακρόθυμος καὶ πολυέλεος καὶ ἀληθινός. 15 Συ όμως, Κυριε και Θεέ μου, είσαι ευσπλαγχνικός, ελεήμων, μακρόθυμος, πολυέλεος και αληθινός πάντοτε εις όσα λέγεις. 15 Σὺ ὅμως, Κύριε, τὸν ὁποῖον ὡς τὸν μόνον Θεόν μου λατρεύω, εἶσαι εὐσπλαγχνικὸς καὶ ἐλεήμων, μακρόθυμος καὶ πολυέλεος καὶ φιλαλήθης, πιστῶς ἐκτελῶν τὰς ὑποσχέσεις σου.
16 ἐπίβλεψον ἐπ᾿ ἐμὲ καὶ ἐλέησόν με, δὸς τὸ κράτος σου τῷ παιδί σου καὶ σῶσον τὸν υἱὸν τῆς παιδίσκης σου. 16 Ριψε, λοιπόν, ευμενές βλέμμα εις εμέ και ελέησέ με. Δώσε την δύναμίν σου εις εμέ τον δούλον σου και σώσε εμέ, τον υιόν της δούλης σου, της μητρός μου. 16 Ρίψε εὐμενὲς καὶ προστατευτικὸν τὸ βλέμμα σου ἐπ’ ἐμοῦ καὶ ἐλέησόν με. Δῶσε εἰς τὸν δοῦλον σου τὴν ἐνίσχυσιν τῆς κραταιᾶς καὶ ἀκαταγωνίστου δυνάμεώς σου, καὶ σῶσε τὸν υἱὸν τῆς δούλης σου, διότι καὶ ἡ μήτηρ μου εἰς σὲ ἀνῆκε καὶ ὄχι μόνον ἐγώ, ἄλλα καὶ οἱ πρόγονοί μου ἦσαν λάτρεις σου καὶ δοῦλοι σου.
17 ποίησον μετ᾿ ἐμοῦ σημεῖον εἰς ἀγαθόν, καὶ ἰδέτωσαν οἱ μισοῦντές με καὶ αἰσχυνθήτωσαν, ὅτι σύ, Κύριε, ἐβοήθησάς μοι καὶ παρεκάλεσάς με. 17 Καμε προς σωτηρίαν μου έκτακτον θαύμα, ας το ίδουν αυτοί, οι οποίοι με μισούν και ας κατεντροπιασθούν, διότι συ, Κυριε, πράγματι με εβοήθησες εις την θλίψιν μου και με παρηγόρησες. 17 Ποίησον ὑπὲρ ἐμοῦ ἔκτακτον τινα θαυματουργίαν ἐξυπηρετοῦσαν τὸ ἀγαθὸν καὶ τὴν βελτίωσιν τῆς καταστάσεώς μου, καὶ ἂς ἴδουν ταύτην αὐτοί, οἱ ὁποῖοι μὲ μισοῦν καὶ ἂς καταισχυνθοῦν πειθόμενοι καὶ πληροφορούμενοι ὑπὸ τῶν πραγμάτων, ὅτι σύ, Κύριε, μὲ ἐβοήθησες καὶ μὲ παρηγόρησες.