Τρίτη, 23 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:39
Δύση: 20:09
Πανσέληνος
114-252
16ος χρόνος, 5911η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΨΑΛΜΟΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 136 (ΡΛϚ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Τῷ Δαυΐδ ῾Ιερεμίου.
1 (Μασ. 137) ΕΠΙ τῶν ποταμῶν Βαβυλῶνος ἐκεῖ ἐκαθίσαμεν καὶ ἐκλαύσαμεν ἐν τῷ μνησθῆναι ἡμᾶς τῆς Σιών. 1 (Μασ. 137) Εις τας όχθας των ποταμών της Βαβυλώνος εκεί εκαθήσαμεν δούλοι και εξόριστοι και εκλαύσαμεν ενθυμούμενοι την Ιερουσαλήμ. 1 Επὶ τῶν ποταμῶν τῆς Βαβυλῶνος παρὰ τὰς ὄχθας τοῦ Εὐφράτου, τοῦ Τίγρητος καὶ τῶν παραποτάμων των ἐκαθήσαμεν θλιμμένοι καὶ ἐκλαύσαμεν, ὅταν ἐνεθυμήθημεν ἡμεῖς οἱ αἰχμάλωτοι τὴν προσφιλῆ μας Σιών.
2 ἐπὶ ταῖς ἰτέαις ἐν μέσῳ αὐτῆς ἐκρεμάσαμεν τὰ ὄργανα ἡμῶν· 2 Εις τας ιτέας, που υψώνονται εις τας όχθας των ποταμών, οι οποίοι διαρρέουν την χώραν, εκρεμάσαμεν θλιμμένοι τα μουσικά μας όργανα. 2 Ἐπὶ τῶν ἰτεῶν, αἵτινες ὑψοῦνται παρὰ τὰς ὄχθας τῶν ποταμῶν ποὺ ρέουν ἐν μέσῳ τῆς χώρας ταύτης, ἐκρεμάσαμεν τὰ εἰς τὴν λατρείαν χρησιμοποιούμενα ὄργανά μας-
3 ὅτι ἐκεῖ ἐπηρώτησαν ἡμᾶς οἱ αἰχμαλωτεύσαντες ἡμᾶς λόγους ᾠδῶν καὶ οἱ ἀπαγαγόντες ἡμᾶς ὕμνον· ᾄσατε ἡμῖν ἐκ τῶν ᾠδῶν Σιών. 3 Και τούτο, διότι αυτοί οι οποίοι μας είχαν αιχμαλωτίσει και μεταφέρει εις την Βαβυλώνα, μας εζήτησαν εκεί να ψάλωμεν τα ιερά άσματα. Αυτοί που μας είχαν απαγάγει αιχμαλώτους από την πατρίδα μας, εζήτησαν να τους ψάλωμεν τους ιερούς ύμνους και μας έλεγαν· Ψαλατε εις ημάς από τα άσματα της πατρίδος σας, της Σιών! 3 καὶ τοῦτο διότι ἐκεῖ μᾶς ἐζήτησαν αὐτοί, οἱ ὁποῖοι μᾶς ἠχμαλωτισαν, ᾠδὰς διὰ τοῦ στόματος ἒν τῇ ἱερᾷ λατρείᾳ ᾀδομένας, καὶ αὐτοὶ ποὺ μᾶς ἀπήγαγον ἀπὸ τὴν πατρίδα μας μᾶς ἐζήτησαν ὕμνον μουσικὸν καὶ ἐναρμόνιον· τραγῳδήσατε πρὸς διασκέδασίν μας, ἔλεγον, ἀπὸ τὰ ᾄσματα ποὺ ἐψάλλετε, ὅταν ἦσθε εἰς τὴν Σιών.
4 πῶς ᾄσωμεν τὴν ᾠδὴν Κυρίου ἐπὶ γῆς ἀλλοτρίας; 4 Και ημείς είπομεν· Πως θα ψάλλωμεν την ιεράν ωδήν του Κυρίου εις ξένην ειδωλολατρικήν χώραν και θα λησμονήσωμεν την πατρίδα μας; 4 Πῶς θὰ ψάλω τὴν ἱερὰν ᾠδήν τοῦ Κυρίου, ἥτις μόνον εἰς ἱερὸν χῶρον πρέπει νὰ ἀκούεται, πῶς θὰ τὴν ψάλω εἰς χώραν ξένην, μολυσμένην ὑπὸ τῆς λατρείας ψευδῶν θεῶν;
5 ἐὰν ἐπιλάθωμαί σου, ῾Ιερουσαλήμ, ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου· 5 Εάν σε λησμονήσω, ω Ιερουσαλήμ, και θελήσω να ψάλλω με την συνοδείαν μουσικών οργάνων, εδώ εις την ξένην χώραν, ας γίνη αναίσθητος και παράλυτος η δεξιά μου χείρ. 5 Ἐὰν ἐγὼ ὁ αἰχμάλωτος εἰς τὴν Βαβυλῶνα Ἰσραηλίτης σὲ λησμονήσω, ὦ Ἱερουσαλήμ, εἴθε τότε νὰ λησμονηθῇ ἡ δεξιά μου, ἀποξηραινομένη ὥστε νὰ μὴ τὴν αἰσθάνωμαι πλέον καὶ νὰ εἶναι ἀνίκανος ὅπως παίζῃ τὰ ἱερὰ ὄργανα.
6 κολληθείη ἡ γλῶσσά μου τῷ λάρυγγί μου, ἐὰν μή σου μνησθῶ, ἐὰν μὴ προανατάξωμαι τὴν ῾Ιερουσαλὴμ ὡς ἐν ἀρχῇ τῆς εὐφροσύνης μου. 6 Η γλώσσα μου, που θα τολμήση να ψάλλη τας ιεράς ωδάς, ας κολλήση στον λάρυγγά μου, εάν δεν σε ενθυμηθώ, εάν δεν προτάξω σε την Ιερουσαλήμ, ως την υψίστην χαράν και αγαλλίασιν της καρδίας μου. 6 Ἐὰν δὲν σὲ ἐνθυμηθῶ, ἂς κολλήσῃ ἡ γλῶσσα μου εἰς τὸν λάρυγγά μου, ὥστε νὰ μὴ εἶναι δυνατὸν νὰ ψάλω, ἂς γίνω βωβός, ἐὰν δὲν προτάξω τὴν Ἱερουσαλὴμ ὡς ὑψίστην χαράν μου, καὶ ὡς ἀρχὴν καὶ κολοφῶνα οἱασδήποτε εὐφροσύνης μου.
7 μνήσθητι, Κύριε, τῶν υἱῶν ᾿Εδὼμ τὴν ἡμέραν ῾Ιερουσαλὴμ τῶν λεγόντων· ἐκκενοῦτε, ἐκκενοῦτε, ἕως τῶν θεμελίων αὐτῆς. 7 Ενθυμήσου, Κυριε, και τιμώρησε τους εχθρούς μας τους Ιδουμαίους, οι οποίοι κατά την τραγικήν εκείνην ημέραν, που κατεστράφη η Ιερουσαλήμ, έλεγαν προς τους εχθρούς μας· Αδειάσατέ την, αδειάσατε την Ιερουσαλήμ από τους κατοίκους, καταστρέψατέ την από τα θεμέλιά της. 7 Ἐνθυμήσου, Κύριε, καὶ τιμώρησε σὺ τοὺς Ἰδουμαίους, οἵτινες κατὰ τὴν ἀποφράδα ἐκείνην ἡμέραν, ποὺ ἐκυριεύθη καὶ κατεστράφη ἡ Ἱερουσαλήμ, ἔλεγον πρὸς τοὺς Βαβυλωνίους κατακτητάς: Κατακρημνίζετε καὶ ἀδειάζετε τὸ ἔδαφος τῆς Ἱερουσαλὴμ μέχρι τῶν θεμελίων της.
8 θυγάτηρ Βαβυλῶνος ἡ ταλαίπωρος, μακάριος ὃς ἀνταποδώσει σοι τὸ ἀνταπόδομά σου, ὃ ἀνταπέδωκας ἡμῖν· 8 Δυστυχία εις σέ, ταλαίπωρος και αθλία Βαβυλών, δια την έπαρσίν σου και τας αδικίας που έχεις κάμει! Μακάριος θα είναι εκείνος, ο οποίος θα σου ανταποδώση ο,τι έκαμες εις ημάς, τα δεινά, τα οποία έπραξες εις βάρος μας. 8 Ταλαίπωρος Βαβυλών· μακάριος εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος θὰ σοῦ ἀνταποδώσῃ ὅ,τι μᾶς ἔκαμες, ἀνταμείβων σὲ μὲ τὴν αὐτὴν πληρωμήν, μὲ τὴν ὁποίαν μᾶς ἐτιμώρησες.
9 μακάριος ὃς κρατήσει καὶ ἐδαφιεῖ τὰ νήπιά σου πρὸς τὴν πέτραν. 9 Μακάριος θα είναι εκείνος, ο οποίος θα κρατήση εις τας χείρας του τα βρέφη σου και θα τα συντρίψη κτυπών αυτά στους βράχους. 9 Μακάριος εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος θὰ ἁρπάσῃ δυνατὰ εἰς τὰς χεῖρας του καὶ θὰ συντρίψῃ τὰ νήπιά σου ἐκσφενδονίζων αὐτὰ ἐπὶ τῶν πετρῶν.