Σάββατο, 20 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:43
Δύση: 20:06
Σελ. 12 ημ.
111-255
16ος χρόνος, 5908η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΨΑΛΜΟΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 89 (ΠΘ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Προσευχὴ τοῦ Μωυσῆ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ.
1 (Μασ. 90) ΚΥΡΙΕ, καταφυγὴ ἐγενήθης ἡμῖν ἐν γενεᾷ καὶ γενεᾷ· 1 (Μασ. 90) Κυριε, συ από γενεάς εις γενεάν, μέχρι και των ημερών μας, υπήρξες το ασφαλές καταφύγιόν μας εις όλας τας περιστάσεις της ζωής μας. 1 Κύριε, ὑπῆρξας τὸ καταφύγιόν μας, ἀπὸ τῆς μιᾶς γενεᾶς εἰς τὴν ἄλλην, καθ’ ὅλα τὰ ἔτη τῆς ὑπάρξεώς μας καὶ καθ’ ὅλας τὰς γενεᾶς.
2 πρὸ τοῦ ὄρη γενηθῆναι καὶ πλασθῆναι τὴν γῆν καὶ τὴν οἰκουμένην, καὶ ἀπὸ τοῦ αἰῶνος καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος σὺ εἶ. 2 Πριν γίνουν τα όρη και πριν διαμορφωθή η γη και η οικουμένη, προ πάντων των αιώνων συ υπήρχες, υπάρχεις και θα υπάρχης. 2 Προτοῦ νὰ γίνουν τὰ ὅρη καὶ προτοῦ πλασθῇ ἡ γῆ καὶ ἡ οἰκουμένη καὶ ἀπὸ τῆς ἀνάρχου αἰωνιότητος καὶ μέχρι τῆς ἀτελευτήτου αἰωνιότητος τοῦ μέλλοντος σὺ ὑπάρχεις, ἄναρχος καὶ ἀτελεύτητος.
3 μὴ ἀποστρέψῃς ἄνθρωπον εἰς ταπείνωσιν· καὶ εἶπας· ἐπιστρέψατε υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων. 3 Μη επιτρέψης, Κυριε, να επανέλθη ο άνθρωπος δια της αμαρτίας στον εξευτελισμόν και τον όλεθρον. Συ είπες· επιστρέψατε δια της μετανοίας, ω άνθρωποι, προς εμέ, δια να έχετε ζωήν και ευλογίαν. 3 Δὸς λοιπὸν καὶ εἰς ἡμᾶς, Κύριε, ὀλίγον ἀκόιμη χρόνον ζωῆς. Μὴ ἐπιτρέψῃς νὰ ἀποστραφῇ καὶ νὰ καταπέσῃ εἰς τὴν βαθυτάτην καὶ ἀμετάκλητον ταπείνωσιν τοῦ θανάτου ὁ ἄνθρωπος, ὁ περὶ ἐμὲ ἐννοῶ λαός· καὶ μὴ ἐπιτρέψῃς τοῦτο σύ, ποὺ εἶπες πρὸς αὐτούς· ἐπιστρέψατε εἰς τὴν ζωήν, ὦ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων.
4 ὅτι χίλια ἔτη ἐν ὀφθαλμοῖς σου ὡς ἡμέρα ἡ ἐχθές, ἥτις διῆλθε, καὶ φυλακὴ ἐν νυκτί. 4 Χιλια έτη της ζωής μας, δια σε τον προαιώνιον Θεόν είναι μία ημέρα, ωσάν η χθεσινή, η οποία επέρασε. Μάλλον δε σαν ένα τετράωρον νυκτερινής φρουράς. 4 Χάρισέ μας ὀλίγας σταγόνας χρόνου ἀπὸ τὸν ὠκεανὸν τῆς αἰωνιότητός σου. Διότι χίλια ἔτη διὰ σὲ εἶναι σὰν τὴν χθεσινὴν ἡμέραν, ἡ ὁποία ἐπέρασε, μᾶλλον δὲ σὰν τὸ τρίωρον μιᾶς νυκτερινῆς φρουρᾶς.
5 τὰ ἐξουδενώματα αὐτῶν ἔτη ἔσονται. τὸ πρωΐ ὡσεὶ χλόη παρέλθοι, 5 Η εξουδενωμένη όμως από τας αθλιότητας και τας αμαρτίας ζωή των ανθρώπων, ολίγα μόνον έτη διαρκεί είναι ωσάν την χλόην, η οποία βλαστάνει το πρωϊ και ταχέως παρέρχεται. 5 Τουναντίον ἡ ἐξουδενωμένη καὶ πλήρης ἀθλιοτήτων καὶ ταπεινώσεων ζωὴ τῶν ἀνθρώπων δὲν εἶναι παρὰ ὀλίγα ἔτη. Σὰν τὴν χλόην, ἡ ὁποία βλαστάνει τὴν πρωΐαν καὶ παρέρχεται.
6 τὸ πρωΐ ἀνθήσαι καὶ παρέλθοι, τὸ ἑσπέρας ἀποπέσοι, σκληρυνθείη καὶ ξηρανθείη. 6 Το πρωϊ, πριν ανατείλη ο ήλιος, θα ανθίση και όταν το καύμα του ηλίου την κτυπήση, θα μαρανθή και θα πέση, θα σκληρυνθή και θα ξηρανθή. 6 Τὸ πρωΐ, πρὸ τῆς ἀνατολῆς τοῦ ἡλίου, θ’ ἀνθήσῃ, καὶ ὅταν ὁ καύσων τοῦ ἡλίου τὴν προσβάλῃ μαραινομένη θὰ παρέλθῃ· τὸ ἑσπέρας θὰ ἀποπέσῃ τὸ ἄνθος της, θὰ σκληρυνθῇ καὶ θὰ ξηρανθῇ. Οὕτω συμβαίνει καὶ μὲ ἡμᾶς καὶ τόσον συντόμως κόπτεται τὸ νῆμα τῆς ζωῆς μας.
7 ὅτι ἐξελίπομεν ἐν τῇ ὀργῇ σου καὶ ἐν τῷ θυμῷ σου ἐταράχθημεν. 7 Ετσι συνέβη και με ημάς, που είμεθα λαός σου. Εξωλοθρεύθημεν ένεκα της οργής σου. Συνεταράγθημεν από τον μεγάλον σου θυμόν. 7 Διότι εἰς τὴν ἔρημον ἐκινδυνεύσαμεν νὰ χαθῶμεν καὶ νὰ ἑξαφανισθῶμεν ἕνεκα τῆς ὀργῆς σου, καὶ κατελήφθημεν ἀπὸ τρόμον καὶ ταραχὴν ἐξ αἰτίας τοῦ φόβου, ποὺ μᾶς προεκάλεσεν ὁ θυμός σου.
8 ἔθου τὰς ἀνομίας ἡμῶν ἐναντίον σου· αἰὼν ἡμῶν εἰς φωτισμὸν τοῦ προσώπου σου. 8 Εβαλες εμπρός εις τα μάτια μας όλας τας αμαρτίας και αθλιότητάς μας. Ολόκληρος η ζωη μας ευρίσκεται κάτω από το απαστράπτον φως, που εκπέμπει το πρόσωπόν σου. 8 Ἔθεσες ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν σου γυμνὰς τὰς ἀνομίας μας. Δὲν διαφεύγει τίποτε ἀπὸ τὸ ὄμμα σου. Καὶ ὁ αἰὼν τοῦ βίου μας, ὁλόκληρος ἡ κατὰ τὴν ζωήν μας διαγωγὴ εἶναι φανερὰ εἰς τὸ ἀπαστράπτον φῶς, τὸ ὁποῖον ἐκπέμπεται ἀπὸ τὸ πρόσωπόν σου.
9 ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι ἡμῶν ἐξέλιπον, καὶ ἐν τῇ ὀργῇ σου ἐξελίπομεν· τὰ ἔτη ἡμῶν ὡσεὶ ἀράχνη ἐμελέτων. 9 Ακριβώς, διότι όλαι αι ημέραι μας εχάθησαν ματαίως, δια τούτο τώρα εξαφανιζόμεθα υπό της οργής σου. Τα χρόνια μας είναι γεμάτα από ματαίους και αμαρτωλούς διαλογισμούς. Ομοιάζουν με τον ιστόν της αράχνης, που ευκολώτατα διαλύεται. 9 Ἐπειδὴ δὲ ὅλαι αἱ ἡμέραι μᾶς παρῆλθον καὶ ἐχάθησαν ἀκάρπως, δι' αὐτὸ καὶ ἡμεῖς ἑξαφανιζόμεθα ἀπὸ τὴν ὀργήν σου. Τὰ ἔτη μας εἶναι γεμᾶτα μελέτην καὶ μόχθους καὶ προσπαθείας ἀτελεσφορήτους καὶ ματαίας, παρομοίως πρὸς τὸν μόχθον τῆς ἀράχνης, ἡ ὁποία πλέκει κενοὺς καὶ εὐδιαλύτους ἱστούς.
10 αἱ ἡμέραι τῶν ἐτῶν ἡμῶν ἐν αὐτοῖς ἑβδομήκοντα ἔτη, ἐὰν δὲ ἐν δυναστείαις, ὀγδοήκοντα ἔτη, καὶ τὸ πλεῖον αὐτῶν κόπος καὶ πόνος· ὅτι ἐπῆλθε πρᾳότης ἐφ᾿ ἡμᾶς, καὶ παιδευθησόμεθα. 10 Ολαι αι ημέραι των ετών της ζωής μας ανέρχονται περίπου εις εβδομήκοντα έτη. Εάν δε κανείς έχη ισχυράν κράσιν ημπορεί να φθάση εις τα ογδοήκοντα έτη. Τα πέραν τούτων είναι κόπος και ταλαιπωρία. Διότι λόγω του γήρατος επέρχεται σιγά σιγά η κατάπτωσις των σωματικών και ψυχικών δυνάμεων και ταλαιπωρούμεθα. 10 Ὅσον δ’ ἀφορᾷ εἰς τὰς ἡμέρας τῶν ἐτῶν μας, ὅλον τὸ ἄθροισμά των ὁμοῦ λαμβανόμενον, εἶναι ἑβδομήκοντα ἔτη· ἐὰν δὲ κανεὶς ἔχῃ τὴν κᾶσιν ἰσχυρὰν καὶ δυνατήν, αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς τοῦ φθάνουν τὰ ὀγδοήκοντα ἔτη. Καὶ τὸ περισσότερον τῶν ἐτῶν αὐτῶν εἶναι κόπος καὶ γεροντικὴ ἀδυναμία καὶ πόνοι καὶ ζωὴ βασανισμένη. Διότι πέραν τῶν ὀγδοήκοντα ἐτῶν ἐπέρχεται εἰς ἡμᾶς χαλάρωσις τῶν σωματικῶν καὶ πνευματικῶν μας δυνάμεων καὶ παιδευόμεθα μᾶλλον, παρὰ ἀπολαμβάνομεν εὐχάριστον ζωήν.
11 τίς γινώσκει τὸ κράτος τῆς ὀργῆς σου καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου σου τὸν θυμόν σου ἐξαριθμήσασθαι; 11 Ποιός, προς συνετισμόν και διόρθωσίν του, έχει κατανοήσει, όσον πρέπει, το μέγεθος της οργής σου; Ποιός ημπορεί να υπολογίση τον θυμόν σου με το ευλαβές ιερόν δέος, που εμπνέει ο σεβασμός προς σέ; 11 Ποῖος ἀντιλαμβάνεται καὶ ἐννοεῖ πόσον ἰσχυρὰ καὶ κραταιὰ εἶναι ἡ ὀργή σου, ὥστε ἐκ τῆς κατανοήσεως ταύτης νὰ ἀντλῇ σωτήρια μαθήματα; Καὶ ποῖος εἶναι εἰς θέσιν νὰ ἐξαριθμήσῃ καὶ νὰ ἀναμετρήσῃ τὸν θυμόν σου, σύμφωνα μὲ τὸν ἁρμόζοντα εἰς σὲ τρόμον καὶ φόβον; Τόσοι ἐθανατώθησαν ἐν τῇ ἐρήμῳ κατὰ διαφόρους περιστάσεις πληγέντες ὑπὸ τῆς ὀργῆς σου. Ποῖος ἀπὸ τοὺς ἐπιζῶντας Ἰσραηλίτας εἶναι εἰς θέσιν νὰ κατανοήσῃ τὰ φοβερὰ αὐτὰ μαθήματα, τὰ ἀποκαλύπτοντα πόσον μισεῖς καὶ τιμωρεῖς τὴν ἁμαρτίαν;
12 τὴν δεξιάν σου οὕτω γνώρισόν μοι καὶ τοὺς πεπαιδευμένους τῇ καρδίᾳ ἐν σοφίᾳ. 12 Την παντοδύναμον δεξιάν σου, η οποία τιμωρεί και παιδαγωγεί, κατάστησέ μου την γνωστήν με την σοφήν παιδαγωγίαν σου. Γνώρισέ μου δε και τους μορφωμένους κατά την καρδίαν εις την αληθινήν σοφίαν, δια να αποκτήσω και εγώ από αυτούς σοφίαν. 12 Τὴν δεξιάν σου, ἡ ὁποία ἐπιφέρει τρομερὰς τιμωρίας κατὰ τοῦ κακοῦ, ἀλλὰ καὶ πατρικῶς παιδεύει τοὺς ἀνθρώπους, κατάστησέ μού την γνωστὴν διὰ τῆς σοφῆς παιδαγωγίας σου, ὥστε νὰ φοβοῦμαι τὸ ὄνομά σου καὶ νὰ ἐλπίζω εἰς τὴν πρόνοιάν σου. Γνώρισόν μοι δὲ καὶ τοὺς πεπαιδευμένους κατὰ τὴν καρδίαν μὲ σοφίαν ἀληθῆ, ὥστε νὰ κατανοοῦν τὰ πανθαυμαστὰ ἔργα σου, διὰ νὰ σοφισθῶ καὶ ἐγὼ ἀπὸ αὐτούς.
13 ἐπίστρεψον, Κύριε· ἕως πότε; καὶ παρακλήθητι ἐπὶ τοῖς δούλοις σου. 13 Στρέψε, Κυριε, ευμενές και ιλαρόν το πρόσωπόν σου εις ημάς. Εως πότε θα οργίζεσαι εναντίον μας; Δέξου τας παρακλήσεις των δούλων σου. 13 Ἐπίστρεψον καὶ ἐπάνελθε πρὸς τὸν λαόν σου, Κύριε. Ἕως πότε θὰ ὀργίζεσαι; Καὶ γενοῦ ἵλεως καὶ συμπαθὴς πρὸς τοὺς δούλους σου.
14 ἐνεπλήσθημεν τὸ πρωΐ τοῦ ἐλέους σου, Κύριε, καὶ ἠγαλλιασάμεθα καὶ εὐφράνθημεν ἐν πάσαις ταῖς ἡμέραις ἡμῶν· εὐφρανθείημεν 14 Ευδόκησες Κυριε, να γεμίσωμεν ταχέως από το έλεός σου. Ας σκιρτήσωμεν από χαράν και αγαλλίασιν όλας τας ημέρας της ζωής μας. 14 Ἂς ἐμπλησθῶμεν ταχέως ἀπὸ τὸ ἔλεος καὶ τὴν εὐσπλαγχνίαν σου, Κύριε, καὶ ἂς σκιρτήσωμεν ἐξ ἀγαλλιάσεως καὶ ἂς εὐφρανθῶμεν καθ’ ὅλας τὰς ἡμέρας μας.
15 ἀνθ᾿ ὧν ἡμερῶν ἐταπείνωσας ἡμᾶς, ἐτῶν, ὧν εἴδομεν κακά. 15 Είθε να ευφρανθώμεν, αντί των ημερών, κατά τας οποίας μας ετιμώρησες και μας εταπείνωσες, αντί των ετών, κατά τα οποία εδοκιμάσαμεν θλίψεις και κακοπαθείας. 15 Εἴθε νὰ εὐφρανθῶμεν ἀντὶ τῶν ἡμερῶν, κατὰ τὰς ὁποίας μᾶς ἐταπείνωσας, ἀντὶ τῶν ἐτῶν, κατὰ τὰ ὁποῖα εἴδομεν καὶ ἐδοκιμάσαμεν θλίψεις καὶ κακοπαθείας.
16 καὶ ἴδε ἐπὶ τοὺς δούλους σου καὶ ἐπὶ τὰ ἔργα σου καὶ ὁδήγησον τοὺς υἱοὺς αὐτῶν, 16 Κυτταξε με συμπάθειαν τους δούλους σου Ισραηλίτας, ιδέ τα προς χάριν αυτών έργα των χειρών σου και καθοδήγησε τους απογόνους του Ιακώβ εις δρόμους σωτηρίας. 16 Καὶ ἴδε εὐσπλάγχνως καὶ συμπαθῶς ἐπὶ τοὺς δούλους σου καὶ ἐπὶ τὰ ἔργα, τὰ ὁποῖα εἰργάσθης πρὸς ἀπελευθέρωσιν τῶν ἐκ τῆς Αἰγύπτου καὶ πρὸς ἀποκατάστασιν αὐτῶν. Καὶ ὁδήγησον τοὺς υἱούς των εἰς τὴν ὁδὸν τοῦ νόμου σου καὶ εἰς τὴν κληρονομίαν τῶν ἐπαγγελιῶν σου.
17 καὶ ἔστω ἡ λαμπρότης Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἐφ᾿ ἡμᾶς, καὶ τὰ ἔργα τῶν χειρῶν ἡμῶν κατεύθυνον ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ τὸ ἔργον τῶν χειρῶν ἡμῶν κατεύθυνον. 17 Λαμπρά ας είναι και πάλιν η ευσπλαγχνία, η εύνοια και η καλωσύνη Κυρίου του Θεού μας εις ημάς. Ευόδωσε εις καλήν και πλουσίαν καρποφορίαν τα έργα των χειρών μας, Κυριε. Καμε να προοδεύση εις επιτυχίαν τα κάθε καλόν έργον των χειρών μας. 17 Καὶ ἂς εἶναι ἡ δόξα τῆς εὐνοίας καὶ τῆς χάριτος καὶ τῆς καλωσύνης Κυρίου τοῦ Θεοῦ μας ἐφ' ἠμῶν. Καὶ τὰ βιοποριστικά μας ἔργα εὐόδωσέ τα, Κύριε, ἵνα ἀποβαίνουν πρὸς ὠφέλειάν μας. Καὶ τὸ ἔργον τῶν χειρῶν μως κατευόδωσέ το καὶ δὸς ἐπιτυχίαν εἰς αὐτό.