Πέμπτη, 05 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:27
Δύση: 17:06
Σελ. 5 ημ.
340-26
16ος χρόνος, 6137η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΨΑΛΜΟΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21 (ΚΑ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Εἰς τὸ τέλος, ὑπὲρ τῆς ἀντιλήψεως τῆς ἑωθινῆς· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ. 1 1
2 (Μασ. 22) Ο ΘΕΟΣ, ὁ Θεός μου, πρόσχες μοι· ἵνα τί ἐγκατέλιπές με; μακρὰν ἀπὸ τῆς σωτηρίας μου οἱ λόγοι τῶν παραπτωμάτων μου. 2 (Μασ. 22) Θεέ μου Θεέ μου, δώσε προσοχήν στον πόνον μου. Διατί με έχεις εγκαταλείψει; Βλέπω, ότι η σωτηρία μου είναι πολύ μακράν. Εχω βυθισθή εις απύθμενον βάθος οδύνης, και συ δεν ακούεις τας θρηνώδεις κραυγάς της προσευχής μου. 2 Θεέ μου, Θεέ μου, δῶσε προσοχὴν εἰς ἐμέ· διατὶ μὲ ἐγκατέλιπες καὶ μὲ ἐστέρησες τῆς παρηγορίας σου καὶ τῆς ἐνισχύσεώς σου; Παρέπεσα εἰς λάκκον θλίψεως καὶ ὀδύνης καὶ οἱ λόγοι καὶ στεναγμοί μου, τοὺς ὁποίους ἀπὸ τὸ βάθος τῆς πτώσεώς μου ταύτης ἐκβάλλω, ἀπέχουν μακρὰν ἀπὸ τὴν σωτηρίαν μου, καὶ σὺ ὁ σώζων Θεὸς δὲν ἀκούεις αὐτούς.
3 ὁ Θεός μου, κεκράξομαι ἡμέρας, καὶ οὐκ εἰσακούσῃ, καὶ νυκτός, καὶ οὐκ εἰς ἄνοιαν ἐμοί. 3 Θεέ μου, φωνάζω προς σε όλην την ημέραν, χωρίς όμως και να εισακούωμαι. Κράζω όλην την νύκτα, χωρίς ποτέ από κανένα να χαρακτηρισθή ως παραλογισμός και ανοησία η εναγώνιος αυτή προσευχή μου. 3 Ὦ Θεέ μου, θὰ φωνάζω εἰς σὲ καθ’ ὅλην τὴν ἡμέραν καὶ δὲν θὰ μὲ εἰσακούῃς· θὰ φωνάζω καὶ κατὰ τὴν νύκτα καὶ κανεὶς ἐχέφρων δὲν θὰ μοῦ καταλογίσῃ ἀνοησίαν δι' αὐτό.
4 σὺ δὲ ἐν ἁγίῳ κατοικεῖς, ὁ ἔπαινος τοῦ ᾿Ισραήλ. 4 Και όμως αισθάνομαι ότι συ είσαι κοντά μου, διότι κατοικείς στον ιερόν τόπον της σκηνής σου, εις την Σιών. Συ είσαι η δόξα και το καύχημα του λαού σου του ισραηλιτικού. 4 Καὶ ὅμως σὺ δὲν εἶσαι μακράν, κατοικεῖς εἰς τὰ ἅγια καὶ ἄδυτα τοῦ ναοῦ σου, ἐντὸς τοῦ ὁποίου σὲ ἐπαινεῖ καὶ σὲ ἀνυμνεῖ ὁ λαὸς τοῦ Ἰσραήλ.
5 ἐπὶ σοὶ ἤλπισαν οἱ πατέρες ἡμῶν, ἤλπισαν, καὶ ἐῤῥύσω αὐτούς· 5 Εις σε είχαν στηρίξει τας ελπίδας των οι πρόγονοί μας. Εις σε ήλπισαν και συ, ανταμείβων την πίστιν των, τους απήλλαξες από τους κινδύνους. 5 Εἰς σὲ ἐστήριξαν τὰς ἐλπίδας των οἱ πατέρες μας· ἤλπισαν εἰς σὲ καὶ τοὺς ἐγλύτωσες ἀπὸ τόσους κινδύνους.
6 πρὸς σὲ ἐκέκραξαν καὶ ἐσώθησαν, ἐπὶ σοὶ ἤλπισαν καὶ οὐ κατῃσχύνθησαν. 6 Προς σε έκραξαν εκείνοι με όλην των την δύναμιν και εσώθησαν από τα κακά και τους κινδύνους, που τους απειλούσαν. Εις σε εστήριξαν τας ελπίδας των και δεν εντροπιάσθησαν δι' αυτό, αλλά εδικαιώθησαν. 6 Πρὸς σὲ εἰς τὰς θλίψεις καὶ ἀνάγκας των ἐφώναξαν μετὰ κραυγῆς ἰσχυρᾶς ζητοῦντες τὴν βοήθειάν σου καὶ δι’ αὐτῆς ἐσώθησαν· ναί, εἰς σὲ ἤλπισαν καὶ δὲν ἐντροπιάσθησαν ὡς ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἐπὶ σαθρᾶς στηρίζονται βάσεως.
7 ἐγὼ δέ εἰμι σκώληξ καὶ οὐκ ἄνθρωπος, ὄνειδος ἀνθρώπων καὶ ἐξουθένημα λαοῦ. 7 Εγώ όμως είμαι άθλιος ωσάν ένας σκώληξ, δεν είμαι καν άνθρωπος. Εγινα χλευασμός και περίγελως των ανθρώπων. Σαν μια τιποτένια ύπαρξις θεωρούμαι από τον λαόν. 7 Ἀντιθέτως ὅμως πρὸς τὴν τόσην βοήθειαν καὶ προστασίαν, τὴν ὁποίαν ἀπήλαυσαν οἱ πρόγονοί μας, ἐγώ, ὁ ἐλπίζων ὡς ἐκεῖνοι εἰς σέ, κατήντησα εἰς ἐσχάτην ἀθλιότητα. Δὲν εἶμαι πλέον ἄνθρωπος, ἀλλὰ περιφρονημένος καὶ σιχαμερὸς σκώληξ, ποὺ κινδυνεύω νὰ καταπατηθῶ καὶ συνθλίβω ἀπὸ τὸν πρῶτον τυχόντα κατήντησα ὁ περίγελως καὶ ὁ χλευασμὸς τῶν ἀνθρώπων καὶ ὡς τιποτένιαν ὕπαρξιν λαὸς ὁλόκληρος μὲ ἐξουθενεῖ.
8 πάντες οἱ θεωροῦντές με ἐξεμυκτήρισάν με, ἐλάλησαν ἐν χείλεσιν, ἐκίνησαν κεφαλήν· 8 Ολοι όσοι με βλέπουν με εμπαίζουν και με σαρκάζουν· με υβρίζουν και με βλασφημούν, κινούν ειρωνικώς και απειλητικώς την κεφαλήν των λέγοντες· 8 Ὅλοι ὅσοι μὲ βλέπουν, μὲ περιψρονοῦν καὶ μὲ περιγελοῦν, λέγουν ὑβριστικοὺς καὶ βλασφήμους κατ’ ἐμοῦ λόγους μὲ τὰ χείλη των, κινοῦν τὴν κεφαλήν των κακεντρεχῶς καὶ μὲ πικρὰν εἰρωνείαν.
9 ἤλπισεν ἐπὶ Κύριον, ῥυσάσθω αὐτόν· σωσάτω αὐτόν, ὅτι θέλει αὐτόν. 9 “ισχυρίζεται ότι έχει στηρίξει τας ελπίδας του στον Κυριον. Αν αυτό είναι αληθινόν, ας τον σώση ο Θεός από τον θάνατον. Ας τον σώση, διότι αυτός ισχυρίζετο, ότι ο Κυριος τον θέλει, ότι ο Κυριος τον αγαπά ιδιαιτέρως”. 9 Λέγουν· ἐστήριξε τὴν ἐλπίδα του καὶ τὴν πεποίθησίν του εἰς τὸν Κύριον· ἂς τὸν γλυτώσῃ λοιπὸν τώρα ἀπὸ τὸν ἀτιμωτικὸν θάνατόν του. Ἂς ἔλθῃ νὰ τὸν σώσῃ Ἐκεῖνος, διότι μᾶς ἔλεγεν, ὅτι ὁ Κύριος τὸν ἤθελε καὶ τὸν ἠγάπα ὡς ἰδικόν του.
10 ὅτι σὺ εἶ ὁ ἐκσπάσας με ἐκ γαστρός, ἡ ἐλπίς μου ἀπὸ μαστῶν τῆς μητρός μου· 10 Και όμως εγώ αισθάνομαι και έχω την βεβαιότητα ότι αγαπώμαι από σε, διότι συ είσαι εκείνος, ο οποίος με ανέσπασες από την κοιλίαν της μητρός μου και με έφερες στον κόσμον. Συ είσαι η ελπίς μου από αυτής ακόμα της βρεφικής μου ηλικίας, όταν εθήλαζα το γάλα της μητρός μου. 10 Ἀλλ’ ὅσα καὶ ἂν λέγουν αὐτοί, ἐγὼ εἶμαι πράγματι καὶ ἀληθείᾳ ἰδικός σου. Διότι σὺ εἶσαι ἐκεῖνος, ποὺ μὲ ἔβγαλες ἀπὸ τὴν κοιλίαν τῆς μητρός μου καὶ ᾠκονόμησας τὴν ὑπερφυσικὴν γέννησίν μου· Σὺ εἶσαι ἡ ἐλπίς μου ἀπὸ τῆς στιγμῆς, κατὰ τὴν ὁποίαν νήπιον ἀκόμη ἐθήλαζα τὸ γάλα τῆς μητρός μου.
11 ἐπὶ σὲ ἐπεῤῥίφην ἐκ μήτρας, ἐκ κοιλίας μητρός μου Θεός μου εἶ σύ· 11 Και έμβρυον, όταν ακόμη ευρισκόμην εις την κοιλίαν της μητρός μου, εις σε είχα επιρριφθή με πίστιν. Ναι, Κυριε, από της εποχής, που ήμούν εις την κοιλίαν της μητρός μου, συ είσαι ο Θεός μου και σωτήρ μου. 11 Ὅταν ἀκόμη ἤμην ἔμβρυον, εἰς σὲ καὶ εἰς τὴν προστασίαν τῆς προνοίας σου εἶχον ἐπιρριφθῆ, ἀφ’ ὅτου ἤμην εἰς τὴν κοιλίαν τῆς μητρός μου, σὺ εἶσαι ὁ προστάτης Θεός μου, ἀπὸ τοῦ ὁποίου ποτὲ δὲν ἐχωρίσθην.
12 μὴ ἀποστῇς ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι θλῖψις ἐγγύς, ὅτι οὐκ ἔστιν ὁ βοηθῶν. 12 Μη, λοιπόν, απομακρυνθής και τώρα από εμέ, διότι ευρίσκομαι εις μεγάλην θλίψιν και δεν υπάρχει κανείς να μου δώση βοήθειαν. 12 Μὴ ἀπομακρυνθῇς καὶ τώρα ἀπὸ ἐμέ, ἀλλ’ ἀναδείχθητι καὶ πάλιν βοηθός μου καὶ προστάτης μου. Διότι ἡ θλῖψις μὲ ἐπλησίασε καὶ μὲ συσφίγγει πανταχόθεν· διότι δὲν ἔχω κανένα βοηθὸν καὶ εἶμαι ἐγκαταλελειμμένος.
13 περιεκύκλωσάν με μόσχοι πολλοί, ταῦροι πίονες περιέσχον με· 13 Οι εχθροί μου με έχουν περικυκλώσει, ωσάν άγριοι μόσχοι. Από παντού με έχουν περισφίγξει σαν δυνατοί μαινόμενοι ασυγκράτητοι ταύροι. 13 Μὲ περιεκύκλωσαν οἱ ἐχθροί μου σὰν ἀγέλη μόσχων ἀτιθάσων, καὶ μὲ ἔχουν κλείσει αἰχμάλωτόν των οἱ αἱμοχαρεῖς καὶ ἄγριοι ἀντίπαλοί μου σὰν ταῦροι θρεμμένοι καὶ ἀσυγκράτητοι.
14 ἤνοιξαν ἐπ᾿ ἐμὲ τὸ στόμα αὐτῶν ὡς λέων ἁρπάζων καὶ ὠρυόμενος. 14 Ηνοιξαν εναντίον μου διάπλατα φοβερόν το στόμα των σαν άγρια ληοντάρια, τα οποία ωρυόμενα αρπάζουν με μανίαν το θύμα των. 14 Ἤνοιξαν τὰ στόματά των νὰ μὲ καταβροχθίσουν σὰν λέων πειναλέος, ὁ ὁποῖος μὲ σφοδρότητα ὁρμᾷ νὰ ἁρπάση τὴν λείαν του καὶ ἐκβάλλει τὴν τρομακτικὴν κραυγήν του.
15 ὡσεὶ ὕδωρ ἐξεχύθην, καὶ διεσκορπίσθη πάντα τὰ ὀστᾶ μου, ἐγενήθη ἡ καρδία μου ὡσεὶ κηρὸς τηκόμενος ἐν μέσῳ τῆς κοιλίας μου· 15 Από τους τρομερούς και αβάστακτους πόνους παρέλυσα. Εγινα σαν το νερό, που χύνεται ασκόπως κατά γης. Σαν να εξεκλειδώθησαν αι αρθρώσεις μου, σαν να διεσκορπίσθησαν τα οστά μου. Η καρδία μου μέσα στο στήθος μου είναι ωσάν κερί, το οποίον λυώνει από την φωτιάν. 15 Οἱ πόνοι παρέλυσαν τὰς σάρκας μου καὶ κινδυνεύουν αὗται νὰ διαλυθοῦν καὶ νὰ χυθοῦν εἰς τὸ χῶμα σὰν τὸ νερό. Τὰ κόκκαλά μου ἔφυγαν ἀπὸ τὰς ἀρθρώσεις των καὶ κινδυνεύουν ὅλα νὰ διασκορπισθοῦν· ἡ καρδία μου ἀπὸ τὴν ἀγωνιώδη φλόγα τῆς θλίψεως καὶ τῆς ὀδύνης ἔγινε σὰν κηρὸς ποὺ λειώνει ἐν τῷ μέσῳ τοῦ στήθους καὶ τῶν ἐντοσθίων μου.
16 ἐξηράνθη ὡσεὶ ὄστρακον ἡ ἰσχύς μου, καὶ ἡ γλῶσσά μου κεκόλληται τῷ λάρυγγί μου, καὶ εἰς χοῦν θανάτου κατήγαγές με. 16 Σαν πήλινο σκεύος, το οποίον χωρίς νερό ξηραίνεται στον φλογερόν ήλιον, έτσι εξηράνθη και εξέλιπεν η δύναμίς μου. Η γλώσσα μου από την δίψαν, που με κατακαίει και την αγωνίαν, εκόλλησεν στον λάρυγγά μου. Και συ, Κυριε, φαίνεται σαν να με άφησες, να φθάσω στο χώμα του βαθέος τάφου. 16 Σὰν σκεῦος πήλινον καὶ χωρὶς νερό, ποὺ τὸ κατακαίει φλογερὸς ἥλιος, οὕτως ἐξηράνθη καὶ ἐξέλιπεν ἡ δύναμίς μου, καὶ ἡ γλῶσσά μου ἀπὸ τὴν δίψαν καὶ τὴν ἀγωνίαν ἐκόλλησεν εἰς τὸν λάρυγγά μου. Καὶ σύ, ποὺ κυβερνᾷς τὰ πάντα καὶ χωρὶς τὸ θέλημά σου δὲν γίνεται τίποτε, ἐπέτρεψες νὰ καταπέσω εἰς τὸ χῶμα τοῦ τάφου καὶ τοῦ θανάτου, ὁ ὁποῖος ἀσφαλῶς πρόκειται νὰ μὲ καταλάβῃ.
17 ὅτι ἐκύκλωσάν με κύνες πολλοί, συναγωγὴ πονηρευομένων περιέσχον με, ὤρυξαν χεῖράς μου καὶ πόδας. 17 Διότι ιδού, οι εχθροί μου σαν αγέλη αγρίων κυνών με έχουν περικυκλώσει. Ο συρφετός αυτός των κακούργων ανθρώπων σαν με φοβερά καρφιά έχουν διατρυπήσει τα χέρια μου και τα πόδια μου. 17 Διότι μὲ περιεκύκλωσαν ἐχθροὶ πολλοὶ λυσσασμένοι σὰν σκύλοι, μὲ περιτριγύρισαν σύναξις ἀνθρώπων ποὺ ἔχουν ὡς κύριον ἔργον των τὸ πονηρὸν καὶ κακόν. Μὲ τὰ τρυπήματα τῶν καρφιῶν ἔσκαψαν καὶ ἤνοιξαν πληγὰς εἰς τὰς χεῖρας μου καὶ τοὺς πόδας μου.
18 ἐξηρίθμησαν πάντα τὰ ὀστᾶ μου, αὐτοὶ δὲ κατενόησαν καὶ ἐπεῖδόν με. 18 Από την εξάντλησιν και την αδυναμίαν, εις την οποίαν έχω καταντήσει, υμπορούν όλοι να διακρίνουν και να μετρούν τα οστά του σώματός μου. Οι εχθροί μου με χαιρεκακίαν πολλήν κατέστησαν τον πόνον μου και τον σπαραγμόν μου. 18 καθὼς μὲ ἔβλεπον τεντωμένον ἐπὶ τοῦ ξύλου μὲ τὴν σάρκα διαφανῆ καὶ ἰσχνὴν ἀπὸ τὰς πληγὰς καὶ μαστιγώσεις καὶ μὲ τὰ μέλη κινδυνεύοντα νὰ ἐξαρθρωθοῦν, διέκριναν χωρισμένα ἀπ’ ἀλλήλων καὶ ἐμέτρησαν ὅλα τὰ ὀστᾳ μου· καὶ ἐνῷ ἐγὼ ἐπόνουν καὶ ὠδυνώμην, αὐτοὶ διέκριναν καλὰ τοῦτο καὶ ηὐχαρίστουν τὴν δρᾶσιν των μὲ τοὺς σπαραγμοὺς καὶ τοὺς τιναγμοὺς τοῦ σώματός μου.
19 διεμερίσαντο τὰ ἱμάτιά μου ἑαυτοῖς καὶ ἐπὶ τὸν ἱματισμόν μου ἔβαλον κλῆρον. 19 Εμοιράσθησαν μεταξύ των τα ενδύματά μου και δια το ακριβώτερον ένδυμά μου- τον άρραφον χιτώνα- έβαλαν κλήρον, ποιός θα το πάρη. 19 Ἐμοίρασαν μεταξύ των τὰ ἐνδύματά μου καὶ διὰ τὸ κυριώτερον καὶ ἀκριβώτερον ροῦχόν μου ἔρριψαν κλῆρον, ἵνα δι' αὐτοῦ κριθῇ ποῖος θὰ τὸ πάρῃ.
20 σὺ δέ, Κύριε, μὴ μακρύνῃς τὴν βοήθειάν μου ἀπ᾿ ἐμοῦ, εἰς τὴν ἀντίληψίν μου πρόσχες. 20 Συ όμως, Κυριε, μη βραδύνης να με βοηθήσης. Μη αναβάλλης αλλά ελά εις την βοήθειάν μου. 20 Σὺ ὅμως, Κύριε, μὴ ἀναβάλλῃς καὶ μὴ ἀπομακρύνῃς τὴν βοήθειαν, τὴν ὁποίαν περιμένω νὰ μοῦ παράσχῃς. Σπεῦσον εἰς ἐνίσχυσιν καὶ προστασίαν μου.
21 ρῦσαι ἀπὸ ῥομφαίας τὴν ψυχήν μου, καὶ ἐκ χειρὸς κυνὸς τὴν μονογενῆ μου· 21 Γλύτωσε, Κυριε, την ζωήν μου από την ρομφαίαν, την οποίαν με μανίαν υψώνουν και ετοιμάζονται να καταφέρουν εναντίον μου οι εχθροί μου. Την μονάκριβον και πολύτιμον ψυχήν μου γλύτωσέ την, Κυριε, από την μανίαν του λαού, ο οποίος ωσάν λυσσασμένος σκύλος ορμά εναντίον μου. 21 Γλύτωσε ἀπὸ τὴν κινουμένην κατ' ἐμοῦ σπάθην τὴν ζωήν μου καὶ ἀπὸ τὴν βιαίαν ἐπίθεσιν τοῦ λυσσῶντος ὡς κύων λαοῦ τὴν μονάκριβον καὶ πολύτιμον ψυχήν μου.
22 σῶσόν με ἐκ στόματος λέοντος καὶ ἀπὸ κεράτων μονοκερώτων τὴν ταπείνωσίν μου. 22 Σώσε με από τους εχθρούς μου, οι οποίοι σαν ληοντάρι πεινασμένο ανοίγουν άγριον το στόμα των, δια να με καταβροχθίσουν. Εμέ, που έχω δυθισθή εις τόσην ταπείνωσιν και εξουδένωσιν, γλύτωσέ με από τους επιτιθεμένους εναντίον μου με μανίαν ζώου μονοκέρωτος. 22 Σῶσον με ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς μου, οἵτινες ὡς λέων πειναλέος ἀνοίγουν τὸ στόμα των, ὅπως μὲ καταβροχθίσουν. Γλύτωσέ με τὸν τεταπεινωμένον ἀπὸ τοὺς ἐπιτιθεμένους κατ’ ἐμοῦ μὲ μανίαν ζώου ἔχοντος ἑν μόνον κέρας καὶ εἰς αὐτὸ συγκεντροῦντος τὴν φοβερὰν δύναμίν του.
23 διηγήσομαι τὸ ὄνομά σου τοῖς ἀδελφοῖς μου, ἐν μέσῳ ἐκκλησίας ὑμνήσω σε. 23 Εάν, Κυριε, με σώσης, και πιστεύω απολύτως ότι θα με σώσης, θα διηγούμαι τα μεγαλεία σου στους αδελφούς μου τους Ισραηλίτας. Εν μέσω συναθροίσεως λαού πολλού θα σε δοξολογώ. 23 Ἀλλ’ εὐλογημένος καὶ δοξασμένος νὰ εἶσαι, ὦ Θεέ μου. Διότι ἡ μόνωσις καὶ ἡ ἐγκατάλειψίς μου αὐτὴ δὲν θὰ διαρκέσῃ ἐπὶ πολύ. Λυτρούμενος θαυμαστῶς ὑπὸ τῆς δεξιᾶς σου, θὰ καταστήσω γνωστὸν τὸ ὄνομά σου εἰς τὰ πλήθη τῶν ἀδελφῶν μου, ἐν μέσῳ συνάξεως μεγάλης θὰ σὲ ὑμνήσω.
24 οἱ φοβούμενοι τὸν Κύριον, αἰνέσατε αὐτόν, ἅπαν τὸ σπέρμα ᾿Ιακώβ, δοξάσατε αὐτόν, φοβηθήτωσαν αὐτὸν ἅπαν τὸ σπέρμα ᾿Ισραήλ, 24 Σεις, που φοβείσθε τον Κυριον, δοξάσατέ τον. Ολοι οι απόγονοι του Ισραήλ υμνολογήσατέ τον. Λατρεύσατέ τον με φόβον όλοι οι Ισραηλίται, 24 Ὅσοι φοβεῖσθε τὸν Κύριον, αἰνέσατε καὶ ὑμνήσατε αὐτόν, ὅλοι οἱ ἀποτελοῦντες τοὺς ἀληθινοὺς καὶ πνευματικοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰακὼβ δοξάσατέ τον· μὲ εὐλάβειαν βαθεῖαν καὶ μὲ ἔμφοβον σεβασμὸν προσκυνήσατέ τον ὅλος ὁ νέος Ἰσραὴλ τῆς χάριτος.
25 ὅτι οὐκ ἐξουδένωσεν οὐδὲ προσώχθισε τῇ δεήσει τοῦ πτωχοῦ, οὐδὲ ἀπέστρεψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἀπ᾿ ἐμοῦ καὶ ἐν τῷ κεκραγέναι με πρὸς αὐτὸν εἰσήκουσέ μου. 25 διότι ο Κυριος δεν κατεφρόνησε και δεν παρέβλεψε με δυσφορίαν ως ενοχλητικήν την δέησιν εμού του πτωχού και εξευτελισμένου ούτε και εγύρισεν αλλού το πρόσωπόν του, αλλά όταν με πίστιν έκραξα προς αυτόν, ήκουσε και εδέχθη την προσευχήν μου. 25 Διότι δὲν ἀφῆκε νὰ ἐκμηδενισθῆ ὁ ἐλπίζων καὶ ἔχων ἐστραμμένα τὰ βλέμματά του εἰς αὐτὸν πτωχός, οὔτε ἐβαρύνθη ὡς ἐνοχλητικὴν τὴν δέησίν του, οὔτε ἔστρεψε μὲ ἀδιαφορίαν τὸ πρόσωπόν του ἀπὸ ἐμὲ διὰ νὰ μὴ μὲ βλέπῃ. Καὶ ὅταν ἐν μέσῳ τῆς θλίψεώς μου ἐφώναξα πρὸς αὐτὸν ζητῶν τὴν βοήθειάν του, μὲ εἰσήκουσε.
26 παρὰ σοῦ ὁ ἔπαινός μου ἐν ἐκκλησίᾳ μεγάλῃ, τὰς εὐχάς μου ἀποδώσω ἐνώπιον τῶν φοβουμένων αὐτόν. 26 Λυτρωμένος με την δύναμίν σου, Κυριε, και ασφαλής, από σε θα πάρω την έμπνευσιν, δια να σε υμνολογήσω ανάμεσα εις πολύν λαόν. Τα τάματα, που έχω κάμει όταν σε επεκαλούμην να με σώσης, θα τα εκπληρώσω σαν ιεράν υποχρέωσιν ενώπιον όλων εκείνων, που σέβονται το Ονομά σου. 26 Ἀπὸ σὲ θὰ μοῦ δοθῇ καὶ τὸ θέμα καὶ ἡ ἱκανότης καὶ πᾶσα ἡ ἔμπνευσις νὰ σὲ ἐπαινέσω καὶ νὰ σὲ ὑμνήσω ἀξίως τοῦ μεγαλείου σου, ἐν μέσῳ συνάξεως πολυπληθοῦς θὰ σὲ δοξολογήσω διακηρύττων τὴν θαυμαστὴν ἐπέμβασίν σου. Τὰς ὑποσχέσεις καὶ τὰ ταξίματα, ποὺ σοῦ ἔκαμα, ὅταν σὲ ἐπεκαλούμην νὰ μὲ σώσῃς, θὰ τὰς ἐκπληρώσω ὡς ἱερὰν ὀφειλὴν ἐνώπιον τῶν φοβουμένων τὸ ὄνομά σου.
27 φάγονται πένητες καὶ ἐμπλησθήσονται, καὶ αἰνέσουσι Κύριον οἱ ἐκζητοῦντες αὐτόν· ζήσονται αἱ καρδίαι αὐτῶν εἰς αἰῶνα αἰῶνος. 27 Πλουσίαν θυσίαν ευγνωμοσύνης, υλικήν και πνευματικήν, θα προσφέρω προς σε δια την σωτηρίαν, που μου έδωσες. Από αυτήν θα φάγουν οι πτωχοί και θα χορτάσουν υλικώς και πνευματικώς και θα δοξολογήσουν τον Κυριον όλοι εκείνοι, που με προσευχήν και πίστιν τον επιζητούν. Με την ιεράν αυτήν τροφήν της θυσίας μου θα ζήσουν αι ψυχαί των εις αιώνας αιώνων. 27 Εὐχαριστήριον θυσίαν διασώσεως θὰ σοῦ προσφέρω, θυσίαν εὐάρεστον εἰς σὲ καὶ ἐξ αὐτῆς θὰ φάγουν οἱ πτωχοὶ ποὺ ἔχουν σὲ μόνην τῶν ἐλπίδα καὶ θὰ χορτασθοῦν, καὶ θὰ ἀναπέμψουν ὕμνον πρὸς τὸν Κύριον ὅσοι τὸν ποθοῦν καὶ ζητοῦν νὰ ἐνωθοῦν μετ’ αὐτοῦ. Διὰ τῆς βρώσεως αὐτῆς θὰ ζήσουν αἱ ψυχαί των αἰωνίως.
28 μνησθήσονται καὶ ἐπιστραφήσονται πρὸς Κύριον πάντα τὰ πέρατα τῆς γῆς καὶ προσκυνήσουσιν ἐνώπιον αὐτοῦ πᾶσαι αἱ πατριαὶ τῶν ἐθνῶν, 28 Και αυτά ακόμη τα ειδωλολατρικά έθνη θα ενθυμηθούν τον Κυριον. Ολοι οι εις τα πέρατα της γης κατοικούντες λαοί θα πέσουν ενώπιόν του και θα προσκυνήσουν αυτόν όλαι αι φυλαί της γης. 28 Θὰ ἐνθυμηθοῦν τὸν Κύριον καὶ τὰ λησμονήσαντα αὐτὸν ἔθνη, καὶ θὰ ἐπιστραφοῦν ἀπὸ τοὺς ψευδοθεούς, ποὺ λατρεύουν, πρὸς τὸν ἀληθινὸν Κύριον ὅλοι οἰ κατοικοῦντες τὴν γῆν, μὴ ἐξαιρουμένων μηδὲ τῶν εἰς τὰς ἐσχατιὰς αὐτῆς διαμενόντων βαρβάρων. Καὶ θὰ προσκυνήσουν ἐνώπιον αὐτοῦ ὅλαι αἱ φυλαὶ καὶ οἰκογένειαι τῶν ἐθνῶν.
29 ὅτι τοῦ Κυρίου ἡ βασιλεία, καὶ αὐτὸς δεσπόζει τῶν ἐθνῶν. 29 Διότι στον Κυριον ανήκει δικαιωματικώς και απολύτως η βασιλεία επί πάντων και αυτός είναι ο μόνος, που δικαιούται να δεσπόζη και δεσπόζει επάνω εις όλα τα έθνη. 29 Διότι πράγματι ἡ βασιλεία ἐπὶ τῶν ἐθνῶν δὲν ἀνήκει εἰς τοὺς μονάρχας καὶ δυνάστας, οἵτινες φαίνονται ἤδη ὅτι κατέχουν αὐτήν, ἀλλ’ εἰς τὸν Κύριον, καὶ μόνος αὐτὸς εἶναι ὁ ὑπέρτατος κυρίαρχος καὶ δεσπότης τῶν ἐθνῶν.
30 ἔφαγον καὶ προσεκύνησαν πάντες οἱ πίονες τῆς γῆς, ἐνώπιον αὐτοῦ προπεσοῦνται πάντες οἱ καταβαίνοντες εἰς γῆν. καὶ ἡ ψυχή μου αὐτῷ ζῇ, 30 Από το συμπόσιον αυτό της πνευματικής θυσίας θα φάγουν και θα προσκυνήσουν τον Κυριον όλοι οι άρχοντες και οι μεγάλοι του κόσμου. Ενώπιόν του θα πέσουν με σεβασμόν και θα προσκυνήσουν με ευγνωμοσύνην και όλοι οι ταλαιπωρημένοι θνητοί, που έχουν καταπέσει μέχρι του εδάφους και καταπατούνται από τους ισχυρούς της γης. Η ψυχή μου, ολόκληρος η ύπαρξίς μου ζη και υπάρχει δι' αυτόν, δια να τον υπηρετή και να τον δοξάζη. 30 Ἔφαγον ἐκ τῆς θυσίας μου καὶ προσεκύνησαν τὸν Κύριον ὅλοι οἱ παχυνθέντες ἀπὸ τὴν εὐμάρειαν τοῦ πλούτου καὶ τῆς εὐφροσύνης ἄρχοντες καὶ ἔνδοξοι τῆς γῆς. Ἐνώπιον αὐτοὺ θὰ πέσουν ὑποδεχόμενοι εὐλαβῶς αὐτὸν ὅλοι οἱ ἄσημοι καὶ κακοτυχισμένοι, ποὺ ἔχουν καταπέσει μέχρι τοῦ ἐδάφους τῆς γῆς καὶ καταπατοῦνται ἀπὸ τοὺς τυράννους των, ἀλλὰ τώρα θὰ εὔρουν καὶ αὐτοὶ τὴν σωτηρίαν των παρ’ αὐτῷ. Καὶ ἡ ψυχή μου, ἡ ὕπαρξίς μου ὁλόκληρος ζῇ καὶ ὑπάρχει δι' αὐτὸν διὰ νὰ τὸν ὑπηρετῇ καὶ τῷ εἶναι ἀφωσιωμένη.
31 καὶ τὸ σπέρμα μου δουλεύσει αὐτῷ· ἀναγγελήσεται τῷ Κυρίῳ γενεὰ ἡ ἐρχομένη, 31 Και οι απόγονοί μου θα τον υπηρετήσουν με πίστιν, η γενεά αυτή των ευσεβών ανθρώπων, που πρόκειται να έλθη, θα αναγγελθή στον εν ουρανοίς Κυριον ως λαός ιδικός του. 31 Καὶ οἱ πνευματικοί μου ἀπόγονοι, ὅσοι διὰ τῆς πρὸς ἐμὲ πίστεως θὰ γίνουν τέκνα καὶ ἀδελφοί μου, θὰ ἀναδειχθοῦν πιστοὶ καὶ ἐν πᾶσιν εὐπειθεῖς καὶ πρόθυμοι δοῦλοι του. Ἡ γενεὰ αὐτή, τῆς ὁποίας ἡ ἔλευσις ἐπίκειται καὶ ἡ ὁποία θὰ ἀναβλαστήσῃ ἐκ τοῦ παθήματός μου, νὰ ἀναγγελθῇ εἰς τὸν ἐν οὐρανοῖς Κύριον ὡς ἀνήκουσα ἐξ ὁλοκλήρου εἰς αὐτόν.
32 καὶ ἀναγγελοῦσι τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ λαῷ τῷ τεχθησομένῳ, ὃν ἐποίησεν ὁ Κύριος. 32 Θα αναγγείλουν και θα καταστήσουν γνωστήν την δικαιοσύνην του στον λαόν, ο οποίος πρόκειται να γεννηθή από το πάθημα και τον θρίαμβον του οσίου του, λαόν τον οποίον ανεγέννησε και ανέδειξεν ο Κυριος. 32 Καὶ θὰ καταστήσουν γνωστὴν τὴν δικαιοσύνην τοῦ Κυρίου εἰς τὸν λαόν, ὁ ὁποῖος πρόκειται νὰ γεννηθῇ ἐκ τοῦ παθήματος τοῦ θριαμβεύσαντος ἤδη ὁσίου, καὶ ἡ γέννησίς του αὐτὴ θὰ συντελεσθῇ διὰ νέας δημιουργικῆς ἐπεμβάσεως τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος ἐποίησε τὴν νέαν ταύτην κτίσιν αὐτοῦ.