Δευτέρα, 02 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:24
Δύση: 17:07
Σελ. 2 ημ.
337-29
16ος χρόνος, 6134η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΨΑΛΜΟΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17 (ΙΖ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Εἰς τὸ τέλος· τῷ παιδὶ Κυρίου τῷ Δαυΐδ, ἃ ἐλάλησεν τῷ Κυρίῳ τοὺς λόγους τῆς ᾠδῆς ταύτης ἐν ἡμέρᾳ, ᾗ ἐῤῥύσατο αὐτὸν ὁ Κύριος ἐκ χειρὸς πάντων τῶν ἐχθρῶν αὐτοῦ καὶ ἐκ χειρὸς Σαούλ, 1 1
2 (Μασ. 18) καὶ εἶπεν· - Ἀγαπήσω σε, Κύριε, ἡ ἰσχύς μου. 2 (Μασ. 18) Παντοτε θα σε αγαπώ, Κυριε, σέ, ο οποίος είσαι η ακατανίκητος ισχύς μου. 2 Σὲ ἀγαπῶ καὶ θὰ σὲ ἀγαπῶ ὁλονὲν περισσότερον. Κύριε, Σέ, ὁ ὁποῖος εἶσαι ἡ ἀκαταγώνιστος δύναμις καὶ ἐνίσχυσίς μου.
3 Κύριος στερέωμά μου καὶ καταφυγή μου καὶ ρύστης μου. ῾Ο Θεός μου βοηθός μου, ἐλπιῶ ἐπ᾿ αὐτόν, ὑπερασπιστής μου καὶ κέρας σωτηρίας μου καὶ ἀντιλήπτωρ μου. 3 Ο Κυριος είναι το ασάλευτον θεμέλιον, επί του οποίου ακλόνητος έχω στερεωθή. Είναι το οχυρόν καταφύγιόν μου και ο σωτήρ μου. Ο Θεός είναι ο βοηθός μου και εις αυτόν εγώ θα ελπίζω πάντοτε. Αυτός είναι ο υπερασπιστής μου, η ισχυρά δύναμις, η οποία, ως ακατανίκητος παράταξις, εξασφαλίζει την σωτηρίαν μου. Αυτός είναι ο ταχύς προστάτης μου εις κάθε περίστασιν. 3 Ὁ Κύριος εἶναι ἡ ἀσάλευτος πέτρα, ἐπὶ τῆς ὁποίας ἀκλονήτως ἐστερεώθην, καὶ τὸ ὀχυρὸν καταφύγιόν μου καὶ ὁ ἐλευθερωτής μου. Ὁ Θεὸς εἶναι βοηθός μου καὶ θὰ ἐλπίζω πάντοτε εἰς αὐτόν· Αὐτὸς εἶναι ὁ ὑπερασπιστής μου καὶ ἡ ἰσχυρὰ δύναμις, ἡ ὁποία ὡς ἄλλο κέρας ἑξασφαλίζει τὴν σωτηρίαν μου. Αὐτὸς μὲ προστατεύει καὶ τρέχει εἰς ἀντίληψίν μου.
4 αἰνῶν ἐπικαλέσομαι τὸν Κύριον καὶ ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου σωθήσομαι. 4 Με ύμνους δοξολογίας και ευχαριστίας θα ζητήσω εις βοηθειάν μου τον Κυριον, και με την προστασίαν του θα σωθώ από τους εχθρούς μου. 4 Δι' αὐτὸ μὲ ὕμνους εὐχαριστιῶν καὶ δοξολογίας θὰ ἐπικαλεσθῶ τὸν Κύριον, ὅταν θὰ κινδυνεύω, καὶ ἀσφαλῶς θὰ σωθῶ ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς μου.
5 περιέσχον με ὠδῖνες θανάτου, καὶ χείμαρροι ἀνομίας ἐξετάραξάν με. 5 Ωσάν αφόρητοι πόνοι τοκετού με περιέσφιξαν κίνδυνοι θανάτου, τους οποίους παράνομοι άνθρωποι εξαπέλυσαν, ωσάν ορμητικούς χειμάρρους, εναντίον μου και με συνεκλόνισαν. 5 Μὲ εἶχαν κυκλώσει οἱ πόνοι καὶ ἡ ἀγωνία τοῦ θανάτου, κίνδυνοι δέ, τοὺς ὁποίους ἄνθρωποι ἄνομοι καὶ πονηροὶ ἐξαπέλυσαν σὰν ὁρμητικοὺς χειμάρρους κατ’ ἐμοῦ, μὲ ἔρριψαν εἰς ταραχὴν μεγάλην.
6 ὠδῖνες ᾅδου περιεκύκλωσάν με, προέφθασάν με παγίδες θανάτου. 6 Συνταρακτικαί και θανάσιμοι αγωνίαι άδου με έχουν περικυκλώσει, με επρόφθασαν παγίδες, αι οποίαι έκρυπτον τον θάνατον. 6 Μὲ περιεκύκλωσαν φόβοι καὶ συνταρακτικαὶ ἀγωνίαι ἐκ τοῦ κινδύνου, ποὺ διέτρεξα νὰ μὲ καταπίῃ ὁ Ἅδης καὶ μὲ ἐπρόφθασαν παγίδες, ποὺ ἐνέκρυπτον τὸν θάνατον, καὶ ἐκινδύνευσα νὰ πιασθῶ εἰς αὐτάς.
7 καὶ ἐν τῷ θλίβεσθαί με ἐπεκαλεσάμην τὸν Κύριον καὶ πρὸς τὸν Θεόν μου ἐκέκραξα· ἤκουσεν ἐκ ναοῦ ἁγίου αὐτοῦ φωνῆς μου, καὶ ἡ κραυγή μου ἐνώπιον αὐτοῦ εἰσελεύσεται εἰς τὰ ὦτα αὐτοῦ. 7 Αλλά εν μέσω της μεγάλης αυτής οδύνης μου επεκαλέσθην δια της προσευχής τον Κυριον και με κραυγήν μεγάλην εφώναξα προς τον Θεόν. Ο δε Θεός ήκουσε την φωνήν μου από την εις ουρανούς κατοικίαν του και η κραυγή της αγωνίας μου έφθασεν ενώπιόν του, εισήλθεν εις τα ώτα του. 7 Καὶ ἐν μέσῳ τῆς μεγάλης θλίψεώς μου ἐπεκαλέσθην τὸν Κύριον καὶ μὲ πόθον πολὺν ἐφώναξα πρὸς τὸν Θεόν μου ἤκουσε τὴν φωνήν μου ἀπὸ τὴν ἐν οὐρανοῖς ἁγίαν κατοικίαν του καὶ ἡ γοερὰ κραυγή μου ἔφθασεν ἐνώπιόν του καὶ εἰσῆλθεν εἷς τὰ ὦτα αὐτοῦ.
8 καὶ ἐσαλεύθη καὶ ἔντρομος ἐγενήθη ἡ γῆ, καὶ τὰ θεμέλια τῶν ὀρέων ἐταράχθησαν καὶ ἐσαλεύθησαν, ὅτι ὠργίσθη αὐτοῖς ὁ Θεός. 8 Ηλθεν εις βοήθειάν μου. Εσείσθη και ήρχισε να τρέμη ολόκληρος η γη, τα θεμέλια των ορέων συνεταράχθησαν και εκλονίσθησαν διότι ωργίσθη εναντίον αυτών ο Θεός. 8 Καὶ μὲ τὰ μάτια τῆς πίστεως εἶδον τὴν ἀθέατον εἰς τοὺς σωματικοὺς ὀφθαλμοὺς εἰκόνα τῆς καταβάσεως καὶ παρουσίας του. Ἐσείσθη καὶ ἤρχισε νὰ τρέμη ὁλόκληρος ἡ γῆ καὶ τὰ βουνὰ συνεταράχθησαν ἐκ θεμελίων. Διότι ὠργίσθη κατ’ αὐτῶν ὁ Θεός.
9 ἀνέβη καπνὸς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ πῦρ ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ καταφλεγήσεται, ἄνθρακες ἀνήφθησαν ἀπ᾿ αὐτοῦ. 9 Ως καπνός ηφαιστείου ανέβη υψηλά ο θυμός του, φωτιάν και λάβαν ηφαιστείου ήναψεν η παρουσία του και εις αναμμένα κάρβουνα μετεβλήθησαν όλα τα γύρω από αυτόν. 9 Ἐσηκώθη ὑψηλὰ καπνὸς ἀπὸ τὴν ὀργήν του καὶ θὰ φουντώσῃ πῦρ καταστρεπτικὸν εὐθὺς ὡς ἐμφανισθῇ τὸ πρόσωπόν του, εἰς ἀναμμένα κάρβουνα μετεβλήθησαν ὅλα ἐνώπιόν του, θὰ κατακαῇ κάθε τι, ἐπὶ τοῦ ὁποίου θὰ ἐπιπέσῃ ἡ τιμωρὸς ὀργή του.
10 καὶ ἔκλινεν οὐρανοὺς καὶ κατέβη, καὶ γνόφος ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ. 10 Εχαμήλωσε τους ουρανούς και κατέβη εις την γην. Μαύρον σκοτεινόν νέφος απλώνεται κάτω από τους πόδας του. 10 Καὶ ἐχαμήλωσε τοὺς οὐρανοὺς καὶ κατέβη καὶ σκοτεινὸν σύννεφον ἀπλώνεται κάτω ἀπὸ τοὺς πόδας του, διότι μυστηριώδης, ἀνεξερεύνητος καὶ ἀκατάληπτος εἶναι ἡ φύσις του.
11 καὶ ἐπέβη ἐπὶ Χερουβὶμ καὶ ἐπετάσθη, ἐπετάσθη ἐπὶ πτερύγων ἀνέμων. 11 Ανέβη και εκάθισεν, ωσάν επάνω εις ουράνιον άρμα, επί των Χερουβίμ και επετούσεν. Επέταξε γρήγορα και έτρεχε, σαν να εφέρετο επί πτερύγων ανέμων. 11 Καὶ ὡς βασιλεὺς ἀνέβη καὶ ἐκάθισεν ὡς ἐπὶ ἅρματος οὐρανίου ἐπὶ τῶν Χερουβεὶμ καὶ ἐπέταξεν, ἐπέταξε γρήγορα σὰν νὰ ἐφέρετο ἀπὸ πτερὰ ἀνέμων. Εἶναι ὁ Κύριος τοῦ ὑπερφυσικοῦ καὶ τοῦ φυσικοῦ κόσμου, δι’ αὐτὸ δὲ καὶ διακονεῖται ἀπὸ τὰς οὐρανίους καὶ ἐγκοσμίους δυνάμεις, αἵτινες εὐπειθῶς ὑπείκουν εἰς τὰ κελεύσματά του.
12 καὶ ἔθετο σκότος ἀποκρυφὴν αὐτοῦ· κύκλῳ αὐτοῦ ἡ σκηνὴ αὐτοῦ, σκοτεινὸν ὕδωρ ἐν νεφέλαις ἀέρων. 12 Σκότος ήπλωσεν ολόγυρά του και απέκρυψε το άπειρον μεγαλείον του. Γυρω του ηπλώθη η σκηνή του κατασκευασμένη όχι από υφάσματα και δέρματα, αλλά από σκοτεινά νέφη βροχής, τα οποία μεταφέρονται από τους πνέοντας ανέμους. 12 Εἰς σκότος μυστηρίου ἐκρύβη τὸ ἀπροσπέλαστον μεγαλεῖον του. Τριγύρω του ἐξηπλώθη ἡ σκηνή του, ὄχι ἀπὸ ὑφάσματα καὶ δέρματα, ὡς αἱ ἀνθρώπιναι σκηναί, ἀλλ’ ἀπὸ σκοτεινὰ καὶ γεμᾶτα νερὸ σύννεφα, ποὺ ὑψοῦνται μετέωρα εἰς τὸν ἀέρα καὶ μεταφέρονται ἀπὸ τοὺς πνέοντας ἀνέμους.
13 ἀπὸ τῆς τηλαυγήσεως ἐνώπιον αὐτοῦ αἱ νεφέλαι διῆλθον, χάλαζα καὶ ἄνθρακες πυρός. 13 Από την απαστράπτουσαν λαμπρότητα της θείας παρουσίας του επερνούσαν τα σύννεφα και εξαπελύθησαν χάλαζα και οι κεραυνοί, αναμμένα κάρβουνα, εναντίον των εχθρών του. 13 Ἀπὸ τὴν ἐκτυφλωτικὴν καὶ πανταχοῦ ἀπαστράπτουσαν λαμπρότητα τῆς παρουσίας του ἐπέρασαν κατακόκκινα τὰ σύννεφα καὶ ἑξαπελύθησαν χάλαζα καὶ ἀναμμένα κάρβουνα πρὸς ἑξαφανισμὸν τῶν ἐχθρῶν του.
14 καὶ ἐβρόντησεν ἐξ οὐρανοῦ Κύριος, καὶ ὁ ῞Υψιστος ἔδωκε φωνὴν αὐτοῦ· 14 Ο Κυριος έστειλεν από τον ουρανόν τας βροντάς του με τους κεραυνούς του. Ο Υψιστος αφήκε να ακουσθή η τρομερά φωνή του εναντίον των εχθρών του. 14 Καὶ ἐβρόντησεν ἀπὸ τὸν οὐρανὸν ὁ Κύριος καὶ ὁ Ὕψιστος ἀφῆκε τὴν τρομερὰν φωνήν του.
15 ἐξαπέστειλε βέλη καὶ ἐσκόρπισεν αὐτοὺς καὶ ἀστραπὰς ἐπλήθυνε καὶ συνετάραξεν αὐτούς. 15 Εξαπέστειλε τα ιδικά του πύρινα βέλη και τους διεσκόρπισε· πλήθος από αστραπάς και βροντάς και κεραυνούς και τους συνετάραξε. 15 Ἐξέπεμψε κατ’ αὐτῶν τὰ βέλη του καὶ τοὺς ἐσκόρπισε· ἐξαπέλυσε κατ’ αὐτῶν πλῆθος ἀστραπῶν καὶ συνετάραξεν ἐν ἀσυγκρατήτῳ πανικῷ τὴν ἄνομον καὶ ἀσεβῆ παράταξίν των.
16 καὶ ὤφθησαν αἱ πηγαὶ τῶν ὑδάτων, καὶ ἀνεκαλύφθη τὰ θεμέλια τῆς οἰκουμένης ἀπὸ ἐπιτιμήσεώς σου, Κύριε, ἀπὸ ἐμπνεύσεως πνεύματος ὀργῆς σου. 16 Σαν να εστέγνωσαν τα ύδατα της γης, ώστε εφάνησαν αι πηγαί των υδάτων και αι κοίται των ποταμών, οι πυθμένες των ωκεανών και αυτά τα θεμέλια της γης, από τον δριμύν έλεγχόν σου, Κυριε, από μίαν και μόνην πνοήν της συνταρακτικής οργής σου. 16 Καὶ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς ὕδατα διὰ μιᾶς ἐξητμίσθησαν, ὥστε ἐφάνησαν οἱ ἀπεξηραμμένοι πυθμένες τῶν πηγῶν των, καὶ ἐξεσκεπάσθησαν τόσον πολύ οἱ βυθοὶ τῶν θαλασσῶν καὶ τῶν ὠκεανῶν, ὥστε γυμνὰ καὶ ξηρὰ ἀνεφάνησαν τὰ θεμέλια τῆς οἰκουμένης ἀπὸ τὴν ἐπιτίμησίν σου, Κύριε, ἀπὸ ἐν καὶ μόνον φύσημα τῆς τρομερὰς ὀργής σου.
17 ἐξαπέστειλεν ἐξ ὕψους καὶ ἔλαβέ με, προσελάβετό με ἐξ ὑδάτων πολλῶν. 17 Και εν μέσω της τρομεράς αυτής αναστατώσεως ο Κυριος ήπλωσε το χέρι του από τον ουρανόν, με έπιασε και με έφερε πλησίον του, με ανέσυρεν από τους πολλούς κινδύνους, οι οποίοι σαν πολλά ύδατα απειλούσαν να πνίξουν την ζωήν μου. 17 Καὶ ἐν μέσῳ τῆς τρομερᾶς ταύτης καταστροφῆς ἐγὼ διετηρήθην σῶος. Ἔστειλεν ὁ Κύριος ἐκ τοῦ ἁγίου ὕψους του τὸν ἄγγελόν του καὶ μὲ ἐπῆρε, μὲ ἐπῆρε στοργικῶς καὶ μὲ ἔσωσεν ἀπὸ ὕδατα πολλά, εἰς τὰ ὁποῖα ἐκινδύνευον νὰ πνιγῶ.
18 ρύσεταί με ἐξ ἐχθρῶν μου δυνατῶν, καὶ ἐκ τῶν μισούντων με, ὅτι ἐστερεώθησαν ὑπὲρ ἐμέ. 18 Με εγλύτωσε και θα με γλυτώση ο Κυριος από τους ισχυρούς εχθρούς μου, οι οποίοι με μισούν, οσονδήποτε ισχυρότεροι από εμέ και αν είναι αυτοί. 18 Μὲ ἐγλύτωσεν ἀπὸ τοὺς ἰσχυροὺς ἐχθρούς μου καὶ ἀπὸ ἐκείνους, οἵτινες μὲ ἐμίσουν καὶ ἀσφαλῶς θὰ μὲ ἐξώντωναν, διότι εἶχον ἐνισχυθῆ καὶ στερεωθῆ πολὺ περισσότερον ἀπὸ ἐμέ.
19 προέφθασάν με ἐν ἡμέρᾳ κακώσεώς μου, καὶ ἐγένετο Κύριος ἀντιστήριγμά μου 19 Αυτοί με επρόφθασαν αιφνιδίως εις τας πλέον κρισίμους και περιπετειώδεις στιγμάς της ζωής μου, αλλά ο Κυριος υπήρξε το στήριγμά μου και ο υπερασπιστής μου εναντίον αυτών. 19 Μὲ ἐπρόφθασαν εἰς ἡμέραν, ποὺ ὑπέφερα πολὺ καὶ οἱ κυκλοῦντες μὲ κίνδυνοι εἶχον καταλήξει εἰς τὸ ἀπροχώρητον, καὶ ὁ Κύριος ἔγινε τὸ κατ’ αὐτῶν στήριγμά μου καὶ ἡ ἀκαταμάχητος προστασία μου.
20 καὶ ἐξήγαγέ με εἰς πλατυσμόν, ρύσεταί με, ὅτι ἠθέλησέ με. 20 Από την στενόχωρον θέσιν μου με έβγαλεν εις άνεσιν και αναψυχήν. Με εγλύτωσεν από τους εχθρούς, διότι με ηγάπησεν. 20 Καὶ ἀπὸ τὴν στενοχωρίαν μου μὲ ἐξήγαγεν εἰς πλάτος ἀνακουφίσεως καὶ ἀσφαλείας. Καὶ μὲ ἐγλύτωσε, θὰ μὲ γλυτώσῃ δὲ καὶ εἰς τὸ μέλλον, διότι ὡς εὔσπλαγχνος καὶ ἐλεήμων μὲ ἠγάπησε.
21 καὶ ἀνταποδώσει μοι Κύριος κατὰ τὴν δικαιοσύνην μου καὶ κατὰ τὴν καθαριότητα τῶν χειρῶν μου ἀνταποδώσει μοι, 21 Ο Κυριος έτσι με αντήμειψε δια την αθωότητά μου. Συμφωνα με την καθαρότητα των χειρών μου ο Κυριος μου ανταπέδωσε και θα μου ανταποδώση αμοιβάς και ευεργεσίας, 21 Καὶ θὰ μοῦ ἀνταποδώσῃ ὁ Κύριος σύμφωνα μὲ τὴν πρόθεσιν καὶ τὴν προσπάθειάν μου να πορεύωμαι κατὰ τὸ θέλημά του καὶ νὰ προοδεύω εἰς πᾶσαν ἀρετήν· καὶ σύμφωνα μὲ τὴν διάθεσιν καὶ φροντίδα μου, ὅπως φυλάξω τὰς χεῖρας μου ἁγνὰς καὶ καθαρὰς ἀπὸ πᾶσαν δολιότητα καὶ ἀδικίαν, θὰ μὲ ἀνταμείψῃ ὁ Κύριος.
22 ὅτι ἐφύλαξα τὰς ὁδοὺς Κυρίου καὶ οὐκ ἠσέβησα ἀπὸ τοῦ Θεοῦ μου, 22 διότι εγώ εφύλαξα τας εντολάς του Κυρίου, δεν ησέβησα απέναντι του Θεού μου. 22 Διότι ἐφύλαξα τὰς ἐντολὰς τοῦ Κυρίου καὶ δὲν ἠσέβησα ποτὲ εἰς τὸν Θεόν μου.
23 ὅτι πάντα τὰ κρίματα αὐτοῦ ἐνώπιόν μου, καὶ τὰ δικαιώματα αὐτοῦ οὐκ ἀπέστησαν ἀπ᾿ ἐμοῦ. 23 Διότι πάντοτε είχα και έχω προ οφθαλμών τας δικαίας του κρίσεις και ποτέ αι εντολαί του δεν απεμακρύνθησαν από την σκέψιν και την καρδίαν μου. 23 Διότι δὲν ἐλησμόνησα ποτέ, ἀλλ' εἶχα πάντοτε πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν μου ὅλας τὰς δικαίας κρίσεις, τὰς ὁποίας ἔκαμεν ὁ Θεὸς καὶ δι’ ἄτομα καὶ διὰ λαοὺς ὁλοκλήρους, καὶ ὅσα δικαιοῦται ὡς Κύριος καὶ δημιουργός μας νὰ ἀξιοῖ ὅπως φυλάττῃ ὁ καθένας μας, δὲν ἔφυγαν ποτὲ ἀπὸ τὸν νοῦν μου καὶ ἀπὸ τὴν καρδίαν μου.
24 καὶ ἔσομαι ἄμωμος μετ᾿ αὐτοῦ καὶ φυλάξομαι ἀπὸ τῆς ἀνομίας μου. 24 Ημην και θα είμαι άμωμος και ειλικρινής απέναντί του και θα προφυλαχθώ από κάθε αμαρτίαν. 24 Καὶ ὅπως εἰς τὸ παρελθὸν οὕτω καὶ εἰς τὸ μέλλον θὰ εἶμαι πάντοτε ἄμεμπτος εἰς τὰς μετ’ αὐτοῦ σχέσεις μου· καὶ θὰ προφυλάττωμαι πάντοτε ἀπὸ τὴν ἀνομίαν, ἡ ὁποία λόγῳ τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος ἔγινε πλέον ἰδική μου καὶ δευτέρα φύσις μου.
25 καὶ ἀνταποδώσει μοι Κύριος κατὰ τὴν δικαιοσύνην μου καὶ κατὰ τὴν καθαριότητα τῶν χειρῶν μου ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ. 25 Ο Κυριος θα μου ανταποδώση, σύμφωνα με τον αγώνα μου να ζω κατά το θέλημά του και σύμφωνα με την προσπάθειάν μου να διατηρώ τας χείρας μου αγνάς και καθαράς ενώπιον των οφθαλμών του. 25 Καὶ θὰ μοῦ ἀνταποδώσῃ ὁ Κύριος σύμφωνα μὲ τὴν πρόθεσιν καὶ προσπάθειάν μου νὰ πορεύωμαι κατὰ τὸ θέλημά του καὶ νὰ προοδεύω εἰς πᾶσαν ἀρετήν, καὶ σύμφωνα μὲ τὴν σπουδήν μου ὅπως φυλάξω τὰς χεῖρας μου ἁγνὰς καὶ καθαρὰς ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν του, οἱ ὁποῖοι παρακολουθοῦν καὶ ἐποπτεύουν τὰ πάντα.
26 μετὰ ὁσίου ὅσιος ἔσῃ, καὶ μετὰ ἀνδρὸς ἀθῴου ἀθῷος ἔσῃ, 26 Συ, Κυριε, προς τον αφωσιωμένον εις σε θα φέρεσαι με στοργήν και αγάπην. Προς τον αθώον και ηθικώς άμεμιττον θα δείχνεσαι αθώος και άμεμπτος. 26 Ὦ Κύριε, ὅπως συμπεριφέρονται πρὸς σὲ οἱ ἄνθρωποι, τοιοῦτος καὶ σὺ δεικνύεσαι πρὸς αὐτούς. Εἰς τὸν ἀφωσιωμένον εἰς σὲ καὶ τὸν φιλεύσπλαγχνον, ὅσιος καὶ φιλεύσπλαγχνος θὰ παρουσιάζεσαι πάντοτε καὶ σύ. Πρὸς τὸν ἀθῷον καὶ ἠθικῶς ἄμεμπτον, ἀθῷος καὶ ἄμεμπτος θὰ δεικνύεσαι καὶ σύ.
27 καὶ μετὰ ἐκλεκτοῦ ἐκλεκτὸς ἔσῃ καὶ μετὰ στρεβλοῦ διαστρέψεις. 27 Με τον εκλεκτόν θα είσαι συ πάντοτε εκλεκτός. Απέναντι όμως του διεστραμμένου ανθρώπου θα αλλάζης τρόπον και θα φαίνεται στρεβλή η ιδική σου ευθεία και δικαία συμπεριφορά. 27 Καὶ μὲ τὸν ἐκλεκτὸν ἐκλεκτὸς θὰ εἶσαι πάντοτε καὶ σύ. Καὶ ἀπέναντι τοῦ στρεβλοῦ καὶ διεστραμμένου ἀνθρώπου, ἀνάποδος θὰ ἐμφανισθῇ καὶ ἡ ἰδική σου εὐθεῖα καὶ δικαία ἐν πᾶσι συμπεριφορά.
28 ὅτι σὺ λαὸν ταπεινὸν σώσεις καὶ ὀφθαλμοὺς ὑπερηφάνων ταπεινώσεις. 28 Διότι συ τον ταπεινωμένον και το έλεός σου ζητούντα λαόν τον σώζεις και τον ευλογείς πάντοτε. Ενῷ τους αλαζονικούς οφθαλμούς των υπερηφάνων τους αναγκάζεις να χαμηλώσουν κατησχυμμένοι εις την γην. 28 Διότι σὺ τὸν τεταπεινωμένον καὶ ἐπικαλούμενον τὴν προστασίαν σου λαόν, τὸν σώζεις καὶ τὸν εὐλογεῖς πάντοτε, ἐνῷ τοὺς ὀφθαλμοὺς ποὺ μὲ ἀγερωχίαν σηκώνουν ὑψηλὰ οἱ ὑπερήφανοι, τοὺς ταπεινώνεις καὶ τοὺς ἑξαναγκάζεις νὰ χαμηλώνουν ἐντροπιασμένοι πρὸς τὴν γῆν.
29 ὅτι σὺ φωτιεῖς λύχνον μου, Κύριε ὁ Θεός μου, φωτιεῖς τὸ σκότος μου. 29 Συ, Κυριε, ανεζωογόνησες και θα αναζωογονής τον λύχνον της ζωής μου. Συ, Κυριε ο Θεός μου, έρριψες το φως της χαράς και διέλυσες το σκοτάδι της δυστυχίας μου. 29 Δι’ αὐτὸν τὸν λόγον θὰ ἐξακολουθῇς σύ, Κύριε ὁ Θεός μου, νὰ χύνῃς ἔλαιον εὐημερίας καὶ χαρᾶς εἰς τὸν λύχνον τῆς ὑπάρξεώς μου, σὺ θὰ φωτίζῃς καὶ θ’ ἀποδιώκῃς ἀπὸ τὸν δρόμον τῆς ζωῆς μου τὸ σκότος τῆς συμφορᾶς, τῆς πλάνης καὶ τοῦ θανάτου.
30 ὅτι ἐν σοὶ ῥυσθήσομαι ἀπὸ πειρατηρίου καὶ ἐν τῷ Θεῷ μου ὑπερβήσομαι τεῖχος. 30 Με την δύναμίν σου πάντοτε θα σώζωμαι από τους κινδύνους και τους πειρασμούς και με την βοήθειάν σου θα υπερπηδώ κάθε ανυπέρβλητον δια τας ανθρωπίνας δυνάμεις τείχος, κάθε δυσκολίαν. 30 Διότι διὰ τῆς βοηθείας σου θὰ γλυτώνω καὶ θὰ ἀπαλλάσσωμαι ἀπὸ οἰονδήποτε πειρασμὸν καὶ μὲ τὴν προστασίαν καὶ ἐνίσχυσιν σοῦ τοῦ Θεοῦ μου θὰ ὑπερπηδῶ κάθε ἐμπόδιον καὶ δυσκολίαν, ποὺ ὡς ἄλλο ἀνυπέρβλητον τεῖχος θὰ παρεμβάλλεται εἰς τὴν πορείαν μου.
31 ὁ Θεός μου, ἄμωμος ἡ ὁδὸς αὐτοῦ, τὰ λόγια Κυρίου πεπυρωμένα, ὑπερασπιστής ἐστι πάντων τῶν ἐλπιζόντων ἐπ᾿ αὐτόν. 31 Ο δρόμος και ο τρόπος της ενεργείας του Θεού μου είναι άμεμπτα. Τα λόγια του Κυρίου είναι, πυρ, που φωτίζει και κατακαίει. Είναι υπεραπιστής όλων εκείνων, οι οποίοι ελπίζουν εις αυτόν. 31 Τοῦ Θεοῦ μου αἱ μέθοδοι καὶ αἱ οἰκονομίαι εἶναι ἄμεμπτοι αἱ ὑποσχέσεις καὶ αἱ ἐπαγγελίαι τοῦ Κυρίου ἔχουν δοκιμασθῇ καὶ εὑρέθησαν ὑπὸ τῆς πείρας τῶν γενεῶν πάντοτε ἀληθεύουσαι. Τὸ ὑπεσχέθη καὶ δι’ αὐτὸ εἶναι ὑπερασπιστὴς ὅλων ὅσοι ἐλπίζουν εἰς αὐτόν. Εἶναι δὲ ἡ ὑπεράσπισις καὶ βοήθειά του ἀκαταγώνιστος.
32 ὅτι τίς Θεὸς πλὴν τοῦ Κυρίου, καὶ τίς Θεὸς πλὴν τοῦ Θεοῦ ἡμῶν; 32 Διότι, ποιός άλλος Θεός είναι αληθινός και πραγματικός εκτός του Κυρίου μας; Και ποιός Θεός είναι τόσον ισχυρός και αγαθός πλην του Θεού μας; 32 Διότι ποῖος ἄλλος εἶναι Θεὸς ἐκτὸς τοῦ Κυρίου; Καὶ ποῖος ἄλλος εἶναι Θεὸς ἀληθινὸς καὶ πανίσχυρος ἐκτὸς τοῦ Θεοῦ μας;
33 ὁ Θεὸς ὁ περιζωννύων με δύναμιν καὶ ἔθετο ἄμωμον τὴν ὁδόν μου· 33 Αυτός ο αληθινός και παντοδύναμος Θεός με περιέζωσε με μεγάλην και ακατανίκητον δύναμιν, με ανέδειξεν άμεμπτον και καθαρόν στους δρόμους της ζωής μου. 33 Ὁ Θεὸς μὲ περιβάλλει τριγύρω ὁλόκληρον ὡς διὰ ζώνης μὲ δύναμιν ἀκαταγώνιστον καὶ αὐτὸς κατέστησεν ἄμεμπτον τὸν δρόμον τῆς ζωῆς μου, ἐλεύθερον ἀπὸ κάθε δυσχέρειαν καὶ σκάνδαλον.
34 καταρτιζόμενος τοὺς πόδας μου ὡσεὶ ἐλάφου καὶ ἐπὶ τὰ ὑψηλὰ ἱστῶν με· 34 Αυτός κάμνει ευκίνητα τα πόδια μου, τους δίδει την ταχύτητα της ελάφου, ώστε με ευκολίαν να υπερπηδώ κινδύνους και δυσκολίας. Αυτός με ανεβάζει εις τα όρη τα υψηλά, ασφαλή από κάθε απειλήν. 34 Αὐτὸς καταρτίζει καὶ ἐνδυναμώνει τοὺς πόδας μου, δίδων εἰς αὐτοὺς τὴν εὐκινησίαν καὶ ταχύτητα τῆς ἐλάφου, ὥστε εὐχερῶς νὰ ὑπερπηδῶ τοὺς κινδύνους, καὶ αὐτὸς μὲ ἀναβιβάζει εἰς ὅρη ὑψηλὰ καὶ εἰς ἀσφαλεῖς ἀπὸ κάθε ἀπειλὴν τόπους.
35 διδάσκων χεῖράς μου εἰς πόλεμον καὶ ἔθου τόξον χαλκοῦν τοὺς βραχίονάς μου· 35 Αυτός γυμνάζει και διδάσκει τα χέρια μου, να πολεμούν νικηφόρως. Κατέστησε τους βραχίονάς μου ευκινήτους και ισχυρούς ωσάν χάλκινον τόξον. 35 Αὐτὸς γυμνάζει καὶ ἀσκεῖ τὰς χεῖρας μου νὰ πολεμοῦν νικηφόρως καὶ κατέστησε τοὺς βραχίονάς μου δυνατοὺς καὶ ἀθραύστους ὡς νὰ ἦσαν τόξον χαλκοῦν εὐλύγιστον καὶ ἀσύντριπτον.
36 καὶ ἔδωκάς μοι ὑπερασπισμὸν σωτηρίας, καὶ ἡ δεξιά σου ἀντελάβετό μου, καὶ ἡ παιδεία σου ἀνώρθωσέ με εἰς τέλος, καὶ ἡ παιδεία σου αὐτή με διδάξει. 36 Συ, Κυριε, ηυδόκησες να με υπερασπίσης απέναντι των εχθρών μου και να μου χαρίσης την σωτηρίαν. Η προστατευτική δεξιά σου με υπεβάστασε, η πατρική σου παιδαγωγία και καθοδήγησις με ανώρθωσε τελείως. Αυτή η παιδαγωγία σου, Κυριε, θα εξακολουθή να με διδάσκη. 36 Καὶ ηὐδόκησας, Κύριε, νὰ μὲ ὑπερασπίσῃς ὁπλίζων με δι' ἀσπίδος σωτηρίας. Καὶ ἡ δεξιά σου μὲ ὑπεβάστασε καὶ μὲ ἐκράτησε ἀπὸ τὴν χεῖρα, καὶ ἡ πατρικὴ παιδαγωγία καὶ καθοδήγησίς σου μὲ συμβουλὰς ἢ καὶ τιμωρίας μὲ ἐσήκωσεν ὄρθιον καὶ μὲ διώρθωσε τελείως. Καὶ ἡ παιδεία σου αὐτὴ θὰ ἐξακολουθῇ νὰ μὲ διδάσκῃ.
37 ἐπλάτυνας τὰ διαβήματά μου ὑποκάτω μου, καὶ οὐκ ἠσθένησαν τὰ ἴχνη μου. 37 Ανοιξες δρόμους πλατείς και ασφαλείς εις την πορείαν της ζωής μου, Κυριε, και δεν εκουράσθησαν ούτε εξησθένησαν τα πέλματά μου. 37 Σὺ ἀπεμάκρυνας τὰς παγίδας καὶ τὰ σκάνδαλα ποὺ μοῦ ἐπροκάλουν στενοχωρίας καὶ κινδύνους καὶ οὕτω κατέστησας εὐρυχώρους καὶ πλατεῖς κάτωθι τῶν ποδῶν μου τοὺς τόπους τῶν περασμάτων μου, καὶ δὲν ἐκουράσθησαν οὐδὲ ἐξησθένησαν τὰ πέλματά μου.
38 καταδιώξω τοὺς ἐχθρούς μου καὶ καταλήψομαι αὐτοὺς καὶ οὐκ ἀποστραφήσομαι, ἕως ἂν ἐκλίπωσιν· 38 Κατεδίωξα τους εχθρούς μου και τους κατέφθασα, ενώ έφευγαν πανικόβλητοι, και δεν εγύρισα οπίσω, μέχρις ότου εκείνοι εξωντώθησαν και εξέλιπον. 38 Κατεδίωξα τοὺς ἐχθρούς μου καὶ τοὺς κατέφθασα φεύγοντας ἐν πανικῷ καὶ δὲν ἔστρεψα ὀπίσω ἕως ὅτου ἐξωντώθησαν καὶ ἐξέλιπον.
39 ἐκθλίψω αὐτούς, καὶ οὐ μὴ δύνωνται στῆναι, πεσοῦνται ὑπὸ τοὺς πόδας μου. 39 Τους συνέθλιψα με την δύναμίν σου και δεν ημπόρεσαν να σταθούν, αλλ' έπεσαν κάτω από τα πόδιά μου. 39 Τοὺς ἔσφιγξα καὶ τοὺς ἔλειωσα κυριολεκτικῶς καὶ δὲν ἠμπόρεσαν νὰ σταθοῦν, ἀλλ’ ἔπεσαν κάτω ἀπὸ τοὺς πόδας μου.
40 καὶ περιέζωσάς με δύναμιν εἰς πόλεμον, συνεπόδισας πάντας τοὺς ἐπανισταμένους ἐπ᾿ ἐμὲ ὑποκάτω μου. 40 Συ από όλα τα σημεία με ενέδυσες με δύναμιν, δια να πολεμώ πάντοτε νικηφόρως. Περιέπλεξες τα πόδια των και έπεσαν κάτω από τα πόδια μου όλοι εκείνοι, οι οποίοι επαναστατούν εναντίον μου. 40 Καὶ μὲ ἔζωσες τριγύρω μὲ δύναμιν διὰ νὰ πολεμῶ νικηφόρως, τοὺς ἐπεδίκλωσες καὶ ἔπεσαν ὑπὸ τοὺς πόδας μου ὅλοι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἐπαναστατοῦν ἐναντίον μου.
41 καὶ τοὺς ἐχθρούς μου ἔδωκάς μοι νῶτον καὶ τοὺς μισοῦντάς με ἐξωλόθρευσας. 41 Ετρεψες εις φυγήν τους εχθρούς μου. Πανικόβλητοι εγύρισαν προς εμέ την πλάτην των. Παρέδωκες εις ολοκληρωτικήν καταστροφήν εκείνους, οι οποίοι με εμισούσαν. 41 Καὶ ἔτρεψας εἰς φυγὴν τοὺς ἐχθρούς μου, οἱ ὁποῖοι πανικόβλητοι ἔστρεψαν πρὸς ἑμὲ τὰ νῶτα των, καὶ παρέδωκας εἰς καταστροφὴ καὶ ὁλοτελῆ ὄλεθρον ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι μὲ ἐμίσουν.
42 ἐκέκραξαν, καὶ οὐκ ἦν ὁ σῴζων, πρὸς Κύριον, καὶ οὐκ εἰσήκουσεν αὐτῶν. 42 Και επάνω εις την απέλπιδα φυγήν και τον πανικόν των εκραύγασαν ζητούντες την βοήθειάν σου, αλλά δεν υπήρχε δι' αυτούς σωτήρ. Εκραξαν προς σε, αλλά δεν τους εισήκουσες. 42 Καὶ ἐν τῇ ἀπελπισία των ἐφώναξαν ζητοῦντες τὴν βοηθειάν σου καὶ δὲν ὑπῆρξε σωτὴρ δι' αὐτούς·μὲ ἀγωνιώδη κραυγὴν ἀπηυθύνθησαν πρὸς τὸν Κύριον, καὶ δὲν τοὺς εἰσήκουσε.
43 καὶ λεπτυνῶ αὐτοὺς ὡσεὶ χνοῦν κατὰ πρόσωπον ἀνέμου, ὡς πηλὸν πλατειῶν λεανῶ αὐτούς. 43 Με την ιδικήν σου βοήθειαν τους συνέτριψα. Τους έκαμα σαν ανάλαφρο χνούδι, το οποίον διασκορπίζει ο άνεμος. Τους επολτοποίησα ωσάν την λάσπην, που πατούν οι άνθρωποι εις τας πλατείας. 43 Καὶ τοὺς συνέτριψα σὰν λεπτὸν χνοῦδι ποὺ τὸ φυσᾷ καὶ τὸ σκορπίζει ὁ ἄνεμος· τοὺς καταπάτησα καὶ τοὺς μετέβαλα εἰς ψιλὴν σκόνην, σὰν αὐτήν, εἰς τὴν ὁποίαν μετατρέπεται ἡ λάσπη, ποὺ καταπατεῖται εἰς τοὺς πλατεῖς καὶ πολυσυχνάστους δρόμους.
44 ρύσῃ με ἐξ ἀντιλογίας λαοῦ, καταστήσεις με εἰς κεφαλὴν ἐθνῶν. λαός, ὃν οὐκ ἔγνων, ἐδούλευσέ μοι, 44 Με εγλύτωσες, γλύτωσέ με και στο μέλλον από αντιθέσεις και εμφυλίους πολέμους του ισραηλιτικού λαού. Με εγκατέστησες κυρίαρχον και εις άλλα- ειδωλολατρικά- έθνη. Λαός, τον οποίον δεν εγνώριζα προηγουμένως, έγινεν υποτελής εις εμέ. 44 Μὲ ἐγλύτωσες(Εἰς τὸ ἑβραϊκὸν πρωτοτύπον ἐκφέρεται εἰς ἀόριστον, καθὼς καὶ τὸ ἐπακολουθοῦν <καταστήσεις με>. ) ἀπὸ τὰς ἐμφυλίους διαμάχας τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ, τὸν ὁποῖον οἱ συγγενεῖς τοῦ Σαοὺλ ἐζήτουν νὰ διαιρέσουν. Σὺ μὲ ἐγκατέστησας ἀρχηγὸν καὶ κεφαλὴν ἐθνῶν, ὥστε νὰ κυριαρχῶ ἐπὶ τῶν γειτονικῶν βασιλέων. Λαὸς μακρυνός, τὸν ὁποῖον δὲν εἶχον γνωρίσει ποτέ, ὑπεδουλώθη εἰς ἐμὲ καὶ μοῦ προσέφερε φόρον ὑποταγῆς.
45 εἰς ἀκοὴν ὠτίου ὑπήκουσέ μου· υἱοὶ ἀλλότριοι ἐψεύσαντό μοι, 45 Οταν ήκουσε την φήμην των κατορθωμάτων και της δόξης μου, έγινεν υπήκοός μου. Ξένοι λαοί ένεκα φόβου υπεκρίθησαν φιλίαν και υποταγήν εις εμέ. 45 Εὐθὺς ὡς ἤκουσε περὶ ἐμοῦ καὶ ἡ περὶ τῶν νικῶν μου φήμη ἔφθασεν εἰς τὰ ὦτα του, ἔγινεν ὑπήκοός μου. Υἱοὶ ἀλλογενεῖς καὶ ξένοι ἐκ φόβου ὑπεκρίθησαν εἰς ἑμὲ τὸν φίλον καὶ ἐξ ἀνάγκης ὑπετάγησαν.
46 υἱοὶ ἀλλότριοι ἐπαλαιώθησαν καὶ ἐχώλαναν ἀπὸ τῶν τρίβων αὐτῶν. 46 Αλλοεθνείς λαοί εχρηστεύθησαν σαν παλαιά εφθαρμένα ενδύματα, σαν χωλοί εσκόνταφταν στους δρόμους των. 46 Υἱοὶ ἀλλοεθνεῖς κατέστησαν ἄχρηστοι ὡς πεπαλαιωμένα καὶ μαραμένα φύλλα καὶ δὲν ἠμπόρεσαν νὰ σταθοῦν ἀκλόνητοι εἰς τοὺς πόδας των, ἀλλ’ ὡς χωλοὶ ἐσκόνταπτον καὶ ἐτρίκλιζον εἰς τοὺς δρόμους των.
47 ζῇ Κύριος, καὶ εὐλογητὸς ὁ Θεός μου καὶ ὑψωθήτω ὁ Θεὸς τῆς σωτηρίας μου, 47 Ο Κυριος όμως ζη και θριαμβεύει. Ας είναι δοξασμένος και ευλογημένος ο Θεός μου και ας υψώνεται και ας υμνολογήται ο Θεός της σωτηρίας μου, 47 Ζῇ εἰς τὸν αἰῶνα ὁ Κύριος. Καὶ εἶναι ἄξιος νὰ εὐλογῆται καὶ νὰ δοξάζεται ὁ Θεός μου. Καὶ ἂς ἀνυμνηθῇ τὸ ὕψος καὶ τὸ μεγαλεῖον τοῦ Θεοῦ, ὅστις μὲ ἔσωσεν.
48 ὁ Θεὸς ὁ διδοὺς ἐκδικήσεις ἐμοί, καὶ ὑποτάξας λαοὺς ὑπ᾿ ἐμέ, 48 διότι ο Θεός μου εξεδικήθη τους εχθρούς μου και υπέταξε λαούς ολοκλήρους κάτω από τα πόδιά μου. 48 Ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος μὲ ὑπερασπίζει ἐκδικούμενος τοὺς ἐχθρούς μου καὶ ὁ ὁποῖος ὑπέταξεν εἰς ἐμὲ λαούς,
49 ὁ ῥύστης μου ἐξ ἐχθρῶν μου ὀργίλων, ἀπὸ τῶν ἐπανισταμένων ἐπ᾿ ἐμὲ ὑψώσεις με, ἀπὸ ἀνδρὸς ἀδίκου ρῦσαί με. 49 Αυτός με εγλύτωσεν από εχθρούς γεμάτους οργήν και μανίαν εναντίον μου. Συ, Κυριε, με ανέδειξες νικητήν, με ανύψωσες και με εδόξασες απέναντι εκείνων, οι οποίοι είχαν επαναστατήσει εναντίον μου. Λυτρωσέ με και στο μέλλον από κάθε άνδρα δόλιον και άδικον. 49 αὐτὸς εἶναι ὁ ἐλευθερωτὴς καὶ ρύστης μου ἀπὸ ἐχθρούς, οἱ ὁποῖοι γεμᾶτοι ὀργὴν καὶ ἀσυγκράτητον λύσσαν παραφέρονται κατ’ ἐμοῦ· Σὺ θὰ μὲ ὑψώσῃς νικητὴν κατ' ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἐπαναστατοῦν κατ’ ἐμοῦ· ἀπὸ ἄνδρα ἄδικον καὶ μοχθηρὸν γλύτωσέ με.
50 διὰ τοῦτο ἐξομολογήσομαί σοι ἐν ἔθνεσι, Κύριε, καὶ τῷ ὀνόματί σου ψαλῶ, 50 Δι' όλα αυτά, Κυριε, θα σε δοξολογώ και θα σε ευγνωμονώ. Μεταξύ των εθνών θα ψάλλω και θα υμνολογώ το όνομά σου. 50 Διὰ τοῦτο θὰ σὲ εὐχαριστήσω καὶ θὰ σὲ δοξολογήσω ἐνώπιον πολλῶν ἐθνῶν. Κύριε, καὶ θὰ ψάλω ὕμνους εἰς τὸ Ὄνομά σου.
51 μεγαλύνων τὰς σωτηρίας τοῦ βασιλέως αὐτοῦ, καὶ ποιῶν ἔλεος τῷ χριστῷ αὐτοῦ, τῷ Δαυΐδ καὶ τῷ σπέρματι αὐτοῦ ἕως αἰῶνος. 51 Δοξολογίας και ευχαριστίας θα αναπέμπω προς τον Θεόν μου, ο οποίος επραγματοποίησε μεγαλειώδεις σωτηρίας υπέρ του βασιλέως, που Αυτός τον ανέδειξε και ο οποίος δεικνύει πάντοτε έλεος στον βασιλέα, που έχρισεν, στον Δαυίδ και στους απογόνους του, εις όλας τας κατόπιν γενεάς. 51 Αἴνους θὰ ἀναπέμψω εἰς δόξαν Θεοῦ, ὁ ὁποῖος συνετέλεσε μεγαλειώδεις καὶ ἐκπληκτικὰς σωτηρίας ὑπὲρ τοῦ βασιλέως, ποὺ αὐτὸς ἀνέδειξε, καὶ ὁ ὁποῖος δεικνύει ἔλεος εἰς τὸν ὑπ’ αὐτοῦ χρισθέντα, εἰς τὸν Δαβὶδ καὶ εἰς τοὺς ἀπογόνους του εἰς αἰωνίας γενεᾶς.