Δευτέρα, 02 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:24
Δύση: 17:07
Σελ. 2 ημ.
337-29
16ος χρόνος, 6134η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΨΑΛΜΟΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 49 (ΜΘ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ψαλμὸς τῷ ᾿Ασάφ.
1 (Μασ. 50) ΘΕΟΣ θεῶν Κύριος ἐλάλησε καὶ ἐκάλεσε τὴν γῆν ἀπὸ ἀνατολῶν ἡλίου μέχρι δυσμῶν. 1 (Μασ. 50) Ο αιώνιος και απειροτέλειος Θεός, ο Κυριος όλων των καττά χάριν Θεών, των αρχόντων και δικαστών της γης, προσκαλεί όλην την οικουμένην από ανατολών μέχρι δυσμών. 1 Άκουε, λαὲ τοῦ Ἰσραήλ! Ἦλθε πλέον ὁ καιρὸς καὶ περνᾷς τὸν Ἰορδάνην, διὰ νὰ εἰσέλθῃς εἰς τὴν Χαναὰν καὶ νὰ κληρονομήσῃς χώρας, ποὺ τὰς κατέχουν ἔθνη μεγάλα καὶ πολὺ πιὸ δυνατὰ ἀπὸ σᾶς· πόλεις μεγάλας καὶ ὠχυρωμένας μὲ τείχη ὑψηλά, ποὺ φθάνουν ἕως τὸν οὐρανόν. Ο Θεὸς τῶν ἐν οὐρανοῖς ἀγγέλων καὶ κατὰ χάριν Θεῶν, ὁ Κύριος ἐλάλησε καὶ προσεκάλεσεν αὐτοὺς ποὺ κατοικοῦν εἰς τὴν γῆν ἀπὸ τὴν μίαν ἄκραν της ἕως τὴν ἄλλην, ἀπὸ ἀνατολῶν μέχρι δυσμῶν.
2 ἐκ Σιὼν ἡ εὐπρέπεια τῆς ὡραιότητος αὐτοῦ, 2 Ακτινοβολείται από την Σιών η ασύλληπτος λαμπρότης και ωραιότης της απείρου τελειότητός του. 2 Ἐξέλαμψεν ἀπὸ τὴν Σιὼν ἡ ἔκπαγλος λαμπρότης τῆς ἀπείρου τελειότητος καὶ ὡραιότητός του.
3 ὁ Θεὸς ἐμφανῶς ἥξει, ὁ Θεὸς ἡμῶν, καὶ οὐ παρασιωπήσεται· πῦρ ἐνώπιον αὐτοῦ καυθήσεται, καὶ κύκλῳ αὐτοῦ καταιγὶς σφόδρα. 3 Ο Κυριος έρχεται ολοφάνερα με το μεγαλείον της δόξης του. Δεν θα τηρήση πλέον σιωπήν. Καυστικόν πυρ προπορεύεται έμπροσθέν του. Και καταιγίς μεγάλη εκσπά ολόγυρά του. 3 Ὁ Θεὸς θὰ ἔλθῃ φανερά, μετὰ δόξης πολλῆς· ἔρχεται ὁ Θεός μας καὶ δὲν θὰ τηρήσῃ πλέον σιωπήν· πῦρ καταφλέγον καὶ καταναλίσκον θὰ κατακαίεται ἐνώπιόν του, καὶ τριγύρω του καταιγὶς μεγάλη καὶ τρομερὰ θὰ ἐκσπᾷ.
4 προσκαλέσεται τὸν οὐρανὸν ἄνω καὶ τὴν γῆν τοῦ διακρῖναι τὸν λαὸν αὐτοῦ· 4 Προσκαλεί ως μάρτυρας τον ουρανόν άνω και την γην κάτω, προκειμένου να στήση δικαστήριον και να δικάση τον λαόν του. 4 Θὰ προσκαλέσῃ ὡς μάρτυρας ἐν τῷ κριτηρίῳ του ἀπ' ἐπάνω τὸν οὐρανὸν καὶ κάτωθεν τὴν γῆν, ἐπειδὴ ἐμφανίζεται διὰ νὰ κρίνῃ τὸν λαόν του.
5 συναγάγετε αὐτῷ τοὺς ὁσίους αὐτοῦ, τοὺς διατιθεμένους τὴν διαθήκην αὐτοῦ ἐπὶ θυσίαις, 5 Σεις οι άγγελοι συναθροίσατε, λοιπόν, ενώπιόν του τους αγίους του, τους εκλεκτούς Ισραηλίτας, οι οποίοι έδειξαν την αγαθήν διάθεσίν των με τας ευλαβείς θυσίας τότε, που εδέχθησαν την διαθήκην του στο όρος Σινά. 5 Συναθροίσατε, ὦ ἄγγελοι, ἐνώπιόν του τοὺς ἀφιερωμένους εἰς αὐτὸν Ἰσραηλίτας, οἱ ὁποῖοι διὰ θυσιῶν ἐπεβεβαίωσαν καὶ ἀπεδέχθησαν τὴν διαθήκην του.
6 καὶ ἀναγγελοῦσιν οἱ οὐρανοὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, ὅτι ὁ Θεὸς κριτής ἐστι. (διάψαλμα). 6 Οι ουρανοί θα καταθέσουν ως μάρτυρες δια την δικαιοσύνην του, διότι αυτός είναι τώρα ο υπέρτατος δικαστής. 6 Καὶ ἀφοῦ τοὺς συναθροίσετε ὅλους, θὰ διακηρύξουν οἱ οὐρανοὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, διότι αὐτὸς ὁ δίκαιος Θεὸς εἶναι κριτῆς καὶ δικαστὴς εἰς τὸ δικαστήριον αὐτό, ποὺ τώρα συνεκροτήθη.
7 ἄκουσον, λαός μου, καὶ λαλήσω σοι, ᾿Ισραήλ, καὶ διαμαρτύρομαί σοι· ὁ Θεὸς ὁ Θεός σού εἰμι ἐγώ. 7 Ο Κυριος ομιλεί. Ακουσε, λαέ μου, διότι θα ομιλήσω προς σέ, ισραηλιτικέ λαέ· δώσε προσοχήν, διότι θα διαμαρτυρηθώ εντόνως προς σέ. Εγώ, που ομιλώ, είμαι ο Θεός όλου του κόσμου και ιδιαιτέρως ο ιδικός σου Θεός. 7 Ὁ Θεὸς ἤδη λαλεῖ καὶ ἰδοὺ τί ἀπὸ τοῦ βήματος τῆς κρίσεώς του λέγει· Ἄκουσε, λαέ μου, καὶ θὰ σοῦ ὁμιλήσω· ἄκουσε Ἰσραήλ, καὶ θὰ προβῶ εἰς ἔντονον μαρτυρίαν πρὸς σέ· ὁ Κυρίαρχος τῶν πάντων Θεός, ὁ ἰδιαιτέρως προστατεύσας σε Θεός σου εἶμαι ἐγώ.
8 οὐκ ἐπὶ ταῖς θυσίαις σου ἐλέγξω σε, τὰ δὲ ὁλοκαυτώματά σου ἐνώπιόν μου ἐστὶ διαπαντός. 8 Δεν θα σε ελέγξω δια τας διαφόρους θυσίας σου. Τα ολοκαυτώματά σου, που προσφέρονται προς εμέ, ευρίσκονται πάντοτε ενώπιόν μου. 8 Βεβαίως δὲν θὰ σὲ ἐλέγξω διὰ τὰς θυσίας σου, τὰ ζῶα δέ, ποὺ προσφέρεις ἐπὶ τοῦ θυσιαστηρίου διὰ να καοῦν ὁλόκληρα εἰς αὐτὸ πρὸς λατρείαν μου, εἶναι ἐνώπιόν μου πάντοτε, καθ’ ὅσον συνεχῶς προσφέρονται ὑπὸ σοῦ.
9 οὐ δέξομαι ἐκ τοῦ οἴκου σου μόσχους οὐδὲ ἐκ τῶν ποιμνίων σου χιμάρους. 9 Αλλά δεν έχω ανάγκην να δεχθώ μόσχους από τον οίκον σου και τράγους από τα κοπάδια σου. 9 Ἀλλὰ δὲν προσέφερες καὶ πνευματικωτέρας θυσίας εἰς ἐμέ. Καὶ δι’ αὐτὸ δὲν θὰ δεχθῶ ὡς θυσίαν εὐάρεστον εἰς ἐμὲ μόσχους, οἱ ὁποῖοι τρέφονται εἰς τὸν οἶκον σου, οὔτε τράγους, οἱ ὁποῖοι προέρχονται ἀπὸ ποίμνια ἰδικά σου.
10 ὅτι ἐμά ἐστι πάντα τὰ θηρία τοῦ δρυμοῦ, κτήνη ἐν τοῖς ὄρεσι καὶ βόες· 10 Διότι όλα τα άγρια θηρία των δασών είναι ιδικά μου, όπως και τα κατοικίδια ζώα, τα οποία βόσκουν εις τα όρη, και οι βόες, όλα είναι ιδικά μου. 10 Διότι τοιαῦτα ζῶα ἔχω ἀναρίθμητα. Ἰδικά μου εἶναι ὅλα τὰ ἄγρια θηρία τοῦ δάσους, καθὼς καὶ τὰ ἥμερα κτήνη ποὺ βόσκουν εἰς τὰ ὅρη καὶ οἱ βόες.
11 ἔγνωκα πάντα τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ὡραιότης ἀγροῦ μετ᾿ ἐμοῦ ἐστιν. 11 Εγώ γνωρίζω πολύ καλά τα πάντα. Είμαι ο Κυριος επί των πτηνών του ουρανού και η ωραία πολύχρωμος βλάστησις του αγρού ευρίσκεται πάντοτε εις την κυριότητά μου. 11 Ἐγνώρισα ὡς ἰδιοκτησίαν μου τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἡ ὡραία βλάστησις καὶ καρποφορία παντὸς ἀγροῦ ὑπάρχει ἐν τῇ ἐξουσίᾳ μου καὶ εἰς τὴν διάθεσίν μου.
12 ἐὰν πεινάσω, οὐ μή σοι εἴπω· ἐμὴ γάρ ἐστιν ἡ οἰκουμένη καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς. 12 Εάν θα πεινάσω, δεν πρόκειται να σου είπω να μου δώσης φαγητόν, διότι ιδική μου είναι όλη η γη και όλα εκείνα, από τα οποία αυτή είναι γεμάτη. 12 Ἐὰν ὑποτεθῇ ὅτι κάποτε θὰ πεινάσω, δὲν θὰ σοῦ εἴπω, δός μου νὰ φάγω, διότι εἶναι ἰδική μου ἡ οἰκουμένη καὶ ὅλα ἐκεῖνα ἀπὸ τὰ ὁποῖα αὕτη εἶναι γεμάτη.
13 μὴ φάγομαι κρέα ταύρων, ἢ αἷμα τράγων πίομαι; 13 Μηπως έχω εγώ ανάγκην να φάγω κρέατα ταύρων και να πίω αίμα τράγων; Οχι βέβαια. 13 Ἀλλὰ μήπως ἐγὼ θὰ πεινάσω ποτέ, ὥστε νὰ ἔχω ἀνάγκην, ὅπως φάγω κρέατα ταύρων ἢ ὅπως πίω αἵματα τράγων;
14 θῦσον τῷ Θεῷ θυσίαν αἰνέσεως καὶ ἀπόδος τῷ ῾Υψίστῳ τὰς εὐχάς σου· 14 Δι' αυτό συ πρόσφερε στον Θεόν σου ως θυσίαν την δοξολογίαν και εκπλήρωσε όλα τα τάματα, που έχεις τάξει προς αυτόν. 14 Αὐτὸ ποὺ ἠμπορεῖς πράγματι ὡς ἰδικόν σου νὰ μοῦ προσφέρῃς, εἶναι αἱ πνευματικοὶ θυσίαι. Θυσίασε λοιπὸν εἰς τὸν Θεὸν θυσίαν δοξολογίας ἐκ ψυχῆς εὐγνώμονος προερχομένην καὶ ὅ,τι ἐν ὥραις κινδύνου ηὐχήθης καὶ ἔταξας εἰς τὸν Ὕψιστον ἐκπλήρωσέ το ὡς χρέος ἱερόν.
15 καὶ ἐπικάλεσαί με ἐν ἡμέρᾳ θλίψεώς σου, καὶ ἐξελοῦμαί σε, καὶ δοξάσεις με. (διάψαλμα). 15 Επικάλεσαί με εις περίοδον θλίψεως και εγώ θα σε απαλλάξω από αυτήν και συ ευγνωμονών θα με δοξολογήσης. 15 Καὶ στηρίζων ὁλόκληρον τὴν πεποίθησιν καὶ ἐλπίδα σου εἰς ἐμέ, ἐπικαλέσθητί με ἐν ἡμέρᾳ θλίψεώς σου καὶ θὰ σὲ ἀπαλλάξω ἀπὸ τὰ δεινά σου καὶ θὰ μὲ δοξάσῃς.
16 τῷ δὲ ἁμαρτωλῷ εἶπεν ὁ Θεός· ἱνατί σὺ διηγῇ τὰ δικαιώματά μου καὶ ἀναλαμβάνεις τὴν διαθήκην μου διὰ στόματός σου; 16 Εις δε τον αμαρτωλόν είπεν ο Θεός· Διατί συ τολμάς και διηγείσαι τους νόμους και τας εντολάς μου και παίρνεις στο αμαρτωλόν στόμα σου την διαθήκην μου, την οποίαν συ καταπατείς; 16 Καὶ ταῦτα μὲν εἶπεν ὁ Θεὸς εἰς τοὺς περιορίζοντας τὴν εὐσέβειάν των μόνον εἰς τοὺς ἐξωτερικοὺς τύπους καὶ τὰς ζωοθυσίας. Εἰς τὸν ἁμαρτωλὸν ὅμως καὶ ὑποκριτήν, ὁ ὁποῖος ἀναπαυόμενος μὲ τὸ φρόνημα, ὅτι μελετᾷ καὶ διδάσκει τὸν νόμον, παραβαίνει συστηματικῶς τοῦτον, εἶπεν ὁ Θεός· Διατί σὺ παρουσιάζεσαι ὡς διδάσκαλος τοῦ νόμου καὶ ἐκδιηγεῖσαι τὰς ἐν αὐτῷ ἐντολὰς καὶ δικαιώματά μου, τὰ ὁποῖα σὺ παραβαίνεις; Καὶ διατὶ σὺ λαμβάνεις εἰς τὸ στόμα σου τὴν διαθήκην μου περιοριζόμενος μόνον εἰς τὸ νὰ ὁμιλῇς περὶ αὐτῆς;
17 σὺ δὲ ἐμίσησας παιδείαν καὶ ἐξέβαλες τοὺς λόγους μου εἰς τὰ ὀπίσω. 17 Συ εμίσησες την διορθωτικήν παιδαγωγίαν μου και πετάς προς τα οπίσω με περιφρόνησιν τους λόγους μου. 17 Ὁμιλεῖς περὶ τῶν ἐντολῶν μου, ἀλλὰ ἐμίσησας πᾶσαν παιδαγωγίαν καὶ νουθεσίαν καὶ καθοδήγησιν ἐκ τοῦ νόμου καὶ ἀπορρίπτεις ἐν τῇ πράξει μετὰ περιφρονήσεως τοὺς λόγους μου, στρέφων τὰ νῶτα σου πρὸς αὐτούς.
18 εἰ ἐθεώρεις κλέπτην, συνέτρεχες αὐτῷ, καὶ μετὰ μοιχοῦ τὴν μερίδα σου ἐτίθεις. 18 Εάν έβλεπες κλέπτην έτρεχες και συ μαζή του ως συνεργός του· συμμετείχες δε εις τας αθλιότητας των μοιχών. 18 Ἐὰν ἔβλεπες κλέπτην τινά, ἔτρεχες καὶ σὺ μαζί του συνεργὸς εἰς τὴν κλοπήν, καὶ μὲ οἱονδήποτε μοιχὸν εἶχες καὶ σὺ τὸ μερίδιόν σου ἀκολασταίνων μετ’ αὐτοῦ.
19 τὸ στόμα σου ἐπλεόνασε κακίαν, καὶ ἡ γλῶσσά σου περιέπλεκε δολιότητα· 19 Το στόμα σου είναι απύλωτον εις πλήθος κακιών, η δε γλώσσα σου εξυφαίνει πάντοτε δολιότητας. 19 Τὸ στόμα σου τὸ ἄφηνες ἀχαλίνωτον εἰς τὴν κακίαν, ὥστε αὕτη νὰ ἐκχειλίζῃ ἐν αὐτῷ, καὶ ἡ γλῶσσα σου περιέπλεκεν ἐπινοήσεις πανούργους καὶ δολερὰς πρὸς παγίδευσιν καὶ συκοφαντίαν τοῦ πλησίον.
20 καθήμενος κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ σου κατελάλεις καὶ κατὰ τοῦ υἱοῦ τῆς μητρός σου ἐτίθεις σκάνδαλον. 20 Καθήμενος αργός κατηγορούσες και δυσφημούσες τον αδελφόν σου και εναντίον του υιού της μητρός σου, εναντίον του αδελφού σου, έστηνες παγίδας και έθετες προσκόμματα, δια να σκοντάψη και πέση. 20 Καθήμενος, σὰν νὰ μὴ εἶχες ἄλλο τι νὰ κάμῃς, κατελάλεις κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ σου δυσφήμων αὐτόν, καὶ κατὰ τοῦ υἱοῦ τῆς μητρός σου, ἀπὸ τὰ σπλάγχνα τῆς ὁποίας ἐξῆλθες καὶ σὺ καὶ ἐκεῖνος, ἡτοίμαζες παγίδας καὶ ἐμπόδια διὰ νὰ σκοντάψῃ καὶ καταπέσῃ.
21 ταῦτα ἐποίησας, καὶ ἐσίγησα· ὑπέλαβες ἀνομίαν, ὅτι ἔσομαί σοι ὅμοιος· ἐλέγξω σε καὶ παραστήσω κατὰ πρόσωπόν σου τὰς ἁμαρτίας σου. 21 Αυτά έπραξες και εγώ έδειξα μακροθυμίαν και εσιώπησα. Ενόμισες όμως παραλόγως και παρανόμως, ότι θα είμαι όμοιος με σέ. Θα έλθη όμως η στιγμή, οπότε θα σε ελέγξω και θα φανερώσω ενώπιόν σου και ενώπιον των άλλων τας αμαρτίας σου, δια να σε εξευτελίσω. 21 Ταῦτα ἐποίησας καὶ ἐγὼ δὲν ὕψωσα τὴν ράβδον μου κατὰ σοῦ, ἀλλ’ ἐσιώπησα μακροθύμων. Ἐνόμισα μωρῶς καὶ ἀνόμως ὅτι θὰ εἶμαι ὅμοιός σου, καὶ ὅτι θεωρητικῶς μόνον ἐνδιαφέρομαι περὶ τῆς ἠθικῆς. Θὰ σὲ ἐλέγξω δι’ αὐτὸ καὶ θὰ σὲ θεατρίσω καὶ θὰ παρουσιάσω ἐμπρός σου καὶ κατὰ πρόσωπον τὰς ἁμαρτίας σου καὶ τὸ βδελυρὸν ποῖον σου.
22 σύνετε δὴ ταῦτα, οἱ ἐπιλανθανόμενοι τοῦ Θεοῦ, μήποτε ἁρπάσῃ, καὶ οὐ μὴ ᾖ ὁ ρυόμενος. 22 Εννοήσατε, λοιπόν, όλα αυτά όσοι λησμονείτε τον Θεόν, μήπως και σας αρπάση εις τας χείρας της η θεία δικαιοσύνη, οπότε δεν θα υπάρχη κανείς να σας γλυτώση. 22 Κατανοήσατε ταῦτα ὅσοι λησμονεῖτε τὸν Θεόν, μήπως σᾶς ἁρπάση εἰς τὰς χεῖρας του, ὁπότε πλέον κανεὶς δὲν θὰ δύναται νὰ σᾶς γλυτώσῃ ἀπὸ αὐτάς.
23 θυσία αἰνέσεως δοξάσει με, καὶ ἐκεῖ ὁδός, ᾗ δείξω αὐτῷ τὸ σωτήριόν μου. 23 Θυσία δοξολογίας από αγνήν καρδίαν αρκεί να με δοξάση πράγματι· και αυτός είναι ο ευθύς δρόμος, τον οποίον εγώ θα δείξω εις καθένα, που ποθεί την σωτηριώδη βοήθειάν μου. 23 Θυσία αἰνέσεως ἐκ καρδίας εὐγνώμονος καὶ ἀφωσιωμένης, αὐτὴ καὶ μόνη θὰ μὲ δοξάσῃ, καὶ ἐκεῖ ὑπάρχει ἡ ὁδός, ἐν τῇ ὁποίᾳ εἰς πάντα βαδίζοντα ἐν αὐτῇ θὰ δείξω τὴν σωτηρίαν μου.