Τετάρτη, 24 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:38
Δύση: 20:10
Σελ. 16 ημ.
115-251
16ος χρόνος, 5912η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΨΑΛΜΟΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 131 (ΡΛΑ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
᾿ῼδὴ τῶν ἀναβαθμῶν.
1 (Μασ. 132) ΜΝΗΣΘΗΤΙ, Κύριε, τοῦ Δαυΐδ καὶ πάσης τῆς πρᾳότητος αὐτοῦ, 1 (Μασ. 132) Ενθυμήσου, Κυριε, τον Δαυίδ και όλην αυτού την ανεξικακίαν, την μάκροθυμίαν και την ταπεινοφροσύνην, δια των οποίων ευηρέστησεν εις σέ. 1 Ενθυμήσου, Κύριε, τὸν Δαβίδ, καὶ ὅλην τὴν ἀνεξικακίαν καὶ εὐσέβειάν του, διὰ τῶν ὁποίων εὐηρέστησεν εἰς σέ.
2 ὡς ὤμοσε τῷ Κυρίῳ, ηὔξατο τῷ Θεῷ ᾿Ιακώβ· 2 Ενθυμήσου ότι ένορκον έδωκεν υπόσχεσιν εις σε τον Κυριον, έκαμε τάξιμον εις σε τον Θεόν του ισραηλιτικού λαού. 2 Ἐνθυμήσου πῶς ἔδωκεν ἔνορκον ὑπόσχεσιν εἰς τὸν Κύριον, πῶς ἔκαμεν εὐχὴν καὶ τάξιμον εἰς τὸν Θεὸν τοῦ Ἰακὼβ λέγων·
3 εἰ εἰσελεύσομαι εἰς σκήνωμα οἴκου μου, εἰ ἀναβήσομαι ἐπὶ κλίνης στρωμνῆς μου, 3 Είπε· Δεν θα εισέλθω εις την σκηνήν που κατοικώ, ούτε θα ανεβώ στο στρωμένο κρεββάτι μου, 3 Δὲν θὰ εἰσέλθω εἰς τὴν σκηνήν, ἐντὸς τῆς ὁποίας κατοικῶ, οὔτε θὰ ἀναβῶ εἰς τὴν κλίνην, τὴν ὁποίαν χρησιμοποιῶ ὡς στρωμνήν μου,
4 εἰ δώσω ὕπνον τοῖς ὀφθαλμοῖς μου καὶ τοῖς βλεφάροις μου νυσταγμὸν καὶ ἀνάπαυσιν τοῖς κροτάφοις μου, 4 ούτε θα παραδώσω τα μάτια μου στον ύπνον και τα βλέφαρά μου στον νυσταγμόν· δεν θα δώσω ανάπαυσιν στους κροτάφους μου, 4 οὔτε θὰ παραδώσω τοὺς ὀφθαλμούς μου εἰς ὕπνον καὶ τὰ βλέφαρά μου εἰς νυσταγμόν, οὔτε θὰ δώσω ἀνάπαυσιν εἰς τοὺς κροτάφους μου,
5 ἕως οὗ εὕρω τόπον τῷ Κυρίῳ, σκήνωμα τῷ Θεῷ ᾿Ιακώβ. 5 μέχρις ότου εύρω κατάλληλον τόπον δια τον Κυριον, δια την κατοικίαν του Θεού του Ιακώβ. 5 ἕως ὅτου εὕρω τόπον κατάλληλον διὰ τὸν Κύριον, κατοικίαν διὰ τὸν Θεὸν τοῦ Ἰακώβ.
6 ἰδοὺ ἠκούσαμεν αὐτὴν ἐν ᾿Εφραθᾷ, εὕρομεν αὐτὴν ἐν τοῖς πεδίοις τοῦ δρυμοῦ· 6 Αυτά είπεν εκείνος, ημείς δε το έθνος του Ισραήλ, ιδού ηκούσαμεν ότι η Κιβωτός της Διαθήκης ευρίσκετο εις Εφραθά, την ευρήκαμεν εις τας δασώδεις περιοχάς της Καριαθιαρείμ. 6 Ταῦτα ἐκεῖνος ηὔχετο μεθ’ ὅρκου. Ἠμεῖς δέ, τὸ ἔθνος τῶν Ἰουδαίων, ἰδοὺ ἠκούσαμεν ὅτι ἦτο ἡ κιβωτὸς αὕτη τῆς διαθήκης εἰς Ἐφραθᾶ καὶ τὴν εὕρομεν εἰς τὰς δασώδεις πεδιάδας τῆς Καριαθιαρείμ.
7 εἰσελευσόμεθα εἰς τὰ σκηνώματα αὐτοῦ, προσκυνήσομεν εἰς τὸν τόπον, οὗ ἔστησαν οἱ πόδες αὐτοῦ. 7 Τωρα όμως θα εισέλθωμεν εις την Ιερουσαλήμ, εις τα σκηνώματα του Θεού. Θα προσκυνήσωμεν στον τόπον, όπου εστάθησαν οι πόδες του, όπου υπάρχει η ιερά Κιβωτός της Διαθήκης. 7 Τώρα ὅμως θὰ εἰσέλθωμεν εἰς τὰ ἐν Σιὼν σκηνώματα τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ προσκυνήσωμεν εἰς τὸν τόπον ὅπου ἐστάθησάν οἱ πόδες του καὶ ὅπου ὑπάρχει τὸ ὑποπόδιον τῶν ποδῶν του, ἡ ἱερὰ τῆς διαθήκης κιβωτός.
8 ἀνάστηθι, Κύριε, εἰς τὴν ἀνάπαυσίν σου, σὺ καὶ ἡ κιβωτὸς τοῦ ἁγιάσματός σου· 8 Σηκω, λοιπόν, Κυριε, και αναπαύσου μονίμως πλέον στον λαόν σου· συ και η ιερά Κιβωτός σου, η οποία έως τώρα περιεπλανάτο από τόπου εις τόπον. 8 Ἐγέρθητι, Κύριε, ἵνα ὑπάγῃς εἰς τὸν τόπον τῆς μονίμου κατοικίας σου, εἰς τὸν ἅγιον ναὸν τῆς Σιών, τὸν τόπον τῆς ἀναπαύσεώς σου, σὺ καὶ ἡ μέχρι τοῦδε μὴ ἀναπαυομένη, ἀλλὰ διαρκῶς μετατοπισμένη κιβωτός, τὴν ὁποίαν ἁγιάζει ἡ παρουσία σου.
9 οἱ ἱερεῖς σου ἐνδύσονται δικαιοσύνην, καὶ οἱ ὅσιοί σου ἀγαλλιάσονται. 9 Οι ιερείς σου ως ένδυμά των θα έχουν την δικαιοσύνην και οι άλλοι, οι αφωσιωμένοι εις σε 'Ισραηλιται, θα σκιρτούν από αγαλλίασιν και χαράν. 9 Οἱ ἱερεῖς σου ἂς ἐνδυθοῦν τὴν ἀρετὴν τῆς δικαιοσύνης, τῆς ὁποίας σύμβολα εἶναι αἱ στολαί των, καὶ οἱ ἀφωσιωμένοι εἰς σὲ εἴθε νὰ σκιρτοῦν ψάλλοντες ἐν χαρᾷ καὶ ἀγαλλιάσει τοὺς πρὸς λατρείαν σου ὕμνους.
10 ἕνεκεν Δαυΐδ τοῦ δούλου σου μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπον τοῦ χριστοῦ σου. 10 Χαριν του πιστού δούλου σου Δαυίδ μη αποκρούσης και μη αποστροφής το πρόσωπον του εκάστοτε χρισμένου από σε βασιλέως του Ισραήλ. 10 Χάριν τοῦ Δαβίδ, τοῦ πιστοῦ δούλου σου, μὴ ἀποκρούσῃς καὶ μὴ ἀποστραφῇς τὸ πρόσωπον τοῦ διαδόχου του, τὸν ὁποῖον σὺ ἔχρισας βασιλέα.
11 ὤμοσε Κύριος τῷ Δαυΐδ ἀλήθειαν καὶ οὐ μὴ ἀθετήσει αὐτήν· ἐκ καρποῦ τῆς κοιλίας σου θήσομαι ἐπὶ τοῦ θρόνου σου· 11 Ενορκον και αμετάθετον υπόσχεσιν έδωκεν ο Κυριος στον Δαυίδ και δεν θα την παραβή. Από τους απογόνους σου είπε, θα αναβιβάζω διαδόχους στον θρόνον σου. 11 Ἔδωκεν ἔνορκον καὶ ἀληθῆ ὑπόσχεσιν ὁ Κύριος εἰς τὸν Δαβὶδ καὶ δὲν θὰ παραβῇ αὐτήν. Ἰδοὺ αὕτη· ἐκ τῶν ἀπογόνων σου θὰ ἀναβιβάζω διαδόχους ἐπὶ τοῦ θρόνου σου.
12 ἐὰν φυλάξωνται οἱ υἱοί σου τὴν διαθήκην μου καὶ τὰ μαρτύριά μου ταῦτα, ἃ διδάξω αὐτούς, καὶ οἱ υἱοὶ αὐτῶν ἕως τοῦ αἰῶνος καθιοῦνται ἐπὶ τοῦ θρόνου σου. 12 Εάν δε οι απόγονοί σου τηρήσουν την διαθήκην μου, τας σαφείς και ρητάς εντολάς, τας οποίας εγώ θα διδάξω εις αυτούς, τότε αυτοί και οι απόγονοί των θα καθήσουν αιωνίως επί του βασιλικού θρόνου σου. 12 Ἐὰν φυλάξουν οἱ ἀπόγονοί σου τὴν διαθήκην μου καὶ τὰς μεμαρτυρημένας ὑπ’ ἐμοῦ ἐντολὰς ταύτας, τὰς ὁποίας θὰ τοὺς διδάξω, τότε καὶ οἱ ἀπόγονοί των θὰ κάθηνται αἰωνίως ἐπὶ τοῦ θρόνου σου.
13 ὅτι ἐξελέξατο Κύριος τὴν Σιών, ᾑρετίσατο αὐτὴν εἰς κατοικίαν ἑαυτῷ· 13 Αυτά είπεν ο Κυριος, διότι εξέλεξε δια τον εαυτόν του και ηγάπησε την Σων ως μόνιμον κατοικίαν του και διεκήρυξε ρητώς· 13 Διότι ὁ Κύριος ἐξέλεξε δι' ἑαυτὸν τὴν Σιών, προετίμησεν αὐτὴν διὰ να εἶναι κατοικία του.
14 αὕτη ἡ κατάπαυσίς μου εἰς αἰῶνα αἰῶνος, ᾧδε κατοικήσω, ὅτι ᾑρετισάμην αὐτήν· 14 Αυτή η Ιερουσαλήμ είναι η μόνιμος κατοικία μου εις αιώνας αιώνων. Εδώ θα κατοικήσω, διότι αυτήν εγώ εξέλεξα και επροτίμησα. 14 Αὕτη εἶναι ὁ τόπος τῆς παντοτεινῆς μου καταπαύσεως, εἰς τὸν ὁποῖον θὰ παραμείνω αἰωνίως. Ἐδῶ θὰ κατοικήσω διότι τὴν ἐξέλεξα καὶ τὴν ἠγάπησα.
15 τὴν θύραν αὐτῆς εὐλογῶν εὐλογήσω, τοὺς πτωχοὺς αὐτῆς χορτάσω ἄρτων, 15 Τα προς διατροφήν των κατοίκων της θηράματα και τα άλλα υλικά αγαθά εγώ θα ευλογήσω πλουσίως. Τους πτωχούς της θα τους χορτάσω με άρτους και με ποικίλας τροφάς. 15 Τὰ πρὸς διατροφήν της θηράματα καὶ ὑλικὰ ἀγαθά της θὰ εὐλογῶ ἀφθόνως, τοὺς πτωχοὺς αὐτῆς θὰ τοὺς χορτάζω μὲ ἄρτους.
16 τοὺς ἱερεῖς αὐτῆς ἐνδύσω σωτηρίαν, καὶ οἱ ὅσιοι αὐτῆς ἀγαλλιάσει ἀγαλλιάσονται. 16 Τους ιερείς της θα τους ενδύσω με δύναμιν σωτηριώδη, και οι αφωσιωμένοι εις αυτήν άνθρωποι θα σκιρτούν με χαράν και αγαλλίασιν. 16 Τοὺς ἱερεῖς της θὰ περιβάλλω μὲ σωτηρίαν καὶ οἱ ἀφωσιωμένοι εἰς ἐμὲ ἐκ τῶν κατοίκων της θὰ σκιρτοῦν ἐκ μεγάλης ἀγαλλιάσεως.
17 ἐκεῖ ἐξανατελῶ κέρας τῷ Δαυΐδ, ἡτοίμασα λύχνον τῷ χριστῷ μου· 17 Εκεί, εις την Ιερουσαλήμ, θα αναδείξω με λαμπρότητα την βασιλικήν δύναμιν του Δαυίδ. Εχω δε προετοιμάσει εκεί ως λαμπρότατον ανέσπερον φως αιώνιον βασιλέα, ένα από τους απογόνους του Δαυίδ, τον Μεσσίαν. 17 Ἐκεῖ ἐπὶ τῆς Σιὼν θὰ κάμω νὰ ἀνατείλῃ καὶ να ἀναφανῇ μετὰ λαμπρότητος δύναμις ἀκατάλυτος χάριν τοῦ Δαβίδ, ἡτοίμασα λύχνον λαμπρὸν δόξης καὶ διαδοχῆς διαρκοῦς εἰς τὸν ὑπ’ ἐμοῦ χρισθέντα βασιλέα, διότι ἐκεῖ θὰ λάμψη ὡς ἀνέσπερος ἥλιος δικαιοσύνης ὁ ἐκ τοῦ Δαβὶδ καταγόμενος κατὰ σάρκα Μεσσίας.
18 τοὺς ἐχθροὺς αὐτοῦ ἐνδύσω αἰσχύνην, ἐπὶ δὲ αὐτὸν ἐξανθήσει τὸ ἁγίασμά μου. 18 Τους εχθρούς του χρισθέντος αυτού αιωνίου βασιλέως, θα τους περιβάλω με καταισχύνην. Εις αυτόν δε τον ίδιον θα ανθή και θα ευωδιάζη το αγίασμά μου. 18 Τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Δαβὶδ καὶ τῶν διαδόχων του θὰ ἐνδύσω μὲ ἐντροπήν, ἐπάνω δὲ εἰς αὐτὸν θὰ ἐκλάμψῃ ὡς λαμπρὸν καὶ ἀειθαλὲς φυτὸν ἡ ἁγιωσύνη τοῦ χρίσματός μου.