Πέμπτη, 05 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:27
Δύση: 17:06
Σελ. 5 ημ.
340-26
16ος χρόνος, 6137η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΨΑΛΜΟΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 87 (ΠΖ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ᾿ῼδὴ ψαλμοῦ τοῖς υἱοῖς Κορέ· εἰς τὸ τέλος, ὑπὲρ μαελὲθ τοῦ ἀποκριθῆναι· συνέσεως Αἰμὰν τῷ ᾿Ισραηλίτῃ. 1 1
2 (Μασ. 88) ΚΥΡΙΕ ὁ Θεὸς τῆς σωτηρίας μου, ἡμέρας ἐκέκραξα καὶ ἐν νυκτὶ ἐναντίον σου· 2 (Μασ. 88) Κυριε, ο Θεός και σωτήρ μου, προς σε έκραξα όλην την ημέραν και την νύκτα όρθιος ενώπιόν σου προσευχόμενος. 2 Κύριε, σὺ ποὺ εἶσαι ὁ μόνος Θεός μου καὶ σωτήρ μου, ἐβόησα πρὸς σὲ καθ’ ὅλην τὴν ἡμέραν καὶ ὅταν ἐπῆλθεν ἡ νὺξ ἰδοὺ ἐγὼ ἀκόμη ἵσταμαι ἐνώπιόν σου ζητῶν τὴν βοήθειάν σου.
3 εἰσελθέτω ἐνώπιόν σου ἡ προσευχή μου, κλῖνον τὸ οὖς σου εἰς τὴν δέησίν μου. 3 Είθε να ανοίξη η θύρα του ελέους σου, δια να εισέλθη ενώπιόν σου η προσευχή μου. Κλίνε το αυτί σου, δια να ακούση τα λόγια της δεήσεώς μου 3 Εἴθε νὰ ἀνοιχθῇ ἡ σπλαγχνικὴ θύρα τοῦ ἐλέους σου, διὰ νὰ εἰσέλθῃ ἐνώπιόν σου ἡ προσευχή μου. Εἴθε νὰ πλησιάσῃ τὸ οὖς σου εἰς τὸ στόμα μου, διὰ νὰ ἀκούσῃ τὴν δέησίν μου.
4 ὅτι ἐπλήσθη κακῶν ἡ ψυχή μου, καὶ ἡ ζωή μου τῷ ᾅδῃ ἤγγισε· 4 Διότι υπερεπλημμύρισεν η καρδία μου από συμφοράς και η ζωη μου έχει φθάσει εις το χείλος του άδου. 4 Διότι ὑπερεγέμισεν ἐκ θλίψεων καὶ συμφορῶν ἡ ψυχή μου καὶ ἡ ζωή μου περιῆλθεν εἰς θανατηφόρον κίνδυνον καὶ ἤγγισε τὸ στόμιον τοῦ Ἅδου.
5 προσελογίσθην μετὰ τῶν καταβαινόντων εἰς λάκκον, ἐγενήθην ὡσεὶ ἄνθρωπος ἀβοήθητος ἐν νεκροῖς ἐλεύθερος, 5 Θεωρούμαι πλέον όμοιος με εκείνους, οι οποίοι κατέρχονται στον βαθύν λάκκον του τάφου. Εγινα άνθρωπος αβοήθητος, ερριμμένος ανάμεσα στους νεκρούς, μακράν από κάθε επικοινωνίαν με τους ζώντας. 5 Δὲν θεωροῦμαι πλέον ὡς ζωντανός, ἀλλὰ συγκατηριθμήθην μὲ τοὺς νεκρούς, ποὺ καταβαίνουν εἰς τὸν βαθὺν τοῦ τάφου λάκκον· κατήντησα ὡς ἄνθρωπος, τὸν ὁποῖον κανεὶς δὲν βοηθεῖ, ἐρριμμένος μεταξὺ νεκρῶν πτωμάτων, νεκρὸς καὶ ἐγώ, ἐλεύθερος καὶ ἀποκεκομμένος ἀπὸ παντὸς κοινωνικοῦ δεσμοῦ καὶ πάσης μετὰ ζώντων ἐπικοινωνίας.
6 ὡσεὶ τραυματίαι καθεύδοντες ἐν τάφῳ, ὧν οὐκ ἐμνήσθης ἔτι καὶ αὐτοὶ ἐκ τῆς χειρός σου ἀπώσθησαν. 6 Είμαι ωσάν τους θανασίμως τραυματισμένους άνδρας, οι οποίοι κοιμώνται την νάρκην του θανάτου στον τάφον, και τους οποίους δεν ενθυμείσαι πλέον ως ζωντανούς, αλλά τους απώθησες μακράν από την προστασίαν σου. 6 Ὁμοιάζω πρὸς τοὺς ἐν πολέμῳ θανασίμως τραυματισθέντας, οἱ ὁποῖοι κοιμῶνται τὸν ὕπνον τοῦ θανάτου ἐντὸς τοῦ τάφου, τοὺς ὁποίους πλέον δὲν ἐνθυμεῖσαι ὡς ζῶντας, καὶ αὐτοὶ ἀπωθήθησαν ἐκ τῆς χειρός σου, διὰ νὰ μὴ προνοῇς πλέον περὶ αὐτῶν, ὅπως προνοεῖς διὰ τοὺς ζωντανούς.
7 ἔθεντό με ἐν λάκκῳ κατωτάτῳ, ἐν σκοτεινοῖς καὶ ἐν σκιᾷ θανάτου. 7 Οι πόνοι και αι συμφοραί μου με εβύθισαν στον βαθύτατον λάκκον του θανάτου, εις τας σκοτεινάς περιοχάς του άδου, όπου βασιλεύει η σκια του θανάτου 7 Ἐπέτρεψας νὰ τεθῶ καὶ νὰ βυθισθῶ ἀπὸ τοὺς πόνους μου καὶ τὰς συμφοράς μου εἰς λάκκον κατώτατον καὶ βαθύτατον. Καὶ ζῶ σὰν εἰς Ἅδην μέσα εἰς σκοτεινότατον καὶ σκιερώτατον τόπον, ὅπου πλανᾶται τὸ φάσμα τοῦ θανάτου.
8 ἐπ᾿ ἐμὲ ἐπεστηρίχθη ὁ θυμός σου, καὶ πάντας τοὺς μετεωρισμούς σου ἐπήγαγες ἐπ᾿ ἐμέ. (διάψαλμα). 8 Βαρύς έπεσεν επάνω μου ο θυμός σου και όλα τα κύματα της οργής σου τα αφήκες να εκσπάσουν εναντίον μου. 8 Ἐπ' ἐμοῦ βαρὺς ἐπέπεσεν ὁ θυμός σου, καὶ ὅλα τὰ κύματα τῆς ὀργῆς σου τὰ ἐπέφερες καὶ τὰ ἔρριψες ἐπ’ ἐμοῦ.
9 ἐμάκρυνας τοὺς γνωστούς μου ἀπ᾿ ἐμοῦ, ἔθεντό με βδέλυγμα ἑαυτοῖς, παρεδόθην καὶ οὐκ ἐξεπορευόμην. 9 Απεμάκρυνες από εμέ τους γνωστούς μου, με εσιχάθησαν και με αηδίασαν. Παρεδόθην εις την δυστυχίαν και δεν ημπορώ πλέον να απαλλαγώ από αυτήν. 9 Ἀπεμάκρυνας τοὺς γνωστούς μου ἀπὸ ἐμέ, μὲ ἐθεώρησαν βδέλυγμά των καὶ μὲ ἐσιχάθησαν. Παρεδόθην ὡς εἰς φυλακὴν εἰς τὴν δυστυχίαν καὶ τὴν θλῖψιν, καὶ δὲν δύναμαι νὰ ἐξέλθω ἐξ αὐτῆς ἀπαλλασσόμενος ταύτης.
10 οἱ ὀφθαλμοί μου ἠσθένησαν ἀπὸ πτωχείας· ἐκέκραξα πρὸς σέ, Κύριε, ὅλην τὴν ἡμέραν, διεπέτασα πρὸς σὲ τὰς χεῖράς μου· 10 Τα μάτια μου αδυνάτισαν, εθάμπωσαν από τας ταλαιπωρίας και από τα πολλά μου δάκρυα. Εκραξα προς σέ, Κυριε, προσευχόμενος όλην την ημέραν. Απλωσα και ύψωσα προς σε τα χέρια μου. 10 Οἱ ὀφθαλμοί μου ἐθάμβωσαν καὶ ἐξησθένησαν ἕνεκα τῆς ταλαιπωρίας καὶ τῶν πολλῶν δακρύων. Ἔκραξα πρὸς σέ, Κύριε, καθ' ὅλην τὴν ἡμέραν, ἐξέτεινα καὶ ὕψωσα πρὸς σὲ τὰς χεῖρας μου.
11 μὴ τοῖς νεκροῖς ποιήσεις θαυμάσια; ἢ ἰατροὶ ἀναστήσουσι, καὶ ἐξομολογήσονταί σοι; 11 Βοήθησέ με, Κυριε, πριν η αποθάνω. Μηπως, τάχα, και θα δείξης τα θαυμαστά σου έργα στους νεκρούς, και εις εμέ όταν αποθάνω; Η μήπως οι ιατροί ημπορούν να αναστήσουν τους νεκρούς, δια να σε δοξολογήσουν; 11 Σπεῦσον, Θεέ μου, πρὶν ἢ ἀποθάνω. Διότι ἂν ἀποθάνω, τὶ ἀπομένει πλέον; Μήπως θὰ ἐπιτελέσῃς τὰς θαυμασίας λυτρώσεις σου εἰς τοὺς νεκρούς; Εἰς τοὺς νεκροὺς εἶναι ἀνωφελὴς πλέον πᾶσα βοήθεια. Ἢ μήπως οἱ ἰατροὶ θὰ ἀναστήσουν τοὺς νεκροὺς καὶ οἱ οὕτω ἀναστάντες θὰ σὲ δοξολογήσουν;
12 μὴ διηγήσεταί τις ἐν τῷ τάφῳ τὸ ἔλεός σου καὶ τὴν ἀλήθειάν σου ἐν τῇ ἀπωλείᾳ; 12 Μηπως επίσης είναι δυνατόν να διηγηθή κανείς το έλεός σου και την αλήθειάν σου μεταξύ των νεκρών κάτω εις τον άδην; 12 Μήπως αἰσθάνονται οἱ νεκροὶ τὸ ἔλεός σου, ὥστε νὰ ἐκδιηγῇ τις ἐντὸς τοῦ μαύρου τάφου τοὺς οἰκτιρμούς σου, τοὺς ὁποίους εἰς ζῶντας καὶ ὄχι εἰς νεκροὺς ἐκχύνεις; Ἢ μήπως θὰ διακηρύξῃ τις ἓν τῇ φθορᾷ καὶ ἐν τῇ ἀπωλείᾳ του μνήματος τὴν ἀλήθειάν σου, ἡ ὁποία εἶναι ὡς λύχνος φαίνων εἰς τοὺς ζῶντας κατὰ τὴν πορείαν τῆς ἐπιγείου ζωῆς των;
13 μὴ γνωσθήσεται ἐν τῷ σκότει τὰ θαυμάσιά σου καὶ ἡ δικαιοσύνη σου ἐν γῇ ἐπιλελησμένῃ; 13 Μηπως και είναι δυνατόν να γίνουν γνωστά τα θαυμαστά σου έργα εις τας σκοτεινάς περιοχάς του άδου και τα έργα της δικαιοσύνης σου εις την λησμονημένην χώραν των νεκρών; 13 Μήπως θὰ γνωσθοῦν εἰς τὸ σκότος του ἀπὸ σοῦ ἀποκεχωρισμένου Ἅδου τὰ θαυμαστὰ ἔργα, τὰ ὁποῖα ὑπὲρ τῶν ζώντων ἐργάζεσαι; Ἢ μήπως θὰ γίνουν γνωσταὶ ἐκεῖ εἰς τὴν χώραν αὐτήν, ποὺ εἶναι λησμονημένη τόσον ἀπὸ σέ, ὅσον καὶ ἀπὸ τοὺς ἐπὶ τῆς γῆς ζῶντας ἀνθρώπους, αἱ ἐνέργειαι καὶ ἀνταποδόσεις τῆς δικαιοσύνης σου;
14 κἀγὼ πρὸς σέ, Κύριε, ἐκέκραξα, καὶ τὸ πρωΐ ἡ προσευχή μου προφθάσει σε. 14 Δια τούτο και εγώ, Κυριε, τώρα που ευρίσκομαι ακόμη εν τη ζωή, έκραξα καθ' όλον το διάστημα της νυκτός προς σέ· και το πρωϊ η προσευχή μου θα σε προφθάση. 14 Δι’ αὐτὸ καὶ ἐγώ, πρὶν ἢ ἀποθάνω, ἐφώναξα καὶ φωνάζω πρὸς σέ. Κύριε, καθ’ ὅλην τὴν νύκτα, καὶ λίαν πρωῒ πάλιν ἡ προσευχή μου θὰ σὲ προφθάσῃ.
15 ἱνατί, Κύριε, ἀπωθῇ τὴν ψυχήν μου, ἀποστρέφεις τὸ πρόσωπόν σου ἀπ᾿ ἐμοῦ; 15 Διατί, Κυριε, απωθείς την ψυχήν μου, και γυρίζεις αλλού το πρόσωπόν σου, μακράν από εμέ; 15 Διατί, Κύριε, ἀπωθεῖς τὴν ψυχήν μου, Καὶ στρέφεις ἀλλοῦ τὸ πρόσωπόν σου, μακρὰν ἀπ’ ἐμοῦ;
16 πτωχός εἰμι ἐγὼ καὶ ἐν κόποις ἐκ νεότητός μου, ὑψωθεὶς δὲ ἐταπεινώθην καὶ ἐξηπορήθην. 16 Εγώ είμαι πτωχός και ανάμεσα εις κόπους έχω ζήσει από την νεότητά μου. Οταν δε κοινωνικώς και υλικώς εξυψώθην, εταπεινώθηκα και πάλιν κατόπιν και περιέπεσα εις αμηχανίαν και απορίαν. 16 Εἶμαι πτωχὸς καὶ δυστυχὴς καὶ πρὸς μόχθους καὶ βάσανα παλαιῷ ἐκ νεότητάς μου. Καὶ ὑψώθην μὲν ἐπὶ μικρὸν κοινωνικῶς καὶ ὑλικῶς, ἀλλὰ διὰ νὰ μοῦ γίνεται τώρα αἱσθητοτέρα ἡ δυστυχία μου· διότι εὐθὺς κατέπεσα ταπεινωμένος καὶ περιῆλθον εἰς ἐσχάτην ἀπορίαν.
17 ἐπ᾿ ἐμὲ διῆλθον αἱ ὀργαί σου, οἱ φοβερισμοί σου ἐξετάραξάν με, 17 'Επέρασαν από επάνω μου αι οργαί σου, αι φοβεραί απειλαί σου με συνεκλόνισαν, 17 Ἐπ’ ἐμοῦ διέβησαν καὶ ἐπέρασαν τῆς ὀργῆς σου αἱ δοκιμασίαι καὶ τιμωρίαι· αθι φοβεραί σου ἀπειλαὶ καὶ τὰ τρομερὰ κτυπήματά σου μὲ συνεκλόνισαν καὶ μὲ κατετάραξαν.
18 ἐκύκλωσάν με ὡσεὶ ὕδωρ ὅλην τὴν ἡμέραν, περιέσχον με ἅμα. 18 αυταί με περιεκύκλωσαν ωσάν ύδωρ όλην την ημέραν, με περιέβαλαν ταυτοχρόνως από παντού. 18 Μὲ περιεκύκλωσαν καθ’ ὅλην τὴν ἡμέραν, σὰν νερὸν εἰς τὸ ὁποῖον κινδυνεύω νὰ πνιγῶ, μὲ περιβάλλουν ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη ὅλοι μαζὶ οἱ φοβερισμοί σου οὖτοι καὶ κινδυνεύω νὰ χαθῶ.
19 ἐμάκρυνας ἀπ᾿ ἐμοῦ φίλον καὶ πλησίον καὶ τοὺς γνωστούς μου ἀπὸ ταλαιπωρίας. 19 Εμάκρυνες από εμέ όλους τους φίλους μου και τους γείτονάς μου και γενικώς όλους τους γνωστούς μου εξ αιτίας της δυστυχίας μου. 19 Ἀπεμάκρυνας ἀπὸ ἐμὲ κάθε φίλον καὶ γείτονα καὶ ὅλους ἐν γένει τοὺς γνωστούς μου ἕνεκα τῆς δυστυχίας μου.