Δευτέρα, 02 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:24
Δύση: 17:07
Σελ. 2 ημ.
337-29
16ος χρόνος, 6134η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΨΑΛΜΟΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 72 (ΟΒ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ψαλμὸς τῷ ᾿Ασάφ.
1 (Μασ. 73) ΩΣ ΑΓΑΘΟΣ ὁ Θεὸς τῷ ᾿Ισραήλ, τοῖς εὐθέσι τῇ καρδίᾳ. 1 (Μασ. 73) Ποσον αγαθός είναι ο Θεός και πλήρης ευεργεσιών προς τους Ισραηλίτας και μάλιστα εις όσους έχουν καρδίαν ευθείαν και ειλικρινή! 1 Πόσον ἀγαθὸς καὶ εὐεργετικὸς εἶναι ὁ Θεὸς εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας, καὶ μάλιστα εἰς ὅσους ἐξ αὐτῶν ἔχουν εὐθεῖαν καὶ καθαρὰν τὴν καρδίαν!
2 ἐμοῦ δὲ παραμικρὸν ἐσαλεύθησαν οἱ πόδες, παρ᾿ ὀλίγον ἐξεχύθη τὰ διαβήματά μου. 2 Αλλά εις εμέ παρ' ολίγον να σαλευθούν οι πόδες μου, να κλονισθούν από αμφιβολίαν αι πεποιθήσεις μου. Παρ' ολίγον αι πορείαι της ζωής μου να είχαν εκκλίνει από την οδόν του Κυρίου. 2 Ἐμοῦ δὲ ἐκλονίσθησαν ἐκ τῆς ἀμφιβολίας αἱ πεποιθήσεις μου καὶ οἱ ὑγιεῖς λογισμοί, ποὺ ὡς ἄλλοι πόδες ὑποστηρίζουν τὴν εὐσέβειαν τῆς ψυχῆς μου, παρ’ ὀλίγον νὰ σεισθοῦν τὰ ἐν τῇ πορείᾳ τῆς ζωῆς βήματά μου καὶ νὰ ἐξολισθήσω ἀπὸ τὴν ὁδὸν τοῦ Κυρίου καὶ ἀπὸ τὴν πίστιν μου εἰς τὴν πρόνοιάν του.
3 ὅτι ἐζήλωσα ἐπὶ τοῖς ἀνόμοις εἰρήνην ἁμαρτωλῶν θεωρῶν, 3 Διότι κατελήφθην από ζήλειαν και από δυσφορίαν, επειδή έβλεπα την ευημερίαν των αμαρτωλών ανθρώπων. 3 Διότι κατελήφθην ἀπὸ ζήλειαν ἕνεκα τῶν ἀνόμων, ἐπειδὴ ἔβλεπα τὴν εὐημερίαν καὶ εὐεξίαν τῶν ἁμαρτωλῶν.
4 ὅτι οὐκ ἔστιν ἀνάνευσις ἐν τῷ θανάτῳ αὐτῶν καὶ στερέωμα ἐν τῇ μάστιγι αὐτῶν· 4 Εβλεπα ότι δεν υπάρχει, μακρά αγωνία και βάσανος κατά τον θάνατόν των και δεν διαρκεί επί πολύ η τυχόν μαστίζουσα αυτούς θλίψις. 4 Διότι δὲν ὑπάρχει παρατεταμένη ἀγωνία καὶ βάσανος καὶ μεγάλη κακοπάθεια κατὰ τὸν θάνατόν των, καὶ δὲν στεροῦνται οὐδὲ διαρκεῖ ἐπὶ πολὺ ἢ τυχὸν μαστίζουσα αὐτοὺς θλῖψις.
5 ἐν κόποις ἀνθρώπων οὐκ εἰσὶ καὶ μετὰ ἀνθρώπων οὐ μαστιγωθήσονται. 5 Αυτοί δεν κοπιάζουν, όπως οι άλλοι άνθρωποι, δια τον πορισμόν των αγαθών της ζωής. Και γενικώς δεν καταθλίβονται, όπως οι άλλοι. 5 Δὲν δοκιμάζουν τοὺς κόπους πρὸς πορισμὸν τῶν ἀναγκαίων, τοὺς ὁποίους καταβάλλουν οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι καὶ δὲν ταλαιπωροῦνται οὐδὲ ὑποφέρουν ὅπως οἱ ὁμοιοί των.
6 διὰ τοῦτο ἐκράτησεν αὐτοὺς ἡ ὑπερηφανία, περιεβάλοντο ἀδικίαν καὶ ἀσέβειαν ἑαυτῶν. 6 Δι' αυτό και τους κατέλαβεν εξ ολοκλήρου η υπερηφάνειά των. Κατά τρόπον επιδεικτικόν φορούν και φέρουν την αδικίαν προς τους άλλους και την ασέβειαν προς τον Θεόν. 6 Δι’ αὐτὸ τοὺς ἐκυρίευσεν ὁριστικῶς καὶ τελείως ἡ ὑπερηφάνειά των, περιεβλήθησαν ὡς ἔνδυμα καὶ κόσμημα ἐπιδεικτικὸν τὴν ἀδικίαν καὶ ἀσέβειαν, ἡ ὁποία τοὺς διακρίνει.
7 ἐξελεύσεται ὡς ἐκ στέατος ἡ ἀδικία αὐτῶν, διῆλθον εἰς διάθεσιν καρδίας· 7 Η αδικία των θα εξέλθη λιπαρά, πλουσία και μεστωμένη από την διεφθαρμένην των καρδίαν. Εξεπέρασαν κάθε όριον αι πονηραί επιθυμίαι της καρδίας των. 7 Θὰ ἀναφύῃ ὡς ἄλλο φυτὸν ἡ ἀδικία των ἀπὸ τὴν διαφθορὰν τῆς καρδίας των, σὰν ἀπὸ παχὺ καὶ πλούσιον εἰς λιπάσματα ἔδαφος, ἐξεπέρασαν καὶ ὑπερεξεχείλισαν κάθε ὅριον καὶ κάθε μέτρον αἱ πονηραὶ διαθέσεις καὶ ἐπιθυμίαι τῆς καρδίας των.
8 διενοήθησαν καὶ ἐλάλησαν ἐν πονηρίᾳ, ἀδικίαν εἰς τὸ ὕψος ἐλάλησαν· 8 Εσκέφθησαν και απεφάσισαν πονηοά εναντίον των άλλων ανθρώπων. Διελάλησαν χωρίς εντροπήν μεγαλοφώνως τα κακουργήματά των. 8 Διενοήθησαν κατὰ τῶν ὁμοίων των πονηρὰ καὶ σύμφωνα πρὸς τὰς σκέψεις των, γεμᾶτοι πονηρίαν ὑπῆρξαν καὶ οἱ λόγοι των, διὰ φωνῆς ὑπερηφάνου καὶ ἀγερώχου διεβόησαν ἀσυστόλως τὰ διαπραχθέντα ὑπ’ αὐτῶν ἀδικήματα.
9 ἔθεντο εἰς οὐρανὸν τὸ στόμα αὐτῶν, καὶ ἡ γλῶσσα αὐτῶν διῆλθεν ἐπὶ τῆς γῆς. 9 Ηνοιξαν το στόμα των και έφθασε μέχρι του ουρανού, δια να υβρίση και αυτόν τον Θεόν. Και από εκεί η γλώσσα των επέρασε επάνω εις την γην εξαπολύουσα συκοφαντίας και ύβρεις. 9 Βλασφημοῦν θεία καὶ ἀνθρώπινα· ἔφθασε καὶ ἐπροχώρησε τὸ στόμα των μέχρι τοῦ οὐρανοῦ διὰ τῶν κατὰ τοῦ Θεοῦ βλασφημιῶν, καὶ ἀπ’ ἐκεῖ ἡ γλῶσσα των ἐπέρασεν ἐπὶ τῆς γῆς ἐξαπολύουσα χειμάρρους ὕβρεων καὶ συκοφαντιῶν.
10 διὰ τοῦτο ἐπιστρέψει ὁ λαός μου ἐνταῦθα, καὶ ἡμέραι πλήρεις εὑρεθήσονται ἐν αὐτοῖς. 10 Δια τούτο ο ισραηλιτικός λαός από το κακόν παράδειγμα εκείνων εγκαταλείπει εμέ και επιστρέφει εδώ, όπου ευρίσκονται αυτοί, παρασυρόμενος από την φαινομενικήν των ευτυχίαν. Φαντάζονται οι σκανδαλισμένοι Ισραηλίται ότι και μεταξύ αυτών θα ανατείλουν έτσι ημέραι ευτυχίας. 10 Διὰ τοῦτο ὁ λαός, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἐγὼ κατεστάθην προφήτης, δὲν στρέφεται πρὸς ἐμέ, ἀλλ' ἐπιστρέφει ἐνταύθα, ὅπου εὑρίσκονται αὐτοί, παρασυρόμενος ὑπὸ τῆς ἀτιμωρησίας των καὶ εὐδαιμονίας των. Καὶ φαντάζεται ἀπατώμενος, ὅτι ἡμέραι γεμᾶται ἀπὸ εὐτυχίαν θὰ εὐρεθοῦν μεταξὺ αὐτῶν.
11 καὶ εἶπαν· πῶς ἔγνω ὁ Θεός; καὶ εἰ ἔστι γνῶσις ἐν τῷ ῾Υψίστῳ; 11 Και είπαν πολλοί σκανδαλισθέντες από την φαινομενικήν ειδαιμονίαν των ασεβών· άρα γε λαμβάνει γνώσιν ο Θεός αυτών, που συμβαίνουν εις την γην; Και υπάρχει πράγματι γνώσις αυτών στον Υψιστο 11 Καὶ εἶπαν ὑπὸ τῆς εὐδαιμονίας τῶν ἀσεβῶν σκανδαλισθέντες: Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ λαμβάνῃ εἴδησιν ὁ Θεὸς περὶ τῶν συμβαινόντων ἐν τῇ γῇ; Καὶ ὑπάρχει πράγματι γνῶσις τούτων εἰς τὸν Ὕψιστον;
12 ἰδοὺ οὗτοι οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ εὐθηνοῦντες· εἰς τὸν αἰῶνα κατέσχον πλούτου. 12 Ιδού, ότι αυτοί εδώ είναι αμαρτωλοί και όμως ευτυχούν. Απέκτησαν πλούτον, ο οποίος συνεχώς και αυξάνει εις τα χέρια των. 12 Ἰδοὺ αὐτοὶ ἐδῶ εἶναι ἁμαρτωλοί, καὶ ὅμως εὐδαιμονοῦν· ἐγένοντο κάτοχοι πλούτου, ὅστις διαρκῶς καὶ ἀπαύστως αὐξάνει.
13 καὶ εἶπα· ἄρα ματαίως ἐδικαίωσα τὴν καρδίαν μου καὶ ἐνιψάμην ἐν ἀθῴοις τὰς χεῖράς μου· 13 Είπα και εγώ παρασυρθείς προς στιγμήν από τας σκέψεις αυτάς· άρά γε ματαίως διετήρησα καθαράν την καρδίαν μου και έχω νίψει τας χείρας μου ως αθώος μεταξύ των αθώων; 13 Εἶπον δὲ καὶ ἐγὼ παρασυρθεὶς πρὸς στιγμήν: Ἄρα ματαίως ἐτήρησα ἁγνὴν τὴν καρδίαν μου καὶ ἔνιψα μαζὶ μὲ τοὺς ἀθῴους τὰς χεῖρας μου ὡς καθαρὰς ἀπὸ πάσης ἀδικίας·
14 καὶ ἐγενόμην μεμαστιγωμένος ὅλην τὴν ἡμέραν, καὶ ὁ ἔλεγχός μου εἰς τὰς πρωΐας. 14 Ματαίως υφιστάμην με υπομονήν τας μαστιγώσεις των διαφόρων θλίψεων όλην την ημέραν, και κάθε πρωϊ εξετάζω και ελέγχω τον εαυτόν μου, μήπως έχω πταίσει εις τίποτε, δια να προλάβω ενδεχομένας άλλας πτώσεις. 14 καὶ ἔγινα μεμαστιγωμένος καθ’ ὅλην τὴν ἡμέραν ἀδικούμενος καὶ θλιβόμενος, καθ’ ἐκάστην δὲ πρωΐαν ἐλέγχω τὸν ἑαυτόν μου μήπως ἔπταισά τι κατὰ τὴν προηγουμένην ἢ μήπως παρεκτραπῶ εἴς τι κατὰ τὴν ἀρχομένην ἡμέραν. Ματαίως λοιπὸν ταῦτα πάντα ὑπέμεινα;
15 εἰ ἔλεγον· διηγήσομαι οὕτως, ἰδοὺ τῇ γενεᾷ τῶν υἱῶν σου ἠσυνθέτηκα. 15 Εάν έλεγα, ότι θα διηγηθώ αυτούς τους δισταγμούς της ολιγοπιστίας μου, θα εκθέσω τας σκέψεις μου εις την γενεάν των υιών σου, τότε θα ανεδεικνυόμην ασύνετος και αποστάτης, διδάσκαλος του κακού. 15 Ἐὰν ἔλεγον· θὰ διηγηθῶ τοὺς δισταγμούς μου αὐτοὺς καὶ θὰ ἐκθέσω καὶ εἰς τοὺς ἄλλους οὕτως, ὅπως μοῦ ἔρχονται αἱ σκέψεις, ἰδοὺ εἰς τὴν γενεὰν τῶν υἱῶν σου θὰ ἀπέβαινον ἀποστάτης καὶ ἀσύνθετος καὶ προδότης διδάσκαλος.
16 καὶ ὑπέλαβον τοῦ γνῶναι τοῦτο· κόπος ἐστὶν ἐνώπιόν μου, 16 Ενόμισα όμως ότι έπρεπε να μελετήσω, δια να κατανοήσω καλώς αυτό το ζήτημα. Η μελέτη όμως αυτή υπήρξε δι' εμέ κόπος ανωφελής και εξαντλητικός. Λυσιν δεν ευρήκα· 16 Καὶ δὲν ἐξεδήλωσα τοὺς δισταγμούς μου, ἀλλ' ἐνόμισα ὅτι πρέπει νὰ μελετήσω τὸ ζήτημα, διὰ νὰ τὸ κατανοήσω. Ἀλλ’ ἡ μελέτη τοῦ προβλήματος τούτου ὑπῆρξε κόπος ἀνωφελὴς καὶ ἐξαντλητικός, διότι παριμένει τοῦτο δι' ἐμὲ ἄλυτον.
17 ἕως εἰσέλθω εἰς τὸ ἁγιαστήριον τοῦ Θεοῦ καὶ συνῶ εἰς τὰ ἔσχατα αὐτῶν. 17 μέχρις ότου εισήλθα στον άγιον ναόν του Θεού και εκεί φωτισθείς είδα και εννόησα τα τέλη των αμαρτωλών αυτών ανθρώπων. 17 Ἕως ὅτου εἰσῆλθον εἰς τὸν ναὸν καὶ εἰς τὸ ἁγιαστήριον τοῦ Θεοῦ καὶ ἐκεῖ φωτισθεὶς ὑπὸ τοῦ Πνεύματος προσέβλεψα εἰς τὰ ἔσχατα τῶν ἁμαρτωλῶν τούτων καὶ προφητικῶς διέκρινα τὰ τελευταῖα των.
18 πλὴν διὰ τὰς δολιότητας αὐτῶν ἔθου αὐτοῖς κακά, κατέβαλες αὐτοὺς ἐν τῷ ἐπαρθῆναι. 18 Τωρα ευτυχούν, αλλά δια τας δολιότητάς των επεφύλαξες δι' αυτούς συμφοράς. Θα τους ταπεινώσης, θα συντρίψης την υπερηφάνειάν των. 18 Εὐτυχοῦν τώρα. Ἀλλὰ διὰ τὰς δολιότητάς των ἐπεφύλαξες εἰς αὐτοὺς κακά· τοὺς κατεκρήμνισας εἰς ἐρείπια ἕνεκα τῆς ἐπάρσεώς των.
19 πῶς ἐγένοντο εἰς ἐρήμωσιν ἐξάπινα· ἐξέλιπον, ἀπώλοντο διὰ τὴν ἀνομίαν αὐτῶν. 19 Πως έξαφνα ερημώθηκαν όλοι; Εξηφανίσθησαν, εχάθησαν εξ αιτίας της παρανομίας των. 19 Πῶς εἰς μίαν στιγμὴν κατέληξαν να ἐρημωθοῦν; Ἐξηφανίσθησαν, ἐχάθησαν ἕνεκα τῆς πολλῆς των ἀνομίας.
20 ὡσεὶ ἐνύπνιον ἐξεγειρομένου, Κύριε, ἐν τῇ πόλει σου τὴν εἰκόνα αὐτῶν ἐξουδενώσεις. 20 Οπως διαλύεται και σβήνει το όνειρον του ανθρώπου που εξυπνά και σηκώνεται, έτσι και συ, Κυριε, εξεμηδένισας εις την πόλιν σου Ιερουσαλήμ την πρόσκαιρον και λαμπράν εμφάνισιν των αμαρτωλών. 20 Σὰν ὄνειρον ἀφυπνιζομένου καὶ ἐγειρομένου ἀπὸ τὴν κλίνην ἀνθρώπου ἐξεμηδένισας, Κύριε, ἐν τῇ πόλει σου Ἱερουσαλὴμ τὴν ἐλκυστικην ὡς ζωγραφίαν καὶ εὐδιάλυτον ὡς φανταστικὴν εἰκόνα ἐμφάνισίν των καὶ τὸν περὶ τὸ ὄνομά των θόρυβον.
21 ὅτι ἐξεκαύθη ἡ καρδία μου, καὶ οἱ νεφροί μου ἠλλοιώθησαν, 21 Προηγουμένως είχε φλογισθή από ζηλοτυπίαν και δυσφορίαν η καρδία μου δια την ευτυχίαν των ασεβών ανθρώπων. Οι νεφροί μου και το εσωτερικόν μου ανεστατώθησαν, ήλλαξαν όψιν. 21 Τῷ ὄντι ἔσφαλα, διότι ἐξεκαύθη ἀπὸ τὸν φθόνον τῆς εὐτυχίας των ἡ καρδία μου, καὶ οἱ νεφροί μου, ἡ ἔδρα τῶν ἀνθρωπίνων ἐπιθυμιῶν καὶ συναισθημάτων, ἀνεστατώθησαν καὶ ὑπέστησαν ἀλλοίωσιν ἀπὸ τὴν ἀδημονίαν.
22 κἀγὼ ἐξουδενωμένος καὶ οὐκ ἔγνων, κτηνώδης ἐγενόμην παρά σοι. 22 Κατω από τας σκέψεις αυτάς έγινα και εγώ ένα τίποτε. Δεν εννόησα καθόλου το πρόβλημα τούτο. Ενώπιόν σου έγινα ωσάν ζώον· ωσάν ένα κτήνος κατά τον νουν. 22 Καὶ ἐγὼ ὑπὸ ἔποψιν διανοητικῆς ἀντιλήψεως καὶ κατανοήσεως ἤμην χαμένος καὶ τιποτένιος, καὶ δὲν ἐκατάλαβα οὔτε ἠδυνήθην νὰ σκεφθῶ βαθύτερον· ἔγινα ἐνώπιόν σου ὅμοιος πρὸς κτῆνος· καὶ ὅπως αὐτὸ δὲν κατανοεῖ τοὺς ἀνθρωπίνους λογισμούς, οὕτω καὶ ἐγὼ δὲν κατενόουν τὰς θείας σου βουλάς.
23 κἀγὼ διαπαντὸς μετὰ σοῦ, ἐκράτησας τῆς χειρὸς τῆς δεξιᾶς μου 23 Αλλά εγώ, ως πιστός σου, θα είμαι πάντοτε μαζή σου. Διότι συ με εκράτησες από την δεξιάν μου χείρα, ώστε να μη πέσω. 23 Καὶ κατόπιν αὐτῶν ποὺ ἐδιδάχθην διὰ τοῦ φωτισμοῦ σου, ἐγὼ διὰ παντὸς θὰ εἶμαι μαζί σου καὶ σὺ μὲ ἐκράτησας ἀπὸ τὴν δεξιάν μου, ὅπως ὁ πατὴρ βοηθεῖ καὶ ὑποβαστάζει τὸ συμβαδίζον μετ’ αὐτοῦ μικρὸν παιδίον του.
24 καὶ ἐν τῇ βουλῇ σου ὡδήγησάς με καὶ μετὰ δόξης προσελάβου με. 24 Συ, εν τη αγαθή και παντοδυνάμω βουλή σου, με ωδήγησας εις την παρούσαν ζωήν, και με δόξαν θα με παραλάβης εις την άλλην ζωήν. 24 Καὶ διὰ τῆς σοφῆς συμβουλῆς καὶ ἐμπνεύσεώς σου μὲ ὠδήγησας ἐν τῇ παρούσῃ ζωῇ, ἕως ὅτου μετὰ δόξης θὰ μὲ παραλάβῃς εἰς τὸν οὐρανόν.
25 τί γάρ μοι ὑπάρχει ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ παρὰ σοῦ τί ἠθέλησα ἐπὶ τῆς γῆς; 25 Διότι τι άλλο άξιον προσοχής και αγάπης υπάρχει στον ουρανόν πλην από σέ; Τι άλλο, πλην από σέ, θα επιθυμούσα εδώ εις την γην; 25 Διότι τί ἄλλο ἔχω καὶ τί ἄλλο ὑπάρχει δι' ἐμὲ εἰς τὸν οὐρανὸν ἐκτὸς ἀπὸ σέ; Καὶ τί ἄλλο θὰ ἦτο ἱκανὸν νὰ μὲ θέλξῃ καὶ νὰ ἑλκύσῃ τὴν θέλησίν μου ἐπὶ τῆς γῆς, ὅταν εὑρίσκωμαι πλησίον σου καὶ κατέχω σέ;
26 ἐξέλιπεν ἡ καρδία μου καὶ ἡ σάρξ μου, ὁ Θεὸς τῆς καρδίας μου καὶ ἡ μερίς μου ὁ Θεὸς εἰς τὸν αἰῶνα. 26 Η καρδία μου και όλον μου το σώμα έσβησαν από τας ταλαιπωρίας μου. Και όμως ο Θεός είναι και παραμένει ο πόθος της καρδίας μου. Ο Θεός είναι η αναφαίρετος και αιωνία κληρονομία μου. 26 Ἡ καρδία μου καὶ ἡ σάρξ μου ἀπὸ τὰς κακοπαθείας καὶ τὸν προσεγγίζοντα θάνατον ἐκλείπουν καὶ μαραίνονται. Τί μὲ τοῦτο; Ὁ Θεὸς εἶναι ὁ πόθος τῆς καρδίας μου καὶ ὁ Θεὸς εἶναι τὸ αἰώνιον καὶ ἀναφαίρετον μερίδιον τῆς κληρονομίας μου. Τί ἄλλο θέλω; Καὶ τί ἔχω νὰ φοβηθῶ;
27 ὅτι ἰδοὺ οἱ μακρύνοντες ἑαυτοὺς ἀπὸ σοῦ ἀπολοῦνται, ἐξωλόθρευσας πάντα τὸν πορνεύοντα ἀπὸ σοῦ. 27 Ιδού, αυτοί οι οποίοι απομακρύνονται από σέ, θα καταστραφούν, διότι συ εν τη δικαιοσύνη σου εξωλόθρευσες και θα εξολοθρεύης πάντοτε καθένα που αποστατεί από σέ. 27 Ἂς φοβοῦνται ὅσοι μακρύνουν τοὺς ἑαυτούς των ἀπὸ σοῦ, διότι ἰδοὺ αὐτοὶ θὰ ἀπολεσθοῦν· ἐξωλόθρευσας πάντα, ὅστις ἐχωρίσθη ἀπὸ σέ, τὸν ἀληθῆ Νυμφίον, καὶ παρεξέκλινεν εἰς τὴν εἰδωλολατρίαν καὶ τὴν ἁμαρτίαν μολύνας καὶ διασπάσας ὡς ἄλλος μοιχὸς καὶ πόρνος τὴν πρὸς σὲ σχέσιν καὶ ἕνωσιν.
28 ἐμοὶ δὲ τὸ προσκολλᾶσθαι τῷ Θεῷ ἀγαθόν ἐστι, τίθεσθαι ἐν τῷ Κυρίῳ τὴν ἐλπίδα μου τοῦ ἐξαγγεῖλαί με πάσας τὰς αἰνέσεις σου ἐν ταῖς πύλαις τῆς θυγατρὸς Σιών. 28 Εις εμέ ένα μόνον ύψιστον αγαθόν υπάρχει, να προσκολλώμαι στον Θεόν, να αποθέτω την ελπίδα μου στον Κυριον, να κηρύττω και να διαλαλώ όλους τους αίνους σου και τας ευχαριστίας μου δια τας ευεργεσίας σου ενώπιον πλήθους λαού εις τας πύλας της κόρης σου, της Ιερουσαλήμ. 28 Εἰς ἐμὲ δὲ ἓν ἀγαθὸν μόνιμον καὶ ὕψιστον ὑπάρχει, τὸ νὰ προσκολλῶμαι ὁλονὲν καὶ περισσότερον εἰς τὸν Θεὸν καὶ νὰ στηρίζω ὁλόκληρον τὴν ἐλπίδα μου ἐπὶ τοῦ Κυρίου, ὥστε ἀπορροφώμενος ὅλος ἀπὸ τὸν πόθον καὶ τὴν ἀγάπην σου, Κύριε, νὰ ἔχω κύριον καὶ παντοτεινὸν ἔργον μου τὸ νὰ ἐξαγγέλλω ὅλας τὰς ὀφειλομένας πρὸς σὲ δοξολογίας καὶ αἰνέσεις, ἱστάμενος παρὰ τὰς πύλας τῆς θυγατρὸς Σιών, τῆς πόλεως Ἱερουσαλήμ, ἵνα πάντες οἱ εἰσερχόμενοι δι' αὐτῶν τὰς ἀκούουν.