Δευτέρα, 02 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:24
Δύση: 17:07
Σελ. 2 ημ.
337-29
16ος χρόνος, 6134η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΨΑΛΜΟΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 105 (ΡΕ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
᾿Αλληλούϊα.
1 (Μασ. 106) ΕΞΟΜΟΛΟΓΕΙΣΘΕ τῷ Κυρίῳ, ὅτι χρηστός, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ. 1 (Μασ. 106) Δοξολογείτε πάντοτε τον Κυριον, δια το άπειρον αυτού μεγαλείον και τας αναριθμήτους ευεργεσίας, που μας έχει κάμει, διότι είναι αγαθός και ευεργετικός, το δε έλεός του προς ημάς είναι ανεξάντλητον και αιώνιον. 1 Δοξολογεῖτε καὶ εὐχαριστεῖτε μετ’ εὐγνωμοσύνης τὸν Κύριον, διότι εἶναι εὐεργετικὸς καὶ γεμᾶτος καλωσύνην, διότι τὸ ἔλεός του εἶναι ἀνεξάντλητον καὶ διαρκεῖ αἰωνίως.
2 τίς λαλήσει τὰς δυναστείας τοῦ Κυρίου, ἀκουστὰς ποιήσει πάσας τὰς αἰνέσεις αὐτοῦ; 2 Ποιός είναι δυνατόν να διηγηθή τα θαυμαστά έργα της δυνάμεως του Κυρίου, να διαλαλήση και να κάμη ακουστάς εις όλον τον κόσμον τας δοξολογίας, που του πρέπουν; 2 Ποῖος θὰ δυνηθῇ ποτε νὰ κάμῃ λόγον καὶ νὰ ἐξυμνήσῃ ἐπαξίως τὰ ἔργα τὰ θαυμαστὰ τῆς δυνάμεως τοῦ Κυρίου καὶ νὰ κάμῃ ἀκουστοὺς πάντας τοὺς ἁρμόζοντας ὕμνους εἰς αὐτόν;
3 μακάριοι οἱ φυλάσσοντες κρίσιν καὶ ποιοῦντες δικαιοσύνην ἐν παντὶ καιρῷ. 3 Τρισευτυχισμένοι είναι εκείνοι, οι οποίοι τηρούν τας εντολάς του, αυτοί οι οποίοι πράττουν πάντοτε ο,τι είναι δίκαιον και σύμφωνον, με τον Νομον του. 3 Κανείς. Δι’ αὐτὸ μακάριοι εἶναι ὅσοι τὸν ἀνυμνοῦν ἐμπράκτως διὰ τοῦ ἐναρέτου βίου των· μακάριοι εἶναι ὅσοι φυλάσσουν τὰ παραγγέλματα τῆς κρίσεως τοῦ Κυρίου καὶ πράττουν κατὰ πάντα χρόνον καὶ εἰς πᾶσαν εὐκαιρίαν πᾶν ὅ,τι εἶναι δίκαιον.
4 μνήσθητι ἡμῶν, Κύριε, ἐν τῇ εὐδοκίᾳ τοῦ λαοῦ σου, ἐπίσκεψαι ἡμᾶς ἐν τῷ σωτηρίῳ σου 4 Ενθυμήσου και ημάς, Κυριε, με την ευμένειαν και την καλωσύνην, με την οποίαν περιέβαλες τον λαόν σου. Ελα εις επίσκεψίν μας προσφέρων εις ημάς την ιδικήν σου σωτηρίαν, 4 Ἐνθυμήσου καὶ ἠμᾶς, Κύριε, μὲ τὴν εὔνοιαν καὶ τὸ ἔλεος, μὲ τὰ ὁποῖα ἄλλοτε περιέβαλλες τὸν λαόν σου. Ἐπισκέφθητι ἡμᾶς ὄχι ὡς τιμωρός, ἀλλ' ὡς Σωτήρ, βοηθῶν καὶ σώζων ἡμᾶς,
5 τοῦ ἰδεῖν ἐν τῇ χρηστότητι τῶν ἐκλεκτῶν σου, τοῦ εὐφρανθῆναι ἐν τῇ εὐφροσύνῃ τοῦ ἔθνους σου, τοῦ ἐπαινεῖσθαι μετὰ τῆς κληρονομίας σου. 5 δια να γνωρίσωμεν και απολαύσωμεν το έλεος και τας ευεργεσίας, που συ προσφέρεις στους εκλεκτούς σου· δια να ευφρανθώμεν την χαράν του έθνους σου, δια να καυχώμεθα στο Ονομά σου μαζή με τον λαόν, που είναι ιδική σου κληρονομία. 5 διὰ νὰ ἴδωμεν καὶ ἀπολαύσωμεν καὶ ἠμεῖς τὸ ἔλεος καὶ τὰς εὐεργεσίας, τὰς ὁποίας θὰ ἐκχύσῃς εἰς τοὺς ἔκλεκτούς σου, διὰ νὰ εὐφρανθῶμεν διὰ τὴν εὐφροσύνην τοῦ ἔθνους σου, διὰ νὰ καυχώμεθα καὶ ἐπαινούμεθα καὶ ἠμεῖς μετὰ τοῦ λαοῦ, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ τὴν κληρονομίαν σου.
6 ἡμάρτομεν μετὰ τῶν πατέρων ἡμῶν, ἠνομήσαμεν, ἠδικήσαμεν. 6 Ημείς όμως ημαρτήσαμεν μαζή με τους προγόνους μας, παρέβημεν τον Νομον σου, διεπράξαμεν αδικήματα. 6 Ἡμαρτήσαμεν μὲ τοὺς προπάτοράς μας, παρέβημεν τὸν νόμον σου καὶ διεπράξαμεν ἀδικήματα πολλά.
7 οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν Αἰγύπτῳ οὐ συνῆκαν τὰ θαυμάσιά σου καὶ οὐκ ἐμνήσθησαν τοῦ πλήθους τοῦ ἐλέους σου καὶ παρεπίκραναν ἀναβαίνοντες ἐν τῇ ἐρυθρᾷ θαλάσσῃ. 7 Οι πρόγονοί μας εκεί εις την Αίγυπτον δεν εσυνετίσθησαν από τα θαυμάσια έργα σου και δεν ενεθυμήθησαν το αμέτρητον πλήθος της ευσπλαγχνίας σου, αλλά εγόγγυσαν εναντίον σου, σε παρεπίκραναν και σε εξώργισαν, όταν ανέβαιναν εις την Ερυθράν Θαλασσαν. 7 Οἱ προπάτορές μας εἰς τὴν Αἴγυπτον δὲν κατενόησαν ποίαν ἀγαθότητα καὶ ποῖον πατρικὸν ἐνδιαφέρον ἐνέκλειον τὰ θαυμαστὰ καὶ ὑπερφυσικὰ ἔργα τῆς ὑπὲρ αὐτῶν ἐξαιρετικῆς προνοίας σου, καὶ δὲν ἐνεθυμήθησαν τὸ πλῆθος τῶν χαρίτων καὶ τοῦ ἐλέους, τὰ ὁποῖα ἐξέχυσας εἰς αὐτούς, ὥστε νὰ κινηθοῦν εἰς εὐγνωμοσύνην καὶ ἐμπιστοσύνην πρὸς σέ, ἀλλ’ ἐπανεστάτησαν καὶ ἐπίκραναν τὸν Ὕψιστον, ὅταν ἀνέβαιναν ἐν τῇ Ἐρυθρᾷ θαλάσσῃ.
8 καὶ ἔσωσεν αὐτοὺς ἕνεκεν τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ τοῦ γνωρίσαι τὴν δυναστείαν αὐτοῦ· 8 Εσωσεν όμως αυτούς ο Κυριος ένεκεν του Ονόματός του, που σημαίνει πάντοτε αγαθότητα και έλεος, δια να καταστήση γνωστήν την ακατανίκητον δύναμίν του εις όλους. 8 Καὶ ἔσωσεν αὐτοὺς διὰ νὰ δοξασθῇ τὸ ὄνομά του καὶ διὰ νὰ καταστήσῃ γνωστὴν εἰς τοὺς λαοὺς τὴν ἀκατανίκητον δύναμίν του.
9 καὶ ἐπετίμησε τῇ ἐρυθρᾷ θαλάσσῃ, καὶ ἐξηράνθη, καὶ ὡδήγησεν αὐτοὺς ἐν ἀβύσσῳ ὡς ἐν ἐρήμῳ· 9 Εδωσε διαταγήν εις την Ερυθράν Θαλασσαν και εξηράνθη το ύδωρ αυτής, και ωδήγησεν αυτούς δια του βυθού της θαλάσσης ωσάν επάνω εις ξηράν και έρημον περιοχήν. 9 Καὶ διέταξεν αὐστηρῶς τὴν Ἐρυθρὰν θάλασσαν καὶ ἐξηράνθη αὕτη καὶ οὕτως ὠδήγησεν αὐτοὺς διὰ τοῦ βυθοῦ καὶ τοῦ πυθμένος τῆς θαλάσσης ὡς ἐπὶ ξηρᾶς καὶ ἀμμώδους ἐρήμου.
10 καὶ ἔσωσεν αὐτοὺς ἐκ χειρὸς μισοῦντος καὶ ἐλυτρώσατο αὐτοὺς ἐκ χειρὸς ἐχθρῶν· 10 Ετσι δε τους έσωσεν από τα χέρια των διωκτών, που τους εμισούσαν, τους εγλύτωσεν από τα χέρια των εχθρών των. 10 Καὶ ἔσωσεν αὐτοὺς ἀπὸ τὰς χεῖρας τῷ μισούντων αὐτοὺς διωκτῶν καὶ τοὺς ἐγλύτωσεν ἀπὸ τὰς χεῖρας τῶν ἐχθρῶν των.
11 ἐκάλυψεν ὕδωρ τοὺς θλίβοντας αὐτούς, εἷς ἐξ αὐτῶν οὐχ ὑπελείφθη. 11 Το δε ύδωρ της Ερυθράς Θαλάσσης εσκέπασε και κατεπόντισεν εκείνους, οι οποίοι τους έθλιψαν. Ούτε ένας από τους εχθρούς των δεν υπελείφθη ζωντανός. 11 Ἐκάλυψε τὸ ὕδωρ τῆς θαλάσσης ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι τοὺς κατεπίεζον καὶ τοὺς ἔθλιβον, καὶ ἐπνίγησαν ὅλοι, οὔτε ἕνας ἐξ αὐτῶν δὲν ἀπέμεινε ζωντανός.
12 καὶ ἐπίστευσαν τοῖς λόγοις αὐτοῦ καὶ ᾖσαν τὴν αἴνεσιν αὐτοῦ. 12 Ενώπιον αυτού του καταπληκτικού θαύματος και της ακατανικήτου προστασίας επίστευσαν εις τα λόγια του οι Ισραηλίται και έψαλαν την επινικειον ωδήν. 12 Καὶ πρὸς ὤραν ἐπίστευσαν εἰς τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου καὶ ἔψαλαν ἐν χορῷ τὴν αἴνεσιν καὶ τὸν ὕμνον αὐτοῦ.
13 ἐτάχυναν, ἐπελάθοντο τῶν ἔργων αὐτοῦ, οὐχ ὑπέμειναν τὴν βουλὴν αὐτοῦ· 13 Αλλά πολύ γρήγορα ελησμόνησαν τα θαυμαστά δια την προστασίαν των έργα του· δεν είχαν την υπομονήν να ίδουν και γνωρίσουν, ποίον ήτο το πάνσοφον και αγαθόν σχέδιον του Κυρίου δι' αυτούς. 13 Πολὺ γρήγορα ὅμως ἐλησμόνησαν τὰ πρὸς προστασίαν αὐτῶν γενόμενα θαυμαστὰ ἔργα του, δὲν εἶχον ὑπομονὴν νὰ ἴδουν, τί ὁ Κύριος ἐσχεδίαζε περὶ αὐτῶν καὶ ποία ἦτο ἡ δι’ αὐτοὺς ἀγαθὴ βουλή του.
14 καὶ ἐπεθύμησαν ἐπιθυμίαν ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ ἐπείρασαν τὸν Θεὸν ἐν ἀνύδρῳ. 14 Οταν δε ευρίσκοντο εις την έρημον, κατελήφθησαν από την σφοδράν επιθυμίαν των λαχανικών της Αιγύπτου και εις τόπον, που δεν υπήρχεν ύδωρ, ωλιγοπίστησαν και έθεσαν εις δοκιμασίαν την δύναμιν και την αγαθότητα του Θεού. 14 Καὶ ἐκυριεύθησαν ἐν μέσῳ τῆς ἐρήμου ἀπὸ ἀκατάσχετον ἐπιθυμίαν τῶν ἐν Αἰγύπτῳ πράσων καὶ κρομμύων καὶ σκορόδων, καὶ ὑπέβαλον εἰς πειρασμὸν τὸν Θεὸν εἰς τόπον ἄνυδρον καὶ κατάξηρον, δοκιμάζοντες ἐὰν θὰ εἶχε τὴν δύναμιν νὰ τοὺς δώσῃ καὶ ἐκεῖ ὕδωρ.
15 καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς τὸ αἴτημα αὐτῶν, καὶ ἐξαπέστειλε πλησμονὴν εἰς τὰς ψυχὰς αὐτῶν. 15 Ο Κυριος όμως εξεπλήρωσε το αίτημά των, έδωκε και έστειλε προς αυτούς πλούσιον χορτασμόν, κρέατα, άφθονον ύδωρ, δια να χορτάσουν αι ψυχαί των. 15 Καὶ ἔδωκεν εἰς αὐτοὺς ἐκεῖνο ποὺ ἐζήτουν, καὶ ἐξαπέστειλε χορτασμὸν καὶ κορεσμὸν ἀπὸ νερὰ καὶ κρέατα πτηνῶν πρὸς ἰκανοποίησιν τῆς ἐπιθυμίας τῶν ψυχῶν των.
16 καὶ παρώργισαν Μωυσῆν ἐν τῇ παρεμβολῇ, τὸν ᾿Ααρὼν τὸν ἅγιον Κυρίου· 16 Αυτοί όμως, εκεί εις την κατασκήνωσίν των, εξώργισαν τον Μωϋσήν και τον Ααρών, τον οποίον ο Θεός εδιάλεξε και εξεχώρισε προς χάριν αυτών. 16 Καὶ ἐξώργισαν τὸν Μωϋσῆν ἐν τῷ στρατοπέδῳ αὐτῶν καὶ τὸν Ἀαρών, τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς ἐξέλεξε καὶ ἐξεχώρισε διὰ τὴν ὑπηρεσίαν αὐτοῦ. Ἠξίωσαν πολλοὶ ἐξ αὐτῶν νὰ γίνουν καὶ αὐτοὶ ἱερεῖς τοῦ Κυρίου.
17 ἠνοίχθη ἡ γῆ καὶ κατέπιε Δαθὰν καὶ ἐκάλυψεν ἐπὶ τὴν συναγωγὴν ᾿Αβειρών· 17 Τοτε ήνοιξεν η γη και κατέπιε τον Δαθάν και αυτή η ανοιχθείσα γη εσκέπασε όλην την ομάδα του Αβειρών. 17 Ἠνοίχθη ἡ γῆ ὡς μνῆμα βαθὺ καὶ κατέπιε τὸν Δαθὰν καὶ ἐκάλυψεν ὁλόκληρον τὴν συντροφιὰν τοῦ Ἀβειρών.
18 καὶ ἐξεκαύθη πῦρ ἐν τῇ συναγωγῇ αὐτῶν, φλὸξ κατέφλεξεν ἁμαρτωλούς. 18 Φωτιά εξεπήδησεν εκεί, όπου ήσαν συγκεντρωμένοι εκείνοι, και η φλόγα της κατέκαυσε τους αμαρτωλούς εκείνους ανθρώπους. 18 Καὶ ἐξεπήδησε φωτιὰ ἐκεῖ ὅπου ἦσαν συνηγμένοι καὶ ἡ φλόγα της κατέκαυσε τοὺς ἀποστατήσαντας ἁμαρτωλούς.
19 καὶ ἐποίησαν μόσχον ἐν Χωρὴβ καὶ προσεκύνησαν τῷ γλυπτῷ. 19 Αυτοί κατεσκεύασαν χρυσούν μόσχον εις Χωρήβ και προσεκύνησαν το ανάγλυφον αυτό άγαλμα ως θεόν των και ελησμόνησαν τον πραγματικόν Θεόν. 19 Καὶ ἐποίησαν ὁμοίωμα χρυσοῦ μόσχου εἰς τὸ Χωρὴβ καὶ προσεκύνησαν τὸ γλυπτὸν τοῦτο ὡς Θεόν.
20 καὶ ἠλλάξαντο τὴν δόξαν αὐτῶν ἐν ὁμοιώματι μόσχου ἐσθίοντος χόρτον. 20 Ετσι δε αντικατέστησαν τον αληθινόν Θεόν, που ήτο δόξα και καύχημά των, με το είδωλον ενός μόσχου, ο οποίος τρώγει και τρέφεταί με χορτάρι! 20 Καὶ ἤλλαξαν τὸν ἀληθινὸν Θεὸν ποὺ ἦτο ἡ δόξα καὶ τὸ σέμνωμά των, μὲ εἴδωλον μόσχου ποὺ τρέφεται μὲ χόρτον.
21 καὶ ἐπελάθοντο τοῦ Θεοῦ τοῦ σῴζοντος αὐτούς, τοῦ ποιήσαντος μεγάλα ἐν Αἰγύπτῳ, 21 Ελησμόνησαν τον Θεόν, τον σωτήρα των, ο οποίος προς χάριν αυτών είχε κάμει τόσα και τόσα μεγάλα και αξιοθαύμαστα έργα εις την Αίγυπτον· 21 Καὶ ἐλησμόνησαν τὸν Θεόν, ποὺ διαρκῶς τοὺς ἔσωζε, καὶ ὁ ὁποῖος διὰ νὰ τοὺς ἐλευθερώσῃ ἐποίησε μεγαλουργήματα ἐν τῇ Αἰγύπτῳ,
22 θαυμαστὰ ἐν γῇ Χάμ, φοβερὰ ἐπὶ θαλάσσης ἐρυθρᾶς. 22 θαυμαστά έργα εις την χώραν του Χαμ, φοβερά θαύματα εις την Ερυθράν Θαλασσαν. 22 θαυμαστὰ καὶ καταπληκτικὰ ἐν τῇ χώρᾳ τοῦ Χάμ, φοβερὰ ἐπὶ τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης.
23 καὶ εἶπε τοῦ ἐξολοθρεῦσαι αὐτούς, εἰ μὴ Μωυσῆς ὁ ἐκλεκτὸς αὐτοῦ ἔστη ἐν τῇ θραύσει ἐνώπιον αὐτοῦ τοῦ ἀποστρέψαι τὸν θυμὸν αὐτοῦ τοῦ μὴ ἐξολοθρεῦσαι αὐτούς. 23 Και επάνω εις την δικαίαν του οργήν απεφάσισε και είπεν ο Κυριος να τους εξολοθρεύση· και θα τους εξωλόθρευεν, εάν ο Μωϋσής, ο εκλεκτός αυτός δούλος του, δεν ίστατο ενώπιον του Θεού κατά την εξοντωτικήν εκείνην θραύσιν του Ισραήλ, δια να κατευνάση με την θερμήν παράκλησίν του τον δίκαιον θυμόν του Κυρίου, ώστε να μη εξολοθρεύση εντελώς τους Ισραηλίτας. 23 Καὶ παρ’ ὀλίγον θὰ τοὺς ἐξωλόθρευεν, ἐὰν ὁ ἐκλεκτὸς αὐτοῦ Μωϋσῆς δὲν ἵστατο ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ἐν μέσῳ τῆς ἐξολοθρευτικῆς θραύσεως καὶ πληγῆς, διὰ νὰ ἀναχαιτίσῃ διὰ τῶν μεσιτειῶν του τὸν θυμὸν αὐτοῦ καὶ μὴ ἐξολοθρεύσῃ αὐτούς.
24 καὶ ἐξουδένωσαν γῆν ἐπιθυμητήν, οὐκ ἐπίστευσαν τῷ λόγῳ αὐτοῦ· 24 Και όταν ολίγον βραδύτερον, τρομοκρατημένοι από τας υπερβολικάς διηγήσεις των δέκα κατασκόπων, κατεφρόνησαν την επιθυμητήν γην, την γην της Επαγγελίας, και δεν επίστευσαν στον λόγον του Κυρίου, ότι θα εγίνετο εκείνη με την ιδικήν του βοήθειαν ιδική των, 24 Καὶ ὅταν οἱ δώδεκα κατάσκοποι ἀνήγγειλαν ὅσα εἶδον ἐν τῇ γῇ Χαναάν, ὠλιγοψύχησαν καὶ περιεφρόνησαν τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας, τὴν τόσον ποθητήν. Δὲν ἔδωκαν ἐμπιστοσύνην καὶ πίστιν εἰς τὸν λόγον καὶ τὴν ὑπόσχεσίν του, ὅτι ἡ γῆ αὐτὴ θὰ τοὺς ἐδίδετο ὡς κληρονομία.
25 καὶ ἐγόγγυσαν ἐν τοῖς σκηνώμασιν αὐτῶν, οὐκ εἰσήκουσαν τῆς φωνῆς Κυρίου. 25 εγόγγυσαν μέσα εις τας σκηνάς των και δεν έδωσαν προσοχήν εις τας τόσας και τόσας φοράς τους είχεν υποσχεθή ο Κυριος. 25 Καὶ ἐγόγγυσαν μέσα εἰς τὰς σκηνάς των, δὲν ὑπήκουσαν οὔτε ἔδωκαν προσοχὴν εἰς ὅσα ὁ Κύριος τοὺς εἶχεν εἴπει.
26 καὶ ἐπῆρε τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἐπ᾿ αὐτοὺς τοῦ καταβαλεῖν αὐτοὺς ἐν τῇ ἐρήμῳ 26 Δικαίως ωργισμένος ο Κυριος ύψωσε την τιμωρόν χείρα του, να τους συντρίψη και τους εξοντώση εκεί εις την έρημον· 26 Καὶ ἐσήκωσε δι' αὐτοὺς τὴν χεῖρα του καὶ ὡρκίσθη νὰ τοὺς ρίψῃ κάτω εἰς τὴν ἔρημον νεκρούς,
27 καὶ τοῦ καταβαλεῖν τὸ σπέρμα αὐτῶν ἐν τοῖς ἔθνεσι καὶ διασκορπίσαι αὐτοὺς ἐν ταῖς χώραις. 27 να καταβάλη και διασπείρη ταπεινωμένους τους απογόνους των ανάμεσα, εις τα αλλά έθνη και να τους διασκορπίση μεταξύ των ξένων χωρών. 27 καὶ να ρίψῃ τοὺς ἀπογόνους των τεταπεινωμένους μεταξὺ τῶν ἐθνῶν καὶ νὰ τοὺς διασκορπίσῃ εἰς τὰς ξένας χώρας.
28 καὶ ἐτελέσθησαν τῷ Βεελφεγὼρ καὶ ἔφαγον θυσίας νεκρῶν· 28 Ελαβον μέρος εις τας αποκρουστικάς και αηδιαστικάς τελετάς του ειδωλολατρικού θεού Βεελφεγώρ και έφαγον από τας θυσίας θεών, που είναι ανύπαρκτοι και νεκροί. 28 Καὶ ἔλαβαν μέρος εἰς τὰς αἰσχρὰς καὶ ὀργιώδεις τελετὰς τοῦ θεοῦ τῶν Μωαβιτῶν Βεελφεγὼρ καὶ ἔφαγον θυσίας, αἱ ὁποῖαι εἶχον προσφερθῆ εἰς θεοὺς νεκροὺς καὶ εἰς εἴδωλα ἄψυχα.
29 καὶ παρώξυναν αὐτὸν ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν αὐτῶν, καὶ ἐπληθύνθη ἐν αὐτοῖς ἡ πτῶσις. 29 Εξόργισαν τον Κυριον με τα πονηρά αυτών έργα και ένεκα τούτου πολύ πλήθος από αυτούς έπεσαν νεκροί, κτυπημένοι από την δικαίαν άργήν του Θεού. 29 Καὶ προεκάλεσαν καὶ παρώργισαν τὸν Θεὸν μὲ τὰς αἰσχρουργίας καὶ τὰ ὅσα πρὸς ἰκανοποίησιν τῶν σαρκικῶν ἐπιθυμιῶν των ἐπετήδευον, καὶ ἀπὸ τὴν θεομηνίαν ποὺ ἐξέσπασε μεταξὺ αὐτῶν πλῆθος πολὺ ἀπὸ αὐτοὺς ἔπεσαν νεκροί.
30 καὶ ἔστη Φινεὲς καὶ ἐξιλάσατο, καὶ ἐκόπασεν ἡ θραῦσις· 30 Γεμάτος όμως ζήλον Θεού ο Φινεές εξηγέρθη εναντίον των παρανομούντων, εξιλέωσε τον Κυριον και έτσι εσταμάτησεν η θραύσις εναντίον των Ισραηλιτών. 30 Καὶ ἐστάθη πλήρης ζήλου ὁ Φινεὲς καὶ διεπέρασε μὲ τὸ δόρυ του τὸν Ἰσραηλίτην Ζαμβρῆν καὶ τὴν μετ’ αὐτοῦ ἁμαρτάνουσαν Μωαβίτιδα, οὕτω δὲ ἐξιλέωσε τὴν ὀργὴν τοῦ Κυρίου καὶ κατέπαυσε η θραῦσις καὶ ἡ πληγὴ τοῦ θανάτου.
31 καὶ ἐλογίσθη αὐτῷ εἰς δικαιοσύνην εἰς γενεὰν καὶ γενεὰν ἕως τοῦ αἰῶνος. 31 Η πράξις του αυτή κατελογίσθη ως πράξις δικαία, αξία να επαινήται και να υμνήται από γενεάς εις γενεάν μέχρι συντελείας του αιώνος. 31 Καὶ ἐλογαριάσθη εἰς αὐτὸν ἡ πρᾶξις του αὐτὴ ὡς ἀρετή, ἐξυμνουμένη εἰς πάσας τὰς γενεᾶς μέχρις αἰωνιότητος.
32 καὶ παρώργισαν αὐτὸν ἐπὶ ὕδατος ἀντιλογίας καὶ ἐκακώθη Μωυσῆς δι᾿ αὐτούς, 32 Και πάλιν εξώργισαν τον Κυριον στον τόπον, που είχεν ονομασθή ύδωρ αντιλογίας, και εξ αιτίας αυτών ετιμωρήθη ο Μωϋσής, ώστε να μη αξιωθή της χαράς να εισέλθη εις την γην της Επαγγελίας. 32 Καὶ παρώργισαν τὸν Θεὸν ἐν Μεριβᾶ ἐπὶ τοῦ ὕδατος τοῦ γογγυσμοῦ τῶν καὶ δι’ αὐτοὺς ἔπαθεν ὁ Μωϋσῆς κακόν, ἀποκλεισθεὶς τοῦ νὰ ἴδῃ καὶ κατακυριεύσῃ αὐτὸς τὴν Χαναάν.
33 ὅτι παρεπίκραναν τὸ πνεῦμα αὐτοῦ, καὶ διέστειλεν ἐν τοῖς χείλεσιν αὐτοῦ. 33 Διότι εκείνοι επίκραναν και ανετάραξαν το πνεύμα του Μωϋσέως, ώστε αυτός ομίλησε με δισταγμόν και ολιγοπιστίαν. 33 Διότι παρεπίκραναν ἐκεῖνοι τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καὶ παρασυρθεὶς ὁ Μωϋσῆς πρὸς στιγμὴν ἀπὸ τὴν δυστροπίαν καὶ ἀπιστίαν των ὡμίλησε μὲ τὰ χείλη αὐτοῦ διστακτικῶς καὶ ὀλιγοπίστως.
34 οὐκ ἐξωλόθρευσαν τὰ ἔθνη, ἃ εἶπε Κύριος αὐτοῖς, 34 Και όταν οι πρόγονοί μας κατέλαβαν την γην της Επαγγελίας, δεν εξωλόθρευσαν τα έθνη, τα οποία ο ίδιος ο Θεός τους είχε διατάξει να εξοντώσουν. 34 Δὲν ἐξωλόθρευσαν τὰ ἔθνη, τὰ ὁποῖα διέταξεν αὐτοὺς ὁ Κύριος νὰ ἐξοντώσουν μετὰ τὴν ἐγκατάστασίν των εἰς τὴν γῆν Χαναάν.
35 καὶ ἐμίγησαν ἐν τοῖς ἔθνεσι καὶ ἔμαθον τὰ ἔργα αὐτῶν· 35 Ηλθαν εις επικοινωνίαν με αυτούς, συνήψαν συνοικέσια με τα έθνη αυτά και έμαθαν να πράττουν τα πονηρά έργα εκείνων. 35 Καὶ συνῆψαν συνοικέσια παράνομα καὶ συνανεμίχθησαν οὕτω μετὰ τῶν ἐθνικῶν καὶ ἔμαθον νὰ πράττουν καὶ αὐτοὶ τὰ ἔργα τούτων.
36 καὶ ἐδούλευσαν τοῖς γλυπτοῖς αὐτῶν, καὶ ἐγενήθη αὐτοῖς εἰς σκάνδαλον· 36 Εγιναν αξιοδάκρυτοι δούλοι και προσκυνηταί εις τα είδωλα των εθνών. Αυτό δε έγινεν αιτία να περιπέσουν αυτοί εις πολλάς περιπετείας και θλίψεις. 36 Καὶ ἔκλιναν γόνυ δουλικὸν ἐνώπιον τῶν γλυπτῶν καὶ εἰδώλων τῶν ἐθνῶν τούτων καὶ ἐλάτρευον αὐτά, καὶ ἔγινε τοῦτο εἰς αὐτοὺς αἰτία νὰ ὀλισθήσουν καὶ πέσουν εἰς μεγάλα κακά.
37 καὶ ἔθυσαν τοὺς υἱοὺς αὐτῶν καὶ τὰς θυγατέρας αὐτῶν τοῖς δαιμονίοις 37 Εθυσίασαν τους υιούς των και τας θυγατέρας των εις τα δαιμόνια, εις τα είδωλα. 37 Καὶ ἐθυσίασαν τοὺς υἱούς των καὶ τὰς θυγατέρας τών εἰς τὰ δαιμόνια καὶ τὰ εἴδωλα τῶν Ἀσσυρίων.
38 καὶ ἐξέχεαν αἷμα ἀθῷον, αἷμα υἱῶν αὐτῶν καὶ θυγατέρων, ὧν ἔθυσαν τοῖς γλυπτοῖς Χαναὰν καὶ ἐφονοκτονήθη ἡ γῆ ἐν τοῖς αἵμασι 38 Εχυσαν αίμα αθώον, το αίμα δηλαδή των υιών και των θυγατέρων των, που εθυσίασαν εις τα γλυπτά είδωλα των Χαναναίων, και έτσι η ιερά γη των εγέμισε με το αδικοχυμένον αίμα των αθώων παιδιών των. 38 Καὶ ἔχυσαν αἷμα ἀθῶον, τὸ αἷμα τῶν υἱῶν των καὶ τῶν θυγατέρων των, τοὺς ὁποίους ἐθυσίασαν εἰς τὰ γλυπτὰ εἴδωλα τῶν Χαναναίων καὶ ἡ ἁγία γῆ μὲ τὰ αἵματα ἐκεῖνα, ποὺ ἐχύθησαν εἰς αὐτήν, ἐγέμισεν ἀπὸ φόνους,
39 καὶ ἐμιάνθη ἐν τοῖς ἔργοις αὐτῶν, καὶ ἐπόρνευσαν ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν αὐτῶν. 39 Εμολύνθη η γη με τα αποκρουστικά αυτά έργα των και αυτοί εξετράπησαν εις την πορνείαν με τα αμαρτωλά και αηδιαστικά έργα των. 39 καὶ ἐμολύνθη μὲ τὰ ἀπεχθῆ ἔργα των καὶ ἀποστατήσαντες αὐτοὶ ἀπὸ τὸν οὐράνιον Νυμφίον, ἐπόρνευσαν συνδεθέντες πρὸς τὸν σατανᾶν διὰ τῶν ἁμαρτωλῶν ἔργων, τὰ ὁποῖα προκόπτοντες εἰς τὸ κακὸν διέπραξαν.
40 καὶ ὠργίσθη θυμῷ Κύριος ἐπὶ τὸν λαὸν αὐτοῦ καὶ ἐβδελύξατο τὴν κληρονομίαν αὐτοῦ· 40 Δια τούτο ωργίσθη πολύ ο Κυριος εναντίον αυτού του λαού, εσιχάθηκε την κληρονομίαν του. 40 Καὶ ὠργίσθη ὑπερβαλλόντως ὁ Κύριος κατὰ τοῦ λαοῦ του καὶ ἀηδίασε τὴν κληρονομίαν του.
41 καὶ παρέδωκεν αὐτοὺς εἰς χεῖρας ἐχθρῶν, καὶ ἐκυρίευσαν αὐτῶν οἱ μισοῦντες αὐτούς. 41 Τους παρέδωκε δούλους εις τα χέρια των εχθρών των και εκείνοι οι οποίοι τους εμισούσαν, έγιναν κύριοι και αυθένται των. 41 Καὶ τοὺς παρέδωκεν ὑποδούλους εἰς τὰς χεῖρας καὶ τὴν ἐξουσίαν τῶν ἐχθρῶν καὶ ἐγένοντο κύριοι καὶ ἐξουσιασταί των ἐκεῖνοι ποὺ τοὺς ἐμίσουν.
42 καὶ ἔθλιψαν αὐτοὺς οἱ ἐχθροὶ αὐτῶν, καὶ ἐταπεινώθησαν ὑπὸ τὰς χεῖρας αὐτῶν. 42 Οι εχθροί αυτοί τους κατέθλιψαν και έτσι οι Ισραηλίται κάτω από την τυραννίαν εκείνων εταπεινώθησαν και εξηυτελίσθησαν. 42 Καὶ τοὺς κατεπίεσαν οἱ ἐχθροί των καὶ περιῆλθον εἰς μέγαν ἐξευτελισμὸν καὶ ταπείνωσιν ὑπὸ τὰς χεῖρας καὶ τὴν ἐξουσίαν των.
43 πλεονάκις ἐρρύσατο αὐτούς, αὐτοὶ δὲ παρεπίκραναν αὐτὸν ἐν τῇ βουλῇ αὐτῶν καὶ ἐταπεινώθησαν ἐν ταῖς ἀνομίαις αὐτῶν. 43 Αλλά πολλές φορές ο Κυριος τους εγλύτωσεν από κινδύνους ολεθρίους. Αυτοί όμως πολλές φορές τον επίκραναν με τας παρανόμους επιθυμίας και αποφάσεις των και εξηυτελίσθησαν μέσα εις τας παρανομίας των. 43 Πλειστάκις τοὺς ἐγλύτωσεν, αὐτοὶ ὅμως τὸν παρεπίκραναν μὲ τὴν διεστραμμένην θέλησίν των καὶ τὰς ἐσκεμμένως διαπραττομένας ἁμαρτίας των καὶ δι’ αὐτὸ ἕνεκα τῶν παρανομιῶν των ἐταπεινώθησαν καὶ κατήντησαν εἰς ἐξευτελισμόν.
44 καὶ εἶδε Κύριος ἐν τῷ θλίβεσθαι αὐτούς, ἐν τῷ αὐτὸν εἰσακοῦσαι τῆς δεήσεως αὐτῶν· 44 Καθ' ον χρόνον όμως εταλαιπωρούντο και κατεθλίβοντο εις τας περιπετείας των αυτάς, ο Κυριος έρριξε ευμενές βλέμμα προς αυτούς, ώστε να ακούση και να κάμη δεκτήν την προσευχήν των. 44 Καὶ ἔρριψε σπλαγχνικὸν τὸ βλέμμα του ὁ Κύριος εἰς αὐτούς, ὅταν οὗτοι ἐθλίβοντο καὶ κατεπιέζοντο ὑπὸ τῶν ἐχθρῶν εἰς καιρὸν ποὺ εἱσήκουσε τὴν δέησίν των.
45 καὶ ἐμνήσθη τῆς διαθήκης αὐτοῦ καὶ μετεμελήθη κατὰ τὸ πλῆθος τοῦ ἐλέους αὐτοῦ 45 Ενεθυμήθη την υπόσχεσιν, την οποίαν είχε δώσει προς τους πατριάρχας, και κατά το άπειρον αυτού έλεος ελυπήθη δια τα δεινά του λαού του. 45 Καὶ ἐνεθυμήθη ὁ Κύριος τὴν διαθήκην, τὴν ὁποίαν συνῆψε μὲ τοὺς Πατριάρχας, καὶ μετεμελήθη σύμφωνα μὲ τὴν πολλὴν εὐσπλαγχνίαν καὶ τὰ πολλὰ ἐλέη του.
46 καὶ ἔδωκεν αὐτοὺς εἰς οἰκτιρμοὺς ἐναντίον πάντων τῶν αἰχμαλωτευσάντων αὐτούς. 46 Ενέπνευσεν οίκτον και έλεος υπέρ αυτών εις τας καρδίας εκείνων, που τους είχαν αιχμαλωτίσει. 46 Καὶ διήγειρεν οἶκτον εἰς τὰς καρδίας τῶν αἰχμαλωτισάντων αὐτοὺς καὶ τοὺς κατέστησε συμπαθεῖς ἀπέναντι τούτων.
47 σῶσον ἡμᾶς, Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν, καὶ ἐπισυνάγαγε ἡμᾶς ἐκ τῶν ἐθνῶν τοῦ ἐξομολογήσασθαι τῷ ὀνόματί σου τῷ ἁγίῳ, τοῦ ἐγκαυχᾶσθαι ἐν τῇ αἰνέσει σου. 47 Και ημείς, οι ταλαιπωρημένοι απόγονοι εκείνων, σε παρακαλούμεν, Κυριε και Θεέ μας, σώσε μας και συνάθροισέ μας πάλιν από τα διάφορα έθνη ελευθέρους εις την πατρίδα μας, δια να δοξολογήσωμεν το άγιον Ονομά σου και δια να έχωμεν το θάρρος και το δικαίωμα να καυχώμεθα, ότι λατρεύομεν και ύμνούμεν σε, τον αληθινόν και άγιον Θεόν μας. 47 Σῶσον μας, Κύριε καὶ Θεέ μας, καὶ συνάθροισέ μας πάλιν εἰς τὴν πατρίδα μας ἀπὸ τὴν εἰς τὰ ἔθνη σημερινὴν διασποράν, διὰ νὰ δοξολογήσωμεν τὸ ὄνομά σου τὸ ἅγιον καὶ διὰ νὰ ἔχωμεν καύχημα καὶ ἐγκαλλώπισμα τὸ ὅτι σὲ λατρεύομεν καὶ σὲ ἀνυμνοῦμεν.
48 εὐλογητὸς Κύριος ὁ Θεὸς ᾿Ισραὴλ ἀπὸ τοῦ αἰῶνος καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος. καὶ ἐρεῖ πᾶς ὁ λαός· γένοιτο γένοιτο. 48 Δοξασμένος ας είναι ο Κυριος, ο Θεός του ισραηλιτικού λαού στους αιώνας των αιώνων. Και όλος ο λαός ας αναφωνήση “γένοιτο, γένοιτο”. 48 Εἶναι ἄξιος νὰ ὑμνῆται καὶ νὰ εὐλογῆται ὁ Κύριος, ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραὴλ ἀπὸ τώρα καὶ πάντοτε καὶ μέχρι τῆς ἀτελευτήτου διαδοχῆς τῶν αἰώνων. Καὶ ἂς ἀπαντήσῃ ὅλος ὁ λαὸς ἐπισφραγίζων τὴν εὐλογίαν καὶ τὸν ὕμνον τοῦτον: Γένοιτο, γένοιτο.