Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:45
Δύση: 20:05
Σελ. 11 ημ.
110-256
16ος χρόνος, 5907η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΣΟΦΙΑ ΣΕΙΡΑΧ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 (Ζ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΜΗ ποίει κακά, καὶ οὐ μή σε καταλάβῃ κακόν· 1 Μη πράττης το κακόν και κακόν ποτέ δεν θα σε εύρη. 1 Μὴ κάνῃς ποτὲ κακόν, καὶ δὲν θὰ σ’ εὕρῃ κακόν.
2 ἀπόστηθι ἀπὸ ἀδίκου, καὶ ἐκκλινεῖ ἀπὸ σοῦ. 2 Φυγε μακρυά από το άδικον, και το άδικον θα απομακρυνθή από σέ. 2 Φεῦγε μακρὰν ἀπὸ κάθε ἄδικον, καὶ θὰ ἀπομακρυνθῇ τοῦτο καὶ ἀπὸ σοῦ.
3 υἱέ, μὴ σπεῖρε ἐπ᾿ αὔλακας ἀδικίας, καὶ οὐ μὴ θερίσῃς αὐτὰς ἑπταπλασίως. 3 Παιδί μου, μη σπέρνης εις αυλάκια αδικίας και έτσι δεν θα θερίσης επτά φοράς περισσότερα από τας αδικίας, που έσπειρες. 3 Τέκνον μου, μὴ σπέρνῃς εἰς αὐλάκια ἀδικίας καὶ εἰς χωράφια, ποὺ δὲν εἶναι ἰδικά σου, καὶ ἀσφαλῶς δὲν θὰ θερίσῃς καὶ σὺ ἀδικίας, πολὺ περισσότερες φορὲς ἀπὸ ἄλλους, ποὺ εἰς βάρος σου ἔσπειραν ἄδικα.
4 μὴ ζήτει παρὰ Κυρίου ἡγεμονίαν, μηδὲ παρὰ βασιλέως καθέδραν δόξης. 4 Μη ζητής από τον Κυριον εξουσίας και αξιώματα, ούτε ενδόξους θέσεις από τον βασιλέα. 4 Μὴ ζητῇς ἀπὸ τὸν Κύριον ἐξουσίαν καὶ ἡγεμονίαν ἐπὶ τῶν ὁμοίων σου, οὔτε ἀπὸ τὸν βασιλέα θέσιν καὶ ἀξίωμα τιμητικὸν καὶ ἔνδοξον.
5 μὴ δικαιοῦ ἔναντι Κυρίου καὶ παρὰ βασιλεῖ μὴ σοφίζου. 5 Μη προσπαθής να δικαιολογηθής και φανής δίκαιος ενώπιον του Κυρίου, ούτε και να θέλης να φανής σοφός ενώπιον του βασιλέως. 5 Μὴ ἀποπειρᾶσαι να παραστήσῃς τὸν ἑαυτόν σου δίκαιον ἐνώπιον τοῦ παντογνώστου Θεοῦ, καὶ ἐνώπιον τοῦ βασιλέως μὴ ἐπιζητῇς να φανῇς ἔξυπνος καὶ σοφός.
6 μὴ ζήτει γενέσθαι κριτής, μὴ οὐκ ἐξισχύσεις ἐξᾶραι ἀδικίας· μή ποτε εὐλαβηθῇς ἀπὸ προσώπου δυνάστου καὶ θήσεις σκάνδαλον ἐν εὐθύτητί σου. 6 Μη επιζητής να γίνης δικαστής, μήπως τυχόν δεν ημπορέσης να εξαλείψης τας αδικίας. Υπάρχει δε ο κίνδυνος, μήπως από φόβον και συστολήν προς το πρόσωπον του άρχοντος θέσης ενώπιόν σου εμπόδια, όπου θα σκοντάψη η ειλικρίνειά σου. 6 Μὴ ἐπιδιώκῃς νὰ γίνῃς κριτής, μήπως δὲν ἠμπορέσῃς νὰ ἐξαλείψῃς τὰς ἀδικίας καὶ μήπως συσταλῇς καὶ δειλιάσῃς ἐνώπιον προσώπου ἄρχοντος ἰσχυροῦ, κινουμένου ἀπὸ ἴδιον συμφέρον, οὕτω δὲ παρεμβάλῃς σκάνδαλον καὶ πρόσκομμα, ὅπου θὰ σκοντάψῃ ἡ εὐθύτης σου καὶ ἡ πρὸς τὸ δίκαιον ἀκεραιότης σου.
7 μὴ ἁμάρτανε εἰς πλῆθος πόλεως καὶ μὴ καταβάλῃς σεαυτὸν ἐν ὄχλῳ. 7 Μη διαπράττης αδικίας εις βάρος του πλήθους της πόλεως και μη έρχεσαι αντιμέτωπος προς αυτό. Ούτε πάλιν να πτοήσαι και ξεπέφτης ενώπιον του όχλου. 7 Μὴ εἶσαι θρασὺς εἰς τὸ κακόν, ὥστε να ἁμαρτάνῃς ἀνερυθριάστως ἐνώπιον πλήθους πόλεως, καὶ μὴ δειλιάζῃς χάνων τὸ θάρρος σου ἐνώπιον ὄχλου θορυβοῦντος.
8 μὴ καταδεσμεύσῃς δὶς ἁμαρτίαν, ἐν γὰρ τῇ μιᾷ οὐκ ἀθῷος ἔσῃ. 8 Μη επαναλάβης δευτέραν φοράν την αμαρτίαν και δεσμευθής πάλιν από αυτήν, διότι και της μιας μονής αμαρτίας δεν θα αποφύγης την τιμωρίαν. 8 Μὴ δεσμευθῇς πρὸς ἁμαρτίαν διὰ τῆς ἐπαναλήψεώς της καὶ διὰ δευτέραν φοράν, διότι καὶ διὰ τὴν μίαν φοράν, ποὺ παρεσύρθης εἰς αὐτήν, δὲν θὰ μείνῃς ἀθῶος καὶ ἀτιμώρητος.
9 μὴ εἴπῃς· τῷ πλήθει τῶν δώρων μου ἐπόψεται καὶ ἐν τῷ προσενέγκαι με Θεῷ ῾Υψίστῳ προσδέξεται. 9 Μη είπης, ότι “ο Κυριος θα λάβη υπ' όψιν του το πλήθος των δώρων μου και ο Θεός ο ύψιστος θα τα προσδεχθή, όταν εγώ τα προσφέρω, και έτσι θα εξιλεωθώ ενώπιόν του”. 9 Μὴ εἴπῃς μέσα σου· ὁ Θεὸς θὰ ἴδῃ εὐμενῶς καὶ θὰ προσέξῃ εἰς τὸ πλῆθος τῶν δώρων μου, καὶ ὅταν ἐγὼ τὰ προσφέρω εἰς τὸν Θεὸν τὸν Ὕψιστον, θὰ τὰ δεχθῇ καὶ θὰ ἐξιλεωθῶ ἐνώπιόν Του.
10 μὴ ὀλιγοψυχήσῃς ἐν τῇ προσευχῇ σου καὶ ἐλεημοσύνην ποιῆσαι μὴ παρίδῃς. 10 Μη αποκάμης και μη ολιγοψυχήσης εις την προσευχήν σου και μη παραμελής, εφ' όσον δύνασαι, να κάνης ελεημοσύνην. 10 Μὴ ἀποθαρρυνθῇς καὶ μὴ ἀποκάμῃς ἐγκαρτερῶν εἰς τὴν προσευχήν σου, καὶ μὴ παραμελήσῃς νὰ κάμῃς ἐλεημοσύνην.
11 μὴ καταγέλα ἄνθρωπον ὄντα ἐν πικρίᾳ ψυχῆς αὐτοῦ, ἔστι γὰρ ὁ ταπεινῶν καὶ ἀνυψῶν. 11 Μη περιγελάς άνθρωπον, ο οποίος ευρίσκεται εις ψυχικήν στενοχωρίαν, διότι υπάρχει ο Κυριος, ο οποίος ταπεινώνει και ανυψώνει. 11 Μὴ περιγελᾷς ἄνθρωπον, τοῦ ὁποίου ἡ ψυχὴ εὑρίσκεται εἰς πικρίαν καὶ πόνον, διότι ὑπάρχει ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος ταπεινώνει καὶ ἀνυψώνει· δὲν εἶναι δὲ δυσκολον εἰς τὴν θέσιν αὐτοῦ, τὸν ὁποῖον περιγελᾷς, νὰ εὑρεθῇς καὶ σύ.
12 μὴ ἀροτρία ψεῦδος ἐπ᾿ ἀδελφῷ σου, μηδὲ φίλῳ τὸ ὅμοιον ποίει. 12 Μη καλλιεργής ψεύδη εις βάρος του αδελφού σου, ούτε να κάμης το ίδιον στον φίλον σου. 12 Μὴ καλλιεργῇς καὶ μὴ ἐπινοῇς μὲ τέχνην ψεύδη εἰς βάρος τοῦ ἀδελφοῦ σου, οὔτε νὰ κάμῃς τὸ ἴδιο εἰς κάποιον φίλον σου.
13 μὴ θέλε ψεύδεσθαι πᾶν ψεῦδος, ὁ γὰρ ἐνδελεχισμὸς αὐτοῦ οὐκ εἰς ἀγαθόν. 13 Πρόσεχε να μη είπης κανένα ψεύδος, διότι της ψευδολογίας η συνέχεια ποτέ δεν θα καταλήξη στο καλόν. 13 Μὴ σοῦ ἀρέσῃ νὰ ψεύδεσαι χρησιμοποιῶν κάθε εἴδους ψέμα, διότι ἡ συνεχὴς ἐπανάληψις καὶ συνήθειά του δὲν θὰ ἀποβῇ εἰς ὄφελός σου.
14 μὴ ἀδελέσχει ἐν πλήθει πρεσβυτέρων καὶ μὴ δευτερώσῃς λόγον ἐν προσευχῇ σου. 14 Μη λέγης πολλά και άσκοπα λόγια ενώπιον πολλών μεγαλυτέρων σου και μη επαναλαμβάνης ασκόπως τα ίδια λόγια και φλυαρής έτσι εις την προσευχήν σου. 14 Μὴ φλυαρῇς καὶ μὴ πολυλογῇς ἐνώπιον πλήθους πρεσβυτέρων, ἀναγκάζων αὐτοὺς νὰ σιωποῦν, καὶ μὴ ἐπαναλάβῃς ἀσυναισθήτως, ἀφηρημένος καὶ ἀπροσεκτῶν, τὰ αὐτὰ λόγια εἰς τὴν προσευχήν σου.
15 μὴ μισήσῃς ἐπίπονον ἐργασίαν καὶ γεωργίαν ὑπὸ ῾Υψίστου ἐκτισμένην. 15 Μη μισήσης και αποστραφής κοπιώδη εργασίαν, ούτε την γεωργίαν, διότι αυτή έχει καθιερωθή και επιβληθή από τον Θεόν. 15 Μὴ ἀποστραφῇς καὶ μὴ βαρυνθῇς ἐργασίαν κοπιαστικὴν καὶ μάλιστα τὴν καλλιέργειαν τῆς γῆς, ἡ ὁποία ἔχει διαταχθῇ ἀπὸ τὸν Ὕψιστον.
16 μὴ προσλογίζου σεαυτὸν ἐν πλήθει ἁμαρτωλῶν. μνήσθητι ὅτι ὀργὴ οὐ χρονιεῖ. 16 Μη συγκαταλέγης τον εαυτόν σου με τα πλήθη των αμαρτωλών· έχε υπ' όψιν σου, ότι η οργή του Κυρίου δεν θα βραδύνη να εκδηλωθή. 16 Μὴ συγκαταριθμῇς τὸν ἑαυτόν σου μὲ τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτωλῶν. Ἐνθυμήσου ὅτι ἡ θεία ὀργὴ δὲν θὰ βραδύνῃ νὰ ἐπέλθῃ κατ' αὐτῶν.
17 ταπείνωσον σφόδρα τὴν ψυχήν σου, ὅτι ἐκδίκησις ἀσεβοῦς πῦρ καὶ σκώληξ. 17 Ταπείνωσε βαθύτατα τον εαυτόν σου ενώπιον του Θεού, διότι η καταδίκη του ασεβούς εκ μέρους του Θεού θα είναι πυρ και σκώληξ. 17 Ταπείνωσε τὴν ψυχήν σου, ὅσον ἠμπορεῖς περισσότερον, διότι ἡ τιμωρία, ἡ ὁποία ὡς ἐκδίκησις θὰ πλήξῃ τὸν ἀσεβῆ καὶ ἁμαρτωλόν, θὰ εἶναι πῦρ καὶ σκουλήκι.
18 Μὴ ἀλλάξῃς φίλον ἕνεκεν διαφόρου, μηδ᾿ ἀδελφὸν γνήσιον ἐν χρυσίῳ Σουφείρ. 18 Μη αλλάξης και μη εγκαταλίπης τον φίλον σου ένεκα συμφέροντος. Ούτε και γνήσιον αδελφόν σου, έστω και με το πολύτιμον και γνήσιον χρυσάφι Σουφείρ. 18 Μὴ ἀλλάξῃς τὸν φίλον σου ἕνεκα συμφέροντος, οὔτε τὸν γνήσιον καὶ εἰλικρινῆ ἀδελφόν σου ἀντὶ χρυσοῦ ἐκλεκτοῦ τοῦ Σουφείρ.
19 μὴ ἀστόχει γυναικὸς σοφῆς καὶ ἀγαθῆς, ἡ γὰρ χάρις αὐτῆς ὑπὲρ τὸ χρυσίον. 19 Μη αδιαφορής δια την συνετήν και αγαθήν σύζυγόν σου, διότι η χάρις των αρετών της είναι ανωτέρα από χρυσάφι. 19 Μὴ παρατρέξῃς καὶ ἀστοχήσῃς νὰ ἐκλέξῃς ὡς σύζυγόν σου γυναῖκα συνετὴν καὶ ἐνάρετον, διότι ἡ χάρις καὶ ἡ γοητεία τῶν ἀρετῶν της εἶναι μεγαλυτέρα τῆς ἀξίας τοῦ χρυσοῦ.
20 μὴ κακώσῃς οἰκέτην ἐργαζόμενον ἐν ἀληθείᾳ, μηδὲ μίσθιον διδόντα ψυχὴν αὐτοῦ. 20 Μη κακοποίησης υπηρέτην, ο οποίος εργάζεται με ειλικρίνειαν δια σέ, ούτε ημερομίσθιον εργάτην, ο οποίος σου έχει δώσει την ψυχήν του. 20 Μὴ κακομεταχειρισθῇς ὑπηρέτην, ποὺ σοῦ ἐργάζεται μὲ πίστιν καὶ εἰλικρίνειαν, οὔτε μισθωτὸν ποὺ δίδει ὅλον τὸν ἑαυτόν του διὰ σέ.
21 οἰκέτην συνετὸν ἀγαπάτω σου ἡ ψυχή, μὴ στερήσῃς αὐτὸν ἐλευθερίας. 21 Δούλον συνετόν και φρόνιμον αγάπησέ τον με όλην σου την καρδίαν· και μη στερήσης αυτόν από την ελευθερίαν του. 21 Ὑπηρέτην φρόνιμον καὶ συνετὸν πρέπει νὰ τὸν ἀγαπᾷ ἡ ψυχή σου, καὶ μὴ τοῦ στερήσῃς τὴν ἐλευθερίαν κατὰ τὸ ἕβδομον ἔτος τῆς συμφώνως πρὸς τὸν Νόμον τοῦ Κυρίου ἀφέσεως καὶ ἀπελευθερώσεως.
22 κτήνη σοί ἐστιν, ἐπισκέπτου αὐτὰ καὶ εἰ ἔστι σοι χρήσιμα, ἐμμενέτω σοι. 22 Εάν έχης κτήνη, φρόντιζε δι' αυτά, και εάν αυτά σου είναι χρήσιμα, φύλαξέ τα κοντά σου. 22 Ἔχεις ζῶα κατοικίδια; Νὰ τὰ ἐπισκέπτεσαι καὶ νὰ φροντίζῃς δι’ αὐτά, καὶ ἐὰν σοῦ εἶναι χρήσιμα, ἂς παραμένουν πλησίον σου.
23 τέκνα σοί ἐστι, παίδευσον αὐτά, καὶ κάμψον ἐκ νεότητος τὸν τράχηλον αὐτῶν. 23 Εάν έχης παιδιά, διαπαιδαγώγησέ τα και μόρφωσέ τα και μάθε τα να κύπτουν τον τράχηλόν των στον ζυγόν των θείων εντολών. 23 Ἔχεις παιδιά; Διαπαιδαγώγησέ τα καλῶς καὶ ἀπὸ τὴν νεαράν τους ἡλικίαν συνήθισέ τα να κάμπτουν τὸν τράχηλον τους εἰς τὸν ζυγὸν τῆς ὑπακοῆς.
24 θυγατέρες σοί εἰσι, πρόσεχε τῷ σώματι αὐτῶν, καὶ μὴ ἱλαρώσῃς πρὸς αὐτὰς τὸ πρόσωπόν σου. 24 Εάν έχης θυγατέρας, πρόσεχε την σωματικήν υγείαν και αγνότητα, αλλά και δείχνε τους πρόσωπον αυστηρόν. 24 Ὑπάρχουν θυγατέρες εἰς σέ; Φύλαττε τὰ σώματά των νὰ διατελοῦν ἐν ἁγνότητι καὶ μὴ δεικνύῃς πρόσωπον πολὺ χαρούμενον καὶ χαλαρὸν εἰς σοβαρότητα.
25 ἔκδου θυγατέρα, καὶ ἔσῃ τετελεκὼς ἔργον μέγα, καὶ ἀνδρὶ συνετῷ δώρησαι αὐτήν. 25 Παντρεψε καλά την κόρην σου και θα κατορθώσης έτσι μέγα έργον. Δωρησέ την εις άνδρα συνετόν. 25 Ὑπάνδρευσε μὲ προσοχὴν καὶ ἰδιαιτέραν φροντίδα τὴν θυγατέρα σου καὶ θὰ ἔχῃς τακτοποιήσει τότε μεγάλην ὑπόθεσιν καὶ σοβαρὸν ζήτημα τοῦ οἴκου σου καὶ χάρισέ την εἰς ἄνδρα συνετὸν καὶ φρόνιμον.
26 γυνή σοί ἐστι κατὰ ψυχήν, μὴ ἐκβάλῃς αὐτήν· καὶ μισουμένῃ μὴ ἐμπιστεύσῃς σεαυτόν. 26 Εχεις λάβει σύζυγον κατά την επιθυμίαν της καρδίας σου; Μη την εκδιώξης. Εις γυναίκα δέ, δια την οποίαν τρέφεις αποτροφήν και μίσος, μη εμπιστευθής και παραδώσης τον εαυτόν σου. 26 Ἔχεις γυναῖκα κατὰ τὴν καρδίαν σου, ποὺ συμφωνεῖ εἰς ὅλα μαζί σου; Μὴ τὴν ἀποδιώξῃς. Εἰς γυναῖκα ὅμως, διὰ τὴν ὁποίαν λόγῳ τῶν τρόπων της αἰσθάνεσαι ἀποστροφήν, μὴ ἐμπιστευθῇς τὸν ἑαυτόν σου.
27 ᾿Εν ὅλῃ καρδίᾳ δόξασον τὸν πατέρα σου καὶ μητρὸς ὠδῖνας μὴ ἐπιλάθῃ· 27 Με όλην σου την καρδίαν να σέβεσαι και να τιμάς τον πατέρα σου και ποτέ να μη λησμονής τους πόνους, που εδοκίμασεν η μητέρα σου, όταν σε εγέννησε. 27 Μὲ ὅλην σου τὴν καρδία τίμησε καὶ δεῖξε βαθὺν σεβασμὸν εἰς τὸν πατέρα σου καὶ μὴ λησμονήσῃς τοὺς πόνους, ποὺ ἐδοκίμασεν ἡ μητέρα σου, ὅταν σὲ ἐγέννα.
28 μνήσθητι ὅτι δι᾿ αὐτῶν ἐγεννήθης, καὶ τί ἀνταποδώσεις αὐτοῖς καθὼς αὐτοί σοι; 28 Να ενθυμήσαι, ότι δια μέσου των δύο αυτών γονέων σου ήλθες στον κόσμον. Και τι ημπορείς συ να ανταποδώσης προς αυτούς εν συγκρίσει προς εκείνα, που εκείνοι έκαμαν εις σέ; 28 Ἐνθυμήσου ὅτι διὰ τῶν γονέων αὐτῶν ἐγεννήθης, καὶ τί θὰ τοὺς ἀνταποδώσῃς δι’ ὅσα αὐτοὶ ἔκαμαν διὰ σέ;
29 ἐν ὅλῃ ψυχῇ σου εὐλαβοῦ τὸν Κύριον καὶ τοὺς ἱερεῖς αὐτοῦ θαύμαζε. 29 Με όλην σου την ψυχήν να ευλαβήσαι τον Κυριον και να σέβεσαι τους ιερείς του. 29 Μὲ ὅλην σου τὴν ψυχὴν φοβοῦ τὸν Θεὸν καὶ δείκνυε τιμὴν καὶ σεβασμὸν πρὸς τοὺς ἱερεῖς του.
30 ἐν ὅλῃ δυνάμει ἀγάπησον τὸν ποιήσαντά σε καὶ τοὺς λειτουργοὺς αὐτοῦ μὴ ἐγκαταλίπῃς. 30 Με όλην την δύναμιν της καρδίας και της διανοίας σου αγάπησε τον Πλάστην σου και μη εγκαταλείψης τους λειτουργούς του. 30 Μὲ ὅλην τὴν δύναμίν σου ἀγάπησε Αὐτόν, ποὺ σὲ ἐδημιούργησε, καὶ μὴ ἐγκαταλείψῃς τοὺς ἱερεῖς του ἀδιαφορῶν δι’ αὐτούς.
31 φοβοῦ τὸν Κύριον καὶ δόξασον ἱερέα καὶ δῷς τὴν μερίδα αὐτῷ, καθὼς ἐντέταλταί σοι, ἀπαρχὴν καὶ περὶ πλημμελείας καὶ δόσιν βραχιόνων καὶ θυσίαν ἁγιασμοῦ καὶ ἀπαρχὴν ἁγίων. 31 Να ευλαβήσαι τον Κυριον, να δοξάσης τον ιερέα και να δίδης εις αυτόν την μερίδα του, όπως έχει ορίσει ο Νομος· τας απαρχάς των προϊόντων σου, τα τεμάχια από τας εξιλαστηρίους θυσίας, που προσφέρεις, τους δεξιούς μηρούς, την αναίμακτον θυσίαν του αγιασμού και τας απαρχάς των ιερών προσφορών. 31 Φοβοῦ τὸν Κύριον καὶ τίμα τὸν ἱερέα καὶ δίδε εἰς αὐτὸν τὸ μερίδιον ἐκ τῶν εἰσοδημάτων σου, καθὼς ἔχει δοθῇ ἐντολὴ εἰς σὲ ἐν τῷ Νόμῳ· τὰ πρῶτα δηλαδὴ γεννήματα ἐξ ὡρισμένων καρπῶν τῆς γῆς καὶ ἐξ ὡρισμένων ζώων, τὰ τμήματα ἐκ τῶν ἐξιλαστηρίων περὶ ἁμαρτίας θυσιῶν, τὴν δόσιν τῶν μηρῶν τῶν σφαζομένων ζώων, τὰς ἀναιμάκτους θυσίας, τὰς καλουμένας ἁγίας ἁγίων, καὶ τὰς δεκάτας ἐκ τῶν καρπῶν καὶ τῶν γεννωμένων ζώων, αἱ ὁποῖαι εἶναι ἅγιαι ὡς ἀφιερωμέναι εἰς τὸν Κύριον.
32 Καὶ πτωχῷ ἔκτεινον τὴν χεῖρά σου, ἵνα τελειωθῇ ἡ εὐλογία σου. 32 Απλωσε ελεήμονα την χείρα σου και προς τον πτωχόν, δια να είναι πλήρης και τελεία η ευλογία του Θεού προς σέ. 32 Καὶ εἰς τὸν πτωχὸν ἄπλωσε ἀνοικτὸν τὸ χέρι σου, ἵνα διὰ τῆς ἐλεημοσύνης καταστῇ τελεία ἡ παρὰ τοῦ Θεοῦ εὐλογία σου.
33 χάρις δόματος ἔναντι παντὸς ζῶντος, καὶ ἐπὶ νεκρῷ μὴ ἀποκωλύσῃς χάριν. 33 Η γενναιοδωρία σου ας εκδηλώνεται προς κάθε ζώντα· και προς αυτόν ακόμα τον νεκρόν να δείξης έλεος. 33 Ἡ εὐχαρίστησις τοῦ δώρου ἂς γίνεται εἰς πάντα ζῶντα ἄνθρωπον, καὶ εἰς τὴν περίπτωσιν πεθαμένου μὴ ἀρνηθῇς τὴν τελευταίαν χάριν τῆς μετ’ εὐλαβείας ταφῆς του.
34 μὴ ὑστέρει ἀπὸ κλαιόντων καὶ μετὰ πενθούντων πένθησον. 34 Μη παραλείπης να συμπαρίστασαι στους κλαίοντας, πένθησε δε και συ μαζή με τους πενθούντας. 34 Μὴ λείψῃς ἀπὸ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι κλαίουν, καὶ πένθησε καὶ σὺ μὲ ἐκείνους ποὺ πενθοῦν.
35 μὴ ὄκνει ἐπισκέπτεσθαι ἄρρωστον, ἐκ γὰρ τῶν τοιούτων ἀγαπηθήσῃ. 35 Μη είσαι νωθρός και απρόθυμος στο να επισκέπτεσαι τον άρρωστον, διότι από κάτι τέτοια έργα θα αγαπηθής από τον Θεόν και από τους ανθρώπους. 35 Μὴ βαρύνεσαι καὶ μὴ ἀμελῇς νὰ ἐπισκέπτεσαι ἀσθενῆ, διότι ἀπὸ τὰ τοιαῦτα ἔργα θὰ γίνῃς ἀγαπητός.
36 ἐν πᾶσι τοῖς λόγοις σου μιμνήσκου τὰ ἔσχατά σου, καὶ εἰς τὸν αἰῶνα οὐχ ἁμαρτήσεις. 36 Εις όλα τα έργα και τα λόγια σου να ενθυμήσαι πάντοτε το τέλος της ζωής σου, και έτσι ποτέ δεν θα παρασυρθής εις αμαρτίας. 36 Εἰς ὅλα τὰ λόγια σου καὶ τὰς πράξεις σου ἐνθυμοῦ τὰ τέλη τῆς ζωῆς σου καὶ δεv θὰ ἁμαρτήσῃς ποτέ.