Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:15
Δύση: 18:46
Σελ. 20 ημ.
89-277
16ος χρόνος, 5886η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΣΟΦΙΑ ΣΕΙΡΑΧ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21 (ΚΑ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΤΕΚΝΟΝ, ἥμαρτες, μὴ προσθῇς μηκέτι καὶ περὶ τῶν προτέρων σου δεήθητι. 1 Παιδί μου, εάν παρασυρθής εις την αμαρτίαν, μη προσθέτης και νέας εις αυτήν αμαρτίας. Περί δε των προηγουμένων σου αμαρτιών παρακάλεσε τον Θεόν, να σε συγχωρήση. 1 Παιδί μου, ἠμάρτησες; Μὴ προσθέσῃς πλέον ἄλλας ἁμαρτίας· καὶ διὰ τὰς προηγουμένας σου παρακάλεσε τὸν Θεὸν νὰ σὲ συγχωρήσῃ.
2 ὡς ἀπὸ προσώπου ὄφεως φεῦγε ἀπὸ ἁμαρτίας, ἐὰν γὰρ προσέλθῃς, δήξεταί σε· ὀδόντες λέοντος οἱ ὀδόντες αὐτῆς ἀναιροῦντες ψυχὰς ἀνθρώπων. 2 Οπως αποφεύγστο φίδι, έτσι να αποφύγης και την αμαρτίαν, διότι εάν πλησιάσης προς αυτήν, θα σε δαγκώση κατά τρόπον επικίνδυνον. Δοντια λέοντος είναι τα δόντια της αμαρτίας, φονεύοντα τας ψυχάς των ανθρώπων. 2 Σὰν νὰ εἶναι ἐμπρός σου φίδι, φεῦγε ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, διότι, ἐὰν τὴν πλησιάσῃς, θὰ σὲ δαγκώσῃ· σὰν δόντια λεονταριοῦ εἶναι τὰ δόντια της, ποὺ φονεύουν ψυχὰς ἀνθρώπων.
3 ὡς ρομφαία δίστομος πᾶσα ἀνομία, τῇ πληγῇ αὐτῆς οὐκ ἔστιν ἴασις. 3 Καθε παρανομία είναι ένα δίκοπο μαχαίρι, από την πληγήν του οποίου δεν υπάρχει θεραπεία. 3 Σὰν μάχαιρα δίκοπος, ἀκονισμένη καὶ ἀπὸ τὰ δυό της μέρη, εἶναι κάθε παρανομία, εἰς δὲ τὰ τραύματα καὶ τὴν πληγήν της δὲν ὑπάρχει γιατρειά.
4 καταπληγμὸς καὶ ὕβρις ἐρημώσουσι πλοῦτον· οὕτως οἶκος ὑπερηφάνου ἐρημωθήσεται. 4 Βιοπραγίαι και αλαζονείαι καταστρέφουν τον πλούτον· έτσι και ο οίκος των υπερηφάνων θα ερημωθή. 4 Βιαιοπραγίαι καὶ ἀιπειλαὶ δι’ ὑβριστικῶν λόγων ἐρημώνουν καὶ διαρπάζουν πλοῦτον ἔτσι θὰ καταστῇ ἔρημον καὶ τὸ σπίτι τοῦ ὑπερηφάνου.
5 δέησις πτωχοῦ ἐκ στόματος ἕως ὠτίων αὐτοῦ, καὶ τὸ κρίμα αὐτοῦ κατὰ σπουδὴν ἔρχεται. 5 Η δέησις, που βγαίνει από το στόμα του πτωχού, φθάνει έως τα αυτιά του Θεού, και η δικαιοσύνη αυτού δεν θα βραδύνη να επέλθη. 5 Ἡ παράκλησις τοῦ πτωχοῦ φθάνει ἀπὸ τὸ στόμα του μόνον ἕως τὰ αὐτιὰ τοῦ ὑπερηφάνου πλουσίου, μὴ συγκινοῦσα καὶ τὴν καρδίαν του, δι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἀπὸ Θεοῦ καταδίκη καὶ τιμωρία τούτου ἔρχεται πολὺ γρήγορα.
6 μισῶν ἐλεγμὸν ἐν ἴχνει ἁμαρτωλοῦ, καὶ ὁ φοβούμενος Κύριον ἐπιστρέψει ἐν καρδίᾳ. 6 Εκείνος, που μισεί τους δικαίους ελέγχους, βαδίζει εις τα ίχνη των αμαρτωλών. Εκείνος όμως, που φοβείται τον Κυριον, θα επιστρέψη προς αυτόν με όλην του την καρδίαν. 6 Ἐκεῖνος ποὺ μισεῖ τὸν ἔλεγχον, βαδίζει ἐπὶ τὰ ἴχνη τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ἀλλ' ἐκεῖνος ποὺ φοβεῖται τὸν Κύριον, δέχεται τὸν ἔλεγχον καὶ θὰ ἐπιστρέψῃ ἀπὸ καρδίας εἰς Αὐτόν.
7 γνωστὸς μακρόθεν ὁ δυνατὸς ἐν γλώσσῃ, ὁ δὲ νοήμων οἶδεν ἐν τῷ ὀλισθαίνειν αὐτόν. 7 Από μακράν αναγνωρίζεται ο ασυγκράτητος κατά την γλώσσαν, δε συνετός άνθρωπος γνωρίζει αυτόν και τα ολισθήματά του και τον αποφεύγει. 7 Ἀπὸ μακρὰν ἀναγνωρίζεται ἐκεῖνος, ποὺ ἔχει μεγάλην καὶ ἀσυμμάζευτον γλῶσσαν· ὁ συνετὸς ὅμως ἄνθρωπος γνωρίζει ποὺ καὶ πότε σφάλλει, καὶ συγκρατεῖται.
8 ὁ οἰκοδομῶν τὴν οἰκίαν αὐτοῦ ἐν χρήμασιν ἀλλοτρίοις, ὡς ὁ συνάγων αὐτοῦ τοὺς λίθους εἰς χειμῶνα. 8 Εκείνος, που οικοδομεί το σπίτι του με ξένα άδικα χρήματα, ομοιάζει με τον άνθρωπον, που συγκεντρώνει λίθους- αντί ξύλων- δια τον χειμώνα! 8 Ἐκεῖνος ποὺ κτίζει τὸ σπίτι του μὲ ξένα χρήματα, ὁμοιάζει μὲ ἐκεῖνον ποὺ μαζεύει λιθάρια ἀντὶ ξύλων διὰ τὸν χειμῶνα.
9 στυππεῖον συνηγμένον συναγωγὴ ἀνόμων, καὶ ἡ συντέλεια αὐτῶν φλὸξ πυρός. 9 Η συγκέντρωσις των ασεβών είναι σαν ενας σωρός στουπί, και το τέλος των θα είναι να καούν εις φλόγα πυρός. 9 Πρὸς σωρὸν στουπιοῦ ἀπὸ κοπανισμένο λινάρι ὁμοιάζει ἡ συγκέντρωσις τῶν ἀνόμων, καὶ τὸ τέλος των θὰ εἶναι φλόγα φωτιᾶς, σὰν αὐτὴν ποὺ φουντώνει διὰ μιᾶς καὶ ἐξαφανίζει τὸ στουπί.
10 ὁδὸς ἁμαρτωλῶν ὡμαλισμένη ἐκ λίθων, καὶ ἐπ᾿ ἐσχάτῳ αὐτῆς βόθρος ᾅδου. 10 Ο δρόμος των αμαρτωλών είναι ομαλός, καθαρισμένος από λίθους. Το τέλος όμως του δρόμου είναι το βάραθρον του άδου. 10 Ὁ δρόμος τῶν ἁμαρτωλῶν φαίνεται καθαρισμένος καὶ ἐξωμαλισμένος ἀπὸ πέτρες· ἡ ζωή των δηλαδὴ δὲν παρουσιάζει δυσκολίας. Ἀλλ' εἰς τὸ τέλος τοῦ δρόμου αὐτοῦ εἶναι τὸ βάραθρον τοῦ Ἅδου.
11 ῾Ο φυλάσσων νόμον κατακρατεῖ τοῦ ἐννοήματος αὐτοῦ, καὶ συντέλεια τοῦ φόβου Κυρίου σοφία. 11 Εκείνος που τηρεί τον νόμον του Θεού, κατανοεί βαθύτερον τα υψηλά αυτού νοήματα. Αποτέλεσμα δε της ευλαβείας προς τον Κυριον είναι το δώρον της αληθινής σοφίας. 11 Ὄποιος φυλάττει καὶ τηρεῖ τὸν θεῖον Νόμον, γίνεται κάτοχος τοῦ νοήματός του καὶ διὰ τῆς ἐφαρμογῆς του ἐμβαθύνει εἰς αὐτόν, ἡ δὲ τελειοποίησις ἐν τῷ φόβῳ τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ πραγματικὴ σοφία.
12 οὐ παιδευθήσεται ὃς οὐκ ἔστι πανοῦργος· ἔστι πανουργία πληθύνουσα πικρίαν. 12 Δεν θα εκπαιδευθή. και δεν θα μορφωθή εκείνος, ο οποίος δεν έχει τας αναλόγους ικανότητας. Υπάρχει όμως και ικανότης, η οποία πολλαπλασιάζει τας θλίψεις και τας πικρίας. 12 Δὲν θὰ παιδαγωγηθῇ καὶ δὲν θὰ μορφωθῇ κατὰ Θεὸν ὅποιος δὲν εἶναι πραγματικὰ ἔξυπνος καὶ ἱκανός ὑπάρχει ὅμως καὶ ἐξυπνάδα κακή, ἡ ὁποία προκαλεῖ πολλὴν θλῖψιν καὶ πικρίαν.
13 γνῶσις σοφοῦ ὡς κατακλυσμὸς πληθυνθήσεται καὶ ἡ βουλὴ αὐτοῦ ὡς πηγὴ ζωῆς. 13 Η γνώσις του σοφού πληθύνεται ωσάν κατακλυσμός πολλών υδάτων, και η συμβουλή του γίνεται πηγή ζωής δι' εκείνους, που την δέχονται. 13 Ἡ γνῶσις τοῦ ἀληθινοῦ σοφοῦ θὰ πληθύνεται σὰν κατακλυσμὸς ὕδατος καὶ ἡ συμβουλή του εἶναι σὰν πηγὴ ποὺ ἀναβλύζει ζωήν.
14 ἔγκατα μωροῦ ὡς ἀγγεῖον συντετριμμένον καὶ πᾶσαν γνῶσιν οὐ κρατήσει. 14 Το εσωτερικόν του μωρού είναι σαν ένα πήλινον σπασμένον αγγείον, και δεν είναι δυνατόν να συγκρατήση αυτός καμμίαν γνώσιν. 14 Ἡ καρδία καὶ τὸ ἐσωτερικὸν τοῦ ἄφρονος καὶ ἀνοήτου ὁμοιάζει πρὸς ἀγγεῖον σπασμένον καὶ δὲν θὰ συγκρατήσῃ καμμίαν σοφὴν καὶ σωτηριώδη γνῶσιν.
15 λόγον σοφὸν ἐὰν ἀκούσῃ ἐπιστήμων, αἰνέσει αὐτὸν καὶ ἐπ᾿ αὐτὸν προσθήσει· ἤκουσεν ὁ σπαταλῶν καὶ ἀπήρεσεν αὐτῷ, καὶ ἀπέστρεψεν αὐτὸν ὀπίσω τοῦ νώτου αὐτοῦ. 15 Ο πραγματικά συνετός, εάν ακούση κανένα σοφόν λόγον, θα τον επαινέση και επάνω εις αυτόν θα προσθέση και ο ίδιος κάποιον άλλον. Ο άσωτος όμως και μωρός εάν ακούση σοφόν λόγον, δεν ευχαριστείται εις αυτόν, αλλά τον καταφρονεί και τον πετά όπισθέν του. 15 Ὁ πραγματικῶς σοφός, ἐὰν ἀκούσῃ λόγον σοφόν, θὰ τὸν ἐκτιμήσῃ καὶ θὰ τὸν ἐπαινέσῃ, θὰ προσθέσῃ δὲ καὶ αὐτὸς τὸν ἰδικόν του· ὁ ἄσωτος ὅμως καὶ ἀπερίσκεπτος ἤκουσε τὸν λόγον τοῦτον καὶ δὲν τοῦ ἤρεσε καὶ ἔρριψεν αὐτὸν περιφρονητικῶς ὀπίσω ἀπὸ τὰ νῶτα του.
16 ἐξήγησις μωροῦ ὡς ἐν ὁδῷ φορτίον, ἐπὶ δὲ χείλους συνετοῦ εὑρεθήσεται χάρις. 16 Η εξήγησις, την οποίαν ένας μωρός θα θελήση να δώση εις τα μεγάλα θέματα, είναι σαν ένα ενοχλητικόν φορτίον στον οδοιπόρον. Εις τα χείλη όμως του σοφού ανθρώπου υπάρχει πάντοτε χάρις. 16 Ἡ συνδιάλεξις μὲ ἀνόητον καὶ ἄφρονα καθίσταται τόσον φορτικὴ καὶ δυσάρεστος, ὅπως τὸ φορτίον εἰς τὸν βαδίζοντα, εἰς τὰ χείλη ὑμως τοῦ συνετοῦ θὰ εὑρίσκεται πάντοτε γλυκύτης καὶ λόγια χαριτωμένα.
17 στόμα φρονίμου ζητηθήσεται ἐν ἐκκλησίᾳ, καὶ τοὺς λόγους αὐτοῦ διανοηθήσονται ἐν καρδίᾳ. 17 Το στόμα του σοφού θα αναζητηθή εις συγκέντρωσιν ανθρώπων, και τους λόγους του θα τους σκεφθούν, θα τους βάλουν και θα τους μελετήσουν μέσα εις την καρδιάν των. 17 Τὸ στόμα τοῦ φρονίμου καὶ συνετοῦ θὰ ζητηθῇ ὅπως λαλήσῃ καὶ ἀκουσθῇ εἰς συγκέντρωσιν λαοῦ· τοὺς δὲ λόγους ποὺ θὰ εἴπῃ, θὰ τοὺς σκεφθοῦν βαθιὰ μὲ τὴν καρδία τους.
18 ὡς οἶκος ἠφανισμένος οὕτως μωρῷ σοφία, καὶ γνῶσις ἀσυνέτου ἀδιεξέταστοι λόγοι. 18 Ωσάν ερειπωμένο σπίτι είναι δια τον μωρόν η σοφία. Αι δε γνώσστου ασυνέτου και τα λόγια του είναι ασυνάρτητα. 18 Σὰν σπίτι ἐρειπωμένον, ἔτσι φαίνεται ἡ σοφία εἰς τὸν ἀνόητον καὶ ἄφρονα· καὶ ἡ γνῶσις τοῦ ἀσυνέτου εἶναι λόγια ἀσυνάρτητα καὶ ἀπερίσκεπτα.
19 πέδαι ἐν ποσὶν ἀνοήτοις παιδεία καὶ ὡς χειροπέδαι ἐπὶ χειρὸς δεξιᾶς. 19 Η μόρφωσις είναι ωσάν πεδούκλι εις τα πόδια των ανοήτων και ωσάν χειροπέδες στο δεξιόν των χέρι. 19 Ἡ διαπαιδαγώγησις κατὰ τὸν θεῖον Νόμον εἶναι σὰν σιδηρᾶ δεσμὰ εἰς τὰ πόδια τοῦ ἀνοήτου καὶ μωροῦ καὶ σὰν χειροπέδαι εἰς τὴν δεξιάν του χεῖρα.
20 μωρὸς ἐν γέλωτι ἀνυψοῖ φωνὴν αὐτοῦ, ἀνὴρ δὲ πανοῦργος μόλις ἡσυχῇ μειδιάσει. 20 Ο μωρός ξέσπά εις θορυβώδεις γέλωτας, ο φρόνιμος άνθρωπος μόλις και ησύχως θα μειδιάση. 20 Ὁ μωρὸς καὶ ἀμόρφωτος εἰς τὸν γέλωτά του ὑψώνει θορυβωδῶς τὴν φωνήν του, ὁ ἔξυπνος ὅμως καὶ φρόνιμος ἡσύχως καὶ μόλις θὰ μειδιάσῃ.
21 ὡς κόσμος χρυσοῦ φρονίμῳ παιδεία καὶ ὡς χλιδὼν ἐπὶ βραχίονι δεξιῷ. 21 Η μόρφωσις είναι δια τον συνετόν ωσάν ένα χρυσούν κόσμημα και ωσάν πολύτιμον βραχιόλι εις την δεξιάν του χείρα. 21 Εἰς τὸν φρόνιμον ἡ μόρφωσις τῆς καρδίας εἶναι σὰν κόσμημα χρυσοῦν καὶ σὰν βραχιόλιον εἰς τὸν δεξιὸν βραχίονα.
22 ποὺς μωροῦ ταχὺς εἰς οἰκίαν, ἄνθρωπος δὲ πολύπειρος αἰσχυνθήσεται ἀπὸ προσώπου. 22 Το πόδι του ασυνέτου είναι ταχύ στο να επισκέπτεται οικίας, ο μορφωμένος όμως και πολύπειρος άνθρωπος αισθάνεται συστολήν εις τας επισκέψστου. 22 Τοῦ ἀνοήτου καὶ ἀπαιδεύτου ἀνθρώπου τὸ πόδι εἶναι γρήγορον διὰ νὰ ἔμβῃ εἰς ξένον σπίτι, ὀ ἄνθρωπος ὅμως ποὺ ἔχει μεγάλην πεῖραν, θὰ δοκιμάσῃ συστολὴν καὶ ἐντροπὴν ἀπέναντι τοῦ ξένου προσώπου.
23 ἄφρων ἀπὸ θύρας παρακύπτει εἰς οἰκίαν, ἀνὴρ δὲ πεπαιδευμένος ἔξω στήσεται. 23 Ο μωρός σκύβει εις τας θύρας των ξένων οικιών και παρακολουθεί, όσα γίνονται εις αυτάς· ο συνετός όμως και ο μορφωμένος στέκεται έξω μακράν. 23 Ὁ ἄφρων καὶ ἀμόρφωτος ἄνθρωπος σκύβει περίεργα ἀπὸ τὴν πόρτα μέσα εἰς τὸ σπίτι, ἐνῷ ὁ μορφωμένος θὰ σταθῇ ἀπ' ἔξω διακριτικά.
24 ἀπαιδευσία ἀνθρώπου ἀκροᾶσθαι παρὰ θύραν, ὁ δὲ φρόνιμος βαρυνθήσεται ἀτιμίᾳ. 24 Είναι απρέπεια και έλλειψις μορφώσεως δια τον άνθρωπον να κρυφακούη από την θύραν ξένου σπιτιού. Ο συνετός άνθρωπος το θεωρεί αυτό βαρύ και εξευτελιστικόν πράγμα, δι' αυτό και το αποφεύγει. 24 Εἶναι ἀγένεια καὶ στέρησις καλῆς ἀνατροφῆς ἀνθρώπου τὸ νὰ ἀκούῃ κανεὶς κρυφὰ πλησίον τῆς θύρας τοῦ ἄλλου· ὁ φρόνιμος ὅμως καὶ εὐγενὴς θὰ αἰσθανθῇ τοῦτο ὡς ἀνυπόφορον βάρος ἐντροπῆς καὶ ἀτιμίας.
25 χείλη ἀλλοτρίων ἐν τούτοις βαρυνθήσεται, λόγοι δὲ φρονίμων ἐν ζυγῷ σταθήσονται. 25 Τα χείλη των μωρών και φλυάρων ανθρώπων επαναλαμβάνουν τα λόγια των ξένων, οι λόγοι όμως των φρονίμων ζυγίζονται από αυτούς με ακρίβειαν και κατόπιν λέγονται. 25 Τὰ χείλη τῶν ἀσυνέτων καὶ μὴ ἐχόντων σχέσιν πρὸς τὴν Σοφίαν ἀνθρώπων θὰ ἐπιβαρυνθοῦν μὲ αὐτοὺς τοὺς ἀνοήτους καὶ ἀδιακρίτους λόγους καὶ φλυαρίας, οἱ λόγοι ὅμως τῶν φρονίμων θὰ σταθοῦν ἐπάνω εἰς ζυγαριάν.
26 ἐν στόματι μωρῶν ἡ καρδία αὐτῶν, καρδία δὲ σοφῶν στόμα αὐτῶν. 26 Η καρδία των μωρών είναι στο στόμα των και συνεχώς εξωτερικεύεται, ενώ το στόμα των σοφών είναι η καρδία των. 26 Ἡ καρδία τῶν μωρῶν εἶναι εἰς τὸ στόμα των, καὶ ὅ,τι ἔχουν εἰς τὸν νοῦν των, τὸ λέγουν ἀπερίσκεπτα· τοῦ σοφοῦ ὅμως στόμα εἶναι ἡ καρδία καὶ ὁ νοῦς, μὲ τὸν ὁποῖον πρῶτα οὗτος θὰ σκεφθῇ καὶ ἔπειτα θὰ ὁμιλήσῃ.
27 ἐν τῷ καταρᾶσθαι ἀσεβῆ τὸν σατανᾶν αὐτὸς καταρᾶται τὴν ἑαυτοῦ ψυχήν. 27 Οταν ο ασεβής καταράται τον σατανάν, είναι το ίδιον ως εάν καταράται τον εαυτόν του. 27 Καθ’ ὃν χρόνον ὁ ἀσεβὴς καταρᾶται τὸν Σατανᾶν, καταρᾶται αὐτὸς ὁ ἴδιος τὴν ψυχήν του, ἡ ὁποία εἶναι ὑποδουλωμένη εἰς αὐτόν.
28 μολύνει τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ὁ ψιθυρίζων καὶ ἐν παροικήσει μισηθήσεται. 28 Εκείνος που ψιθυρίζει επικρίσεις και κατακρίσεις εις βάρος του άλλου, μολύνει την ψυχήν του. Αυτός θα μισηθή από το περιβάλλον, μέσα στο οποίον ζη. 28 Ἐκεῖνος ποὺ κρυφὰ καὶ διὰ ψιθύρων κατηγορεῖ καὶ κατακρίνει, μολύνει τὴν ψυχήν του· θὰ μισηθῇ δὲ ἀπὸ τοὺς γείτονας καὶ κατοικοῦντας πλησίον του.