Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:45
Δύση: 20:05
Σελ. 11 ημ.
110-256
16ος χρόνος, 5907η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΣΟΦΙΑ ΣΕΙΡΑΧ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 25 (ΚΕ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΕΝ τρισὶν ὡραΐσθην καὶ ἀνέστην ὡραία ἔναντι Κυρίου καὶ ἀνθρώπων· ὁμόνοια ἀδελφῶν, καὶ φιλία τῶν πλησίον, καὶ γυνὴ καὶ ἀνὴρ ἑαυτοῖς συμπεριφερόμενοι. 1 Τρία πράγματά με στολίζουν κατά τρόπον ωραίον, και ωραία παρουσιάζομαι ενώπιον Θεού και ανθρώπων. Πρώτον· ομόνοια μεταξύ των αδελφών. Δεύτερον· φιλία μεταξύ των φίλων και των γειτόνων. Τρίτον· καλή συμπεριφορά των συζύγων μεταξύ των. 1 Απὸ τρία πράγματα ἐστολίσθην καὶ ἐσηκώθην παρουσιαζομένη ὡραία ἐνώπιον τὸν Κυρίου καὶ τῶν ἀνθρώπων. Τὰ τρία αὐτὰ εἶναι: Ἡ ὁμόνοια μεταξὺ τῶν ἀδελφῶν, ἡ φιλία μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, οἵτινες εἶναι πλησίον ὁ ἕνας μετὰ τοῦ ἄλλου, καὶ ἡ γυναῖκα καὶ ὁ ἄνδρας, ποὺ ὡς σύζυγοι συμπεριφέρονται καλὰ μεταξύ των.
2 τρία δὲ εἴδη ἐμίσησεν ἡ ψυχή μου καὶ προσώχθισα σφόδρα τῇ ζωῇ αὐτῶν· πτωχὸν ὑπερήφανον, καὶ πλούσιον ψεύστην, γέροντα μοιχὸν ἐλαττούμενον συνέσει. - 2 Τρεις τάξεις ανθρώπων εμίσησεν η ψυχή μου και εδυσφόρησα πάρα πολύ δια την ύπαρξίν των. Πτωχόν υπερήφανον, πλούσιον ψεύστην, και γέροντα μοιχόν, ο οποίος συνεχώς χάνει την ορθοφροσύνην του. 2 Τρία δὲ εἴδη ἀνθρώπων ἐμίσησεν ἡ ψυχή μου μὲ ἠγανάκτησα πάρα πολὺ μὲ τὴν διαγωγὴν καὶ τὸν τρόπον τῆς ζωῆς των: Τὸν πτωχὸν ὑπερήφανον δηλαδὴ τὸν πλούσιον, ὁ ὁποῖος ψεύδεται, καὶ τὸν γέροντα, ὁ ὁποῖος παρὰ τὴν ἡλικίαν του εἶναι μοιχὸς καὶ στερεῖται συνέσεως.
3 ᾿Εν νεότητι οὐ συναγήοχας, καὶ πῶς ἂν εὕροις ἐν τῷ γήρᾳ σου; 3 Εφ' όσον κατά την νεότητά σου δεν απεθησαύρισες σοφίαν και σύνεσιν, πως θα την έχης κατά τα γηρατεία σου; 3 Κατὰ τὴν νεότητά σου, ὡ ἀσύνετε γέρον, δὲν συνήγαγες καὶ δὲν ἐμάζευσες σοφίαν, καὶ πῶς θὰ ἦτα δυνατὸν να εὕρῃς αὐτὴν εἰς τὰ γηρατεῖα σου;
4 ὡς ὡραῖον πολιαῖς κρίσις καὶ πρεσβυτέροις ἐπιγνῶναι βουλήν. 4 Ποσον ωραίον είναι δια κεφαλάς, που έχουν κάτασπρα μαλλιά, η ορθοφροσύνη, και δια τους πρεσβυτέρους κατά την ηλικίαν να γνωρίζουν και να δίδουν καλάς συμβουλάς! 4 Πόσον ὡραία καὶ πόσον ἁρμόζει εἰς τὰς λευκὰς τρίχας τοῦ γέροντος ἡ συνετὴ κρίσις καὶ εἰς τοὺς πρεσβυτέρους κατὰ τὴν ἡλικίαν τὸ νὰ γνωρίζουν, ὅπως παρέχουν καλὰς συμβουλάς!
5 ὡς ὡραία γερόντων σοφία καὶ δεδοξασμένοις διανόημα καὶ βουλή. 5 Ποσον ωραία και ταιριαστή είναι η σοφία δια τους γέροντας, εις δε τους μεγάλους και δοξασμένους επί της γης η ορθή σκέψις και συμβουλή! 5 Πόσον ὡραία εἶναι ἡ σοφία καὶ σύνεσις τῶν γερόντων καὶ πόσον ἁρμόζει εἰς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι διὰ τὴν ἡλικίαν καὶ θέσιν των ἀπολαμβάνουν τὸν σεβασμόν μας καὶ τιμῶνται παρ’ ἡμῶν, νὰ ἔχουν σκέψεις καλὰς καὶ νὰ δίδουν συμβουλὰς ὀρθάς!
6 στέφανος γερόντων πολυπειρία, καὶ τὸ καύχημα αὐτῶν φόβος Κυρίου. - 6 Ωραίος ταιριαστός στέφανος εις την κεφαλήν των γερόντων είναι η πλουσία υγιής πείρα καύχημά των δε η ευλάβεια προς τον Κυριον. 6 Στέφανος λαμπρὸς ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τῶν γερόντων εἶναι ἡ μεγάλη πεῖρα των καὶ τὸ καύχημά των εἶναι ὁ φόβος τοῦ Κυρίου καὶ ἡ ἐξ αὐτοῦ ἀρετή των.
7 ᾿Εννέα ὑπονοήματα ἐμακάρισα ἐν καρδίᾳ καὶ τὸ δέκατον ἐρῶ ἐπὶ γλώσσης· ἄνθρωπος εὐφραινόμενος ἐπὶ τέκνοις, ζῶν καὶ βλέπων ἐπὶ πτώσει ἐχθρῶν· 7 Εννέα τάξεις εμακάρισα με όλην μου την καρδίαν. Και την δεκάτην τάξιν θα την διακηρύξω με τους λόγους μου. Πρώτον, άνθρωπον ο οποίος ευφραίνεται δια τα καλά του παιδιά. Δεύτερον, εκείνον που ζη και βλέπει την καταστροφήν των εχθρών του. 7 Ἐννέα πράγματα ἔβαλα μὲ τὸν νοῦν μου καὶ τὰ ἐμακάρισα μέσα εἰς τὴν καρδία μου, καὶ τὸ δέκατον θὰ τὸ εἴπω μὲ τὴν γλῶσσαν μου φανερά: Πρῶτον, εὐτυχὴς εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος εὐφραίνεται καὶ εἶναι εὐχαριστημένος ἀπὸ τὰ παιδιά του· δεύτερον, εὐτυχὴς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ζῇ ἀρκετὰ ἔτη, διὰ νὰ ἴδῃ τὴν πτῶσιν τῶν ἐχθρῶν του.
8 μακάριος ὁ συνοικῶν γυναικὶ συνετῇ, καὶ ὃς ἐν γλώσσῃ οὐκ ὠλίσθησε, καὶ ὃς οὐκ ἐδούλευσεν ἀναξίῳ αὐτοῦ· 8 Τρίτον, ευτυχή εκείνον, ο οποίος συνοικεί με συνετήν και σώφρονα σύζυγον. Τέταρτον, εκείνον ο οποίος δεν εξολισθαίνει εις αμαρτήματα γλώσσης. Πέμπτον, εκείνον που δεν υπηρέτησεν ως προϊστάμενον κατώτερόν του. 8 Τρίτον, μακάριος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ συγκατοικεῖ καὶ συζῇ μὲ γυναῖκα συνετήν· τέταρτον, ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἐγλίστρησεν εἰς παρεκτροπήν τινα μὲ τὴν γλῶσσαν του· καὶ πέμπτον, ἐκεῖνος ποὺ δὲν ὑπῆρξε δοῦλος εἰς κατώτερόν του καὶ ἀνάξιον αὐτοῦ.
9 μακάριος ὃς εὗρε φρόνησιν, καὶ ὁ διηγούμενος εἰς ὦτα ἀκουόντων· 9 Μακάριος εκείνος, ο οποίος εύρε και απέκτησε σύνεσιν, εκείνος ο οποίος διδάσκει εις ανθρώπους, οι οποίοι τον ακούουν με προθυμίαν. 9 Μακάριος (ἕκτον) εἶναι καὶ ἐκεῖνος, ποὺ ἐζήτησε καὶ εὗρε σύνεσιν, καθὼς καὶ ἐκεῖνος (ἕβδομον), ὁ ὁποῖος διδάσκει εἰς αὐτιὰ πρόθυμα νὰ τὸν ἀκούουν καὶ νὰ συμμορφοῦνται πρὸς τὰ ἀκουόμενα.
10 ὡς μέγας ὁ εὑρὼν σοφίαν· ἀλλ᾿ οὐκ ἔστιν ὑπὲρ τὸν φοβούμενον τὸν Κύριον· 10 Ποσον μέγας είναι εκείνος, ο οποίος ευρήκε και απέκτησε σοφίαν! Αυτός όμως παρ' όλην την σοφίαν του δεν είναι ανώτερος από εκείνον, ο οποίος φοβείται τον Κοριον. 10 Πόσον μεγάλος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ εὗρε καὶ ἀπέκτησε σοφίαν θεωρητικὴν καὶ γνώσεις πολλὰς (ὄγδοον)· πλὴν ὅμως δὲν εἶναι οὗτος ἀνώτερος ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ φοβεῖται τὸν Θεόν.
11 φόβος Κυρίου ὑπὲρ πᾶν ὑπερέβαλεν, ὁ κρατῶν αὐτοῦ τίνι ὁμοιωθήσεται; 11 Ο φόβος του Κυρίου είναι ανώτερος από κάθε τι· και προς ποίον θα παρομοιάσωμεν εκείνον, που έχει και κρατεί μέσα του αυτόν τον φόβον; 11 Ὁ φόβος τοῦ Κυρίου ὑπερέχει καὶ εἶναι πάρα πάνω ἀπὸ ὅλα· πρὸς τίνα θὰ ὁμοιωθῇ καὶ θὰ συγκριθῇ ἐκεῖνος, ποὺ τὸν ἔχει ἀποκτήσει καὶ τὸν κρατεῖ σφιγκτά;
12 [φόβος Κυρίου ἀρχὴ ἀγαπήσεως αὐτοῦ, πίστις δὲ ἀρχὴ κολλήσεως αὐτοῦ]. 12 Ο φόβος του Κυρίου είναι η αρχή και η προϋπόθεσις της αγάπης μας προς αυτόν, η δε πίστις μας είναι η αρχή της προσκολλήσεώς μας εις αυτόν. 12 Ὁ φόβος τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς ἀγάπης μας πρὸς Αὐτόν, ἡ πίστις δὲ πρὸς τὸν Κύριον εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς προσκολλήσεως καὶ ἀφοσιώσεώς μας πρὸς Αὐτόν.
13 Πᾶσαν πληγὴν καὶ μὴ πληγὴν καρδίας, καὶ πᾶσαν πονηρίαν καὶ μὴ πονηρίαν γυναικός· 13 Καθε άλλην πληγήν την υπομένει κανείς, οχι όμως και την πληγήν της καρδίας. Καθε άλλην πονηρίαν την υπομένει, οχι όμως και την πονηρίαν της γυναικός. 13 Δός μου οἱανδήποτε πληγήν, ὄχι ὅμως καὶ τὴν πληγὴν τῆς καρδίας· καὶ πᾶσαν κακίαν τὴν ὑποφέρω, ὄχι ὅμως καὶ τὴν κακίαν καὶ πονηρίαν τῆς γυναικός.
14 πᾶσαν ἐπαγωγὴν καὶ μὴ ἐπαγωγὴν μισούντων, καὶ πᾶσαν ἐκδίκησιν καὶ μὴ ἐκδίκησιν ἐχθρῶν. 14 Καθε συμφοράν την υπομένω, πλην συμφοράς προερχομένης από εκείνους, που με μισούν, όπως και κάθε εκδίκησιν και μη εκδίκησιν, προερχομένην από εχθρούς. 14 Κάθε συμφορὰν τὴν ὑποφέρω, ὄχι ὅμως συμφορὰν καὶ κατατρεγμὸν ἀπὸ ἐκείνους ποὺ μὲ μισοῦν καὶ κάθε ἐκδίκησιν τὴν δέχομαι, ὄχι ὅμως καὶ ἐκδίκησιν ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς μου.
15 οὐκ ἔστι κεφαλὴ ὑπὲρ κεφαλὴν ὄφεως, καὶ οὐκ ἔστι θυμὸς ὑπὲρ θυμὸν ἐχθροῦ. 15 Δεν υπάρχει περισσότερον κακή και επικίνδυνος κεφαλή από την δηλητηριώδη κεφαλήν του όφεως· και δεν υπάρχει χειρότερος θυμός από τον θυμόν του εχθρού. 15 Δὲν ὑπάρχει κεφαλὴ περισσότερον ἐπικίνδυνος ἀπὸ τὴν κεφαλὴν τοῦ ὄφεως, καὶ δὲν ὑπάρχει θυμὸς χειρότερος ἀπὸ τὸν θυμὸν τοῦ ἔχθροῦ.
16 συνοικῆσαι λέοντι καὶ δράκοντι εὐδοκήσω ἢ ἐνοικῆσαι μετὰ γυναικὸς πονηρᾶς. 16 Προτιμώ να συνοικήσω με λέοντα και δράκοντα, παρά να συγκατοικώ με κακήν γυναίκα. 16 Θὰ προτιμήσω εὐχαρίστως νὰ συγκατοικήσω μὲ λέοντα καὶ μὲ δράκοντα, παρὰ νὰ συνοικῶ μὲ κακὴν καὶ διεστραμμένην γυναῖκα.
17 πονηρία γυναικὸς ἀλλοιοῖ τὴν ὅρασιν αὐτῆς καὶ σκοτοῖ τὸ πρόσωπον αὐτῆς ὡς ἄρκος. 17 Η κακία της γυναικός αλλοιώνει την εμφάνισίν της γενικώς· κάμνει σκοτεινόν το πρόσωπόν της, ωσάν το πρόσωπον της άρκτου. 17 Ἡ κακία τῆς γυναικὸς ἀλλοιώνει τὴν ματιὰν καὶ τὴν ἔκφρασιν τοῦ προσώπου της καὶ καθιστᾷ σκυθρωπὸν καὶ σκοτεινὸν τὸ πρόσωπόν της σὰν τῆς ἀρκούδας.
18 ἀνὰ μέσον τοῦ πλησίον αὐτοῦ ἀναπεσεῖται ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, καὶ ἀκούσας ἀνεστέναξε πικρά. 18 Ο σύζυγός της θα καθίση εν ανέσει ανάμεσα στους φίλους του, όταν όμως ακουση δι' αυτήν θα αναστενάξη με μεγάλην πικρίαν. 18 Ὁ σύζυγός της θὰ παρακαθήσῃ εἰς τράπεζαν ἀνάμεσα εἰς τοὺς πλησίον καὶ φίλους του, καὶ ὅταν τοὺς ἀκούσῃ νὰ ὁμιλοῦν περὶ αὐτῆς, θὰ ἀναστενάξῃ μὲ πολλὴν πικρίαν.
19 μικρὰ πᾶσα κακία πρὸς κακίαν γυναικός, κλῆρος ἁμαρτωλοῦ ἐπιπέσοι αὐτῇ. 19 Καθε άλλη κακία είναι μικρά εμπρός εις την κακίαν της γυναικός. Ως κακόν μερίδιον ας πέση επάνω της κλήρος και κατάντημα αμαρτωλού. 19 Οἱαδήποτε κακία εἶναι μικρὰ ἐμπρὸς εἰς τὴν κακίαν τῆς διεστραμμένης γυναικός· εἴθε ἡ κληρονομία καὶ ἡ τιμωρία τοῦ ἁμαρτωλοῦ νὰ ἐπιπέσῃ ἐπ’ αὐτήν.
20 ἀνάβασις ἀμμώδης ἐν ποσὶ πρεσβυτέρου, οὕτως γυνὴ γλωσσώδης ἀνδρὶ ἡσύχῳ. 20 Ο,τι είναι η αμμουδερή ανωφέρεια δια τα πόδια του γέροντος, έτσι είναι και η γλωσσώδης γυνή δια τον φιλήσυχον άνδρα της. 20 Ὅπως μία ἀνωφέρεια ἀπὸ ἄμμον εἶναι δύσκολος εἰς τὰ πόδια γέροντος, ἔτσι ἐνοχλητικὴ καὶ δυσβάστακτος εἶναι γυναῖκα φλύαρος καὶ γλωσσοῦ εἰς ἄνδρα ἥσυχον.
21 μὴ προσπέσῃς ἐπὶ κάλλος γυναικὸς καὶ γυναῖκα μὴ ἐπιποθήσῃς. 21 Μη παρασυρθής από το κάλλος της γυναικός. Καμμίαν γυναίκα ας μη επιθυμήσης μετά πόθου. 21 Μὴ παρασυρθῇς ἀπὸ κάλλος γυναικὸς καὶ μὲ ἐπιθυμίαν ἁμαρτωλὴν μὴ ποθήσῃς γυναῖκα.
22 ὀργὴ καὶ ἀναίδεια καὶ αἰσχύνη μεγάλη γυνὴ ἐὰν ἐπιχορηγῇ τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς. 22 Είναι κάτι το εξοργιστικόν, το αναιδές, το εξευτελιστικόν, η γυνή να επιχορηγή και διατρέφη τον άνδρα της. 22 Ἐξοργιστικον εἶναι καὶ ἀναίδεια καὶ καταισχύνη μεγάλη δι’ ἕνα ἄνδρα, ἐὰν ἡ γυναῖκα του διατρέφῃ αὐτόν.
23 καρδία ταπεινὴ καὶ πρόσωπον σκυθρωπὸν καὶ πληγὴ καρδίας γυνὴ πονηρά· χεῖρες παρειμέναι καὶ γόνατα παραλελυμένα ἥτις οὐ μακαριεῖ τὸν ἄνδρα αὐτῆς. 23 Γυνή με χυδαίαν ψυχήν, με σκυθρωπόν το πρόσωπον και με πικραμμένην καρδίαν, είναι κακή σύζυγος. Χείρες συζύγου αδρανείς και γόνατα παραλελυμένα δεν είναι δυνατόν να κάμουν ευτυχισμένον τον σύζυγόν της. 23 Καρδίαν καταπεσμένην καὶ ἀπογοητευμένην καὶ πρόσωπον σκυθρωπὸν καὶ πληγὴν καρδίας δημιουργεῖ πολὺ κακὴ γυναῖκα καὶ σύζυγος. Χέρια δεμένα καὶ ἀδρανῆ καὶ γόνατα παραλυμένα ἔχει ἡ ἀργοκίνητη σύζυγος, ἡ ὁποῖα δὲν θὰ κάμῃ τὸν ἄνδρα της εὐτυχῆ.
24 ἀπὸ γυναικὸς ἀρχὴ ἁμαρτίας, καὶ δι᾿ αὐτὴν ἀποθνήσκομεν πάντες. 24 Από την γυναίκα, από την Εύαν, ήλθεν η αρχή της αμαρτίας, και εξ αιτίας αυτής αποθνήσκομεν όλοι. 24 Ἀπὸ τὴν γυναῖκα ἔγινε ἡ ἀρχὴ τῆς ἁμαρτίας καὶ ἐξ αἰτίας αὐτῆς πεθαίνομεν ὅλοι.
25 μὴ δῷς ὕδατι διέξοδον μηδὲ γυναικὶ πονηρᾷ ἐξουσίαν. 25 Μη δίδης ελευθέραν ροήν στο ύδωρ, ούτε εξουσίαν εις κακήν γυναίκα. 25 Μὴ δώσῃς εἰς τὸ νερὸ διέξοδον καὶ ὀπὴν ἐλευθέρας ἐξόδου, διότι θὰ χαθῇ διαρρέον, μήτε εἰς γυναῖκα κακὴν καὶ διεστραμμένην νὰ δώσῃς ἐλευθερίαν νὰ ὁμιλῇ.
26 εἰ μὴ πορεύεται κατὰ χεῖρά σου, ἀπὸ τῶν σαρκῶν σου ἀπότεμε αὐτήν. 26 Εάν η γυναίκα σου δεν σε ακολουθή και δεν σε υπακούη, απόκοψέ την από το σπίτι σου με διαζύγιον. 26 Ἐὰν δὲν φέρεται αὕτη σύμφωνα μὲ τὴν ἐξουσίαν σου καὶ ὅπως σὺ τὴν κατευθύνεις, ἀπόκοψέ την ἀπὸ τὴν σάρκα σου καὶ διαζεύχθητι αὐτήν.