Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:15
Δύση: 18:46
Σελ. 20 ημ.
89-277
16ος χρόνος, 5886η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΣΟΦΙΑ ΣΕΙΡΑΧ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19 (ΙΘ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΕΡΓΑΤΗΣ μέθυσος οὐ πλουτισθήσεται· ὁ ἐξουθενῶν τὰ ὀλίγα κατὰ μικρὸν πεσεῖται. 1 Μέθυσος εργάτης ποτέ δεν θα πλουτήση. Εκείνος δέ, ο οποίος καταφρονε και δεν προσέχει τα ολίγα, θα περιπέση ολίγον κατ' ολίγον εις πτωχείαν. 1 Εργάτης ποὺ πίνει καὶ μεθᾷ, δὲν θὰ γίνῃ ποτὲ πλούσιος, καὶ ἐκεῖνος ποὺ περιφρονεῖ τὰ ὀλίγα καὶ δὲν δίδει σημασίαν εἰς τὰς μικροδαπάνας, σιγά - σιγὰ θὰ πέσῃ ἔξω οἰκονομικῶς.
2 οἶνος καὶ γυναῖκες ἀποστήσουσι συνετούς, καὶ ὁ κολλώμενος πόρναις τολμηρότερος ἔσται· 2 Το κρασί και αι γυναίκες απομακρύνουν από τον Θεόν και αυτούς ακόμη τους φρόνιμους ανθρώπους. Εκείνος που προσκολλάται εις τας πόρνας, γίνεται θρασύς και αναιδής. 2 Ὁ οἶνος καὶ αἱ ἀνήθικοι γυναῖκες ἀσφαλῶς θ’ ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ἀνθρώπους συνετούς· αὐτὸς δὲ ποὺ προσκολλᾶται εἰς πόρνας, θὰ γίνῃ περισσότερον ἀσύστολος καὶ αὐθάδης.
3 σῆτες καὶ σκώληκες κληρονομήσουσιν αὐτόν, καὶ ψυχὴ τολμηρὰ ἐξαρθήσεται. 3 Οι μεν θα γίνουν τροφή εις τα σαράκια και τα σκουλήκια, ο δε θρασύς και αναιδής θα χάση την ψυχήν του. 3 Σκόροι καὶ σκουλήκια θὰ τὸν κληρονομήσουν καὶ θὰ τὸν καταφάγουν, ψυχὴ δὲ ἀδιάντροπος καὶ ἀσύστολος θὰ σηκωθῇ ἀπὸ τὴν μέσην καὶ θὰ ἐξαφανισθῇ.
4 ῾Ο ταχὺ ἐμπιστεύων κοῦφος καρδίᾳ, καὶ ὁ ἁμαρτάνων εἰς ψυχὴν αὐτοῦ πλημμελήσει. 4 Εκείνος που δίδει αμέσως εμπιστοσύνην εις όλους και εις όλα είναι ελαφρόμυαλος, και εκείνος που αμαρτάνει, κάμνει κακόν εις την ψυχήν του. 4 Ἐκεῖνος ποὺ εὔκολα καὶ ἀμέσως δίδει ἐμπιστοσύνην, εἶναι ἐπιπόλαιος καὶ ἐλαφρὸς κατὰ τὴν διάνοιαν· αὐτὸς δὲ ποὺ συνεχῶς ἁμαρτάνει, πταίει καὶ δημιουργεῖ τρομερὰς συνεπείας εἰς τὴν ψυχὴν του.
5 ὁ εὐφραινόμενος καρδίᾳ καταγνωσθήσεται, 5 Εκείνος που προσπαθεί να ευφραίνη την καρδίαν του με ασωτίας, θα κατακριθή. 5 Ἐκεῖνος ποὺ αἰσθάνεται εὐχαρίστησιν καὶ χαρὰν εἰς τὴν καρδίαν του διὰ τὸ κακὸν καὶ τὴν ἁμαρτίαν, θὰ καταδικασθῇ καὶ θὰ κατακριθῇ ἀπὸ τὸν Θεόν·
6 καὶ ὁ μισῶν λαλιὰν ἐλαττονοῦται κακίᾳ. 6 Εκείνος που μισεί και αποστρέφεται την φλυαρίαν, θα αποφύγη πολλάς πτώσεις. 6 καὶ ἐκεῖνος ποὺ μισεῖ τὴν πολυλογίαν καὶ φλυαρίαν, ὀλιγοστεύει τὰς ἁμαρτίας καὶ πτώσεις του.
7 μηδέποτε δευτερώσῃς λόγον, καὶ οὐθέν σοι οὐ μὴ ἐλαττονωθῇ. 7 Μη περιφέρης εδώ και εκεί λόγον, που έχεις ακούσει, και έτσι δεν θα χάσης τίποτε. 7 Μὴ ἐπαναλάβῃς ποτὲ ἀπερισκέπτως λόγον καὶ φλυαρίαν ἄλλου, καὶ δὲν θὰ ζημιωθῇς οὔτε θὰ χάσῃς τίποτε.
8 ἐν φίλῳ καὶ ἐν ἐχθρῷ μὴ διηγοῦ, καὶ εἰ μή ἔστι σοι ἁμαρτία, μὴ ἀποκάλυπτε· 8 Ούτε στον φίλον ούτε στον εχθρόν σου να επαναλαμβάνης αδιακρίτως όσα ήκουσες. Μη φανερώνης όσα ήκουσες, έκτος εάν η απόκρυψίς των καταλογισθή εις σε ως αμαρτία. 8 Οὔτε ἐνώπιον φίλου οὕτε ἐνώπιον ἐχθροῦ μὴ ἀφηγῆσαι τὸν λόγον καὶ τὴν φλυαρίαν αὐτὴν καὶ ἐὰν δὲν πρόκειται διὰ τῆς ἀποκρύψεως νὰ ἁμαρτήσῃς, μὴ φανερώσῃς ταύτην.
9 ἀκήκοε γάρ σου καὶ ἐφυλάξατό σε, καὶ ἐν καιρῷ μισήσει σε. 9 Διότι ο εχθρός σου ήκουσε λόγιά σου, τα εφύλαξε μέσα του και στον κατάλληλον δι' εκείνον χρόνον θα εκδηλώση εναντίον σου το μίσος του. 9 Ἔσο ἐχέμυθος, διότι ὁ ἄλλος θὰ σὲ ἀκούσῃ καὶ θὰ φυλάξῃ ὅ,τι εἶπες, καὶ εἰς τὸν κατάλληλον καιρὸν θὰ ἐκδηλώσῃ τὸ μῖσος του πρὸς σέ.
10 ἀκήκοας λόγον, συναποθανέτω σοι· θάρσει, οὐ μή σε ρήξει. 10 Ηκουσες κάποιο μυστικόν, ας αποθάνη μαζή σου. Εχε θάρρος και αν το κρατήσης μέσα σου, δεν θα σε κάμη να σκάσης. 10 Ἤκουσες κάποιον λόγον μυστικόν; Ἂς ἀποθάνῃ μαζί σου, χωρὶς νὰ τὸν φανερώσῃς. Ἔχε θάρρος καὶ μὴ φοβῆσαι. Δὲν ὑπάρχει κίνδυνος νὰ σὲ διαρρήξῃ, ἐὰν δὲν τὸν εἴπῃς.
11 ἀπὸ προσώπου λόγου ὠδινήσει μωρὸς ὡς ἀπὸ προσώπου βρέφους ἡ τίκτουσα. 11 Ο μωρός, όταν ακούση έναν λόγον, θέλει να τον εξωτερικεύση ως εάν δσκιμάζη ωδίνας τοκετού, όπως η γυναίκα η οποία πρόκειται να γεννήση βρέφος. 11 Ἐξ αἰτίας λόγου θὰ δοκιμάσῃ πόνους τοκετοῦ μόνον ὁ ἀνόητος καὶ μωρός, ὁ ὁποῖος διὰ νὰ τὸν τηρήσῃ μυστικὸν θὰ πονέσῃ, ὅπως ἐξ αἰτίας τοῦ βρέφους ἡ γυναῖκα, ἡ ὁποία γεννᾷ.
12 βέλος πεπηγὸς ἐν μηρῷ σαρκός, οὕτως λόγος ἐν κοιλίᾳ μωροῦ. 12 Οπως όταν ένα βέλος έχη καρφωθή στον μηρόν του σώματός μας, φέρει πόνον και θέλομεν να το βγάλωμεν, έτσι και ένα μυστικόν, που ήκουσεν ο μωρός και το έχει μέσα του, του φέρει πόνον και θέλει να το εξωτερικεύση. 12 Ὅπως ἓν βέλος καρφωμένον εἰς μηρὸν σώματος προξενεῖ πόνον, ἔτσι καὶ τὸ μυστικὸν προκαλεῖ στενοχώριαν εἰς τὴν καρδίαν τοῦ ἀνοήτου.
13 ῎Ελεγξον φίλον, μήποτε οὐκ ἐποίησε, καὶ εἴ τι ἐποίησε, μήποτε προσθῇ. 13 Καμε παρατήρησιν στον φίλον σου δια σφάλμα, δια το οποίον κατηγορείται και το οποίον ενδέχεται να μη διέπραξε. Και εάν περιέπεσεν εις κάποιο σφάλμα, πάλιν κάμε του υπόδειξιν, δια να μη το επαναλάβη και προσθέση νέον σφάλμα στο παλαιόν. 13 Ἐπίπληξε τὸν φίλον σου μὲ ἐπιφύλαξιν, μήπως δὲν ἔκαμε τὸ κακόν, διὰ τὸ ὁποῖον τὸν παρατηρεῖς· καὶ ἐὰν τὸ ἔπραξε, πρότρεψε καὶ συμβούλευσέ τον, διὰ νὰ μὴ τὸ ἐπαναλάβῃ.
14 ἔλεγξον τὸν πλησίον, μήποτε οὐκ εἶπε, καὶ εἰ εἴρηκεν, ἵνα μὴ δευτερώσῃ. 14 Καμε παρατήρησιν στον πλησίον σου δια λόγια, που κατηγορείται ότι τα είπε, διότι ενδεχομένως δεν τα έχει είπει. Και εάν κάτι το εσφαλμένον έχη πει, κάμε του παρατήρησιν, δια να μη το επαναλαβη. 14 Ἔλεγξε τὸν φίλον σου μὲ λεπτότητα, μήπως δὲν εἶπε τὸν ἄτοπον λόγον, διὰ τὸν ὁποῖον τὸν ἐλέγχεις· καὶ ἐὰν τὸν εἶπε, συμβούλευσέ τον νὰ μὴ τὸν ἐπαναλάβῃ.
15 ἔλεγξον φίλον, πολλάκις γὰρ γίνεται διαβολή, καὶ μὴ παντὶ λόγῳ πίστευε. 15 Καμε παρατήρησιν, ζήτησε εξήγησιν από τον φίλον σου δια κατηγορίαν εκσφενδονισθείσαν εναντίον του, διότι πολλές φορές υπάρχουν και συκοψαντίαι, και μη δίδης εμπιστοσύνην εις κάθε λόγον κατηγορίας. 15 Ἐξέτασε καὶ ἐρώτησε τὸν φίλον σου καὶ συνεξηγήσου μαζί του, διότι πολλάκις γίνεται διαβολὴ καὶ συκοφαντία, καὶ δι’ αὐτὸ μὴ πιστεύῃς εἰς τὸν καθένα.
16 ἔστιν ὀλισθαίνων καὶ οὐκ ἀπὸ ψυχῆς, καὶ τίς οὐχ ἡμάρτησεν ἐν τῇ γλώσσῃ αὐτοῦ; 16 Υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι ξεγλυστρούν προς το κακόν, χωρίς να έχουν κακήν πρόθεσιν, αλλά από συναρπαγήν. Και ποιός άνθρωπος ημπορεί να ισχυρισθή, ότι δεν έχει αμαρτήσει με τα λόγια του; 16 Ὑπάρχει ἄνθρωπος, ποὺ γλιστρᾷ εἰς λόγον ἄτοπον οὐχὶ ἐσκεμμένως καὶ μὲ τὴν καρδίαν του. Καὶ ποῖος δὲν ἡμάρτησε μὲ τὴν γλῶσσαν του ποτέ;
17 ἔλεγξον τὸν πλησίον σου πρὶν ἢ ἀπειλῆσαι, καὶ δὸς τόπον νόμῳ ῾Υψίστου. [γινόμενος ἄμηνις. 17 Ελεγξε τον φίλον σου πριν απειλαί και κίνδυνοι τον περιστοιχίσουν και άφησε να ενεργήση εις την καρδίαν του ο Νομος του Υψίστου. Συ όμως πρέπει να παραμείνης αόργητος. 17 Ἔλεγξε λοιπὸν τὸν φίλον σου μὲ πραότητα, προτοῦ φθάσῃς εἰς τὸ σημεῖον νὰ τὸν ἀπειλήσῃς καὶ τὸν ἐπιτιμήσῃς μὲ αὐστηρότητα· καὶ ἔτσι δῶσε τόπον καὶ εὐκαιρίαν εἰς τὸν Νόμον τοῦ Ὑψίστου, ἵνα ἐπιδράσῃ ἐπ’ αὐτοῦ διὰ τοῦ φόβου του.
18 φόβος Κυρίου ἀρχὴ προσλήψεως, σοφία δὲ παρ' αὐτοῦ ἀγάπησιν περιποιεῖ. 18 Ο φόβος του Κυρίου είναι η αρχή και η αιτία της συνάψεως ειλικρινούς φιλίας. Η δε σοφία, απορρέουσα από τον Θεόν, εμπνέει αγάπην προς τον φίλον. 18 Ὁ φόβος τοῦ Κυρίου εἶναι ἀρχὴ καὶ βάσις τῆς προσελκύσεως καὶ προσλήψεως φίλων ἡ δὲ παρὰ τοῦ Θεοῦ Σοφία καὶ σύνεσις καθιστᾷ τὸν ἔχοντα αὐτὴν ἀξιαγάπητον.
19 γνῶσις ἐντολῶν Κυρίου παιδεία ζωῆς, οἱ δὲ ποιοῦντες τὰ ἀρεστὰ αὐτῷ ἀθανασίας δένδρον καρποῦνται]. 19 Η γνώσις των εντολών του Κυρίου είναι αληθινή μόρφωσις δια την ζωήν. Οσοι δε πράττουν τα ευάρεστα εις αυτόν, απολαμβάνουν τους καρπούς του δένδρου της αθανασίας. 19 Ἡ γνῶσις τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου εἶναι μόρφωσις, ποὺ ὁδηγεῖ εἰς τὴν πραγματικὴν ζωήν, ὅσοι δὲ πράττουν τὰ ἀρεστὰ εἰς τὸν Θεόν, τρώγουν τοὺς καρποὺς τοῦ δένδρου τῆς ἀθανασίας.
20 Πᾶσα σοφία φόβος Κυρίου, καὶ ἐν πάσῃ σοφίᾳ ποίησις νόμου· [καὶ γνῶσις τῆς παντοδυναμίας αὐτοῦ. 20 Καθε πραγματική σοφία χαρακτηρίζεται και διαποτίζεται από την ευλάβειαν προς τον Κυριον. Εις την αληθινήν σοφίαν ακολουθεί και υπάρχει πάντοτε η τήρησις του θείου Νομου και η γνώσις της παντοδυναμίας του Θεού. 20 Ὁ φόβος τοῦ Κυρίου εἶναι ὅλη ἡ Σοφία, καὶ ὅπου ὑπάρχει ὅλη ἡ Σοφία, ἐκεῖ ὑπάρχει καὶ ἡ τήρησις καὶ ἐφαρμογὴ τοῦ θείου Νόμου καὶ ἡ ὁδηγοῦσα εἰς αὐτὴν συναίσθησις τῆς παντοδυναμίας τοῦ Θεοῦ.
21 οἰκέτης λέγων τῷ δεσπότῃ· ὡς ἀρέσκει οὐ ποιήσω, ἐὰν μετὰ ταῦτα ποιήσῃ, παροργίζει τὸν τρέφοντα αὐτόν]. 21 Δούλος, ο οποίος λέγει στον δεσπότην του· “δεν θα κάμω αυτό που αρέσει εις σέ”, έστω και εάν κατόπιν μεταμεληθή και εκτελέση την εντολήν, που έλαβε, εξοργίζει οπωσδήποτε τον τροφοδότην κύριόν του. 21 Ὁ δοῦλος, ὁ ὁποῖος λέγει εἰς τὸν κύριόν του· δὲν θὰ κάμω, ὅπως σοῦ ἀρέσει, ἔστω καὶ ἂν μετὰ ταῦτα μετανοήσας ποιήσῃ τὸ διαταχθέν, παροργίζει τὸν κύριον ποὺ τὸν διατρέφει.
22 καὶ οὐκ ἔστι σοφία πονηρίας ἐπιστήμη, καὶ οὐκ ἔστιν ὅπου βουλὴ ἁμαρτωλῶν φρόνησις. 22 Η σοφία δεν είναι επιστήμη της κακίας. Η δε συνεσις δεν υπάρχει εις τας σκέψεις και τας συμβουλάς των αμαρτωλών. 22 Ἡ ἐπιστήμη καὶ γνῶσις τῆς πονηρίας καὶ κακίας δὲν εἶναι πραγματικὴ Σοφία· καὶ ὅπου συμβούλια καὶ σύσκεψις ἁμαρτωλῶν, δὲν ὑπάρχει σύνεσις καὶ φρονιμάδα.
23 ἔστι πονηρία καὶ αὕτη βδέλυγμα, καὶ ἔστιν ἄφρων ἐλαττούμενος σοφίᾳ. 23 Υπάρχει γνώσις και πράξις πονηρά· αυτή όμως είναι βδελυρά ενώπιον του Κυρίου. Υπάρχει όμως και άφρων, ανόητος, καθυστερημένος εις νόησιν και γνώσιν. 23 Ὑπάρχει πονηρὰ ἱκανότης καὶ εὐφυΐα καὶ εἶναι αὕτη βδέλυγμα καὶ μυσαρὰ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, εἶναι δὲ ἄνθρωπος ἄφρων ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος στερεῖται τῆς ἀληθοῦς σοφίας καὶ συνέσεως.
24 κρείττων ἡττώμενος ἐν συνέσει ἔμφοβος ἢ περισσεύων ἐν φρονήσει καὶ παραβαίνων νόμον. 24 Προτιμότερος είναι εκείνος, που υπολείπεται εις σοφίαν αλλ' έχει φόβον Θεού, από τον άλλον, ο οποίος είναι πλούσιος εις σοφίαν, παραβαίνει όμως τον νόμον του Κυρίου. 24 Εἶναι καλύτερος καὶ ἀξίζει περισσότερον ἐκεῖνος, ποὺ δὲν ἔχει εὐφυΐαν, κατέχεται ὅμως ἀπὸ τὸν θεῖον φόβον, παρὰ ἐκεῖνος ποὺ περισσεύει εἰς ἐξυπνάδαν καὶ παραβαίνει τὸν Νόμον τοῦ Θεοῦ.
25 ἔστι πανουργία ἀκριβὴς καὶ αὕτη ἄδικος, καὶ ἔστι διαστρέφων χάριν τοῦ ἐκφᾶναι κρίμα. 25 Υπάρχουν ικανότητες και δραστηριότητες αξιόλογοι, οδηγούν όμως εις την αδικίαν. Υπάρχουν δε και άλλοι, οι οποίοι, δια να υποστηρίξουν και επιτύχουν το ζήτημα των, καταφεύγουν εις την διαστροφήν της αληθείας και την απάτην. 25 Ὑπάρχει εὐφυΐα εὔστροφος καὶ μεγάλη, καὶ ὅμως αὐτὴ εἶναι ἄδικος, χρησιμοποιουμένη εἰς τὸ κακόν· καὶ ὑπάρχει ἄνθρωπος ποὺ διαστρέφει τὴν ἀλήθειαν καὶ τὸ δίκαιον, διὰ νὰ κερδίσῃ τὴν δίκην.
26 ἔστι πονηρευόμενος συγκεκυφὼς μελανίᾳ, καὶ τὰ ἐντὸς αὐτοῦ πλήρης δόλου· 26 Υπάρχουν πονηροί, που βαδίζουν με σκυμμένο το κεφάλι και σκυθρωπόν το πρόσωπον, δήθεν από λύπην, ενώ το εσωτερικόν των είναι γεμάτον δολιότητας. 26 Ὑπάρχει ἄνθρωπος γεμᾶτος πονηρίαν, σκυμμένος πρὸς τὰ κάτω σὰν ἀπὸ μαυρίλαν καὶ σκυθρωπασμὸν ἐκ βαθείας λύπης, καὶ ὅμως κατὰ τὸ ἐσωτερικὸν αὐτοῦ εἶναι γεμᾶτος δόλον.
27 συγκύφων πρόσωπον καὶ ἑτεροκωφῶν, ὅπου οὐκ ἐπεγνώσθη, προφθάσει σε· 27 Αυτός προχωρεί με σκυμμένο το κεφάλι, προσποιείται ότι δεν ακούει τίποτε και εάν δεν αντιληφθής εγκαίρως την υποκρισίαν και δολιότητά του, θα τρέξη ενωρίτερα από σέ, δια να καταπατήση το δίκαιόν σου. 27 Ἔχων σκυμμένον τὸ πρόσωπον καὶ κρυφακούων μὲ τὸ ἕνα αὐτί, ἐκεῖ ποὺ δὲν θὰ γίνῃ ἀντιληπτὸς καὶ δὲν θὰ καταστῇ γνωστὸς ἀπὸ κανένα, θὰ σὲ προλάβῃ, διὰ νὰ σοῦ κάμῃ κακόν.
28 καὶ ἐὰν ὑπὸ ἐλαττώματος ἰσχύος κωλυθῇ ἁμαρτεῖν, ἐὰν εὕρῃ καιρόν, κακοποιήσει. 28 Και εάν εξ αιτίας κάποιας αδυναμίας του εμποδισθή να πραγματοποιήση το κακόν, που έχει αποφασίσει, όταν εύρη κατάλληλον καιρόν θα το πραγματοποιήση. 28 Καὶ ἐὰν ἀπὸ ἔλλειψιν σωματικῆς δυνάμεως ἐμποδισθῇ νὰ ἁμαρτήσῃ εἰς βάρος σου καὶ νὰ σοῦ κάμῃ κακόν, ὅταν ποτὲ εὕρῃ εὐκαιρίαν, θὰ σὲ κακοποιήσῃ.
29 ἀπὸ ὁράσεως ἐπιγνωσθήσεται ἀνήρ, καὶ ἀπὸ ἀπαντήσεως προσώπου ἐπιγνωσθήσεται νοήμων. 29 Από την εξωτερικήν του εμφάνισιν είναι δυνατόν να γίνη γνωστός ο κακός άνθρωπος και από την έκφρασιν του προσώπου του είναι δυνατόν να γίνη γνωστός ο καλός και συνετός άνθρωπος. 29 Ὁ ἄνθρωπος γνωρίζεται ἀπὸ τὸ βλέμμα του καὶ ἀπὸ τὸ κύτταγμά του, ὁ δὲ μυαλωμένος καὶ ἔξυπνος ἄνθρωπος γίνεται ἀντιληπτὸς ἀπὸ τὴν ἔκφρασιν τοῦ προσώπου του.
30 στολισμὸς ἀνδρὸς καὶ γέλως ὀδόντων καὶ βήματα ἀνθρώπου ἀναγγέλλει τὰ περὶ αὐτοῦ. 30 Η ενδυμασία του ανθρώπου, το γέλιο των χειλέων του και το βάδισμά του διαλαλούν, τι άνθρωπος είναι αυτός. 30 Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖον ἐνδύεται καὶ στολίζεται ἕνας ἄνθρωπος καὶ ὁ θορυβώδης ἢ μετρημένος γέλως τῶν χειλέων του καὶ τὸ σεμνὸν ἢ ἄτακτον βάδισμά του μαρτυροῦν καὶ ἀναγγέλλουν τί εἴδους ἄνθρωπος εἶναι.