Παρασκευή, 11 Οκτωβρίου 2024
Ανατ: 07:31
Δύση: 18:54
Σελ. 9 ημ.
285-81
16ος χρόνος, 6082η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Δ' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 24 (ΚΔ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΕΝ ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ ἀνέβη Ναβουχοδονόσορ βασιλεὺς Βαβυλῶνος καὶ ἐγενήθη αὐτῷ ᾿Ιωακὶμ δοῦλος τρία ἔτη, καὶ ἐπέστρεψε καὶ ἠθέτησεν ἐν αὐτῷ. 1 Κατά την εποχήν εκείνην ο Ναβουχοδονόσορ, ο βασιλεύς της Βαβυλώνος, εξεστράτευσεν εναντίον του βασιλείου του Ιούδα, διότι ο Ιωακίμ, ο υποτεταγμένος εις αυτόν, είχεν μετά τρία έτη αποκηρύξει τον ζυγόν του και εστράφη εναντίον του Ναβουχοδονόσορος. 1 Κατὰ τὴν περίοδον τῆς βασιλείας τοῦ Ἰωακὶμ ὁ Ναβουχοδονόσορ, βασιλιᾶς τῆς Βαβυλῶνος, εἰσέβαλεν εἰς τὸ βασίλειον τοῦ Ἰούδα· καὶ ὁ Ἰωακὶμ ἔγινε ὑποτελής του ἐπὶ τρία χρόνια. Κατόπιν ὅμως ὁ Ἰωακὶμ ἄλλαξε στάσιν ἀπέναντι τοῦ Ναβουχοδονόσορος καὶ ἐπανεστάτησεν ἐνάντίον του.
2 καὶ ἀπέστειλε Κύριος αὐτῷ τοὺς μονοζώνους τῶν Χαλδαίων καὶ τοὺς μονοζώνους Συρίας καὶ τοὺς μονοζώνους Μωὰβ καὶ τοὺς μονοζώνους υἱῶν ᾿Αμὼν καὶ ἐξαπέστειλεν αὐτοὺς ἐν τῇ γῇ ᾿Ιούδα τοῦ κατισχῦσαι κατὰ τὸν λόγον Κυρίου, ὃν ἐλάλησεν ἐν χειρὶ τῶν δούλων αὐτοῦ τῶν προφητῶν. 2 Ο Κυριος έστειλεν εναντίον του Ιωακίμ ληστρικάς ορδάς Χαλδαίων, ληστοσυμμορίας της Συρίας, ληστάς από την χώραν Μωάβ και ληστάς Αμμωνίτας. Εστειλε δε αυτούς ο Κυριος εναντίον του βασιλέως των Ιουδαίων, δια να πραγματοποιηθή ο λόγος, τον οποίον δια μέσου των δούλων του των προφητών είχε προαναγγείλει. 2 Καὶ ὁ Κύριος ἔστειλε πρὸς τιμωρίαν τῶν Ἰουδαίων ἐναντίον τοῦ Ἰωακὶμ ὠπλισμένες συμμορίες ληστῶν Χαλδαίων (Βαβυλωνίων) καὶ Σύρων καὶ Μωαβιτῶν καὶ Ἀμμωνιτῶν· ὅλους αὐτοὺς τοὺς ληστὲς τοὺς ἔστειλεν εἰς τὴν χώραν τῆς Ἰουδαίας διὰ νὰ τὴν καταστρέψουν, σύμφωνα μὲ τὸν λόγον ποὺ προεῖπεν ὁ Κύριος διὰ τῶν δούλων του, τῶν προφητῶν.
3 πλὴν ἐπὶ τὸν θυμὸν Κυρίου ἦν ἐν τῷ ᾿Ιούδᾳ ἀποστῆσαι αὐτὸν ἀπὸ τοῦ προσώπου αὐτοῦ ἐν ἁμαρτίαις Μανασσῆ κατὰ πάντα, ὅσα ἐποίησε. 3 Αιτία των επιδρομών αυτών ήτο η οργή του Κυρίου, ο οποίος είχε λάβει την απόφασιν να απορρίψη από το πρόσωπόν του το βασίλειον του Ιούδα ένεκα των αμαρτιών, τας οποίας είχε διαπράξει ο βασιλεύς Μανασσής. 3 Τοῦτο συνέβη ἀσφαλῶς κατ' ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ὠργίσθη κατὰ τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα καὶ ἀπεφάσισε νὰ τιμωρήσῃ τὸν Ἰουδαϊκον λαὸν καὶ νὰ τὸν ἀπομακρύνῃ ἀπ’ ἐμπρός του καὶ νὰ παύσῃ νὰ τὸν προστατεύῃ, ἕνεκα ὅλων τῶν ἁμαρτιῶν, τὶς ὁποῖες διέπραξεν ὁ βασιλιᾶς Μανασσῆς.
4 καί γε τὸ αἷμα ἀθῷον ἐξέχεε καὶ ἔπλησε τὴν ῾Ιερουσαλὴμ αἵματος ἀθῴου· καὶ οὐκ ἠθέλησε Κύριος ἱλασθῆναι. 4 Διότι ο Μανασσής, έκτος των άλλων ασεβειών, έχυσε τόσον αθώον αίμα, ώστε εγέμισεν η Ιερουσαλήμ. Ο δε Κυριος δεν ηθέλησε να συγχωρήση αυτούς. 4 Καὶ κυρίως διότι ὁ Μανασσῆς ἔχυσεν αἷμα ἀθῶον καὶ διότι ἐγέμισε τὴν Ἱερουσαλὴμ μὲ τὸ ἀθῶον αὐτὸ αἷμα. Ὁ δὲ Κύριος δὲν ἠθέλησε νὰ συγχωρήσῃ τὸν Μανασσῆν δι' αὐτὴν τὴν αἱματοχυσίαν.
5 καὶ τὰ λοιπὰ τῶν λόγων ᾿Ιωακὶμ καὶ πάντα, ὅσα ἐποίησεν, οὐκ ἰδοὺ ταῦτα γεγραμμένα ἐπὶ βιβλίῳ λόγων τῶν ἡμερῶν τοῖς βασιλεῦσιν ᾿Ιούδα; 5 Τα υπόλοιπα από τα έργα του Ιωακίμ, όλα όσα αυτός έπραξεν είναι γραμμένα στο βιβλίον των έργων των βασιλέων του βασιλείου Ιούδα. 5 Τὰ δὲ ὑπόλοιπα ἔργα τοῦ Ἰωακὶμ καὶ ὅλα, ὅσα ἔκαμε, δὲν εἶναι μήπως αὐτὰ γραμμένα εἰς τὸ βιβλίον τῶν «Χρονικῶν (ἢ Ἔργα καὶ Ἡμέραι) τῶν βασιλέων (τοῦ βασιλείου) τοῦ Ἰούδα»;
6 καὶ ἐκοιμήθη ᾿Ιωακὶμ μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ, καὶ ἐβασίλευσεν ᾿Ιωαχὶμ υἱὸς αὐτοῦ ἀντ᾿ αὐτοῦ. 6 Ο Ιωακιμ εκοιμήθη μετά των πατέρων αυτού. Αντί δε αυτού εβασίλευσεν ο υιός του ο Ιωαχίμ. 6 Ἀπέθανε δὲ ὁ Ἰωακὶμ καιπροσετέθη εἰς τοὺς ἀποθαμένους προγόνους του, καὶ ἐβασίλευσεν ὡς διάδοχός του ὁ Ἰωαχίμ, ὁ υἱός του.
7 καὶ οὐ προσέθετο ἔτι βασιλεὺς Αἰγύπτου ἐξελθεῖν ἐκ τῆς γῆς αὐτοῦ, ὅτι ἔλαβε βασιλεὺς Βαβυλῶνος ἀπὸ τοῦ χειμάρρου Αἰγύπτου ἕως τοῦ ποταμοῦ Εὐφράτου πάντα, ὅσα ἦν τοῦ βασιλέως Αἰγύπτου. 7 Ο δε βασιλεύς της Αιγύπτου δεν ετόλμησε να εξέλθη πλέον από την χώραν του, επειδή ο βασιλεύς της Βαβυλώνος κατέκτησε τας χώρας, αι οποίαι υπήρχον από τον χείμαρρον της Αιγύπτου έως τον ποταμόν Ευφράτην, όλα όσα εις την περιοχήν αυτήν ανήκον στον βασιλέα της Αιγύπτου. 7 Καὶ ὁ βασιλιᾶς τῆς Αἰγύπτον (ὁ Φαραὼ Νεχαώ) δὲν ἐπεχείρησε πλέον νὰ βγῇ) μὲ τὸν στρατόν του ἔξω ἀπὸ τὴν χώραν του, διότι ὁ βασιλιᾶς τῆς Βαβυλῶνος κατέλαβε καὶ εἶχεν ὑπὸ τὴν κατοχήν του ὅλην τὴν περιοχὴν ἀπὸ τὸν χείμαρρον τῆς Αἰγύπτου (ἀπὸ τὰ βόρεια τῆς Αἰγύπτου) μέχρι τὸν ποταμὸν Εὐφράτην, ὅλα, ὅσα (εἰς τὴν περιοχὴν ἐκείνην) ἀνῆκαν εἰς τὸν βασιλιᾶ τῆς Αἰγύπτου.
8 Υἱὸς ὀκτωκαίδεκα ἐτῶν ᾿Ιωαχὶμ ἐν τῷ βασιλεύειν αὐτὸν καὶ τρίμηνον ἐβασίλευσεν ἐν ῾Ιερουσαλήμ, καὶ ὄνομα τῇ μητρὶ αὐτοῦ Νέσθα, θυγάτηρ ᾿Ελλαναθὰν ἐξ ῾Ιερουσαλήμ. 8 Ο Ιωαχίμ, όταν ανήλθεν στον βασιλικόν θρόνον, ήτο δεκαοκτώ ετών. Εβασίλευσε δε εις την Ιερουσαλήμ επί ένα μόνον τρίμηνον. Η μητέρα του ωνομάζετο Νέσθα, ήτο δε θυγάτηρ του Ελλαναθάν, ο οποίος κατήγετο από την Ιερουσαλήμ. 8 Ὁ Ἰωαχὶμ ἦταν δεκαοκτὼ ἐτῶν, ὅταν ἔγινε βασιλιᾶς τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα· ἐβασίλευσε δὲ μὲ ἕδραν τὴν Ἱερουσαλὴμ ἐπὶ τρεῖς μῆνες. Ἡ μητέρα του ὠνομάζετο Νέσθα καὶ ἦταν θυγατέρα τοῦ Ἑλλαναθάν, ὁ ὁποῖος κατήγετο ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ.
9 καὶ ἐποίησε τὸ πονηρὸν ἐν ὀφθαλμοῖς Κυρίου κατὰ πάντα, ὅσα ἐποίησεν ὁ πατὴρ αὐτοῦ. 9 Και αυτός έπραξε πονηρά ενώπιον του Κυρίου, όλα όσα είχε διαπράξει και ο πατήρ του. 9 Ὁ Ἰωαχὶμ παρεσύρθη εἰς παρεκτροπὲς καὶ ἁμαρτωλὲς πράξεις καὶ ἔκαμεν ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον εἶναι πονηρὸν εἰς τὰ μάτια τοῦ Θεοῦ· κατήντησεν εἰς τὴν εἰδωλολατρίαν μιμούμενος εἰς ὅλα τὸ παράδειγμα τοῦ πατέρα του.
10 ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἀνέβη Ναβουχοδονόσορ βασιλεὺς Βαβυλῶνος εἰς ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἦλθεν ἡ πόλις ἐν περιοχῇ. 10 Κατά την εποχήν εκείνην ο Ναβουχοδονόσορ, ο βασιλεύς της Βαβυλώνος, εξεστράτευσεν εναντίον της Ιερουσαλήμ. Και η Ιερουσαλήμ ετέθη υπό πολιορκίαν. 10 Καὶ κατ' ἐκεῖνον τὸν καιρὸν ἐξεστράτευσεν ὁ Ναβουχοδονόσορ, ὁ βασιλιᾶς τῆς Βαβυλῶνος, ἐναντίον τῆς Ἱερουσαλήμ, καὶ ἡ πόλις ἐκυκλώθη καὶ ἐπολιορκήθη.
11 καὶ εἰσῆλθε Ναβουχοδονόσορ βασιλεὺς Βαβυλῶνος εἰς πόλιν, καὶ οἱ παῖδες αὐτοῦ ἐπολιόρκουν ἐπ᾿ αὐτήν. 11 Ο Ναβουχοδονόσορ, ο βασιλεύς της Βαβυλώνος, ήλθεν εμπρός εις την πόλιν κατά τον καιρόν, που αυτή επολιορκείτο από τους στρατιώτας του. 11 Ἦλθε δὲ αὐτοπροσώπως ὁ Ναβουχοδονόσορ, ὁ βασιλιᾶς τῆς Βαβυλῶνος, ἐναντίον τῆς πόλεως, ἐνῷ οἱ στρατιῶται του τὴν ἐπολιορκοῦσαν.
12 καὶ ἐξῆλθεν ᾿Ιωαχὶμ βασιλεὺς ᾿Ιούδα ἐπὶ βασιλέα Βαβυλῶνος, αὐτὸς καὶ οἱ παῖδες αὐτοῦ καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ οἱ ἄρχοντες αὐτοῦ καὶ οἱ εὐνοῦχοι αὐτοῦ, καὶ ἔλαβεν αὐτὸν βασιλεὺς Βαβυλῶνος ἐν τῷ ὀγδόῳ ἔτει τῆς βασιλείας αὐτοῦ. 12 Εξήλθεν ο βασιλεύς των Ιουδαίων, ο Ιωαχίμ, αυτός και οι δούλοι αυτού και η μητέρα του και οι άρχοντές του, και οι ευνούχοι αυτού. Ο βασιλεύς της Βαβυλώνος συνέλαβεν αυτόν αιχμάλωτον στο όγδοον έτος της βασιλείας του. 12 Τότε ἐβγῆκε ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ ὁ Ἰωαχίμ, ὁ βασιλιᾶς (τοῦ βασιλείου) τοῦ Ἰούδα, καὶ παρουσιάσθη εἰς τὸν βασιλιᾶ τῆς Βαβυλῶνος· ἐβγῆκε αὐτὸς καὶ οἱ δοῦλοι του (κατ' ἄλλην ἑρμηνείαν: Οἱ ἀξιωματικοί του) καὶ ἡ μητέρα του καὶ οἱ ἄρχοντες τῆς Ἰουδαίας καὶ οἱ αὐλικοί του· καὶ ὁ βασιλιᾶς τῆς Βαβυλῶνος τὸν συνέλαβεν αἰχμάλωτον κατὰ τὸ ὄγδοον ἔτος τῆς βασιλείας του (τοῦ Ναβουχοδονόσορος).
13 καὶ ἐξήνεγκεν ἐκεῖθεν πάντας τοὺς θησαυροὺς οἴκου Κυρίου καὶ τοὺς θησαυροὺς οἴκου τοῦ βασιλέως καὶ συνέκοψε πάντα τὰ σκεύη τὰ χρυσᾶ, ἃ ἐποίησε Σαλωμὼν ὁ βασιλεὺς ᾿Ισραὴλ ἐν τῷ ναῷ Κυρίου κατὰ τὸ ρῆμα Κυρίου. 13 Εβγαλε και επήρεν από την πόλιν ο Ναβουχοδονόσορ όλους τους θησαυρούς του ναού του Κυρίου και τους θησαυρούς του βασιλικού ανακτόρου. Εσπασε δε όλα τα χρυσά σκεύη, τα οποία είχε κατασκευάσει ο Σολομών ο βασιλεύς του Ισραήλ στον ναόν του Κυρίου σύμφωνα με την εντολήν του Θεού. 13 Ὁ Ναβουχοδονόσορ μετέφερεν ἀπὸ ἐκεῖ ὅλους τοὺς θησαυροὺς τοῦ Ναοῦ τοῦ Κυρίου καὶ τοὺς θησαυροὺς τοῦ βασιλικοῦ ἀνακτόρου· καὶ ἔσπασεν ὅλα τὰ χρυσᾶ σκεύη, τὰ ὁποῖα κατεσκεύασε διὰ τὴν χρῆσιν τοῦ Ναοῦ ὁ Σολομών, ὁ βασιλιᾶς τοῦ Ἰσραήλ, εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Κυρίου, σύμφωνα μὲ τὸν λόγον ποὺ προεῖπεν ὁ Κύριος.
14 καὶ ἀπῴκισε τὴν ῾Ιερουσαλὴμ καὶ πάντας τοὺς ἄρχοντας καὶ τοὺς δυνατοὺς ἰσχύϊ αἰχμαλωσίας δέκα χιλιάδας αἰχμαλωτίσας καὶ πᾶν τέκτονα καὶ τὸν συγκλείοντα, καὶ οὐχ ὑπελείφθη πλὴν οἱ πτωχοὶ τῆς γῆς. 14 Ο Ναβουχοδονόσορ επήρε και εγκατέστησεν εις την Βαβυλώνα αιχμαλώτους κατοίκους της Ιερουσαλήμ, μάλιστα δε όλους τους άρχοντας και τους γενναίους άνδρας, ανερχομένους εις δέκα χιλιάδας, κάθε ξυλουργόν μέχρι και κλειθροποιού. Δεν έμειναν εις την πόλιν παρά μονάχα οι πτωχοί της χώρας. 14 Ὁ Ναβουχοδονόσορ ὠδήγησεν ἀκόμη εἰς τὴν αἰχμαλωσίαν τοὺς κατοίκους τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ ὅλους τοὺς (βασιλικούς) πρίγκιπες καὶ ὅλους τοὺς ἰσχυρούς (ἡγέτες)· ὅλοι αὐτοὶ ἦσαν δέκα χιλιάδες. Ὁ Ναβουχοδονόσορ ὠδήγησεν ἐπίσης εἰς τὴν αἰχμαλωσίαν ὅλους τοὺς ξυλουργοὺς καὶ τοὺς μεταλλουργούς. Μετὰ τὴν αἰχμαλωσίαν ὅλων αὐτῶν δὲν ἔμειναν εἰς τὴν χώραν τῆς Ἴουδαίας παρὰ μόνον οἱ πτωχότεροι ἀπὸ τὸν λαόν.
15 καὶ ἀπῴκισε τὸν ᾿Ιωαχὶμ εἰς Βαβυλῶνα καὶ τὴν μητέρα τοῦ βασιλέως καὶ τοὺς εὐνούχους αὐτοῦ· καὶ τοὺς ἰσχυροὺς τῆς γῆς ἀπήγαγεν εἰς ἀποικεσίαν ἐξ ῾Ιερουσαλὴμ εἰς Βαβυλῶνα 15 Ο Ναβουχοδονόσορ επήρεν από την Ιερουσαλήμ και μετέφερεν εις την Βαβυλώνα τον Ιωαχίμ, την μητέρα του βασιλέως αυτού και τους αυλικούς του. Τους ισχυρούς της χώρας ωδήγησεν εις μετοικεσίαν από την Ιερουσαλήμ εις την Βαβυλώνα. 15 Ὁ Ναβουχοδονόσορ μετέφερεν αἰχμαλώτους εἰς τὴν Βαβυλῶνα τὸν Ἰωαχὶμ καὶ τὴν μητέρα τοῦ βασιλιᾶ καὶ τοὺς αὐλικούς του· καὶ τοὺς ἰσχυρούς (ἡγέτες) τῆς χώρας τοὺς μετέφερεν αἰχμαλώτους ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ εἰς τὴν Βαβυλῶνα.
16 καὶ πάντας τοὺς ἄνδρας τῆς δυνάμεως ἑπτακισχιλίους καὶ τὸν τέκτονα καὶ τὸν συγκλείοντα χιλίους, πάντες δυνατοὶ ποιοῦντες πόλεμον, καὶ ἤγαγεν αὐτοὺς βασιλεὺς Βαβυλῶνος μετοικεσίαν εἰς Βαβυλῶνα. 16 Μετέφερεν επίσης όλους τους πολεμιστάς επτά χιλιάδας, τους ξυλουργούς και κλειθροποιούς χιλίους τον αριθμόν, όλους τους ικανούς προς πόλεμον ανθρώπους. Αυτούς ο βασιλεύς της Βαβυλώνος τους μετέφερε, δια να μετοικήσουν εις την Βαβυλώνα. 16 Ὁ Ναβουχοδονόσορ ὠδήγησεν ἐπίσης εἰς τὴν αἰχμαλωσίαν καὶ ὅλους τοὺς πολεμικοὺς ἄνδρες (κατ' ἄλλην ἑρμηνείαν: Τοὺς ἐπισήμους) - αὐτοὶ ἦσαν ἑπτὰ χιλιάδες· ἐπίσης τοὺς ξυλουργοὺς καὶ τοὺς μεταλλουργούς αὐτοὶ ἦσαν χίλιοι· ὅλοι αὐτοὶ ἦσαν γενναῖοι καὶ ἐμπειροπόλεμοι. Ὅλους αὐτοὺς ὁ βασιλιᾶς τῆς Βαβυλῶνος τοὺς μετέφερεν ὡς μετοίκους εἰς τὴν Βαβυλῶνα.
17 καὶ ἐβασίλευσε βασιλεὺς Βαβυλῶνος τὸν Ματθανίαν υἱὸν αὐτοῦ ἀντ᾿ αὐτοῦ καὶ ἐπέθηκε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Σεδεκία. 17 Ανεβίβασε δε στον βασιλικόν θρόνον της Ιουδαίας αντί του Ιωαχίμ τον υιόν αυτού τον Ματθανίαν, τον οποίον μετωνόμασεν εις Σεδεκίαν. 17 Ὁ Ναβουχοδονόσορ, ὁ βασιλιᾶς τῆς Βαβυλῶνος, ἀνέβασε εἰς τὸν θρόνον, ὡς διάδοχον τοῦ Ἰωαχίμ, τὸν Ματθανίαν, τὸν υἱόν του, τὸν ὁποῖον μετωνόμασε Σεδεκίαν.
18 Υἱὸς εἴκοσι καὶ ἑνὸς ἐνιαυτῶν Σεδεκίας ἐν τῷ βασιλεύειν αὐτὸν καὶ ἕνδεκα ἔτη ἐβασίλευσεν ἐν ῾Ιερουσαλήμ, καὶ ὄνομα τῇ μητρὶ αὐτοῦ ᾿Αμιτὰλ θυγάτηρ ῾Ιερεμίου. 18 Ο Σεδεκίας, όταν ανήλθεν στον βασιλικόν θρόνον, ήτο είκοσι και ενός έτους. Εβασίλευσεν ένδεκα έτη εις την Ιερουσαλήμ. Η μητέρα του ωνομάζετο Αμιτάλ, ήτο δε θυγάτηρ του Ιερεμίου. 18 Ὁ Σεδεκίας ἦταν εἴκοσι ἐνὸς ἔτους, ὅταν ἔγινε βασιλιᾶς τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα· ἐβασίλευσε δὲ μὲ ἔδραν τὴν Ἱερουσαλὴμ ἐπὶ ἕνδεκα χρόνια. Ἡ μητέρα του ὠνομάζετο Ἀμιτὰλ καὶ ἦταν θυγατέρα τοῦ Ἱερεμία.
19 καὶ ἐποίησε τὸ πονηρὸν ἐνώπιον Κυρίου κατὰ πάντα, ὅσα ἐποίησεν ᾿Ιωακίμ· 19 Και αυτός διέπραξε πονηρά ενώπιον των οφθαλμών του Κυρίου, εξέκλινεν εις ασέβειαν και ειδωλολατρείαν, καθ' όλα όσα είχε κάμει ο Ιωακίμ. 19 Ὁ Σεδεκίας παρεσύρθη εἰς παρεκτροπὲς καὶ ἁμαρτωλὲς πράξεις καὶ ἔκαμεν ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον εἶναι πονηρὸν εἰς τὰ μάτια τοῦ Θεοῦ· κατήντησεν εἰς τὴν εἰδωλολατρίαν μιμούμενος εἰς ὅλα τὸ παράδειγμα τοῦ βασιλιᾶ Ἰωακίμ.
20 ὅτι ἐπὶ τὸν θυμὸν Κυρίου ἦν ἐπὶ ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἐν τῷ ᾿Ιούδᾳ, ἕως ἀπέρριψεν αὐτοὺς ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ. καὶ ἠθέτησε Σεδεκίας ἐν τῷ βασιλεῖ Βαβυλῶνος. 20 Δι' αυτό και αι συνέπειαι της οργής του Κυρίου εναντίον της Ιερουσαλήμ και εναντίον του βασιλείου του Ιούδα συνεχίσθησαν, μέχρις ότου απέρριψεν ο Κυριος αυτούς εντελώς από το πρόσωπόν του. Ο δε βασιλεύς Σεδεκίας επανεστάτησεν εναντίον του βασιλέως της Βαβυλώνος. 20 Ὅλα αὐτὰ συνέβησαν εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ εἰς τὸ βασίλειον τοῦ Ἰούδα, διότι ὁ Κύριος ὠργίσθη ἐναντίον των, μέχρις ὅτου τοὺς ἀπέρριψεν ἀπὸ τὸ πρόσωπόν του καὶ ἔπαυσε πλέον νὰ τοὺς προστατεύῃ. Ὁ δὲ βασιλιᾶς Σεδεκίας ἐπανεστάτησε κατὰ τοῦ βασιλιᾶ τῆς Βαβυλῶνος.