Παρασκευή, 11 Οκτωβρίου 2024
Ανατ: 07:31
Δύση: 18:54
Σελ. 9 ημ.
285-81
16ος χρόνος, 6082η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Δ' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15 (ΙΕ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΕΝ ἔτει εἰκοστῷ καὶ ἑβδόμῳ τῷ ῾Ιεροβοὰμ βασιλεῖ ᾿Ισραὴλ ἐβασίλευσεν ᾿Αζαρίας υἱὸς ᾿Αμεσσίου βασιλέως ᾿Ιούδα. 1 Κατά το εικοστόν έβδομον έτος του Ιεροβοάμ, βασιλέως των Ισραηλιτών, εβασίλευσε ο Αζαρίας ο υιός του Αμεσσίου βασιλέως των Ιουδαίων. 1 Κατὰ τὸ εἰκοστὸν ἕβδομον ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ Ἱεροβοὰμ Β', βασιλιᾶ (τοῦ βασιλείου) τοῦ Ἰσραήλ, ἀνέβη εἰς τὸν βασιλικὸν Θρόνον (τοῦ βασιλείου) τοῦ Ἰούδα ὁ Ἀζαρίας, υἱὸς τοῦ Ἀμεσσία.
2 υἱὸς ἑκκαίδεκα ἐτῶν ἦν ἐν τῷ βασιλεύειν αὐτὸν καὶ πεντηκονταδύο ἔτη ἐβασίλευσεν ἐν ῾Ιερουσαλήμ, καὶ ὄνομα τῇ μητρὶ αὐτοῦ ῾Ιεχελία ἐξ ῾Ιερουσαλήμ. 2 Δέκα εξ ετών ήτο αυτός, όταν έγινε βασιλεύς, και εβασίλευσεν εις την Ιερουσαλήμ επί πεντήκοντα δύο έτη. Η μητέρα του ωνομάζετο Ιεχελία και κατήγετο από την Ιερουσαλήμ. 2 Ὅταν ὁ Ἀζαρίας ἀνέβη εἰς τὸν βασιλικὸν θρόνον, ἦταν δεκαέξι ἐτῶν· ἐβασίλευσε δὲ ἐπὶ πενῆντα δύο χρόνια μὲ ἔδραν τὴν Ἱερουσαλήμ. Τὸ ὄνομα τῆς μητέρας του ἦταν Ἰεχελία καὶ κατήγετο ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ.
3 καὶ ἐποίησε τὸ εὐθὲς ἐν ὀφθαλμοῖς Κυρίου κατὰ πάντα, ὅσα ἐποίησεν ᾿Αμεσσίας ὁ πατὴρ αὐτοῦ· 3 Αυτός έπραξε το ορθόν και ευάρεστον ενώπιον του Κυρίου καθ' όλα, όπως ο Αμεσσίας ο πατήρ του. 3 Ὁ Ἀζαρίας ἔζησε σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου εἰς ὅλα, κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ βασιλιᾶ Ἀμεσσία, τοῦ πατέρα του.
4 πλὴν τῶν ὑψηλῶν οὐκ ἐξῇρεν, ἔτι ὁ λαὸς ἐθυσίαζε καὶ ἐθυμίων ἐν τοῖς ὑψηλοῖς, 4 Αλλά δεν κατέστρεψε τους υψηλούς τόπους της ειδωλολατρικής θρησκείας και έτσι ο λαός εξακολουθούσε να θυσιάζη και να προσφέρη θυμιάματα στους ειδωλικούς θεούς. 4 Δὲν κατέστρεψεν ὅμως τοὺς εἰδωλολατρικοὺς τόπους, ποὺ εὑρίσκοντο εἰς ὑψηλὲς τοποθεσίες, καὶ ἔτσι ὁ λαὸς συνέχιζε νὰ προσφέρῃ εἰς τὰ εἴδωλα θυσίες καὶ θυμίαμα εἰς τοὺς τόπους ἐκείνους.
5 καὶ ἥψατο Κύριος τὸν βασιλέα, καὶ ἦν λελεπρωμένος ἕως ἡμέρας θανάτου αὐτοῦ καὶ ἐβασίλευσεν ἐν οἴκῳ ἀφφουσώθ, καὶ ᾿Ιωάθαμ υἱὸς τοῦ βασιλέως ἐπὶ τῷ οἴκῳ κρίνων τὸν λαὸν τῆς γῆς. 5 Δια τούτο ο Κυριος ετιμώρησε τον βασιλέα αυτόν με την ασθένειαν της λέπρας μέχρι της ημέρας του θανάτου του. Εξ αιτίας δε της λέπρας του, είχεν ως έδραν της βασιλείας του κάποιον απομεμονωμένον οίκον. Ο δε υιός του, ο Ιωάθαμ, εδίκαζε και εκυβερνούσε αντ' αυτού τον λαόν της Ιερουσαλήμ. 5 Διὰ τοῦτο ὁ Κύριος ἐτιμώρησε τὸν βασιλιᾶ μὲ λέπραν, ἡ ὁποία διετηρήθη μέχρι τῆς ἡμέρας τοῦ θανάτου του. Δι’ αὐτὸ ὁ μὲν Ἀζαρίας ἑκατοικοῦσε ὡς βασιλιᾶς εἰς ἰδιαίτερον ἀπομονωμένον σπίτι, ὁ δὲ υἱός του, ὁ Ἰωάθαμ, ἔμενεν εἰς τὸ βασιλικὸν ἀνάκτορον καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἐκυβερνοῦσε καὶ ἔκρινε τὸν λαὸν τῆς χώρας ὡς ἀντιβασιλιάς.
6 καὶ τὰ λοιπὰ τῶν λόγων ᾿Αζαρίου, καὶ πάντα, ὅσα ἐποίησεν, οὐχὶ ταῦτα γεγραμμένα ἐπὶ βιβλίῳ λόγων τῶν ἡμερῶν τοῖς βασιλεῦσιν ᾿Ιούδα; 6 Τα υπόλοιπα εκ των λόγων και έργων του Αζαρίου, όλα όσα έκαμεν, είναι γραμμένα στο βιβλίον των έργων των βασιλέων Ιούδα. 6 Τὰ δὲ ὑπόλοιπα ἔργα τοῦ βασιλιᾶ Ἀζαρία καὶ ὅλα, ὅσα ἔκαμε, δὲν εἶναι μήπως αὐτὰ γραμμένα εἰς τὸ βιβλίον τῶν «Χρονικῶν (ἢ Ἔργα καὶ Ἡμέραι) τῶν βασιλέων (τοῦ βασιλείου) τοῦ Ἰούδα»;
7 καὶ ἐκοιμήθη ᾿Αζαρίας μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ, καὶ ἔθαψαν αὐτὸν μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ ἐν πόλει Δαυίδ, καὶ ἐβασίλευσεν ᾿Ιωάθαμ υἱὸς αὐτοῦ ἀντ᾿ αὐτοῦ. 7 Ο Αζαρίας εκοιμήθη με τους προγόνους αυτού, τον έθαψαν δε στους τάφους των προγόνων του εις την πόλιν Δαυίδ. Αντ' αυτού δε εβασίλευσεν ο υιός του ο Ιωάθαμ. 7 Ἀπέθανεν ὁ Ἀζαρίας καὶ προσετέθη εἰς τοὺς ἀποθαμένους προγόνους του καὶ τὸν ἔθαψαν μαζὶ μὲ τοὺς προπάτορές του εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, τὴν πόλιν τοῦ Δαβίδ. Ἐβασίλευσε δὲ ὡς διάδοχός του ὁ Ἰωάθαμ, ὁ υἱός του.
8 ᾿Εν ἔτει τριακοστῷ καὶ ὀγδόῳ τῷ ᾿Αζαρίου βασιλεῖ ᾿Ιούδα ἐβασίλευσε Ζαχαρίας υἱὸς ῾Ιεροβοὰμ ἐπὶ ᾿Ισραὴλ ἐν Σαμαρείᾳ ἑξάμηνον. 8 Κατά το τριακοστόν όγδοον έτος του Αζαρίου βασιλέως των Ιουδαίων εβασίλευσεν στο βασίλειον του Ισραήλ εις την Σαμάρειαν επί εξ μήνας ο Ζαχαρίας, ο υιός του Ιεροβοάμ. 8 Κατὰ τὸ τριακοστὸν ὄγδοον ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ Ἀζαρία, βασιλιᾶ (τοῦ βασιλείου) τοῦ Ἰούδα, ἀνέβη εἰς τὸν βασιλικὸν θρόνον (τοῦ βασιλείου) τοῦ Ἰσραὴλ ὁ Ζαχαρίας, υἱὸς τοῦ Ἱεροβοὰμ Β'· αὐτὸς ἐβασίλευσε μὲ ἔδραν τὴν Σαμάρειαν ἐπὶ ἕξι μῆνες.
9 καὶ ἐποίησε τὸ πονηρὸν ἐν ὀφθαλμοῖς Κυρίου, καθὰ ἐποίησαν οἱ πατέρες αὐτοῦ· οὐκ ἀπέστη ἀπὸ πασῶν τῶν ἁμαρτιῶν ῾Ιεροβοὰμ υἱοῦ Ναβάτ, ὃς ἐξήμαρτε τὸν ᾿Ισραήλ. 9 Αυτός διέπραξε πονηρά ενώπιον του Κυρίου. Εξέκλινεν προς την ειδωλολατρείαν, όπως έκαναν οι πρόγονοί του. Δεν απεμακρύνθη από τας πολυαρίθμους αμαρτίας του Ιεροβοάμ, υιού του Ναβάτ, ο οποίος είχεν εξωθήσει τους Ισραηλίτας εις την ασέβειαν και ειδωλολατρείαν. 9 Ὁ βασιλιᾶς Ζαχαρίας παρεσύρθη εἰς παρεκτροπὲς καὶ ἁμαρτωλὲς πράξεις καὶ ἔκαμεν ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον εἶναι πονηρὸν εἰς τὰ μάτια τοῦ Θεοῦ. Κατήντησεν εἰς τὴν εἰδωλολατρίαν, ὅπως ἔκαμαν καὶ οἱ προπάτορές του. Δὲν ἀπεμακρύνθη ἀπὸ τὸ ἁμαρτωλὸν παράδειγμα τοῦ Ἱεροβοάμ, υἱοῦ τοῦ Ναβάτ, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν ἁμαρτωλὴν πολιτείαν καὶ τὶς ἁμαρτίες του παρέσυρε τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν εἰς τὴν ἀποστασίαν καὶ τὴν εἰδωλολατρίαν.
10 καὶ συνεστράφησαν ἐπ᾿ αὐτὸν Σελλοὺμ υἱὸς ᾿Ιαβὶς καὶ Κεβλαὰμ καὶ ἐπάταξαν αὐτὸν καὶ ἐθανάτωσαν αὐτόν, καὶ Σελλοὺμ ἐβασίλευσεν ἀντ᾿ αὐτοῦ. 10 Ωργάνωσαν όμως συνωμοσίαν εναντίον αυτού ο Σελλούμ, ο υιός του Ιαβίς, και ο Κεβλαάμ, οι οποίοι τον εκτύπησαν και τον εφόνευσαν. Ανεκηρύχθη δε κατόπιν βασιλεύς αντ' αυτού ο Σελλούμ. 10 Καὶ ὠργάνωσαν συνωμοσίαν ἐναντίον του ὁ Σελλούμ, υἱὸς τοῦ Ἰαβίς, καὶ ὁ Κεβλαάμ, τὸν ἐκτύπησαν καὶ τὸν ἐθανάτωσαν, ἐβασίλευσε δὲ ὡς διάδοχός του ὁ Σελλούμ.
11 καὶ τὰ λοιπὰ τῶν λόγων Ζαχαρίου ἰδού εἰσι γεγραμμένα ἐπὶ βιβλίῳ λόγων τῶν ἡμερῶν τοῖς βασιλεῦσιν ᾿Ισραήλ. 11 Τα υπόλοιπα από τα έργα του Ζαχαρίου είναι γραμμένα στο βιβλίον των έργων των βασιλέων του Ισραήλ. 11 Τὰ δὲ ὑπόλοιπα ἔργα τοῦ βασιλιᾶ Ζαχαρία, νά· αὐτὰ εἶναι γραμμένα εἰς τὸ βιβλίον τῶν «Χρονικῶν (ἢ Ἔργα καὶ Ἡμέραι) τῶν βασιλέων (τοῦ βασιλείου) τοῦ Ἰσραήλ».
12 ὁ λόγος Κυρίου, ὃν ἐλάλησε πρὸς ᾿Ιοὺ λέγων· υἱοὶ τέταρτοι καθήσονταί σοι ἐπὶ θρόνου ᾿Ισραήλ· καὶ ἐγένετο οὕτως. 12 Ο Κυριος είχε προφητεύσει προς τον Ιού και είπε· “τέσσαρες γενεαί σου θα καθίσουν διαδοχικώς στον βασιλικόν θρόνον των Ισραηλιτών”. Ετσι δε και έγινε. 12 Μὲ τὸν θάνατον τοῦ Ζαχαρία ἐπραγματοποιήθη ὁ λόγος (ἡ ὑπόσχεσις), τὸν ὁποῖον εἶχε προείπει ὁ Κύριος πρὸς τὸν Ἰού· τοῦ εἶπε δηλαδή: «Σοῦ ὑπόσχομαι ὅτι οἱ ἀπόγονοί σου μέχρι τετάρτης γενεᾶς θὰ ἀναδειχθοῦν βασιλεῖς τοῦ Ἰσραήλ». Πράγματι ἔτσι ἔγινε καὶ ἐξεπληρώθη ἡ θεία ὑπόσχεσις!
13 Καὶ Σελλοὺμ υἱὸς ᾿Ιαβὶς ἐβασίλευσε· καὶ ἐν ἔτει τριακοστῷ καὶ ἐνάτῳ ᾿Αζαρίᾳ βασιλεῖ ᾿Ιούδα ἐβασίλευσε Σελλοὺμ μῆνα ἡμερῶν ἐν Σαμαρείᾳ. 13 Ο Σελλούμ, ο υιός του Ιαβίς, ανήλθεν στον βασιλικόν θρόνον. Κατά το τριακοστόν έννατον έτος του Αζαρίου, βασιλέως των Ιουδαίων, έγινε βασιλεύς ο Σελλούμ επί ένα μόνον μήνα εις την Σαμάρειαν. 13 Ὁ Σελλούμ, υἱὸς τοῦ Ἰαβίς, ἀνῆλθεν εἰς τὸν βασιλικὸν θρόνον τοῦ Ἰσραήλ. Κατὰ τὸ τριακοστὸν ἔνατον ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ Ἀζαρία, βασιλιᾶ (τοῦ βασιλείου) τοῦ Ἰούδα, ἀνέβη εἰς τὸν βασιλικὸν θρόνον ὁ Σελλούμ. Ἐβασίλευσε δὲ ἐπὶ ἕνα μῆνα μὲ ἕδραν τὴν Σαμάρειαν.
14 καὶ ἀνέβη Μαναὴμ υἱὸς Γαδδὶ ἐκ Θαρσιλὰ καὶ ἦλθεν εἰς Σαμάρειαν καὶ ἐπάταξε τὸν Σελλοὺμ υἱὸν ᾿Ιαβὶς ἐν Σαμαρείᾳ καὶ ἐθανάτωσεν αὐτόν. 14 Ο Μαναήμ, ο οποίος κατήγετο από την φυλήν Γαδ, ανέβη από την πόλιν Θαρσιλά, ήλθεν εις την Σαμάρειαν, εκτύπησε τον Σελλούμ, τον οίον του Ιαβίς, εντός της Σαμαρείας και τον εφόνευσε. 14 Διότι ὁ Μαναήμ, ὁ υἱὸς τοῦ Γαδδί, ἀνέβη ἀπὸ τὴν Θαρσιλὰ καὶ ἦλθεν εἰς τὴν Σαμάρειαν καὶ ἐκτύπησε τὸν βασιλιᾶ Σελλούμ, υἱὸν τοῦ Ἰαβίς, εἰς τήν ἕδραν του, τὴν Σαμάρειαν, καὶ τὸν ἐφόνευσε.
15 καὶ τὰ λοιπὰ τῶν λόγων Σελλοὺμ καὶ ἡ συστροφὴ αὐτοῦ, ἣν συνεστράφη, ἰδού εἰσι γεγραμμένα ἐπὶ βιβλίῳ λόγων τῶν ἡμερῶν τοῖς βασιλεῦσιν ᾿Ισραήλ. 15 Τα υπόλοιπα από τα έργα του Σελλούμ και η συνωμοσία, την οποίαν αυτός ωργάνωσε, ιδού είναι γραμμένα στο βιβλίον των έργων των βασιλέων του βασιλείου Ισραήλ. 15 Τὰ δὲ ὑπόλοιπα ἔργα τοῦ Σελλοὺμ καὶ ἡ συνωμοσία, τὴν ὁποίαν ὠργάνωσε, νά· ὅλα αὐτὰ εἶναι γραμμένα εἰς τὸ βιβλίον τῶν «Χρονικῶν (ἢ Ἔργα καὶ Ἡμέραι) τῶν βασιλέων (τοῦ βασιλείου) τοῦ Ἰσραήλ».
16 τότε ἐπάταξε Μαναὴμ τὴν Θερσὰ καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτῇ καὶ τὰ ὅρια αὐτῆς ἀπὸ Θερσά, ὅτι οὐκ ἤνοιξαν αὐτῷ· καὶ ἐπάταξεν αὐτὴν καὶ τὰς ἐν γαστρὶ ἐχούσας ἀνέρρηξεν. 16 Τοτε ο Μαναήμ εκτύπησε την πόλιν Θερσά και όλα τα περίχωρα αυτής και όλους όσοι ευρίσκοντο εις αυτήν. Την εκτύπησε, διότι οι κάτοικοί της δεν του ήνοιξαν τας πύλας της πόλεώς των. Οταν δε την κατέλαβε, διέπραξεν ωμότητας, αφού έφθασε μέχρι του σημείου να σχίση ακόμη και τας κοιλίας των εγκύων γυναικών. 16 Ἐνῷ ὁ Μαναὴμ ἐπροχωροῦσε ἀπὸ τὴν Θαρσιλὰ εἰς τὴν Σαμάρειαν, ἐπετέθη ἐναντίον τῆς πόλεως Θερσὰ καὶ ἐναντίον ὅλων, ὅσοι ἦσαν εἰς αὐτὴν καὶ τὴν γύρω ἀπὸ αὐτὴν περιοχήν, διότι οἱ κάτοικοι τῆς δὲν τοῦ ἄνοιξαν τὶς πύλες τῆς πόλεως καὶ δὲν παρεδόθησαν εἰς αὐτόν. Ἔτσι ἐκτύπησε καὶ ἐκυρίευσε τὴν Θερσὰ καὶ ἔσχισε τὶς κοιλιὲς τῶν γυναικῶν, ποὺ ἦσαν ἔγκυες!
17 ᾿Εν ἔτει τριακοστῷ καὶ ἐνάτῳ τῷ ᾿Αζαρίᾳ βασιλεῖ ᾿Ιούδα ἐβασίλευσε Μαναὴμ υἱὸς Γαδδὶ ἐπὶ ᾿Ισραὴλ ἐν Σαμαρείᾳ δέκα ἔτη. 17 Κατά το τριακοστόν έννατον έτος του Αζαρίου, βασιλέως των Ιουδαίων, ανήλθεν στον βασιλικόν θρόνον ο Μαναήμ, καταγόμενος από την φυλήν Γαδ, και εβασίλευσεν εις την Σαμάρειαν επί δέκα έτη. 17 Κατὰ τὸ τριακοστὸν ἔνατον ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ Ἀζαρία, βασιλιᾶ (τοῦ βασιλείου) τοῦ Ἰούδα, ἀνέβη εἰς τὸν βασιλικὸν θρόνον τοῦ Ἰσραὴλ ὁ Μαναήμ, υἱὸς τοῦ Γαδδί. Ἐβασίλευσε δὲ μὲ ἕδραν τὴν Σαμάρειαν ἐπὶ δέκα χρόνια.
18 καὶ ἐποίησε τὸ πονηρὸν ἐν ὀφθαλμοῖς Κυρίου· οὐκ ἀπέστη ἀπὸ πασῶν ἁμαρτιῶν ῾Ιεροβοὰμ υἱοῦ Ναβάτ, ὃς ἐξήμαρτε τὸν ᾿Ισραήλ. 18 Αυτός διέπραξε πονηρά και ασεβή ενώπιον του Κυρίου. Δεν απεμακρύνθη από καμμίαν αμαρτίαν του Ιεροβοάμ, υιού του Ναβάτ, ο οποίος εξώθησε τον ισραηλιτικόν λαόν εις αμαρτίαν και ασέβειαν. 18 Ὁ Μαναὴμ παρεσύρθη εἰς παρεκτροπὲς καὶ ἁμαρτωλὲς πράξεις καὶ ἔκαμεν ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον εἶναι πονηρὸν εἰς τὰ μάτια τοῦ Θεοῦ. Κατήντησεν εἰς τὴν εἰδωλολατρίαν. Δὲν ἀπεμακρύνθη ἀπὸ τὸ ἁμαρτωλὸν παράδειγμα τοῦ Ἱεροβοάμ, υἱοῦ τοῦ Ναβάτ, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν ἁμαρτωλὴν πολιτείαν καὶ τὶς ἁμαρτίες του παρέσυρε τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν εἰς τὴν ἀποστασίαν καὶ τὴν εἰδωλολατρίαν.
19 ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ ἀνέβη Φοὺλ βασιλεὺς ᾿Ασσυρίων ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ Μαναὴμ ἔδωκε τῷ Φοὺλ χίλια τάλαντα ἀργυρίου εἶναι τὴν χεῖρα αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ. 19 Κατά τας ημέρας του βασιλέως αυτού ο Φούλ, βασιλεύς των Ασσυρίων, επήλθεν εναντίον της χώρας των Ισραηλιτών. Ο Μαναήμ, δια να αποφύγη ήτταν και υποδούλωσιν, παρέδωσεν στον Φουλ χίλια τάλαντα αργυρίου, δια να τον έχη και σύμμαχόν του. 19 Κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς βασιλείας τοῦ Μαναὴμ ὁ Φούλ, ὁ βασιλιᾶς τῶν Ἀσσυρίων, εἰσέβαλεν εἰς τὸ βασίλειον τοῦ Ἰσραήλ. Καὶ ὁ Μαναὴμ ἔδωκεν εἰς τὸν Φοὺλ χίλια ἀργυρᾶ τάλαντα (=34.000 χιλιόγραμμα ἀσῆμι) διὰ νὰ ἔχῃ τὴν ὑποστήριξιν καὶ τὴν βοήθειάν του εἰς ὦρες ἐπιθέσεως ἐχθρῶν κατὰ τοῦ Ἰσραήλ.
20 καὶ ἐξήνεγκε Μαναὴμ τὸ ἀργύριον ἐπὶ τὸν ᾿Ισραήλ, ἐπὶ πᾶν δυνατὸν ἰσχύϊ, δοῦναι τῷ βασιλεῖ τῶν ᾿Ασσυρίων, πεντήκοντα σίκλους τῷ ἀνδρὶ τῷ ἑνί· καὶ ἀπέστρεψε βασιλεὺς ᾿Ασσυρίων καὶ οὐκ ἔστη ἐκεῖ ἐν τῇ γῇ. 20 Ο Μαναήμ απέσπασε και συνεκέντρωσε το αργύριον αυτό από τους Ισραηλίτας, μάλιστα δε από εκείνους που ήσαν εις θέσιν να δώσουν, και το παρέδωσεν στον βασιλέα των Ασσυρίων. Πεντήκοντα σίκλους εζήτησε και επήρεν από κάθε πλούσιον άνδρα. Ο δε βασιλεύς των Ασσυρίων επανήλθε κατόπιν εις την χώραν του και έτσι απεμακρύνθη από την χώραν των Ισραηλιτών. 20 Ὁ βασιλιᾶς Μαναὴμ ἐπῆρε τὸ ποσὸν αὐτὸ ἀπὸ τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν, καὶ πρὸ παντὸς ἀπὸ τοὺς πλουσίους, διὰ νὰ τὰ δώσῃ εἰς τὸν βασιλιᾶ τῶν Ἀσσυρίων. Ὁ Μαναὴμ ἐπίεσε τὰ πρόσωπα αὐτά, ὥστε νὰ δώσῃ ὁ καθένας πενῆντα ἀργυροῦς σίκλους. Κατόπιν τούτου ὁ βασιλιᾶς τῶν Ἀσσυρίων ἐπέστρεψεν εἰς τὴν χώραν του καὶ δὲν ἔμεινεν εἰς τὸ βασίλειον τοῦ Ἰσραήλ, εἰς τὸ ὁποῖον εἶχεν εἰσβάλει.
21 καὶ τὰ λοιπὰ τῶν λόγων Μαναὴμ καὶ πάντα ὅσα ἐποίησεν, οὐκ ἰδοὺ ταῦτα γεγραμμένα ἐπὶ βιβλίῳ λόγων τῶν ἡμερῶν τοῖς βασιλεῦσιν ᾿Ισραήλ; 21 Τα υπόλοιπα εκ των έργων του Μαναήμ και όσα άλλα έκαμεν είναι αυτά γραμμένα στο βιβλίον των έργων των βασιλέων του Ισραήλ. 21 Τὰ δὲ ὑπόλοιπα ἔργα τοῦ βασιλιᾶ Μαναὴμ καὶ ὅλα, ὅσα ἔκαμε, δὲν εἶναι μήπως αὐτὰ γραμμένα εἰς τὸ βιβλίον τῶν «Χρονικῶν (ἢ Ἔργα καὶ Ἡμέραι) τῶν βασιλέων (τοῦ βασιλείου) τοῦ Ἰσραήλ»;
22 καὶ ἐκοιμήθη Μαναὴμ μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ, καὶ ἐβασίλευσε Φακεσίας υἱὸς αὐτοῦ ἀντ᾿ αὐτοῦ. 22 Ο Μαναήμ εκοιμήθη με τους προπάτοράς του και αντ' αυτού ανεκηρύχθη βασιλεύς ο Φακεσίας, ο υιός του. 22 Ἀπέθανεν ὁ Μαναὴμ καὶ προσετέθη εἰς τοὺς ἀποθαμένους προγόνους του. Ἐβασίλευσε δὲ ὡς διάδοχός του ὁ Φακεσίας, ὁ υἱός του.
23 ᾿Εν ἔτει πεντηκοστῷ τοῦ ᾿Αζαρίου βασιλεῖ ᾿Ιούδα ἐβασίλευσε Φακεσίας υἱὸς Μαναὴμ ἐπὶ ᾿Ισραὴλ ἐν Σαμαρείᾳ δύο ἔτη. 23 Κατά το πεντηκοστόν έτος του Αζαρίου, βασιλέως των Ιουδαίων, εβασίλευσεν στο βασίλειον των Ισραηλιτών εις την Σαμάρειαν επί δύο έτη ο Φακεσίας, ο υιός του Μαναήμ. 23 Κατὰ τὸ πεντηκοστὸν ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ Ἀζαρία, βασιλιᾶ (τοῦ βασιλείου) τοῦ Ἰούδα, ἀνέβη εἰς τὸν βασιλικὸν θρόνον τοῦ Ἰσραὴλ ὁ Φακεσίας, υἱὸς τοῦ Μαναήμ. Ἐβασίλευσε δὲ μὲ ἕδραν τὴν Σαμάρειαν ἐπὶ δύο χρόνια.
24 καὶ ἐποίησε τὸ πονηρὸν ἐν ὀφθαλμοῖς Κυρίου· οὐκ ἀπέστη ἀπὸ ἁμαρτιῶν ῾Ιεροβοὰμ υἱοῦ Ναβάτ, ὃς ἐξήμαρτε τὸν ᾿Ισραήλ. 24 Αυτός διέπραξε πονηρά και ασεβή ενώπιον του Κυρίου. Δεν απεμακρύνθη καθόλου από τας αμαρτίας του Ιεροβοάμ, υιού του Ναβάτ, ο οποίος εξώθησε τους Ισραηλίτας εις την ασέβειαν και την αμαρτίαν. 24 Ὁ βασιλιᾶς Φακεσίας παρεσύρθη εἰς παρεκτροπὲς καὶ ἁμαρτωλὲς πράξεις καὶ ἔκαμεν ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον εἶναι πονηρὸν εἰς τὰ μάτια τοῦ Θεοῦ· κατήντησεν εἰς τὴν εἰδωλολατρίαν. Δὲν ἀπεμακρύνθη ἀπὸ τὸ ἁμαρτωλὸν παράδειγμα τοῦ Ἱεροβοάμ, υἱοῦ τοῦ Ναβάτ, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν ἁμαρτωλὴν πολιτείαν καὶ τὶς ἁμαρτίες του παρέσυρε τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν εἰς τὴν ἀποστασίαν καὶ τὴν εἰδωλολατρίαν.
25 καὶ συνεστράφη ἐπ᾿ αὐτὸν Φακεὲ υἱὸς Ρομελίου ὁ τριστάτης αὐτοῦ καὶ ἐπάταξεν αὐτὸν ἐν Σαμαρείᾳ ἐναντίον οἴκου τοῦ βασιλέως μετὰ τοͺ ᾿Αργόβ καὶ μετὰ τοῦ ᾿Αρία, καὶ μετ᾿ αὐτοῦ πεντήκοντα ἄνδρες ἀπὸ τῶν τετρακοσίων· καὶ ἐθανάτωσεν αὐτὸν καὶ ἐβασίλευσεν ἀντ᾿ αὐτοῦ. 25 Εναντίον αυτού ωργάνωσε συνωμοσίαν ο μεγάλος αξιωματούχος του, ο Φακεέ, υιός του Ρομελίου, ο οποίος και εφόνευσεν αυτόν εις την Σαμάρειαν εμπρός εις τα βασιλικά ανάκτορα. Μαζή με αυτόν εφονεύθη ο Αργόβ και ο Αρίας και πεντήκοντα από τους τετρακοσίους άνδρας, τους σωματοφύλακάς του. Ο Φακεέ θανατώσας τον Φακεσίαν ανεκηρύχθη αντ' αυτού βασιλεύς. 25 Ὠργανωσε συνωμοσίαν ἐναντίον τοῦ Φακεσία ὁ Φακεέ, υἱὸς τοῦ Ρομελίου, ὁ πρωθυπουργὸς (ἤ ἀνώτατος ἀξιωματοῦχος) του, καὶ τὸν ἐσκότωσεν εἰς τὴν Σαμάρειαν ἐμπρὸς εἰς τὸ βασιλικὸν ἀνάκτορον (κατ’ ἄλλην γραφήν: Μέσα εἰς τὸ ἐσωτερικώτερον φρούριον τοῦ ἀνακτόρου). Ἐσκότωσαν τὸν Φακεσίαν, μαζὶ δὲ μὲ αὐτὸν καὶ τὸν Ἀργὸβ καὶ τὸν Ἀρίαν καὶ πενῆντα ἄνδρες ἀπὸ τοὺς τετρακοσίους τῆς βασιλικῆς φρουρᾶς του. Ὁ Φακεὲ ἐθανάτωσε τὸν Φακεσίαν καὶ ἐβασίλευσεν ὡς διάδοχός του εἰς τὸν θρόνον τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰσραήλ.
26 καὶ τὰ λοιπὰ τῶν λόγων Φακεσίου καὶ πάντα, ὅσα ἐποίησεν, ἰδού εἰσι γεγραμμένα ἐπὶ βιβλίῳ λόγων τῶν ἡμερῶν τοῖς βασιλεῦσιν ᾿Ισραήλ. 26 Τα υπόλοιπα από τα έργα του Φακεσίου και όλα όσα έκαμεν είναι γραμμένα στο βιβλίον των έργων των βασιλέων του Ισραήλ. 26 Τὰ δὲ ὑπόλοιπα ἔργα τοῦ βασιλιᾶ Φακεσία καὶ ὅλα, ὅσα ἔκαμε, νά· ὅλα αὐτὰ εἶναι γραμμένα εἰς τὸ βιβλίον τῶν «Χρονικῶν (ἢ Ἔργα καὶ Ἡμέραι) τῶν βασιλέων (τοῦ βασιλείου) τοῦ Ἰσραήλ».
27 ᾿Εν ἔτει πεντηκοστῷ καὶ δευτέρῳ τοῦ ᾿Αζαρίου βασιλεῖ ᾿Ιούδα ἐβασίλευσε Φακεὲ υἱὸς Ρομελίου ἐπὶ ᾿Ισραὴλ ἐν Σαμαρείᾳ εἴκοσιν ἔτη. 27 Κατά το πεντηκοστόν δεύτερον έτος του Αζαρίου, βασιλέως των Ιουδαίων, ανήλθεν στον βασιλικόν θρόνον του βασιλείου των Ισραηλιτών ο Φακεέ, υιός του Ρομελίου, ο οποίος εβασίλευσεν εις την Σαμάρειαν επί είκοσι έτη. 27 Κατὰ τὸ πεντηκοστὸν δεύτερον ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ Ἀζαρία, βασιλιᾶ (τοῦ βασιλείου) τοῦ Ἰούδα, ἀνέβη εἰς τὸν βασιλικὸν θρόνον τοῦ Ἰσραὴλ ὁ Φακεέ, υἱὸς τοῦ Ρομελία. Ἐβασίλευσε δὲ μὲ ἔδραν τὴν Σαμάρειαν ἐπὶ εἴκοσι χρόνια.
28 καὶ ἐποίησε τὸ πονηρὸν ἐν ὀφθαλμοῖς Κυρίου· οὐκ ἀπέστη ἀπὸ πασῶν ἁμαρτιῶν ῾Ιεροβοὰμ υἱοῦ Ναβάτ, ὃς ἐξήμαρτε τὸν ᾿Ισραήλ. 28 Και αυτός διέπραξε πονηρά ενώπιον του Κυρίου. Δεν απεμακρύνθη από καμμίαν αμαρτίαν του Ιεροβοάμ, υιού του Ναβάτ, ο οποίος είχε εξωθήσει τον ισραηλιτικόν λαόν εις αμαρτίαν και ασέβειαν. 28 Ὁ Φακεὲ παρεσύρθη εἰς παρεκτροπὲς καὶ ἁμαρτωλὲς πράξεις καὶ ἔκαμεν ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον εἶναι πονηρὸν εἰς τὰ μάτια τοῦ Θεοῦ. Κατήντησεν εἰς τὴν εἰδωλολατρίαν. Δὲν ἀπεμακρύνθη ἀπὸ τὸ ἁμαρτωλὸν παράδειγμα τοῦ Ἱεροβοάμ, υἱοῦ τοῦ Ναβάτ, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν ἁμαρτωλὴν πολιτείαν του καὶ τὶς ἁμαρτίες του παρέσυρε τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν εἰς τὴν ἀποστασίαν καὶ τὴν εἰδωλολατρίαν.
29 ἐν ταῖς ἡμέραις Φακεὲ βασιλέως ᾿Ισραὴλ ἦλθε Θαγλαθφελλασὰρ βασιλεὺς ᾿Ασσυρίων καὶ ἔλαβε τὴν Αἲν καὶ τὴν ᾿Αβελβαιθαμααχὰ καὶ τὴν ᾿Ανιὼχ καὶ τὴν Κενὲζ καὶ τὴν ᾿Ασὼρ καὶ τὴν Γαλαὰδ καὶ τὴν Γαλιλαίαν, πᾶσαν γῆν Νεφθαλί, καὶ ἀπῴκισεν αὐτοὺς εἰς ᾿Ασσυρίους. 29 Κατά τας ημέρας του Φακεέ, βασιλέως των Ισραηλιτών, επήλθεν ο Θαγλαθφελλασάρ, βασιλεύς των Ασσυρίων, και κατέλαβε την Αιν, την Αβελβαιθαμααχα, την Ανιώχ, την Κενέζ, την Ασώρ, την Γαλαάδ και την Γαλιλαίαν καθ' όλην την έκτασιν της φυλής Νεφθαλίμ. Τους κατοίκους των περιοχών αυτών μετέφερε και εγκατέστησεν εις την χώραν των Ασσυρίων. 29 Κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς βασιλείας τοῦ Φακεέ, βασιλιᾶ (τοῦ βασιλείου) τοῦ Ἰσραήλ, ἦλθεν ὁ Θαγλαθφελλασάρ, ὁ βασιλιᾶς τῶν Ἀσσυρίων, καὶ ἐκυρίευσε τὴν πόλιν Αἲν καὶ τὴν Ἀβελβαιθαμααχὰ καὶ τὴν Ἀνιὼχ καὶ τὴν Κενὲζ καὶ τὴν Ἀσὼρ καὶ τὴν Γαλαὰδ καὶ τὴν Γαλιλαῖον καὶ ὅλην τὴν περιοχὴν Νεφθαλί, αἰχμαλώτισε δὲ τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν τῶν περιοχῶν αὐτῶν καὶ τοὺς μετέφερεν ὡς αἰχμαλώτους εἰς τὴν Ἀσσυρίαν.
30 καὶ συνέστρεψε σύστρεμμα ῾Ωσηὲ υἱὸς ᾿Ηλὰ ἐπὶ Φακεὲ υἱὸν Ρομελίου καὶ ἐπάταξεν αὐτὸν καὶ ἐθανάτωσε καὶ ἐβασίλευσεν ἀντ᾿ αὐτοῦ ἐν ἔτει εἰκοστῷ ᾿Ιωάθαμ υἱοῦ ᾿Αζαρίου. 30 Ο Ωσηέ, υιός του Ηλά, ωργάνωσε συνωμοσίαν εναντίον του Φακεέ, υιού του Ρομελίου, εκτύπησεν αυτόν και τον εθανάτωσεν. Ανήλθε δε αντ' αυτού στον βασιλικόν θρόνον κατά το εικοστόν έτος του Ιωάθαμ, υιού του Αζαρίου. 30 Καὶ ὁ Ὡσηέ, υἱὸς τοῦ Ἠλά, ὠργάνωσε συνωμοσίαν ἐναντίον τοῦ βασιλιᾶ Φακεέ, υἱοῦ τοῦ Ρομελία, τὸν ἐκτύπησε καὶ τὸν ἐφόνευσεν. Ἔτσι ὁ Ὡσηὲ ἐβασίλευσεν ὡς διάδοχος τοῦ Φακεὲ κατὰ τὸ εἰκοστὸν ἔτος τοῦ βασιλιᾶ (τοῦ βασιλείου) τοῦ Ἰούδα Ἰωάθαμ, υἱοῦ τοῦ Ἀζαρία.
31 καὶ τὰ λοιπὰ τῶν λόγων Φακεὲ καὶ πάντα, ὅσα ἐποίησεν, ἰδοὺ ταῦτα γεγραμμένα ἐπὶ βιβλίῳ λόγων τῶν ἡμερῶν τοῖς βασιλεῦσιν ᾿Ισραήλ. 31 Τα υπόλοιπα εκ των έργων του Φακεέ, όλα όσα έκαμε, ιδού όλα αυτά είναι γραμμένα στο βιβλίον των έργων των βασιλέων του βασιλείου των Ισραηλιτών. 31 Τὰ δὲ ὑπόλοιπα ἔργα τοῦ βασιλιᾶ Φακεὲ καὶ ὅλα, ὅσα ἔκαμε, νά· ὅλα αὐτὰ εἶναι γραμμένα εἰς τὸ βιβλίον τῶν «Χρονικῶν (ἢ Ἔργα καὶ Ἡμέραι) τῶν βασιλέων (τοῦ βασιλείου) τοῦ Ἰσραήλ».
32 ᾿Εν ἔτει δευτέρῳ Φακεὲ υἱοῦ Ρομελίου βασιλεῖ ᾿Ισραὴλ ἐβασίλευσεν ᾿Ιωάθαμ υἱὸς ᾿Αζαρίου βασιλέως ᾿Ιούδα. 32 Κατά το δεύτερον έτος της βασιλείας του Φακεέ, υιού του Ρομελίου, βασιλέως των Ισραηλιτών, εβασίλευσεν ο Ιωάθαμ ο υιός του Αζαρίου βασιλέως του βασιλείου του Ιούδα. 32 Κατὰ τὸ δεύτερον ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ Φακεέ, υἱοῦ τοῦ Ρομελία, βασιλιᾶ (τοῦ βασιλείου) τὸν Ἰσραήλ, ἀνέβη εἰς τὸν βασιλικὸν θρόνον τοῦ Ἰούδα ὁ Ἰωάθαμ, υἱὸς τοῦ Ἀζαρία.
33 υἱὸς εἴκοσι καὶ πέντε ἐτῶν ἦν ἐν τῷ βασιλεύειν αὐτὸν καὶ ἑκκαίδεκα ἔτη ἐβασίλευσεν ἐν ῾Ιερουσαλήμ, καὶ ὄνομα τῆς μητρὸς αὐτοῦ ῾Ιερουσὰ θυγάτηρ Σαδώκ. 33 Ητο εικοσιπέντε ετών ούτος, όταν ανήλθεν στον βασιλικόν θρόνον. Εβασίλευσε δε επί δέκα εξ έτη εις την Ιερουσαλήμ· η μήτηρ αυτού ωνομάζετο Ιερουσά, ήτο δε θυγάτηρ του Σαδώκ. 33 Ὅταν ὁ Ἰωάθαμ ἀνέβη εἰς τὸν βασιλικὸν θρόνον, ἦταν εἴκοσι πέντε ἐτῶν, ἐβασίλευσε δὲ ἐπὶ δεκαέξι χρόνια μὲ ἔδραν τὴν Ἱερουσαλήμ. Τὸ ὄνομα τῆς μητέρας του ἦταν Ἱερουσά, αὐτὴ δὲ ἦταν κόρη τοῦ Σαδώκ.
34 καὶ ἐποίησε τὸ εὐθὲς ἐν ὀφθαλμοῖς Κυρίου κατὰ πάντα, ὅσα ἐποίησεν ᾿Αζαρίας ὁ πατὴρ αὐτοῦ· 34 Ο Ιωάθαμ έπραξε το αρεστόν ενώπιον του Κυρίου, σύμφωνα με όσα είχε πράξει και ο πατήρ του Αζαρίας. 34 Ὁ Ἰωάθαμ ἔζησε σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου εἰς ὅλα, κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ βασιλιᾶ Ἀζαρία, τοῦ πατέρα του.
35 πλὴν τὰ ὑψηλὰ οὐκ ἐξῇρεν, ἔτι ὁ λαὸς ἐθυσίαζε καὶ ἐθυμία ἐν τοῖς ὑψηλοῖς. αὐτὸ ᾠκοδόμησε τὴν πύλην οἴκου Κυρίου τὴν ἐπάνω. 35 Αλλά τους υψηλούς τόπους των ειδώλων δεν κατέστρεψε. Δια τούτο και ο λαός εξακολουθούσε να προσφέρη θυσίας και θυμίαμα στους υψηλούς αυτούς τόπους. Αυτός δε ανοικοδόμησε την άνω πύλην του ναού του Κυρίου. 35 Ὅμως δὲν κατέστρεψε τοὺς εἰδωλολατρικοὺς τόπους τῆς λατρείας, ποὺ εὑρίσκοντο εἰς ὑψηλὲς τοποθεσίες, καὶ ἔτσι ὁ λαὸς συνέχιζε νὰ προσφέρῃ εἰς τὰ εἴδωλα θυσίες καὶ θυμίαμα εἰς τοὺς τόπους ἐκείνους. Ὁ βασιλιᾶς Ἰωάθαμ ἔκτισε τὴν Ὑψηλὴν (Βορείαν) πύλην τοῦ Ναοῦ.
36 καὶ τὰ λοιπὰ τῶν λόγων ᾿Ιωάθαμ καὶ πάντα, ὅσα ἐποίησεν, οὐχὶ ταῦτα γεγραμμένα ἐπὶ βιβλίῳ λόγων τῶν ἡμερῶν τοῖς βασιλεῦσιν ᾿Ιούδα; 36 Τα υπόλοιπα εκ των έργων του Ιωάθαμ, όλα όσα έκαμε, είναι γραμμένα στο βιβλίον των έργων των βασιλέων του Ιούδα. 36 Τὰ δὲ ὑπόλοιπα ἔργα τοῦ βασιλιᾶ Ἰωάθαμ καὶ ὅλα, ὅσα ἔκαμε, δὲν εἶναι μήπως αὐτὰ γραμμένα εἰς τὸ βιβλίον τῶν «Χρονικῶν (ἢ Ἔργα καὶ Ἡμέραι) τῶν βασιλέων (τοῦ βασιλείου) τοῦ Ἰούδα»;
37 ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἤρξατο Κύριος ἐξαποστέλλειν ἐν ᾿Ιούδᾳ τὸν Ραασσὼν βασιλέα Συρίας, καὶ τὸν Φακεὲ υἱὸν Ρομελίου. 37 Κατά την εποχήν εκείνην ήρχισεν ο Κυριος να αποστέλλη εναντίον του βασιλείου του Ιούδα τον Ραασσών, βασιλέα της Συρίας, και τον Φακεέ, υιόν του Ρομελίου. 37 Κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς βασιλείας τοῦ Ἰωαθὰμ ἄρχισε νὰ ἑξαποστέλλῃ ὁ Κύριος ἐναντίον τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα τὸν Ραασσών, βασιλιᾶ τῆς Συρίας, καὶ τὸν βασιλιᾶ του Ἰσραὴλ Φακεέ, υἱὸν τοῦ Ρομελία.
38 καὶ ἐκοιμήθη ᾿Ιωάθαμ μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ καὶ ἐτάφη μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ ἐν πόλει Δαυὶδ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, καὶ ἐβασίλευσεν ῎Αχαζ υἱὸς αὐτοῦ ἀντ᾿ αὐτοῦ. 38 Ο Ιωάθαμ εκοιμήθη μετά των πατέρων του και ετάφη εις την πόλιν του προγόνου του Δαυίδ, αντ' αυτού δε εβασίλευσεν ο Αχαζ ο υιός του. 38 Ἀπέθανεν ὁ βασιλιᾶς Ἰωάθαμ καὶ προσετέθη εἰς τοὺς ἀποθαμένους προγόνους του καὶ ἐτάφη μὲ τοὺς ἀποθαμένους προγόνους του εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, τὴν πόλιν τοῦ προπάτορός του Δαβίδ. Ἐβασίλευσε δὲ ὡς διάδοχός του ὁ Ἄχαζ, ὁ υἱός του.