Παρασκευή, 11 Οκτωβρίου 2024
Ανατ: 07:31
Δύση: 18:54
Σελ. 9 ημ.
285-81
16ος χρόνος, 6082η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Δ' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21 (ΚΑ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΥΙΟΣ δώδεκα ἐτῶν Μανασσῆς ἐν τῷ βασιλεύειν αὐτὸν καὶ πεντήκοντα καὶ πέντε ἔτη ἐβασίλευσεν ἐν ῾Ιερουσαλήμ, καὶ ὄνομα τῇ μητρὶ αὐτοῦ ᾿Οψιβά. 1 Δωδεκα ετών ήτο ο Μανασσής, όταν ανήλθε στον βασιλικόν θρόνον. Εβασίλευσε δε εις την Ιερουσαλήμ επί πεντήκοντα και πέντε έτη. Η μήτηρ του ωνομάζετο Οψιβά. 1 Ο Μανασσῆς ἦταν δώδεκα ἐτῶν, ὅταν ἔγινε βασιλιᾶς τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα. Ἐβασίλευσε δὲ ἐπὶ πενῆντα πέντε χρόνια μὲ ἔδραν τὴν Ἱερουσαλήμ. Τὸ ὄνομα τῆς μητέρας του ἦταν Ὀψιβά.
2 καὶ ἐποίησε τὸ πονηρὸν ἐν ὀφθαλμοῖς Κυρίου κατὰ τὰ βδελύγματα τῶν ἐθνῶν, ὧν ἐξῇρε Κύριος ἀπὸ προσώπου τῶν υἱῶν ᾿Ισραήλ, 2 Αυτός έπραξε πονηρά ενώπιον του Κυρίου, σύμφωνα με τα βδελυρά ειδωλολατρικά έργα των άλλων εθνών, τα οποία έθνη ο Κυριος έβγαλε και εξεδίωξεν από το πρόσωπον των Ισραηλιτών. 2 Ὁ Μανασσῆς παρεσύρθη εἰς παρεκτροπὲς καὶ ἁμαρτωλὲς πράξεις καὶ ἔκαμεν ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον εἶναι πονηρὸν εἰς τὰ μάτια τοῦ Θεοῦ· κατήντησεν εἰς τὴν εἰδωλολατρίαν, διότι ἐμιμήθη τὰ σιχαμερὰ εἴδωλα τῶν ἄλλων ἐθνῶν, τὰ ὁποῖα ἐξερρίζωσεν ὁ Κύριος, καθὼς οἱ Ἰσραηλῖται ἐπροχωροῦσαν καὶ ἐγκαθίσταντο εἰς τὴν Γῆν τῆς ἐπαγγελίας.
3 καὶ ἐπέστρεψε καὶ ᾠκοδόμησε τὰ ὑψηλά, ἃ κατέσπασεν ᾿Εζεκίας ὁ πατὴρ αὐτοῦ, καὶ ἀνέστησε θυσιαστήριον τῇ Βάαλ καὶ ἐποίησε τὰ ἄλση, καθὼς ἐποίησε ᾿Αχαὰβ βασιλεὺς ᾿Ισραήλ, καὶ προσεκύνησε πάσῃ τῇ δυνάμει τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἐδούλευσεν αὐτοῖς. 3 Αυτός, λοιπόν, εστράφη και ανοικοδόμησε τους υψηλούς τόπους της ειδωλικής λατρείας, τους οποίους είχε κρημνίσει ο Εζεκίας, ο πατήρ του. Εκτισε θυσιαστήριον στον Βααλ, κατεσκεύασεν αγάλματα δια την θεάν Αστάρτην, όπως είχε κάμνει ο Αχαάβ, ο βασιλεύς των Ισραηλιτών. Ελάτρευσε και προσεκύνησεν όλα τα αστέρια του ουρανού και έγινε δούλος εις την ειδωλολατρείαν. 3 Αὐτὸς ἔκτισε καὶ πάλιν τοὺς εἰδωλολατρικοὺς τόπους τῆς λατρείας, ποὺ εὑρίσκοντο εἰς ὑψηλὲς τοποθεσίες, τοὺς ὁποίους κατέστρεψεν ὁ πατέρας του Ἐζεκίας, καὶ ἔκτισε θυσιαστήριον εἰς τὸν βδελυκτὸν Βάαλ καὶ κατεσκεύασεν ἀγάλματα τῆς θεᾶς Ἀστάρτης εἰς δασώδη μέρη, ὅπως ἔκαμε καὶ ὁ Ἀχαάβ, ὁ βασιλιᾶς τοῦ Ἰσραήλ· ἐπίσης ἐλάτρευσεν ὅλα τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἔκλινε δουλικὰ τὰ γόνατά του ἐμπρός των.
4 καὶ ᾠκοδόμησε θυσιαστήριον ἐν οἴκῳ Κυρίου, ὡς εἶπεν· ἐν ῾Ιερουσαλὴμ θήσω τὸ ὄνομά μου, 4 Εκτισεν επίσης και θυσιαστήριον στον ναόν του Κυρίου, δια τον οποίον ναόν ο Θεός είχε πει· “η Ιερουσαλήμ είναι η πόλις εκείνη, όπου θα θέσω προς λατρείαν το όνομά μου”. 4 Ὁ Μανασσῆς ἔκτισεν ἐπίσης εἰδωλολατρικὸν θυσιαστήριον εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Κυρίου, εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον, περὶ τοῦ ὁποίου ὁ Θεὸς εἶπεν: «Εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ θὰ θέσω τὸ ὄνομά μου καὶ ἐκεῖ πρέπει νὰ δοξολογῆται καὶ νὰ λατρεύεται».
5 καὶ ᾠκοδόμησε θυσιαστήριον πάσῃ τῇ δυνάμει τοῦ οὐρανοῦ ἐν ταῖς δυσὶν αὐλαῖς οἴκου Κυρίου 5 Εκτισε και θυσιαστήριον εις λατρείαν των άστρων του ουρανού εντός των δύο αυλών του ναού του Κυρίου. 5 Ἔκτισεν ἐπίσης εἰδωλολατρικὰ θυσιαστήρια δι ὅλα τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ εἰς τὶς δύο αὐλὲς τοῦ Ναοῦ - τὴν ἐξωτερικὴν καὶ τὴν ἐσωτερικήν.
6 καὶ διῆγε τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ ἐν πυρὶ καὶ ἐκληδονίζετο καὶ οἰωνίζετο καὶ ἐποίησε τεμένη καὶ γνώστας ἐπλήθυνε τοῦ ποιεῖν τὸ πονηρὸν ἐν ὀφθαλμοῖς Κυρίου παροργίσαι αὐτόν. 6 Επέρασε και αυτός τα παιδιά του από την φωτιάν κατά τα έθιμα των ειδωλολατρών, εζητούσε να μάθη το μέλλον με τον κλήδονα και με τους οιωνούς, έκτισεν ιερούς ειδωλολατρικούς τόπους και εκάλεσε πολυαρίθμους μάγους, δια να διαπράττεται έτσι το πονηρόν ενώπιον του Κυρίου, ώστε να εξοργίση τον Κυριον εναντίον του. 6 Καὶ ἐθυσίαζε τοὺς υἱούς του ὡς ὁλοκαύτωμα εἰς τὰ εἴδωλα (κατ' ἄλλους: Τοὺς ἐπερνοῦσε ἀπὸ τὴν φωτιὰ διὰ νὰ τοὺς ἑξαγνίσῃ) καὶ ἐπεδίδετο εἰς μαντεῖες καὶ μαγεῖες καὶ εἰδωλολατρικές (νεκρο)μαντεῖες μέ «μέντιουμ» καὶ κατεσκεύασεν εἰδωλολατρικοὺς ναοὺς καὶ αὔξησε τοὺς μάγους (ἢ τὰ «μέντιουμ»). Μὲ ὅλα αὐτὰ ἁμάρτησε πάρα πολὺ καὶ ἔκαμεν ἐκεῖνο, ποὺ εἶναι πονηρὸν εἰς τὰ μάτια τοῦ Θεοῦ· ἐβουτήχθη κυριολεκτικὰ εἰς τὴν εἰδωλολατρίαν καὶ ἐξώργισε τὸν Κύριον.
7 καὶ ἔθηκε τὸ γλυπτὸν τοῦ ἄλσους ἐν τῷ οἴκῳ, ᾧ εἶπε Κύριος πρὸς Δαυὶδ καὶ πρὸς Σαλωμὼν τὸν υἱὸν αὐτοῦ· ἐν τῷ οἴκῳ τούτῳ καὶ ἐν ῾Ιερουσαλήμ, ᾗ ἐξελεξάμην ἐκ πασῶν φυλῶν τοῦ ᾿Ισραήλ, καὶ θήσω τὸ ὄνομά μου εἰς τὸν αἰῶνα 7 Ετοποθέτησε και το άγαλμα της Αστάρτης στον ναόν του Κυρίου, δια τον οποίον ναόν ο Θεός είχεν είπει προς τον Δαυίδ και προς τον υιόν αυτού τον Σολομώντα ότι “στον ναόν τούτον και εις την Ιερουσαλήμ, την οποίαν εγώ εξέλεξα από τας άλλας πόλεις των φυλών του ισραηλιτικού λαού, εκεί θα θέσω το όνομά μου, δια να ακούεται και να δοξάζεται αιωνίως. 7 Ὁ Μανασσῆς ἔστησεν ἐπίσης τὸ ἄγαλμα τῆς θεᾶς Ἀστάρτης εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Κυρίου, εἰς τὸν τόπον, περὶ τοῦ ὁποίου ὁ Θεὸς εἰπὲ πρὸς τὸν Δαβὶδ καὶ πρὸς τὸν Σολομῶντα, τὸν υἱόν του: «Εἰς τὸν Ναὸν αὐτόν, ἐδῶ εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, εἶναι ὁ τόπος, τὸν ὁποῖον ἔχω διαλέξει ἀπὸ ὅλην τὴν περιοχὴν τῶν δώδεκα φυλῶν τοῦ Ἰσραήλ, διὰ νὰ θέσω τὸ ὄνομά μου, ὥστε νὰ λατρεύεται καὶ νὰ δοξολογῆται αἰωνίως.
8 καὶ οὐ προσθήσω τοῦ σαλεῦσαι τὸν πόδα ᾿Ισραὴλ ἀπὸ τῆς γῆς, ἧς ἔδωκα τοῖς πατράσιν αὐτῶν, οἵτινες φυλάξουσι πάντα ὅσα ἐνετειλάμην κατὰ πᾶσαν τὴν ἐντολήν, ἣν ἐνετείλατο αὐτοῖς ὁ δοῦλός μου Μωυσῆς. 8 Και δεν θα αποφασίσω να σαλεύσω τα πόδια των Ισραηλιτών από την γην, που έδωσα στους πατέρας των, στους οποίους έδωσα την εντολήν να εφαρμόσουν τας εντολάς μου, όπως διέταξα εις αυτούς δια μέσου του δούλου μου του Μωϋσέως”. 8 Καὶ δὲν θὰ ἐπιτρέψω νὰ συρθῃ ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς ἔξω ἀπὸ τὴν χώραν αὐτήν, τὴν ὁποίαν ἔδωκα ὡς κληρονομίαν εἰς τοὺς πατέρας των, ἐφ’ ὅσον ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς θὰ ὑπακούσῃ εἰς ὅλες τὶς ἐντολές μου καὶ θὰ μείνῃ σταθερὸς εἰς ὅλον τὸν Νόμον, τὸν ὁποῖον τοὺς ἔδωκεν ὁ δοῦλος μου Μωϋσῆς κατ' ἐντολήν μου».
9 καὶ οὐκ ἤκουσαν, καὶ ἐπλάνησεν αὐτοὺς Μανασσῆς τοῦ ποιῆσαι τὸ πονηρὸν ἐν ὀφθαλμοῖς Κυρίου ὑπὲρ τὰ ἔθνη, ἃ ἠφάνισε Κύριος ἐκ προσώπου υἱῶν ᾿Ισραήλ. 9 Εκείνοι όμως δεν ήκουσαν. Τους παρεπλάνησεν ο Μανασσής, ώστε να πράξουν πονηρά ενώπιον του Κυρίου περισσότερα από όσα έπραξαν τα άλλα έθνη, τα οποία εξωλόθρευσεν ο Κυριος από το πρόσωπον των Ισραηλιτών. 9 Ἀλλ’ ὁ λαὸς τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα δὲν ὑπήκουσαν εἰς τὸν Κύριον καὶ ὁ βασιλιᾶς Μανασσῆς τοὺς ἐξηπάτησε καὶ τοὺς ὠδήγησεν, ὥστε νὰ παρασυρθοῦν εἰς παρεκτροπὲς καὶ ἁμαρτωλὲς πράξεις καὶ νὰ κάμουν ἐκεῖνο, ποὺ εἶναι πονηρὸν εἰς τὰ μάτια τοῦ Θεοῦ· νὰ καταντήσουν εἰς τὴν εἰδωλολατρίαν περισσότερον ἀπὸ τὰ εἰδωλολατρικὰ ἔθνη, τὰ ὁποῖα ἐξηφάνισεν ὁ Κύριος, καθὼς οἱ Ἰσραηλῖται ἐπροχωροῦσαν καὶ ἐγκαθίσταντο εἰς τὴν Γῆν τῆς ἐπαγγελίας.
10 καὶ ἐλάλησε Κύριος ἐν χειρὶ δούλων αὐτοῦ τῶν προφητῶν λέγων· 10 Ωμίλησεν ο Κυριος δια μέσου των δούλων του των προφητών λέγων· 10 Ὁ Κύριος ἐμίλησε διὰ τῶν δούλων του τῶν προφητῶν καὶ εἶπεν:
11 ἀνθ᾿ ὧν ὅσα ἐποίησε Μανασσῆς ὁ βασιλεὺς ᾿Ιούδα τὰ βδελύγματα ταῦτα τὰ πονηρὰ ἀπὸ πάντων, ὧν ἐποίησεν ὁ ᾿Αμορραῖος ὁ ἔμπροσθεν, καὶ ἐξήμαρτε καί γε τὸν ᾿Ιούδαν ἐν τοῖς εἰδώλοις αὐτῶν, 11 “Αντί των όσων αμαρτωλών έργων έπραξεν ο Μανασσής, ο βασιλεύς του Ιούδα, ο οποίος κατεσκεύασε τα αποκρουστικά αυτά είδωλα, χειρότερα από εκείνα τα οποία έκαναν οι προ αυτού Αμορραίοι, και παρώθησε τον ιουδαϊκόν λαόν εις την λατρείαν αυτών των ειδώλων, 11 «Ἐπειδὴ ὁ Μανασσῆς, ὁ βασιλιᾶς τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα, κατεσκεύασεν ὅλα αὐτὰ τὰ σιχαμερὰ εἴδωλα, ποὺ εἶναι ἀσυγκρίτως χειρότερα ἀπὸ ὅλα ἐκεῖνα, ποὺ ἔκαμαν οἱ Ἀμορραῖοι, οἱ ὁποῖοι προηγήθησαν τῶν Ἰσραηλιτῶν, καὶ ἔτσι παρέσυρε καὶ αὐτὸν τὸν Ἰουδαϊκὸν λαόν, ὥστε νὰ ὁδηγηθῇ εἰς τὴν ἀποστασίαν καὶ τὴν εἰδωλολατρίαν ἐκείνων,
12 οὐχ οὕτως, τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς ᾿Ισραήλ· ἰδοὺ ἐγὼ φέρω κακὰ ἐπὶ ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ᾿Ιούδαν, ὥστε παντὸς ἀκούοντος ἠχήσει ἀμφότερα τὰ ὦτα αὐτοῦ, 12 πράγμα το οποίον δεν έπρεπε να γίνη, δια τούτο αυτά λέγει Κυριος ο Θεός του Ισραήλ· Ιδού εγώ θα επιφέρω μεγάλας συμφοράς εναντίον της Ιερουσαλήμ και γενικώτερον εναντίον του ιουδαϊκού βασιλείου, ώστε καθένας ο οποίος θα τας ακούση, θα αισθανθή να βουΐζουν και τα δύο του τα αυτιά. 12 πρᾶγμα ποὺ δὲν ἔπρεπε νὰ γίνῃ, διὰ τοῦτο αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος, ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ: «Νά, ἐγὼ θὰ προξενήσω τέτοιαν καὶ τόσην καταστροφὴν εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ εἰς τὸ βασίλειον τοῦ Ἰούδα, ὥστε κάθε ἕνας, ποὺ θὰ ἀκούῃ δι’ αὐτήν, θὰ αἰσθανθῇ βουητὸν καὶ μεγάλον πόνον εἰς τὰ αὐτιά του· θὰ μείνῃ κατάπληκτος!
13 καὶ ἐκτενῶ ἐπὶ ῾Ιερουσαλὴμ τὸ μέτρον Σαμαρείας καὶ τὸ στάθμιον οἴκου ᾿Αχαάβ· καὶ ἀπαλείψω τὴν ῾Ιερουσαλήμ, καθὼς ἀπαλείφεται ὁ ἀλάβαστρος ἀπαλειφόμενος καὶ καταστρέφεται ἐπὶ πρόσωπον αὐτοῦ, 13 Θα επεκτείνω εναντίον της Ιερουσαλήμ το καταστρεπτικόν μέτρον, που εφήρμοσα κατά της Σαμαρείας, και το μέτρον που εφήρμοσα εναντίον της οικογενείας του Αχαάβ. Θα αδειάσω την Ιερουσαλήμ από τους κατοίκους της, όπως αδειάζει το αλαβάστρινον δοχείον από το μύρον και σκουπίζεται και αναστρέφεται με το στόμιον προς τα κάτω. 13 Θὰ ἐφαρμόσω καὶ διὰ τὴν Ἱερουσαλὴμ τὸ ἴδιον καταστρεπτικὸν μέτρον, ποὺ ἐφήρμοσα διὰ τὴν Σαμάρειαν, καὶ τὸ ἴδιον μέτρον τῆς φοβερᾶς τιμωρίας τοῦ βασιλιᾶ Ἀχαὰβ καὶ τῆς οἰκογενείας του. Θὰ τιμωρήσω τὴν Ἱερουσαλὴμ τόσον, ὥστε θὰ τὴν ἀπογυμνώσω ἐντελῶς ἀπὸ τὸν πληθυσμόν της, ὅπως ἀκριβῶς σπογγίζεται καὶ καθαρίζεται τὸ ἀλαβάστρινον πιάτο, ὥστε νὰ μὴ μείνῃ τίποτε, καὶ ἀναποδογυρίζεται, ὥστε νὰ ἔλθῃ τὸ ἐπάνω κάτω!
14 καὶ ἀπώσομαι τὸ ὑπόλειμμα τῆς κληρονομίας μου καὶ παραδώσω αὐτοὺς εἰς χεῖρας ἐχθρῶν αὐτῶν, καὶ ἔσονται εἰς διαρπαγὴν καὶ εἰς προνομὴν πᾶσι τοῖς ἐχθροῖς αὐτῶν, 14 Θα απομακρύνω από αυτήν το υπόλοιπον της κληρονομίας μου, το βασίλειον του Ιούδα, και θα παραδώσω αυτό εις τα χέρια των εχθρών του, ώστε να είναι άρπαγμα και λάφυρα εκείνων. 14 Καὶ θὰ ἀπωθήσω ἀπὸ κοντά μου ὡς ἀνεπιθυμήτους καὶ ἐπαχθεῖς τὸ ὑπόλειμμα τοῦ λαοῦ τῆς κληρονομίας μου, ποὺ θὰ ἐπιζήσῃ, καὶ θὰ παραδώσω τοὺς Ἰσραηλίτες αὐτοὺς εἰς τὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν των. Ἔτσι αὐτοὶ θὰ ὑποστοῦν τὴν διαρπαγὴν καὶ τὴν λαφυραγώγησιν ἐκ μέρους ὅλων τῶν ἐχθρῶν των.
15 ἀνθ᾿ ὧν ὅσα ἐποίησαν τὸ πονηρὸν ἐν ὀφθαλμοῖς μου καὶ ἦσαν παροργίζοντές με ἀπὸ τῆς ἡμέρας, ἧς ἐξήγαγον τοὺς πατέρας αὐτῶν ἐξ Αἰγύπτου καὶ ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης. 15 Και θα τιμωρηθούν έτσι, διότι διέπραξαν πονηρά ενώπιόν μου και συνεχώς με παρώργιζαν από την ημέραν. Που έβγαλα τους προγόνους αυτών ελευθέρους από την Αίγυπτον, μέχρι της ημέρας αυτής. 15 Θὰ προξενήσω ὅλες αὐτὲς τὶς συμφορὲς εἰς τὸν λαόν, διότι παρεσύρθησαν εἰς παρεκτροπὲς καὶ ἁμαρτωλὲς πράξεις καὶ ἔκαμαν ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον εἶναι πονηρὸν εἰς τὰ μάτια μου· κατήντησαν εἰς τὴν εἰδωλολατρίαν καὶ συνεχῶς μὲ ἐξώργιζαν ἀπὸ τὴν ἡμέραν, ποὺ ἐλευθέρωσα ἀπὸ τὴν δουλείαν καὶ ὠδήγησα τοὺς προπάτορές των ἔξω ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον, μέχρι τῆς ἡμέρας αὐτῆς».
16 καί γε αἷμα ἀθῷον ἐξέχεε Μανασσῆς πολὺ σφόδρα, ἕως οὗ ἔπλησε τὴν ῾Ιερουσαλὴμ στόμα εἰς στόμα, πλὴν ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτοῦ, ὧν ἐξήμαρτε τὸν ᾿Ιούδαν τοῦ ποιῆσαι τὸ πονηρὸν ἐν ὀφθαλμοῖς Κυρίου. 16 Επί πλέον ο Μανασσής έχυσε πάρα πολύ αθώον αίμα, έως ότου εγέμισε την Ιερουσαλήμ από το ένα άκρον στο άλλο, έκτος βέβαια των άλλων ασεβειών τας οποίας είχε διαπράξει και δια των οποίων παρώθησε τον ιουδαϊκόν λαόν να παρασυρθή εις πονηράς πράξεις και την ειδωλολατρείαν ενώπιον του Κυρίου”. 16 Ἐπὶ πλέον ὁ βασιλιᾶς Μανασσῆς ἐσκότωσε τόσον πολλοὺς ἀθώους, ὥστε τὸ αἷμα των ἐπλημμύρισε τὴν Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ τὴν μίαν ἕως τὴν ἄλλην ἄκρην ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἐγκλήματα αὐτά, μὲ τὴν ἁμαρτωλὴν πολιτείαν καὶ τὶς ἀσέβειές του παρέσυρε τὸν Ἰουδαϊκὸν λαὸν εἰς τὸ νὰ κάμῃ ἐκεῖνο, ποὺ εἶναι πονηρὸν εἰς τὰ μάτια τοῦ Θεοῦ, εἰς τὴν βδελυκτὴν εἰδωλολατρίαν.
17 καὶ τὰ λοιπὰ τῶν λόγων Μανασσῆ καὶ πάντα, ὅσα ἐποίησε, καὶ ἡ ἁμαρτία αὐτοῦ, ἣν ἥμαρτεν, οὐχὶ ταῦτα γεγραμμένα ἐπὶ τῷ βιβλίῳ λόγων τῶν ἡμερῶν τοῖς βασιλεῦσιν ᾿Ιούδα; 17 Τα υπόλοιπα από τα έργα του Μανασσή όλα όσα αυτός έκαμε, όπως και αι αμαρτίαι τας οποίας διέπραξεν, είναι γραμμένα στο βιβλίον των έργων των βασιλέων του Ιούδα. 17 Τὰ δὲ ὑπόλοιπα ἔργα τοῦ Μανασσῆ καὶ ὅλα, ὅσα ἔκαμε, καὶ οἱ ἁμαρτίες, τὶς ὁποῖες διέπραξε, δὲν εἶναι μήπως αὐτὰ γραμμένα εἰς τὸ βιβλίον τῶν «Χρονικῶν (ἢ Ἔργα καὶ Ἡμέραι) τῶν βασιλέων (τοῦ βασιλείου) τοῦ Ἰούδα»;
18 καὶ ἐκοιμήθη Μανασσῆς μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ καὶ ἐτάφη ἐν τῷ κήπῳ τοῦ οἴκου αὐτοῦ, ἐν κήπω ᾿Οζά, καὶ ἐβασίλευσεν ᾿Αμὼν υἱὸς αὐτοῦ ἀντ᾿ αὐτοῦ. 18 Εκοιμήθη ο Μανασσής μετά των πατέρων του και ετάφη στον κήπον του ανακτόρου του, στον κήπον του Οζά. Εβασίλευσε δε αντί αυτού ο υιός του ο Αμών. 18 Καὶ ἀπέθανεν ὁ Μανασσῆς μαζὶ μὲ τοὺς προγόνους του καὶ ἐτάφη εἰς τὸν κῆπον τοῦ βασιλικοῦ ἀνακτόρου του, εἰς τὸν κῆπον τοῦ Ὀζά. Ἐβασίλευσε δὲ ὡς διάδοχός του ὁ Ἀμών, ὁ υἱός του.
19 Υἱὸς εἴκοσι καὶ δύο ἐτῶν ᾿Αμὼν ἐν τῷ βασιλεύειν αὐτὸν καὶ δύο ἔτη ἐβασίλευσεν ἐν ῾Ιερουσαλήμ, καὶ ὄνομα τῇ μητρὶ αὐτοῦ Μεσολλὰμ θυγάτηρ ᾿Αροῦς ἐξ ᾿Ιετέβα. 19 Είκοσι δύο ετών ήτο ο Αμών, όταν ανήλθεν στον βασιλικόν θρόνον, και εβασίλευσεν επί δύο έτη εις την Ιερουσαλήμ. Η μητέρα του ωνομάζετο Μεσολλάμ και ήτο θυγάτηρ του Αρούς, ο οποίος κατήγετο από την Ιετέβα. 19 Ὁ Ἀμὼν ἦταν εἴκοσι δύο ἐτῶν, ὅταν ἔγινε βασιλιᾶς (τοῦ βασιλείου) τοῦ Ἰούδα, ἐβασίλευσε δὲ μὲ ἔδραν τὴν Ἱερουσαλὴμ ἐπὶ δύο χρόνια. Ἡ μητέρα του ὠνομάζετο Μεσολλὰμ καὶ ἦταν κόρη τοῦ Ἀρούς, ποὺ κατήγετο ἀπὸ τὴν πόλιν Ἰετέβα.
20 καὶ ἐποίησε τὸ πονηρὸν ἐν ὀφθαλμοῖς Κυρίου, καθὼς ἐποίησε Μανασσῆς ὁ πατὴρ αὐτοῦ. 20 Και αυτός διέπραξε πονηρά ενώπιον του Κυρίου, ηκολούθησε την ειδωλολατρείαν, όπως είχε πράξει και ο Μανασσής ο πατέρας του. 20 Ὁ Ἀμὼν παρεσύρθη εἰς παρεκτροπὲς καὶ ἁμαρτωλὲς πράξεις καὶ ἔκαμεν ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον εἶναι πονηρὸν εἰς τὰ μάτια τοῦ Θεοῦ· κατήντησεν εἰς τὴν εἰδωλολατρίαν, ὅπως εἶχε καταντήσει καὶ ὁ Μανασσῆς, ὁ πατέρας του.
21 καὶ ἐπορεύθη ἐν πάσῃ ὁδῷ, ᾗ ἐπορεύθη ὁ πατὴρ αὐτοῦ, καὶ ἐλάτρευσε τοῖς εἰδώλοις, οἷς ἐλάτρευσεν ὁ πατὴρ αὐτοῦ, καὶ προσεκύνησεν αὐτοῖς 21 Αυτός, δηλαδή, επορεύθη εις όλον τον δρόμον, τον οποίον είχε πορευθή ο πατέρας του, ελάτρευσε τα είδωλα, όπως και ο πατέρας του, και προσεκύνησεν αυτά. 21 Καὶ ἀκολούθησε εἰς ὅλα τὸ παράδειγμα τῆς ἁμαρτωλῆς πολιτείας τοῦ πατέρα του καὶ ἐλάτρευσε τὰ εἴδωλα, τὰ ὁποῖα ἐλάτρευσεν ὁ πατέρας του, καὶ τὰ ἐπροσκύνησε.
22 καὶ ἐγκατέλιπε τὸν Κύριον Θεὸν τῶν πατέρων αὐτοῦ καὶ οὐκ ἐπορεύθη ἐν ὁδῷ Κυρίου. 22 Εγκατέλειψε τον Κυριον και Θεόν των πατέρων του και δεν εβάδισε τον δρόμον του Κυρίου. 22 Καὶ ἐγκατέλειψε τὸν Κύριον, τὸν Θεὸν τῶν προγόνων του, καὶ δὲν ἐβάδισεν οὔτε συμπεριεφέρθη σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου.
23 καὶ συνεστράφησαν οἱ παῖδες ᾿Αμὼν πρὸς αὐτὸν καὶ ἐθανάτωσαν τὸν βασιλέα ἐν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ. 23 Δια την ασέβειάν του επέτρεψεν ο Θεός, ώστε οι δούλοι του Αμών έκαμαν συνωμοσίαν εναντίον του και εφόνευσαν τον βασιλέα μέσα στο βασιλικόν του ανάκτορον. 23 Ἐσυνωμότησαν δὲ οἱ ὑπηρέται (κατ' ἄλλους: Οἱ ἀξιωματοῦχοι) τοῦ Ἀμὼν ἐναντίον του καὶ ἐδολοφόνησαν τὸν βασιλιᾶ μέσα εἰς τὸ ἀνάκτορόν του.
24 καὶ ἐπάταξεν ὁ λαὸς τῆς γῆς πάντας τοὺς συστραφέντας ἐπὶ τὸν βασιλέα ᾿Αμὼν καὶ ἐβασίλευσεν ὁ λαὸς τῆς γῆς τὸν ᾿Ιωσίαν υἱὸν αὐτοῦ ἀντ᾿ αὐτοῦ. 24 Ο λαός όμως του βασιλείου Ιούδα ηγανάκτησε και εκτύπησεν όλους εκείνους, που είχαν συνωμοτήσει εναντίον του βασιλέως Αμώς, και τους εθανάτωσε. Εγκατέστησε δε ο λαός βασιλέα αντί του Αμών τον υιόν του Ιωσίαν. 24 Ἀλλ’ ὁ λαὸς τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα ἐσκότωσεν ὅλους, ὅσοι εἶχαν συνωμοτήσει κατὰ τοῦ βασιλιᾶ Ἀμών, καὶ ὁ λαὸς τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα ἀνέβασε εἰς τὸν βασιλικὸν θρόνον ὡς διάδοχόν του τὸν Ἰωσίαν, τὸν υἱόν του.
25 καὶ τὰ λοιπὰ τῶν λόγων ᾿Αμών, ὅσα ἐποίησεν, οὐκ ἰδοὺ ταῦτα γεγραμμένα ἐπὶ βιβλίῳ λόγων τῶν ἡμερῶν τοῖς βασιλεῦσιν ᾿Ιούδα; 25 Τα υπόλοιπα από τα έργα του Αμών, τα οποία αυτός έπραξεν, είναι γραμμένα στο βιβλίον των έργων των βασιλέων του Ιούδα. 25 Τὰ δὲ ὑπόλοιπα ἔργα τοῦ Ἀμών, ὅλα, ὅσα ἔκαμε, δὲν εἶναι μήπως αὐτὰ γραμμένα εἰς τὸ βιβλίον τῶν «Χρονικῶν (ἢ Ἔργα καὶ Ἡμέραι) τῶν βασιλέων (τοῦ βασιλείου) τοῦ Ἰούδα»;
26 καὶ ἔθαψαν αὐτὸν ἐν τῷ τάφῳ αὐτοῦ ἐν τῷ κήπῳ ᾿Οζά, καὶ ἐβασίλευσεν ᾿Ιωσίας υἱὸς αὐτοῦ ἀντ᾿ αὐτοῦ. 26 Εθαψαν αυτόν στον τάφον του, ο οποίος ευρίσκετο στον κήπον του Οζά, αντί δε αυτού ανήλθεν στον βασιλικόν θρόνον ο υιός του ο Ιωσίας. 26 Καὶ τὸν ἔθαψαν εἰς τὸν τάφον του, ὁ ὁποῖος εὑρίσκετο εἰς τὸν κῆπον τοῦ Ὀζά. Ἐβασίλευσε δὲ ὡς διάδοχός του ὁ Ἰωσίας, ὁ υἱός του.