Σάββατο, 20 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:43
Δύση: 20:06
Σελ. 12 ημ.
111-255
16ος χρόνος, 5908η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Δ' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12 (ΙΒ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΥΙΟΣ ἑπτὰ ἐτῶν ᾿Ιωὰς ἐν τῷ βασιλεύειν αὐτόν. 1 Επτά ετών ήτο ο Ιωάς, όταν ανήλθεν στον βασιλικόν θρόνον. 1 Ο Ἰωὰς εἶχεν ἠλικίαν ἑπτὰ ἐτῶν, ὅταν ἔγινε βασιλιᾶς τοῦ κράτους τοῦ Ἰούδα.
2 ἐν ἔτει ἑβδόμῳ τῷ ᾿Ιοὺ ἐβασίλευσεν ᾿Ιωὰς καὶ τεσσαράκοντα ἔτη ἐβασίλευσεν ἐν ῾Ιερουσαλήμ, καὶ ὄνομα τῆς μητρὸς αὐτοῦ ᾿Αβιὰ ἐκ τῆς Βηρσαβεέ. 2 Κατά το έβδομον έτος του Ιού, βασιλέως του Ισραήλ, ανήλθεν στον θρόνον ο Ιωάς. Εβασίλευσε δε τεσσαράκοντα έτη εις την Ιουδαίαν με πρωτεύουσαν την Ιερουσαλήμ. Η μητέρα του ωνομάζετο Αβιά και κατήγετο από την πόλιν Βηρσαβεέ. 2 Ὁ βασιλιᾶς Ἰωὰς ἀνέβη εἰς τὸν Θρόνον κατὰ τὸ ἕβδομον ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ Ἰού, ἐβασίλευσε δὲ σαράντα χρόνια μὲ ἔδραν τὴν Ἱερουσαλήμ. Ἡ μητέρα του ὠνομάζετο Ἀβιὰ καὶ κατήγετο ἀπὸ τὴν Βηρσαβεέ.
3 καὶ ἐποίησεν ᾿Ιωὰς τὸ εὐθὲς ἐνώπιον Κυρίου πάσας τὰς ἡμέρας, ἃς ἐφώτισεν αὐτὸν ᾿Ιωδαὲ ὁ ἱερεύς· 3 Ο Ιωάς έπραξε το ευάρεστον ενώπιον του Κυρίου όλας τας ημέρας της βασιλείας του, κατά τας οποίας διεφωτίζετο από τον αρχιερέα Ιωδαέ. 3 Ὁ βασιλιᾶς Ἰωὰς ἔζησε σύμφωνα μὲ τὸ Θέλημα καὶ τὶς ἐντολὲς του Κυρίου ὅλες τὶς ἡμέρες τῆς βασιλείας του, κατὰ τὶς ὁποῖες τὸν διεφώτιζε καὶ τὸν καθωδηγοῦσε ὁ ἀρχιερεὺς Ἰωδαέ.
4 πλὴν τῶν ὑψηλῶν οὐ μετεστάθησαν, καὶ ἐκεῖ ἔτι ὁ λαὸς ἐθυσίαζε καὶ ἐθυμίων ἐν τοῖς ὑψηλοῖς. 4 Αλλά τους υψηλούς τόπους, όπου ελατρεύοντο ακόμη τα είδωλα, δεν επέτυχε να καταστρέψη και έτσι ο λαός προσέφερεν και στους ειδωλικούς θεούς θυσίας και θυμιάματα. 4 Ὅμως οἱ εἰδωλολατρικοὶ τόποι τῆς λατρείας, ποὺ εὑρίσκοντο εἰς ὑψηλὲς τοποθεσίες, δὲν κατεστράφησαν, καὶ ἔτσι ὁ λαὸς συνέχιζε νὰ προσφέρῃ εἰς τὰ εἴδωλα θυσίες καὶ θυμίαμα εἰς τοὺς τόπους ἐκείνους.
5 καὶ εἶπεν ᾿Ιωὰς πρὸς τοὺς ἱερεῖς· πᾶν τὸ ἀργύριον τῶν ἁγίων τὸ εἰσοδιαζόμενον ἐν τῷ οἴκῳ Κυρίου, ἀργύριον συντιμήσεως, ἀνὴρ ἀργύριον λαβὼν συντιμήσεως, πᾶν ἀργύριον, ὃ ἐὰν ἀναβῇ ἐπὶ καρδίαν ἀνδρὸς ἐνεγκεῖν ἐν οἴκῳ Κυρίου, 5 Ο Ιωάς είπε προς τους ιερείς· “όλον το αργύριον, το οποίον εισοδεύεται στον ναόν από τας αγίας προσφοράς, δηλαδή το αργύριον το οποίον προέρχεται από προσωπικήν προσφοράν, το αργύριον το οποίον εισπράττεται κατόπιν εκτιμήσεως, και το αργύριον το οποίον κατά την διάθεσίν του έκαστος θα προσφέρη προς τον ναόν του Κυρίου, 5 Καὶ ὁ βασιλιᾶς Ἰωὰς εἶπεν εἰς τοὺς ἱερεῖς: «Ὅλα τὰ χρήματα (κάθε πρόσοδος), ποὺ προέρχονται ἀπὸ ἀντικείμενα, τὰ ὁποῖα ἀφιερώνονται εἰς τὸν Θεόν, καὶ εἰσάγονται ὡς ἔσοδα εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Κυρίου· δηλαδή: α) τὸ χρηματικὸν ποσόν, ποὺ καταβάλλει κάθε πιστὸς ὡς προσωπικὴν εἰσφοράν, β) ἐκεῖνο ποὺ εἰσπράττεται κατόπιν ἐκτιμήσεως ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς καὶ τὸ ὁποῖον ὤριζαν οἱ ἱερεῖς διὰ τὴν ἀγορὰν ὡρισμένων ἀφιερωμάτων καὶ γ) ἐκεῖνο, ποὺ καταβάλλει ὁ πιστὸς μὲ τὴν θέλησίν του ὡς προσωπικὴν εἰσφορὰν εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Κυρίου,
6 λαβέτωσαν ἑαυτοῖς οἱ ἱερεῖς ἀνὴρ ἀπὸ τῆς πράσεως αὐτῶν καὶ αὐτοὶ κρατήσουσι τὸ βεδὲκ τοῦ οἴκου εἰς πάντα, οὗ ἐὰν εὑρεθῇ ἐκεῖ βεδέκ. 6 ας το πάρουν οι ιερείς, ο καθένας από την είσπραξιν της δικαιοδοσίας του, και ας διαθέσουν αυτό δια την επισκευήν του ναού του Κυρίου, όπου αυτός ευρεθή ότι έχει ανάγκην επιδιορθώσεως”. 6 ἂς τὰ κρατοῦν οἱ ἱερεῖς, ὁ καθένας ἀπὸ τὶς εἰσπράξεις (ποὺ προέρχονται ἀπὸ πρόσωπα) τῆς δικαιοδοσίας του. Τὰ χρήματα αὐτὰ νὰ τὰ κρατήσουν οἱ ἱερεῖς καὶ νὰ τὰ διαθέσουν διὰ τὴν ἐπισκευὴν τοῦ Ναοῦ, εἰς τὰ σημεῖα ποὺ ὁ Ναὸς ἔχει ἀνάγκην ἐπισκευῆς».
7 καὶ ἐγενήθη ἐν τῷ εἰκοστῷ καὶ τρίτῳ ἔτει τῷ βασιλεῖ ᾿Ιωὰς οὐκ ἐκραταίωσαν οἱ ἱερεῖς τὸ βεδὲκ τοῦ οἴκου. 7 Αλλά κατά το εικοστόν τρίτον έτος της βασιλείας του Ιωάς, οι ιερείς δεν εφρόντισαν δια την επιδιόρθωσιν των φθορών του ναού. 7 Ἐν τούτοις συνέβη τοῦτο: Κατὰ τὸ εἰκοστὸν τρίτον ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ Ἰωὰς οἱ ἱερεῖς δὲν εἶχαν φροντίσει διὰ τὶς ἀναγκαῖες ἐπιδιορθώσεις τοῦ Ναοῦ.
8 καὶ ἐκάλεσεν ᾿Ιωὰς ὁ βασιλεὺς ᾿Ιωδαὲ τὸν ἱερέα καὶ τοὺς ἱερεῖς καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· τί ὅτι οὐκ ἐκραταιοῦτε τὸ βεδὲκ τοῦ οἴκου; καὶ νῦν μὴ λάβητε ἀργύριον ἀπὸ τῶν πράσεων ὑμῶν, ὅτι εἰς τὸ βεδὲκ τοῦ οἴκου δώσετε αὐτό. 8 Ο βασιλεύς Ιωάς προσεκάλεσε τον αρχιερέα Ιωδαέ και τους ιερείς και είπε προς αυτούς· “διατί δεν εφροντίσατε δια την επισκευήν του ναού; Δια τούτο από τώρα και στο εξής δεν θα αναλάβετε σεις την είσπραξιν του φόρου τούτου του προοριζομένου δια την επισκευήν του ναού, διότι αυτός θα διατίθεται κατ' ευθείαν δια την επιδιόρθωσιν του ναού”. 8 Δι' αὐτὸ ὁ βασιλιᾶς Ἰωὰς ἐκάλεσε τὸν ἀρχιερέα Ἰωδαὲ καὶ τοὺς ἱερεῖς καὶ τοὺς εἶπε: «Διατὶ δὲν ἐφροντίσατε διὰ τὶς ἐπιδιορθώσεις τοῦ Ναοῦ; Διὰ τὴν παράλειψίν σας αὐτὴν ἀπὸ τώρα καὶ εἰς τὸ ἑξῆς δὲν θὰ κρατῆτε τὶς εἰσφορὲς ἀπὸ τὶς εἰσπράξεις (ποὺ προέρχονται ἀπὸ πρόσωπα) τῆς δικαιοδοσίας σας. Τίς εἰσφορὲς αὐτὲς θὰ τὶς παραδίδετε, ὥστε νὰ χρησιμοποιοῦνται κατ' εὐθεῖαν διὰ τὶς ἐπιδιορθώσεις τοῦ Ναοῦ».
9 καὶ συνεφώνησαν οἱ ἱερεῖς τοῦ μὴ λαβεῖν ἀργύριον παρὰ τοῦ λαοῦ καὶ τοῦ μὴ ἐνισχῦσαι τὸ βεδὲκ τοῦ οἴκου. 9 Οι ιερείς εδέχθησαν να μη εισπράττουν το αργύριον αυτό από τον λαόν και να απαλλαγούν από την υποχρέωσίν των δια την επιδιόρθωσιν του οίκου του Κυρίου. 9 Καὶ οἱ ἱερεῖς συνεφώνησαν νὰ μὴ εἰσπράττουν πλέον τὶς εἰσφορὲς ἀπὸ τὸν λαόν, οὔτε νὰ φροντίζουν πλέον διὰ τὴν ἐπιδιόρθωσιν τοῦ Ναοῦ τοῦ Θεοῦ.
10 καὶ ἔλαβεν ᾿Ιωδαὲ ὁ ἱερεὺς κιβωτὸν μίαν καὶ ἔτρησε τρώγλην ἐπὶ τῆς σανίδος αὐτῆς καὶ ἔδωκεν αὐτὴν παρὰ ἀμμαζειβὶ ἐν τῷ οἴκῳ ἀνδρὸς οἴκου Κυρίου, καὶ ἔδωκαν οἱ ἱερεῖς οἱ φυλάσσοντες τὸν σταθμὸν πᾶν τὸ ἀργύριον τὸ εὑρεθὲν ἐν οἴκῳ Κυρίου. 10 Ο αρχιερεύς Ιωδαέ επήρε τότε ένα κιβώτιον, ήνοιξεν στο άνω μέρος μίαν οπήν και έδωσε να το τοποθετήσουν πλησίον του θυσιαστηρίου στον οίκον κάποιου ανδρός, ανήκοντος στον ναόν του Κυρίου. Οι δε ιερείς, οι οποίοι εφύλασσον την θέσιν αυτήν, κατέθεσαν όλον το ευρεθέν αργύριον στον ναόν του Κυρίου. 10 Τότε ὁ ἀρχιερεὺς Ἰωδαὲ ἐπῆρε ἕνα κιβώτιον, ἄνοιξε μίαν τρύπαν εἰς τὸ ἐπάνω μέρος του καὶ ἔβαλε τὸ κουτὶ αὐτὸ κοντὰ εἰς τὸ θυσιαστήριον, εἰς τὴν δεξιὰν πλευρὰν τοῦ εἰσερχομένου εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Κυρίου. Οἱ ἱερεῖς, ποὺ ὡς ἐφημέριοι εἶχαν τὴν εὐθύνην διὰ τὴν τάξιν τῶν εἰσερχομένων εἰς τὸν Ναόν, ἔθεταν εἰς τὸ κουτὶ αὐτὸ ὅλες τὶς εἰσφορές, ποὺ ἐδίδοντο ἀπὸ τοὺς πιστοὺς εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Κυρίου.
11 καὶ ἐγένετο ὡς εἶδον ὅτι πολὺ τὸ ἀργύριον ἐν τῇ κιβωτῷ, καὶ ἀνέβη ὁ γραμματεὺς τοῦ βασιλέως καὶ ὁ ἱερεὺς ὁ μέγας καὶ ἔσφιγξαν καὶ ἠρίθμησαν τὸ ἀργύριον τὸ εὑρεθὲν ἐν οἴκῳ Κυρίου. 11 Οταν όμως είδον ότι το αργύριον το εντός του κιβωτίου ήτο πολύ, ανέβηκεν στον ναόν ο γραμματεύς του βασιλέως και ο αρχιερεύς, ηρίθμησαν το ευρεθέν στον οίκον Κυρίου αργύριον και το έδεσαν εις σάκκους. 11 Συνέβη δὲ τοῦτο: Ὅταν εἶδαν ὅτι τὰ χρήματα, ποὺ ἐρρίπτοντο εἰς τὸ κουτί, ἦσαν πολλά, (εἰδοποίησαν καί) ἀνέβη εἰς τὸν Ναὸν ὁ γραμματεὺς τοῦ βασιλιᾶ καὶ ὁ ἀρχιερεύς, οἱ ὁποῖοι ἐμέτρησαν τὰ χρήματα, ποὺ εὑρίσκοντο εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Κυρίου, καὶ τὰ ἔβαλαν εἰς σάκκους, τοὺς ὁποίους ἔδεσαν
12 καὶ ἔδωκαν τὸ ἀργύριον τὸ ἑτοιμασθὲν ἐπὶ χεῖρας ποιούντων τὰ ἔργα τῶν ἐπισκόπων οἴκου Κυρίου, καὶ ἐξέδοσαν τοῖς τέκτοσι τῶν ξύλων καὶ τοῖς οἰκοδόμοις τοῖς ποιοῦσιν ἐν οἴκῳ Κυρίου 12 Αυτό δε το αργύριον το παρέδωσαν εις τα χέρια των ανθρώπων εκείνων, οι οποίοι είχον αναλάβει να επιβλέπουν εις τα έργα της επιδιορθώσεως του ναού του Κυρίου. Αυτοί δε παρέδωσαν αυτό στους ξυλουργούς και στους οικοδόμους, οι οποίοι ειργάζοντο δια την επισκευήν του οίκου Κυρίου, 12 καὶ τὰ μετρημένα αὐτὰ χρήματα παρέδωκαν εἰς τὰ χέρια ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι εἶχαν τὴν ἐποπτείαν καὶ τὴν εὐθύνην τῶν ἔργων, ποὺ ἀφωροῦσαν τὴν ἐπιδιόρθωσιν τοῦ Ναοῦ τοῦ Κυρίου· αὐτοὶ δὲ ἐπλήρωσαν τοὺς ξυλουργοὺς καὶ τοὺς οἰκοδόμους, οἱ ὁποῖοι ἔκαμναν τὶς ἐπιδιορθώσεις εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Κυρίου.
13 καὶ τοῖς τειχισταῖς καὶ τοῖς λατόμοις τῶν λίθων τοῦ κτήσασθαι ξύλα καὶ λίθους λατομητοὺς τοῦ κατασχεῖν τὸ βεδὲκ οἴκου Κυρίου εἰς πάντα, ὅσα ἐξωδιάσθη ἐπὶ τὸν οἶκον τοῦ κραταιῶσαι· 13 στους κτίστας και στους λατόμους, δια να αγοράσουν ξύλα και πελεκημένους λίθους προς επισκευήν των εφθαρμένων μερών του ναού του Κυρίου. Ολον δε αυτό το αργύριον εξωδεύθη δια την επιδιόρθωσιν εφθαρμένων μερών του οίκου του Κυρίου, ώστε αυτός να στερεωθή ασφαλώς. 13 Ἐπλήρωσαν ἐπίσης τοὺς κτίστες καὶ τοὺς λατόμους διὰ τὴν ἀγορὰν ξυλείας καὶ πελεκημένων λίθων, ὑλικὰ ποὺ ἦσαν ἀπαραίτητα δι’ ὅλες τὶς ἐπιδιορθώσεις τοῦ Ναοῦ τοῦ Κυρίου. Τὰ χρήματα αὐτὰ ἐξωδεύθησαν διὰ τὴν στήριξιν καὶ στερέωσιν τοῦ Ναοῦ.
14 πλὴν οὐ ποιηθήσονται οἴκῳ Κυρίου θύραι ἀργυραῖ, ἧλοι, φιάλαι καὶ σάλπιγγες, πᾶν σκεῦος χρυσοῦν καὶ σκεῦος ἀργυροῦν, ἐκ τοῦ ἀργυρίου τοῦ εἰσενεχθέντος ἐν οἴκῳ Κυρίου, 14 Είχε δε δοθή διαταγή, όπως μη κατασκευασθούν δια τον οίκον του Κυρίου θύραι αργυραί, καρφιά, φιάλαι, σάλπιγγες και κάθε χρυσούν και αργυρούν σκεύος από το αργύριον αυτό, το οποίον εισεπράχθη στον ναόν του Κυρίου, 14 Ὅμως ἀπὸ τὰ χρήματα αὐτά, ποὺ εἰσήχθησαν εἰς τὸν Ναόν, δὲν διετέθησαν διὰ νὰ κατασκευασθοῦν εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Κυρίου θύρες ἀργυρές, καρφιά, φιάλες καὶ σάλπιγγες, γενικὰ κάθε ἀντικείμενον χρυσὸν καὶ ἀργυρὸν τοῦ Ναοῦ,
15 ὅτι τοῖς ποιοῦσι τὰ ἔργα δώσουσιν αὐτό, καὶ ἐκραταίωσαν ἐν αὐτῷ τὸν οἶκον Κυρίου. 15 αλλά να δοθή ολόκληρον δι' εκείνους, οι οποίοι ανέλαβον το έργον της στερεώσεως και επιδιορθώσεως του ναού του Κυρίου. 15 διότι τὰ χρήματα αὐτὰ τὰ ἔδιδαν εἰς τοὺς τεχνίτες, ποὺ ἀνέλαβαν καὶ ἔκαμαν τὴν ἐπιδιόρθωσιν, στήριξιν καὶ στερέωσιν τοῦ Ναοῦ τοῦ Κυρίου.
16 καὶ οὐκ ἐξελογίζοντο τοὺς ἄνδρας, οἷς ἐδίδουν τὸ ἀργύριον ἐπὶ χεῖρας αὐτῶν δοῦναι τοῖς ποιοῦσι τὰ ἔργα, ὅτι ἐν πίστει αὐτῶν ποιοῦσιν. 16 Δεν εζητείτο δε λογαριασμός από τους άνδρας, εις τα χέρια των οποίων εδίδοντο τα χρήματα δια να πληρώσουν τους αναλαβόντας τα έργα της επιοιορθώσεως, διότι αυτοί εφέροντο με τιμιότητα. 16 Ἐπὶ πλέον δὲν ἐζητοῦσαν λογαριασμὸν τῶν ἐξόδων ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, εἰς τὰ χέρια τῶν ὁποίων παρέδιδαν τὰ χρήματα διὰ νὰ πληρώνουν τοὺς τεχνίτες, ποὺ εἰργάζοντο τὰ ἔργα τῶν ἐπιδιορθώσεων, ἐπειδὴ οἱ διαχειρισταὶ αὐτοὶ ἦσαν ἀπολύτως ἔμπιστοι καὶ τίμιοι.
17 ἀργύριον περὶ ἁμαρτίας καὶ ἀργύριον περὶ πλημμελείας, ὅ,τι εἰσηνέχθη ἐν οἴκῳ Κυρίου, τοῖς ἱερεῦσιν ἐγένετο. 17 Τα χρήματα όμως, τα οποία εισοδεύοντο στον ναόν από τας θυσίας περί αμαρτίας, εδίδοντο όχι δια την επιδιόρθωσιν του ναού, αλλά δια την συντήρησιν των ιερέων. 17 Τὰ χρήματα, ποὺ κατεβάλλοντο διὰ τὶς θυσίες περὶ ἁμαρτίας καί τὶς θυσίες περὶ πλημμελείας, δὲν κατετίθεντο εἰς τὸ κουτὶ τοῦ Ναοῦ, καὶ ἄρα δὲν ἐχρησιμοποιοῦντο διὰ τὰ ἔργα τῆς ἐπισκευῆς του· αὐτὰ ἀνῆκαν εἰς τοὺς ἱερεῖς.
18 Τότε ἀνέβη ᾿Αζαὴλ βασιλεὺς Συρίας καὶ ἐπολέμησεν ἐπὶ Γὲθ καὶ προκατελάβετο αὐτήν. καὶ ἔταξεν ᾿Αζαὴλ τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἀναβῆναι ἐπὶ ῾Ιερουσαλήμ. 18 Κατά την εποχήν εκείνην ο Αζαήλ, ο βασιλεύς της Συρίας, εξεκίνησεν από την Συρίαν και επολέμησεν εναντίον της Γέθ, την οποίαν και κατέλαβεν. Ο Αζαήλ είχε πάρει την απόφασιν να εκστρατεύση και εναντίον της Ιερουσαλήμ. 18 Τότε ὁ Ἀζαήλ, ὁ βασιλιᾶς τῆς Συρίας, ἀνέβη καὶ ἐπετέθη ἐναντίον τῆς πόλεως Γὲθ καὶ τὴν ἐκυρίευσε. Κατόπιν ὁ Ἀζαὴλ ἔλαβε σταθερὰν ἀπόφασιν νὰ ἐπιτεθῇ κατὰ τῆς Ἱερουσαλήμ.
19 καὶ ἔλαβεν ᾿Ιωὰς βασιλεὺς ᾿Ιούδα πάντα τὰ ἅγια, ὅσα ἡγίασεν ᾿Ιωσαφὰτ καὶ ᾿Ιωρὰμ καὶ ᾿Οχοζίας οἱ πατέρες αὐτοῦ καὶ βασιλεῖς ᾿Ιούδα, καὶ τὰ ἅγια αὐτοῦ καὶ πᾶν τὸ χρυσίον τὸ εὑρεθὲν ἐν θησαυροῖς οἴκου Κυρίου καὶ οἴκου τοῦ βασιλέως καὶ ἀπέστειλε τῷ ᾿Αζαὴλ βασιλεῖ Συρίας, καὶ ἀνέβη ἀπὸ ῾Ιερουσαλήμ. 19 Ο Ιωάς, ο βασιλεύς, διότι προφανώς δεν ηδύνατο να αντιπαραταχθή κατά του Αζαήλ, επήρεν όλα τα αφιερώματα, όσα είχαν αφιερώσει στον ναόν ο Ιωσαφάτ, ο Ιωράμ, ο Οχοζίας, οι προπάτορές του και βασιλείς του βασιλείου Ιούδα, όσα και ο ίδιος είχε προσφέρει, όλον το χρυσίον το οποίον ευρέθη εις τα θησαυροφυλάκια του ναού του Κυρίου και τα θησαυροφυλάκια του βασιλέως, και έστειλεν αυτά προς τον Αζαήλ βασιλέα της Συρίας, δια να τον εξευμενίση. Εκείνος δε αφού έλαβεν αυτά απεμακρύνθη από την Ιερουσαλήμ. 19 Τότε ὁ Ἰωάς, ὁ βασιλιᾶς τοῦ κράτους τοῦ Ἰούδα, ἐπῆρε ὅλα τὰ ἱερὰ ἀντικείμενα, τὰ ὁποῖα εἶχαν ἀφιερώσει εἰς τὸν Θεὸν ὁ Ἰωσαφὰτ καὶ ὁ Ἰωρὰμ καὶ ὁ Ὀχοζίας, οἱ προκάτοχοί του καὶ βασιλεῖς τοῦ κράτους τοῦ Ἰούδα, ἐπρόσθεσε δὲ εἰς αὐτὰ καὶ ὅλα, ὅσα εἶχεν ἀφιερώσει ὁ ἴδιος, ὅπως ἐπίσης καὶ ὅλον τὸ χρυσάφι, ποὺ εὑρέθη εἰς τὸ θησαυροφυλάκιον τοῦ Ναοῦ τοῦ Κυρίου καὶ τοῦ βασιλικοῦ παλατιοῦ καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ ἔστειλεν ὡς δῶρον εἰς τὸν βασιλιᾶ τῆς Συρίας Ἀζαήλ, ὁ ὁποῖος κατόπιν τούτου ὠδήγησε τὸν στρατόν του μακριὰ ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ.
20 καὶ τὰ λοιπὰ τῶν λόγων ᾿Ιωὰς καὶ πάντα, ὅσα ἐποίησεν, οὐκ ἰδοὺ ταῦτα πάντα γεγραμμένα ἐπὶ βιβλίῳ λόγων τῶν ἡμερῶν τοῖς βασιλεῦσιν ᾿Ιούδα; 20 Τα υπόλοιπα από τα έργα του Ιωάς και όλα όσα άλλα έκαμε δεν είναι αυτά γραμμένα στο βιβλίον των έργων των βασιλέων του Ιούδα; 20 Τὰ δὲ ὑπόλοιπα ἔργα τοῦ βασιλιᾶ Ἰωὰς καὶ ὅλα, ὅσα ἔκαμε, δὲν εἶναι μήπως αὐτὰ γραμμένα εἰς τὸ βιβλίον τῶν «Χρονικῶν (ἢ Ἔργα καὶ Ἡμέραι) τῶν βασιλέων (τοῦ βασιλείου) τοῦ Ἰούδα»;
21 καὶ ἀνέστησαν οἱ δοῦλοι αὐτοῦ καὶ ἔδησαν πάντα σύνδεσμον καὶ ἐπάταξαν τὸν ᾿Ιωὰς ἐν οἴκῳ Μαλλὼ τῷ ἐν Γααλὰ 21 Οι δούλοι του Ιωάς επανεστάτησαν εναντίον του, έκαμαν συνωμοσίαν και τον εφόνευσαν στον οίκον Μαλλώ, που ευρίσκετο εις την περιοχήν Γααλά. 21 Καὶ οἱ δοῦλοι τοῦ Ἰωὰς συνωμότησαν καὶ ἐπανεστάτησαν ἐναντίον του καὶ ἐσκότωσαν τὸν Ἰωὰς εἰς τὸν οἶκον Μαλλώ, ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὴν τοποθεσίαν Γααλά.
22 καὶ ᾿Ιεζιχὰρ υἱὸς ᾿Ιεμουὰθ καὶ ᾿Ιεζεβοὺθ ὁ υἱὸς αὐτοῦ Σωμὴρ οἱ δοῦλοι αὐτοῦ ἐπάταξαν αὐτόν, καὶ ἀπέθανε· καὶ ἔθαψαν αὐτὸν μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ ἐν πόλει Δαυίδ, καὶ ἐβασίλευσεν ᾿Αμεσσίας υἱὸς αὐτοῦ ἀντ᾿ αὐτοῦ. 22 Οι δούλοι αυτοί, οι οποίοι επανεστάτησαν και εφόνευσαν τον βασιλέα, ήσαν ο Ιεζιχάρ, υιός του Ιεμουάθ, και ο Ιεζεβούθ ο υιός του Σωμήρ. Εθαψαν τον νεκρόν βασιλέα μαζή με τους προπάτοράς του εις την πόλιν του Δαυίδ. Αντί δε αυτού έγινε βασιλεύς ο υιός του, ο Αμεσσίας. 22 Οἱ δύο δοῦλοι, ποὺ τὸν ἐσκότωσαν καὶ ἀπέθανεν, ἦταν ὁ Ἰεζιχάρ, υἱὸς τοῦ Ἰεμουάθ, καὶ ὁ Ἰεζεβούθ, ὁ υἱὸς τοῦ Σωμήρ. Καὶ ἔθαψαν τὸν Ἰωὰς μαζὶ μὲ τοὺς πατέρας του εἰς τὴν πόλιν Ἀαβίδ. Ἐβασίλευσε δὲ ὡς διάδοχός του ὁ Ἀμεσσίας, ὁ υἱός του.