Παρασκευή, 11 Οκτωβρίου 2024
Ανατ: 07:31
Δύση: 18:54
Σελ. 9 ημ.
285-81
16ος χρόνος, 6082η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Δ' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 23 (ΚΓ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἀπέστειλεν ὁ βασιλεὺς καὶ συνήγαγε πρὸς ἑαυτὸν πάντας τοὺς πρεσβυτέρους ᾿Ιούδα καὶ ῾Ιερουσαλήμ. 1 Ο βασιλεύς Ιωσίας έστειλεν ανθρώπους και προσεκάλεσε να έλθουν κοντά του οι πρεσβύτεροι του βασιλείου του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ. 1 Ο βασιλιᾶς Ἰωσίας ἔστειλε καὶ συνεκέντρωσε κοντά του ὅλους τοὺς πρεσβυτέρους (ἡγέτες) τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα καὶ τῆς Ἱερουσαλήμ.
2 καὶ ἀνέβη ὁ βασιλεὺς εἰς οἶκον Κυρίου καὶ πᾶς ἀνὴρ ᾿Ιούδα καὶ πάντες οἱ κατοικοῦντες ἐν ῾Ιερουσαλὴμ μετ᾿ αὐτοῦ καὶ οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ προφῆται καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἀπὸ μικροῦ καὶ ἕως μεγάλου, καὶ ἀνέγνω ἐν ὠσὶν αὐτῶν πάντας τοὺς λόγους τοῦ βιβλίου τῆς διαθήκης τοῦ εὑρεθέντος ἐν οἴκῳ Κυρίου. 2 Οταν εκείνοι ήλθον, μετέβη ο βασιλεύς στον ναόν του Κυρίου. Μαζή δε με αυτόν και όλοι οι άνδρες του βασιλείου Ιούδα, οι οποίοι κατοικούσαν την Ιερουσαλήμ. Μαζή του επίσης ηκολούθησαν οι ιερείς, οι προφήται και όλος ο λαός από τον μικρόν έως τον μεγάλον. Εκεί δε ο βασιλεύς εδιάβασε με φωνήν μεγάλην εις τα αυτιά όλων τους λόγους του βιβλίου της Διαθήκης, το οποίον ευρέθη στον ναόν του Κυρίου. 2 Καὶ ὅταν συνεκεντρώθησαν, ἀνέβη ὁ βασιλιᾶς εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Κυρίου, μαζί του δὲ ἀνέβησαν καὶ ὅλοι οἱ ἄνδρες τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα καὶ ὅλοι, ὅσοι ἑκατοικοῦσαν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, καὶ οἱ ἱερεῖς και οἱ προφῆται καὶ ὅλος ὁ ὑπόλοιπος λαός, μικροὶ καὶ μεγάλοι (κατ' ἄλλην ἑρμηνείαν: Πτωχοὶ καὶ πλούσιοι). Καὶ ὁ βασιλιᾶς ἐδιάβασε ἐμπρὸς εἰς αὐτοὺς ὅλα τὰ λόγια τοῦ βιβλίου τῆς Διαθήκης, τὸ ὁποῖον εὑρέθη εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Κυρίου.
3 καὶ ἔστη ὁ βασιλεὺς πρὸς τὸν στύλον καὶ διέθετο διαθήκην ἐνώπιον Κυρίου τοῦ πορεύεσθαι ὀπίσω Κυρίου καὶ τοῦ φυλάσσειν τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ καὶ τὰ μαρτύρια αὐτοῦ καὶ τὰ δικαιώματα αὐτοῦ ἐν πάσῃ καρδίᾳ καὶ ἐν πάσῃ ψυχῇ τοῦ ἀναστῆσαι τοὺς λόγους τῆς διαθήκης ταύτης, τὰ γεγραμμένα ἐπὶ τὸ βιβλίον τοῦτο· καὶ ἔστη πᾶς ὁ λαὸς ἐν τῇ διαθήκῃ. 3 Μετά την ανάγνωσιν εστάθη όρθιος ο βασιλεύς επάνω εις την εξέδραν του και συνήψε συμφωνίαν μεταξύ του Κυρίου και του παρευρισκομένου λαού, δια της οποίας συμφωνίας ο λαός ανέλαβε την υποχρέωσιν να πορεύεται οπίσω του Κυρίου, να φυλάττη τας εντολάς του, τα μαρτύριά του και τα δικαιώματά του με όλην του την καρδιάν και με όλην του την ψυχήν, ώστε δια της ευλαβούς συμπεριφοράς του να αποκτήσουν κύρος και ζωήν τα λόγια της Διαθήκης αυτής, που είναι γραμμένα στο βιβλίον του Νομου. Ολος ο λαός εδέχθη την συμφωνίαν αυτήν. 3 Κατόπιν ὁ βασιλιᾶς ἐστάθη ὄρθιος ἐπάνω εἰς εἰδικὴν ἐξέδραν, κοντὰ εἰς τὸν βασιλικὸν στῦλον, καὶ ἔδωκεν ὑπόσχεσιν ἐμπρὸς εἰς τὸν Κύριον, ὅτι θὰ ὑπακούῃ εἰς τὸν Κύριον καὶ θὰ φυλάσσῃ τὶς ἐντολές του καὶ τὶς μαρτυρίες του καὶ ὅσα δικαιοῦται ὁ Κύριος καὶ δημιουργός μας νὰ ἀξιώνῃ, ὅπως φυλάσσῃ ὁ ἄνθρωπος μὲ ὅλην τὴν καρδιά του καὶ μὲ ὅλην τὴν δύναμιν τῆς ψυχῆς του, ὥστε τὰ λόγια τῆς Διαθήκης αὐτῆς, ποὺ ἦσαν γραμμένα εἰς τὸ βιβλίον ἐκεῖνο, νὰ ἀναζωογονηθοῦν, νὰ ὑλοποιηθοῦν καὶ νὰ γίνουν ἔργον καὶ πρᾶξις. Ὁ λαός, ποὺ παρευρίσκετο ἐκεῖ καὶ ἄκουε ὄρθιος, ὑπεσχέθη νὰ ἐφαρμόση καὶ νὰ συμμορφωθῇ πρὸς τὴν ὑπόσχεσιν τοῦ βασιλιᾶ.
4 καὶ ἐνετείλατο ὁ βασιλεὺς τῷ Χελκίᾳ τῷ ἱερεῖ τῷ μεγάλῳ καὶ τοῖς ἱερεῦσι τῆς δευτερώσεως καὶ τοῖς φυλάσσουσιν τὸν σταθμὸν τοῦ ἐξαγαγεῖν ἐκ τοῦ ναοῦ Κυρίου πάντα τὰ σκεύη τὰ πεποιημένα τῷ Βάαλ καὶ τῷ ἄλσει καὶ πάσῃ τῇ δυνάμει τοῦ οὐρανοῦ καὶ κατέκαυσεν αὐτὰ ἔξω ῾Ιερουσαλὴμ ἐν σαδημὼθ Κέδρων καὶ ἔβαλε τὸν χοῦν αὐτῶν εἰς Βαιθήλ. 4 Ο βασιλεύς έδωσε κατόπιν εντολήν στον μέγαν αρχιερέα Χελκίαν και στους ιερείς της δευτέρας τάξεως και εις εκείνους, οι οποίοι εφύλασσαν τας θύρας του ναού, να βγάλουν από τον ναόν του Κυρίου όλα τα ειδωλολατρικά σκεύη, τα οποία είχαν κατασκευασθή προς τιμήν του Βααλ και της Αστάρτης και των αστέρων του ουρανού. Ολα δε αυτά τα παρέδωσαν στο πυρ και τα κατέκαυσαν έξω από την Ιερουσαλήμ στον αγρόν των Κέδρων. Την δε σκόνιν των την διεσκόρπισαν εις την Βαιθήλ. 4 Κατόπιν ὁ βασιλιᾶς Ἰωσίας διέταξε τὸν μέγαν ἀρχιερέα Χελκίαν, τοὺς ἱερεῖς τῆς δευτέρας τάξεως, τοὺς βοηθούς του, καὶ τοὺς φύλακες (τῆς εἰσόδου) τῆς θύρας τοῦ Ναοῦ νὰ βγάλουν ἀπὸ τὸν Ναὸν τοῦ Κυρίου ὅλα τὰ ἀντικείμενα, ποὺ εἶχε κατασκευάσει ὁ Μανασσῆς καὶ τὰ ὁποῖα ἐχρησιμοποιοῦντο διὰ τὴν λατρείαν τοῦ Βάαλ καὶ τῆς Ἀστάρτης καὶ ὅλων τῶν ἄστρων τοῦ οὐρανοῦ. Ὁ βασιλιᾶς ἔκαυσεν ὅλα αὐτὰ τὰ εἰδωλολατρικὰ ἀντικείμενα ἔξω ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ εἰς τὰ χωράφια τῆς κοιλάδος τῶν Κέδρων καὶ μετέφερε τὴν στάχτη τῶν ἀντικειμένων αὐτῶν καὶ τὴν ἐσκόρπισεν εἰς τὴν Βαιθήλ.
5 καὶ κατέκαυσε τοὺς χωμαρίμ, οὓς ἔδωκαν βασιλεῖς ᾿Ιούδα καὶ ἐθυμίων ἐν τοῖς ὑψηλοῖς καὶ ἐν ταῖς πόλεσιν ᾿Ιούδα καὶ τοῖς περικύκλῳ ῾Ιερουσαλήμ, καὶ τοὺς θυμιῶντας τῷ Βάαλ καὶ τῷ ἡλίῳ καὶ τῇ σελήνῃ καὶ τοῖς μαζουρὼθ καὶ πάσῃ τῇ δυνάμει τοῦ οὐρανοῦ. 5 Παρέδωσαν επίσης στο πυρ τους ιερείς των ειδώλων, τους οποίους οι βασιλείς του Ιούδα είχαν εγκαταστήσει εκεί, δια να προσφέρουν θυσίαν θυμιάματος στους υψηλούς τόπους, εις τας πόλστου βασιλείου Ιούδα και εις τα γύρω από την Ιερουσαλήμ μέρη. Παρέδωσαν επίσης στο πυρ και κατέκαυσαν και εκείνους, οι οποίοι προσέφεραν θυμίαμα στον Βααλ, στον ήλιον, εις την σελήνην, εις τα δώδεκα ζώδια και εις όλους τους αστέρας του ουρανού. 5 Ἐπίσης παρέδωκεν εἰς τὴν φωτιά (κατ' ἄλλην γραφήν: Ἔπαυσεν, ἀπέλυσεν) ὅλους τοὺς εἰδωλολάτρες ἱερεῖς, τοὺς ὁποίους ἐχειροτόνησαν ἀπὸ πρόσωπα, ποὺ δὲν εἶχαν Λευϊτικὴν προέλευσιν, οἱ βασιλεῖς (τοῦ βασιλείου) τοῦ Ἰούδα, διὰ νὰ προσφέρουν θυσίες θυμιάματος εἰς τὰ εἰδωλολατρικὰ θυσιαστήρια, τὰ ὁποῖα εὑρίσκοντο εἰς τοὺς ὑψηλοὺς τόπους, εἰς τὶς πόλεις τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα καὶ εἰς τοὺς τόπους γύρω ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ. Ἐπίσης καὶ ὅλους τοὺς εἰδωλολάτρες ἱερεῖς, ποὺ προσέφεραν θυσίες θυμιάματος εἰς τὸν βδελυκτὸν Βάαλ καὶ εἰς τὸν ἥλιον καὶ εἰς τὴν σελήνην καὶ εἰς τοὺς δώδεκα ζωδιακοὺς κύκλους καὶ εἰς ὅλα τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ.
6 καὶ ἐξήνεγκε τὸ ἄλσος ἐξ οἴκου Κυρίου ἔξωθεν ῾Ιερουσαλὴμ εἰς τὸν χειμάρρουν Κέδρων καὶ κατέκαυσεν αὐτὸν ἐν τῷ χειμάρρῳ Κέδρων καὶ ἐλέπτυνεν εἰς χοῦν καὶ ἔρριψεν τὸν χοῦν αὐτοῦ εἰς τὸν τάφον τῶν υἱῶν τοῦ λαοῦ. 6 Εβγαλε το άγαλμα της Αστάρτης από τον ναόν του Κυρίου έξω από την Ιερουσαλήμ στον χείμαρρον των Κέδρων και κατέκαυσεν αυτό εκεί στον χείμαρρον των Κέδρων, το έκαμε σκόνιν και έρριψε την σκόνιν αυτήν στον τάφον, ο οποίος προωρίζετο δια τους κοινούς θνητούς. 6 Ἐπίσης ἐσήκωσε τὸ (ξύλινον) ἄγαλμα τῆς θεᾶς Ἀστάρτης ἀπὸ τὸν Ναὸν τοῦ Κυρίου, τὸ ἔβγαλε ἔξω ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ τὸ μετέφερεν εἰς τὴν κοιλάδα τοῦ χειμάρρου τῶν Κέδρων καὶ τὸ παρέδωκεν εἰς τὴν φωτιὰ εἰς τὸν χείμαρρον τῶν Κέδρων. Τὰ δὲ κατάλοιπα ἀπὸ τὸ κάψιμον τὰ ἐκοπάνισε καὶ τὰ ἔκαμε σκόνην καὶ ἔρριψε τὴν σκόνην αὐτὴν εἰς τὸ δημόσιον νεκροταφεῖον, ποὺ προωρίζετο διὰ τὴν ταφὴν τοῦ κοινοῦ λαοῦ.
7 καὶ καθεῖλε τὸν οἶκον τῶν καδησὶμ τῶν ἐν τῷ οἴκῳ Κυρίου, οὗ αἱ γυναῖκες ὕφαινον ἐκεῖ Χεττιΐμ τῷ ἄλσει. 7 Εκρήμνισεν επίσης τον οίκον των ιεροδούλων γυναικών, ο οποίος ήτο στον ναόν του Κυρίου και όπου αι γυναίκες ύφαιναν ενδύματα δια την Αστάρτην. 7 Ἐγκρέμισε ἐπίσης καὶ κατέστρεψε τὰ διαμερίσματα τῶν ἱεροδούλων γυναικῶν καὶ τῶν ἀνδρῶν Σοδομιτῶν, ποὺ εὑρίσκοντο εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Κυρίου· εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον οἱ γυναῖκες ὕφαιναν τοὺς χιτῶνας, ποὺ ἐχρησιμοποιοῦντο εἰς τὴν λατρείαν τῆς Ἀστάρτης.
8 καὶ ἀνήγαγε πάντας τοὺς ἱερεῖς ἐκ πόλεων ᾿Ιούδα καὶ ἐμίανε τὰ ὑψηλά, οὗ ἐθυμίασαν ἐκεῖ οἱ ἱερεῖς ἀπὸ Γαβαὰ καὶ ἕως Βηρσαβεέ. καὶ καθεῖλε τὸν οἶκον τῶν πυλῶν τὸν παρὰ τὴν θύραν τῆς πύλης ᾿Ιησοῦ ἄρχοντος τῆς πόλεως, τῶν ἐξ ἀριστερῶν ἀνδρὸς ἐν τῇ πύλῃ τῆς πόλεως. 8 Συνεκέντρωσε όλους τους ιερείς των ειδώλων από τας πόλστου Ιούδα και εβεβήλωσε τους υψηλούς τόπους της λατρείας των ειδώλων, όπου οι ιερείς αυτοί προσέφεραν θυμιάματα, από της πόλεως Γαβαά προς Βορράν μέχρι της πόλεως Βηρσαβεέ προς Νοτον. Εκρήμνισε τον ειδωλικόν ναόν των πυλών, ο οποίος ευρίσκετο εις την θύραν της πύλης Ιησού του άρχοντος της πόλεως, και τον άλλον ναόν, ο οποίος ευρίσκετο αριστερά από την πύλην της πόλεως. 8 Κατόπιν ὁ Ἰωσίας ἔφερεν εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ ὅλους τοὺς ἱερεῖς, ποὺ ἦσαν εἰς τὶς πόλεις τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα, καὶ ἐβεβήλωσεν ὅλους τοὺς ὑψηλοὺς εἰδωλολατρικοὺς τόπους, εἰς τοὺς ὁποίους οἰ ἱερεῖς ἐκεῖνοι προσέφεραν θυσίες θυμιαμάτων εἰς τὰ εἴδωλα· (ἐμόλυνε τοὺς ὑψηλοὺς εἰδωλολατρικοὺς τόπους) ἀπὸ τὴν πόλιν Γαβαά (ποὺ εὑρίσκετο εἰς τὰ βόρεια τοῦ βασιλείου) μέχρι τὴν πόλιν Βηρσαβεέ (ποὺ εὑρίσκετο εἰς τὰ νότια τοῦ βασιλείου), δηλαδὴ εἰς ὅλον τὸ βασίλειον τοῦ Ἰούδα ἀπὸ τὸ ἕνα ἄκρον εἰς τὸ ἄλλο. Ἐπίσης κατέστρεψε τὸν ναὸν τῶν πυλῶν (εἰδωλολατρικὰ θυσιαστήρια ἀφιερωμένα εἰς Σατύρους), ποὺ εὑρίσκετο κοντὰ εἰς τὴν θύραν τῆς πύλης τοῦ Ἰησοῦ, τοῦ ἄρχοντος (κυβερνήτου) τῆς πόλεως· τὰ εἰδωλολατρικὰ ἐκεῖνα θυσιαστήρια εὑρίσκοντο εἰς τὰ ἀριστερὰ ἐκείνου, ποὺ ἔμπαινε εἰς τὴν πόλιν διὰ τῆς κυρίας πύλης.
9 πλὴν οὐκ ἀνέβησαν οἱ ἱερεῖς τῶν ὑψηλῶν πρὸς τὸ θυσιαστήριον Κυρίου ἐν ῾Ιερουσαλήμ, ὅτι εἰ μὴ ἔφαγον ἄζυμα ἐν μέσῳ τῶν ἀδελφῶν αὐτῶν. 9 Εν τούτοις οι ιερείς, οι οποίοι προσέφεραν άλλοτε θυσίας εις τα υψηλά, δεν προσήρχοντο προς το θυσιαστήριον του Κυρίου εις την Ιερουσαλήμ. Ελάμβαναν όμως μέρος στο φαγητόν των αζύμων μαζή με τους άλλους συναδέλφους των ιερείς. 9 Ὅμως οἰ ἱερεῖς, ποὺ ἐθυσίαζαν προηγουμένως εἰς τοὺς ὑψηλοὺς εἰδωλολατρικοὺς τόπους, δὲν ἐλάμβαναν μέρος εἰς τις θυσίες, οἱ ὁποῖες προσεφέροντο εἰς τὸ θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων τοῦ Ναοῦ τοῦ Κυρίου εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ· ἠμποροῦσαν ὅμως νὰ φάγουν ἀπὸ τὸ ἄζυμον ψωμί, τὸ ὁποῖον προσεφέρετο εἰς τοὺς συναδέλφους των ἱερεῖς (κατ' ἄλλην γραφήν: Νὰ φάγουν ἄζυμον ψωμὶ μεταξὺ τῶν συγγενῶν των).
10 καὶ ἐμίανε τὸν Ταφὲθ τὸν ἐν φάραγγι υἱοῦ ᾿Εννὸμ τοῦ διαγαγεῖν ἄνδρα τὸν υἱὸν αὐτοῦ καὶ ἄνδρα τὴν θυγατέρα αὐτοῦ τῷ Μολὸχ ἐν πυρί. 10 Εβεβήλωσεν επίσης το θυσιαστήριον Ταφέθ, που υπήρχεν εις την φάραγγα του υιού του Εννόμ, όπου κάθε λάτρης των ειδώλων παρέδιδεν στο πυρ τον υιόν του και την θυγατέρα του προς τιμήν του θεού Μολόχ. 10 Ὁ βασιλιᾶς Ἰωσίας ἐβεβήλωσεν ἐπίσης τὸν Ταφέθ, τὸν εἰδωλολατρικὸν τόπον λατρείας τῆς φωτιᾶς, ποὺ εὑρίσκετο εἰς τὴν κοιλάδα τοῦ υἱοῦ τοῦ Ἐννόμ, ὥστε νὰ μὴ ἠμπορῇ κανεὶς νὰ θυσιάσῃ τὸν υἱόν του ἢ τὴν θυγατέρα του ὡς ὁλοκαύτωμα (ἐπάνω εἰς τὴν φωτιά) πρὸς τιμὴν τοῦ βδελυκτοῦ εἰδώλου Μολόχ.
11 καὶ κατέκαυσε τοὺς ἵππους, οὓς ἔδωκαν βασιλεῖς ᾿Ιούδα τῷ ἡλίῳ ἐν τῇ εἰσόδῳ οἴκου Κυρίου εἰς τὸ γαζοφυλάκιον Νάθαν βασιλέως τοῦ εὐνούχου ἐν φαρουρίμ, καὶ τὸ ἅρμα τοῦ ἡλίου κατέκαυσε πυρί. 11 Παρέδωσεν επίσης ο βασιλεύς στο πυρ τους ξυλίνους ίππους, τους οποίους οι βασιλείς του Ιούδα είχαν αφιερώσει στον θεόν ήλιον και είχαν τοποθετήσει εις την είσοδον του ναού του Κυρίου παραπλεύρως από το δωμάτιον του Ναθαν, κάποιου ευνούχου ενός βασιλέως. Παρέδωσεν επίσης στο πυρ ο βασιλεύς ένα ειδωλολατρικόν ομοίωμα του άρματος του ηλίου. 11 Ὁ Ἰωσίας ἔκαυσεν ἐπίσης (κατ’ ἄλλην γραφήν: Ἀπεμάκρυνε) τοὺς ἵππους, τοὺς ὁποίους οἱ βασιλεῖς (τοῦ βασιλείου) τοῦ Ἰούδα εἶχαν ἀφιερώσει εἰς τὴν λατρείαν τοῦ (θεοῦ) ἡλίου (καὶ τοὺς ὁποίους ἐκρατοῦσαν) εἰς τὴν εἴσοδον τοῦ Ναοῦ τοῦ Κυρίου, κοντὰ εἰς τὸ δωμάτιον τοῦ Νάθαν, ἀνωτάτου ἀξιωματικοῦ τοῦ βασιλιᾶ· τὸ δωμάτων τοῦτο εὐρίσκετο εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ Ναοῦ εἰς συγκρότημα κτισμάτων κοντὰ εἰς τὴν πύλην. Ὁ Ἰωσίας ἔκαυσεν ἐπίσης καὶ τὸ ἅρμα τοῦ (θεοῦ) ἡλίου.
12 καὶ τὰ θυσιαστήρια τὰ ἐπὶ τοῦ δώματος τοῦ ὑπερῴου ῎Αχαζ, ἃ ἐποίησαν βασιλεῖς ᾿Ιούδα, καὶ τὰ θυσιαστήρια, ἃ ἐποίησε Μανασσῆς ἐν ταῖς δυσὶν αὐλαῖς οἴκου Κυρίου, καθεῖλεν ὁ βασιλεὺς καὶ κατέσπασεν ἐκεῖθεν καὶ ἔρριψε τὸν χοῦν αὐτῶν εἰς τὸν χειμάρρουν Κέδρων. 12 Εκρήμνισε και διέλυσεν ο βασιλεύς τα θυσιαστήρια των ειδώλων, τα οποία υπήρχαν επάνω στο ηλιακωτόν του υπερώου του Αχαζ και τα οποία είχαν κατασκευάσει διάφοροι βασιλείς του Ιούδα. Επίσης ανέσπασε και εκρήμνισε τα θυσιαστήρια εκείνα, τα οποία είχε κατασκευάσει ο Μανασσής μέσα εις τας δύο αυλάς του ναού του Κυρίου. Την δε σκόνιν αυτών έρριψεν στον χείμαρρον των Κέδρων, ώστε να μη μείνη τίποτε από αυτά. 12 Ἀκόμη ὁ βασιλιᾶς Ἰωσίας ἐγκρέμισε καὶ κατέστρεψε τὰ εἰδωλολατρικὰ θυσιαστήρια, ποὺ εὑρίσκοντο ἐπάνω εἰς τὴν στέγην τοῦ ἀνωγείου δωματίου τοῦ Ἄχαζ, τὰ ὁποῖα εἶχαν κατασκευάσει οἱ βασιλεῖς (τοῦ βασιλείου) τοῦ Ἰούδα· ἐπίσης καὶ τὰ εἰδωλολατρικὰ θυσιαστήρια, ποὺ κατεσκεύασεν ὁ Μανασσῆς μέσα εἰς τὶς δύο αὐλὲς τοῦ Ναοῦ τοῦ Κυρίου. Ὁ Ἰωσίας κατεδάφισε καὶ κατέστρεψεν ὅλα αὐτὰ καὶ ἔρριξε τὴν στάχτη των εἰς τὴν κοιλάδα τοῦ χειμάρρου τῶν Κέδρων.
13 καὶ τὸν οἶκον τὸν ἐπὶ πρόσωπον ῾Ιερουσαλὴμ τὸν ἐκ δεξιῶν τοῦ ὄρους τοῦ Μοσοάθ, ὃν ᾠκοδόμησε Σαλωμὼν βασιλεὺς ᾿Ισραὴλ τῇ ᾿Αστάρτῃ προσοχθίσματι Σιδωνίων καὶ τῷ Χαμὼς προσοχθίσματι Μωὰβ καὶ τῷ Μολχὸλ βδελύγματι υἱῶν ᾿Αμών, ἐμίανεν ὁ βασιλεύς. 13 Ο βασιλεύς εβεβήλωσεν επίσης τον ειδωλολατρικόν ναόν, ο οποίος ευρίσκετο ανατολικά της Ιερουσαλήμ, δεξιά από το όρος Μοσοάθ, τον οποίον ναόν είχεν ανοικοδομήσει ο Σολομών ο βασιλεύς του Ισραηλιτικού λαού προς τιμήν του βδελυρού αγάλματος της Αστάρτης, ειδώλου των κατοίκων της Σιδώνος. Εμόλυνεν και το βδελυρόν άγαλμα του Χαμώς των Μωαβιτών και το βδελυρόν άγαλμα του Μολχόλ των Αμωνιτών. 13 Ὁ Ἰωσίας ἐβεβήλωσε τὸν εἰδωλολατρικὸν ναόν, ποὺ εὑρίσκετο ἀνατολικῶς τῆς Ἱερουσαλήμ, εἰς τὰ δεξιὰ τοῦ ὄρους Μοσοάθ· τὸν ναὸν ἐκεῖνον ἔκτισεν ὁ Σολομών, ὁ βασιλιᾶς (τοῦ βασιλείου) τοῦ Ἰσραήλ, πρὸς τιμὴν τῆς σιχαμερῆς θεᾶς Ἀστάρτης τῶν Σιδωνίων καὶ πρὸς τιμὴν τοῦ Χαμώς, τοῦ σιχαμεροῦ θεοῦ τῶν Μωαβιτῶν, καὶ πρὸς τιμὴν τοῦ σιχαμεροῦ θεοῦ Μολχὸλ τῶν Ἀμμωνιτῶν.
14 καὶ συνέτριψε τὰς στήλας καὶ ἐξωλόθρευσε τὰ ἄλση καὶ ἔπλησε τοὺς τόπους αὐτῶν ὀστέων ἀνθρώπων. 14 Συνέτριψεν ακόμη τας ειδωλολατρικάς στήλας. Συνέτριψε και εξολόθρευσε τα αγάλματα της Αστάρτης και τους τόπους της λατρείας της. Εβεβήλωσε δε όλα αυτά τα ιερά των ειδωλολατρών σκορπίσας επάνω εις αυτά οστά ανθρώπων. 14 Ὁ Ἰωσίας ἔσπασεν ἀκόμη καὶ κατέστρεψε τὶς εἰδωλολατρικὲς στῆλες καὶ ἐξωλόθρευσε τὰ (ξύλινα) ἀγάλματα τῆς θεᾶς Ἀστάρτης καὶ ἐσκέπασε τοὺς τόπους, ὅπου ἦσαν στημένες οἱ ἱερὲς στῆλες καὶ τὰ ἀγάλματα, μὲ ἀνθρώπινα κόκκαλα.
15 καί γε τὸ θυσιαστήριον τὸ ἐν Βαιθὴλ τὸ ὑψηλόν, ὃ ἐποίησεν ῾Ιεροβοὰμ υἱὸς Ναβάτ, ὃς ἐξήμαρτε τὸν ᾿Ισραήλ, καί γε τὸ θυσιαστήριον ἐκεῖνο τὸ ὑψηλὸν κατέσπασε καὶ συνέτριψε τοὺς λίθους αὐτοῦ καὶ ἐλέπτυνεν εἰς χοῦν καὶ κατέκαυσε τὸ ἄλσος. 15 Επί πλέον το θυσιαστήριον, το οποίον ευρίσκετο εις την Βαιθήλ, και τον υψηλόν ειδωλολατρικόν τόπον, που είχε κατασκευάσει ο Ιεροβοάμ, ο υιός του Ναβάτ, αυτός που είχεν εξωθήσει τους Ισραηλίτας εις αμαρτίαν και ασέβειαν. Αυτό το θυσιαστήριον και τον υψηλόν τόπον κατέρριψε, τους λίθους αυτών τους συνέτριψε, τους μετέβαλεν εις σκόνιν και κατέκαυσε το ξύλινον άγαλμα της Αστάρτης. 15 Ἐπὶ πλέον κατεδάφισε καὶ κατέστρεψε καὶ αὐτὸ ἀκόμη τὸ θυσιαστήριον, ποὺ εὑρίσκετο εἰς τὴν Βαιθήλ, τὸν ὑψηλὸν εἰδωλολατρικὸν τόπον, ποὺ κατεσκεύασεν ὁ Ἱεροβοάμ, ὁ υἱὸς τοῦ Ναβάτ, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν ἁμαρτωλὴν πολιτείαν καὶ τὶς ἁμαρτίες του παρέσυρε τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν εἰς τὴν ἀποστασίαν καὶ τὴν εἰδωλολατρίαν· καὶ αὐτὰ λοιπόν (τὸ θυσιαστήριον καὶ τὸν ὑψηλὸν εἰδωλολατρικὸν τόπον) ὁ βασιλιᾶς Ἰωσίας τὰ ἐγκρέμισε καὶ ἔσπασε τὶς πέτρες καὶ τὶς ἔκαμε χῶμα καὶ σκόνην. Παρέδωκε δὲ εἰς τὴν φωτιὰ καὶ τὸ (ξύλινον) ἄγαλμα τῆς Ἀστάρτης.
16 καὶ ἐξένευσεν ᾿Ιωσίας καὶ εἶδε τοὺς τάφους τοὺς ἐκεῖ ἐν τῇ πόλει καὶ ἀπέστειλε καὶ ἔλαβε τὰ ὀστᾶ ἐκ τῶν τάφων καὶ κατέκαυσεν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον καὶ ἐμίανεν αὐτὸ κατὰ τὸ ρῆμα Κυρίου, ὃ ἐλάλησεν ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ ἑστάναι ῾Ιεροβοὰμ ἐν τῇ ἑορτῇ ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον. καὶ ἐπιστρέψας ᾖρε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ ἐπὶ τὸν τάφον τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ τοῦ λαλήσαντος τοὺς λόγους τούτους 16 Οταν δε ο Ιωσίας έστρεψε το πρόσωπόν του και είδε τους τάφους, που ευρίσκοντο εις την πόλιν, έστειλεν ανθρώπους και επήρε από τους τάφους αυτούς τα οστά, τα οποία και έκαυσεν επάνω στο ειδωλολατρικόν αυτό θυσιαστήριον της Βαιθήλ. Ετσι δε εβεβήλωσε το θυσιαστήριον σύμφωνα με την προφητείαν του Κυρίου, την οποίαν είχεν είπει ο άνθρωπος εκείνος του Θεού, ο προφήτης, όταν κατά κάποιαν εορτήν ο Ιεροβοάμ ευρίσκετο όρθιος επάνω στο θυσιαστήριον αυτό. Κατόπιν ο βασιλεύς έστρεψε το πρόσωπόν του, εσήκωσε τους οφθαλμούς του προς τον τάφον του ανθρώπου εκείνου του Θεού, του προφήτου, ο οποίος είχεν είπει τα λόγια εκείνα εναντίον του θυσιαστηρίου. 16 Κατόπιν ὁ Ἰωσίας ἔστρεψε τὸ βλέμμα του γύρω καὶ εἶδε τοὺς τάφους, ποὺ εὑρίσκοντο εἰς τὴν πόλιν· καὶ ἔστειλεν ἀνθρώπους καὶ ἐπῆρε ἀπὸ τοὺς τάφους τὰ ὀστᾶ τῶν νεκρῶν καὶ τὰ ἔκαυσεν ἐπάνω εἰς τὸ εἰδωλολατρικὸν θυσιαστήριον. Μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν ἐμόλυνε τὸ θυσιαστήριον ἐκεῖνο τῆς Βαιθήλ, σύμφωνα μὲ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου, τὸν ὁποῖον εἶχεν εἰπεῖ πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ (ὁ προφήτης), ὅταν ὁ βασιλιᾶς Ἱεροβοὰμ ἐστέκετο κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς ἑορτῆς ἐπάνω (κατ' ἄλλην γραφήν: Ἐμπρός) εἰς τὸ θυσιαστήριον. Ὁ βασιλιᾶς Ἰωσίας ἐσήκωσε τὰ μάτια του καὶ ἔστρεψε τὸ βλέμμα του εἰς τὸν τάφον τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ (τοῦ προφήτου), ὁ ὁποῖος εἶχεν εἰπεῖ πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια τὰ λόγια αὐτὰ ἐναντίον τοῦ εἰδωλολατρικοῦ θυσιαστηρίου.
17 καὶ εἶπε· τί τὸ σκόπελον ἐκεῖνο, ὃ ἐγὼ ὁρῶ; καὶ εἶπον αὐτῷ οἱ ἄνδρες τῆς πόλεως· ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ὁ ἐξεληλυθὼς ἐξ ᾿Ιούδα καὶ ἐπικαλεσάμενος τοὺς λόγους τούτους, οὓς ἐπεκαλέσατο ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον Βαιθήλ. 17 Και ηρώτησεν ο βασιλεύς· “τι είναι εκείνο το εξέχον μνημείον, το οποίον εγώ βλέπω;” Οι άνδρες της πόλεως εκείνης τον επληροφόρησαν· “εκεί ευρίσκεται ο άνθρωπος εκείνος του Θεού ο προφήτης, ο οποίος είχεν εξέλθει από το βασίλειον του Ιούδα και εξεφώνησε τους προφητικούς λόγους εναντίον του θυσιαστηρίου της Βαιθήλ”. 17 Καὶ ὁ βασιλιᾶς Ἰωσίας ἐρώτησε: «Τίνος εἶναι ὁ τάφος ἐκεῖνος (ὁ ἐπιτύμβιος λίθος), ποὺ βλέπω;» Οἱ κάτοικοι τῆς Βαιθὴλ τοῦ ἀπάντησαν: «Αὐτὸς εἶναι ὁ τάφος, εἰς τὸν ὁποῖον εἶναι θαμμένος ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ (ὁ προφήτης), ὁ ὁποῖος ἦλθεν ἀπὸ τὸ βασίλειον τοῦ Ἰούδα καὶ προεῖπε κατὰ τοῦ θυσιαστηρίου τούτου τῆς Βαιθὴλ ὅλα, ὅσα σὺ ἔκαμες τώρα εἰς αὐτό».
18 καὶ εἶπεν· ἄφετε αὐτόν, ἀνὴρ μὴ κινησάτωσαν τὰ ὀστᾶ αὐτοῦ· καὶ ἐρρύσθησαν τὰ ὀστᾶ αὐτοῦ μετὰ τῶν ὀστῶν τοῦ προφήτου τοῦ ἥκοντος ἐκ Σαμαρείας. 18 Ο βασιλεύς είπεν· “αφήσατε αυτόν στον τάφον του και κανείς ας μη μετακινήση τα οστά του”. Ετσι δε τα οστά αυτού μαζή με τα οστά του άλλου προφήτου, που είχεν ελθει από την Σαμάρειαν, δεν παρεδόθησαν στο πυρ. 18 Ὁ Ἰωσίας εἶπεν: «Ἀφῆστε τὸν τάφον ὅπως εἶναι. Κανεὶς ἂς μὴ μετακινήσῃ τὰ ὀστᾶ τοῦ προφήτου». Ἔτσι ἐγλύτωσαν ἀπὸ τὴν μετακίνησιν καὶ τὴν καῦσιν τὰ ὀστᾶ τοῦ προφήτου αὐτοῦ, ὅπως ἐπίσης καὶ τὰ ὀστᾶ τοῦ προφήτου, ὁ ὁποῖος εἶχεν ἔλθει ἀπὸ τὴν Σαμάρειαν καὶ εἶχε ταφῆ μαζί του.
19 καί γε πάντας τοὺς οἴκους τῶν ὑψηλῶν τοὺς ἐν ταῖς πόλεσι Σαμαρείας, οὓς ἐποίησαν βασιλεῖς ᾿Ισραὴλ παροργίζειν Κύριον, ἀπέστησεν ᾿Ιωσίας καὶ ἐποίησεν ἐν αὐτοῖς πάντα τὰ ἔργα, ἃ ἐποίησεν ἐν Βαιθήλ. 19 Κατέστρεψεν επίσης ο Ιωσίας όλους τους ναούς των υψηλών τόπων, οι οποίοι υπήρχον εις τας πόλεις της Σαμαρείας και τους οποίους είχαν κατασκευάσει οι βασιλείς του Ισραήλ, δια να παροργίσουν έτσι τον Θεόν εναντίον των. Ο Ιωσίας έκαμεν στους ειδωλολατρικούς αυτούς ναούς ο,τι είχε κάμει στο θυσιαστήριον της Βαιθήλ. 19 Ἐπίσης ὁ βασιλιᾶς Ἰωσίας κατέστρεψεν ὅλους τοὺς ναοὺς (τὰ θυσιαστήρια), ποὺ εὑρίσκοντο εἰς ὑψηλοὺς εἰδωλολατρικοὺς τόπους καὶ ὑπῆρχαν εἰς τὶς πόλεις τῆς Σαμαρείας (= τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰσραήλ), τοὺς ὁποίους κατεσκεύασαν οἱ βασιλεῖς (τοῦ βασιλείου) τοῦ Ἰσραήλ, ἐξοργίζοντες μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον τὸν Κύριον. Ὁ βασιλιᾶς Ἰωσίας ἔκαμεν εἰς ὅλους αὐτοὺς τοὺς εἰδωλολατρικοὺς ναοὺς καὶ τὰ εἰδωλολατρικὰ θυσιαστήρια ὅ,τι εἶχε κάμει εἰς τὸ θυσιαστήριον τῆς Βαιθήλ.
20 καὶ ἐθυσίασε πάντας τοὺς ἱερεῖς τῶν ὑψηλῶν τοὺς ὄντας ἐκεῖ ἐπὶ τῶν θυσιαστηρίων καὶ κατέκαυσε τὰ ὀστᾶ τῶν ἀνθρώπων ἐπ᾿ αὐτά, καὶ ἐπεστράφη εἰς ῾Ιερουσαλήμ. 20 Ακόμη δε εθυσίασεν όλους τους αμετανοήτους ιερείς των υψηλών ειδωλολατρικών τόπων, οι οποίοι ευρίσκοντο εις τα εκεί θυσιαστήρια. Εις βεβήλωσιν δε αυτών έκαυσεν επάνω των οστά ανθρώπων. Επειτα δε από τα έργα της καθάρσεως αυτής επέστρεψεν ο Ιωσίας εις την Ιερουσαλήμ. 20 Ἐσκότωσεν ἐπίσης ὅλους τοὺς ἱερεῖς τῶν ὑψηλῶν εἰδωλολατρικῶν τόπων, οἱ ὁποῖοι ὑπηρετοῦσαν εἰς τὰ θυσιαστήρια, ποὺ εὑρίσκοντο ἐκεῖ, καὶ ἔκαυσεν ἐπάνω εἰς τὰ θυσιαστήρια ἐκεῖνα (διὰ νὰ τὰ βεβηλώσῃ) ὀστᾶ ἀνθρώπων. Κατόπιν ὁ Ἰωσίας ἐπέστρεψεν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
21 Καὶ ἐνετείλατο ὁ βασιλεὺς παντὶ τῷ λαῷ λέγων· ποιήσατε πάσχα τῷ Κυρίῳ Θεῷ ἡμῶν, καθὼς γέγραπται ἐπὶ βιβλίου τῆς διαθήκης ταύτης· 21 Κατόπιν διέταξεν ο βασιλεύς όλον τον λαόν του βασιλείου Ιούδα και είπεν· “εορτάσατε το Πασχα προς τιμήν του Θεού και Κυρίου μας, όπως είναι γραμμένον στο βιβλίον της Διαθήκης αυτής”. 21 Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ὁ βασιλιᾶς Ἰωσίας διέταξεν ὅλον τὸν λαὸν καὶ εἶπε: «Νὰ ἑορτάσετε τὸ Πάσχα εἰς τιμὴν τοῦ Κυρίου, τοῦ Θεοῦ μας, ὅπως εἶναι γραμμένον εἰς τὸ βιβλίον τῆς Διαθήκης αὐτῆς».
22 ὅτι οὐκ ἐγενήθη τὸ πάσχα τοῦτο ἀφ᾿ ἡμερῶν τῶν κριτῶν, οἳ ἔκρινον τὸν ᾿Ισραήλ, καὶ πάσας τὰς ἡμέρας βασιλέων ᾿Ισραὴλ καὶ βασιλέων ᾿Ιούδα, 22 Το δε Πασχα εκείνο εωρτάσθη με τόσην μεγαλοπρέπειαν και λαμπρότητα, με όσην δεν είχεν εορτασθή κανένα τέτοιο Πασχα από την εποχήν των Κριτών, που είχαν κυβερνήσει τον ισραηλιτικόν λαόν, και καθ' όλον το διάστημα των ετών των βασιλέων του Ισραήλ και των βασιλέων του Ιούδα. 22 Πράγματι· κανένα Πάσχα δὲν ἑωρτάσθη μὲ τόσην λαμπρότητα, ὅσον αὐτὸ τὸ Πάσχα, ἀπὸ τὴν ἐποχὴν τῶν Κριτῶν, οἱ ὁποῖοι ἔκριναν τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν, καὶ καθ' ὅλην τὴν περίοδον τῆς βασιλείας τῶν βασιλέων (τοῦ βασιλείου) τοῦ Ἰσραὴλ καὶ τῶν βασιλέων (τοῦ βασιλείου) τοῦ Ἰούδα·
23 ὅτι ἀλλ᾿ ἢ τῷ ὀκτωκαιδεκάτῳ ἔτει τοῦ βασιλέως ᾿Ιωσίου ἐγενήθη τὸ πάσχα τῷ Κυρίῳ ἐν ῾Ιερουσαλήμ. 23 Αυτό δε το Πασχα εωρτάσθη κατά το δέκατον όγδοον έτος της βασιλείας του βασιλέως Ιωσίου εις την Ιερουσαλήμ προς τιμήν και δόξαν του Κυρίου. 23 τὸ Πάσχα τοῦτο ἑωρτάσθη μὲ τόσην λαμπρότητα μόνον κατὰ τὸ δέκατον ὄγδοον ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ βασιλιᾶ Ἰωσία πρὸς τιμὴν τοῦ Κυρίου εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
24 καί γε τοὺς θελητὰς καὶ τοὺς γνωριστὰς καὶ τὰ Θεραφὶν καὶ τὰ εἴδωλα καὶ πάντα τὰ προσοχθίσματα τὰ γεγονότα ἐν τῇ γῇ ᾿Ιούδα καὶ ἐν ῾Ιερουσαλὴμ ἐξῇρεν ᾿Ιωσίας, ἵνα στήσῃ τοὺς λόγους τοῦ νόμου τοὺς γεγραμμένους ἐπὶ τοῦ βιβλίου, οὗ εὗρε Χελκίας ὁ ἱερεὺς ἐν οἴκῳ Κυρίου. 24 Τους μάγους και τους οιωνοσκόπους και τα αγαλμάτια και τα μεγάλα είδωλα και όλα τα αγάλματα, που υπήρχον εις την γην Ιούδα και εις την γην Ιερουσαλήμ, τα κατέστρεψεν ο Ιωσίας ο βασιλεύς, δια να εφαρμόση έτσι τους λόγους, οι οποίοι είναι γραμμένοι στο βιβλίον τούτο του Νομου, που ευρήκεν ο αρχιερεύς Χελκίας στον ναόν του Κυρίου. 24 Ὁ βασιλιᾶς Ἰωσίας κατέστρεψεν ἀκόμη καὶ ὅλους τοὺς μάγους καὶ ὅλους τοὺς νεκρομάντεις καὶ τὰ μικρὰ ἀγάλματα τῶν οἰκιακῶν (ἐφεστίων) θεῶν καὶ τὰ εἴδωλα καὶ ὅλα τὰ σιχαμερὰ ἀντικείμενα, ποὺ ἐχρησιμοποιοῦντο διὰ τὴν εἰδωλολατρίαν καὶ εἶχαν κατασκευασθῇ εἰς τὴν χώραν τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα καὶ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα. Τοῦτο τὸ ἔκαμε, διὰ νὰ θέσῃ εἰς ἐφαρμογὴν καὶ νὰ ἐδραιώσῃ τὰ λόγια τοῦ Νόμου, ποὺ ἦσαν γραμμένα εἰς τὸ βιβλίον τοῦ Νόμου, τὸ ὁποῖον εὑρῆκε ὁ ἀρχιερεὺς Χελκίας εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Κυρίου.
25 ὅμοιος αὐτῷ οὐκ ἐγενήθη ἔμπροσθεν αὐτοῦ βασιλεύς, ὃς ἐπέστρεψε πρὸς Κύριον ἐν ὅλῃ καρδίᾳ αὐτοῦ καὶ ἐν ὅλῃ ψυχῇ αὐτοῦ καὶ ἐν ὅλῃ ἰσχύϊ αὐτοῦ κατὰ πάντα τὸν νόμον Μωυσῆ, καὶ μετ᾿ αὐτὸν οὐκ ἀνέστη ὅμοιος αὐτῷ. 25 Ομοιος με τον βασιλέα Ιωσίαν δεν υπήρξεν άλλος προ αυτού, ο οποίος εδόθη στον Κυριον με όλην του την καρδίαν, με όλην του την ψυχήν, με όλην του την δύναμιν σύμφωνα με τον νόμον του Μωϋσέως. Αλλά και έπειτα απ' αυτόν δεν ενεφανίσθη άλλος όμοιός του. 25 Οὐδέποτε ὑπῆρξε πρὶν ἀπὸ τὸν Ἰωσίαν βασιλιᾶς ὅμοιος μὲ αὐτόν, ὁ ὁποῖος ἐστράφη καὶ ἐλάτρευσε τὸν Κύριον μὲ ὅλην τὴν καρδιά του, ὥστε αὐτὸν ἐξ ὁλοκλήρου ἐποθοῦσε καὶ εἰς αὐτὸν μὲ ὅλα τὰ βάθη τῆς ἐσωτερικῆς καὶ πνευματικῆς ὑπάρξεώς του ἦταν παραδομένος· καὶ μὲ ὅλην τὴν ψυχήν του, ὥστε μὲ ὅλον τὸ συναίσθημά του αὐτὸν ἐποθοῦσε καὶ ὁλόκληρον τὸ ἐσωτερικόν του εἰς αὐτὸν ἦταν παραδομένον· καὶ μὲ ὅλην τὴν δύναμιν τῆς θελήσεώς του, ἔχοντας ἀπόλυτον ὑπακοὴν εἰς τὸν Νόμον τοῦ Μωϋσέως. Ἀλλ’ οὔτε καὶ παρουσιάσθη ὕστερα ἀπὸ τὸν Ἰωσίαν βασιλιᾶς ἄλλος, ὅμοιος μὲ αὐτόν.
26 πλὴν οὐκ ἀπεστράφη Κύριος ἀπὸ θυμοῦ τῆς ὀργῆς αὐτοῦ τῆς μεγάλης, οὗ ἐθυμώθη ὀργῇ αὐτοῦ ἐν τῷ ᾿Ιούδᾳ ἐπὶ τοὺς παροργισμούς, οὓς παρώργισεν αὐτὸν Μανασσῆς. 26 Παρ όλην όμως την ευσέβειαν και τα θεάρεστα έργα του Ιωσίου δεν έπαυσεν ο Κυριος να είναι πολύ ωργισμένος και αγανακτημένος εναντίον του βασιλείου του Ιούδα, λόγω των παραβάσεων, δια των οποίων ο Μανασσής είχε παροργίσει τον Κυριον. 26 Παρ' ὅλην ὅμως τὴν ἀφοσίωσίν τοῦ Ἰωσία εἰς τὸν Θεὸν καὶ τὴν ριζικὴν θρησκευτικὴν μεταρρύθμισιν, ποὺ ἐπραγματοποίησεν, ὁ Κύριος δὲν μετεστράφη ἀπὸ τὴν μεγάλην ἀγανάκτησιν τῆς φοβερᾶς ὀργῆς του, ἡ ὁποία εἶχεν ἐκσπάσει ἐναντίον τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα ἕνεκα ὅλων τῶν ἁμαρτωλῶν παραβάσεων καὶ προκλήσεων, μὲ τὶς ὁποῖες τὸν ἐξώργισεν ὁ Μανασσῆς.
27 καὶ εἶπε Κύριος· καί γε τὸν ᾿Ιούδαν ἀποστήσω ἀπὸ τοῦ προσώπου μου, καθὼς ἀπέστησα τὸν ᾿Ισραήλ, καὶ ἀπώσομαι τὴν πόλιν ταύτην, ἣν ἐξελεξάμην τὴν ῾Ιερουσαλήμ, καὶ τὸν οἶκον οὗ εἶπον· ἔσται τὸ ὄνομά μου ἐκεῖ. 27 Δια τούτο και είπεν ο Κυριος· “και αυτό ακόμη το βασίλειον του Ιούδα θα το στερήσω από την προστασίαν μου, όπως εστέρησα το βασίλειον του Ισραήλ, και θα απορρίψω την πόλιν αυτήν την Ιερουσαλήμ, την οποίαν εξέλεξα, και τον ναόν τούτον, δια τον οποίον είπα· Εκεί θα είναι πάντοτε το όνομά μου”. 27 Ἔτσι ὁ Κύριος εἶπε: «Καὶ αὐτὸ ἀκόμη τὸ βασίλειον τοῦ Ἰούδα θὰ ἀπομακρύνω ἀπ’ ἐμπρός μου καὶ θὰ παύσω νὰ τὸ προστατεύω, ὅπως ἀπεμάκρυνα καὶ ἔπαυσα νὰ προστατεύω τὸ βασίλειον τοῦ Ἰσραήλ, καὶ θὰ ἀπορρίψω τὴν πόλιν αὐτήν, τὴν Ἱερουσαλήμ, τὴν ὁποίαν ἐδιάλεξα, καὶ τὸν Ναόν, διὰ τὸν ὁποῖον εἶπα· «ἐκεῖ θὰ εἶναι (πάντοτε) τὸ ὄνομά μου, ὥστε να λατρεύεται καὶ να δοξολογῆται».
28 καὶ τὰ λοιπὰ τῶν λόγων ᾿Ιωσίου καὶ πάντα, ὅσα ἐποίησεν, οὐχὶ ταῦτα γεγραμμένα ἐπὶ βιβλίῳ λόγων ἡμερῶν τοῖς βασιλεῦσιν ᾿Ιούδα; 28 Τα υπόλοιπα από τα έργα του Ιωσίου, όλα όσα αυτός έκαμε, είναι γραμμένα στο βιβλίον των έργων των βασιλέων του βασιλείου του Ιούδα. 28 Τὰ δὲ ὑπόλοιπα ἔργα τοῦ Ἰωσία καὶ ὅλα, ὅσα ἔκαμε, δὲν εἶναι μήπως αὐτὰ γραμμένα εἰς τὸ βιβλίον τῶν «Χρονικῶν (ἢ Ἔργα καὶ Ἡμέραι) τῶν βασιλέων (τοῦ βασιλείου) τοῦ Ἰούδα»;
29 ἐν δὲ ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ ἀνέβη φαραὼ Νεχαὼ βασιλεὺς Αἰγύπτου ἐπὶ βασιλέα ᾿Ασσυρίων ἐπὶ ποταμὸν Εὐφράτην· καὶ ἐπορεύθη ᾿Ιωσίας εἰς ἀπαντὴν αὐτοῦ, καὶ ἐθανάτωσεν αὐτὸν Νεχαὼ ἐν Μαγεδδὼ ἐν τῷ ἰδεῖν αὐτόν. 29 Κατά τας ημέρας της βασιλείας του Ιωσίου ο Νεχαώ βασιλεύς της Αιγύπτου εξεστράτευσεν εναντίον του βασιλέως των Ασσυρίων προς τον Ευφράτην ποταμόν. Ο Ιωσίας εξήλθε, δια να αναχαιτίση αυτόν. Εκεί όμως ο Νεχαώ, κατά την μάχην, που εδόθη εις Μαγεδδώ, μόλις είδε τον Ιωσίαν, τον εθανάτωσε. 29 Κατὰ τὶς ἡμέρες τῆς βασιλείας τοῦ Ἰωσία ἐξεστράτευσεν ὁ Φαραὼ Νεχαῶ, βασιλιᾶς τῆς Αἰγύπτου, διὰ λογαριασμόν (ἐξ ὀνόματος) τοῦ βασιλιᾶ τῶν Ἀσσυρίων, μὲ κατεύθυνσιν τὸν ποταμὸν Εὐφράτην. Καὶ ὁ βασιλιᾶς Ἰωσίας ἐπροχώρησε διὰ νὰ συναντήσῃ καὶ ἀναχαιτίστι τὸν Φαραώ· ἀλλ' ὁ βασιλιᾶς Νεχαῶ εἰς μάχην, ποὺ συνήφθη μεταξύ των εἰς τὴν πόλιν Μαγεδδῶ, ἐσκότωσε τὸν Ἰωσίαν, μόλις τὸν εἶδε.
30 καὶ ἐπεβίβασαν αὐτὸν οἱ παῖδες αὐτοῦ νεκρὸν ἐκ Μαγεδδὼ καὶ ἤγαγον αὐτὸν εἰς ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἔθαψαν αὐτὸν ἐν τῷ τάφῳ αὐτοῦ. καὶ ἔλαβεν ὁ λαὸς τῆς γῆς τὸν ᾿Ιωάχαζ υἱὸν ᾿Ιωσίου καὶ ἔχρισαν αὐτὸν καὶ ἐβασίλευσαν αὐτὸν ἀντὶ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ. 30 Παρέλαβον τον νεκρόν βασιλέα από την Μαγγεδώ, τον επεβίβασαν εις άρμα και τον έφεραν εις την Ιερουσαλήμ, όπου και τον έθαψαν στον τάφον του. Ο δε ιουδαϊκός λαός επήρε τον Ιωάχαζ υιόν του Ιωσίου, έχρισεν αυτόν και τον ανεκήρυξεν ως βασιλέα αντί του πατρός του. 30 Καὶ οἱ δοῦλοι (ἢ ἀξιωματοῦχοι) τοῦ Ἰωσία ἐπεβίβασαν τὸ νεκρὸν σῶμα του εἰς ἕνα ἅρμα καὶ τὸ μετέφεραν ἀπὸ τὴν Μαγεδδὼ εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἔθαψαν τὸν Ἰωσίαν εἰς τὸν βασιλικὸν τάφον του. Καὶ ὁ λαὸς τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα ἐπῆρε τὸν Ἰωαχάζ, τὸν υἱὸν τοῦ Ἰωσία, καὶ τὸν ἔχρισε καὶ τὸν ἀνεκήρυξε βασιλιᾶ εἰς τὴν θέσιν τοῦ πατέρα του.
31 Υἱὸς εἴκοσι καὶ τριῶν ἐτῶν ἦν ᾿Ιωάχαζ ἐν τῷ βασιλεύειν αὐτὸν καὶ τρίμηνον ἐβασίλευσεν ἐν ῾Ιερουσαλήμ, καὶ ὄνομα τῇ μητρὶ αὐτοῦ ᾿Αμιτὰλ θυγάτηρ ῾Ιερεμίου ἐκ Λοβνά. 31 Οταν ο Ιωάχαζ ανήλθεν στον βασιλικόν θρόνον ήτο ηλικίας εικοσιτριών ετών. Αυτός εβασίλευσε μόνον επί ένα τρίμηνον εις την Ιερουσαλήμ. Η μητέρα του ωνομάζετο Αμιτάλ, ήτο δε θυγάτηρ του Ιερεμίου, ο οποίος κατήγετο από την Λοβνά. 31 Ὁ Ἰωάχαζ ἦταν εἴκοσι τριῶν ἐτῶν, ὅταν ἔγινε βασιλιᾶς τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα, ἐβασίλευσε δὲ μὲ ἔδραν τὴν Ἱερουσαλὴμ ἐπὶ τρεῖς μῆνες. Ἡ μητέρα του ὠνομάζετο Ἀμιτὰλ καὶ ἦταν θυγατέρα τοῦ Ἱερεμία, ποὺ κατήγετο ἀπὸ τὴν πόλιν Λοβνά (ἢ Λεμνά).
32 καὶ ἐποίησε τὸ πονηρὸν ἐν ὀφθαλμοῖς Κυρίου κατὰ πάντα, ὅσα ἐποίησαν οἱ πατέρες αὐτοῦ. 32 Ο Ιωάχαζ εξέκλινε προς την ειδωλολατρείαν, έπραξε πονηρά ενώπιον του Κυρίου όλα, όσα είχαν διαπράξει οι προπάτορές του. 32 Ὁ Ἰωάχαζ παρεσύρθη εἰς παρεκτροπὲς καὶ ἁμαρτωλὲς πράξεις καὶ ἔκαμεν ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον εἶναι πονηρὸν εἰς τὰ μάτια τοῦ Θεοῦ· κατήντησεν εἰς τὴν εἰδωλολατρίαν καὶ ἀκολούθησε καὶ ἐμιμήθη ὅλα, ὅσα ἔκαμαν οἱ προπάτορές του.
33 καὶ μετέστησεν αὐτὸν φαραὼ Νεχαὼ ἐν Δεβλαθὰ ἐν γῇ Αἰμὰθ τοῦ μὴ βασιλεύειν ἐν ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἔδωκε ζημίαν ἐπὶ τὴν γῆν ἑκατὸν τάλαντα ἀργυρίου καὶ ἑκατὸν τάλαντα χρυσίου. 33 Ο βασιλεύς της Αιγύπτου ο Νεχαώ συνέλαβε και μετέφερε αυτόν εις την Δεβλαθά, εις την χώραν Αιμάθ, δια να μη είναι πλέον αυτός βασιλεύς εις την Ιερουσαλήμ. Επέβαλε δε πρόστιμον εις την χώραν του Ιούδα εκατόν τάλαντα αργυρίου και εκατόν τάλαντα χρυσίου. 33 Καὶ ὁ Φαραὼ Νεχαὼ τὸν μετέφερεν εἰς τὴν Δεβλαθά, εἰς τὴν χώραν Αἰμάθ, ὥστε νὰ μὴ βασιλεύῃ εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ. Καὶ ἐπέβαλεν ὡς πρόστιμον (φόρον ὑποτελείας) εἰς τὴν Ἰουδαίαν ἑκατὸν ἀσημένια τάλαντα καὶ ἑκατὸν χρυσᾶ τάλαντα.
34 καὶ ἐβασίλευσε φαραὼ Νεχαὼ ἐπ᾿ αὐτοὺς τὸν ᾿Ελιακὶμ υἱὸν ᾿Ιωσίου βασιλέως ᾿Ιούδα ἀντὶ ᾿Ιωσίου τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ ἐπέστρεψε τὸ ὄνομα αὐτοῦ ᾿Ιωακίμ· καὶ τὸν ᾿Ιωάχαζ ἔλαβε καὶ εἰσήνεγκεν εἰς Αἴγυπτον, καὶ ἀπέθανεν ἐκεῖ. 34 Ο βασιλεύς της Αιγύπτου ο Νεχαώ ενεθρόνισεν ως βασιλέα στο βασίλειον του Ιούδα τον Ελιακίμ, άλλον υιόν του Ιωσίου, αντί του Ιωσίου του πατρός του. Ο Νεχαώ ήλλαξε το όνομα του Ελιακίμ εις Ιωακίμ. Τον δε Ιωάχαζ επήρε και μετέφερεν εις την Αίγυπτον, όπου ο Ιωάχαζ και απέθανε. 34 Ὁ Φαραὼ Νεχαὼ ἐγκατέστησεν ὡς βασιλιᾶ εἰς τὸ βασίλειον τὸν Ἰούδα τὸν Ἐλιακίμ, τὸν ἄλλον υἱὸν τοῦ Ἰωσία, βασιλιᾶ τοῦ Ἰούδα, ὡς διάδοχον τὸν Ἰωσία, τὸν πατέρα του, καὶ ἄλλαξε τὸ ὄνομά του ἀπὸ Ἐλιακὶμ εἷς Ἰωακίμ. Τὸν δὲ Ἰωάχαζ παρέλαβε καὶ τὸν μετέφερεν εἰς τὴν Αἴγυπτον ἐκεῖ ἀπέθανεν ὁ Ἰωάχαζ.
35 καὶ τὸ ἀργύριον καὶ τὸ χρυσίον ἔδωκεν ᾿Ιωακὶμ τῷ φαραώ· πλὴν ἐτιμογράφησε τὴν γῆν τοῦ δοῦναι τὸ ἀργύριον ἐπὶ στόματος φαραώ, ἀνὴρ κατὰ τὴν συντίμησιν αὐτοῦ ἔδωκαν τὸ ἀργύριον καὶ τὸ χρυσίον μετὰ τοῦ λαοῦ τῆς γῆς τοῦ δοῦναι τῷ φαραὼ Νεχαώ. 35 Ο Ιωακίμ έδωκεν στον Φαραώ το αργύριον και το χρυσίον του προστίμου. Δια να ημπορέση όμως να καταβάλη το ορισθέν από τον Φαραώ πρόστιμον εις άργυρον και χρυσόν, επέβαλε φορολογίαν στους ανθρώπους της χώρας του. Ο καθένας, ανάλογα προς την οικονομικήν του δύναμιν, κατέβαλε το σχετικόν αργύριον και χρυσίον. Ο λαός της χώρας εφορολογήθη, δια να καταβληθή το πρόστιμον στον βασιλέα Νεχαώ. 35 Καὶ ὁ Ἰωακὶμ ἔδωκεν εἰς τὸν Φαραὼ τὸ πρόστιμον ἀργύρου καὶ χρυσοῦ, ποὺ εἶχεν ἐπιβληθῆ εἰς τὸ βασίλειον τοῦ Ἰούδα. Ἀλλὰ διὰ νὰ συγκεντρώσῃ τὸ ποσόν, ποὺ ἐχρειάζετο, ἐπέβαλεν ἀναγκαστικὴν φορολογίαν εἰς τοὺς κατοίκους τῆς Ἰουδαίας· κάθε κάτοικος, ἀνάλογα μὲ τὴν οἰκονομικήν του κατάστασιν, ἔδωκε τὸ ἀσῆμι καὶ τὸ χρυσάφι μὲ ὅλον τὸν λαὸν τῆς χώρας, διὰ νὰ δοθῇ τὸ ποσὸν αυτὸ ὡς πρόστιμον εις τὸν Φαραὼ Νεχαω.
36 υἱὸς εἴκοσι καὶ πέντε ἐτῶν ᾿Ιωακὶμ ἐν τῷ βασιλεύειν αὐτὸν καὶ ἕνδεκα ἔτη ἐβασίλευσεν ἐν ῾Ιερουσαλήμ, καὶ ὄνομα τῇ μητρὶ αὐτοῦ ᾿Ιελδὰφ θυγάτηρ Φαδαὴλ ἐκ Ρουμά. 36 Ο Ιωακίμ, όταν ανήλθεν στον βασιλικόν θρόνον, ήτο εικοσιπέντε ετών. Εβασίλευσε δε εις την Ιερουσαλήμ επί ένδεκα έτη. Η μητέρα του ωνομάζετο Ιελδάφ και ήτο θυγάτηρ του Φαδαήλ, ο οποίος κατήγετο από την Ρουμά. 36 Ὁ Ἰωακὶμ ἦταν εἴκοσι πέντε ἐτῶν, ὅταν ἔγινε βασιλιᾶς τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα· ἐβασίλευσε δὲ μὲ ἔδραν τὴν Ἱερουσαλὴμ ἐπὶ ἕνδεκα χρόνια. Ἡ μητέρα του ὠνομάζετο Ἰελδαφ καὶ ἦταν θυγατέρα τὸν Φαδαήλ, ὁ ὁποῖος κατήγετο ἀπὸ τὴν πόλιν Ρουμά.
37 καὶ ἐποίησε τὸ πονηρὸν ἐν ὀφθαλμοῖς Κυρίου κατὰ πάντα, ὅσα ἐποίησαν οἱ πατέρες αὐτοῦ. 37 Αλλά και ο Ιωακίμ διέπραξε πονηρά ενώπιον του Κυρίου, όλα όσα είχαν πράξει και οι ασεβείς πρόγονοί του. 37 Ὁ Ἰωακὶμ παρεσύρθη εἰς παρεκτροπὲς καὶ ἁμαρτωλὲς πράξεις καὶ ἔκαμεν ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον εἶναι πονηρὸν εἰς τὰ μάτια τοῦ Θεοῦ· κατήντησεν εἰς τὴν εἰδωλολατρίαν καὶ ἀκολούθησε καὶ ἐμιμήθη ὅλα, ὅσα ἔκαμαν οἱ ἀσεβεῖς τιροπάτορές του.