Παρασκευή, 11 Οκτωβρίου 2024
Ανατ: 07:31
Δύση: 18:54
Σελ. 9 ημ.
285-81
16ος χρόνος, 6082η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Δ' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 (Β)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἐγένετο ἐν τῷ ἀνάγειν Κύριον ἐν συσσεισμῷ τὸν ᾿Ηλιοὺ ὡς εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐπορεύθη ᾿Ηλιοὺ καὶ ῾Ελισαιὲ ἐκ Γαλγάλων. 1 Οταν ο Κυριος απεφάσισε να αναλάβη τον Ηλίαν με συσσεισμόν άνω προς τον ουρανόν, ο Ηλίας και ο Ελισαίος ανεχώρησαν από τα Γαλγαλα. 1 Συνέβη δέ, ὅταν ὁ Κύριος ἐπρόκειτο νὰ ἀνεβάσῃ τὸν Ἠλίαν εἰς τὸν οὐρανὸν μὲ ἀνεμοστρόβιλον, ὁ Ἠλίας ἀνεχώρησε μαζὶ μὲ τὸν Ἐλισαῖον ἀπὸ τὰ Γάλγαλα.
2 καὶ εἶπεν ᾿Ηλιοὺ πρὸς ῾Ελισαιέ· κάθου δὴ ἐνταῦθα, ὅτι Κύριος ἀπέσταλκέ με ἕως Βαιθήλ· καὶ εἶπεν ῾Ελισαιέ· ζῇ Κύριος καὶ ζῇ ἡ ψυχή σου, εἰ ἐγκαταλείψω σε· καὶ ἦλθον εἰς Βαιθήλ. 2 Είπεν ο Ηλιού προς τον Ελισαίον· “κάθησε εδώ, σε παρακαλώ, διότι ο Κυριος με απέστειλεν έως εις την Βαιθήλ”. Ο Ελισαίος απήντησεν· “ορκίζομαι στον ζώντα Θεόν και εις την ζωήν σου, ότι δεν θα σε εγκαταλείψω”. Και ήλθον μαζή εις την Βαιθήλ. 2 Καὶ ὁ Ἠλίας εἶπε πρὸς τὸν Ἐλισαῖον: «Μεῖνε, σὲ παρακαλῶ, ἐδῶ, διότι ὁ Κύριος μὲ στέλλει νὰ πάω εἰς τὴν Βαιθήλ». Ὁ Ἐλισαῖος ὅμως τοῦ ἀπάντησε: «Ὁ Θεὸς εἶναι Θεὸς ζωντανὸς καὶ ἀκούει· ὁρκίζομαι εἰς αὐτὸν καὶ εἰς τὴν ζωήν σου, ὅτι δὲν θὰ σὲ ἀφήσω νὰ πᾶς μόνος σου». Ἔτσι ἦλθαν καὶ οἱ δύο μαζὶ εἰς τὴν Βαιθήλ.
3 καὶ ἦλθον οἱ υἱοὶ τῶν προφητῶν οἱ ἐν Βαιθὴλ πρὸς ῾Ελισαιὲ καὶ εἶπον πρὸς αὐτόν· εἰ ἔγνως, ὅτι Κύριος σήμερον λαμβάνει τὸν κύριόν σου ἐπάνωθεν τῆς κεφαλῆς σου; καὶ εἶπε· κἀγὼ ἔγνωκα, σιωπᾶτε. 3 Οι προφήται, οι οποίοι ευρίσκοντο εκεί εις την Βαιθήλ, ήλθον στον Ελισαίον και του είπον· “άραγε γνωρίζεις ότι σήμερον ο Κυριος θα πάρη επάνω από το κεφάλι σου τον κύριόν σου;” Εκείνος τους απήντησε· “και εγώ το γνωρίζω πολύ καλά μη ομιλείτε”. 3 Καὶ οἱ προφῆται, ποὺ ἦσαν εἰς τὴν Βαιθήλ, ἦλθαν εἰς τὸν Ἐλισαῖον καὶ τοῦ εἶπαν: «Γνωρίζεις μήπως ὅτι ὁ Κύριος θὰ παραλάβῃ σήμερα τὸν κύριόν σου μὲ ἀνάληψιν καὶ θὰ σὲ στερήσῃ τῆς ἀρχηγίας του;» Ὁ Ἐλισαῖος τοὺς ἀπάντησε: «Ναί· τὸ γνωρίζω καὶ ἐγώ· ἡσυχάζετε ὅμως καὶ μὴ κάμνετε λόγον διὰ τὸ γεγονὸς αὐτό».
4 καὶ εἶπεν ᾿Ηλιοὺ πρὸς ῾Ελισαιέ· κάθου δὴ ἐνταῦθα, ὅτι Κύριος ἀπέσταλκέ με εἰς ῾Ιεριχώ· καὶ εἶπεν ῾Ελισαιέ· ζῇ Κύριος καὶ ζῇ ἡ ψυχή σου, εἰ ἐγκαταλείψω σε· καὶ ἦλθον εἰς ῾Ιεριχώ. 4 Ο Ηλίας είπε προς τον Ελισαίον· “κάθησε, σε παρακαλώ, εδώ, διότι ο Κυριος μου έχει δώσει εντολήν να μεταβώ εις την Ιεριχώ” Ο Ελισαιέ όμως του είπεν· “ορκίζομαι στον ζώντα Θεόν και εις την ιδικήν σου ζωήν, ότι δεν θα σε εγκαταλείψω”. Και έφθασαν μαζή εις την Ιεριχώ. 4 Καὶ ὁ Ἠλίας εἶπεν εἰς τὸν Ἐλισαῖον: «Μεῖνε, σὲ παρακαλῶ, ἐδῶ, διότι ὁ Κύριος μὲ στέλλει νὰ πάω εἰς τὴν Ἱεριχώ». Ὁ Ἐλισαῖος ὅμως τοῦ ἀπάντησε: «Ὁ Θεὸς εἶναι Θεὸς ζωντανὸς καὶ ἀκούει· ὁρκίζομαι εἰς αὐτὸν καὶ εἰς τὴν ζωήν σου, ὅτι δὲν θὰ σὲ ἀφήσω νὰ πᾶς μόνος σου». Ἔτσι ἦλθαν καὶ οἱ δύο μαζὶ εἰς τὴν Ἱεριχώ.
5 καὶ ἤγγισαν οἱ υἱοὶ τῶν προφητῶν οἱ ἐν ῾Ιεριχὼ πρὸς ῾Ελισαιὲ καὶ εἶπαν πρὸς αὐτόν· εἰ ἔγνως ὅτι σήμερον λαμβάνει Κύριος τὸν κύριόν σου ἐπάνωθεν τῆς κεφαλῆς σου; καὶ εἶπε· καί γε ἐγὼ ἔγνων, σιωπᾶτε. 5 Ο προφήται, οι οποίοι ευρίσκοντο εις την Ιεριχώ, ήλθαν προς τον Ελισαιέ και του είπαν· “αλήθεια, γνωρίζεις ότι σήμερον θα αναλάβη στον ουρανόν επάνω από το κεφάλι σου ο Κυριος τον κύριόν σου;” Εκείνος απήντησε· “βεβαίως το γνωρίζω. Μη ομιλείτε όμως”. 5 Καὶ οἱ προφῆται, ποὺ εὑρίσκοντο εἰς τὴν Ἱεριχώ, ἐπλησίασαν τὸν Ἐλισαῖον καὶ τοῦ εἶπαν: «Γνωρίζεις μήπως ὅτι ὁ Κύριος θὰ παραλάβῃ σήμερα τὸν κύριον σου μὲ ἀνάληψιν καὶ θὰ σὲ στερήσῃ τῆς ἀρχηγίας του;» Ὁ Ἐλισαῖος τοὺς ἀπάντησε: «Ἀσφαλῶς τὸ γνωρίζω καὶ ἐγώ· ἡσυχάζετε ὅμως καὶ μὴ κάμνετε λόγον διὰ τὸ γεγονὸς αὐτό».
6 καὶ εἶπεν αὐτῷ ᾿Ηλιού· κάθου δὴ ὧδε, ὅτι Κύριος ἀπέσταλκέ με ἕως εἰς τὸν ᾿Ιορδάνην· καὶ εἶπεν ῾Ελισαιέ· ζῇ Κύριος καὶ ζῇ ἡ ψυχή σου, εἰ ἐγκαταλείψω σε· καὶ ἐπορεύθησαν ἀμφότεροι· 6 Είπε προς τον Ελισαίον ο Ηλιού· “κάθησε συ εδώ, διότι ο Κυριος με έχει αποστείλει έως τον Ιορδάνην”. Ο Ελισαίος απήντησε· “Ορκίζομαι στον ζώντα Κυριον και εις την ζωήν σου, ότι δεν θα σε εγκαταλείψω”. Και επήγαν και οι δύο προς τον Ιορδάνην. 6 Ὁ Ἠλίας εἶπεν εἰς τὸν Ἐλισαῖον: «Μεῖνε, σὲ παρακαλῶ, ἐδῶ, διότι ὁ Κύριος μὲ στέλλει νὰ πάω εἰς τὸν Ἰορδάνην». Ὁ Ἐλισαῖος ὅμως τοῦ ἀπάντησε: «Ὁ Θεὸς εἶναι Θεὸς ζωντανὸς καὶ ἀκούει· ὁρκίζομαι εἰς αὐτὸν καὶ εἰς τὴν ζωήν σου, ὅτι δὲν θὰ σὲ ἀφήσω νὰ πᾶς μόνος σου». Ἔτσι ἐπῆγαν καὶ οἱ δύο μαζὶ εἰς τὸν Ἰορδάνην.
7 καὶ πεντήκοντα ἄνδρες υἱοὶ τῶν προφητῶν καὶ ἔστησαν ἐξεναντίας μακρόθεν· καὶ ἀμφότεροι ἔστησαν ἐπὶ τοῦ ᾿Ιορδάνου. 7 Συγχρόνως όμως πενήντα άνδρες από τους προφήτας μετέβησαν και εστάθησαν όρθιοι μακράν απέναντι από αυτούς, ο δε Ελισαίος και ο Ηλίας εστάθησαν εις την όχθην του ποταμού Ιορδάνου. 7 Πενῆντα δὲ προφῆται ἐπῆγαν καὶ ἐστάθηκαν ἀπέναντι, μακριὰ ἀπὸ αὐτούς, διὰ νὰ παρακολουθήσουν ὅσα ἐπρόκειτο νὰ γίνουν. Οἱ δύο δέ, ὁ Ἠλίας καὶ ὁ Ἐλισαῖος, ἐστάθησαν εἰς τὴν ὄχθην τοῦ Ἰορδάνη.
8 καὶ ἔλαβεν ᾿Ηλιοὺ τὴν μηλωτὴν αὐτοῦ καὶ εἵλησε καὶ ἐπάταξε τὸ ὕδωρ, καὶ διῃρέθη τὸ ὕδωρ ἔνθα καὶ ἔνθα, καὶ διέβησαν ἀμφότεροι ἐν ἐρήμῳ. 8 Ο Ηλίας επήρε την μηλωτήν, ετύλιξεν αυτήν, εκτύπησε το ύδωρ του ποταμού, το οποίον και διηρέθη εις δύο μέρη, άνω και κάτω. Και διέβησαν και οι δύο προς την απέναντι έρημον περιοχήν. 8 Τότε ὁ Ἠλίας ἐπῆρε τὴν μηλωτήν του, τὴν ἐπεριτύλιξε καὶ ἐκτύπησε μὲ αὐτὴν τὰ νερὰ τοῦ ποταμοῦ, αὐτὰ δὲ ἐχωρίσθησαν καὶ παρεμέρισαν ἀπὸ ἐδῶ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ· ἔτσι ἐβάδισαν καὶ οἱ δύο μέσα ἀπὸ τὸ στεγνὸν πέρασμα, ποὺ ἐσχηματίσθη, καὶ ἐπέρασαν εἰς τὴν ἄλλην ὄχθην, εἰς τὴν ἀπέναντι ἔρημον.
9 καὶ ἐγένετο ἐν τῷ διαβῆναι αὐτοὺς καὶ ᾿Ηλιοὺ εἶπε πρὸς ῾Ελισαιέ· αἴτησαι τί ποιήσω σοι πρὶν ἢ ἀναληφθῆναί με ἀπὸ σοῦ. καὶ εἶπεν ῾Ελισαιέ· γενηθήτω δὴ διπλᾶ ἐν πνεύματί σου ἐπ᾿ ἐμέ. 9 Οταν επέρασαν τον ποταμόν, είπεν ο Ηλίας προς τον Ελισαίον· “ζήτησέ μου τι θέλεις να σου κάμω, πριν αναληφθώ από σε στον ουρανόν”; Ο Ελισαίος απήντησεν· “δόσε, σε παρακαλώ, διπλήν την χάριν σου εις εμέ”. 9 Τότε συνέβη τοῦτο: Ὅταν ἐπέρασαν εἰς τὴν ἀπέναντι ὄχθην, ὁ Ἠλίας εἶπε πρὸς τὸν Ἐλισαῖον: «Ζήτησε, τί θέλεις νὰ σοῦ κάμω πρὶν ἀναληφθῶ ἀπὸ κοντά σου εἰς τὸν οὐρανόν». Ὁ Ἐλισαῖος ἀπάντησε: «Ἂς γίνῃ, σὲ παρακαλῶ, εἰς ἐμὲ διπλῆ ἡ χάρις, ἡ δωρεὰ τοῦ πνεύματος, ποὺ ὑπάρχει εἰς σέ».
10 καὶ εἶπεν ᾿Ηλιού· ἐσκλήρυνας τοῦ αἰτήσασθαι· ἐὰν ἴδῃς με ἀναλαμβανόμενον ἀπὸ σοῦ, καὶ ἔσται σοι οὕτως· καὶ ἐὰν μή, οὐ μὴ γένηται. 10 Ο Ηλιού απήντησε· “πολύ βαρύ είναι το αίτημά σου. Εάν όμως με ίδης να αναλαμβάνωμαι από σε προς τον ουρανόν, θα πραγματοποιηθή το αίτημά σου. Εάν όμως όχι, δεν θα πραγματοποιηθή”. 10 Καὶ ὁ Ἠλίας τοῦ εἶπε: «Μεγάλη εἶναι ἡ ἀπαίτησίς σου, δύσκολον πρᾶγμα ἐζήτησες· ὅμως, ἐὰν μὲ ἰδῇς νὰ ἀναλαμβάνωμαι ἀπ’ ἐμπρός σου εἰς τὸν οὐρανόν, τὸ αἴτημά σου θὰ πραγματοποιηθῇ ὅπως τὸ ἐζήτησες· ἐὰν ὅμως δὲν μὲ ἰδῇς νὰ ἀναλαμβάνωμαι, δὲν θὰ πραγματοποιηθῇ».
11 καὶ ἐγένετο αὐτῶν πορευομένων, ἐπορεύοντο καὶ ἐλάλουν· καὶ ἰδοὺ ἅρμα πυρὸς καὶ ἵπποι πυρὸς καὶ διέστειλαν ἀνὰ μέσον ἀμφοτέρων, καὶ ἀνελήφθη ᾿Ηλιοὺ ἐν συσσεισμῷ ὡς εἰς τὸν οὐρανόν. 11 Ενώ δε αυτοί εβάδιζαν και πορευόμενοι συνωμίλουν, αίφνης ένα πύρινον άρμα και πύρινοι ίπποι διεχώρισαν τον ένα από τον άλλον, και ο Ηλιού μέσα εις ανεμοστρόβιλον ανελήφθη και εφέρετο ως στον ουρανόν. 11 Τότε συνέβη τοῦτο: Ἐνῶ αὐτοὶ ἐβάδιζαν καὶ συνωμιλοῦσαν, ἔξαφνα νά! παρουσιάσθη ἅρμα πύρινον, ποὺ τὸ ἔσερναν ἄλογα πύρινα καὶ ἐπέρασαν μεταξὺ τοῦ Ἠλία καὶ τοῦ Ἐλισαίου καὶ τοὺς ἐχώρισαν· καὶ ὁ Ἠλίας ἀνελήφθη μέσα εἰς ἀνεμοστρόβιλον πρὸς τὰ ἄνω, ὡς εἰς τὸν οὐρανόν!
12 καὶ ῾Ελισαιὲ ἑώρα καὶ ἐβόα· πάτερ, πάτερ, ἅρμα ᾿Ισραὴλ καὶ ἱππεὺς αὐτοῦ· καὶ οὐκ εἶδεν αὐτὸν ἔτι καὶ ἐπελάβετο τῶν ἱματίων αὐτοῦ καὶ διέρρηξεν αὐτὰ εἰς δύο ρήγματα. 12 Ο Ελισαίος έβλεπε και εκραύγαζε· “πάτερ, πάτερ, συ ήσο η σωτήριος δύναμις, άρματα και ιππικόν, δια τον λαόν του Ισραήλ”. Ο Ελισαίος δεν τον είδε πλέον. Και εις ένδειξιν λύπης δια τον χωρισμόν έπιασε τα ενδύματά του και τα έσχισεν εις δύο κομμάτια. 12 Καὶ ὁ Ἐλισαῖος, καθὼς ἔβλεπε τὸ θαυμαστὸν γεγονός, ἐφώναζε: «Πατέρα μου, πατέρα μου! Σὺ ἤσουν τὰ ἅρματα καὶ τὸ ἱππικὸν τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, ὁ ἰσχυρὸς μυστικὸς ὁδηγὸς τοῦ λαοῦ· φεύγεις καὶ ποὺ μᾶς ἀφήνεις τώρα;» Καὶ ὁ Ἐλισαῖος δὲν ξαναεῖδε πλέον τὸν Ἠλίαν. Ὁ Ἐλισαῖος, εἰς ἔνδειξιν πένθους διὰ τὴν στέρησιν τοῦ πνευματικοῦ του πατέρα καὶ τοῦ πνευματικοῦ ὁδηγοῦ τοῦ Ἰσραήλ, ἔπιασε τὰ ροῦχα του καὶ τὰ ἔσχισεν εἰς δύο κομμάτια.
13 καὶ ὕψωσε τὴν μηλωτὴν ᾿Ηλιού, ἣ ἔπεσεν ἐπάνωθεν ῾Ελισαιέ, καὶ ἐπέστρεψεν ῾Ελισαιὲ καὶ ἔστη ἐπὶ τοῦ χείλους τοῦ ᾿Ιορδάνου· 13 Ο Ελισαίος εσήκωσεν από κάτω την μηλωτήν του Ηλιού, η οποία έπεσεν από επάνω υψηλά, και επέστρεφεν έχων την μηλωτήν. Εστάθη εις την όχθην του Ιορδάνου. 13 Ὁ Ἐλισαῖος ἐσήκωσε κατόπιν ἀπὸ τὸ ἔδαφος τὴν μηλωτὴν τοῦ Ἠλία, ποὺ ἔπεσεν ἀπὸ ἐπάνω ψηλά, μόλις ἀνελήφθη ὁ Ἠλίας, ἐγύρισε δὲ πίσω καὶ ἐστάθη εἰς τὴν ὄχθην τοῦ Ἰορδάνη.
14 καὶ ἔλαβε τὴν μηλωτὴν ᾿Ηλιού, ἣ ἔπεσεν ἐπάνωθεν αὐτοῦ, καὶ ἐπάταξε τὸ ὕδωρ καὶ οὐ διέστη· καὶ εἶπε· ποῦ ὁ Θεὸς ᾿Ηλιοὺ ἀφφώ; καὶ ἐπάταξε τὰ ὕδατα, καὶ διερράγησαν ἔνθα καὶ ἔνθα, καὶ διέβη ῾Ελισαιέ. 14 Επήρε την μηλωτήν του Ηλιού, η οποία έπεσεν επάνω εις αυτόν, εκτύπησε το ύδωρ, αλλ' εκείνο δεν διηρέθη, όπως προηγουμένως. Ο Ελισαίος είπε τότε· “που είναι ο Θεός του Ηλιού, που είναι;” Κατόπιν όμως εκτύπησε πάλιν τα ύδατα και εκείνα εχωρίσθησαν εις δύο, από εδώ και από εκεί, και ο Ελισαίος διέβη τον Ιορδάνην ποταμόν. 14 Καὶ ἐπῆρε τὴν μηλωτὴν τοῦ Ἠλία, ἡ ὁποία ἔπεσεν ἀπὸ ψηλὰ ἐπάνω του, καὶ ἐκτύπησε μὲ αὐτὴν τὰ νερὰ τοῦ ποταμοῦ, ὅμως αὐτὰ δὲν ἐχωρίσθησαν καὶ δὲν παρεμέρισαν. Καὶ ὁ Ἐλισαῖος εἶπε: «Ποὺ εἶναι ὁ Θεὸς τοῦ Ἠλία; Ποὺ εἶναι (τώρα αὐτός);» Καὶ γεμᾶτος πίστιν καὶ θάρρος ἐκτύπησε πάλιν τὰ νερά· καὶ τότε αὐτὰ ἐχωρίσθησαν καὶ παρεμέρισαν ἀπὸ ἐδῶ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ. Ἔτσι ὁ Ἐλισαῖος ἐπέρασε τὸν ποταμὸν Ἰορδάνην.
15 καὶ εἶδον αὐτὸν οἱ υἱοὶ τῶν προφητῶν οἱ ἐν ῾Ιεριχὼ ἐξεναντίας καὶ εἶπον· ἐπαναπέπαυται τὸ πνεῦμα ᾿Ηλιοὺ ἐπὶ ῾Ελισαιέ· καὶ ἦλθον εἰς συναντὴν αὐτοῦ καὶ προσεκύνησαν αὐτῷ ἐπὶ τὴν γῆν. 15 Οι προφήται, οι οποίοι ήσαν εις την απέναντι όχθην του Ιορδάνου προς την Ιεριχώ, είδον το θαύμα και είπον· “πράγματι το Πνεύμα του Θεού ανεπαύθη στον Ελισαίον”. Ηλθον αυτοί εις συνάντησιν του Ελισαίου και προσεκύνησαν αυτόν μέχρις εδάφους. 15 Ὅταν οἰ πενῆντα προφῆται, ποὺ ἦσαν εἰς τὴν ἀπέναντι ὄχθην τοῦ Ἰορδάνη, πρὸς τὴν πλευρὰν τῆς Ἱεριχοῦς, καὶ παρακολουθοῦσαν τὰ γινόμενα, εἶδαν τὸν προφήτην Ἐλισαῖον, εἶπαν: «Πράγματι· τὸ πνεῦμα (ἡ δύναμις ἡ θαυματουργική) τοῦ Ἠλία ἔχει ἔλθει καὶ ἔχει ἀναπαυθῆ πλήρως εἰς τὸν Ἐλισαῖον!» Καὶ οἱ προφῆται αὐτοὶ ἦλθαν νὰ συναντήσουν τὸν Ἐλισαῖον καί, ἐπειδὴ τὸν ἀνεγνώρισαν πλέον ὡς ἀνώτερόν των, ἔπεσαν μπρούμυτα εἰς τὴν γῆν, τὸν ἐπροσκύνησαν εὐλαβικὰ καὶ ταπεινά,
16 καὶ εἶπον πρὸς αὐτόν· ἰδοὺ δὴ μετὰ τῶν παίδων σου πεντήκοντα ἄνδρες υἱοὶ δυνάμεως· πορευθέντες δὴ ζητησάτωσαν τὸν κύριόν σου, μή ποτε ᾖρεν αὐτὸν πνεῦμα Κυρίου καὶ ἔρριψεν αὐτὸν ἐν τῷ ᾿Ιορδάνῃ ἢ ἐφ᾿ ἓν τῶν ὀρέων ἢ ἐφ᾿ ἕνα τῶν βουνῶν. καὶ εἶπεν ῾Ελισαιέ· οὐκ ἀποστελεῖτε. 16 Είπον δε προς αυτόν· “ιδού, μαζή με ημάς τους προφήτας τους δούλους σου υπάρχουν πεντήκοντα δυνατοί νέοι. Σε παρακαλούμεν, ας μεταβούν να αναζητήσουν τον κύριόν σου τον Ηλίαν, μήπως, τυχόν και άνεμος επήρεν αυτόν και τον έρριψεν στον Ιορδάνην η εις κανένα όρος η εις κανένα από τους λόφους”. Ο Ελισαίος τους είπεν· “όχι να μη τους αποστείλετε”. 16 καὶ τοῦ εἶπαν: «Νά· μαζὶ μὲ ἡμᾶς τοὺς δούλους σου εἶναι καὶ πενῆντα γεροδεμένοι καὶ δυνατοὶ ἄνδρες· δῶσε τους τὴν ἄδειαν, σὲ παρακαλοῦμεν, νὰ ἐρευνήσουν διὰ νὰ εὔρουν τὸν κύριόν σου, τὸν Ἠλίαν, μήπως ἄνεμος Κυρίου (κατ' ἄλλην ἑρμηνείαν: Τὸ Πνεῦμα τοῦ Κυρίου) τὸν ἅρπαξε καὶ τὸν ἔρριψεν εἰς τὸν Ἰορδάνην ἢ ἐπάνω εἰς κάποιο βουνὸ ἢ εἰς κάποιον λόφον». Ὁ Ἐλισαῖος τοὺς ἀπάντησε: «Ὄχι· νὰ μὴ τοὺς στείλετε».
17 καὶ παρεβιάσαντο αὐτὸν ἕως οὗ ᾐσχύνετο. καὶ εἶπεν· ἀποστείλατε. καὶ ἀπέστειλαν πεντήκοντα ἄνδρας, καὶ ἐζήτησαν τρεῖς ἡμέρας καὶ οὐχ εὗρον αὐτόν. 17 Αυτοί όμως επέμεναν, ώστε ο Ελισαίος, από εντροπήν πλέον, υπεχώρησε και είπε· “στείλατέ τους”. Οι Προφήται έστειλαν τους πεντήκοντα νέους και ανεζήτουν τον Ηλίαν επί τρεις ημέρας, αλλά δεν τον ευρήκαν. 17 Αὐτοὶ ὅμως ἐπέμεναν καὶ τὸν ἐπίεζαν νὰ δεχθῇ, μέχρις ὅτου ὁ Ἐλισαῖος ἐντρέπετο νὰ ἀρνῆται, τελικῶς δὲ ὑπεχώρησεν εἰς τὸ αἴτημά των καὶ εἶπε: «Στείλετέ τους». Καὶ οἱ προφῆται ἔστειλαν πενῆντα ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι ἐρεύνησαν ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες, ἀλλὰ δὲν εὑρῆκαν τὸν Ἠλίαν.
18 καὶ ἀνέστρεψαν πρὸς αὐτόν, καὶ αὐτὸς ἐκάθητο ἐν ῾Ιεριχώ, καὶ εἶπεν ῾Ελισαιέ· οὐκ εἶπον πρὸς ὑμᾶς, μὴ πορευθῆτε; 18 Επέστρεψαν άπρακτοι προς τον Ελισαίον, ο οποίος εκάθητο εις την Ιεριχώ, και τους είπε· “δεν σας είπα να μη πάτε εις αναζήτησιν του Ηλιού;” 18 Καὶ ἐπέστρεψαν πάλιν πρὸς τὸν Ἐλισαῖον, αὐτὸς δὲ εὑρίσκετο εἰς τὴν Ἱεριχώ. Καὶ ὁ Ἐλισαῖος τοὺς εἶπε: «Δὲν σᾶς εἶπα νὰ μὴ πάτε;»
19 καὶ εἶπον οἱ ἄνδρες τῆς πόλεως πρὸς ῾Ελισαιέ· ἰδοὺ ἡ κατοίκησις τῆς πόλεως ἀγαθή, καθὼς ὁ κύριος βλέπει, καὶ τὰ ὕδατα πονηρὰ καὶ ἡ γῆ ἀτεκνουμένη. 19 Οι άνδρες της Ιεριχούς είπαν προς τον Ελισαίον· “ιδού, η τοποθεσία και η περιοχή της πόλεως είναι ωραία, όπως και συ, ο κύριος, βλέπεις, αλλά τα νερά είναι επιβλαβή και η γη δεν βλαστάνει και δεν καρποφορεί”. 19 Καὶ οἱ ἄνδρες τῆς Ἱεριχοῦς εἶπαν εἰς τὸν Ἐλισαῖον: «Νά· ἡ τοποθεσία τῆς πόλεως καὶ ἡ γύρω ἀπὸ αὐτὴν περιοχὴ εἶναι θαυμασία, ὅπως ἄλλωστε καὶ σύ, ὁ κύριός μας, βλέπεις· ὅμως τὰ νερὰ εἶναι ἀνθυγιεινὰ καὶ δι' αὐτὸ τὸ ἔδαφος εἶναι ἄγονον (μαζὶ δὲ μὲ τὴν γῆν ἄτεκνοι καὶ τὰ ζῶα καὶ οἱ ἄνθρωποι».
20 καὶ εἶπεν ῾Ελισαιέ· λάβετέ μοι ὑδρίσκην καινὴν καὶ θέτε ἐκεῖ ἅλα· καὶ ἔλαβον καὶ ἤνεγκαν πρὸς αὐτόν. 20 Ο Ελισαίος είπε προς αυτούς· “φέρετέ μου μίαν καινούργιαν υδρίαν και βάλετε μέσα εις αυτήν αλάτι”. Επήραν και την έφεραν προς αυτόν, όπως τους είπε. 20 Τότε ὁ Ἐλισαῖος τοὺς εἶπε: «Φέρετέ μου μιὰ καινούργία μικρὴ πήλινη στάμνα καὶ βάλετε μέσα ἀλάτι». Ἐπῆραν καὶ τοῦ τὴν ἔφεραν.
21 καὶ ἐξῆλθεν ῾Ελισαιὲ εἰς τὴν διέξοδον τῶν ὑδάτων καὶ ἔρριψεν ἐκεῖ ἅλα καὶ εἶπε· τάδε λέγει Κύριος· ἴαμαι τὰ ὕδατα, οὐκ ἔσται ἔτι ἐκεῖθεν θάνατος καὶ ἀτεκνουμένη. 21 Ο Ελισαίος εβγήκε προς την πηγήν των υδάτων, έρριψεν εκεί το αλάτι και είπεν· “αυτά λέγει ο Κυριος· Εγώ εξυγιαίνω τα ύδατα και δεν θα προέρχεται πλέον από αυτά θάνατος και ακαρπία εις την γην”. 21 Καὶ ὁ Ἐλισαῖος ἐβγῆκε ἀπὸ τὴν πόλιν καὶ ἐπῆγε εἰς τὴν πηγὴν τῶν νερῶν καὶ ἔρριψεν ἐκεῖ μέσα τὸ ἁλάτι καὶ εἶπε: «Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος· «θεραπεύω τὰ νερὰ αὐτά, ἀπὸ ἀνθυγιεινὰ τὰ κάνω καθαρὰ καὶ ὑγιεινά· ἀπὸ αὐτὰ δὲν θὰ πηγάζῃ πιὰ θάνατος, οὔτε θὰ γίνωνται αὐτὰ αἰτία νὰ μένῃ ἡ γῆ ἄγονος καὶ τὰ ζῶα καὶ οἱ ἄνθρωποι ἄτεκνοι».
22 καὶ ἰάθησαν τὰ ὕδατα ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης κατὰ τὸ ρῆμα ῾Ελισαιέ, ὃ ἐλάλησε. 22 Πράγματι τα ύδατα εξυγιάνθησαν από της ώρας εκείνης και μένουν ζωογόνα και χρήσιμα μέχρι της ημέρας αυτής σύμφωνα με την εντολήν, την οποίαν ο Ελισαίος είπεν. 22 Πράγματι· τὰ νερὰ ἐκαθαρίσθησαν, ἔγιναν ὑγιεινὰ μέχρι τῆς ἡμέρας, ποὺ γράφονται οἱ γραμμὲς αὐτές, κατὰ τὴν ἐντολὴν ποὺ ἔδωκεν ὁ Ἐλισαῖος, μὲ τὸν λόγον ποὺ εἶπεν.
23 καὶ ἀνέβη ἐκεῖθεν εἰς Βαιθήλ· καὶ ἀναβαίνοντος αὐτοῦ ἐν τῇ ὁδῷ καὶ παιδάρια μικρὰ ἐξῆλθον ἐκ τῆς πόλεως καὶ κατέπαιζον αὐτοῦ καὶ εἶπον αὐτῷ· ἀνάβαινε, φαλακρέ, ἀνάβαινε. 23 Ο Ελισαίος ανεχώρησεν από την Ιεριχώ προς την Βαιθήλ. Ενώ δε ανέβαινεν αυτός τον δρόμον του, εβγήκαν μικρά παιδιά από την πόλιν και τον ενέπαιζαν λέγοντα· “ανάβαινε, φαλακρέ, ανάβαινε”. 23 Ἀπὸ ἐκεῖ ὁ Ἐλισαῖος ἀνέβη εἰς τὴν πόλιν Βαιθήλ. Καὶ καθὼς ἐβάδιζε καὶ ἀνέβαινεν, ἐβγῆκαν ἀπὸ τὴν πόλιν μικρὰ παιδιὰ καὶ τὸν εἰρωνεύοντο καὶ τοῦ ἔλεγαν: «Ἀνέβαινε, φαλακρέ, ἀνέβαινε».
24 καὶ ἐξένευσεν ὀπίσω αὐτῶν καὶ εἶδεν αὐτά, καὶ κατηράσατο αὐτοῖς ἐν ὀνόματι Κυρίου· καὶ ἰδοὺ ἐξῆλθον δύο ἄρκοι ἐκ τοῦ δρυμοῦ καὶ ἀνέρρηξαν ἀπ᾿ αὐτῶν τεσσαράκοντα καὶ δύο παῖδας. 24 Εγύρισεν οπίσω προς αυτά ο Ελισαίος, τα είδε και τα κατηράσθη εν ονόματι του Κυρίου· και ιδού εβγήκαν δύο άρκτοι από το δάσος και κατεσπάραξαν τεσσαράκοντα δύο παιδιά από αυτά. 24 Ὁ Ἐλισαῖος ἐγύρισε πίσω, τὰ ἐκύτταξε καὶ τὰ κατηράσθη μὲ τὸ νὰ ἐπικαλεσθῇ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου. Καὶ τότε, νά! ἔξαφνα ἐβγῆκαν ἀπὸ τὸ κοντινὸν δάσος δύο ἀρκοῦδες καὶ κατεσπάραξαν ἀπὸ αὐτὰ σαράντα δύο παιδιά.
25 καὶ ἐπορεύθη ἐκεῖθεν εἰς τὸ ὄρος τὸ Καρμήλιον κἀκεῖθεν ἐπέστρεψεν εἰς Σαμάρειαν. 25 Ο Ελισαίος μετέβη από εκεί στο όρος Καρμηλον και από εκεί επανήλθεν εις την Σαμάρειαν. 25 Ἀπὸ ἐκεῖ ὁ Ἐλισαῖος ἐπῆγε εἰς τὸ ὅρος Καρμήλιον, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἐπέστρεψε κατόπιν εἰς τὴν Σαμάρειαν.