Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:15
Δύση: 18:46
Σελ. 20 ημ.
89-277
16ος χρόνος, 5886η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΙΕΡΕΜΙΑΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 (Θ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΤΙΣ δώσει κεφαλῇ μου ὕδωρ καὶ ὀφθαλμοῖς μου πηγὴν δακρύων, καὶ κλαύσομαι τὸν λαόν μου τοῦτον ἡμέρας καὶ νυκτός, τοὺς τετραυματισμένους θυγατρὸς λαοῦ μου; 1 Ποιός θα δώση εις την κεφαλήν μου ύδωρ και πηγήν δακρύων εις τα μάτια μου, δια να κλαύσω τον λαόν μου αυτόν ημέραν και νύκτα και τους νεκρούς της θυγατρός μου, δηλαδή του λαού μου, που εσφάγησαν κατά τον πόλεμον; 1 Ποῖος θὰ δώσῃ εἰς τὴν κεφαλήν μου νερό· ποῖος θὰ καταστήσῃ τὰ μάτια μου πηγὴν δακρύων, ὥστε νὰ κλαύσω τὸν λαόν μου αὐτὸν ἡμέραν καὶ νύκτα, τοὺς νεκροὺς ἀπὸ τὴν σφαγὴν τῶν ἐχθρῶν «ἤ: Ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν» τῆς θυγατρός μου, δηλαδὴ τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ μου;
2 τίς δῴη μοι ἐν τῇ ἐρήμῳ σταθμὸν ἔσχατον καὶ καταλείψω τὸν λαόν μου καὶ ἀπελεύσομαι ἀπ' αὐτῶν; ὅτι πάντες μοιχῶνται, σύνοδος ἀθετούντων. 2 Ποιός θα μου δώση το πλέον απομακρον σημείον της ερήμου, δια να εγκατασταθώ εκεί και εγκαταλείψω τον λαόν μου και φύγω μακράν από αυτούς; Διότι όλοι αυτοί έχουν εκτραπή εις μοιχείαν, έγιναν συμμορία, που καταπατεί τον νόμον του Θεού. 2 Ποῖος θὰ μοῦ δώσῃ εἰς τὴν ἀχανῆ ἔρημον τὸ πλέον ἀπομακρυσμένον καταφύγιον δι' ὁδοιπόρους, ὥστε νὰ ἀποσυρθῶ εἰς αὐτὸ καὶ ἐγκαταλείψω πλέον τὸν πεισματικὰ ἀμετανόητον καὶ ἀδιόρθωτον λαόν μου καὶ φύγω μακριὰ ἀπὸ αὐτούς; Διότι ὅλοι των διαπράττουν τὸ βδελυκτὸν ἁμάρτημα τῆς μοιχείας, δηλαδὴ «ἤ, κατ' ἄλλην ἑρμηνείαν: Τῆς πνευματικῆς μοιχείας, δηλαδὴ εἰδωλολατρίας»· εἶναι σύλλογος ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ἐργάζονται κάθε εἶδος παρανομίας.
3 καὶ ἐνέτειναν τὴν γλῶσσαν αὐτῶν ὡς τόξον, ψεῦδος καὶ οὐ πίστις ἐνίσχυσεν ἐπὶ τῆς γῆς, ὅτι ἐκ κακῶν εἰς κακὰ ἐξήλθοσαν καὶ ἐμὲ οὐκ ἔγνωσαν, φησὶ Κύριος. 3 Ετέντωσαν την γλώσσα των, όπως οι πολεμισταί τεντώνουν τόξα των. Εις την χώραν των επεκράτησε το ψεύδος, οχι δε η αλήθεια και αξιοπιστία διότι εξετρέποντο από το ένα κακόν ει το άλλο. Εφυγαν από τον δρόμον μου δεν εγνώρισαν εμέ τον Κυριον των, λέγε ο Κυριος. 3 Καὶ ἐτέντωσαν τὴν γλῶσσαν των, διὰ νὰ συκοφαντήσουν τὸν πλησίον, ὅπως ὁ τοξότης τεντώνει τὸ τόξον, προκειμένου νὰ κτυπήσῃ τὸν στόχον· τὸ ψέμα, ὁ δόλος, ἡ ὑποκρισία ἐπεκράτησαν εἰς τὴν χώραν καὶ ὄχι ἡ ἀλήθεια, ἡ εἰλικρίνεια καὶ ἡ ἀξιοπιστία.Διότι μένουν ἀμετάβλητοι εἰς τὴν πονηρίαν, ἀφοῦ τὰ κακὰ διαδέχονται ἄλλα κακά· καὶ Ἐμέ, τὸν ἀληθινὸν Θεὸν καὶ Δεσπότην, δὲν ἐγνώρισαν, λέγει ὁ Κύριος.
4 ἕκαστος ἀπὸ τοῦ πλησίον αὐτοῦ φυλάξασθε καὶ ἐπ' ἀδελφοῖς αὐτῶν μὴ πεποίθατε, ὅτι πᾶς ἀδελφὸς πτέρνῃ πτερνιεῖ, καὶ πᾶς φίλος δολίως πορεύσεται. 4 Εις την αμαρτωλήν αυτή κοινωνίαν ο καθένας ας προφυλάσσετο από τον πλησίον του· και εις αυτούς ακόμα τους αδελφούς σας μη έχετε εμπιστοσύνην, διότι κάθε αδελφός προσπαθεί να υποσκελίση τον αδελφόν του, και κάθε φίλος φέρεται με δολιότητα απέναντι του φίλου του. 4 Ἡ κακία καὶ ἡ ποικίλη ἁμαρτία ἔχουν τόσον πολὺ διαβρώσει τὴν κοινωνίαν, ὥστε ὁ καθένας ἀπὸ σᾶς ἂς προφυλάσσῃ τὸν ἑαυτόν του ἀπὸ τὸν πλησίον· καὶ μὴ ἔχετε ἐμπιστοσύνην οὔτε εἰς αὐτοὺς τοὺς ἀδελφούς σας· διότι κάθε ἀδελφὸς ὑπονομεύει καὶ παραγνωρίζει τὸν ἀδελφόν του καὶ κάθε φίλος δολιεύεται καὶ ἀπατᾷ τὸν φίλον του.
5 ἕκαστος κατὰ τοῦ φίλου αὐτοῦ καταπαίξεται, ἀλήθειαν οὐ μὴ λαλήσωσι· μεμάθηκεν ἡ γλῶσσα αὐτῶν λαλεῖν ψευδῆ, ἠδίκησαν καὶ οὐ διέλιπον τοῦ ἐπιστρέψαι. 5 Καθε φίλος εμπαίζει τον φίλον του, δεν λέγουν αλήθειαν μεταξύ των, η γλώσσα των έχει μάθει και συνηθίσει να λέγη ψευδολογίας. Διέπραξαν αδικίας, δεν εσταμάτησαν, ώστε να επιστρέψουν εις εμέ εν μετάνοια. 5 Κάθε φίλος ἐμπαίζει, μὲ δόλον ὑποσκελίζει τὸν φίλον του, ἀλήθειαν δὲν λέγουν μεταξύ των.Ἡ γλῶσσα των ἔχει συνηθίσει νὰ λέγῃ ψέματα.Διέπραξαν ἀδικίες καὶ δὲν ἔπαυσαν νὰ ἀδικοῦν, ὥστε νὰ μετανοήσουν καὶ ἐπιστρέψουν εἰς τὸν Κύριον.
6 τόκος ἐπὶ τόκῳ καὶ δόλος ἐπὶ δόλῳ· οὐκ ἤθελον εἰδέναι με, φησὶ Κύριος. 6 Ζητούν και εισπράττουν τόκους επάνω εις τόκους, διαπράττουν δόλους επάνω εις δόλους. Δεν θέλουν να με αναγνωρίσουν ως Θεόν των, λέγει ο Κυριος 6 Εἰσπράττουν τόκους ἐπάνω εἰς τοὺς τόκους καὶ διαπράττουν δόλον, ἀπάτην καὶ πανουργίαν ἐπάνω εἰς τὸν δόλον, τὴν ἀπάτην καὶ τὴν πανουργίαν.Ἀρνοῦνται μὲ τὴν θέλησίν των νὰ μὲ ἀναγνωρίζουν ὡς Θεόν των, λέγει ὁ Κύριος.
7 διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ πυρώσω αὐτοὺς καὶ δοκιμῶ αὐτούς, ὅτι ποιήσω ἀπὸ προσώπου πονηρίας θυγατρὸς λαοῦ μου. 7 Δια τας παρανομίας των αυτάς, αυτά λέγει ο Κυριος· Ιδού, εγώ θα τους θέσω επάνω εις την φωτιάν. Θα τους βάλω εις μεγάλην δοκιμασίαν. Τούτο δε εξ αιτίας της κακίας της θυγατρός μου, δηλαδή του λαού μου τούτου. 7 Διὰ τοῦτο αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: «Ἰδού, Ἐγὼ θὰ τοὺς δοκιμάσω μὲ τὴν φωτιὰ τοῦ πολέμου καὶ θὰ τοὺς περάσω ἀπὸ μεγάλην δοκιμασίαν· τοῦτο θὰ τὸ κάμω ἕνεκα τῆς ἀποστασίας καὶ εἰδωλολατρίας τῆς θυγατρός μου, τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ.
8 βολὶς τιτρώσκουσα ἡ γλῶσσα αὐτῶν, δόλια τὰ ρήματα τοῦ στόματος αὐτῶν· τῷ πλησίον αὐτοῦ λαλεῖ εἰρηνικὰ καὶ ἐν ἑαυτῷ ἔχει τὴν ἔχθραν. 8 Η γλώσσα των είναι βέλος οξύ, που πληγώνει καρδίας. Δολια τα λόγια του στόματός των. Κατά τρόπον υποκριτικόν ο καθένας λαλεί ειρηνικά λόγια στον πλησίον του, και μέσα εις την καρδίαν του έχει την εχθρότητα και το μίσος. 8 Ἡ γλῶσσα των εἶναι βέλος, τὸ ὁποῖον πληγώνει τὴν καρδίαν· τὰ λόγια τοῦ στόματος των εἶναι δόλια καὶ ἀπατηλά.Φέρονται ὑποκριτικά· καθένας λαλεῖ εἰς τὸν πλησίον του λόγια εἰρηνικά, ἐνῷ εἰς τὴν καρδία του τρέφει ἐχθρότητα καὶ σχεδιάζει κακὰ ἐναντίον τοῦ πλησίον.
9 μὴ ἐπὶ τούτοις οὐκ ἐπισκέψομαι, λέγει Κύριος, ἢ ἐν λαῷ τοιούτῳ οὐκ ἐκδικήσει ἡ ψυχή μου; 9 Μηπως ένεκα των κακιών σας αυτών δεν θα σας επισκεφθώ με την ράδδον της τιμωρίας μου, λέγει ο Κυριος, η θα αφήσω ατιμώρητον ένα τέτοιον λαόν; 9 Μήπως ἕνεκα ὅλων αὐτῶν τῶν κακιῶν δὲν θὰ τοὺς ἐπισκεφθῶ, διὰ νὰ τοὺς τιμωρήσω; Λέγει ὁ Κύριος· ἢ ἕνα τέτοιον δόλιον, ὑποκριτήν, ἀποστάτην καὶ εἰδωλολάτρην λαὸν θὰ τὸν ἀφήσω ἀτιμώρητον;»
10 ᾿Επὶ τὰ ὄρη λάβετε κοπετὸν καὶ ἐπὶ τὰς τρίβους τῆς ἐρήμου θρῆνον, ὅτι ἐξέλιπον παρὰ τὸ μὴ εἶναι ἀνθρώπους· οὐκ ἤκουσαν φωνὴν ὑπάρξεως· ἀπὸ πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἕως κτηνῶν ἐξέστησαν, ᾤχοντο. 10 Αναβήτε εις τα όρη και αρχίσατε κοπετόν, και εις τας ερημωμένας περιοχάς της χώρας σας θρηνήσατε, διότι έχουν εκλείψει πλέον οι άνθρωποι από αυτάς. Δεν ακούεται καμμία φωνή, που να μαρτυρή ύπαρξιν ανθρώπου. Από τα πτηνά του ουρανού έως τα κτήνη των αγρών, τα πάντα έχουν τρομάξει και εξαφανισθή. 10 Ἀνεβῆτε εἰς τὰ ὅρη καὶ ἀναλάβετε κοπετοὺς καὶ θρήνους εἰς τὶς ἐρημωμένες περιοχὲς τῆς Ἰουδαίας, διότι ἔχουν ἐκλείψει πλέον ἀπὸ αὐτὲς οἱ ἄνθρωποι.Δὲν ἀκούεται πλέον καμμία φωνή, ἡ ὁποία νὰ φανερώνῃ παρουσίαν ἀνθρώπων.Ὅλα τὰ ζῶα, ἀπὸ τὰ πετεινὸ τοῦ οὐρανοῦ μέχρι τὰ κτήνη τῆς γῆς, ὅλα ἐτρομοκρατήθησαν, ἔφυγαν, ἐξηφανίσθησαν!
11 καὶ δώσω τὴν ῾Ιερουσαλὴμ εἰς μετοικίαν καὶ εἰς κατοικητήριον δρακόντων καὶ τὰς πόλεις ᾿Ιούδα εἰς ἀφανισμὸν θήσομαι, παρὰ τὸ μὴ κατοικεῖσθαι. 11 Θα επιτρέψω να οδηγηθούν αιχμάλωτοι εις εξοριαν οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ και αυτή να μείνη έρημος, κατοικία και φωλεά δρακόντων. Θα παραδώσω εις καταστροφήν και αφανισμόν τας πόλστου Ιούδα, ώστε να μη κατοικούνται πλέον από ανθρώπους. 11 Θὰ παραχωρήσω νὰ ἐρειπωθῇ ἡ Ἱερουσαλήμ, εἰς τὴν ὁποίαν θὰ μετοικήσουν πλέον ἀπὸ τὴν ἔρημον δράκοντες καὶ θὰ τὴν καταστήσουν κατοικητήριόν των.Ἐπίσης θὰ παραχωρήσω νὰ ἀφανισθοῦν οἱ πόλεις τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα, ὥστε νὰ μὴ κατοικοῦνται πλέον ἀπὸ ἀνθρώπους.
12 τίς ὁ ἄνθρωπος ὁ συνετός, καὶ συνέτω τοῦτο; καὶ ᾧ λόγος στόματος Κυρίου πρὸς αὐτόν, ἀναγγειλάτω ὑμῖν· ἕνεκεν τίνος ἀπώλετο ἡ γῆ, ἀνήφθη ὡς ἔρημος παρὰ τὸ μὴ διοδεύεσθαι αὐτήν; 12 Ποιός είναι σοφός άνθρωπος, ώστε να εννοήση αυτά; Οποιος άνθρωπος υπάρχει, στον οποίον να ευρίσκεται ο λόγος του στόματος του Κυρίου, ας αναγγείλη τούτο προς ημάς. Ενεκα τίνος κατεστράφη η χώρα, εκάη και έγινεν έρημος, ώστε κανείς πλέον να μη διέρχεται δια μέσου αυτής; 12 Ποῖος εἶναι ὁ συνετὸς καὶ σοφὸς ἄνθρωπος, ποὺ εἶναι ἱκανὸς νὰ κατανοήσῃ ὅλα αὐτά; Καὶ ποῖος εἶναι ἐκεῖνος, εἰς τὸν ὁποῖον ὡμίλησεν ὁ Κύριος; ἂς ἀναγγείλῃ καὶ ἂς ἐξηγήσῃ τοῦτο εἰς σᾶς.Διὰ ποῖον λόγον κατεστράφη ἡ χώρα, ἐπυρπολήθη, ἐκάη καὶ ἔγινε ὅπως ἡ ἔρημος, ὥστε νὰ μὴ διέρχεται πλέον κανεὶς δι' αὐτῆς;
13 καὶ εἶπε Κύριος πρός με· διὰ τὸ ἐγκαταλιπεῖν αὐτοὺς τὸν νόμον μου, ὃν ἔδωκα πρὸ προσώπου αὐτῶν, καὶ οὐκ ἤκουσαν τῆς φωνῆς μου, 13 Και είπεν ο Κυριος προς εμέ· Διότι αυτοί απηρνήθησαν και εγκατέλιπαν τον Νομον μου, τον οποίον εγώ έδωκα ενώπιον των· διότι δεν ήκουσαν την φωνήν των εντολών μου, 13 Καὶ ὁ Κύριος εἶπε πρὸς ἐμέ: «Ὅλα αὐτὰ συνέβησαν, διότι αὐτοὶ ἐγκατέλειψαν τὸν Νόμον μου, τὸν ὁποῖον τοὺς ἔδωκα διὰ τὴν σωτηρίαν των, καὶ δὲν ὑπήκουσαν εἰς τὴν φωνήν μου,
14 ἀλλ' ἐπορεύθησαν ὀπίσω τῶν ἀρεστῶν τῆς καρδίας αὐτῶν τῆς κακῆς καὶ ὀπίσω τῶν εἰδώλων, ἃ ἐδίδαξαν αὐτοὺς οἱ πατέρες αὐτῶν· 14 αλλά επορεύθησαν σύμφωνα προς τας επιθυμίας της πονηράς των καρδίας, όπισθεν των ειδώλων, των οποίων την λατρείαν εδίδαξαν εις αυτούς οι πατέρες των. 14 ἀλλ' ἐβάδισαν σύμφωνα μὲ ἐκεῖνα ποὺ ἦσαν ἀρεστὰ εἰς τὴν ἐπίμονον καὶ διεφθαρμένην καρδίαν των, καὶ ἀκολούθησαν τὴν λατρείαν τῶν εἰδώλων, τὴν ὁποίαν τοὺς ἐδίδαξαν οἱ πατέρες των».
15 διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς ᾿Ισραήλ· ἰδοὺ ἐγὼ ψωμιῶ αὐτοὺς ἀνάγκας καὶ ποτιῶ αὐτοὺς ὕδωρ χολῆς 15 Δια τούτο αυτά λέγει Κυριος ο Θεός του Ισραηλιτικού λαού· Ιδού εγώ θα δώσω εις αυτούς αντί άρτου θλίψεις και ανάγκας. Θα τους ποτίσω με κατάπικρον ύδωρ χολής. 15 Διὰ τοῦτο αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος, ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ: «Ἰδού· Ἐγὼ θὰ διαθρέψω τὸν λαὸν αὐτὸν ὄχι μὲ ἄφθονον ἄρτον, ἀλλὰ μὲ στενοχώριες, μεγάλες στερήσεις καὶ πιεστικὲς ἀνάγκες, καὶ θὰ τοὺς ποτίσω μὲ κατάπικρο νερὸ χολῆς.
16 καὶ διασκορπιῶ αὐτοὺς ἐν τοῖς ἔθνεσιν, εἰς οὓς οὐκ ἐγίνωσκον αὐτοὶ καὶ οἱ πατέρες αὐτῶν, καὶ ἐπαποστελῶ ἐπ' αὐτοὺς τὴν μάχαιραν ἕως τοῦ ἐξαναλῶσαι αὐτοὺς ἐν αὐτῇ. 16 Θα τους διασκορπίσω ανά τα διάφορα έθνη, μεταξύ ανθρώπων τους οποίους δεν εγνώριζαν ούτε αυτοί ούτε οι προγονοί των. Και επί πλέον θα στείλω εναντίον των ρομφαίαν, μέχρις ότου τους εξολοθρεύσω δι' αυτής. 16 Ἐπίσης θὰ τοὺς ἐξορίσω ἀπὸ τὴν χώραν τῆς Ἰουδαίας καὶ θὰ τοὺς διασκορπίσω μεταξὺ τῶν εἰδωλολατρικῶν λαῶν, τοὺς ὁποίους δὲν ἐγνώριζαν οὔτε αὐτοὶ οὔτε οἰ πατέρες των.Κατόπιν θὰ στείλω ἐναντίον των ἐχθρικὸν μαχαίρι μέχρις ὅτου τοὺς ἐξολοθρεύσω μὲ αὐτὸ ἐντελῶς!»
17 τάδε λέγει Κύριος· καλέσατε τὰς θρηνούσας καὶ ἐλθέτωσαν, καὶ πρὸς τὰς σοφὰς ἀποστείλατε καὶ φθεγξάσθωσαν 17 Αυτά λέγει ο Κυριος· Προσκαλέσατε θρηνωδούς και μοιρολογούσας γυναίκας, δια να έλθουν και θρηνήσουν την συμφοράν σας. Προς τας ικανωτάτας από αυτάς αποστείλατε ειδικούς απεσταλμένους, δια να συνθέσουν και θρηνολογήσουν θρηνώδη άσματα. 17 Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: «Προσκαλέστε τὶς μοιρολογίστρες, τὶς γυναῖκες ποὺ τραγουδοῦν θρηνητικὰ ᾄσματα, καὶ αὐτὰς ἂς προσέλθουν διὰ νὰ θρηνήσουν τὴν μεγαλην συμφοράν· στείλετε εἰδικοὺς ἀπεσταλμένους πρὸς τὶς πλέον ἰκανὲς θρηνήτριες, διὰ νὰ συνθέσουν καὶ θρηνολογήσουν τὰ μοιρολόγια των.
18 καὶ λαβέτωσαν ἐφ' ὑμᾶς θρῆνον, καὶ καταγαγέτωσαν οἱ ὀφθαλμοὶ ὑμῶν δάκρυα, καὶ τὰ βλέφαρα ὑμῶν ρείτω ὕδωρ. 18 Ας αναλάβουν θρήνους δια σας. Τα μάτια σας, ως άλλαι πηγαί, ας ρεύσουν άφθονα δάκρυα και από τα βλέφαρα σας ας τρέξη νερό. 18 Αὐτὲς ἂς ἀναλάβουν χωρὶς καθυστέρησιν θρηνητικὰ ᾄσματα διὰ σᾶς.Καὶ ἀπὸ τὰ μάτια σας ἂς τρέξουν ἄφθονα δάκρυα καὶ ἀπὸ τὰ βλέφαρά σας ἂς χυθῇ ἄφθονο νερό!
19 ὅτι φωνὴ οἴκτου ἠκούσθη ἐν Σιών· πῶς ἐταλαιπωρήσαμεν, κατῃσχύνθημεν σφόδρα, ὅτι ἐγκατελίπομεν τὴν γῆν καὶ ἀπερρίψαμεν τὰ σκηνώματα ἡμῶν. 19 Διότι θλιβερά φωνή ηκούσθη εις την Σιών λέγουσα· Πως εταλαιπωρήθημεν, πως κατησχύνθημεν τύσον πολύ, πως εγκατελείψαμεν την χώραν μας και εφύγαμεν από τας κατοικίας μας! 19 Διότι φωνὴ θρήνου καὶ ὀδυρμοῦ ἀκούσθηκε ἀπὸ τὴν Σιών, ἡ ὁποία ἔλεγε: «Πῶς ἐκακοπαθήσαμεν καὶ ἐτυραννηθήκαμε, πῶς ἔχομεν κατεντροπιασθῆ τόσον πολύ; Διότι ἐγκατελείψαμεν τὴν χώραν μας καὶ ἀπερρίψαμεν τὰ σπίτια μας καὶ ἐγίναμε ἔτσι οἱ ἴδιοι αἴτιοι τῆς αἰχμαλωσίας μας!»
20 ἀκούσατε δή, γυναῖκες, λόγον Θεοῦ, καὶ δεξάσθω τὰ ὦτα ὑμῶν λόγους στόματος αὐτοῦ, καὶ διδάξατε τὰς θυγατέρας ὑμῶν οἶκτον καὶ γυνὴ τὸν πλησίον αὐτῆς θρῆνον. 20 Ακούσατε, λοιπόν, σεις αι γυναίκες, λόγον Θεού και τα αυτιά σας ας δεχθούν τα λόγια του στόματός του. Διδάξατε τας θυγατέρας σας θρήνον και κάθε γυνή την πλησίον της μοιρολόγια. 20 Τώρα λοιπὸν σεῖς, οἱ γυναῖκες, ἀκοῦστε λόγον Θεοῦ, καὶ τὰ αὐτιά σας ἂς δεχθοῦν λόγια τοῦ στόματός του· διδάξτε τὶς θυγατέρες σας θρηνητικὰ ᾄσματα καὶ κάθε γυναῖκα ἂς διδάξῃ τὸν πλησίον της θρήνους καὶ μοιρολόγια.
21 ὅτι ἀνέβη θάνατος διὰ τῶν θυρίδων ὑμῶν, εἰσῆλθεν εἰς τὴν γῆν ὑμῶν τοῦ ἐκτρῖψαι νήπια ἔξωθεν καὶ νεανίσκους ἀπὸ τῶν πλατειῶν. 21 Διότι ο ελοθρεύων θάνατος εισήλθε μέσα εις τα σπίτια σας από τα παράθυρα. Εισήλθε και εξηπλώθη εις την χώραν σας, δια να συντρίψη κάτω στο έδαφος παιδιά, που ευρίσκοντο έξω, και νέους άνδρας, που ευρίσκοντο εις τας πλατείας. 21 Διότι ὁ θάνατος εἰσῆλθεν εἰς τὰ σπίτια σας ἀπὸ τὰ παραθύρα· εἰσώρμησε καὶ ἀπλώθη εἰς τὴν χώραν σας διὰ νὰ ἀφανίσῃ καὶ ἐξολοθρεύσῃ τὰ νήπια, ποὺ εὑρίσκονται ἀμέριμνα ἔξω ἀπὸ τὰ σπίτια εἰς τοὺς δρόμους, καὶ τοὺς νέους ἄνδρες, ποὺ εὑρίσκονται εἰς τὶς δημοσιες πλατεῖες.
22 καὶ ἔσονται οἱ νεκροὶ τῶν ἀνθρώπων εἰς παράδειγμα ἐπὶ προσώπου τοῦ πεδίου τῆς γῆς ὑμῶν καὶ ὡς χόρτος ὀπίσω θερίζοντος, καὶ οὐκ ἔσται ὁ συνάγων. - 22 Τα νεκρά σώματα των ανθρώπων σας, οικτρόν θέαμα, θα κατάκεινται άταφα εις τας ανοικτάς πεδιάδας της χώρας σας ως παράδειγμα, πολυάριθμα και εγκαταλελειμμένα, ωσάν χορτάρι πίσω από τον θεριστήν, δια το οποίον δεν υπάρχει κανείς να το περιμαζεύση. 22 Καὶ οἱ ἄταφοι νεκροὶ τῶν Ἰουδαίων θὰ εἶναι ἐκτεθειμένοι εἰς τις ἀνοικτὲς πεδιάδες τῆς χώρας, ὡς παράδειγμα ἐσχάτης περιφρονήσεως καὶ ἀποστροφῆς.Οἱ πάμπολλοι ἄταφοι νεκροὶ θὰ παραμένουν ἐγκαταλελειμμένοι, ὅπως τὸ κομμένο χορτάρι πίσω ἀπὸ τὸν θεριστήν, τὸ ὁποῖον δὲν ὑπάρχει κανεὶς νὰ περιμαζεύσῃ».
23 Τάδε λέγει Κύριος· μὴ καυχάσθω ὁ σοφὸς ἐν τῇ σοφίᾳ αὐτοῦ, καὶ μὴ καυχάσθω ὁ ἰσχυρὸς ἐν τῇ ἰσχύϊ αὐτοῦ, καὶ μὴ καυχάσθω ὁ πλούσιος ἐν τῷ πλούτῳ αὐτοῦ, 23 Εν όψει αυτών των συμφορών αυτά λέγει ο Κυριος· Ας μη καυχάται ο σοφός δια την σοφίαν του, ας μη καυχάται ο ισχυρός δια την δύναμίν του και ας μη καυχάται ο πλούσιος δια τον πλούτον του. 23 ἀλλὰ μόνον διὰ τὸ ἑξῆς ἂς καυχᾶται αὐτὸς ποὺ καυχᾶται: Διὰ τὸ ὅτι ὁ Θεὸς τὸν ἐφώτισε καὶ τὸν ἐσόφισεν, ὥστε νὰ σκέπτεται, νὰ κατανοῇ, νὰ γνωρίζῃ καὶ ἀναγνωρίζῃ ὅτι Ἐγὼ εἶμαι ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος εὐσπλαγχνίζομαι, ἐκφέρω δίκαιες κρίσεις καὶ ἀποφάσεις καὶ ἀποκαθιστῶ τὴν δικαιοσύνην ἐπάνω εἰς τὴν γῆν· διότι μὲ αὐτὰ ἐκφράζεται ἡ θεία βουλή μου καὶ εἰς αὐτὰ εὐαρεστοῦμαι», λέγει ὁ Κύριος.
24 ἀλλ' ἢ ἐν τούτῳ καυχάσθω ὁ καυχώμενος, συνίειν καὶ γινώσκεν ὅτι ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ ποιῶν ἔλεος καὶ κρίμα καὶ δικαιοσύνην ἐπὶ τῆς γῆς, ὅτι ἐν τούτοις τὸ θέλημά μου, λέγει Κύριος. 24 'Αλλα στούτο ας καυχάται κάθε καυχώμενος· Εις το ότι κατανοεί και γνωρίζει και αναγνωρίζει, ότι εγώ είμαι ο Κυριος, που ευσπλαγχνίζομαι, που κρίνω δικαίως, που αποδιδώ και αποκαθιστώ δικαιοσύνην επάνω εις την γην. Διότι εις αυτά έγκειται το θέλημά μου, εις αυτά ευαρεστούμαι, λέγει ο Κυριος. 24 «Ἰδού· ἔρχονται ἡμέρες, λέγει ὁ Κύριος, καὶ θὰ ἐπισκεφθῶ διὰ νὰ τιμωρήσω ὅλους, ὅσοι ἔχουν δεχθῇ περιτομὴν εἰς τὴν ἀκροβυστίαν «τοὺς Ἰουδαίους»·
25 ἰδοὺ ἡμέραι ἔρχονται, λέγει Κύριος, καὶ ἐπισκέψομαι ἐπὶ πάντας περιτετμημένους ἀκροβυστίας αὐτῶν, 25 Ιδού, έρχονται ημέραι λέγει ο Κυριος, και θα επισκεφθώ με την ράδδον της τιμωρίας μου όλους εκείνους, που έχουν τας ακροβυστίας των περιτμημένας, δηλαδή τους Ιουδαίους, 25 Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: «Ἂς μὴ καυχᾶται ὁ σοφὸς διὰ τὴν σοφίαν του, καὶ ἂς μὴ καυχᾶται ὁ δυνατὸς διὰ τὴν δύναμίν του, καὶ ὁ πλούσιος ἂς μὴ καυχᾶται διὰ τὸν πλοῦτον του·
26 ἐπ' Αἴγυπτον καὶ ἐπὶ ᾿Ιδουμαίαν καὶ ἐπὶ ᾿Εδὼμ καὶ ἐπὶ υἱοὺς ᾿Αμμὼν καὶ ἐπὶ υἱοὺς Μωὰβ καὶ ἐπὶ πάντα περικειρόμενον τὰ κατὰ πρόσωπον αὐτοῦ, τοὺς κατοικοῦντας ἐν τῇ ἐρήμῳ· ὅτι πάντα τὰ ἔθνη ἀπερίτμητα σαρκί, καὶ πᾶς οἶκος ᾿Ισραὴλ ἀπερίτμητοι καρδίας αὐτῶν. 26 όπως επίσης τους Αιγυπτίους, τους Ιδουμαιους, τους Αμμωνίτας, τους Μωαβίτας και όλους εκείνους, οι οποίοι καλλωπιζόμενοι περικόπτουν την κόμην και το γένειόν των. Και ακόμη όλους τους κατοίκους της ερήμου. Διότι τα μεν έθνη είναι απερίτμητα κατά την σάρκα, οι Ισραηλίται όμως είναι απερίτμητοι κατά την καρδίαν. 26 καθὼς ἐπίσης καὶ τοὺς Αἰγυπτίους καὶ τοὺς Ἰουδαίους «ἤ, κατ' ἄλλην γραφήν: Ἰδουμαίους» καὶ τοὺς Ἐδωμῖτες καὶ τοὺς Ἀμμωνῖτες καὶ τοὺς Μωαβῖτες, καὶ ὅλους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι κόβουν, περιποιοῦνται καὶ καλλωπίζουν τὰ γένεια τοῦ προσώπου των καὶ οἱ ὁποῖοι κατοικοῦν εἰς τὴν ἔρημον, «θὰ ἐπισκεφθῶ ὅλους αὐτοὺς διὰ νὰ τοὺς τιμωρήσω», διότι ὅλα τὰ εἰδωλολατρικὰ ἔθνη εἶναι ἀπερίτμητα κατὰ τὴν σάρκα, ἐνῷ ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖται εἶναι ἀπερίτμητοι κατὰ τὴν καρδίαν δηλαδὴ δὲν ἔχουν περικόψει τὴν σκληρότητα καὶ ἀναισθησίαν τῆς καρδίας των καὶ τὴν ἀνυπακοὴν εἰς τὸν Θεόν.