Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:45
Δύση: 20:05
Σελ. 11 ημ.
110-256
16ος χρόνος, 5907η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΙΕΡΕΜΙΑΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 42 (ΜΒ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 (Μασ. ΛΕ´) Ο λόγος ὁ γενόμενος πρὸς ῾Ιερεμίαν παρὰ Κυρίου ἐν ἡμέραις ᾿Ιωακεὶμ βασιλέως ᾿Ιούδα λέγων· 1 Ο λόγος, ο οποίος έγινεν εκ μέρους του Κυρίου προς τον Ιερεμίαν κατά τας ημέρας του Ιωακείμ, βασιλέως των Ιουδαίων, και ο οποίος λέγει· 1 Ο λόγος, ὁ ὁποῖος ἀπηυθύνθη πρὸς τὸν Ἱερεμίαν ἐκ μέρους τοῦ Κυρίου κατὰ τὴν περίοδον τῆς βασιλείας τοῦ Ἰωακείμ, βασιλιᾶ τοῦ Ἰούδα· ὁ ἀποκαλυπτικὸς λόγος τοῦ Θεοῦ ἔλεγε πρὸς τὸν Ἱερεμίαν:
2 βάδισον εἰς οἶκον ᾿Αρχαβεὶν καὶ ἄξεις αὐτοὺς εἰς οἶκον Κυρίου, εἰς μίαν τῶν αὐλῶν, καὶ ποτιεῖς αὐτοὺς οἶνον. 2 Πηγαινε εις την οικογένειαν του Αρχαβείν και θα οδηγήσης αυτούς στον ναόν του Κυρίου, εις μίαν από τας αυλάς, και θα δώσης εις αυτούς, να πίουν οίνον. 2 «Πήγαινε εἰς τὰ μέλη τῆς οἰκογενείας τοῦ Ἀρχαβείν, καὶ ἀφοῦ τοὺς ὁμιλήσῃς, θὰ τοὺς φέρῃς εἰς μίαν ἀπὸ τὶς αὐλὲς τοῦ Ναοῦ τοῦ Κυρίου, καὶ ἐκεῖ θὰ τοὺς προσφέρῃς κρασὶ νὰ πιοῦν.
3 καὶ ἐξήγαγον τὸν ᾿Ιεζονίαν υἱὸν ῾Ιερεμίου υἱοῦ Χαβασὶν καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ καὶ τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ καὶ πᾶσαν τὴν οἰκίαν ᾿Αρχαβεὶν 3 Κατόπιν της εντολής αυτής του Κυρίου, επήρα και ωδήγησα δια μέσου της πόλεως τον Ιεζονίαν, υιόν του Ιερεμίου, υιού του Χαβασίν, και τους αδελφούς αυτού και τους υιούς του και όλην την γενεάν Αρχαβείν, 3 Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ ἐπῆρα «λέγει ὁ Ἱερεμίας καὶ ὠδήγησα τὸν Ἰεζονίαν, τὸν υἱὸν τοῦ Ἱερεμία, υἱοῦ τοῦ Χαβασίν, καὶ τοὺς ἀδελφούς του καὶ τοὺς υἱούς του καὶ ὅλην τὴν γενεὰν τοῦ Ἀρχαβεὶν
4 καὶ εἰσήγαγον αὐτοὺς εἰς οἶκον Κυρίου εἰς τὸ παστοφόριον υἱῶν ᾿Ανανίου, υἱοῦ Γοδολίου ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ, ὅ ἐστιν ἐγγὺς τοῦ οἴκου τῶν ἀρχόντων τῶν ἐπάνω τοῦ οἴκου Μαασαίου υἱοῦ Σελώμ, τοῦ φυλάσσοντος τὴν αὐλήν, 4 και τους ωδήγησα στον ναόν του Κυρίου, εις διαμέρισμα των υιών του Ανανίου, υιού του Γοδολίου, του ανθρώπου αυτού του Θεού. Αυτό το διαμέρισμα ήτο πλησίον στον οίκον των αρχόντων, ο οποίος ευρίσκετο επάνω από τον οίκον του Μαασαίου, υιού του Σελώμ, ο οποίος ήτο ο φύλαξ της αυλής. 4 καὶ τοὺς ἔφερα εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Κυρίου, εἰς τὸ διαμέρισμα τῶν υἱῶν τοῦ Ἀνανία, υἱοῦ τοῦ Γοδολία, τοῦ θεοσεβοῦς τοῦτου ἀνθρώπου.Τὸ διαμέρισμα τοῦτο «Παστοφόριον· κατ' ἄλλους: Γαζοφυλάκιον» ἦταν κοντὰ εἰς τὸ διαμέρισμα τῶν ἀρχόντων, τὸ ὁποῖον εὐρίσκετο ἐπάνω ἀπὸ τὸ διαμέρισμα τοῦ Μαασαῖου, υἱοῦ τοῦ Σελώμ, ὁ ὁποῖος ἦταν ὁ φύλακας τῆς αὐλῆς.
5 καὶ ἔδωκα κατὰ πρόσωπον αὐτῶν κεράμιον οἴνου καὶ ποτήρια καὶ εἶπα· πίετε οἶνον. 5 Εκεί έδωκα ενώπιον όλων αυτών ένα πήλινον δοχείον, που περιείχεν οίνον, και ένα ποτήριον και ειπα· “πίετε οίνον”. 5 Ἐκεῖ «εἰς τὸ διαμέρισμα τῶν υἱῶν τοῦ Ἀνανία» ἔβαλα ἐμπρὸς εἰς τὰ μέλη τῆς οἰκογενείας τοῦ Ἀρχαβεὶν ἕνα πήλινον δοχεῖον γεμᾶτο κρασὶ καὶ ποτήρια, καὶ τοὺς εἶπα: «Πιῆτε κρασί.
6 καὶ εἶπαν· οὐ μὴ πίωμεν οἶνον, ὅτι ᾿Ιωναδὰβ υἱὸς Ρηχὰβ ὁ πατὴρ ἡμῶν ἐνετείλατο ἡμῖν λέγων· οὐ μὴ πίετε οἶνον, ὑμεῖς καὶ οἱ υἱοὶ ὑμῶν ἕως αἰῶνος. 6 Εκείνοι όμως απήντησαν· “δεν θα πίωμεν οίνον, διότι ο Ιωναδάβ, υιός του Ρηχάβ, ένας από τους προγόνους μας, μας εδωσεν εντολήν λέγων· ποτέ στον αιώνα τον άπαντα δεν θα πίετε οίνον ούτε σεις ούτε οι υιοί σας. 6 Αὐτοὶ ὅμως ἀπάντησαν σταθερὰ καὶ ἀποφασιστικά: «Δὲν θὰ πιοῦμε κρασί, διότι ὁ Ἰωναδάβ, υἱὸς τοῦ Ρηχάβ, ὁ πρόγονός μας, ἔδωκεν εἰς ἡμᾶς ἐντολὴν καὶ μᾶς εἶπε: «Δὲν θὰ πιῆτε κρασὶ οὔτε σεῖς οὔτε οἱ υἱοί σας, ποτέ, εἰς τὸν αἰῶνα.
7 καὶ οἰκίας οὐ μὴ οἰκοδομήσητε καὶ σπέρμα οὐ μὴ σπείρητε, καὶ ἀμπελὼν οὐκ ἔσται ὑμῖν, ὅτι ἐν σκηναῖς οἰκήσετε πάσας τὰς ἡμέρας ὑμῶν, ὅπως ἂν ζήσητε ἡμέρας πολλὰς ἐπὶ τῆς γῆς, ἐφ' ἧς διατρίβετε ὑμεῖς ἐπ' αὐτῆς. 7 Ούτε και οικίας θα ανοικοδομήσετε, ούτε σπόρους θα σπείρετε στους αγρούς. Δεν θα αποκτήσετε αμπέλους, αλλά θα κατοικήσετε εις τας σκηνάς όλας τας ημέρας της ζωής σας, δια να ζήσετε έτσι επί πολλούς χρόνους επάνω εις την χώραν αυτήν, επί της οποίας σεις τώρα ευρίσκεσθε. 7 Ἐπίσης δὲν θὰ κτίσετε οἰκίες, οὔτε θὰ σπείρετε σπόρους, οὔτε θὰ ἀποκτήσετε ἀμπελῶνες, ἀλλὰ θὰ πρέπει νὰ κατοικῆτε μέσα σὲ σκηνὲς καθ’ ὅλην τὴν διαρκειαν τῆς ζωῆς σας, διὰ νὰ ζήσετε ἔτη πολλὰ εἰς τὴν χώραν, εἰς τὴν ὁποίαν τώρα παροικεῖτε».
8 καὶ ἠκούσαμεν τῆς φωνῆς ᾿Ιωναδὰβ τοῦ πατρὸς ἡμῶν πρὸς τὸ μὴ πιεῖν οἶνον πάσας τὰς ἡμέρας ἡμῶν, ἡμεῖς καὶ αἱ γυναῖκες ἡμῶν καὶ οἱ υἱοὶ ἡμῶν καὶ αἱ θυγατέρες ἡμῶν, 8 Ημείς υπηκούσαμεν εις την εντολήν αυτήν του Ιωναδάβ, του προγόνου μας, να μη πίωμεν οίνον όλας τας ημέρας της ζωής μας, ημείς και αι γυναίκες μας και οι υιοί μας και αι θυγατέρες μας· 8 Καὶ ἐμεῖς ὑπακούσαμε μὲ πᾶσαν ἀκρίβειαν εἰς τὴν ἐντολὴν αὐτὴν τοῦ προγόνου μας Ἰωναδάβ· δηλαδὴ νὰ μὴ πιοῦμε κρασὶ καθ’ ὅλην τὴν διάρκειαν τῆς ζωῆς μας, ἐμεῖς καὶ οἱ γυναῖκες μας καὶ οἱ υἱοί μας καὶ οἱ θυγατέρες μας·
9 καὶ πρὸς τὸ μὴ οἰκοδομεῖν οἰκίας τοῦ κατοικεῖν ἐκεῖ, καὶ ἀμπελὼν καὶ ἀγρὸς καὶ σπέρμα οὐκ ἐγένετο ἡμῖν, 9 να μη οικοδομούμεν οικίας, δια να κατοικούμεν έντος αυτών. Ποτέ δε δε είχαμεν ούτε αμπέλους, ούτε αγρούς, ούτε σποράν. 9 οὔτε νὰ κτίσωμεν οἰκίες, διὰ νὰ κατοικοῦμε εἰς αὐτές· ἐπίσης οὐδέποτε ἀπεκτήσαμεν ἀμπελῶνες οὔτε ἀγρούς, οὔτε ἐσπείραμεν ποτὲ σπόρους.
10 καὶ ᾠκήσαμεν ἐν σκηναῖς καὶ ἠκούσαμεν καὶ ἐποιήσαμεν κατὰ πάντα, ἃ ἐνετείλατο ἡμῖν ᾿Ιωναδὰβ ὁ πατὴρ ἡμῶν. 10 Κατοικήσαμεν εις σκηνάς και έτσι υπηκούσαμεν και επράξαμεν όλα εκείνα, τα οποία μας διέταξεν ο πρόγονός μας ο Ιωναδάβ. 10 Κατοικήσαμε δὲ εἰς σκηνὲς καὶ ἔτσι ὑπακούσομε ἀκριβῶς καὶ συνεμορφώθημεν πρὸς ὅλα, ὅσα μᾶς διέταξεν ὁ πρόγονός μας Ἰωναδάβ.
11 καὶ ἐγενήθη ὅτε ἀνέβη Ναβουχοδονόσορ ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ εἴπαμεν· εἰσέλθατε καὶ εἰσέλθωμεν εἰς ῾Ιερουσαλὴμ ἀπὸ προσώπου τῆς δυνάμεως τῶν Χαλδαίων καὶ ἀπὸ προσώπου τῆς δυνάμεως τῶν ᾿Ασσυρίων, καὶ ᾠκοῦμεν ἐκεῖ. 11 Οταν δε ο Ναδουχοδονόσωρ επήλθεν εναντίον αυτής της χώρας, είπαμεν ημείς αναμεταξύ μας· Ελάτε να εισέλθωμεν εις την Ιερουσαλήμ, δια να σωθώμεν από την στρατιωτικήν δύναμιν των Χαλδαίων και από την στρατιωτικήν δύναμιν των Ασσυρίων. Και τώρα κατοικούμεν πλέον εις την Ιερουσαλήμ”. 11 Ὅταν ὅμως ὁ Ναβουχοδονόσορ εἰσέβαλεν εἰς τὴν χώραν αὐτήν, ἀπεφασίσαμεν καὶ εἴπαμεν: «Πρέπει νὰ φύγωμεν ἀπὸ ἐδῶ.Ἐλᾶτε νὰ εἰσέλθωμεν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, διὰ νὰ γλυτώσωμεν ἀπὸ τὸν στρατὸν τῶν Χαλδαίων καὶ ἀπὸ τὸν στρατὸν τῶν Ἀσσυρίων».Αὐτὸς λοιπὸν εἶναι ὁ λόγος, διὰ τὸν ὁποῖον κατοικοῦμεν τώρα εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ».
12 καὶ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρός με λέγων· 12 Ηλθε τότε παρά Κυρίου λόγος προς εμέ λέγων · 12 Τότε κατέφθασε λόγος Κυρίου πρὸς ἐμὲ τὸν Ἱερεμίαν, ποὺ ἔλεγεν:
13 οὕτως λέγει Κύριος· πορεύου καὶ εἰπὸν ἀνθρώπῳ ᾿Ιούδα καὶ τοῖς κατοικοῦσιν ῾Ιερουσαλήμ· οὐ μὴ λάβητε παιδείαν τοῦ ἀκούειν τοὺς λόγους μου; 13 έτσι λέγει ο Κυριος· πήγαινε και ειπέ εις όλους τους Ιουδαίους και εις όλους όσοι κατοικούν εις την Ιερουσαλήμ· Λοιπόν, δεν θα παιδαγωγηθήτε και δεν θα μάθετε να υπακούετε στους λόγους μου; 13 «Ἔτσι λέγει ὁ Κύριος: «Πήγαινε καὶ εἰπὲ εἰς τὸν λαὸν τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα καὶ εἰς τοὺς κατοίκους τῆς Ἱερουσαλήμ: Δὲν θὰ παιδαγωγηθῆτε λοιπὸν καὶ δὲν θὰ μάθετε νὰ ὑπακούετε εἰς τοὺς λόγους μου;
14 ἔστησαν ρῆμα υἱοὶ ᾿Ιωναδάβ, υἱοῦ Ρηχάβ, ὃ ἐνετείλατο τοῖς τέκνοις αὐτοῦ πρὸς τὸ μὴ πιεῖν οἴνον, καὶ οὐκ ἐπίοσαν· καὶ ἐγὼ ἐλάλησα πρὸς ὑμᾶς ὄρθρου, καὶ οὐκ ἠκούσατε. 14 Ιδού, οι απόγονοι του Ιωναδάβ, υιού του Ρηχάδ, συνεμορφώθησαν προς την εντολήν, την οποίαν αυτός είχε δώσει εις τα τέκνα του, να μη πίουν ποτέ οίνον και δεν έπιαν. Εγώ ωμίλησα και έδωσα εις σας εντολάς από την πρωΐαν κάθε ημέρας, άλλα σεις δεν υπηκούσατε. 14 Οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἰωναδάβ, υἱοῦ του Ρηχάβ, ἐπρόσεξαν μὲ πᾶσαν ἀκρίβειαν καὶ ἐτήρησαν τὴν παραγγελίαν, τὴν ὁποίαν αὐτὸς ἔδωκεν εἰς τὰ παιδιά του, νὰ μὴ πιοῦν κρασί, καὶ αὐτὰ δὲν ἤπιαν.Ἐνῷ Ἐγὼ ὡμίλησα καὶ ἔδωκα εἰς σᾶς ἐντολὲς καθημερινῶς καὶ μὲ κάθε ἐπιμέλειαν, καὶ ὅμως δὲν ὑπακούσατε.
15 καὶ ἀπέστειλα πρὸς ὑμᾶς τοὺς παῖδάς μου τοὺς προφήτας λέγων· ἀποστράφητε ἕκαστος ἀπὸ τῆς ὁδοῦ αὐτοῦ τῆς πονηρᾶς καὶ βελτίω ποιήσατε τὰ ἐπιτηδεύματα ὑμῶν καὶ οὐ πορεύσεσθε ὀπίσω θεῶν ἑτέρων τοῦ δουλεύειν αὐτοῖς, καὶ οἰκήσετε ἐπὶ τῆς γῆς, ἧς ἔδωκα ὑμῖν καὶ τοῖς πατράσιν ὑμῶν· καὶ οὐκ ἐκλίνατε τὰ ὦτα ὑμῶν καὶ οὐκ εἰσηκούσατε. 15 Εστειλα προς σας τους δούλους μου, τους προφήτας, και σας έλεγα· απομακρυνθήτε ο καθένας από την πονηράν αυτού οδόν, κάμετε καλύτερα τα έργα σας και μη πορεύεσθε οπίσω από άλλους θεούς, ώστε να υπακούετε και να λατρεύετε αυτούς. Εάν αυτά τηρήσετε, θα κατοικήσετε εις την χώραν, την οποίον εγώ έδωσα εις σας και στους προγόνους σας. Σεις όμως δεν εδώσατε προσοχήν εις τα λόγια μου, δεν ανοίξατε τα αυτιά σας και δεν υπηκούσατε. 15 Ἀπέστειλα πρὸς σᾶς ἀδιακόπως τοὺς δούλους μου, τοὺς Προφῆτες, καὶ σᾶς διεμήνυσα: Ἐπιστρέψατε καθένας σας ἀπὸ τὸν δρόμον τῆς ἁμαρτίας καὶ ἀποστασίας ποὺ βαδίζει, καὶ σωφρονισθῆτε· διορθώσατε καὶ καλυτερεύσατε τὴν ὅλην συμπεριφοράν σας καὶ μὴ ἀκολουθεῖτε ἄλλους θεοὺς διὰ νὰ ὑπακούετε εἰς αὐτοὺς καὶ τοὺς λατρεύετε.Ἐὰν συμορφωθῆτε πρὸς τὶς ἐντολές μου αὐτές, θὰ κατοικήσετε καὶ θὰ ζήσετε εἰς τὴν χώραν αὐτήν, τὴν ὁποίαν ἔδωκα εἰς σᾶς καὶ εἰς τοὺς προπάτορές σας.Σεῖς ὅμως δὲν ἐδώκατε προσοχὴν εἰς τὰ λόγια μου καὶ δὲν ὑπακούσατε.
16 καὶ ἔστησαν υἱοὶ ᾿Ιωναδὰβ υἱοῦ Ρηχὰβ τὴν ἐντολὴν τοῦ πατρὸς αὐτῶν, ὁ δὲ λαὸς οὗτος οὐκ ἤκουσέ μου. 16 Οι απόγονοι του Ιωναδάβ, υιού του Ρηχάβ, ετήρησαν την εντολήν του προγόνου των. Ο λαός μου όμως αυτός δεν υπήκουσεν εις εμέ. 16 Ἔτσι οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἰωναδάβ, υἱοῦ τοῦ Ρηχάβ, ἐτήρησαν τὴν ἐντολὴν ποὺ ἔλαβαν ἀπὸ τὸν προπάτορά των, ἐνῷ ὁ λαός μου αὐτός, ὁ Ἰσραηλιτικός, δὲν ὑπήκονσεν εἰς Ἐμέ».
17 διὰ τοῦτο οὕτως εἶπε Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ φέρω ἐπὶ ᾿Ιούδαν καὶ ἐπὶ τοὺς κατοικοῦντας ῾Ιερουσαλὴμ πάντα τὰ κακά, ἃ ἐλάλησα ἐπ' αὐτούς. 17 Δια τούτο έτσι είπεν ο Κυριος· Ιδού εγώ θα επιφέρω εναντίον του βασιλείου του Ιούδα και εναντίον των κατοίκων της Ιερουσαλήμ όλας τας συμφοράς και τας θλίψεις, τας οποίας έχω πλέον αποφασίσει δι' αυτούς. 17 Διὰ τοῦτο ἔτσι εἶπεν ὁ Κύριος: «Ἰδού, Ἐγὼ θὰ ἐπιφέρω κατὰ τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα καὶ ἐναντίον τῶν κατοίκων τῆς Ἱερουσαλὴμ ὅλες τὶς συμφορὲς καὶ τὸν ὄλεθρον, τὰ ὁποῖα ἔχω ἐξαγγείλει ἐναντίον των».
18 διὰ τοῦτο οὕτως εἶπε Κύριος· ἐπειδὴ ἤκουσαν υἱοὶ ᾿Ιωναδὰβ υἱοῦ Ρηχὰβ τὴν ἐντολὴν τοῦ πατρὸς αὐτῶν ποιεῖν καθότι ἐνετείλατο αὐτοῖς ὁ πατὴρ αὐτῶν, 18 Δια τούτο έτσι είπεν ο Κυριος· Επειδή οι απόγονοι του Ιωναδάβ, του υιού του Ρηχάβ, υπήκουσαν και συνεμορφώθησαν προς την εντολήν του προγόνου των και έπραξαν ο,τι ο πρόγονός των τους είχε διατάξει, 18 Διὰ τοῦτο ἔτσι εἶπεν ὁ Κύριος: «Ἐπειδὴ οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἰωναδάβ, υἱοῦ τοῦ Ρηχάβ, ὑπήκουσαν εἰς τὴν ἐντολὴν ποὺ ἔλαβαν ἀπὸ τὸν προπάτορά των καὶ συνεμορφώθησαν πρὸς ὅ,τι τοὺς διέταξεν ὁ προπάτοράς των,
19 οὐ μὴ ἐκλίπῃ ἀνὴρ τῶν υἱῶν ᾿Ιωναδὰβ υἱοῦ Ρηχὰβ παρεστηκὼς κατὰ πρόσωπόν μου πάσας τὰς ἡμέρας τῆς γῆς. 19 δια τούτο δεν θα λείψη ποτέ άνθρωπος από τους απογόνους του Ιωναδάβ, υιού του Ρηχάβ, ο οποίος θα παρίσταται ενώπιόν μου καθ' όλας τας ημέρας της γης. 19 διὰ τοῦτο ποτὲ δὲν θὰ παύσῃ νὰ ὑπάρχῃ ἄνδρας ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰωναδάβ, υἱοῦ τοῦ Ρηχάβ, ὁ ὁποῖος θὰ παρίσταται ἐνώπιόν μου «διὰ νὰ μὲ διακονῇ εἰς τὸν Ναὸν» διὰ παντός».