Τετάρτη, 24 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:38
Δύση: 20:10
Σελ. 16 ημ.
115-251
16ος χρόνος, 5912η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΙΕΡΕΜΙΑΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 (Ε)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΠΕΡΙΔΡΑΜΕΤΕ ἐν ταῖς ὁδοῖς ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἴδετε καὶ γνῶτε καὶ ζητήσατε ἐν ταῖς πλατείαις αὐτῆς, ἐὰν εὕρητε ἄνδρα, εἰ ἔστι ποιῶν κρίμα καὶ ζητῶν πίστιν, καὶ ἵλεως ἔσομαι αὐτοῖς, λέγει Κύριος. 1 Περιέλθετε στους δρόμους της Ιερουσαλήμ, ιδέτε, προσέξατε και αναζητήσατε εις τας πλατείας αυτής, εάν θα εύρετε άνθρωπον, ο οποίος να εφαρμοζη δικαιοσύνην, να ζητή πίστιν και να είναι αξιόπιστος, και εγώ θα είμαι ίλεως στοιούτους ανθρώπους, λέγει ο Κυριος. 1 Τρέξατε ὁλοτρόγυρα εἰς τοὺς δρόμους τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ παρατηρήσατε, ἐννοήσατε καλά, ἐξετάσατε καὶ ἐρευνήσατε μὲ πᾶσαν ἀκρίβειαν εἰς τὶς πλατεῖες της, ἐὰν θὰ εὕρετε ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος νὰ ζῇ μὲ εὐθύνην, νὰ ἐφαρμόζῃ δικαιοσύνην καὶ νὰ ζητῇ ἀλήθειαν, νὰ εἶναι ἀξιόπιστος εἰς τὶς συναλλαγὲς καὶ τὰ λόγια του· καὶ Ἐγὼ θὰ φανῶ εἰς αὐτόν «ἢ αὐτούς» εὐμενὴς καὶ συμπαθής, λέγει ὁ Κύριος.
2 ζῇ Κύριος, λέγουσι· διὰ τοῦτο οὐκ ἐν ψεύδεσιν ὀμνύουσι; 2 Αυτοί λέγουν, βέβαια, όταν οργιζωνται· “ζη Κυριος”. Παρ' όλον τον όρκον των νομίζετε, ότι δεν ψεύδονται; 2 Παρ’ ὅλον ὅτι αὐτοί, ὅταν ὁρκίζωνται, λέγουν «ὁ Θεὸς εἶναι ζωντανὸς καὶ ἀκούει», νομίζετε ὅτι ὁρκίζονται πραγματικά; Οὐσιαστικὰ ψεύδονται!
3 Κύριε, οἱ ὀφθαλμοί σου εἰς πίστιν· ἐμαστίγωσας αὐτούς, καὶ οὐκ ἐπόνεσαν, συνετέλεσας αὐτούς, καὶ οὐκ ἠθέλησαν δέξασθαι παιδείαν· ἐστερέωσαν τὰ πρόσωπα αὐτῶν ὑπὲρ πέτραν καὶ οὐκ ἠθέλησαν ἐπιστραφῆναι. 3 Κυριε, οι οφθαλμοί σου στρέφονται πάντοτε με ευμένειαν εις την αξιοπιστίαν των ανθρώπων. Εμαστίγωσες αυτούς τους αναξιόπιστους και δεν επόνεσαν, τους κατέστρεφες και αυτοί δεν ηθέλησαν να δεχθούν παιδαγωγίαν, να σωφρονισθούν από τα παιδαγωγικά σου κτυπήματα. Εσκλήρυναν τα πρόσωπα αυτών και τα έκαμαν σκληρότερα από τον βράχον και δεν ηθέλησαν να επιστρέψουν προς σε εν μετανοία. 3 Κύριε, οἱ ὀφθαλμοί σου στρέφονται μὲ συμπάθειαν πρὸς τὴν ἀλήθειαν καὶ τὴν ἀξιοπιστίαν τῶν ἀνθρώπων.Σὺ ἐμαστίγωσες τοὺς ἀναξιοπίστους αὐτοὺς ἀνθρώπους, οἱ ἴδιοι ὅμως δὲν ἐπόνεσαν, δὲν ἐσωφρονίσθησαν.Τοὺς ἐφόνευσες, τοὺς κατέστρεψες, αὐτοὶ ὅμως δὲν ἠθέλησαν νὰ δεχθοῦν τὴν σωτήριον παιδαγωγίαν σου.Ἐσκλήρυναν τὰ πρόσωπά των περισσότερον καὶ ἀπὸ τὴν σκληρὴ πέτραν, δηλαδὴ ἐσκληρύνθησαν πάρα πολύ, ἡ κακία τοὺς ἔγινε δευτέρα φύσις, καὶ δὲν ἠθέλησαν νὰ μετανοήσουν καὶ ἐπιστρέφουν εἰς Σέ.
4 καὶ ἐγὼ εἶπα· ἴσως πτωχοί εἰσι, διότι οὐκ ἐδυνάσθησαν, ὅτι οὐκ ἔγνωσαν ὁδὸν Κυρίου καὶ κρίσιν Θεοῦ· 4 Εγώ είπα, ότι είναι ίσως εκ των κατωτέρων και αμορφώτων κοινωνικών τάξεων και δεν ηδυνήθησαν να συμμορφωθούν προς την παιδαγωγίαν του Κυρίου, διότι δεν εγνώρισαν τον δρόμόν του Θεού και τον νόμον του Κυρίου. 4 Ἐγὼ δὲ ἐσκέφθηκα καὶ εἶπα: «Αὐτοὶ προέρχονται ἴσως ἀπὸ τὶς κοινωνικῶς πτωχότερες τάξεις καὶ δὲν ἠμπόρεσαν νὰ ἐργασθοῦν τὴν ἀρετήν, διότι δὲν ἐγνώρισαν τὸν δρόμον τοῦ Θεοῦ, τὸν νόμον τοῦ Κυρίου.
5 πορεύσομαι πρὸς τοὺς ἁδροὺς καὶ λαλήσω αὐτοῖς, ὅτι αὐτοὶ ἐπέγνωσαν ὁδὸν Κυρίου καὶ κρίσιν Θεοῦ· καὶ ἰδοὺ ὁμοθυμαδὸν συνέτριψαν ζυγόν, διέρρηξαν δεσμούς. 5 Θα πορευθώ, λοιπόν, προς τους ανθρώπους τους μορφωμένους, των ανωτέρων κοινωνικών τάξεων, και θα ομιλήσω προς αυτούς, διότι αυτοί ασφαλώς έμαθαν τον δρόμον του Κυρίου και τον νόμον του Θεού. Και ιδού, ότι και αυτοί ως από συμφώνου συνέτριψαν τον ζυγόν του Νομου και διέρρηξαν τους δεσμούς των θείων εντολών. 5 Θὰ πορευθῶ λοιπὸν πρὸς τοὺς ἄρχοντας, πρὸς τὶς κοινωνικῶς ἀνώτερες τάξεις, πρὸς τοὺς ἱερεῖς καὶ νομοδιδασκάλους, καὶ θὰ ὁμιλήσω πρὸς αὐτούς, διότι αὐτοὶ ἔμαθαν καλὰ τὴν ὁδὸν τοῦ Κυρίου καὶ τὸν ἅγιον νόμον τοῦ Θεοῦ».Ἀλλ’ ἰδού· καὶ ὅλοι αὐτοὶ μὲ μίαν ψυχὴν καὶ καρδίαν, μὲ τὰ ἴδια αἰσθήματα, μὲ μίαν γνώμην καὶ διάθεσιν συνέτριψαν τὸν ζυγὸν τῆς θείας διδασκαλίας καὶ ἔσπασαν τοὺς δεσμοὺς τῆς ὑποταγῆς των εἰς τὶς θεῖες ἐντολές.
6 διὰ τοῦτο ἔπαισεν αὐτοὺς λέων ἐκ τοῦ δρυμοῦ, καὶ λύκος ἕως τῶν οἰκιῶν ὠλόθρευσεν αὐτούς, καὶ πάρδαλις ἐγρηγόρησεν ἐπὶ τὰς πόλεις αὐτῶν· πάντες οἱ ἐκπορευόμενοι ἀπ' αὐτῶν θηρευθήσονται, ὅτι ἐπλήθυναν ἀσεβείας αὐτῶν, ἴσχυσαν ἐν ταῖς ἀποστροφαῖς αὐτῶν. 6 Δια τούτο λέων εκ του δρυμού εκτύπησεν αυτούς και λύκος μέχρι και των οικιών των τους εξωλόθρευσε. Και αγρία πάρδαλις επαραμόνευσεν εις τας πόλεις των. Ολοι όσοι εξήρχοντο από τας πόλεις, εγίνοντο θηράματα των ανθρωπομόρφων αυτών θηρίων, διότι αι ασεβείς των πράξεις επληθύνθησαν. Επέμειναν και εστερεώθησαν εις την απομάκρυνσίν των από τον Θεόν. 6 Διὰ τοῦτο ὥρμησεν ἐναντίον των λιοντάρι ἀπὸ τὸ δάσος καὶ τοὺς ἐκτύπησε, καὶ λύκος ἔφθασεν ἀπὸ τὴν κρύπτην του μέχρι τῆς κατοικίας των καὶ τοὺς ἐξωλόθρευσεν· ἡ δὲ πανοῦργος καὶ τρομερὴ λεοπάρδαλις ἐπαραμόνευσε διὰ νὰ ἐπιτεθῇ ἐναντίον τῶν πόλεών των.Ὅλοι, ὅσοι ἐξέρχονται ἀπὸ τὶς πόλεις, θὰ κατασπαραχθοῦν ἀπὸ τὰ ἄγρια αὐτὰ θηρία, διότι οἱ ἁμαρτίες καὶ οἱ ἀσέβειές των ἐπλήθυναν.Ἀκόμη διότι αὐτοὶ ἐπέμειναν εἰς τὴν ἀποστασίαν καὶ ἀπομάκρυνσίν τῶν ἀπὸ τὸν Θεόν.
7 ποίᾳ τούτων ἵλεως γένωμαί σοι; οἱ υἱοί σου ἐγκατέλιπόν με καὶ ὤμνυον ἐν τοῖς οὐκ οὖσι θεοῖς· καὶ ἐχόρτασα αὐτοὺς καὶ ἐμοιχῶντο καὶ ἐν οἴκοις πορνῶν κατέλυον. 7 Εις ποίαν από τας παρανομίας αυτάς να γίνω ίλεως προς σέ, ω Ιερουσαλήμ; Οι υιοί σου με εγκατέλειψαν και ωρκίζοντο εις τα είδωλα, εις αυτά που δεν είναι θεοί. Τους εχόρτασα με τα αγαθά μου και αυτοί εξεκλιναν εις μοιχείας και κατέλυον εις οίκους πόρνων και αμαρτωλών. 7 «Εἰς ποίαν ἀπὸ τὶς ἀποστασίες καὶ τὶς παραβάσεις τοῦ νόμου μου ἢμπορῶ νὰ φανῶ εἰς σέ, Ἱερουσαλήμ, εὐσπλαγχνικὸς καὶ συμπαθής; Οἱ υἱοί σου ἐγκατέλειψαν Ἐμέ, τὸν μόνον ἀληθινὸν καὶ ζωντανὸν Θεόν, ὡρκίζοντο δὲ εἰς τὰ εἴδωλα, τοὺς ἀνυπάρκτους θεούς.Τοὺς ἐχόρτασα μὲ ἀφθονίαν ἀγαθῶν «κατ' ἄλλην ἑρμηνείαν: Τοὺς ἐχόρτασα, τοὺς ἀηδίασα» καὶ αὐτοὶ ἐστρέφοντο εἰς τὴν μοιχείαν «τὴν πνευματικήν, δηλαδὴ τὴν εἰδωλολατρίαν» καὶ διενυκτέρευαν εἰς τὰ σπίτια τῶν πορνῶν γυναικῶν.
8 ἵπποι θηλυμανεῖς ἐγενήθησαν, ἕκαστος ἐπὶ τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον αὐτοῦ ἐχρεμέτιζον. 8 Εγιναν θηλυμανείς ίπποι· καθένας από αυτούς ως ίππος εχρεμέτιζε δια την γυναίκα του άλλου. 8 Ἔφθασαν εἰς τέτοιαν λαγνείαν καὶ ἀσέλγειαν, ὥστε κατήντησαν νὰ γίνουν ὅμοιοι πρὸς ἵππους θηλυμανεῖς· καθένας ἀπὸ τοὺς λάγνους αὐτοὺς ἄνδρες ἐχλιμίντριζε ἀναιδῶς διὰ τὴν γυναῖκα τοῦ ἄλλου.
9 μὴ ἐπὶ τούτοις οὐκ ἐπισκέψομαι; λέγει Κύριος. ἢ ἐν ἔθνει τοιούτῳ οὐκ ἐκδικήσει ἡ ψυχή μου; 9 Μηπως, λοιπόν, και δεν θα τους επισκεφθώ με την ράβδον της τιμωρίας μου δια τας πράξεις των αυτάς; Λέγει ο Κυριος. Η μήπως εναντίον του αμαρτωλού αυτού έθνους δεν θα αποστείλη η ψυχή μου την δικαίαν τιμωρίαν; 9 Εἶναι λοιπὸν δυνατὸν νὰ παραβλέψω ὅλα αὐτὰ καὶ νὰ παραλείψω νὰ τοὺς τιμωρήσω; Λέγει ὁ Κύριος.Ἢ, πρὸς ἕνα τέτοιο ἀσεβές, λάγνον, ἀκόλαστον καὶ φιλήδονον ἔθνος, δὲν θὰ ἀφήσω νὰ ἐκδηλωθῇ ἐναντίον του ἡ δικαία ἀγανάκτησις τῆς ψυχῆς μου;
10 ἀνάβητε ἐπὶ τοὺς προμαχῶνας αὐτῆς καὶ κατασκάψατε, συντέλειαν δὲ μὴ ποιήσητε· ὑπολίπεσθε τὰ ὑποστηρίγματα αὐτῆς, ὅτι τοῦ Κυρίου εἰσίν. 10 Ανεβήτε εις τα τείχη της πόλεως και κατασκάψατέ τα. Μη τα καταστρέψετε όμως εξ ολοκλήρου. Αφήσατε άθικτα τα υποστηρίγματα της πόλεως, διότι αυτά ανήκουν στον Κυριον. 10 «Σεῖς, οἱ ἐκτελεστοὶ τῆς θείας ὀργῆς» ἀνέβητε εἰς τὶς ἐπάλξεις τῶν τειχῶν τῆς Ἱερουσαλήμ, κατεδαφίσατε καὶ καταστρέψατε τὰ τείχη της· μὴ τὰ καταστρέψετε ὅμως ἐξ ὁλοκλήρου· ἀφῆστε ἄθικτα τὰ ὑποστηρίγματα τῶν προμαχώνων τῆς πόλεως, διότι αὐτὰ ἀνήκουν εἰς τὸν Κύριον.
11 ὅτι ἀθετῶν ἠθέτησεν εἰς ἐμέ, λέγει Κύριος, οἶκος ᾿Ισραὴλ καὶ οἶκος ᾿Ιούδα. 11 Θα επέλθουν αι τιμωρίαι αυταί, διότι συνεχώς και βαρέως παρέβη τας εντολάς μου, λέγει ο Κυριος, ο λαός ισραηλιτικός και ο λαός ο Ιουδαϊκός. 11 Οἱ φοβερὲς αὐτὲς τιμωρίες θὰ χτυπήσουν τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ γενικώτερον τὴν Ἰουδαίαν, διότι ὁ Ἰσραηλιτικὸς καὶ ὁ Ἰουδαϊκὸς λαὸς παρέβησαν τὶς μεταξὺ Ἐμοῦ καὶ αὐτῶν συνθῆκες, ἐδείχθησαν ἀχάριστοι καὶ ἐξετράπησαν εἰς τὴν ἀσέβειαν, λέγει ὁ Κύριος.
12 ἐψεύσατο τῷ Κυρίῳ αὐτῶν καὶ εἶπαν· οὐκ ἔστι ταῦτα· οὐχ ἥξει ἐφ' ἡμᾶς κακά, καὶ μάχαιραν καὶ λιμὸν οὐκ ὀψόμεθα· 12 Ηθέλησαν αυτοί να διαψεύσουν τον Κυριον και είπαν· Δεν θα συμβούν αυτά. Δεν θα επέλθουν εναντίον μας αι συμφοραί. Δεν θα ίδωμεν ούτε εχθρικήν μάχαιραν ούτε λιμόν. 12 Τὸ Βασίλειον τοῦ Ἰούδα «ἀλλὰ καὶ τὸ βασίλειον τὸν Ἰσραήλ» δὲν ἐδέχθησαν ὡς ἀληθινοὺς τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου, τοὺς ὁποίους ἐξήγγειλε διὰ τῶν προφητῶν, καὶ εἶπαν: «Δὲν πρόκειται νὰ συμβοῦν αὐτά· δὲν θὰ μᾶς κτυπήσουν δεινὰ καὶ συμφορές· δὲν θὰ ἀντιμετωπίσωμεν ἐχθρικὸν ξίφος, οὔτε θὰ ἴδωμεν νὰ μᾶς κτυπᾷ πεῖνα.
13 οἱ προφῆται ἡμῶν ἦσαν εἰς ἄνεμον, καὶ λόγος Κυρίου οὐχ ὑπῆρχεν ἐν αὐτοῖς· οὕτως ἔσται αὐτοῖς. 13 Οι προφήται μας και αι προφητείαι των ήσαν δι' αυτούς εις άνεμον. Ο λόγος Κυρίου δεν υπήρχε και δεν ηκούετο στους ασεβείς αυτούς. Δια τούτο και η απειλή του Κυρίου θα επέλθη έτσι εναντίον των. 13 Οἱ προφῆται μας, κατὰ τὴν ἄποψίν των, ἐπροφήτευσαν μάταια καὶ ψευδῆ· οἱ προφητεῖες τῶν ἐξηνεμίσθησαν· ὁ λόγος τοῦ Κυρίου δὲν ὑπῆρχεν εἰς αὐτοὺς καὶ δὲν ἠκούετο μεταξὺ τῶν ἀσεβῶν αὐτῶν.Διὰ τοῦτο ἡ φοβερὴ ἀπειλὴ τοῦ Κυρίου περὶ τῆς ἐπερχομένης καταστροφῆς θὰ ἐπιπέσῃ ἐναντίον των»:
14 διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος παντοκράτωρ· ἀνθ' ὧν ἐλαλήσατε τὸ ρῆμα τοῦτο, ἰδοὺ ἐγὼ δέδωκα τοὺς λόγους μου εἰς τὸ στόμα σου πῦρ καὶ τὸν λαὸν τοῦτον ξύλα, καὶ καταφάγεται αὐτούς. 14 Δια τούτο αυτά λέγει Κυριος, ο παντοκράτωρ· Επειδή σεις είπατε τους βλασφήμους και πονηρούς τούτους λόγους, ιδού εγώ έχω δώσει τους λόγους μου στο στόμα σου ω Ιερεμία, ώσαν πυρ· και τον λαόν τούτον σαν ξύλα και η φωτιά θα τους καταφάγη. 14 Διὰ τοῦτο αὐτὰ λέγει ὁ παντοκράτωρ Κύριος: «Ἐπειδὴ σεῖς, οἱ ἀσεβεῖς Ἰουδαῖοι, εἴπατε τὰ βλάσφημα αὐτὰ λόγια, ἰδού· Ἐγὼ ἔχω δώσει τοὺς λόγονς μου εἰς τὸ στόμα σου, τοῦ προφήτου Ἱερεμία, ὡς φωτιά, τὸν δὲ ἀσεβῆ αὐτὸν λαὸν ὡς ξύλα, τὰ ὁποῖα θὰ καταφάγῃ ἡ φωτιά.
15 ἰδοὺ ἐγὼ ἐπάγω ἐφ' ὑμᾶς ἔθνος πόρρωθεν, οἶκος ᾿Ισραήλ, λέγει Κύριος, ἔθνος οὗ οὐκ ἀκούσει τῆς φωνῆς τῆς γλώσσης αὐτοῦ· 15 Ιδού, εγώ θα φέρω από μακράν έθνος, ω ισραηλιτικέ λαέ, λέγει Κυριος. Εθνος του οποίου δεν έχετε ακούσει και δεν γνωρίζετε την γλώσσαν του. 15 Ἰδού, Ἐγὼ θὰ φέρω ἐναντίον σας, Ἰσραηλιτικὲ λαέ, ἔθνος ἀπὸ μακριά, λέγει ὁ Κύριος· ἔθνος, τὸν ὁποίου δὲν θὰ κατανοῆτε τὴν γλῶσσαν καὶ ἄρα δὲν θὰ ἠμπορῆτε νὰ σννεννοῆσθε μαζί του.
16 πάντες ἰσχυροὶ καὶ κατέδονται τὸν θερισμὸν ὑμῶν 16 Είναι λαός ισχυρός και θα φάγουν τον θερισμόν σας 16 Οἱ ἄνδρες τοῦ ἔθνους αὐτοῦ εἶναι ὅλοι ἰσχυροί, θὰ καταφάγουν δὲ τὸν θερισμόν σας
17 καὶ τοὺς ἄρτους ὑμῶν καὶ κατέδονται τοὺς υἱοὺς ὑμῶν καὶ τὰς θυγατέρας ὑμῶν καὶ κατέδονται τὰ πρόβατα ὑμῶν καὶ τοὺς μόσχους ὑμῶν καὶ κατέδονται τοὺς ἀμπελῶνας ὑμῶν καὶ τοὺς συκῶνας ὑμῶν καὶ τοὺς ἐλαιῶνας ὑμῶν· καὶ ἀλοήσουσι τὰς πόλεις τὰς ὀχυρὰς ὑμῶν, ἐφ' αἷς ὑμεῖς πεποίθατε ἐπ' αὐταῖς, ἐν ρομφαίᾳ. 17 και τον άρτον σας. Θα καταφάγουν στον πόλεμον τους υιούς και τας θυγατέρας σας. Θα καταβροχθίσουν τα πρόβατά σας και τα μοσχάρια σας. Αυτοί θα τρυγήσουν και θα φάγουν τους αμπελώνας σας και τους συκεώνας σας και τους ελαιώνας σας. Θα αλωνίσουν και θα κονιορτοποιήσουν τας οχυράς πόλεις σας, επί των οποίων σεις είχατε στηρίξει την πεποίθησιν σας. Θα σας φονεύσουν δια ρομφαίας. 17 καὶ τοὺς ἄρτους «τὰ τρόφιμά» σας.Θὰ φονεύσουν ἐπίσης κατὰ τὶς πολεμικὲς συγκρούσεις τοὺς υἱούς σας καὶ τίς θυγατέρες σας.Ἀκόμη θὰ καταφάγουν τὰ πρόβατά σας καὶ τὰ μοσχάρια σας· θὰ τρυγήσουν καὶ θὰ καταφάγουν τὰ προϊόντα τῶν ἀμπελώνων σας, τῶν συκοπεριβιλιῶν σας καὶ τῶν ἐλαιώνων σας.Οἱ ἐχθροὶ αὐτοὶ θὰ ἁλωνίσουν καὶ θὰ μεταβάλουν κυριολεκτικὰ σὲ σκόνη τὶς ὀχυρὲς πόλεις σας, εἰς τὶς ὁποῖες σεῖς εἴχατε στηρίξει τὴν πεποίθησίν σας· θὰ σᾶς φονεύσουν μὲ πλατὺ καὶ μεγάλο ἀμφίστομον σπαθί».
18 καὶ ἔσται ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, λέγει Κύριος ὁ Θεός σου, οὐ μὴ ποιήσω ὑμᾶς εἰς συντέλειαν. 18 Εν τούτοις και κατά τας τρομεράς εκείνας ημέρας της θείας τιμωρίας, λέγει Κυριος ο Θεός, δεν θα σας παραδώσω εις τελείαν καταστροφήν. 18 «Παρ' ὅλα ὅμως αὐτά, κατὰ τίς τρομερὲς καὶ τραγικὲς ἐκεῖνες ἡμέρες, λέγει ὁ Κύριος, ὁ Θεός σου, δὲν θὰ σᾶς καταστρέψω ὁλοκληρωτικά.
19 καὶ ἔσται ὅταν εἴπητε· τίνος ἕνεκεν ἐποίησε Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν ἡμῖν πάντα ταῦτα; καὶ ἐρεῖς αὐτοῖς· ἀνθ' ὧν ἐδουλεύσατε θεοῖς ἀλλοτρίοις ἐν τῇ γῇ ὑμῶν, οὕτως δουλεύσετε ἀλλοτρίοις ἐν τῇ γῇ οὐχ ὑμῶν. 19 Εάν δε αυτοί σας πουν· Διατί Κυριος ο Θεός μας έστειλεν εναντίον μας όλας αυτάς τας τιμωρίας, συ, ο προφήτης, θα πης εις αυτούς· Επειδή εις αυτήν ταύτην την χώραν σας εγινατε δούλοι εις ξένους θεούς, εις είδωλα, έτσι θα γίνετε δούλοι εις ξένους θεούς, εις τα είδωλα, οχι πλέον της χώρας σας, αλλά ξένων χωρών. 19 Ἐὰν δὲ αὐτοὶ «οἱ Ἰουδαῖοι» σὲ ἐρωτήσουν «σὲ τὸν Ἱερεμίαν»· «Διατὶ ὁ Κύριος, ὁ Θεός μας, ἔφερε καὶ ἔρριψεν ἐπάνω μας ὅλες αὐτὲς τὶς τιμωρίες;» τότε σὺ θὰ τοὺς ἀπαντήσῃς; «Ἐπειδὴ ὑποταχθήκατε εἰς θεοὺς εἰδωλολατρικοὺς καὶ ἐλατρεύσατε τοὺς ξένους αὐτοὺς θεοὺς εἰς τὴν χώραν σας, κατὰ παρόμοιον τρόπον θὰ ὑποταχθῆτε καὶ θὰ λατρεύσετε ξένους εἰδωλολατρικοὺς θεούς εἰς χώραν, ἡ ὁποία δὲν εἶναι ἰδική σας».
20 ἀναγγείλατε ταῦτα εἰς τὸν οἶκον ᾿Ιακώβ, καὶ ἀκουσθήτω ἐν τῷ οἴκῳ ᾿Ιούδα. 20 Αναγγείλατε αυτά στους απογόνους του Ιακώβ. Ας ακουσθούν αυτά εις τα κατασκηνώματα της φυλής Ιούδα. 20 «Ἀναγγείλατε αὐτὰ εἰς τοὺς ἀπογόνους τοῦ πατριάρχου Ἰακώβ· ἂς γνωστοποιηθοῦν δὲ αὐτὰ καὶ εἰς τοὺς ἀπογόνους τοῦ πατριάρχου Ἰούδα.
21 ἀκούσατε δὴ ταῦτα, λαὸς μωρὸς καὶ ἀκάρδιος, ὀφθαλμοὶ αὐτοῖς καὶ οὐ βλέπουσιν, ὦτα αὐτοῖς καὶ οὐκ ἀκούουσι. 21 Ακούσατε, λοιπόν, αυτά, λαός μωρός και άκαρδος. Υπάρχουν εις αυτούς οφθαλμοί και δεν βλέπουν, υπάρχουν αυτιά και δεν άκουουν. 21 Ἀκούσατε λοιπὸν αὐτὰ καὶ σεῖς, λαὲ μωρέ, δειλὲ καὶ χωρὶς καρδιά· λαέ, εἰς τὸν ὁποῖον ὑπάρχουν ὀφθαλμοί, ἀλλὰ δὲν βλέπουν, καὶ αὐτιά, ἀλλὰ δὲν ἀκούουν!
22 μὴ ἐμὲ οὐ φοβηθήσεσθε; λέγει Κύριος, ἢ ἀπὸ προσώπου μου οὐκ εὐλαβηθήσεσθε; τὸν τάξαντα ἄμμον ὅριον τῇ θαλάσσῃ, πρόσταγμα αἰώνιον, καὶ οὐχ ὑπερβήσεται αὐτό, καὶ ταραχθήσεται καὶ οὐ δυνήσεται, καὶ ἠχήσουσι τὰ κύματα αὐτῆς καὶ οὐχ ὑπερβήσεται αὐτό. 22 Μηπως δεν θα φοβηθήτε εμέ; Λέγει ο Κυριος, η ενώπιόν μου δεν θα αισθανθήτε ιερόν δέος; Ενώπιον εμού, ο οποίος έχω ορίσει και θέσει φραγμόν και όριον της θαλάσσης την άμμον. Εδωσα πρόσταγμα αιώνιον και αυτή δεν θα το υπερβή. Θα αναταραχθή με τας μεγάλας τρικυμίας η θάλασσα, αλλά δεν θα δυνηθή να υπερβή το όριον, που έθηκα. Θα ηχούν και θα βοούν τα κύματά της και δεν θα το ύπερβή. 22 Μήπως δὲν θὰ φοβηθῆτε Ἐμέ; λέγει ὁ Κύριος· ἢ μήπως δὲν θὰ αἰσθανθῆτε ἐνώπιόν μου βαθεῖαν εὐλάβειαν καὶ ἱερὸν δέος; Ἐνώπιον Ἐμοῦ, τοῦ δημιουργοῦ καὶ παντοκράτορος Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἔθεσα τὴν εὐτελεστάτην ἄμμον ὡς ὅριον καὶ φραγμὸν εἰς τὴν ἀφρισμένην θάλασσαν; Ἐγώ, ὁ δημιουργὸς καὶ νομοθέτης, ἔδωσα αἰώνιον πρόσταγμα, καὶ ἡ θάλασσα δὲν θὰ τὸ ὑπερβῇ.Θὰ φουσκώσῃ, θὰ συνταραχθοῦν, θὰ ὀρμήσουν εἰς τὴν ἀκτὴν μὲ βίαν, βοὴν καὶ πάταγον τὰ μεγάλα κύματά της, ἀλλὰ δὲν θὰ δυνηθοῦν νὰ ὑπερβοῦν τὴν λεπτὴν ἄμμον, ποὺ ἔθεσα ὡς φραγμὸν καὶ ὅριον, διότι ὑποτάσσονται εἰς τὸ αἰώνιον πρόσταγμά μου.
23 τῷ δὲ λαῷ τούτῳ ἐγενήθη καρδία ἀνήκοος καὶ ἀπειθής, καὶ ἐξέκλιναν καὶ ἀπήλθοσαν· 23 Ο λαός όμως αυτός έχει καρδίαν ανυπάκουον και ατίθασον. Εξέκλιναν από τον Νομον των εντολών μου και έφυγαν μακράν. 23 Ἀντιθέτως ὁ λαὸς αὐτὸς ἔχει καρδίαν ἀπειθῇ, παρήκοον καὶ ἀνυπότακτον ἐπανεστάτησαν καὶ παρεξέκλιναν ἀπὸ τὸν ἅγιον νόμον τὸν Θεοῦ καὶ ἀπεμακρύνθησαν ἀπὸ Αὐτόν.
24 καὶ οὐκ εἶπον ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῶν· φοβηθῶμεν δὴ Κύριον τὸν Θεὸν ἡμῶν, τὸν διδόντα ἡμῖν ὑετὸν πρώϊμον καὶ ὄψιμον κατὰ καιρὸν πληρώσεως προστάγματος θερισμοῦ καὶ ἐφύλαξεν ἡμῖν. 24 Και δεν είπαν εν τη καρδία των· Ας σεβασθώμεν και ας φοβηθώμεν, λοιπόν, Κυριον τον Θεόν μας, ο οποίος δίδει εις ημάς την βροχήν την πρώϊμον και την βροχήν την όψιμον στον κατάλληλον καιρόν, ώστε να εκπληρώνωνται αι εντολαί αυτού περί του θερισμού. Αυτός επίσης μας προφυλάσσει από την ξηρασίαν, όπως επίσης από τας ακαίρους και επιβλαβείς βροχάς. 24 Καὶ δὲν εἶπαν μέσα εἰς τὴν καρδία των, εἰς τὰ βάθη τὸν ἐαωτερικοῦ των: Ἂς φοβηθῶμεν λοιπὸν τὸν Κύριον, τὸν Θεόν μας, ὁ Ὁποῖος κατὰ τὴν ἀγαθὴν πρόνοιαν καὶ φιλοστοργίαν του δίδει σννεχῶς εἰς ἡμᾶς βροχὴν πρώϊμον καὶ ὄψιμον εἰς τὸν κατάλληλον καιρόν, ὥστε νὰ τηροῦνται καὶ νὰ ἐφαρμόζωνται οἱ διατάξεις τὸν Μωσαϊκοῦ νόμον διὰ τὸν καιρὸν τὸν θερισμοῦ.Αὐτὸς ἐπίσης ὡς φιλόστοργος Πατέρας, ποὺ μεριμνᾷ διὰ τὸ μέλλον τῶν παιδιῶν του, διατηρεῖ ἀποθέματα βροχῆς, ὥστε νὰ μὴ ἐξαντλῆται καὶ νὰ ὑπάρχῃ πάντοτε, διὰ νὰ μὴ συμβῇ ἀνομβρία καὶ ξηρασία ἢ βροχόπτωσις εἰς ἀκατάλληλον ἐποχήν.
25 αἱ ἀνομίαι ὑμῶν ἐξέκλιναν ταῦτα, καὶ αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν ἀπέστησαν τὰ ἀγαθὰ ἀφ' ὑμῶν· 25 Αι παρανομίαι σας όμώς εξέκλιναν όλα αυτά από τον κανονικόν των δρόμον και τας ωρισμένας εποχάς. Και αι αμαρτίαι σας σας εστέρησαν από τα αγαθά της γης. 25 Ὅμως οἱ ἀνομίες σας ἀνέτρεψαν τοὺς νόμους αὐτοὺς τῆς θείας Προνοίας, ἔφεραν ἀναστάτωσιν εἰς τὴν τάξιν, ποὺ ὥρισεν ὁ Θεός· καὶ οἱ ἁμαρτίες σας ἐστέρησαν ἀπὸ σᾶς τὶς εὐλογίες αὐτὲς τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ ἀγαθὰ αὐτὰ τῆς γῆς, καὶ θὰ φέρουν ἐπάνω σας τὰ κακὰ καὶ τὶς τιμωρίες τοῦ Θεοῦ».
26 ὅτι εὑρέθησαν ἐν τῷ λαῷ μου ἀσεβεῖς καὶ παγίδας ἔστησαν τοῦ διαφθεῖραι ἄνδρας καὶ συνελαμβάνοσαν. 26 Μεταξύ του λαού μου ευρέθησαν άνθρωποι ασεβείς, έστησαν δολίας παγίδας, δια να καταστρέψουν ανθρώπους, τους οποίους και πράγματι συνελάμβαναν εις αυτάς. 26 Μάλιστα· διότι εὑρέθησαν μεταξὺ τοῦ λαοῦ μου ἄνθρωποι ἀσεβεῖς, οἱ ὁποῖοι ἔστησαν κρυφὰ καὶ μὲ πονηρὸν τρόπον παγίδες, διὰ νὰ καταστρέφουν ἀνθρώπους, τοὺς ὁποίους πράγματι ἐπαγίδευαν καὶ συνελάμβαναν εἰς αὐτές.
27 ὡς παγὶς ἐφεσταμένη πλήρης πετεινῶν, οὕτως οἱ οἶκοι αὐτῶν πλήρεις δόλου· διὰ τοῦτο ἐμεγαλύνθησαν καὶ ἐπλούτησαν· 27 Οπως η καλοστηθείσα δολία παγίς είναι γεμάτη από συλληφθέντα πτηνά, έτσι και αι οίκιαι των ασεβών ανθρώπων είναι γεμάται από αγαθά, που συνήχθησαν με δόλον και απάτην. Δια του τρόπου αυτού εκείνοι έγιναν μεγάλοι και πλούσιοι· 27 Ὅπως ἡ παγίδα ποὺ ἐστήθη καὶ εἶχεν ἐπιτυχίαν, εἶναι γεμάτη ἀπὸ παγιδευμένα πτηνά, ἔτσι καὶ τὰ σπίτια τῶν ἀσεβῶν αὐτῶν ἀνθρώπων εἶναι γεμᾶτα ἀπὸ λάφυρα, τὰ ὁποῖα ἐμαζεύθησαν μὲ ἁρπαγήν, πονηρίαν καὶ ἀδικίαν.Μὲ τοὺς δολίους καὶ πονηροὺς αὐτοὺς τρόπους ἀπέκτησαν δύναμιν καὶ πλούτη.
28 καὶ παρέβησαν κρίσιν, οὐκ ἔκριναν κρίσιν ὀρφανοῦ καὶ κρίσιν χήρας οὐκ ἐκρίνοσαν. 28 και παρέβησαν τον Νομον της δικαιοσύνης. Δεν έκριναν δικαίως και δεν απέδιδαν το δίκαιον στο ορφανόν, δεν απέδιδαν δικαιοσύνην εις την χήραν. 28 Λόγῳ δὲ τῆς δυνάμεως καὶ τῆς ἀλαζονείας των παρέβησαν τὸν νόμον τῆς δικαιοσύνης· συμπεριφερόμενοι μὲ ἀσπλαγχνίαν, δὲν ἔκριναν μὲ δικαιοσύνην τὰ ὀρφανά· συμπεριφερόμενοι δὲ μὲ ὠμότητα, δὲν ἀπέδιδαν δικαιοσύνην εἰς τὶς ἀδικούμενες χῆρες.
29 μὴ ἐπὶ τούτοις οὐκ ἐπισκέψομαι; λέγει Κύριος, ἢ ἐν ἔθνει τῷ τοιούτῳ οὐκ ἐκδικήσει ἡ ψυχή μου; 29 Μηπως και νομίζετε, ότι δεν θα επισκεφθώ αυτούς με την τιμωρόν μου ράβδον; Λέγει ο Κυριος, η εις ένα τέτοιο έθνος δεν θα στραφή η αγανάκτησίς μου και η τιμωρία; 29 Μήπως λοιπὸν νομίζετε ὅτι διὰ τὴν ἀλαζονείαν, τὸν παράνομον βίον καὶ τὶς ἀδικίες αὐες δὲν θὰ τοὺς ἐπισκεφθῶ διὰ νὰ τοὺς τιμωρήσω; λέγει ὁ Κύριος· ἢ ἐναντίον ἐνὸς τέτοιου ἀσεβοῦς ἔθνους δὲν θὰ στραφῇ ἡ ἀγανάκτησις τῆς ψυχῆς μου καὶ ἡ δικαία τιμωρία μου;
30 ἔκστασις καὶ φρικτὰ ἐγενήθη ἐπὶ τῆς γῆς. 30 Αποτρόπαια και φρικτά γεγονότα συνέβησαν εις την χώραν αυτήν. 30 Ἀπαίσια, βδελυκτά, μισητὰ καὶ φριχτὰ γεγονότα συνέβησαν εἰς τὴν χώραν αὐτὴν τῆς Ἰουδαίας.
31 οἱ προφῆται προφητεύουσιν ἄδικα, καὶ οἱ ἱερεῖς ἐπεκρότησαν ταῖς χερσὶν αὐτῶν, καὶ ὁ λαός μου ἠγάπησεν οὕτως· καὶ τί ποιήσετε εἰς τὰ μετὰ ταῦτα; 31 Οι ψευδοπροφήται εκήρυσσαν παρανομίας και αδικίας, οι ιερείς τους επεδακίμαζαν χειροκροτούντες και ο λαός μου τους περιέβαλλέ με αγάπην ούτω φερομένους. Τι θα κάμετε, λοιπόν, αργότερα, όταν θα σας εύρουν αι εκ μέρους του Θεού τιμωρίαι; 31 Οἱ ψευδοπροφῆται προφητεύουν ψευδῆ, οἱ δὲ ἱερεῖς συμφωνοῦν, ἐπικροτοῦν καὶ χειροκροτοῦν τὶς ψευδοπροφητεῖες των· καὶ ὁ λαός μου, ἐνῷ τοὺς βλέπει νὰ φέρωνται μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον, ὄχι μόνον τοὺς ἀκούει, ἀλλὰ καὶ τοὺς περιβάλλει μὲ ἀγάπην! Ὅταν ὅμως ἔλθῃ ἡ συντέλεια καὶ σᾶς κτυπήσουν οἱ φοβερὲς τιμωρίες τοῦ Θεοῦ καὶ οἱ συμφορές, ἀλλοίμονον! τί θὰ κάμετε τότε;