Σάββατο, 20 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:43
Δύση: 20:06
Σελ. 12 ημ.
111-255
16ος χρόνος, 5908η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΙΕΡΕΜΙΑΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14 (ΙΔ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Καὶ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρὸς ῾Ιερεμίαν περὶ τῆς ἀβροχίας. - 1 Λογος Κυρίου απηυθύνθη προς τον Ιερεμίαν περί ανομβρίας. 1 Καὶ ὁ Κύριος ὡμίλησε πρὸς τὸν προφήτην Ἱερεμίαν περὶ τῆς ἀνομβρίας:
2 ΕΠΕΝΘΗΣΕΝ ἡ ᾿Ιουδαία, καὶ αἱ πύλαι αὐτῆς ἐκενώθησαν καὶ ἐσκοτώθησαν ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ ἡ κραυγὴ τῆς ῾Ιερουσαλὴμ ἀνέβη. 2 Η περιοχή της Ιουδαίας πενθεί, αι πύλαι των πόλεων έμειναν αδειαναί, διότι δεν υπάρχουν εισερχόμενοι και εξερχόμενοι έπεσαν κατεστραμμένοι και άχρηστοι εις την γην. Και η κραυγή των κατοίκων της Ιερουσαλήμ ανέβη ως στον ουρανόν. 2 «Ἡ ὕπαιθρος τῆς Ἰουδαίας πενθεῖ, οἱ πύλες τῶν πόλεων της ἄδειασαν, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ νὰ εἰσέρχωνται καὶ ἐξέρχωνται ἀπὸ αὐτές· ἔπεσαν κατὰ γῆς ἄχρηστες, κατεστραμμένες.Ἡ δὲ κραυγὴ τοῦ ὀδυρμοῦ τῶν κατοίκων τῆς Ἱερουσαλήμ «ἕνεκα τῆς ἀνομβρίας» ἀνέβη καὶ ἔφθασε μέχρι τοῦ οὐρανοῦ.
3 καὶ οἱ μεγιστᾶνες αὐτῆς ἀπέστειλαν τοὺς νεωτέρους αὐτῶν ἐφ' ὕδωρ· ἤλθοσαν ἐπὶ τὰ φρέατα καὶ οὐχ εὕροσαν ὕδωρ καὶ ἀπέστρεψαν τὰ ἀγγεῖα αὐτῶν κενά. 3 Οι άρχοντες της πόλεως αυτής απέστειλαν τους νεωτέρους από τους υπηρέτας των εις αναζήτησίν του ύδατος. Ηλθαν εις τα φρέατα, δεν ευρήκαν ύδωρ και επέστρεψαν με κενά τα δοχεία αυτών. 3 Οἱ ἄρχοντες, οἱ εὐγενεῖς τῆς Ἱερουσαλὴμ ἔστειλαν τοὺς νεωτέρους «ἢ κατωτέρους» νπηρέτας των πρὸς ἀναζήτησιν νεροῦ.Οἱ ὑπηρέται ἦλθαν εἰς τὰ πηγάδια, ἀλλὰ δὲν εὑρῆκαν νερὸ καὶ ἐπέστρεψαν μὲ τὰ δοχεῖα των ἄδεια.
4 καὶ τὰ ἔργα τῆς γῆς ἐξέλιπεν, ὅτι οὐκ ἦν ὑετός· ᾐσχύνθησαν οἱ γεωργοί, ἐπεκάλυψαν τὰς κεφαλὰς αὐτῶν. 4 Τα γεωργικά έργα εσταμάτησαν, διότι δεν είχε πέσει βροχή. Απεκαρδιώθησαν και επτοήθησαν οι γεωργοί. Εις απάγνωσιν ευρισκόμενοι έβαλαν τα χέρια των επάνω εις τας κεφαλάς των. 4 Οἱ γεωργικὲς ἐργασίες καὶ ἡ καρποφορία τῆς γῆς ἔπαυσαν, διότι δὲν ὑπῆρχε βροχή.Οἱ γεωργοὶ τρομαγμένοι καὶ ἀπογοητευμένοι, κυριευμένοι ἀπὸ σύγχυσιν καὶ ἀμηχανίαν, ἐκάλυψαν τὰ κεφάλια των μὲ τὰ χέρια των.
5 καὶ ἔλαφοι ἐν ἀγρῷ ἔτεκον καὶ ἐγκατέλιπον, ὅτι οὐκ ἦν βοτάνη. 5 Αι έλαφοι εγεννούσαν στους αγρούς και εγκατέλειψαν τα τέκνα των, διότι δεν υπήρχε χλόη. 5 Ἀκόμη καὶ τὰ ἐλάφια, ποὺ εἶναι ὀνομαστὰ διὰ τὴν στοργὴν πρὸς τὰ τέκνα των, ἐγεννοῦσαν εἰς τὰ χωράφια καὶ ἐγκατέλειπαν τὰ νεογέννητα, διότι δὲν ὑπῆρχε χορτάρι νὰ τὰ ἀναθρέψουν.
6 ὄνοι ἄγριοι ἔστησαν ἐπὶ νάπας· εἵλκυσαν ἄνεμον, ἐξέλιπον οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν, ὅτι οὐκ ἦν χόρτος ἀπὸ λαοῦ ἀδικίας. 6 Οι άγριοι όνοι εστέκοντο όρθιοι εις τας κοιλάδας, ανέπνεαν τον άνεμον, μήπως αισθανθούν πουθενά ίχνος υγρασίας η χλόης. Εσβησαν τα μάτια των, διότι δεν υπήρξε πουθενά χλόη. Και ταύτα εξ αιτίας των αμαρτιών του Ιουδαϊκού λαού. 6 Ἄγριοι ὄνοι ἐστέκοντο ὄρθιοι διὰ νὰ ἀναπνεύσουν ἄνεμον, ὥστε νὰ παρηγορηθοῦν ἀπὸ τὸν καύσωνα «ἢ κατ' ἄλλην ἑρμηνείαν: Μήπως αἰσθανθοῦν ἴχνος ὑγρασίας ἢ χόρτου».Οἱ ὀφθαλμοί των ἀδυνάτισαν, ἐσκοτείνιασαν, ἔχασαν τὸ φῶς των, διότι δὲν ὑπῆρχε χορτάρι διὰ βοσκήν, ἕνεκα τῆς ἀποστασίας καὶ τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ».
7 εἰ αἱ ἁμαρτίαι ἡμῶν ἀντέστησαν ἡμῖν, Κύριε, ποίησον ἡμῖν ἕνεκέν σου, ὅτι πολλαὶ αἱ ἁμαρτίαι ἡμῶν ἐναντίον σου, ὅτι σοὶ ἡμάρτομεν. 7 Κυριε, μολονότι αι αμαρτίαι μας καταμαρτυρούν εναντίον μας, κάμε προς ημάς αυτό, που πρέπει εις δόξαν του Ονόματός σου. Διότι πράγματι πολλαί είναι αι αμαρτίαι μας ενώπιόν σου. Εις σε ημαρτήσαμεν. 7 «Ὁ Ἱερεμίας ἤ, κατ' ἄλλους, ὁ λαὸς δέεται εἰς τὸν Θεὸν καὶ λέγει:» Παρ' ὅλον ὅτι οἱ ἁμαρτίες μας μαρτυροῦν ἐναντίον μας, Κύριε, κάμε εἰς ἡμᾶς αὐτὸ τὸ ὁποῖον θὰ δοξάσῃ τὸ ἅγιον Ὄνομά σου· κάμε αὐτὸ ποὺ νομίζεις ὅτι θὰ ἀποβῇ πρὸς δόξαν τῆς χρηστότητος καὶ τῆς φιλανθρωπίας σου.Διότι πράγματι· οἱ ἁμαρτίες μας εἶναι πολλὲς ἐνώπιόν σου· διότι εἰς Σέ, τὸν Δεσπότην καὶ Κύριον, ἁμαρτήσαμε.
8 ὑπομονὴ ᾿Ισραήλ, Κύριε, καὶ σῴζεις ἐν καιρῷ κακῶν· ἱνατί ἐγενήθης ὡσεὶ πάροικος ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ὡς αὐτόχθων ἐκκλίνων εἰς κατάλυμα; 8 Συ όμώς, Κυριε, είσαι η έλπις και η προσμονή του ισραηλιτικού λαού και μας σώζεις εις εποχάς συμφορών και θλίψεων. Διατί φαίνεται ώσαν να έγινες τώρα απέναντί μας ξένος άνθρωπος εις την χώραν αυτήν, η ωσάν εντόπιος ο οποίος προχωρεί εις αναζήτησιν καταλύματος, δια να ησυχάση επ' ολίγον και κατόπιν ν' αναχωρήση; 8 Σύ, Κύριε, εἶσαι Ἐκεῖνος, τοῦ Ὁποίου ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς περιμένει μὲ ὑπομονὴν καὶ ἐλπίδα τὴν βοήθειαν καὶ τὸ ἔλεος, καὶ ὁ Ὁποῖος μᾶς σώζεις εἰς καιροὺς θλίψεων καὶ δοκιμασιῶν.Διατὶ λοιπὸν παρουσιάζεσαι τώρα ὡσὰν ξένος καὶ ἀδιάφορος πρὸς τὶς συμφορές μας εἰς τὴν χώραν αὐτὴν ἢ ὡσὰν ἐντόπιος μέν, ἀλλὰ ταξιδιώτης, ὁ ὁποῖος καταλύει προσωρινὰ εἰς κάποιο πανδοχεῖον καὶ κατόπιν συνεχίζει τὸν δρόμον του;
9 μὴ ἔσῃ ὥσπερ ἄνθρωπος ὑπνῶν ἢ ὡς ἀνὴρ οὐ δυνάμενος σῴζειν; καὶ σὺ ἐν ἡμῖν εἶ, Κύριε, καὶ τὸ ὄνομά σου ἐπικέκληται ἐφ' ἡμᾶς· μὴ ἐπιλάθῃ ἡμῶν. 9 Μηπως, τάχα, ομοιάζεις προς άνθρωπον, που κοιμάται, η προς άνδρα ο οποίος δεν είναι εις θέσιν να δώση βοήθειαν; Συ όμως, Κυριε, το γνωρίζομεν, ευρίσκεσαι εν μέσω ημών πάντοτε. Ημείς δε επικαλούμεθα το Ονομά σου εις βοήθειαν μας. Μη μας λησμονήσης, Κυριε. 9 Μήπως ὁμοιάζεις πρὸς τὸν ἄνθρωπον ποὺ κοιμᾶται καὶ ἄρα εἶναι ἀνενέργητος; Ἢ πρὸς τὸν ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος εἶναι μὲν ξύπνιος, ἀδυνατεῖ ὅμως νὰ προσφέρῃ σωτηρίαν; Ἀσφαλῶς ὄχι! Ἄλλωστε Σὺ εἶσαι, Κύριε, ἄγρυπνος, πανταχοῦ παρὼν μεταξύ μας, καὶ μὲ τὸ Ὄνομά σου ὀνομαζόμεθα ὡς περιούσιος λαός σου· μὴ μᾶς λησμονήσῃς, μὴ μᾶς ἐγκαταλείψῃς!
10 οὕτως λέγει Κύριος τῷ λαῷ τούτῳ· ἠγάπησαν κινεῖν πόδας αὐτῶν καὶ οὐκ ἐφείσαντο, καὶ ὁ Θεὸς οὐκ εὐδόκησεν ἐν αὐτοῖς· νῦν μνησθήσεται τῆς ἀδικίας αὐτῶν. 10 Αλλ' ο Κυριος αυτά λέγει προς τον λαόν τούτον· Οι άνθρωποι αυτοί ηγάπησαν να τρέχουν από 'δώ και από 'κεί, δεν εδυσκολεύθησαν να υποβληθούν στους κύπους δι' αμαρτωλά έργα. Δια τούτο ο Θεός δεν ευηρεστήθη με αυτούς. Τωρα θα ενθυμηθή τας αδικίας των, δια να αποστείλη την παιδαγωγικήν του προς αυτούς τιμωρίαν. 10 Εἰς τὴν προσευχὴν αὐτὴν αὐτὰ ἀπαντᾷ ὁ Κύριος πρὸς τὸν λαὸν τοῦτον: «Ἀγάπησαν νὰ τρέχουν, νὰ ὁρμοῦν πότε ἐδῶ καὶ πότε Ἐκεῖ, καὶ δὲν ἐφείσθησαν νὰ τρέχουν ἀτάκτως, μὲ διάθεσιν ὑπερβολῆς καὶ ἀπληστίας πρὸς τὴν κακίαν καὶ τὴν εἰδωλολατρίαν.Διὰ τοῦτο ὁ Θεὸς δὲν ἐυηρεστήθη καὶ δὲν παρέσχε τὴν εὔνοιάν του εἰς αὐτούς.Τώρα θὰ ἐνθυμηθῇ τὶς ἀδικίες καὶ τὴν ἐνοχήν των καὶ θὰ τιμωρήσῃ παιδαγωγικῶς τὴν ἁμαρτολότητα καὶ ἀποστασίαν των».
11 καὶ εἶπε Κύριος πρός με· μὴ προσεύχου περὶ τοῦ λαοῦ τούτου εἰς ἀγαθά· 11 Εἶπεν ο Κυριος προς εμέ· Μη προσεύχεσαι δια τον λαόν ζητών αγαθά δι' αυτόν. 11 Καὶ ὁ Κύριος εἶπε πρὸς ἐμέ, τὸν προφήτην Ἱερεμίαν:»Ἐφ' ὅσον τέτοια εἶναι ἡ συμπεριφορά των, παῦσε νὰ προσεύχεσαι καὶ νὰ ἱκετεύῃς ὑπὲρ τοῦ λαοῦ τούτου, ζητῶν ἀπὸ Ἐμὲ ἀγαθὰ δι’ αὐτόν·
12 ὅτι ἐὰν νηστεύσωσιν, οὐκ εἰσακούσομαι τῆς δεήσεως αὐτῶν, καὶ ἐὰν προσενέγκωσιν ὁλοκαυτώματα καὶ θυσίας, οὐκ εὐδοκήσω ἐν αὐτοῖς, ὅτι ἐν μαχαίρᾳ καὶ ἐν λιμῷ καί ἐν θανάτῳ ἐγὼ συντελέσω αὐτούς. 12 Διότι, και εάν άκομα νηστεύσουν, εγώ δεν θα ακούσω την προσευχήν των. Και εάν προσφέρουν ολοκαυτώματα και άλλας θυσίας, εγώ δεν θα ευαρεστηθώ εις αυτάς. Αλλα με έχθρικην μάχαιραν, με πείναν και θανατηφόρον ασθένειαν εγώ θα τους εξολοθρεύσω. 12 διότι καὶ ἂν ἀκόμη νηστεύσουν, δὲν θὰ εἰσακούσω τὴν δέησίν των· καὶ ἐὰν μοῦ προσφέρουν θυσίες ὁλοκαυτωμάτων καὶ ἄλλες θυσίες, δὲν θὰ εὐαρεστηθῶ εἰς αὐτὲς καὶ δὲν θὰ παράσχω τὴν εὔνοιάν μου· διότι Ἐγὼ μᾶλλον θὰ τοὺς ἐξολοθρεύσω μὲ μαχαίρι ἐχθρικόν, μὲ πεῖναν καὶ μὲ θανατηφόρον ἀσθένειαν».
13 καὶ εἶπα· ὦ Κύριε, ἰδοὺ οἱ προφῆται αὐτῶν προφητεύουσι καὶ λέγουσιν· οὐκ ὄψεσθε μάχαιραν, οὐδὲ λιμὸς ἔσται ἐν ὑμῖν, ὅτι ἀλήθειαν καὶ εἰρήνην δώσω ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ. 13 Και είπα τότε προς τον Κυριον· Ω Κυριε, ιδού, οι ψευδοπροφήται αυτών των ανθρώπων προφητεύουν και λέγουν· δεν θα ίδετε εναντίον σας την εχθρικήν μάχαιραν, ούτε λιμός θα υπάρξη μεταξύ σας, διότι, λέγει, τάχα, ο Θεός, αλήθειαν και ειρήνην εγώ θα δώσω εις την χώραν σας και στον τόπον τούτον της Ιερουσαλήμ. 13 Ἐγὼ δὲ ἀπάντησα καὶ εἶπα: «Ὦ Κύριε· ἰδού, οἱ ψευδοπροφῆται τοῦ λαοῦ αὐτοῦ προφητεύουν καὶ τοὺς λέγουν: «Δὲν θὰ ἰδῆτε ἐχθρικὸν μαχαίρι, οὔτε θὰ ὑπάρξῃ μεταξύ σας πεῖνα· διότι «καθὼς τοὺς παραπλανοῦν, ὁ Θεὸς λέγει δῆθεν:» Ἐγὼ ὑπόσχομαι ὅτι θὰ δώσω ἀληθινὴν εἰρήνην εἰς τὴν χώραν αὐτὴν καὶ εἰς τὸν τόπον αὐτόν».
14 καὶ εἶπε Κύριος πρός με· ψευδῆ οἱ προφῆται προφητεύουσιν ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου, οὐκ ἀπέστειλα αὐτοὺς καὶ οὐκ ἐνετειλάμην αὐτοῖς καὶ οὐκ ἐλάλησα πρὸς αὐτούς· ὅτι ὁράσεις ψευδεῖς καὶ μαντείας καὶ οἰωνίσματα καὶ προαιρέσεις καρδίας αὐτῶν αὐτοὶ προφητεύουσιν ὑμῖν. 14 Ο Κυριος είπε προς εμέ· Ψεύδη πράγματι οι προφήται αυτοί προφητεύουν εν τω Ονόματί μου· δεν τους έχω στείλει εγώ. Δεν έδωσα εις αυτούς καμμίαν εντολήν, δεν ωμίλησα προς αυτούς. Διότι οι ψευδοπροφήται αυτοί όμιλούν δι' ανύπαρκτα οράματα, τα οποία δεν είδον. Προφητεύουν μαντείας και οιωνούς σύμφωνα με τας προδιαθέσεις της πονηράς αυτών καρδίας. 14 Ὁ Κύριος ἀπάντησε εἰς ἐμὲ καὶ μοῦ εἶπε: «Ψευδῆ πράγματα οἱ ψευδοπροφῆται αὐτοὶ προφητεύουν ἐξ ὀνόματός μου.Δὲν τοὺς ἀπέστειλα Ἐγώ, καμμίαν ἐντολὴν δὲν τοὺς ἔδωκα, οὔτε καὶ ποτὲ ὡμίλησα πρὸς αὐτούς.Διότι οἱ ψευδοπροφῆται αὐτοὶ προφητεύουν καὶ ὁμιλοῦν διὰ ψευδῆ καὶ ἀπατηλὰ ὁράματα, ἀνειλικρινεῖς χρησμούς - προφητεῖες, μαντεῖες ποὺ διατυπώνουν βάσει πληροφοριῶν ἀπὸ οἰωνούς, καὶ φαντασιοπληξίες σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιθυμίες, τὶς κλίσεις καὶ ροπὲς τῆς πονηρᾶς καρδίας των.
15 διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος περὶ τῶν προφητῶν τῶν προφητευόντων ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου ψευδῆ, καὶ ἐγὼ οὐκ ἀπέστειλα αὐτούς, οἳ λέγουσι· μάχαιρα καὶ λιμὸς οὐκ ἔσται ἐπὶ τῆς γῆς ταύτης· ἐν θανάτῳ νοσερῷ ἀποθανοῦνται καὶ ἐν λιμῷ συντελεσθήσονται οἱ προφῆται 15 Δια τούτο αυτά λέγει ο Κυριος εναντίον των ψευδοπροφητών, τους οποίους εγώ δεν απέστειλα και οι οποίοι τολμούν εν τούτοις να προφητεύουν στο Ονομά μου και να λέγουν· εχθρική μάχαιρα και πείνα δεν θα υπάρξουν εις αυτήν την χώραν. Εγώ λέγω· με θανατηφόρον νόσον θα αποθάνουν. Με λιμόν θα εξολοθρευθούν αυτοί οι προφήται 15 Διὰ τοῦτο αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος διὰ τοὺς προφήτας, ποὺ προφητεύουν ἐξ ὀνόματός μου ψευδῆ πράγματα, καὶ τοὺς ὁποίους δὲν ἀπέστειλα Ἐγώ, καὶ οἱ ὁποῖοι κηρύσσουν καὶ λέγουν πρὸς τὸν λαόν:»Ἐχθρικὸν μαχαίρι καὶ πεῖνα δὲν θὰ ὑπάρξουν εἰς τὴν χώραν αὐτήν».«Διὰ τοὺς ψευδοπροφήτας λοιπὸν αὐτοὺς λέγει ὁ Κύριος:» Θὰ ἀποθάνουν ἀπὸ θανατηφόρον ἀσθένειαν καὶ θὰ ἐξολοθρευθοῦν ἀπὸ πεῖναν οἱ προφῆται αὐτοί,
16 καὶ ὁ λαός, οἷς αὐτοὶ προφητεύουσιν αὐτοῖς, καὶ ἔσονται ἐρριμμένοι ἐν ταῖς διόδοις ῾Ιερουσαλὴμ ἀπὸ προσώπου μαχαίρας καὶ τοῦ λιμοῦ, καὶ οὐκ ἔσται ὁ θάπτων αὐτούς, καὶ αἱ γυναῖκες αὐτῶν καὶ οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ αἱ θυγατέρες αὐτῶν· καὶ ἐκχεῶ ἐπ' αὐτοὺς τὰ κακὰ αὐτῶν. 16 και ο λαός, προς τον οποίον αυτοί προφητεύουν. Αυτοί θα πέσουν νεκροί από εχθρικήν μάχαιραν και τον λιμόν, και τα σώματά των θα είναι ριγμένα στους δρόμους της Ιερουσαλήμ και κανείς δεν θα ευρεθή να τους θάψη, ούτε αι γυναίκες των, αύτε οι υιοί των και αι θυγατέρες των. Εναντίον αυτών θα αφήσω να εκχυθούν αι τιμωρίαι αυταί. 16 ἀλλὰ καὶ ὁ λαός, πρὸς τὸν ὁποῖον αὐτοὶ προφητεύουν.Αὐτοὶ θὰ εἶναι πεταγμένα κουφάρια εἰς τοὺς δρόμους τῆς Ἱερουσαλήμ, διότι θὰ σφαγοῦν ἀπὸ ἐχθρικὸν μαχαίρι ἢ θὰ ἀποθάνουν ἀπὸ τὴν πεῖναν καὶ δὲν θὰ ὑπάρχῃ κανείς, ὁ ὁποῖος νὰ τοὺς θάψῃ· οὔτε αὐτούς, οὔτε τὶς συζύγους των, οὔτε τοὺς υἱούς των, οὔτε τὶς θυγατέρες των.Θὰ χύσω ἐπάνω τους τὴν κακοήθειαν καὶ ἀσέβειάν των».
17 καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτοὺς τὸν λόγον τοῦτον· καταγάγετε ἐπ' ὀφθαλμοὺς ὑμῶν δάκρυα ἡμέρας καὶ νυκτός, καὶ μὴ διαλιπέτωσαν, ὅτι συντρίμματι συνετρίβη θυγάτηρ λαοῦ μου καὶ πληγὴ ὀδυνηρὰ σφόδρα. 17 Θα είπης δε προς αυτούς τούτον τον λόγον· Κατεβάστε από τα μάτια σας δάκρυα ημέραν και νύκτα. Ας μη σταματήσουν καθόλου τα δάκρυά σας, διότι με μεγάλην καταστροφήν θα εξολοθρευθή ο λαός μου αυτός. Παρά πολύ οδυνηρά θα είναι η θλίψις του. 17 Θὰ εἰπῇς λοιπὸν εἰς αὐτοὺς τὸν λόγον τοῦτον: «Διὰ τὰ φοβερὰ δεινά, τὰ ὁποῖα σᾶς ἀναμένουν, χύσατε ἀπὸ τὰ μάτια σας δάκρυα ἡμέραν καὶ νύκτα, καὶ ἂς μὴ σταματήσουν τὰ μάτια σας νὰ δακρύζουν, διότι μὲ φοβερὰν καταστροφὴν θὰ καταστροφῇ ὁ λαός μου, τὸν ὁποῖον ἀγαπῶ ὡς θυγατέρα.Ἡ πληγή, τὴν ὁποίαν θὰ δεχθῇ, θὰ εἶναι ὑπερβολικὰ ὀδυνηρή.
18 ἐὰν ἐξέλθω εἰς τὸ πεδίον, καὶ ἰδοὺ τραυματίαι μαχαίρας, καὶ ἐὰν εἰσέλθω εἰς τὴν πόλιν, καὶ ἰδοὺ πόνος λιμοῦ· ὅτι ἱερεὺς καὶ προφήτης ἐπορεύθησαν εἰς γῆν, ἣν οὐκ ᾔδεισαν. 18 Εάν εξέλθω εις την πειδιάδα, ιδού, κατάκεινται ενώπιόν μου νεκροί από εχθρικήν μάχαιραν. Εάν εισέλθω εις την πόλιν, ιδού ο πόνος του φοβερού λιμού. Ιερείς και προφήται επάνω εις την οδύνην των μετέβησαν εις χώραν, την οποίαν δεν εγνωριζαν. 18 Ἐὰν βγῶ ἔξω εἰς τὴν πεδιάδα, ἰδού· εἶναι κατὰ γῆς νεκροὶ αὐτοὶ ποὺ ἐσφάγησαν ἀπὸ ἐχθρικὸν μαχαίρι.Ἐὰν εἰσέλθω εἰς τὴν πόλιν τῆς Ἱερουσαλήμ, ἰδοὺ ὁ πόνος ἀπὸ τὸ μαρτύριον τῆς πείνας.Διότι ἱερεῖς καὶ προφῆται μετέβησαν εἰς χώραν, τὴν ὁποίαν δὲν ἐγνώριζαν».
19 μὴ ἀποδοκιμάζων ἀπεδοκίμασας τὸν ᾿Ιούδαν, καὶ ἀπὸ Σιὼν ἀπέστη ἡ ψυχή σου; ἱνατί ἔπαισας ἡμᾶς, καὶ οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἴασις; ὑπεμείναμεν εἰς εἰρήνην, καὶ οὐκ ἦν ἀγαθά· εἰς καιρὸν ἰάσεως, καὶ ἰδοὺ ταραχή. 19 Απέρριψες, λοιπόν, ολοτελώς τους Ιουδαίους, Κυριε, και απεμακρύνθη η ψυχή σου από την Σιών; Διατί τόσον σκληρά μας εκτύπησες, ώστε να μη υπάρχη δι' ημάς θεραπεία; Ηλπίζαμεν και επεριμεναμεν να έλθη ειρήνη, και κανένα αγαθόν δεν είδαμεν. Επεριμέναμεν να έλθη ο καιρός της θεραπείας, και ιδού αντί θεραπείας αναταραχή και σύγχυσις. 19 Κύριε, μήπως ἀπεδοκίμασες καὶ ἀπέρριψες ὅλως διόλου καὶ τελεσιδίκως τὸν Ἰουδαϊκὸν λαόν, καὶ ἀπὸ τὴν Σιὼν ἀπεμακρύνθη μὲ βδελυγμίαν ἡ ψυχή σου; Διατὶ μᾶς ἐκτύπησες, χωρὶς καμμίαν ἐλπίδα θεραπείας; Ἀνεμέναμε μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ ἔλθῃ εἰρήνη, δυστυχῶς ὅμως δὲν εἴδαμε νὰ ἔλθῃ κανένα ἀγαθόν.Ἀνεμέναμε μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ ἔλθῃ καιρὸς θεραπείας τῶν συμφορῶν, καὶ ἰδού· ἦλθε καιρὸς ἀναταραχῆς, φόβου καὶ τρόμου!
20 ἔγνωμεν, Κύριε, ἁμαρτήματα ἡμῶν, ἀδικίας πατέρων ἡμῶν, ὅτι ἡμάρτομεν ἐναντίον σου. 20 Γνωρίζομεν, Κυριε, και συναισθανόμεθα τα αμαρτήματα μας, τας παρανομίας των προγόνων μας, διότι όλοι ημαρτήσαμεν ενώπιόν σου. 20 Ἀναγνωρίζομεν, Κύριε, καὶ συναισθανόμεθα τὶς ἁμαρτίες μας, τὶς παρανομίες καὶ τὴν ἐνοχὴν τῶν προγόνων μας· διότι ὅλοι ἁμαρτήσαμε πράγματι ἐνώπιόν Σου.
21 κόπασον διὰ τὸ ὄνομά σου, μὴ ἀπολέσῃς θρόνον δόξης σου· μνήσθητι, μὴ διασκεδάσῃς τὴν διαθήκην σου τὴν μεθ' ἡμῶν. 21 Ας κοπάση πλέον ο θυμός σου εις δόξαν του Ονόματός σου. Μη επιτρέψης να καταστραφή ο άγιος ναός σου, ο θρόνος αυτός της δόξης σου. Ενθυμήσου, Κυριε, και μη ακύρωσης την διαθήκην, την οποίαν συνήψες με ημάς. 21 Ἂς σταματήσῃ πλέον ὁ θυμός σου, πρὸς δόξαν τοῦ ἁγίου Ὀνόματός σου· μὴ ἐπιτρέψῃς νὰ χαθῇ ἡ Σιών, ὅπου εἶναι κτισμένος ὁ Ναός σου, ὁ θρόνος αὐτὸς τῆς δόξης σου.Ἐνθυμήσου μας· μὴ διαλύσῃς καὶ μὴ καταργήσῃς τὴν συμφωνίαν σου, τὴν ὁποίαν συνῆψες μαζί μας.
22 μὴ ἔστιν ἐν εἰδώλοις τῶν ἐθνῶν ὑετίζων; καὶ εἰ ὁ οὐρανὸς δώσει πλησμονὴν αὐτοῦ, οὐχὶ σὺ εἶ αὐτός; καὶ ὑπομενοῦμέν σε, Κύριε, ὅτι σὺ ἐποίησας πάντα ταῦτα. 22 Μηπως, τάχα, και υπάρχει μεταξύ των ειδωλολατρικών θεών κανένας θεός, που να στέλνη βροχήν; Μηπως, τάχα, ο ουρανός εξ εαυτού είναι εις θέσιν να δώση άφθονον βροχήν; Δεν είσαι συ εκείνος, που στέλνει την βροχήν και όλα τα αγαθά; Δια τούτο και ημείς, Κυριε, εις σε ελπίζομεν και από σε περιμένομεν, διότι συ κάμνεις όλα αυτά. 22 Μήπως τάχα ὑπάρχει μεταξὺ τῶν ψευδῶν εἰδωλολατρικῶν θεῶν κανένας θεὸς ἱκανὸς νὰ στέλλῃ βροχὴν εἰς τὴν γῆν; Μήπως τάχα ἠμπορεῖ ὁ οὐρανὸς ἀπὸ μόνος του νὰ βρέξῃ ἄφθονον βροχήν; Δὲν εἶσαι Σὺ Ἐκεῖνος, ὁ Ὁποῖος ἐργάζεσαι ὅλα αὐτά; Διὰ τοῦτο, Κύριε, καὶ ἡμεῖς μὲ ἐγκαρτέρησιν καὶ ἐλπίδα προσβλέπομεν εἰς Σέ, διότι Σύ, καὶ κανεὶς ἄλλος, ἔκαμες καὶ ἐνεργεῖς ὅλα αὐτά.