Πέμπτη, 25 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:37
Δύση: 20:11
Σελ. 17 ημ.
116-250
16ος χρόνος, 5913η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΙΕΡΕΜΙΑΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 41 (ΜΑ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 (Μασ. ΛΔ´) Ο λόγος ὁ γενόμενος πρὸς ῾Ιερεμίαν παρὰ Κυρίου (καὶ Ναβουχοδονόσορ βασιλεὺς Βαβυλῶνος καὶ πᾶν τὸ στρατόπεδον αὐτοῦ καὶ πᾶσα ἡ γῆ ἀρχῆς αὐτοῦ ἐπολέμουν ἐπὶ ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἐπὶ πάσας τὰς πόλεις ᾿Ιούδα) λέγων· 1 Λογος, ο οποίος απηυθύνθη εκ μέρους του Κυρίου προς τον Ιερεμίαν κατά την εποχήν, κατά την οποίαν ο Ναβουχοδονόσορ ο βασιλεύς και όλος ο στρατός του και όλα τα βασίλεια του κόσμου, που είχαν υποταχθή εις αυτόν, επολεμούσαν κατά της Ιερουσαλήμ και εναντίον όλων των άλλων πόλεων του Ιουδα· και ο λόγος αυτός είπεν· 1 Ο λόγος, ὁ ὁποῖος ἀπηυθύνθη ἀπὸ τὸν Κύριον πρὸς τὸν Ἱερεμίαν «ὅταν ὁ Ναβουχοδονόσορ, ὁ βασιλιᾶς τῆς Βαβυλῶνος, καὶ ὅλον τὸ στράτευμά του καὶ ὅλα τὰ βασίλεια τῆς γῆς, ποὺ ἦσαν ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν του, ἐπολεμοῦσαν ἐναντίον τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐναντίον ὅλων τῶν πόλεων τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα»· ὁ ἀποκαλυπτικὸς αὐτὸς λόγος τοῦ Κυρίου ἔλεγε τὰ ἀκόλουθα:
2 οὕτως εἶπε Κύριος· βάδισον πρὸς Σεδεκίαν βασιλέα ᾿Ιούδα καὶ ἐρεῖς αὐτῷ· οὕτως εἶπε Κύριος· παραδόσει παραδοθήσεται ἡ πόλις αὕτη εἰς χεῖρας βασιλέως Βαβυλῶνος, καὶ συλλήψεται αὐτὴν καὶ καύσει αὐτὴν ἐν πυρί· 2 Ετσι είπεν ο Κυριος· πήγαινε προς τον Σεδεκίαν τον βασιλέα του ιουδαϊκού βασιλείου και είπε προς αύτον· αυτά λέγει ο Κυριος· ασφαλώς και βεβαίως θα παραδοθή η πόλις αυτή εις τας χείρας του βασιλέως της Βαβυλώνος, ο οποίος και θα την κατολάβη και θα την παραδώση στο πυρ. 2 «Ἔτσι εἶπεν ὁ Κύριος: «Πήγαινε πρὸς τὸν Σεδεκίαν, τὸν βασιλιᾶ του Ἰούδα, καὶ πές του· ἔτσι παρήγγειλεν ὁ Κύριος: Ἡ πόλις αὐτή, ἡ Ἱερουσαλήμ, θὰ παραδοθῇ ὁπωσδήποτε εἰς τὰ χέρια τοῦ βασιλιᾶ τῆς Βαβυλῶνος, ὁ ὁποῖος θὰ τὴν καταλάβῃ καὶ θὰ τὴν παραδώσῃ εἰς τὴν φωτιά·
3 καὶ σὺ οὐ μὴ σωθῇς ἐκ χειρὸς αὐτοῦ καὶ συλλήψει συλληφθήσῃ καὶ εἰς χεῖρας αὐτοῦ δοθήσῃ, καὶ ὀφθαλμοί σου τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ ὄψονται καὶ τὸ στόμα αὐτοῦ μετὰ τοῦ στόματός σου λαλήσει, καὶ εἰς Βαβυλῶνα εἰσελεύσῃ. 3 Και συ ο ίδιος δεν θα διασωθής από το χέρι του βασιλέως της Βαβυλώνος. Ασφαλώς και βεβαίως θα συλληφθής και θα παραθοθής εις τα χέρια αυτού. Οι οφθαλμοί σου θα ίδουν τους οφθαλμούς του, και το στόμα εκείνου θα ομιλήση με σέ, και το στόμα σου προς εκείνον· και έπειτα θα οδηγηθής εις την Βαβυλώνα αιχμάλωτος. 3 καὶ σύ «ὁ Σεδεκίας» δὲν θὰ γλυτώσῃς ἀπὸ τὰ χέρια του, ἀλλὰ θὰ συλληφθῇς ὁπωσδήποτε καὶ θὰ παραδοθῇς εἰς τὰ χέρια τόὸυ, καὶ τὰ μάτια σου θὰ ἰδοῦν τὰ μάτια του, καὶ θὰ ὁμιλήσῃς μαζί του προσωπικῶς στόμα πρὸς στόμα καὶ θὰ συρθῇς αἰχμάλωτος εἰς τὴν Βαβυλῶνα.
4 ἀλλὰ ἄκουσον τὸν λόγον Κυρίου, Σεδεκία βασιλεῦ ᾿Ιούδα· οὕτως λέγει Κύριος· 4 Αλλά άκουσε τον, λόγον του Κυρίου, Σεδεκία, βασιλεύ του Ιουδαϊκού βασιλείου. Ετσι λέγει ο Κυριος· 4 Ἀλλ’ ἄκουσε τὸν λόγον τοῦ Κυρίου, Σεδεκία, βασιλιᾶ τοῦ Ἰούδα.Ἔτσι λέγει περὶ σοῦ ὁ Κύριος:
5 ἐν εἰρήνῃ ἀποθανῇ, καὶ ὡς ἔκλαυσαν τοὺς πατέρας σου τοὺς βασιλεύσαντας πρότερόν σου, κλαύσονται καὶ σέ, οὐαὶ Κύριε, καὶ ἕως ᾅδου κόψονταί σε· ὅτι λόγον ἐγὼ ἐλάλησα, εἶπε Κύριος. 5 Εν τέλει θα απόθανης ειρηνικόν θάνατον και όπως έκλαυσαν τους πατέρας σου, οι οποίοι εβασίλευσαν προηγουμένως από σέ, έτσι θα κλαύσουν και δια σέ. Και θα αναφωνούν· “αλλοίμονον Κυριε ! εχάσαμεν τον βασιλέα”! Οι κοπετοί και οι θρήνοι θα φθάσουν έως εις αυτόν τον άδην. Θα γίνουν αυτά, διότι εγώ ωμίλησα και είπα, λέγει Κυριος. 5 Δὲν θὰ ἀποθάνῃς μὲ βίαιον, ἀλλὰ μὲ φυσικόν, εἰρηνικὸν θάνατον, καί, ὅπως ἔκλαυσαν τοὺς προπάτορές σου, οἱ ὁποῖοι ἐβασίλευσαν πρὶν ἀπὸ σέ, ἔτσι θὰ κλαύσουν καὶ θὰ πενθήσουν καὶ σὲ μὲ τὸ μοιρολόγι: «Ἀλλοίμονον, κύριε βασιλιᾶ!» Ὁ πόνος καὶ ὁ θρῆνος των θὰ εἶναι τόσον μεγάλος, ὥστε οἱ κοπετοί των θὰ φθάνουν μέχρι τὸν ἅδην! Αὐτὰ θὰ γίνουν ὁπωσδήποτε, διότι Ἐγὼ ἔτσι ὡμίλησα καὶ ὥρισα», λέγει ὁ Κύριος».
6 καὶ ἐλάλησεν ῾Ιερεμίας πρὸς τὸν βασιλέα Σεδεκίαν πάντας τοὺς λόγους τούτους ἐν ῾Ιερουσαλήμ. 6 Ο Ιερεμίας πράγματι είπε προς τον Σεδεκίαν εις την Ιερουσαλήμ όλους αυτούς τους λόγους. 6 Ὁ Ἱερεμίας εἶπεν ὅλους αὐτοὺς τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου πρὸς τὸν βασιλιᾶ Σεδεκίαν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ,
7 καὶ ἡ δύναμις βασιλέως Βαβυλῶνος ἐπολέμει ἐπὶ ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἐπὶ τὰς πόλεις ᾿Ιούδα, ἐπὶ Λαχὶς καὶ ἐπὶ ᾿Αζηκά, ὅτι αὗται κατελείφθησαν ἐν πόλεσιν ᾿Ιούδα πόλεις ὀχυραί. 7 Η στρατιωτική δύναμις του βαοιλέως της Βαβυλώνος, επολεμούσεν εναντίον της Ιερουσαλήμ και εναντίον των πόλεων του ιουδαϊκού βασιλείου, εναντίον της Λαχίς και της Αζηκά, διότι μεταξύ όλων των άλλων πόλεων του ιουδαϊκού βασιλείου αυταί, καθ' ο οχυραί πόλεις, απέμεναν ελεύθεραι και δεν είχαν καταληφθή ακόμη από τον Ναβουχοοονόσορα. 7 ἐνῷ ἐν τῷ μεταξὺ ὁ στρατὸς τοῦ βασιλιᾶ τῆς Βαβυλῶνος ἐπετίθετο κατὰ τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ κατὰ τῶν πόλεων τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα, τῆς Λαχὶς καὶ τῆς Ἀζηκά, διότι αὐτές ἦσαν οἱ μόνες ὠχυρωμένες πόλεις τοῦ Ἰούδα, οἱ ὁποῖες δὲν εἶχαν ἀκόμη καταληφθῇ ἀπὸ τοὺς Χαλδαίους.
8 ῾Ο λόγος ὁ γενόμενος πρὸς ᾿Ιερεμίαν παρὰ Κυρίου μετὰ τὸ συντελέσαι τὸν βασιλέα Σεδεκίαν διαθήκην πρὸς τὸν λαὸν τοῦ καλέσαι ἄφεσιν, 8 Λογος, ο οποίος εκ μέρους του Κυρίου ήλθε προς τον Ιερεμίαν έπειτα από την συμφωνίαν, την οποίαν συνήψεν ο βασιλεύς Σεδεκίας προς τον λαόν τον ισραηλιτικόν, δια να κηρύξη και δώση ελευθερίαν εις όλους τους δούλους. 8 Ὁ λόγος, ὁ ὁποῖος ἀπηυθύνθη ἀπὸ τὸν Κύριον πρὸς τὸν Ἱερεμίαν μετὰ τὴν συμφωνίαν ποὺ ἔκαμεν ὁ βασιλιᾶς Σεδεκίας μὲ ὅλον τὸν λαὸν τῆς Ἱερουσαλήμ, ὅτι θὰ ἐκδώσῃ προκήρυξιν, διὰ τῆς ὁποίας θὰ δώσῃ ἐλευθερίαν εἰς τοὺς δούλους των·
9 τοῦ ἐξαποστεῖλαι ἕκαστον τὸν παῖδα αὐτοῦ καὶ ἕκαστον τὴν παιδίσκην αὐτοῦ, τὸν ῾Εβραῖον καὶ τὴν ῾Εβραίαν ἐλευθέρους, πρὸς τὸ μὴ δουλεύειν ἄνδρα ἐξ ᾿Ιούδα· 9 Δηλαδή κάθε Ιουδαίος να αφήση ελεύθερον τον δούλον του και καθένας να αφήση ελευθέραν την δούλην του, τον Εβραίον και την Εβραίαν, όλους ελευθέρους, ώστε να μη υπάρχη κανείς πλέον δούλος από τους Ιουδαίους. 9 σύμφωνα μὲ αὐτὴν κάθε Ἰουδαῖος ἔπρεπε νὰ παραχωρήσῃ ἐλευθερίαν εἰς τὸν δοῦλον του καὶ εἰς τὴν δούλην του, τὸν Ἑβραῖον καὶ τὴν Ἑβραίαν, νὰ τοὺς ἐλευθερώσῃ, ὥστε εἰς τὸ ἑξῆς νὰ μὴ ὑπάρχῃ πλέον κανεὶς Ἰουδαῖος δοῦλος μεταξὺ τῶν Ἰουδαίων.
10 καὶ ἐπεστράφησαν πάντες οἱ μεγιστᾶνες καὶ πᾶς ὁ λαὸς οἱ εἰσελθόντες ἐν τῇ διαθήκῃ τοῦ ἀποστεῖλαι ἕκαστον τὸν παῖδα αὐτοῦ καὶ ἕκαστον τὴν παιδίσκην αὐτοῦ καὶ ἐῶσαν 10 Επειτα όμως ήλλαξαν γνώμην όλοι οι άρχοντες και όλος ο λαός, οι οποίοι έλαβον μέρος και εδέχθησαν την συμφωνίαν αυτήν, δια να αφήσουν ο καθένας ελεύθερον τον δούλον του, ο καθένας ελευθέραν την δούλην του, 10 Ἐξ ὑστέρου ὅμως ἄλλαξαν γνώμην ὅλοι οἱ ἄρχοντες καὶ ὅλος ὁ λαός, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἀποδεχθῇ τὴν συμφωνίαν νὰ ἐλευθερώσῃ ὁ καθένας των τὸν δοῦλον του καὶ τὴν δούλην του, καὶ ἐκράτησαν, ἔσυραν βιαίως
11 αὐτοὺς εἰς παῖδας καὶ παιδίσκας. 11 και εκράτησαν αυτούς ως δούλους και ως δούλας. 11 τούτους ὡς δούλους καὶ ῶς δούλας!
12 καὶ ἐγενήθη λόγος Κυρίου πρὸς ῾Ιερεμίαν λέγων· 12 Τοτε εγινε πάλιν λόγος Κυρίου προς τον Ιερεμίαν λέγων· 12 Τότε ὁ Κύριος ὡμίλησε πρὸς τὸν Ἱερεμίαν καὶ εἶπε τὰ ἀκόλουθα:
13 οὕτως εἶπε Κύριος ὁ Θεὸς ᾿Ισραήλ· ἐγὼ διεθέμην διαθήκην πρὸς τοὺς πατέρας ὑμῶν ἐν τῇ ἡμέρᾳ, ᾗ ἐξειλάμην αὐτοὺς ἐκ γῆς Αἰγύπτου, ἐξ οἴκου δουλείας, λέγων· 13 Ετσι είπε Κυριος ο Θεός του ισραηλιτικού λαού· εγώ συνήψα διαθήκην προς τους προγόνους σας κατά την ημέραν εκείνην, κατά την οποίαν έβγαλα αυτούς ελευθέρους από την χώραν της Αιγύπτου, από τον οίκον αυτόν της δουλείας λέγων· 13 «Ἔτσι εἶπεν ὁ Κύριος, ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ: «Ἐγὼ συνῆψα διαθήκην μὲ τοὺς προπάτορές σας τὴν ἡμέραν κατὰ τὴν ὁποίαν τοὺς ἔβγαλα ἐλευθέρους ἀπὸ τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου, ἀπὸ τὸν οἶκον ἐκεῖνον τῆς δουλείας.Ἡ διαθήκη ἐκείνη ἔλεγεν:
14 ὅταν πληρωθῇ ἓξ ἔτη, ἀποστελεῖς τὸν ἀδελφόν σου τὸν ῾Εβραῖον, ὃς παραθήσεταί σοι· καὶ ἐργᾶταί σοι ἓξ ἔτη, καὶ ἐξαποστελεῖς αὐτὸν ἐλεύθερον. καὶ οὐκ ἤκουσάν μου καὶ οὐκ ἔκλιναν τὸ οὖς αὐτῶν. 14 όταν συμπληρωθούν εξ έτη δουλείας, θα αφήσης ελεύθερον τον αδελφόν σου τον Εβραίον, ο οποίος θα έχη πωληθή εις σε ως δούλος. Αυτός θα εργασθή επί εξ έτη ως δούλος σου και έπειτα θα τον αφήσης ελεύθερον. Αλλά δεν ήκουσαν την εντολήν μου αυτήν, δεν έκλιναν το αυτί των, δια να την ακούσουν. 14 Ὅταν συμπληρωθοῦν ἕξι ἔτη δουλείας, θὰ ἐλευθερώσῃς ἀπὸ τὴν δουλείαν τὸν ἀδελφόν σου τὸν Ἑβραῖον ποὺ θὰ πωληθῇ ὡς δοῦλος εἰς σέ.Αὐτὸς θὰ ἐργασθῇ εἰς σὲ ἐπὶ ἕξι ἔτη ὡς δοῦλος, κατόπιν ὅμως πρέπει νὰ τὸν ἀφήσης ἐλεύθερον.Ἀλλ’ οἱ προπάτορές σας δὲν ὑπήκουσαν εἰς τὴν ἐντολήν μου καὶ δὲν ἔδωσαν καμμίαν προσοχὴν εἰς τὰ λεγόμενά μου.
15 καὶ ἐπέστρεψαν σήμερον ποιῆσαι τὸ εὐθὲς πρὸ ὀφθαλμῶν μου τοῦ καλέσαι ἄφεσιν ἕκαστον τοῦ πλησίον αὐτοῦ καὶ συνετέλεσαν διαθήκην κατὰ πρόσωπόν μου ἐν τῷ οἴκῳ, οὗ ἐπεκλήθη τὸ ὄνομά μου ἐπ' αὐτῷ. 15 Και Ιδού, ότι σήμερον επανήλθαν και συνήλθαν οι Ιουδαίοι, δια να εφαρμόσουν το ορθόν τούτο ενώπιόν μου· να κηρύξη ο καθένας ελευθερίαν στον πλησίον του και μάλιστα έκλεισαν συμφωνίαν ενώπιόν μου στον ναόν, όπου επικαλείσθε το Ονομά μου. 15 Σήμερα λοιπὸν μετενόησαν καὶ ἀπεφάσισαν νὰ ἐφαρμόσουν αὐτὸ ποὺ εἶναι ὀρθὸν ἐνώπιόν μου· νὰ κηρύξῃ δηλαδὴ ὁ καθένας ἐλευθερίαν εἰς τὸν πλησίον του· ἔκλεισαν μάλιστα συμφωνίαν ἐνώπιόν μου εἰς τὸν Ναόν, εἰς τὸν ὁποῖον ἐπικαλεῖσθε τὸ ὄνομά μου.
16 καὶ ἐπεστρέψατε καὶ ἐβεβηλώσατε τὸ ὄνομά μου τοῦ ἐπιστρέψαι ἕκαστον τὸν παῖδα αὐτοῦ καὶ ἕκαστον τὴν παιδίσκην αὐτοῦ, οὓς ἐξαπεστείλατε ἐλευθέρους τῇ ψυχῇ αὐτῶν, τοῦ εἶναι ὑμῖν εἰς παῖδας καὶ παιδίσκας. 16 Αλλά αλλάξατε γνώμην και εβεβηλώσατε τοιουτοτρόπως το Ονομά μου και διετάξατε ο καθένας σας να επιστρέψη ο δούλος του, και ο καθένας να επιστρέψη εις αυτόν η δούλη του. Αυτούς, τους οποίους σεις εστείλατε ελευθέρους σύμφωνα με την επιθυμίαν και την θέλησιν της καρδίας των, απεφασίσατε να είναι και πάλιν δούλοι και δούλαι σας. 16 Κατόπιν ὅμως ἀλλάξατε γνώμην καὶ τοιουτοτρόπως ὑβρίσατε καὶ ἐβλασφημήσατε τὸ ὄνομά μου μὲ τὸ νὰ καλέσετε πίσω ὁ καθένας σας τὸν δοῦλον του καὶ τὴν δούλην, τοὺς ὁποίους ἀφήσατε ἐλευθέρους διὰ νὰ ζῆσουν ὅπως καὶ ὅπου ἐπιθυμοῦν· τοὺς ἀνεκαλέσατε καὶ τοὺς ὑπεχρεώσατε νὰ γίνουν καὶ πάλιν δοῦλοι καὶ δοῦλες σας».
17 διὰ τοῦτο οὕτως εἶπε Κύριος· ὑμεῖς οὐκ ἠκούσατέ μου τοῦ καλέσαι ἄφεσιν ἕκαστος πρὸς τὸν πλησίον αὐτοῦ· ἰδοὺ ἐγὼ καλῶ ἄφεσιν ὑμῖν εἰς μάχαιραν καὶ εἰς τὸν θάνατον καὶ εἰς τὸν λιμὸν καὶ δώσω ὑμᾶς εἰς διασπορὰν πάσαις ταῖς βασιλείαις τῆς γῆς. 17 Δια τούτο έτσι εΐπεν ο Κυριος· Σεις δεν υπηκούσατε εις εμέ, ώστε να κηρύξετε ελευθερίαν ο καθένας προς τον πλησίον αυτού. Δια τούτο ιδού, εγώ κηρύττω εις σας ελευθερίαν από την εξουσίαν μου και σας παραδίδω εις την μάχαιραν και εις την θανατηφόρον επιδημίαν, εις την φοβεράν πείναν. Θα σας αφήσω να διασπαρήτε και διασκορπισθήτε εις όλας τας βασιλείας της οικουμένης. 17 Διὰ τοῦτο ἔτσι εἶπεν ὁ Κύριος: «Σεῖς δὲν ὑπακούσατε εἰς Ἐμὲ εἰς τὸ νὰ δώσετε ἐλευθερίαν ὁ καθένας σας εἰς τὸν δοῦλον του.Καὶ Ἐγὼ λοιπὸν «λέγει ὁ Κύριος» σᾶς ἀφήνω ἐλευθέρους καὶ ἀπροστατεύτους καὶ σᾶς παραδίδω εἰς τὸ φονικὸν μαχαίρι τῶν Βαβυλωνίων καὶ εἰς τὴν θανατηφόρον λοιμικὴν ἀρρώστιαν καὶ εἰς τὴν πεῖναν θὰ παραχωρήσω δὲ νὰ διαλυθῆτε ὡς κράτος καὶ νὰ διασκορπισθῆτε εἰς ὅλα τὰ βασίλεια τῆς γῆς.
18 καὶ δώσω τοὺς ἄνδρας τοὺς παρεληλυθότας τὴν διαθήκην μου, τοὺς μὴ στήσαντας τὴν διαθήκην μου, ἣν ἐποίησαν κατὰ πρόσωπόν μου, τὸν μόσχον, ὃν ἐποίησαν ἐργάζεσθαι αὐτῷ, 18 Θα παραδώσω εις σφαγήν όλους τους άνδρας εκείνους, οι οποίοι παρέβησαν και κατεπάτησαν την διαθήκην μου, οι οποίοι δεν ετήρησαν την συμφωνίαν μου, που έκαμαν ενώπιόν μου και εις κύρωσιν της οποίας διεμέλισαν εις δύο τμήματα τον μόσχον και διήλθον δια μέσου αυτών. 18 Θὰ παραδώσω εἰς σφαγὴν ὅλους τοὺς ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι παρέβησαν καὶ ἀθέτησαν τὴν διαθήκην μου, τοὺς ἄνδρες ἐκείνους ποὺ δὲν ἐτήρησαν τὴν συμφωνίαν μου, τὴν ὁποίαν συνῆψαν ἐνώπιον μου, καὶ εἰς ἐπιβεβαίωσιν καὶ ἐπικύρωσιν τῆς ὁποίας ἐκομμάτιασαν εἰς δύο τὸ μοσχάρι καὶ ἐπέρασαν διὰ μέσου των διχοτομημένων αὐτῶν κομματιῶν.
19 τοὺς ἄρχοντας ᾿Ιούδα καὶ τοὺς δυνάστας καὶ τοὺς ἱερεῖς καὶ τὸν λαόν, 19 Δια τούτο τους άρχοντας της Ιουδαίας, τους κατέχοντας εξουσίας, τους ιερείς και τον λαυν τον παραβάτην, 19 Τοὺς ἄρχοντες τοῦ Ἰούδα, τοὺς δυνάστες καὶ τοὺς ἱερεῖς καὶ τὸν λαόν «οἱ ὁποῖοι παρέβησαν τὴν μεταξύ μας συμφωνίαν καὶ ἐπιώρκησαν»
20 καὶ δώσω αὐτοὺς τοῖς ἐχθροῖς αὐτῶν καὶ ἔσται τὰ θνησιμαῖα αὐτῶν βρῶσις τοῖς πετεινοῖς τοῦ οὐρανοῦ καὶ τοῖς θηρίοις τῆς γῆς. 20 θα παραδώσω αυτούς στους εχθρούς των και τα πτώματά των θα γίνουν τροφή των ορνέων του ουρανού και των θηρίων της γης. 20 θὰ τοὺς παραδώσω εἰς τοὺς ἐχθρούς των, καὶ τὰ ἄταφα σώματα τῶν θὰ γίνουν τροφὴ τῶν σαρκοβόρων πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῶν σαρκοβόρων θηρίων τῆς γῆς.
21 καὶ τὸν Σεδεκίαν βασιλέα τῆς ᾿Ιουδαίας καὶ τοὺς ἄρχοντας αὐτῶν δώσω εἰς χεῖρας ἐχθρῶν αὐτῶν, καὶ δύναμις βασιλέως Βαβυλῶνος τοῖς ἀποτρέχουσιν ἀπ' αὐτῶν. 21 Τον δε Σεδεκίαν, τον βασιλέα του ιουδαϊκού βασιλείου, και τους άρχοντας των Ιουδαίων, θα παραδώσω εις τα χέρια των εχθρών των και στον στρατόν του βασιλέως της Βαβυλώνος, ο οποίος κατά τον καιρόν τούτον έχει απομακρυνθή από την Ιουδαίαν, δια να ασχοληθή με άλλους εχθρούς του. 21 Ὅσον ἀφορᾷ δὲ εἰς τὸν Σεδεκίαν, τὸν βασιλιᾶ τῆς Ἰουδαίας, καὶ τοὺς ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων, αὐτοὺς θὰ τοὺς παραδώσω εἰς τὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν των καὶ εἰς τὸν στρατὸν τοῦ βασιλιᾶ τῆς Βαβυλῶνος, ὁ ὁποῖος «πρὸς τὸ παρόν» ἔχει ἀποσυρθῆ ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ, προκειμένου νὰ ἀντιμετωπίσῃ τὸν Φαραὼ τῆς Αἰγύπτου, ὁ ὁποῖος βαδίζει κατὰ τοῦ Ναβουχοδονόσορος.
22 ἰδοὺ ἐγὼ συντάσσω, φησὶ Κύριος, καὶ ἐπιστρέψω αὐτοὺς εἰς τὴν γῆν ταύτην, καὶ πολεμήσουσιν ἐπ' αὐτὴν καὶ λήψονται αὐτὴν καὶ κατακαύσουσιν αὐτὴν ἐν πυρὶ καὶ τὰς πόλεις ᾿Ιούδα, καὶ δώσω αὐτὰς ἐρήμους ἀπὸ τῶν κατοικούντων. 22 Ιδού εγώ είμαι εκείνος, ο οποίος διατάσσω, λέγει ο Κυριος, και θα επαναφέρω τους Βαβυλωνίους αυτούς εις την χώραν αυτήν, οι οποίοι και θα πολεμήσουν εναντίον της και θα την καταλάβουν και θα την κατακαύσουν στο πυρ και τας πόλστου Ιούδα θα τας καταστήσω ερήμους από κατοίκους. 22 Ἀλλ' ὁ κίνδυνος δὲν ἐξέλιπε.Διότι, ἰδού! Ἐγὼ θὰ διατάξω, λέγει ὁ Κύριος, καὶ θὰ ἐπαναφέρω τοὺς Βαβυλωνίους, ποὺ ἀπεμακρύνθησαν πρὸς καιρόν, εἰς τὴν χώραν αὐτήν, οἱ ὁποῖοι καὶ θὰ πολεμήσουν ἐνάντιον τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ θὰ τὴν παραδώσουν εἰς τὴν φωτιὰ διὰ νὰ κατακαῇ, ὅπως ἐπίσης καί τὶς ἄλλες πόλεις τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα, τὶς ὁποῖες καὶ θὰ ἐρημώσω ἀπὸ τοὺς κατοίκους των».