Τρίτη, 16 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:49
Δύση: 20:02
Σελ. 8 ημ.
107-259
16ος χρόνος, 5904η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΙΕΡΕΜΙΑΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 (Ϛ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΕΝΙΣΧΥΣΑΤΕ, υἱοὶ Βενιαμίν, ἐκ μέσου τῆς ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἐν Θεκουὲ σημάνατε σάλπιγγι καὶ ὑπὲρ Βαιθαχαρμὰ ἄρατε σημεῖον, ὅτι κακὰ ἐκκέκυφεν ἀπὸ βορρᾶ, καὶ συντριβὴ μεγάλη γίνεται, 1 Παρετε δύναμιν και θάρρος απόγονοι του Βενιαμίν. Φυγετε από την Ιερουσαλήμ. Εις Θεκουέ σημάνατε δια της σάλπιγγος τον επερχόμενον κίνδυνον και επάνω από την Βαιθαχαρμά υψώσατε σημείον κινδύνου, διότι συμφοραί έχουν εκχυθή από βορρά και συντριβή μεγάλη γινεται. 1 Λάβετε θάρρος καὶ δύναμιν, ἀπόγονοι τῆς φυλῆς Βενιαμίν, καὶ φύγετε ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ.Εἰς τὴν Θεκουὲ σημάνατε μὲ τὴν πολεμικὴν σάλπιγγα τὸν κίνδυνον ἀπὸ τὸν ἐπερχόμενον ἐχθρόν· καὶ ἐπάνω ἀπὸ τὴν Βαιθαχαρμὰ ὑψώσατε φωτεινὸν σημεῖον, ποὺ εἰδοποιεῖ διὰ τὸν ἐπικείμενον κίνδυνον· διότι ὄλεθρος καὶ συμφορὲς ἔχουν ἐκχυθῇ καὶ κατεβαίνουν ἀπὸ τὸν βορρᾶν, μεγάλη δὲ πανωλεθρία ἐπαπειλεῖται καὶ ἐπικρέμαται·
2 καὶ ἀφαιρεθήσεται τὸ ὕψος σου, θύγατερ Σιών. 2 Η δόξα και το μεγαλείον σου θα αφαιρεθούν από σέ, θυγάτηρ Σιών. 2 τὸ μεγαλεῖον καὶ ἡ δόξα σου θὰ ἀφαιρεθοῦν ἀπὸ σέ, κόρη μου Σιών.
3 εἰς αὐτὴν ἥξουσι ποιμένες καὶ τὰ ποίμνια αὐτῶν καὶ πήξουσιν ἐπ' αὐτὴν σκηνὰς κύκλῳ καὶ ποιμανοῦσιν ἕκαστος τῇ χειρὶ αὐτοῦ. 3 Εις την Σιών θα έλθουν ξένοι ποιμένες μαζή με τα πρόβατα των, θα στήσουν τας σκηνάς των ολόγυρα και θα ποιμαίνη ο καθένας με την ιδικήν του εξουσίαν το ποίμνιόν του. 3 Εἰς τὴν Σιὼν θὰ ἔλθουν ξένοι ποιμένες μαζὶ μὲ τὰ ποίμνιά των καὶ θὰ στήσουν τὶς σκηνές των γύρω - γύρω ἀπὸ αὐτήν, καθένας δὲ ἀπὸ αὐτοὺς θὰ ποιμαίνῃ τὸ ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν του εὑρισκόμενον ἰδιαίτερον ποίμνιον.
4 παρασκευάσασθε ἐπ' αὐτὴν εἰς πόλεμον, ἀνάστητε καὶ ἀναβῶμεν ἐπ' αὐτὴν μεσημβρίας· οὐαὶ ἡμῖν, ὅτι κέκλικεν ἡ ἡμέρα, ὅτι ἐκλείπουσιν αἱ σκιαὶ τῆς ἑσπέρας. 4 Θα λέγουν δε αναμεταξύ των· “Προπαρασκευασθήτε δια πόλεμον εναντίον της Σιών· σηκωθήτε και ας επέλθωμεν εναντίον αυτής εις ώραν μεσημβρίας. Αλλοίμονον εις ημάς, διότι η ημέρα έχει κλίνει προς την δύσιν και αι σκιαι της λείπουν, καθώς έρχεται η εσπέρα. 4 Προετοιμασθῆτε «λέγουν οἱ ἐχθροὶ μεταξύ των» διὰ πόλεμον κατὰ τῆς Ἱερουσαλήμ· σηκωθῆτε· εἰς τὰ ὅπλα, διὰ νὰ ἐπιτεθῶμεν ἐναντίον της εἰς ὥραν μεσημεριανή! Ἀλλοίμονόν μας «λέγουν οἱ κάτοικοι τῆς Ἱερουσαλήμ», ἔχει προχωρήσει ἡ ἡμέρα πολὺ πρὸς τὴν δύσιν τὸν ἡλίου, καὶ οἱ σκιὲς τῆς ἡμέρας ἀρχίζουν νὰ ἐξαφανίζονται, καθὼς ἔρχεται τὸ σκοτάδι τῆς νύκτας.
5 ἀνάστητε καὶ ἀναβῶμεν ἐπ' αὐτὴν νυκτὶ καὶ διαφθείρωμεν τὰ θεμέλια αὐτῆς. 5 Σηκωθήτε, δια να ανέλθωμεν εναντίον της πόλεως εν καιρώ νυκτός και να καταστρέψωμεν τα θεμέλια των τειχών της”! 5 Σηκωθῆτε· εἰς τὰ ὅπλα «φωνάζουν οἱ ἐχθροί», διὰ νὰ ἐπιτεθῶμεν ἐναντίον τῆς Ἱερουσαλὴμ κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς νύκτας καὶ νὰ καταστρέψωμεν τὰ θεμέλια τῶν τειχῶν της.
6 ὅτι τάδε λέγει Κύριος· ἔκκοψον τὰ ξύλα αὐτῆς, ἔκχεον ἐπὶ ῾Ιερουσαλὴμ δύναμιν· ὦ πόλις ψευδής, ὅλη καταδυναστεία ἐν αὐτῇ. 6 Θα γίνουν όλα αυτά, διότι αυτά λέγει ο Κυριος· Κοψατε τα δένδρα της χώρας αυτής, εκχύσατε εναντίον της Ιερουσαλήμ την στρατιωτικήν σας δύναμιν, ω πόλις όπου καλλιεργείται το ψεύδος! Πλήρης καταδυναστεύσεως εναντίον των αδυνάτων της! 6 Διότι αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: «Κόψετε σύρριζα τὰ δένδρα της· ἀποστείλατε μὲ ἀκατάσχετον ὁρμὴν ἐναντίον τῆς Ἱερουσαλὴμ στρατιωτικὴν δύναμιν· ὦ πόλις, εἰς τὴν ὁποίαν βασιλεύει καὶ κυριαρχεῖ τὸ ψεῦδος! πόλις, ποὺ εἶσαι γεμάτη ἀπὸ αὐθαιρεσίαν καὶ καταπίεσιν τῶν ἀδυνάτων ἐκ μέρους τῶν ἰσχυρῶν!
7 ὡς ψύχει λάκκος ὕδωρ, οὕτω ψύχει κακία αὐτῆς· ἀσέβεια καὶ ταλαιπωρία ἀκουσθήσεται ἐν αὐτῇ ἐπὶ πρόσωπον αὐτῆς διαπαντός. πόνῳ καὶ μάστιγι 7 Οπως η υπόγειος δεξαμένη διατηρεί το ύδωρ ψυχρόν, έτσι ψυχρά και ασυγκίνητος μένει και η κακία της πόλεως αυτής. Ασέβεια προς τον Θεόν και ταλαιπωρία κατά αδυνάτων κυριαρχούν πάντοτε καθ' όλην την εκτασίν της. Με οδύνας και μάστιγας 7 Ὅπως ἡ ὑπόγειος δεξαμενὴ κρατεῖ καὶ διατηρεῖ τὸ νερὸ δροσερόν, ἔτσι παραμένει καὶ διατηρεῖται ψυχρὴ καὶ σκληρὴ ἡ κακοήθεια καὶ τὸ δόλιον ἦθος τῆς πόλεως αὐτῆς.Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἀκούεται εἰς αὐτὴν μονίμως, εἶναι ἡ ἀσέβεια πρὸς τὸν Θεόν, ἡ καταπίεσις τῶν ἀδυνάτων καὶ ἡ δυστυχία.Μὲ ὀδυνηροὺς πόνους καὶ μάστιγες
8 παιδευθήσῃ ῾Ιερουσαλήμ, μὴ ἀποστῇ ἡ ψυχή μου ἀπὸ σοῦ, μὴ ποιήσω σε ἄβατον γῆν, ἥτις οὐ κατοικηθήσεται. 8 θα τιμωρηθής παιδαγωγικώς, ω Ιερουσαλήμ, δια να μη απομακρυνήη εξ ολοκλήρου η ψυχή μου από σέ, δια να μη σε καταστήσω άβατον και έρημον γην, η οποία δεν θα κατοικηθή πλέον. 8 θὰ τιμωρηθῇς, Ἱερουσαλήμ, διὰ νὰ μὴ ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ σὲ ἡ ψυχή μου «λέγει ὁ Θεός»· διὰ νὰ μὴ σὲ ἐρημώσω ἐντελῶς καὶ σὲ καταστήσω χώραν, εἰς τὴν ὁποίαν δὲν ἠμπορεῖ κανεὶς εὔκολα νὰ βαδίσῃ καὶ εἰς τὴν ὁποίαν οὐδεὶς θὰ κατοικήσῃ».
9 ὅτι τάδε λέγει Κύριος· καλαμᾶσθε, καλαμᾶσθε ὡς ἄμπελον τὰ κατάλοιπα τοῦ ᾿Ισραήλ, ἐπιστρέψατε ὡς ὁ τρυγῶν ἐπὶ τὸν κάρταλλον αὐτοῦ. 9 Αυτά λέγει ο Κυριος· Τρυγάτε, τρυγάτε ωσάν αμπέλι τους υπολειφθέντας Ισραηλίτας. Επιστρέψατε πάλιν, όπως ο τρυγητής στο αμπέλι του έχων μαζή του και τον κάλαθόν του. 9 Διότι αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: «Σεῖς οἱ ξένοι εἰσβολεῖς» τρυγᾶτε, τρυγᾶτε τοὺς Ἰσραηλίτες, ποὺ ἔχουν ἀπομείνει, ὅπως τρυγᾷ ὁ ἀμπελουργὸς τὰ σταφύλια ποὺ ἀπέμειναν μετὰ τὸν τρυγητόν.Γυρίστε πάλιν πίσω καὶ τρυγῆστε ἀκόμη μίαν φοράν, ὅπως ἐπανέρχεται ὁ ἀμπελουργός, ποὺ τρυγᾷ κρατώντας τὸ κοφίνι του».
10 πρὸς τίνα λαλήσω καὶ διαμαρτύρωμαι, καὶ εἰσακούσεται; ἰδοὺ ἀπερίτμητα τὰ ὦτα αὐτῶν, καὶ οὐ δυνήσονται ἀκούειν· ἰδοὺ τὸ ρῆμα Κυρίου ἐγένετο αὐτοῖς εἰς ὀνειδισμόν, οὐ μὴ βουληθῶσιν αὐτὸ ἀκοῦσαι. 10 Προς ποίον να ομιλήσω, προς ποίον γα διαμαρτυρηθώ, και να γίνω από αυτόν ακουστός; Ιδού, τα αυτιά των είναι σκληρά και αττερίτμημα· δεν ημπορούν να ακούσουν. Ιδού, ότι ο λόγος του Κυρίου έγινεν εις αυτούς αντικείμενον εμπαιγμού. Δεν θέλουν να τον προσέξουν και τον ακούσουν 10 Πρὸς ποῖον νὰ ὁμιλήσω καὶ νὰ διαμαρτυρηθῶ καὶ νὰ γίνω ἀπὸ αὐτὸν ἀκουστός; Ἰδού, τὰ αὐτιά των εἶναι πνευματικῶς σκληρὰ καὶ κωφά, καὶ δὲν ἠμποροῦν νὰ ἀκούσουν λόγον Θεοῦ· ἰδού, ὁ λόγος τοῦ Κυρίου ἔγινε εἰς αὐτοὺς ἐμπαιγμός, ἀφοῦ τὸν περιγελοῦν καὶ τὸν διαβάλλουν ὡς ψευδῆ· δὲν θέλουν νὰ ἀκούσουν τὸν λόγον τοῦ Κυρίου.
11 καὶ τὸν θυμόν μου ἔπλησα καὶ ἐπέσχον καὶ οὐ συνετέλεσα αὐτούς. ἐκχεῶ ἐπὶ νήπια ἔξωθεν καὶ ἐπὶ συναγωγὴν νεανίσκων ἅμα, ὅτι ἀνὴρ καὶ γυνὴ συλληφθήσονται, πρεσβύτερος μετὰ πλήρους ἡμερῶν. 11 Ο θυμός μου έφθασεν στο κατακόρυφον. Συνεκρατήθην όμως και δεν τους κατέστρεψα, θα αφήσω να εκχυθή αυτός και εις τα νήπια, που παίζουν έξω στους δρόμους, και εις συγκέντρωσιν νεαρών ανδρών συγχρόνως. Ανδρες και γυναίκες θα συλληφθούν αιχμάλωτοι, πρεσβύτεροι και γέροντες πλήρεις ημερών. 11 «Ὁ Κύριος λέγει:» Καὶ ὁ θυμός μου ἐμεγάλωσεν, ἔφθασεν εἰς τὸ κατακόρυφον· λόγῳ ὅμως τῶν οἰκτιρμῶν καὶ τῆς φιλανθρωπίας μου τὸν συνεκράτησα καὶ δὲν τοὺς κατέστρεψα ἐντελῶς.Θὰ παραχωρήσω νὰ ἐκχυθῇ ὁ θυμός μου εἰς τὰ νήπια, ποὺ παίζουν ἀμέριμνα ἔξω ἀπὸ τὰ σπίτια των, καθὼς ἐπίσης συγχρόνως εἰς τὶς συναθροίσεις νέων· διότι ἄνδρες καὶ γυναῖκες θὰ συλληφθοῦν αἰχμάλωτοι, πρεσβύτεροι καὶ γέροντες εἰς προχωρημένων ἡλικίαν.
12 καὶ μεταστραφήσονται αἱ οἰκίαι αὐτῶν εἰς ἑτέρους, ἀγροὶ καὶ αἱ γυναῖκες αὐτῶν ἐπὶ τὸ αὐτό, ὅτι ἐκτενῶ τὴν χεῖρά μου ἐπὶ τοὺς κατοικοῦντας τὴν γῆν ταύτην, λέγει Κύριος. 12 Αι οικίαι των θα αλλάξουν ιδιοκτήτην, θα περιέλθουν εις άλλους. Το ίδιο θα συμβή και στους αγρούς και τας γυναίκας των, διότι εγώ θα απλώσω την τιμωρόν χείρα μου εναντίον εκείνων, που κατοικούν την χώραν αυτήν, λέγει ο Κυριος. 12 Τὰ σπίτια των θὰ περάσουν εἰς τὰ χέρια ἄλλων ἰδιοκτητῶν, ὅπως ἐπίσης τὰ χωράφια καὶ οἱ γυναῖκες των, διότι θὰ ἀπλώσω τὸ τιμωρητικὸν χέρι μου εἰς τοὺς κατοίκους τῆς χώρας αὐτῆς, λέγει ὁ Κύριος.
13 ὅτι ἀπὸ μικροῦ αὐτῶν καὶ ἕως μεγάλου πάντες συνετελέσαντο ἄνομα, ἀπὸ ἱερέως καὶ ἕως ψευδοπροφήτου πάντες ἐποίησαν ψευδῆ. 13 Διότι όλοι, από μικρόν έως μεγάλον, έχουν διαπράξει παρανομίας. Από ιερέα ως ψευδοπροφήτην, όλοι είπαν και έπραξαν το ψεύδος. 13 Τοῦτο θὰ συμβῇ, διότι ὅλοι αὐτοί, ἀπὸ τὸν μικρότερον ἕως τὸν μεγαλύτερον, διέπραξαν ἁμαρτίες καὶ παρανομίες· ἀπὸ τὸν ἱερέα μέχρι τὸν ψευδοπροφήτην ὅλοι ἐπεδόθησαν εἰς ἀπάτες καὶ ψεύδη.
14 καὶ ἰῶντο σύντριμμα τοῦ λαοῦ μου ἐξουθενοῦντες καὶ λέγοντες· εἰρήνη - εἰρήνη. καὶ ποῦ ἐστιν εἰρήνη; 14 Προσεπάθησαν επιπολαίως να θεραπεύσουν την πληγήν και τα συντρίμματα του λαού μου, θεωρούντες αυτά μηδαμινά και λέγοντες· Ειρήνη υπάρχει εις ημάς, όλα πάνε καλά! Που είναι όμως αυτή η ειρήνη; 14 Διότι «οἱ ἄρχοντες καὶ οἱ ψευδοπροφῆται» αὐτοὶ προσπαθοῦσαν νὰ θεραπεύσουν τὴν πληγὴν καὶ τὰ συντρίμματα τοῦ λαοῦ, χλευάζοντες καὶ περιφρονοῦντες τὴν ἀπειλὴν τοῦ Θεοῦ καὶ κηρύσσοντες ψευδῶς: «Εἰρήνη! θὰ ὑπάρχῃ εἰρήνη».Ἀλλὰ ποὺ ὑπάρχει ἡ εἰρήνη; Ποὺ εἶναι τὰ ἀποτελέσματά της;
15 κατῃσχύνθησαν, ὅτι ἐξελίποσαν· καὶ οὐδ' ὡς καταισχυνόμενοι κατῃσχύνθησαν καὶ τὴν ἀτιμίαν αὐτῶν οὐκ ἔγνωσαν. διὰ τοῦτο πεσοῦνται ἐν τῇ πτώσει αὐτῶν καὶ ἐν καιρῷ ἐπισκοπῆς ἀπολοῦνται, εἶπε Κύριος. 15 Οσοι έλεγαν αυτά, κατεξηυτελίσθησαν, διότι εκ των πραγμάτων διεψεύσθησαν. Αλλά και δεν αισθάνονται τώρα αυτοί την καταισχύνην των! Δεν έχουν επίγνωσιν του εξευτελισμού, στον οποίον περιέπεσαν. Δια τούτο τους αναμένει φοβερά πτώσις. Οταν έλθη ο κατάλληλος καιρός και εν τη δικαία μου οργή τους επισκεφθώ, αυτοί θα εξολοθρευθούν, είπεν ο Κυριος. 15 Ὅλοι ὅμως, ὅσοι ἔλεγαν αὐτά, κατεντροπιάσθησαν, διότι οἱ προφητεῖες των διεψεύσθησαν.Ἀλλ' ἐπωρώθησαν τόσον πολύ, ὥστε, ἐνῷ κατεντροπιάσθησαν ἐντελῶς, ἐν τούτοις οὔτε ἐνόησαν οὔτε συνησθάνθησαν τὸν ἐξευτελισμὸν ποὺ ὑπέστησαν.Διὰ τοῦτο θὰ πέσουν καὶ θὰ κατασυντριβοῦν.Καὶ κατὰ τὸν καιρόν, ποὺ θὰ τοὺς ἐπισκεφθῶ πρὸς κρίσιν καὶ ἀνταμοιβήν, θὰ καταστραφοῦν, εἶπεν ὁ Κύριος.
16 τάδε λέγει Κύριος· στῆτε ἐπὶ ταῖς ὁδοῖς καὶ ἴδετε, καὶ ἐρωτήσατε τρίβους Κυρίου αἰωνίους καὶ ἴδετε ποία ἐστὶν ἡ ὁδὸς ἡ ἀγαθή, καὶ βαδίζετε ἐν αὐτῇ, καὶ εὑρήσετε ἁγνισμὸν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν. καὶ εἶπαν· οὐ πορευσόμεθα. 16 Αυτά λέγει ο Κυριος· Σταματήσατε παρά τας οδούς, ιδέτε και ερωτήσατε, δια να μάθετε τας οδούς του Κυρίου τας αιωνίους. Μαθετε, ποία είναι η αγαθή οδός και βαδίσατε εις αυτήν και θα εύρετε την κάθαρσιν των ψυχών σας. Και εκείνοι απήντησαν· Δεν θα πορευθώμεν την οδόν του Κυρίου. 16 Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: «Σταματῆστε καὶ σταθῆτε εἰς τοὺς δρόμους, εἰς τὰ σταυροδρόμια καὶ κυττάξετε μὲ προσοχὴν καὶ ἐρωτήσατε νὰ μάθετε διὰ τὶς ὁδοὺς τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου τὶς αἰώνιες.Καὶ μάθετε μὲ ἀκρίβειαν ποία εἶναι ἡ ἀγαθὴ ὁδός, ποὺ ὁδηγεῖ πρὸς τὸν ἀληθινὸν Θεόν, καὶ βαδίζετε εἰς αὐτὴν καὶ θὰ ἀποκτήσετε ἐσωτερικὴν καθαρότητα, ἁγιασμόν, ἀνάπαυσιν καὶ εἰρήνην ψυχῆς.Αὐτοὶ ὅμως, φερόμενοι μὲ ἐγωϊσμὸν καὶ αὐθάδειαν, εἶπαν: «Δὲν θὰ ἀκολουθήσωμεν τὸν ἀγαθὸν δρόμον τοῦ Κυρίου».
17 καθέστακα ἐφ' ὑμᾶς σκοπούς, ἀκούσατε τῆς φωνῆς τῆς σάλπιγγος· καὶ εἶπαν· οὐκ ἀκουσόμεθα. 17 Εχω εγκαταστήσει δια σας, τους προφήτας και τους, κήρυκας, σκοπούς και φρουρούς. Ακούσατε την φωνήν των, ως φωνήν σάλπιγγος. Εκείνοι απήντησαν· Δεν υπακούομεν και δεν θα πορευθώμεν την οδόν Κυρίου. 17 Ἐγκατέστησα πρὸς ὠφέλειάν σας προφῆτες ὡς σκοπούς, κήρυκας καὶ φρουρούς.Ἀκούστε τὴν φωνὴν τῆς σάλπιγγος τῶν προφητῶν, ποὺ σαλπίζει κίνδυνον.Αὐτοὶ ὅμως εἶπαν: «Δὲν ὑπακούομεν καὶ δὲν συμμορφωνόμεθα πρὸς τὸ κήρυγμα τῶν προφητῶν».
18 διὰ τοῦτο ἤκουσαν τὰ ἔθνη καὶ οἱ ποιμαίνοντες τὰ ποίμνια αὐτῶν. 18 Δια την ανυπακοήν εκείνων ήκουσαν τα έθνη την θείαν πρόσκλησιν και ήλθαν οι αρχηγοί αυτών μαζή με τους λαούς των. 18 Διὰ τοῦτο ἄκουσαν τὰ ἔθνη τὴν πρόσκλησιν, ποὺ ἀπηύθυνεν ὁ Θεὸς διὰ τοῦ προφητικοῦ κηρύγματος, καὶ ἦλθαν οἱ ἀρχηγοί των μαζὶ μὲ τοὺς λαούς των.
19 ἄκουε, γῆ· ἰδοὺ ἐγὼ ἐπάγω ἐπὶ τὸν λαὸν τοῦτον κακά, τὸν καρπὸν ἀποστροφῆς αὐτῶν, ὅτι τῶν λόγων μου οὐ προσέσχον καὶ τὸν νόμον μου ἀπώσαντο. 19 Ακούσατε, άνθρωποι της οικουμένης· ιδού, εγώ θα επιφέρω εναντίον του λαού αυτού συμφοράς και τιμωρίας, αι οποίαι θα είναι καρπός της απομακρύνσεώς των από εμέ, διότι δεν έδωκαν προσοχήν εις τα λόγιά μου. Απέκρουσαν και κατεπάτησαν τον Νομον μου. 19 Ἄκουσε, γῆ! Ἰδού, Ἐγὼ θὰ ἐπιφέρω κατὰ τοῦ λαοῦ αὐτοῦ συμφορές, οἱ ὁποῖες θὰ εἶναι ὁ καρπὸς τῆς ἀποστασίας των ἀπὸ Ἐμέ· διότι δὲν ἐπρόσεξαν, οὔτε ἐπειθάρχησαν εἰς τὰ λόγια μου, τὸν δὲ σωτήριον νόμον μου, τὸν ὁποῖον τοὺς ἔδωκα, τὸν ἀπέρριψαν.
20 ἱνατί μοι λίβανον ἐκ Σαβὰ φέρετε καὶ κινάμωμον ἐκ γῆς μακρόθεν; τὰ ὁλοκαυτώματα ὑμῶν οὐκ εἰσὶ δεκτά, καὶ αἱ θυσίαι ὑμῶν οὐχ ἥδυνάν μοι. 20 Τι να κάμω εγώ το λιβάνι, που φέρετε από την Σαβά, και το κινάνωμον από χώραν μακρυνήν; Τα ολοκαυτώματα σας δεν είναι πλέον εις εμέ ευπρόσδεκτα και αι θυσίαι σας δεν με ηυχαρίστησαν. 20 Τί νὰ τὸ κάμω Ἐγὼ τὸ λιβάνι, τὸ ὁποῖον φέρνετε ἀπὸ τὴν χώραν Σαβά, καὶ τὸ κινάμωμον «τὴν εὐωδιαστὴν κανέλλαν», ποὺ φέρνετε ἀπὸ μακριά; Οἱ θυσίες τῶν ὁλοκαυτωμάτων, ποὺ μοῦ προσφέρετε, δὲν μοῦ εἶναι εὐπρόσδεκτες, ἀλλὰ καὶ οἱ ἄλλες θυσίες δὲν μὲ εὐχαρίστησαν».
21 διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ δίδωμι ἐπὶ τὸν λαὸν τοῦτον ἀσθένειαν, καὶ ἀσθενήσουσιν ἐν αὐτῷ πατέρες καὶ υἱοὶ ἅμα, γείτων καὶ ὁ πλησίον αὐτοῦ ἀπολοῦνται. 21 Δια τούτο αυτά λέγει ο Κυριος· Ιδού, εγώ εξαποστέλλω εναντίον του λαού αυτού ασθένειαν και θα ασθενήσουν πατέρες και παιδιά συγχρόνως. Ο γείτονας και ο πλησίον αυτού θα εξολοθρευθούν. 21 Διὰ τοῦτο αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: «Ἰδού· Ἐγὼ δίδω εἰς τὸν λαὸν τοῦτον ἀσθένειαν, ἡ ὁποία θὰ κυριεύσῃ ταυτοχρόνως πατέρες καὶ υἱούς· ὁ γείτονας καὶ ὁ ἄλλος, ποὺ κατοικεῖ πλησίον, θὰ ἐξολοθρευθοῦν».
22 τάδε λέγει Κύριος· ἰδοὺ λαὸς ἔρχεται ἀπὸ βορρᾶ, καὶ ἔθνη ἐξεγερθήσονται ἀπ' ἐσχάτου τῆς γῆς· 22 Αυτά λέγει ο Κυριος· Ιδού, στρατός έρχεται από τας βορείους περιοχάς και έθνη θα εξεγερθούν και θα έλθουν από τα άκρα της οικουμένης. 22 Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: «Ἰδού· στράτευμα ἔρχεται ἀπὸ τὸν βορρᾶν καὶ ἔθνη πολεμικὰ θὰ ἐξεγερθοῦν καὶ θὰ ἔλθουν ἀπὸ τὸ πλέον μακρινῶν σημεῖον τῆς γῆς «τὴν Βαβυλωνίαν».
23 τόξον καὶ ζιβύνην κρατήσουσιν, ἰταμός ἐστι καὶ οὐκ ἐλεήσει, φωνὴ αὐτοῦ ὡς θάλασσα κυμαίνουσα, ἐφ' ἵπποις καὶ ἅρμασι παρατάξεται ὡς πῦρ εἰς πόλεμον πρὸς σέ, θύγατερ Σιών. 23 Θα κρατούν εις τα χέρια των τόξα και λόγχας· είναι σκληροί και αυθάδεις, κανένα δεν ευσπλαγχνιζονται. Ο θόρυβός των είναι ώσαν τον θόρυβον της τρικυμισμένης θαλάσσης, θα παραταχθούν εις μάχην με ιππικόν και με πολεμικά άρματα. Θα επέλθουν εναντίον σου, θυγάτηρ Σιών, ωσάν καταστρεπτική φωτιά. 23 Αὐτοὶ θὰ εἶναι ὡπλισμένοι μὲ τόξα καὶ δόρατα· εἶναι σκληροί, θηριώδεις καὶ ἄσπλαγχνοι.Ὁ θόρυβος, ποὺ δημιουργοῦν εἰς τὸ πέρασμά των, ὁμοιάζει πρὸς τὸν θόρυβον καὶ τὸν ρόχθον τῆς τρικυμισμένης θαλάσσης.Θὰ εἰσβάλουν μὲ ἱππικὸν καὶ πολεμικὰ ἅρματα, θὰ παραταχθοῦν εἰς πόλεμον ἐναντίον σου, θυγατέρα μου Σιών, καὶ θὰ ἐπιπέσουν κατὰ σοῦ ὡσὰν καταστρεπτικὴ φωτιά.
24 ἠκούσαμεν τὴν ἀκοὴν αὐτῶν, παρελύθησαν αἱ χεῖρες ἡμῶν, θλίψις κατέσχεν ἡμᾶς, ὠδῖνες ὡς τικτούσης. 24 Επληροφορήθημεν, λέγουν, την φήμην αυτών, παρέλυσαν τα χέρια μας, μεγάλη θλίψις μας κατέλαβε, πόνοι ωσάν της γυναικός, που πρόκειται να γεννήση! 24 Ἀκούσαμε καὶ ἐπληροφορήθημεν, λέγει ὁ λαός, τὴν φήμην των, καὶ οἱἰ φοβερὲς εἰδήσεις μᾶς ἐτρομοκράτησαν τόσον, ὥστε παρέλυσαν τὰ χέρια μας· μᾶς ἐκυρίευσε θλῖψις καὶ ἀγωνία, πόνοι ὀδυνηροὶ ὅμοιοι μὲ ἐκείνους τῆς γυναικὸς ποὺ πρόκειται νὰ γεννήσῃ.
25 μὴ ἐκπορεύεσθε εἰς ἀγρὸν καὶ ἐν ταῖς ὁδοῖς μὴ βαδίζετε, ὅτι ρομφαία τῶν ἐχθρῶν παροικεῖ κυκλόθεν. 25 Ελέγαμεν ο ενας στον άλλον· Μη εξέρχεσθε στους αγρούς, ούτε καν και στους δρόμους μη βαδίζετε, διότι η μάχαιρα των εχθρών μας έχει περικυκλώσει και παραμονεύει ολόγυρα. 25 «Ἐλέγαμε μεταξύ μας:» Μὴ βγαίνετε ἔξω εἰς τοὺς ἀγρούς, μὴ βαδίζετε καὶ μὴ περιφέρεσθε εἰς τοὺς δρόμους, διότι τὸ πλατὺ καὶ μεγάλο ἀμφίστομον σπαθὶ τῶν ἐχθρῶν καραδοκεῖ γύρω - γύρω.
26 θύγατερ λαοῦ μου, περίζωσαι σάκκον, κατάπασσε ἐν σποδῷ, πένθος ἀγαπητοῦ ποίησαι σεαυτῇ, κοπετὸν οἰκτρόν, ὅτι ἐξαίφνης ἥξει ταλαιπωρία ἐφ' ὑμᾶς. 26 Λαέ αγαπητέ μου ως θυγάτηρ, ζώσου ενδύματα σάρκινα, ρίξε επάνω σου στάκτην, πένθησε όπως πενθείς δια την απώλειαν του πλέον προσφιλούς προσώπου σου! Ανάλαβε μεγάλον και ελεεινόν θρήνον, διότι αιφνιδίως θα επέλθη εναντίον σας η σύμφορά και η καταστροφή αυτή. 26 Ἰουδαϊκὲ λαέ, ποὺ σὲ ἀγαπῶ ὡσὰν θυγατέρα, φόρεσε καὶ ζῶσε γύρω ἀπὸ τὴν μέσην σου εἰς ἔνδειξιν πένθους τρίχινον ἔνδυμα, πασπαλίσου μὲ λεπτὴν στάχτην, πένθησε, ὅπως πενθεῖς ὅταν χάσῃς πρόσωπον ἀγαπητόν, ἀνάλαβε θρῆνον, κλαυθμὸν καὶ κοπετὸν μεγάλον, διότι ἔξαφνα θὰ ἔλθουν ἐναντίον σας δεινά, καταπιέσεις καὶ ἀθλιότης».
27 δοκιμαστὴν δέδωκά σε ἐν λαοῖς δεδοκιμασμένοις, καὶ γνώσῃ με ἐν τῷ δοκιμάσαι με τὴν ὁδὸν αὐτῶν· 27 Ω προφήτα, σε εγκατέστησα ως πραγματογνώμονα μέσα στον δοκιμαζόμενον αυτόν λαόν και θα με γνωρίσης, όταν εγώ θέσω υπό δοκιμασίαν τον δρόμον της ζωής των. Το δε αποτέλεσμα της δοκιμασίας αυτής και ερεύνης ήτο 27 Ὁ Θεὸς λέγει εἰς τὸν Προφήτην: «Σὲ ὥρισα καὶ σὲ ἐγκατέστησα ἐκτιμητήν, ἐξεταστὴν καὶ ἀργυρογνώμονα ὄχι νεκρῶν μετάλλων, ἀλλὰ λογικῶν καὶ ζωντανῶν ἀνθρώπων, οἰ ὁποῖοι θλίβονται καὶ δοκιμάζονται, ὥστε νὰ τοὺς δοκιμάσῃς πῶς συμπεριφέρονται.Θὰ μὲ γνωρίσῃς δέ, ὅταν Ἐγὼ θὰ ὑποβάλω εἰς δοκιμασίαν τὴν ὅλην διαγωγήν των.
28 πάντες ἀνήκοοι, πορευόμενοι σκολιῶς, χαλκὸς καὶ σίδηρος, πάντες διεφθαρμένοι εἰσίν. 28 ότι όλοι οι Ιουδαίοι ευρέθησαν ανυπάκουοι στο θέλημα του Θεού. Επορεύοντο διεστραμμένην οδόν. Χαλκός και σίδηρος ήσαν αι καρδίαι των. Ολοι είναι διεφθαρμένοι! 28 «Ἀποτέλεσμα τῆς δοκιμασίας ἦταν τὸ ἀκόλουθον:» Ὅλοι «οἱ Ἰουδαῖοι» εὑρέθησαν ἀνυπάκοοι εἰς τὸν ἅγιον νόμον τοῦ Θεοῦ, ἀναστρεφόμενοι κατὰ τρόπον ἄδικον καὶ διεστραμμένον εὑρέθησαν σταθεροί, ἀμετάβλητοι εἰς τὴν κακίαν καὶ ἐπίμονοι εἰς τὴν ἁμαρτίαν ὅλοι εἶναι διεφθαρμένοι, δηλαδὴ κίβδηλοι, δὲν ἔχουν τίποτε τὸ γνήσιον καὶ ἀξιόλογον.
29 ἐξέλιπε φυσητὴρ ἀπὸ πυρός, ἐξέλιπε μόλυβδος· εἰς κενὸν ἀργυροκόπος ἀργυροκοπεῖ, πονηρία αὐτῶν οὐκ ἐτάκη. 29 Το φυσερό του αργυροχόου εφύσηζε με όλην του την δύναμιν. Κατηναλώθη από τη φωτιά και έλειψεν εντελώς ο μόλυβδος, αλλά εις μάτην ο αργυροχόος κατεργάζεται τον άργυρον, δηλαδή τους Ιουδαίους. Η κακία των δεν ελυωσε, δεν διελύθη. 29 Τὸ φυσερὸ τοῦ ἀργυροχόου κατέβαλε καὶ ἐξήντλησεν ὅλην τὴν δύναμιν τοῦ φυσήματός του· κατηναλώθη ἀπὸ τὴν φωτιὰ τοῦ χωνευτηρίου ὅλο τὸ μολύβι, ποὺ ἔπρεπε νὰ χρησιμοποιήσῃ διὰ τὸ καθάρισμα τοῦ ἀργύρου ἀπὸ ἄλλες προσμείξεις.Μάταια ὁ ἀργυροχόος «ὁ προφήτης Ἱερεμίας» κατεργάζεται «μὲ τὸ παιδευτικόν, ἐπιτιμητικόν του κήρυγμα» τὸν ἄργυρον «τοὺς Ἰουδαίους»· ἡ κακία των δὲν ἔλειωσε (=δὲν μετεκινήθησαν, δὲν ἐχωρίσθησαν ἀπὸ τὴν πονηρίαν των· ἄρα δὲν ἐκαθαρίσθησαν».
30 ἀργύριον ἀποδεδοκιμασμένον καλέσατε αὐτούς, ὅτι ἀπεδοκίμασεν αὐτοὺς Κύριος. 30 Χαρακτηρίσατε και ονομάσατε τους Ιουδαίους αδόκιμον και πεταμένον αργύριον, διότι ο Κυριος τους απεδοκίμασε και τους απέρριψε. 30 Ἀργύριον μὴ δεχόμενον διόρθωσιν, ἄχρηστον καὶ ἀκατάλληλον, ὀνομάσατε τοὺς Ἰουδαίους αὐτούς, διότι, λόγῳ τῆς πονηρᾶς προαιρέσεώς των, ὁ Κύριος τοὺς ἀπέρριψε καὶ τοὺς ἀπεδοκίμασεν!».