Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:15
Δύση: 18:46
Σελ. 20 ημ.
89-277
16ος χρόνος, 5886η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Β' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 (Η)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΙΟΥΔΑΣ δὲ ὁ Μακκαβαῖος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ παρεισπορευόμενοι λεληθότως εἰς τὰς κώμας προσεκαλοῦντο τοὺς συγγενεῖς καὶ τοὺς μεμενηκότας ἐν τῷ ᾿Ιουδαϊσμῷ προσλαβόμενοι συνήγαγον εἰς ἑξακισχιλίους. 1 Ο Ιούδας δε ο Μακκαβαίος και οι σύντροφοί του εισήρχοντο κρυφίως εις τας κωμοπόλεις και προσκαλούσαν τους ομοεθνείς κοντά των, αυτούς οι οποίοι είχαν μείνει πιστοί στον ιουδαϊσμόν. Ετσι δε προσέλαβαν και συνεκέντρωσαν εξ χιλιάδας άνδρας. 1 Εν τῷ μεταξὺ ὁ Ἰούδας, ὁ ὁποῖος ὠνομάζετο Μακκαβαῖος, καὶ οἱ πιστοὶ σύντροφοί του εἰσήρχοντο μυστικά, ἀπαρατήρητοι εἰς τὰ χωριὰ καὶ ἐπροσκαλοῦσαν τοὺς συμπατριῶτες των καὶ προσελάμβαναν (ἐστρατολογοῦσαν) ὅσους ἔμεναν πιστοὶ εἰς τὸν Ἰουδαϊσμόν, μέχρις ὅτου συνεκέντρωσαν περὶ τὶς ἕξι χιλιάδες (6.000) ἄνδρες.
2 καὶ ἐπεκαλοῦντο τὸν Κύριον ἐπιδεῖν ἐπὶ τὸν ὑπὸ πάντων καταπατούμενον λαόν, οἰκτεῖραι δὲ καὶ τὸν ναὸν τὸν ὑπὸ τῶν ἀσεβῶν ἀνθρώπων βεβηλωθέντα, 2 Παρακαλούσαν δε τον Κυριον, να επιβλέψη με ευσπλαγχνίαν στον λαόν του, ο οποίος κατεπατείτο από όλα τα έθνη. Να ευσπλαγχνισθή δε και τον ναόν του, ο οποίος είχε βεβηλωθή από ασεβείς ανθρώπους. 2 Παρακαλοῦσαν δὲ τὸν Κύριον νὰ ἐπιβλέψῃ μὲ εὐσπλαγχνικὸν βλέμμα καὶ νὰ βοηθήσῃ τὸν λαόν, ὁ ὁποῖος κατεπιέζετο καὶ κατεπατεῖτο ἀπὸ ὅλους τοὺς ἐθνικούς· νὰ εὐσπλαγχνισθῇ δὲ καὶ νὰ λυπηθῇ καὶ τὸν Ναόν, ὁ ὁποῖος εἶχε βεβηλωθῆ ἀπὸ τοὺς ἀσεβεῖς ἀνθρώπους·
3 ἐλεῆσαι δὲ καὶ τὴν καταφθειρομένην πόλιν καὶ μέλλουσαν ἰσόπεδον γίνεσθαι καὶ τῶν καταβοώντων πρὸς αὐτὸν αἱμάτων εἰσακοῦσαι, 3 Να ελεήση και την πόλιν Ιερουσαλήμ, οποία κατεστρέφετο και εκινδύνευε να ισοπεδοθή και να μεταβληθή εις ερείπια. Παρακαλούσαν αυτόν, να εισακούση την φωνήν των αθώων αιμάτων, τα οποία εκραύγαζον προς αυτόν και εζητούσαν εκδίκησιν. 3 νὰ εὐσπλαγχνισθῇ ἐπίσης καὶ τὴν Ἱερουσαλήμ, ἡ ὁποία ὑπέφερε, κατεστρέφετο καὶ διέτρεχε τὸν κίνδυνον σύντομα νὰ ἰσοπεδωθῇ.Τὸν παρακαλοῦσαν ἀκόμη νὰ ἀκούσῃ τὴν φωνὴν τοῦ αἵματος τῶν ἀθώων θυμάτων, ποὺ ἐφώναζαν μὲ φωνὴν ἰσχυρὰν πρὸς Αὐτὸν καὶ τοῦ ἐζητοῦσαν ἐκδίκησιν·
4 μνησθῆναι δὲ καὶ τῆς τῶν ἀναμαρτήτων νηπίων παρανόμου ἀπωλείας καὶ περὶ τῶν γενομένων εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ βλασφημιῶν καὶ μισοπονηρῆσαι. 4 Να ενθυμηθή τους αδίκους θανάτους των αθώων νηπίων, τας βλασφημίας αι οποίαι εξεσφενδονίζοντο εναντίον του αγίου του ονόματος, και να δείξη την απέχθειαν και το μίσος του εναντίον των κακών ανθρώπων. 4 νὰ ἐνθυμηθῇ ἐπίσης τὴν μισητὴν καὶ ἐγκληματικὴν σφαγὴν τῶν ἀθώων νηπίων καὶ τὶς βλασφημίες, ποὺ ἐξετοξεύοντο κατὰ τοῦ ἁγίου Ὀνόματός του, καὶ νὰ δείξῃ τὴν ἀποστροφὴν καὶ τὴν ἀπέχθειάν του μὲ τὸ νὰ τιμωρήσῃ τοὺς πονηροὺς καὶ κακοὺς ἀνθρώπους.
5 γενόμενος δὲ ἐν συστήματι ὁ Μακκαβαῖος ἀνυπόστατος ἤδη τοῖς ἔθνεσιν ἐγίνετο, τῆς ὀργῆς τοῦ Κυρίου εἰς ἔλεον τραπείσης. 5 Ο Μακκαβαίος ετέθη επικεφαλής πολυαρίθμου επαναστατικού στρατού και εγινεν ακαταμάχητος από τα άλλα έθνη, διότι η έως τώρα οργή του Κυρίου εναντίον του έθνους του μετετράπη εις ευσπλαγχνίαν. 5 Μόλις δὲ ὁ Ἰούδας ὁ Μακκαβαῖος ἀπέκτησεν ὠργανωμένην στρατιωτικὴν δύναμιν, ἀπεδείχθη συντόμως ἀνίκητος ἀπὸ τοὺς ἐθνικούς, διότι ἡ μέχρι τότε ὀργὴ τοῦ Κυρίου εἶχε μεταστραφῆ εἰς ἔλεος καὶ εὐσπλαγχνίαν.
6 πόλεις δὲ καὶ κώμας ἀπροσδοκήτως ἐρχόμενος ἐνεπίμπρα καὶ τοὺς ἐπικαίρους τόπους ἀπολαμβάνων οὐκ ὀλίγους τῶν πολεμίων ἐνίκα τροπούμενος 6 Επέπιπτε δε αιφνιδίως εναντίον εχθρικών πόλεων και χωρίων και τα κατέκαιε. Κατελάμβανε προσφόρους θέσεις και επετύγχανε πολλάς νίκας εναντίον των πολεμίων κατατροπώνων αυτούς. 6 Ἐπετίθετο δὲ ἔξαφνα καὶ ἀπροσδόκητα ἐναντίον πόλεων καὶ χωρίων, ποὺ κατεῖχαν οἱ ἐχθροί, καὶ τὰ ἐπυρπολοῦσε· καὶ ἀφοῦ κατελάμβανε θέσεις - κλειδιά, ἐνικοῦσε πολλοὺς ἐχθροὺς καὶ τοὺς κατέφερε πολλὰ σοβαρὰ κτυπήματα.
7 μάλιστα τὰς νύκτας πρὸς τὰς τοιαύτας ἐπιβουλὰς συνεργοὺς ἐλάμβανε. καὶ λαλιά τις τῆς εὐανδρίας αὐτοῦ διεχεῖτο πανταχῆ. 7 Αι επιθέσστου εγίνοντο κυρίως κατά τας νύκτας, τας οποίας και επροτιμούσε δια την επιτυχίαν των ενεργειών του. Η φήμη της ανδρείας του διεδίδετο πανταχού. 7 Τὶς αἰφνιδιαστικὲς αὐτὲς ἐπιθέσεις τὶς ἐπραγματοποιοῦσε ἰδιαιτέρως κατὰ τὴν νύκτα, διότι ἡ νύκτα τὸν διηυκόλυνε πολὺ διὰ τὶς τοιούτου εἴδους ἐπιθέσεις.Ἡ δὲ φήμη τῆς γενναιότητος καὶ τοῦ ἡρωϊσμοῦ του διεδίδετο παντοῦ καὶ ἐγίνετο ἀντικείμενον συζητήσεως ἀπὸ ὅλους.
8 Συνορῶν δὲ ὁ Φίλιππος κατὰ μικρὸν εἰς προκοπὴν ἐρχόμενον τὸν ἄνδρα, πυκνότερον δὲ ἐν ταῖς εὐημερίαις προβαίνοντα, πρὸς Πτολεμαῖον τὸν Κοίλης Συρίας καὶ Φοινίκης στρατηγὸν ἔγραψεν ἐπιβοηθεῖν τοῖς τοῦ βασιλέως πράγμασιν. 8 Εβλεπε δε ο Φιλιππος, ότι ο άνθρωπος αυτός εις μικρόν χρονικόν διάστημα εσημείωσε τοιαύτας προόδους και ότι αι επιτυχείς επιδρομαί του εγίνοντο συχνότεραι. Δι' αυτό έγραψε προς τον Πτολεμαίον, τον στρατιωτικόν διοικητήν της Κοίλης Συρίας και της Φοινίκης, να βοηθήση εις τα πράγματα του βασιλέως. 8 Ὅταν ὅμως ὁ ἐπιστάτης τῆς Ἱερουσαλήμ, ὁ Φίλιππος, ποὺ κατήγετο ἀπὸ τὴν Φρυγίαν, εἶδεν ὅτι ὁ Ἰούδας εἶχε σιγά - σιγὰ σταθερὰν πρόοδον καὶ ἐπετύγχανεν ὁλονὲν περισσότερες καὶ συχνότερες ἐπιτυχίες, ἔγραψε πρὸς τὸν Πτολεμαῖον, τὸν στρατιωτικὸν διοικητὴν τῆς Κοίλης Συρίας καὶ τῆς Φοινίκης, διὰ νὰ ἔλθῃ εἰς βοήθειαν καὶ ἔτσι νὰ προστατεύσῃ τὰ συμφέροντα τοῦ βασιλιᾶ.
9 ὁ δὲ ταχέως προχειρισάμενος Νικάνορα τὸν τοῦ Πατρόκλου τῶν πρώτων φίλων ἀπέστειλεν ὑποτάξας παμφύλων ἔθνη οὐκ ἐλάττους τῶν δισμυρίων τὸ σύμπαν τῶν ᾿Ιουδαίων ἐξᾶραι γένος· συνέστησε δὲ αὐτῷ καὶ Γοργίαν ἄνδρα στρατηγὸν καὶ ἐν πολεμικαῖς χρείαις πεῖραν ἔχοντα. 9 Ο Πτολεμαίος εξέλεξε ταχέως δια το έργον αυτό τον Νικάνορα, υιόν του Πατρόκλου ο οποίος η το από τους πρώτους φίλους του βασιλέως. Τον απέστειλεν επικεφαλής είκοσι χιλιάδων περίπου ανδρών στρατολογημένων από τα διάφορα έθνη, δια να εξοντώσουν το έθνος των Εβραίων. Εδωσε δε εις αυτόν και τον Γοργίαν, άνδρα στρατιωτικόν, ο οποίος είχε και πείραν εις τας πολεμικάς επιχειρήσεις. 9 Ἀμέσως ὁ Πτολεμαῖος, ἀφοῦ ἐξέλεξε τὸν Νικάνορα, τὸν υἱὸν τοῦ Πατρόκλου, ἕνα ἀπὸ τοὺς πρώτους Φίλους τοῦ βασιλιᾶ, τὸν ἀπέστειλεν ἐπὶ κεφαλῆς τουλάχιστον εἴκοσι χιλιάδων (20.000) ἀνδρῶν, ποὺ κατήγοντο ἀπὸ διάφορα ἔθνη, διὰ νὰ ἐξοντώσῃ καὶ ἐξολοθρεύσῃ ἐντελῶς ὅλον τὸ Ἰουδαϊκὸν γένος.Ἔδωσε δὲ εἰς αὐτὸν ὡς συνεργάτην καὶ σύμμαχον τὸν Γοργίαν, ὁ ὁποῖος ἦταν στρατηγὸς καὶ ἔμπειρος εἰς τὰ πολεμικὰ πράγματα.
10 διεστήσατο δὲ ὁ Νικάνωρ τὸν φόρον τῷ βασιλεῖ τοῖς Ρωμαίοις ὄντα ταλάντων δισχιλίων ἐκ τῆς τῶν ᾿Ιουδαίων αἰχμαλωσίας ἐκπληρώσειν. 10 Ο Νικάνωρ υπελόγιζεν, ότι από την πώλησιν των Ιουδαίων αιχμαλώτων θα ημπορούσε να εξοικονομήση τα χρήματα δια τον φόρον, τον οποίον ώφειλε να πληρώση ο βασιλεύς στους Ρωμαίους ανερχόμενον εις δύο χιλιάδας τάλαντα. 10 Ὁ Νικάνωρ ἦταν τόσον πολὺ βέβαιος διὰ τὴν νίκην, ὥστε ὑπελόγισε καὶ ἀπεφάσισε νὰ ἐξοφλήσῃ τὶς δύο χιλιάδες (2.000) τάλαντα, τὰ ὁποῖα ὤφειλεν ὁ βασιλιᾶς ὡς φόρον εἰς τοὺς Ρωμαίους, διὰ τῆς πωλήσεως τῶν Ἰουδαίων, ποὺ θὰ συνελάμβανεν ὡς αἰχμαλώτους!
11 εὐθέως δὲ εἰς τὰς παραθαλασσίους πόλεις ἀπέστειλε προσκαλούμενος ἐπ᾿ ἀγορασμὸν ᾿Ιουδαϊκῶν σωμάτων, ὑπισχνούμενος ἐνενήκοντα σώματα ταλάντου παραχωρήσειν, οὐ προσδεχόμενος τὴν παρὰ τοῦ Παντοκράτορος μέλλουσαν παρακολουθήσειν ἐπ᾿ αὐτῷ δίκην. 11 Εσπευσε δε μάλιστα και απέστειλεν εις τας παραλίους πόλεις ανθρώπους, να προσκαλέση εμπόρους δια την αγοράν των Ιουδαίων αιχμαλώτων υποσχόμενος ότι θα πωλή ενενήκοντα αιχμαλώτους Ιουδαίους αντί ενός ταλάντου. Δεν ελάμβανε δε καθόλου υπ' όψιν την τιμωρίαν εκ μέρους του Παντοκράτορας Θεού, η οποία επρόκειτο να επακολουθήση εναντίον του. 11 Ἔστειλε μάλιστα εὐθὺς ἀμέσως ἀπεσταλμένους εἰς τὶς παραθαλάσσιες πόλεις, διὰ να καλέσῃ δουλεμπόρους, οἱ ὁποῖοι νὰ ἀγοράσουν Ἰουδαίους αἰχμαλώτους, ὑποσχόμενος εἰς αὐτοὺς ὅτι θὰ τοὺς παρέδιδεν ἐνενήντα αἰχμαλώτους εἰς τὴν τιμὴν τοῦ ἑνὸς ταλάντου.Ἐσκέπτετο καὶ ἐνεργοῦσε ὅλα αὐτά, χωρὶς νὰ ὑπολογίζῃ τὴν ἐκδίκησιν τοῦ Παντοκράτορος Θεοῦ, ἡ ὁποία ἐπρόκειτο νὰ στραφῇ ἐναντίον του.
12 τῷ δὲ ᾿Ιούδᾳ προσέπεσε περὶ τῆς τοῦ Νικάνορος ἐφόδου· καὶ μεταδόντος αὐτοῦ τοῖς σὺν αὐτῷ τὴν παρουσίαν τοῦ στρατοπέδου, 12 Περιήλθον όμως εις γνώσιν του Ιούδα τα περί της ετοιμαζομένης αυτής εκστρατείας του Νικάνορος. Επληροφόρησε δε τους άνδρας του δια την εμφάνισιν του εχθρικού στρατού. 12 Ἡ εἴδησις περὶ τῆς ἐκστρατείας τοῦ Νικάνορος ἔφθασεν εἰς τὸν Ἰούδαν, ὁ ὁποῖος καὶ μετέδωσε τὴν εἴδησιν εἰς τοὺς ἄνδρας του, ὅτι ὁ ἐχθρὸς ἐπλησίαζε.
13 οἱ δειλανδροῦντες καὶ ἀπιστοῦντες τὴν τοῦ Θεοῦ δίκην διεδίδρασκον καὶ ἐξετόπιζον ἑαυτούς. 13 Τοτε οι μικρόψυχοι από τους στρατιώτας του και εκείνοι που δεν είχαν πίστιν εις την δικαιοσύνην του Θεού, εδραπέτευσαν και μετέβησαν εις άλλους τόπους. 13 Κατόπιν τούτου οἱ δειλοὶ ἀπὸ τοὺς ἄνδρες του καὶ ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι δὲν ἐπίστευαν εἰς τὴν δικαιοσύνην τοῦ Θεοῦ, ποὺ τιμωρεῖ τὴν ἀσέβειαν, ἐδραπέτευσαν κρυφὰ καὶ ἔφυγαν εἰς ἄλλες περιοχές.
14 οἱ δὲ τὰ περιλελειμμένα πάντα ἐπώλουν, ὁμοῦ δὲ τὸν Κύριον ἠξίουν ρύσασθαι τοὺς ὑπὸ τοῦ δυσσεβοῦς Νικάνορος πρὶν συντυχεῖν πεπραμένους· 14 Αλλοι δε άνδρες επωλούσαν ο,τι είχεν απομείνει εις αυτούς και παρακαλούσαν τον Κυριον, να τους γλυτώση από τα χέρια του ασεβούς Νικάνορας, ο οποίος τους είχε πωλήσει, πριν ακόμη συνάψη προς αυτούς μάχην. 14 Ἄλλοι δὲ ἐπωλοῦσαν ὅσα ὑπάρχοντα τοὺς εἶχαν ἀπομείνει, καὶ παρακαλοῦσαν ταυτοχρόνως τὸν Κύριον νὰ τοὺς γλυτώσῃ ἀπὸ τὸν ἀσεβῆ Νικάνορα, ὁ ὁποῖος τοὺς εἶχε πωλήσει ὡς δούλους πρὶν ἀκόμη συγκρουσθοῦν εἰς τὸ πεδίον τῆς μάχης.
15 καὶ εἰ μὴ δι᾿ αὐτούς, ἀλλὰ διὰ τὰς πρὸς τοὺς πατέρας αὐτῶν διαθήκας καὶ ἕνεκεν τῆς ἐπ᾿ αὐτοὺς ἐπικλήσεως τοῦ σεμνοῦ καὶ μεγαλοπρεποῦς ὀνόματος αὐτοῦ. 15 Να τους σώση, αν όχι διότι αυτοί ήξιζον μιας τέτοιας σωτηρίας, αλλά δια την διαθήκην, την οποίαν είχε συνάψει προς τους προγόνους των και δια το άγιον και σεβαστόν και μεγαλοπρεπές όνομα του Θεού του Ισραήλ, με το οποίον αυτοί ωνομάζοντο. 15 Παρακαλοῦσαν τὸν Κύριον νὰ τοὺς γλυτώσῃ, ἂν ὄχι διότι τὸ ἄξιζαν, ἀλλὰ τουλάχιστον διὰ τὶς ὑποσχέσεις, ποὺ ὁ Κύριος ἔδωκεν εἰς τοὺς προπάτορές των, καὶ διότι ἔφεραν τὸ ἅγιον, σεβαστόν, ἔνδοξον καὶ μεγαλοπρεπὲς Ὄνομά του, τὸ ὄνομα Ἰσραήλ.
16 συναγαγὼν δὲ ὁ Μακκαβαῖος τοὺς περὶ αὐτὸν ὄντας τὸν ἀριθμὸν ἐξακισχιλίους παρεκάλει μὴ καταπλαγῆναι τοὺς πολεμίους, μηδὲ εὐλαβεῖσθαι τὴν τῶν ἀδίκως παραγινομένων ἐπ᾿ αὐτοὺς ἐθνῶν πολυπληθίαν, ἀγωνίσασθαι δὲ γενναίως 16 Ο Μακκαβαίος συνεκέντρωσεν εκείνους, οι οποίοι είχαν παραμείνει μαζή του, ανερχομένους ει εξ χιλιάδας άνδρας, τους παρότρυνε να μη καταπλαγούν από τους εχθρούς των και να μη φοβηθούν από τον μεγάλον αριθμόν των εθνικών, οι οποίοι αδίκως επέρχονται εναντίον των, αλλά να αγωνισθούν με γενναιότητα. 16 Ὁ Ἰούδας ὁ Μακκαβαῖος, ἀφοῦ συνεκέντρωσε τοὺς ἄνδρες, ποὺ εἶχαν μείνει μαζί του καὶ οἱ ὁποῖοι ἀνήρχοντο εἰς ἕξι χιλιάδες (6.000), τοὺς προέτρεπε νὰ μὴ πανικοβληθοῦν ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, οὔτε νὰ φοβηθοῦν τὸ μεγάλο πλῆθος τῶν ἐθνικῶν, ποὺ τοὺς ἐπετίθετο ἀδίκως, ἀλλὰ νὰ ἀγωνισθοῦν ἐναντίον των μὲ γενναιότητα·
17 πρὸ ὀφθαλμῶν λαβόντας τὴν ἀνόμως εἰς τὸν ἅγιον τόπον συντελεσμένην ὑπ᾿ αὐτῶν ὕβριν καὶ τὸν τῆς ἐμπεπαιγμένης πόλεως αἰκισμόν, ἔτι δὲ τὴν τῆς προγονικῆς πολιτείας κατάλυσιν. 17 Να έχουν δε ζωηρά προ των οφθαλμών των τον βέβηλον εξευτελισμόν, ο οποίος έγινεν από τους ειδωλολάτρας στον άγιον ναόν, τον βασανισμόν της χλευαζομένης από εκείνους πόλεως Ιερουσαλήμ, ακόμη δε και το γεγονός, ότι οι εχθροί έχουν πάρει την απόφασιν να καταλύσουν το ιδικόν των θεόσδοτον προγονικόν πολίτευμα. 17 νὰ ἀγωνισθοῦν, ἔχοντες πρὸ ὀφθαλμῶν τὸν ἐξευτελισμὸν καὶ τὰ ἀποτρόπαια ἐγκλήματα, ποὺ εἶχαν κάμει οἱ ἐθνικοὶ εἰς τὸν ἅγιον Ναόν, καὶ τὰ ὑβριστικὰ καὶ ἀνόσια βάσανα, ποὺ ἐπροξένησαν εἰς τὴν λεηλατουμένην Ἱερουσαλήμ, καὶ ἐπὶ πλέον τὴν κατάλυσιν ἐκ μέρους τῶν εἰδωλολατρῦν του πατροπαραδότου καὶ θεοσδότου τρόπου ζωῆς τῶν Ἰουδαίων.
18 οἱ μὲν γὰρ ὅπλοις πεποίθασιν ἅμα καὶ τόλμαις, ἔφησεν, ἡμεῖς δὲ ἐπὶ τῷ παντοκράτορι Θεῷ, δυναμένῳ καὶ τοὺς ἐρχομένους ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ τὸν ὅλον κόσμον ἐν ἑνὶ νεύματι καταβαλεῖν, πεποίθαμεν. 18 Ειδικώτερον έλεγε προς αυτούς· “εκείνοι έχουν πεποίθησιν εις τα όπλα των και εις τας θρασύτητάς των, ημείς όμως έχομεν πεποίθησιν στον παντοδύναμον Θεόν, ο οποίος με ένα του νεύμα ημπορεί να καταβάλη όλους εκείνους, που επέρχονται εναντίον μας και ολόκληρον ακόμη τον κόσμον”. 18 Ἐκεῖνοι μὲν ἔχουν πεποίθησιν εἰς τὰ ὅπλα των καὶ εἰς τὴν τόλμην των, εἶπεν ὁ Μακκαβαῖος, ἐνῷ ἐμεῖς ἔχομεν τὴν πεποίθησιν καὶ τὴν ἐλπίδα μας εἰς τὸν παντοκράτορα Θέον, ὁ ὁποῖος ἔχει τὴν δύναμιν καὶ ἐκείνους, ποὺ ἔρχονται ἐναντίον μας, καὶ ὁλόκληρον ἀκόμη τὸν κόσμον νὰ καταβάλῃ μὲ ἕνα μόνον νεῦμα του.
19 προσαναλεξάμενος δὲ αὐτοῖς καὶ τὰς ἐπὶ τῶν προγόνων γενομένας ἀντιλήψεις καὶ τὴν ἐπὶ Σενναχηρείμ, ἑκατὸν ὀγδοήκοντα πέντε χιλιάδες ὡς ἀπώλοντο, 19 Απηρίθμησεν επίσης εις αυτούς αρχαία παραδείγματα, κατά τα οποία οι πρόγονοί των έλαβον βοήθειαν από τον Θεόν, μάλιστα δε την εναντίον του Σενναχηρείμ βοήθειαν, οπότε εξωλοθρεύθησαν εκατόν ογδοήκοντα πέντε χιλιάδες εχθροί. 19 Ἀκόμη τοὺς ὑπενθύμισε καὶ τοὺς ἀπαρίθμησε τὶς παλαιότερες περιστάσεις, κατὰ τὶς ὁποῖες ὁ Θεὸς ἐβοήθησε τοὺς προπάτορές των.Καὶ ἰδιαιτέρως τὸ πῶς κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Σενναχηρεὶμ εἶχαν ἐξολοθρευθῆ ἑκατὸν ὀγδόντα πέντε χιλιάδες (185.000) ἐχθροί·
20 καὶ τὴν ἐν τῇ Βαβυλωνίᾳ τὴν πρὸς αὐτοὺς Γαλάτας παράταξιν γενομένην, ὡς οἱ πάντες ἐπὶ τὴν χρείαν ἦλθον ὀκτακισχίλιοι σὺν Μακεδόσι τετρασχιλίοις, τῶν Μακεδόνων ἀπορουμένων, οἱ ὀκτακισχίλιοι τὰς δώδεκα μυριάδας ἀπώλεσαν διὰ τὴν γενομένην αὐτοῖς ἀπ᾿ οὐρανοῦ βοήθειαν καὶ ὠφέλειαν πολλὴν ἔλαβον. 20 Τους υπενθύμισε την μάχην, που είχε δοθή εναντίον των Γαλάτων εις την Βαβυλώνα και κατά την οποίαν όλοι- όλοι οι Ιουδαίοι, οι οποίοι είχον έλθει, δια να λάβουν μέρος, εις αυτήν, ήσαν οκτώ χιλιάδες και τέσσαρες χιλιάδες επί πλέον Μακεδόνες. Οι Μακεδόνες όμως αυτοί ημποδίσθησαν και δεν ημπόρεσαν να πολεμήσουν. Αι οκτώ δε μόνον χιλιάδες Ιουδαίοι κατετρόπωσαν και εξωλόθρευσαν εκατόν είκοσι χιλιάδας εχθρών με την βοήθειαν, η οποία τους εστάλη από τον ουρανόν, και με την οποίαν είχαν αποκομίσει τότε μεγάλην ωφέλειαν. 20 καὶ ἐπίσης τὴν μάχην, ποὺ ἐδόθη ἐναντίον τῶν Γαλατῶν εἰς τὴν Βαβυλωνίαν, κατὰ τὴν ὁποίαν ὅλοι οἰ Ἰουδαῖοι, ποὺ ἔλαβαν μέρος εἰς αὐτήν, ἦσαν ὀκτὼ χιλιάδες (8.000) μαζὶ μὲ τέσσερις χιλιάδες (4.000) Μακεδόνες· ἐν τούτοις, ὅταν οἱ Μακεδόνες εὑρέθησαν εἰς δύσκολον θέσιν καὶ δὲν ἠμποροῦσαν νὰ πολεμήσουν, οἱ ὀκτὼ χιλιάδες (8.000) Ἰουδαῖοι ἐνίκησαν καὶ κατέστρεψαν τὶς ἑκατὸν εἴκοσι χιλιάδες (120.000) τῶν Γαλατῶν, ἕνεκα τοῦ ὅτι ἔλαβαν βοήθειαν ἀπὸ τὸν Θεὸν ἐμάζευσαν μάλιστα καὶ πλούσια λάφυρα.
21 ἐφ᾿ οἷς εὐθαρσεῖς αὐτοὺς παραστήσας καὶ ἑτοίμους ὑπὲρ τῶν νόμων καὶ τῆς πατρίδος ἀποθνήσκειν, τετραμερές τι τὸ στράτευμα ἐποίησε. 21 Αφού με τους λόγους αυτούς ο Ιούδας τους έδωσε θάρρος και τους προπαρεσκεύασε να είναι έτοιμοι και να αποθάνουν ακόμη αγωνιζόμενοι υπέρ των θείων νόμων και της πατρίδος των, διήρεσε τον στρατόν του εις τέσσαρα σώματα. 21 Ἀφοῦ μὲ τὰ γεγονότα αὐτά, ποὺ τοὺς ὑπενθύμισε, ἀνεπτέρωσε τὸ ἠθικόν των, τοὺς ἔδωκε θάρρος καὶ τοὺς ἐνεψύχωσεν, ὥστε νὰ εἶναι ἕτοιμοι νὰ βαδίσουν κατὰ τοῦ ἐχθροῦ χάριν τῶν νόμων καὶ τῆς πατρίδος μὲ τὴν ἀπόφασιν τοῦ θανάτου, διῄρεσε τὸ στράτευμά του εἰς τέσσερα σώματα (φάλαγγες).
22 τάξας καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ προηγουμένους ἑκατέρας τάξεως, Σίμωνα καὶ ᾿Ιώσηφον καὶ ᾿Ιωνάθαν, ὑποτάξας ἑκάστῳ χιλίους πρὸς τοῖς πεντακοσίοις, 22 Επικεφαλής δε εις κάθε σώμα στρατού έθεσεν ένα έκαστον από τους αδελφούς του· τον Σιμωνα, τον Ιώσηφον και τον Ιωνάθαν. Και έδωσεν εις αυτούς ανά χιλίους πεντακοσίους άνδρας. 22 Ἔθεσε δὲ ἐπὶ κεφαλῆς ἑκάστου σώματος τοὺς ἀδελφούς του Σίμωνα καὶ Ἰώσηφον καὶ Ἰωνάθαν εἰς κάθε ἕνα ἀπὸ αὐτοὺς ἔδωσε χιλίους πεντακοσίους (1.500) ἄνδρες.
23 ἔτι δὲ καὶ ᾿Ελεάζαρον, παραγνοὺς τὴν ἱερὰν βίβλον καὶ δοὺς σύνθημα Θεοῦ βοηθείας τῆς πρώτης σπείρας αὐτὸς προηγούμενος, συνέβαλε τῷ Νικάνορι. 23 Εκάλεσε δε τότε και τον Ελεάζαρον, δια να αναγνώση ενώπιον των στρατιωτών την Ιεράν Βιβλον. Επειτα έδωκεν ως σύνθημα της μάχης “βοήθεια από τον Θεόν”. Ο Ιούδας, ο αρχηγός του πρώτου σώματος στρατού, επετέθη εναντίον του Νικάνορος. 23 Ἀκόμη ἀνέθεσεν εἰς τὸν Ἐλεάζαρον νὰ ἀναγνώσῃ ἐμπρὸς εἰς τοὺς στρατιῶτες τὴν Ἱερὰν Βίβλον.Κατόπιν ὁ Ἰούδας, ἀφοῦ ἔδωσε ὡς πολεμικὸν σύνθημα τὸ Θεοῦ βοήθεια (ἢ ὅ Θεὸς εἶναι ἢ βοήθεια μας), ἐτέθη ὁ ἴδιος ἐπὶ κεφαλῆς τοῦ πρώτου σώματος στρατοῦ καὶ ἐπετέθη κατὰ τοῦ Νικάνορος.
24 γενομένου δὲ αὐτοῖς τοῦ Παντοκράτορος συμμάχου, κατέσφαξαν τῶν πολεμίων ὑπὲρ τοὺς ἐνακισχιλίους, τραυματίας δὲ καὶ τοῖς μέλεσιν ἀναπήρους τὸ πλεῖστον μέρος τῆς τοῦ Νικάνορος στρατιᾶς ἐποίησαν, πάντας δὲ φυγεῖν ἠνάγκασαν. 24 Με την βοήθειαν και την συμμαχίαν του παντοδυνάμου Θεού κατέσφαξαν οι Ιουδαίοι υπέρ τους εννέα χιλιάδας εχθρούς, ετραυμάτισαν δε και ακρωτηρίασαν το μεγαλύτερον μέρος του στρατού του Νικάνορας, τους δε άλλους έτρεψαν εις φυγήν. 24 Μὲ τὴν βοήθειαν δὲ τοῦ παντοκράτορος Κυρίου, ὁ ὁποῖος ἔγινε σύμμαχος των, οἱ Ἰουδαῖοι ἐφόνευσαν ἄνω τῶν ἐννέα χιλιάδων (9.000) ἐχθρῶν, ἐτραυμάτισαν δὲ καὶ κατέστησαν ἀναπήρους τὸ μεγαλύτερον μέρος τοῦ στρατοῦ τοῦ Νικάνορος· ὅλους δὲ τοὺς ἄλλους τοὺς ἀνάγκασαν νὰ τραποῦν εἰς φυγήν.
25 τὰ δὲ χρήματα τῶν παραγεγονότων ἐπὶ τὸν ἀγορασμὸν αὐτῶν ἔλαβον· συνδιώξαντες δὲ αὐτοὺς ἐφ᾿ ἱκανὸν ἀνέλυσαν ὑπὸ τῆς ὥρας συγκλειόμενοι. 25 Επήραν και τα χρήματα των εμπόρων εκείνων, οι οποίοι είχαν έλθει, δια να αγοράσουν Ιουδαίους αιχμαλώτους. Αφού δε κατεδίωξαν επί αρκετόν διάστημα τους φεύγοντας εχθρούς, εσταμάτησαν, διότι η ώρα δεν τους επέτρεπε πλέον να συνεχίσουν την καταδίωξιν. 25 Ἔλαβαν δὲ καὶ τὰ χρήματα ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἔλθει διὰ νὰ τοὺς ἀγοράσουν ὡς δούλους.Καὶ ἀφοῦ κατεδίωξαν τοὺς ἐχθρούς των, ποὺ ἔφευγαν, εἰς ἀρκετὰ μεγάλην ἀπόστασιν, ἀναγκάσθηκαν νὰ σταματήσουν τὴν καταδίωξιν, διότι ἦταν ἤδη πολὺ ἀργά· ὁ ἥλιος ἔδυε καὶ μὲ τὴν δύσιν του ἄρχιζε ἡ ἑπομένη ἡμέρα, ἡ ὁποία ἦταν ἀργία,
26 ἦν γὰρ ἡ πρὸ τοῦ σαββάτου, δι᾿ ἣν αἰτίαν οὐκ ἐμακροθύμησαν κατατρέχοντες αὐτούς. 26 Ητο παραμονή του Σαββάτου και δια τούτο δεν επέμειναν να καταδιώξουν τους φεύγοντας εχθρούς. 26 διότι ἡ ἡμέρα τῆς μάχης ἦταν ἡ παραμονὴ τοῦ Σαββάτου.Δι’ αὐτὸν τὸν λόγον δὲν συνέχισαν νὰ καταδιώκουν τοὺς ἐχθρούς των.
27 ὁπλολογήσαντες δὲ αὐτοὺς καὶ τὰ σκῦλα ἐκδύσαντες τῶν πολεμίων περὶ τὸ σάββατον ἐγίνοντο, περισσῶς εὐλογοῦντες καὶ ἐξομολογούμενοι τῷ Κυρίῳ τῷ διασώσαντι αὐτοὺς εἰς τὴν ἡμέραν ταύτην, ἀρχὴν ἐλέους τάξαντος αὐτοῖς. 27 Οταν δε συνέλεξαν τα όπλα των εχθρών και επήραν από αυτούς τα λάφυρα, εώρτασαν το Σαββατον, δοξολογούντες και ευγνωμονούντες με όλην των την καρδίαν πλουσίως τον Κυριον, που τους έσωσε κατά την ημέραν αυτήν, την οποίαν και ώρισεν ως αρχήν της εκδηλώσεως των προς αυτούς οικτιρμών του και της προστασίας του. 27 Ἀφοῦ δὲ ἐμάζευσαν τὰ ὅπλα τῶν ἐχθρῶν των καὶ ἀφήρεσαν ἀπὸ αὐτοὺς τὰ λάφυρα, ἑώρτασαν τὴν ἀργίαν τοῦ Σαββάτου· τὴν ἑώρτασαν δοξάζοντες μὲ πολλὲς καὶ ὁλόψυχες εὐλογίες καὶ εὐχαριστίες τὸν Κύριον, ὁ ὁποῖος τοὺς διεφύλαξε κατὰ τὴν ἡμέραν αὐτήν· τὸν ἐδόξασαν ἐπίσης καὶ διότι εἶχεν ἀποφασίσει νὰ τοὺς δείξῃ κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην τὴν ἀρχὴν τοῦ ἐλέους καὶ τῆς συμπαθείας του.
28 μετὰ δὲ τὸ σάββατον τοῖς ᾐκισμένοις καὶ ταῖς χήραις καὶ ὀρφανοῖς μερίσαντες ἀπὸ τῶν σκύλων, τὰ λοιπὰ αὐτοὶ καὶ τὰ παιδία ἐμερίσαντο. 28 Αφού δε επέρασε το Σαββατον, οι Ιουδαίοι στρατιώται εμοίρασαν από τα λάφυρα, που είχαν πάρει, εις εκείνους οι οποίοι εταλαιπωρήθησαν από τους διωγμούς, εις τας χήρας και εις τα ορφανά. Αυτοί δε με τα παιδιά των διεμοιράσθησαν τα υπόλοιπα. 28 Ὅταν δὲ ἐπέρασεν ἡ ἀργία τοῦ Σαββάτου, διένειμαν ὡρισμένα ἀπὸ τὰ λάφυρα μεταξὺ τῶν θυμάτων τοῦ διωγμοῦ καὶ τῶν χηρῶν καὶ τῶν ὀρφανῶν τὰ δὲ ὑπόλοιπα τὰ ἐμοιράσθησαν μεταξύ των οἱ πολεμισταὶ καὶ τὰ παιδιά των.
29 ταῦτα δὲ διαπραξάμενοι καὶ κοινὴν ἱκετίαν ποιησάμενοι, τὸν ἐλεήμονα Κύριον ἠξίουν εἰς τέλος καταλλαγῆναι τοῖς αὐτοῦ δούλοις. 29 Αφού δε έπραξαν αυτά, ωργάνωσαν μίαν κοινήν ικεσίαν προς τον ελεήμονα Κυριον και τον παρακαλούσαν, να συμφιλιωθή προς αυτούς και να στείλη το έλεός του στους δούλους του. 29 Ἀφοῦ ἔκαμαν ὅλα αὐτά, ἀνέπεμψαν ὅλοι μαζὶ ἱκεσίαν πρὸς τὸν ἐλεήμονα Κύριον καὶ τὸν παρεκάλεσαν νὰ συμφιλιωθῇ τελείως καὶ ὁλοκληρωτικῶς μὲ τοὺς ἰδικούς του δούλους.
30 καὶ τοῖς περὶ Τιμόθεον καὶ Βακχίδην συνερίσαντες ὑπὲρ τοὺς δισμυρίους αὐτῶν ἀνεῖλον καὶ ὀχυρωμάτων ὑψηλῶν εὖ μάλα ἐγκρατεῖς ἐγένοντο καὶ λάφυρα πλεῖστα ἐμερίσαντο ἰσομοίρους ἑαυτοὺς καὶ τοῖς ᾐκισμένοις καὶ ὀρφανοῖς καὶ χήραις, ἔτι δὲ καὶ πρεσβυτέροις ποιήσαντες. 30 Κατά δε την μάχην εναντίον του Τιμοθέου και του Βακχίδου εφόνευσαν υπέρ τας είκοσι χιλιάδας εχθρών, κατέλαβον με πολλήν ευκολίαν ισχυρά φρούρια, εμοιράσθησαν δε μεταξύ των πλήθος λαφύρων εις ίσα μέρη δια τους εαυτούς των και δι' εκείνους, οι οποίοι είχαν υποφέρει από τους διωγμούς, δια τα ορφανά, δια τας χήρας, όπως επίσης και δια τους γέροντας. 30 Οἱ Ἰουδαῖοι προσέβαλαν ἐπίσης τὸν στρατὸν τοῦ Τιμοθέου καὶ τοῦ Βακχίδη καὶ ἐφόνευσαν ἄνω τῶν εἴκοσι χιλιάδων (20.000) ἀπὸ τὸν στρατὸν ἐκείνων τῶν δύο στρατηγῶν.Ἐπέτυχαν ἐπίσης νὰ γίνουν ἀπόλυτοι κύριοι μερικῶν ἰσχυρῶν ὀχυρῶν θέσεων.Ἐμοιράσθησαν δὲ τὰ πάρα πολλὰ λάφυρα ἰσομερῶς μεταξύ των καὶ μεταξὺ τῶν θυμάτων τοῦ διωγμοῦ, καθὼς ἐπίσης καὶ τῶν ὀρφανῶν καὶ τῶν χηρῶν καὶ τῶν γερόντων.
31 ὁπλολογήσαντες δὲ αὐτοὺς ἐπιμελῶς πάντα συνέθηκαν εἰς τοὺς ἐπικαίρους τόπους, τὰ δὲ λοιπὰ τῶν σκύλων ἤνεγκαν εἰς ῾Ιεροσόλυμα. 31 Με πολλήν δε επιμέλειαν συνεκέντρωσαν όπλα από τους εχθρούς, τα οποία και ετοποθέτησαν εις καταλλήλους θέσεις. Τα δε υπόλοιπα από τα λάφυρα τα έφεραν εις την Ιερουσαλήμ. 31 Ἀφοῦ δὲ ἐμάζευσαν μὲ προσοχὴν καὶ ἐπιμέλειαν ὅλα τὰ ὅπλα τῶν ἐχθρῶν, τὰ ἀποθήκευσαν εἰς κατάλληλες στρατηγικὲς θέσεις· τὰ δὲ ὑπόλοιπα λάφυρα τὰ ἔφεραν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
32 τὸν δὲ φυλάρχην τῶν περὶ Τιμόθεον ἀνεῖλον, ἀνοσιώτατον ἄνδρα καὶ πολλὰ τοὺς ᾿Ιουδαίους ἐπιλελυπηκότα. 32 Από τους περί τον Τιμόθεον επισήμους εφόνευσαν και τον σωματάρχην του, άνθρωπον ανοσιώτατον, ο οποίος πάρα πολλά κακά είχε προξενήσει στους Εβραίους. 32 Ἐφόνευσαν δὲ τὸν Φυλάρχην (κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Τὸν ἀρχηγὸν τῆς φυλῆς), ποὺ ἀκολουθοῦσε τὸν Τιμόθεον (κατ’ ἄλλους: Διοικοῦσε τὸν στρατὸν τοῦ Τιμοθέου), ὁ ὁποῖος ἦταν ἄνθρωπος κατ’ ἐξοχὴν ἀσεβὴς καὶ διεφθαρμένος καὶ ὁ ὁποῖος ἐπροξένησε πολλὰ κακὰ εἰς τοὺς Ἰουδαίους.
33 ἐπινίκια δὲ ἄγοντες ἐν τῇ πατρίδι τοὺς ἐμπρήσαντας τοὺς ἱεροὺς πυλῶνας. Καλλισθένην καί τινας ἄλλους, ὑφῆψαν εἰς ἓν οἰκίδιον πεφευγότας, οἵτινες ἄξιον τῆς δυσσεβείας ἐκομίσαντο μισθόν. 33 Καθ' ον δε χρόνον εώρταζον τα επινίκια εις την πρωτεύουσάν των, τον Καλλισθένην και μερικούς άλλους, οι οποίοι είχαν πυρπολήσει τας ιεράς πύλας του ναού, τους έκαυσαν εις μίαν μικράν οικίαν, όπου αυτοί είχαν καταφύγει. Ετσι δε εκείνοι επήραν την δίκαιον τιμωρίαν, μιοθόν της ασεβείας των. 33 Κατὰ τὴν διάρκειαν δὲ τῶν ἐπινικίων ἐορτασμῶν εἰς τὴν πρωτεύουσάν των, τὴν Ἱερουσαλήμ, ἔκαψαν ζωντανοὺς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι εἶχαν πυρπολήσει τὶς ἱερὲς θύρες τοῦ Ναοῦ, τὸν Καλλισθένην δηλαδὴ καὶ ὡρισμένους ἄλλους, οἱ ὁποῖοι εἶχαν καταφύγει εἰς ἕνα μικρὸ σπιτάκι.Ἔτσι ὁ Καλλισθένης καὶ οἱ σύντροφοί του ἐτιμωρήθησαν δικαίως διὰ τὴν ἀσέβειαν καὶ τὴν ἱεροσυλίαν των.
34 ὁ δὲ τρισαλιτήριος Νικάνωρ, ὁ τοὺς χιλίους ἐμπόρους ἐπὶ τὴν πράσιν τῶν ᾿Ιουδαίων ἀγαγών, 34 Ο δε τρισαλιτήριος Νικάνωρ, ο οποίος είχε φέρει τους χιλίους εμπόρους, δια να πωλήση εις αυτούς τους αιχμαλώτους Ιουδαίους, 34 Ὁ δὲ τρισκατάρατος, τρισολέθριος καὶ παγκάκιστος Νικάνωρ, ὁ ὁποῖος ἔφερε τοὺς χιλίους (1.000) ἐμπόρους, διὰ νὰ ἀγοράσουν τοὺς Ἰουδαίους αἰχμαλώτους,
35 ταπεινωθεὶς ὑπὸ τῶν κατ᾿ αὐτὸν νομιζομένων ἐλαχίστων εἶναι, τῇ τοῦ Κυρίου βοηθείᾳ τὴν δοξικὴν ἀποθέμενος ἐσθῆτα, διὰ τῆς μεσογείου, δραπέτου τρόπον, ἔρημον ἑαυτὸν ποιήσας, ἧκεν εἰς ᾿Αντιόχειαν ὑπεράγαν δυσημερήσας ἐπὶ τῇ τοῦ στρατοῦ διαφθορᾷ. 35 εταπεινώθη με την βοήθειαν του Θεού από εκείνους, τους οποίους αυτός εθεωρούσεν ελαχίστους και αναξίους προσοχής, έβγαλε την λαμπράν κτυπητήν ενδυμασίαν του, και δια μέσου των αγρών της χώρας, ωσάν φυγάς, χωρίς στρατόν, ήλθε μόνος και έρημος εις την Αντιόχειαν καταπικραμμένος δια την συμφοράν του με την απώλειαν του στρατού του. 35 ἀφοῦ ἐταπεινώθη μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Κυρίου ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ ἐθεωροῦσε ἀδυνάτους καὶ περιφρονημένους, καὶ ἀφοῦ ἀπέβαλε τὴν μεγαλοπρεπῆ στρατιωτικὴν στολήν του, ἔφυγεν ὡς δραπέτης μέσα ἀπὸ τὰ χωράφια, ἀπὸ τὸν δρόμον ποὺ εὑρίσκετο εἰς τὸ ἐσωτερικὸν τῆς χώρας.Καὶ ὅπως κατήντησεν ἔρημος καὶ ἐγκαταλελειμμένος ἀπὸ τὸν στρατόν του, ἔφθασεν εἰς τὴν Ἀντιόχειαν, βυθισμένος εἰς πολὺ μεγάλην ἀπελπισίαν διὰ τὴν ἀπώλειαν τοῦ στρατοῦ του.
36 καὶ ὁ τοῖς Ρωμαίοις ἀναδεξάμενος φόρον ἀπὸ τῆς τῶν ἐν ῾Ιεροσολύμοις αἰχμαλωσίας κατορθώσασθαι, κατήγγελλεν ὑπέρμαχον ἔχειν τὸν Θεὸν τοὺς ᾿Ιουδαίους καὶ διὰ τὸν τρόπον τοῦτο ἀτρώτους εἶναι τοὺς ᾿Ιουδαίους, διὰ τὸ ἀκολουθεῖν τοῖς ὑπ᾿ αὐτοῦ προστεταγμένοις νόμοις. 36 Αυτός, που είχεν αναλάβει να καταβάλη τον φόρον στους Ρωμαίους από τα χρήματα που θα εισέπραττεν από την πώλησιν των αιχμαλώτων της Ιερουσαλήμ, διαλαλούσε τώρα ότι οι Ιουδαίοι είχαν ακατανίκητον προστάτην τον Θεόν και δια τον λόγον αυτόν είναι ακατάβλητοι, επειδή ακριβώς ακολουθούν τους νόμους, τους οποίους δι' αυτούς είχε θεσπίσει ο Θεός. 36 Ἔτσι ἐκεῖνος, ποὺ ἀνέλαβε νὰ ἑξασφαλίσῃ καὶ νὰ ἐξοφλήσῃ τὸν φόρον εἰς τοὺς Ρωμαίους διὰ τῆς αἰχμαλωσίας τῶν κατοίκων τῆς Ἱερουσαλήμ, διεκήρυττε καὶ ὠμολογοῦσε ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι ἔχουν ἀνίκητον προστάτην, ὑπερασπιστὴν καὶ πρόμαχον τὸν Θεόν, καὶ δι’ αὐτὸ εἶναι ἀπρόσβλητοι καὶ ἀκατάβλητοι οἱ Ἰουδαῖοι, ποὺ ἀκολουθοῦν καὶ τηροῦν τοὺς νόμους, τοὺς ὁποίους παρήγγειλε καὶ παρέδωκεν εἰς αὐτοὺς ὁ Θεός.