Σάββατο, 20 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:43
Δύση: 20:06
Σελ. 12 ημ.
111-255
16ος χρόνος, 5908η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Β' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 (Ζ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΣΥΝΕΒΗ δὲ καὶ ἑπτὰ ἀδελφοὺς μετὰ τῆς μητρὸς συλληφθέντας ἀναγκάζεσθαι ὑπὸ τοῦ βασιλέως ἀπὸ τῶν ἀθεμίτων ὑείων κρεῶν ἐφάπτεσθαι μάστιξι καὶ νευραῖς αἰκιζομένους. 1 Συνέβη δε κατά τον καιρόν εκείνον να συλληφθούν επτά αδελφοί μαζή με την μητέρα των και να εξαναγκάζωνται υπό του βασιλέως να φάγουν τα απαγορευομένα από τον Νομον χοιρινά κρέατα, βασανιζόμενοι δια κτυπημάτων με μαστίγια και με νευράς. 1 Τότε συνέβη ἐπίσης καὶ τὸ ἀκόλουθον γεγονός: Ἑπτὰ ἀδελφοί, ἀφοῦ συνελήφθησαν μαζὶ μὲ τὴν μητέρα των, ἐξηναγκάζοντο ἀπὸ τὸν βασιλιᾶ νὰ φάγουν χοιρινὸν κρέας, τὸ ὁποῖον ἀπηγόρευεν ὁ μωσαϊκὸς Νόμος καὶ τὸ ἐχαρακτήριζεν ἀκάθαρτον.Ἐπιέζοντο δὲ νὰ φάγουν τὸ ἀπαγορευμένον κρέας μαστιγούμενοι μὲ μαστίγια καμωμένα ἀπὸ σχοινία καὶ ἀπὸ δερμάτινες λωρίδες καμωμένες ἀπὸ νεῦρα βοδιῶν.
2 εἶς δὲ αὐτῶν γενόμενος προήγορος οὕτως ἔφη· τί μέλλεις ἐρωτᾶν καὶ μανθάνειν παρ᾿ ἡμῶν; ἕτοιμοι γὰρ ἀποθνῄσκειν ἐσμὲν ἢ παραβαίνειν τοὺς πατρίους νόμους. 2 Ενας δε από αυτούς ο πρώτος, εξ ονόματος και των άλλων αδελφών ομιλών, είπε προς τον βασιλέα· “τι θέλεις να ερωτάς και να μάθης από ημάς; Ημείς είμεθα έτοιμοι να αποθάνωμεν, παρά να παραβώμεν τους πατροπαραδότους νόμους μας”. 2 Ἕνας δὲ ἀπὸ τοὺς ἑπτὰ ἀδελφοὺς ἔλαβε πρῶτος τὸν λόγον καὶ ἐξ ὀνόματος τῶν ἄλλων εἶπε πρὸς τὸν βασιλιᾶ: Τί περιμένεις νὰ μάθῃς ἀπὸ ἡμᾶς μὲ αὐτὴν τὴν ἀνάκρισιν καὶ τὶς ἐρωτήσεις, ποὺ μᾶς ὑποβάλλεις; Εἴμεθα ἕτοιμοι νὰ ἀποθάνωμεν μᾶλλον, παρὰ νὰ παραβῶμεν τοὺς νόμους τῶν πατέρων μας.
3 ἔκθυμος δὲ γενόμενος ὁ βασιλεὺς προσέταξε τήγανα καὶ λέβητας ἐκπυροῦν. 3 Από μεγάλην οργήν εκυριεύθη ο βασιλεύς και διέταξε να θέσουν εις την φωτιάν και να πυρακτώσουν τηγάνια και λέβητας. 3 Ὁ δὲ βασιλιᾶς εἰς τὸ ἄκουσμα τῶν λόγων αὐτῶν ἔγινε ἐκτὸς ἑαυτοῦ ἀπὸ τὴν μεγάλην ὀργήν του καὶ διέταξε νὰ πυρακτώσουν ἐπάνω εἰς τὴν φωτιὰ μεγάλα τηγάνια καὶ καζάνια.
4 τῶν δὲ παραχρῆμα ἐκπυρωθέντων, παραχρῆμα τὸν γενόμενον αὐτῶν προήγορον προσέταξε γλωσσοτομεῖν καὶ περισκυθίσαντες ἀκρωτηριάζειν, τῶν λοιπῶν ἀδελφῶν καὶ τῆς μητρὸς συνορώντων. 4 Οταν αυτά αμέσως επυρακτώθησαν, διέταξεν ο βασιλεύς να κόψουν την γλώσσαν εκείνου, ο οποίος έτσι πρώτος είχεν ομιλήσει, έπειτα δε διέταξε και αφαιρέθη το δέρμα της κεφαλής του και του έκοψαν χέρια και πόδια υπό τα βλέμματα των άλλων αδελφών του και της μητρός του. 4 Ὅταν αὐτὰ ἐπυρακτώθησαν εὐθὺς ἀμέσως, ὁ βασιλιᾶς διέταξε νὰ κόψουν τὴν γλῶσσαν ἐκείνου, ποὺ ἐμίλησε πρῶτος ἐκ μέρους ὅλων καὶ ἀφοῦ τοῦ γδάρουν τὴν κεφαλήν, ὅπως ἔκαμναν οἱ Σκύθαι, ὅταν ἤθελαν νὰ βασανίσουν κάποιον, νὰ τοῦ κόψουν τὰ ἄκρα τοῦ σώματος (χέρια, πόδια, μύτην, αὐτιά κλπ.) ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια τῶν ὑπολοίπων ἀδελφῶν καὶ τῆς μητέρας του, ποὺ παρακολουθοῦσαν τὴν σκηνὴν τοῦ μαρτυρίου.
5 ἄχρηστον δὲ αὐτὸν τοῖς ὅλοις γενόμενον ἐκέλευσε τῇ πυρᾷ προσάγειν ἔμπνουν καὶ τηγανίζειν. τῆς δὲ ἀτμίδος ἐφ᾿ ἱκανὸν διαδιδούσης τοῦ τηγάνου, ἀλλήλους παρεκάλουν σὺν τῇ μητρὶ γενναίως τελευτᾶν λέγοντες οὕτως· 5 Οταν δε αυτός δεν ημπορούσε πλέον καθόλου να κινηθή, μόλις δε και ανέπνεε, διέταξεν ο βασιλεύς να τον ρίψουν εις την πυράν, δια να τον τηγανίσουν. Καθ' ον δε χρόνον ο ατμός από το τηγάνι ανεδίδετο επί μακρόν εις την γύρω περιοχήν, οι αδελφοί του μαζή με την μητέρα του παρακινούσαν ο ένας τον άλλον να αποθάνουν ηρωϊκώς λέγοντες τα εξής· 5 Ἀφοῦ ὁ βασανιζόμενος κατήντησεν ἕνα ἀνθρώπινον ράκος, ἀνίκανος ἐντελῶς δι’ ὀτιδήποτε, ὁ βασιλιᾶς διέταξε νὰ τὸν ὁδηγήσουν εἰς τὴν φωτιά, ἐνῷ ἀκόμη ἀνέπνεε, καὶ νὰ τὸν τηγανίσουν μέσα εἰς ἕνα ἀπὸ τὰ πυρακτωμένα τηγάνια.Καθὼς δὲ ὁ καπνός - ἡ μυρωδιὰ τοῦ σώματος ποὺ ἐψήνετο εἰς τὸ τηγάνι - ἀνέβαινε καὶ ἐσκορπίζετο γύρω - γύρω καὶ μακριά, οἱ ἄλλοι ἕξι ἀδελφοὶ παρακινοῦσαν καὶ ἐνεθάρρυναν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον μαζὶ μὲ τὴν μητέρα των νὰ ἀποθάνουν μὲ γενναιότητα· ἔλεγαν δὲ τὰ ἀκόλουθα:
6 ὁ Κύριος ὁ Θεὸς ἐφορᾷ καὶ ταῖς ἀληθείαις ἐφ’ ἡμῖν παρακαλεῖται, καθάπερ διὰ τῆς κατὰ πρόσωπον ἀντιμαρτυρούσης ᾠδῆς διεσάφησε Μωυσῆς λέγων· καὶ ἐπὶ τοῖς δούλοις αὐτοῦ παρακληθήσεται. 6 “Κυριος ο Θεός βλέπει και είναι πράγματι ελεήμων και ευσυμπάθητος προς ημάς, όπως ο Μωϋσής σαφώς διεκήρυξεν εις την ωδήν, εις την οποίαν ενώπιον όλου του Ισραηλιτικού λαού διελάλησε λέγων· ο Κυριος σπλαγχνίζεται και ελεεί τους δούλους του”. 6 Ὁ Κύριος ὁ Θεὸς ἐποπτεύει καὶ ἀναμφιβόλως λυπεῖται καὶ εἶναι συμπαθὴς πρὸς ἡμᾶς, ὅπως ἀκριβῶς ὁ Μωϋσῆς διεκήρυξεν ἐνώπιον τῶν Ἰσραηλιτῶν εἰς τὴν ωδήν του, μὲ τὴν ὁποίαν διεμαρτύρετο διὰ τὴν ἀποστασίαν τοῦ λαοῦ καὶ εἰς τὴν ὁποίαν ἔλεγεν: (Ὁ Θεὸς δὲν θὰ παραβλέψῃ τὸν λαόν του, ὅταν πολεμῆται ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς του, οὔτε θὰ τὸν τιμωρήσῃ σύμφωνα μὲ τὶς ἁμαρτίες του, ἀλλὰ θὰ γίνῃ εὐσπλαγχνικὸς καὶ εὐμενὴς εἰς αὐτόν).
7 μεταλλάξαντος δὲ τοῦ πρώτου τὸν τρόπον τοῦτον, τὸν δεύτερον ἦγον ἐπὶ τὸν ἐμπαιγμὸν καὶ τὸ τῆς κεφαλῆς δέρμα σὺν ταῖς θριξὶ περισύραντες ἐπηρώτων· εἰ φάγεσαι πρὸ τοῦ τιμωρηθῆναι τὸ σῶμα κατὰ μέλος; 7 Οταν κατ' αυτόν τον μαρτυρικόν τρόπον εξεδήμησεν ο πρώτος αδελφός, ωδήγησαν οι άνθρωποι του βασιλέως τον δεύτερον αδελφόν προς το μαρτύριον. Αφού δε εξερρίζωσαν το δέρμα της κεφαλής με τας τρίχας, τον ερωτούσαν εάν συγκατατίθεται να φάγη χοιρινόν κρέας, πριν βασανισθή και εις ένα έκαστον από τα άλλα μέλη του σώματός του. 7 Ἀφοῦ ὁ πρῶτος ἀδελφὸς ἀπέθανε μὲ αὐτὸν τὸν μαρτυρικὸν θάνατον, οἱ ἄνθρωποι τοῦ βασιλιᾶ ὠδήγησαν εἰς τὸ μαρτύριον τὸν δεύτερον ἀδελφόν.Καὶ ἀφοῦ τοῦ ἔγδαραν τὴν κεφαλὴν καὶ τοῦ ἀφήρεσαν τὸ δέρμα μαζὶ μὲ τὶς τρίχες, τὸν ἐρωτοῦσαν: Θὰ φάγῃς χοιρινὸν κρέας, πρὶν βασανίσωμεν τὸ σῶμα σου καὶ τὸ κάμωμεν κομμάτια - κομμάτια;
8 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς τῇ πατρίῳ φωνῇ εἶπεν· οὐχί· διόπερ καὶ οὗτος τὴν ἑξῆς ἔλαβε βάσανον ὡς ὁ πρῶτος. 8 Αυτός απεκρίθη εις την πατρικήν του γλώσσαν και είπεν· “όχι”. Δια τούτο και αυτός υπέστη με την σειράν του το μαρτύριον, όπως και ο πρώτος. 8 Αὐτὸς δὲ ἀπάντησε εἰς τὴν γλῶσσαν τῶν πατέρων του καὶ εἶπεν: Ὄχι! Ποτέ! Ἕνεκα τούτου ὑπεβλήθη καὶ αὐτὸς εἰς τὴν συνέχειαν εἰς τὰ ἴδια βασανιστήρια, ποὺ ὑπεβλήθη καὶ ὁ πρῶτος.
9 ἐν ἐσχάτῃ δὲ πνοῇ γενόμενος εἶπε· σὺ μὲν ἀλάστωρ ἐκ τοῦ παρόντος ἡμᾶς ζῆν ἀπολύεις, ὁ δὲ τοῦ κόσμου βασιλεὺς ἀποθανόντας ἡμᾶς ὑπὲρ τῶν αὐτοῦ νόμων εἰς αἰώνιον ἀναβίωσιν ζωῆς ἡμᾶς ἀναστήσει. 9 Οταν δε έπνεε πλέον τα λοίσθια, είπε προς τον βασιλέα· “συ μέν, αλιτήριε, αφαιρείς από ημάς την παρούσαν ζωήν, ο βασιλεύς όμως του κόσμου θα μας αναστήση εις μίαν αιωνίαν ζωήν, εφ' όσον ημείς απεθάνομεν, δια να μείνωμεν πιστοί στους νόμους του”. 9 Ἔνῷ δὲ ἐπρόκειτο νὰ ἐκπνεύσῃ, εἶπε πρὸς τὸν βασιλιᾶ: Σὺ μέν, κακοποιὲ καὶ ἄνθρωπε ἄθλιε, μᾶς ἀφαιρεῖς τὴν παροῦσαν ζωὴν ὅμως ὁ βασιλιᾶς τοῦ κόσμου, ὁ Θεός, ἐφ’ ὅσον ἡμεῖς ἀποθάνωμεν ἕνεκα τῆς πιστότητος καὶ τῆς ἐμμονῆς μας εἰς τοὺς ἰδικούς Του νόμους, θὰ μᾶς ἀναστήσῃ διὰ νὰ ζήσωμεν καὶ πάλιν εἰς αἰωνίαν ζωήν.
10 μετὰ δὲ τοῦτον ὁ τρίτος ἐνεπαίζετο καὶ τὴν γλῶσσαν αἰτηθεὶς ταχέως προέβαλε καὶ τὰς χεῖρας εὐθαρσῶς προέτεινε 10 Επειτα δε από αυτόν εβασανίσθη ο τρίτος αδελφός. Οταν δε ο δήμιος του εζήτησε να εξαγάγη αμέσως την γλώσσαν του και τας χείρας του, δια να του τα κόψουν, εκείνος τα επρότεινε με θάρρος 10 Ἔπειτα ἀπὸ αὐτὸν ἐβασανίσθη ὁ τρίτος ἀδελφός.Ὅταν ὁ δήμιος τοῦ ἐζήτησε νὰ βγάλῃ ἔξω τὴν γλῶσσαν του, αὐτὸς τὴν ἔβγαλε ἀμέσως καὶ ἐπρότεινε τὰ χέρια του μὲ θάρρος, διὰ νὰ τοῦ τὰ κόψουν,
11 καὶ γενναίως εἶπεν· ἐξ οὐρανοῦ ταῦτα κέκτημαι καὶ διὰ τοὺς αὐτοῦ νόμους ὑπερορῶ ταῦτα καὶ παρ᾿ αὐτοῦ ταῦτα πάλιν ἐλπίζω κομίσασθαι· 11 και ηρωϊκώς είπεν· “έχω πάρει τα μέλη αυτά από τον ουράνιον Θεόν και χάριν του νόμου του Θεού δεν τα λογαριάζω, διότι πιστεύω ότι από τον Θεόν θα τα αποκτήσω πάλιν κάποτε”. 11 καὶ εἶπε μὲ γενναιότητα: Ἀπὸ τὸν Θεὸν τοῦ οὐρανοῦ ἔχω λάβει τὰ μέλη αὐτὰ τοῦ σώματός μου καὶ χάριν τῶν Νόμων Του τὰ περιφρονῶ· καὶ ἀπὸ Αὐτὸν ἐλπίζω νὰ τὰ λάβω καὶ πάλιν.
12 ὥστε αὐτὸν τὸν βασιλέα καὶ τοὺς σὺν αὐτῷ ἐκπλήσσεσθαι τὴν τοῦ νεανίσκου ψυχήν, ὡς ἐν οὐδενὶ τὰς ἀλγηδόνας ἐτίθετο. 12 Ητο δε τόσον το θάρρος του, ώστε και ο ίδιος ο βασιλεύς και εκείνοι οι οποίοι τον ακολουθούσαν, εξεπλάγησαν με τον ηρωϊσμόν του νέου αυτού, ο οποίος εις ουδέν υπελόγιζε τους πόνους από τα βασανιστήρια. 12 Αὐτὰ τὰ εἶπε μὲ τόσον θάρρος, ὥστε, ὅταν τὰ ἄκουσαν ὁ βασιλιᾶς καὶ ἡ ἀκολουθία του, ἐξεπλάγησαν διὰ τὴν ψυχικὴν γενναιότητα τοῦ νέου, ὁ ὁποῖος δὲν ἐλάμβανε καθόλου ὑπ’ ὄψιν τοὺς πόνους ἀπὸ τὰ βασανιστήρια, ἀλλὰ τὰ ἐπεριφρονοῦσε ἐντελῶς.
13 καὶ τούτου δὲ μεταλλάξαντος, τὸν τέταρτον ὡσαύτως ἐβασάνιζον αἰκιζόμενοι. 13 Οταν αυτός εξεδήμησεν, έφεραν και με τον ίδιον τρόπον ήρχισαν να βασανίζουν με πληγάς τον τέταρτον υιόν. 13 Ἀφοῦ δὲ ἀπέθανε καὶ αὐτός, ἐβασάνισαν κατὰ τὸν ἴδιον σκληρὸν τρόπον τὸν τέταρτον ἀδελφόν.
14 καὶ γενόμενος πρὸς τὸ τελευτᾶν οὕτως ἔφη· αἱρετὸν μεταλλάσσοντα ὑπ᾿ ἀνθρώπων τὰς ὑπὸ τοῦ Θεοῦ προσδοκᾶν ἐλπίδας πάλιν ἀναστήσεσθαι ὑπ᾿ αὐτοῦ· σοὶ μὲν γὰρ ἀνάστασις εἰς ζωὴν οὐκ ἔσται. 14 Οταν δε και εκείνος επλησίαζε να αποθάνη, ομίλησε κατ' τον τον τρόπον προς τον βασιλέα· “είναι προτιμότερον να πεθαίνη κανείς από τα χέρια των ανθρώπων με την ελπίδα που έχει προς τον Θεόν ότι και πάλιν θα αναστηθή από εκείνον. Δια σε όμως, βασιλεύ, η ανάστασίς σου δεν θα είναι προς ζωήν”. 14 Καθὼς ὅμως ἐπλησίαζε καὶ αὐτὸς νὰ ἐκπνεύσῃ, ἐμίλησε πρὸς τὸν βασιλιᾶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον καὶ τοῦ εἶπεν: Εἶναι προτιμότερον νὰ ἀποθνῄσκῃ κανείς, ὁδηγούμενος εἰς θάνατον ἐκ μέρους τῶν ἀνθρώπων, μὲ τὴν προσδοκίαν καὶ τὴν ἐλπίδα, ποὺ ἔχει πρὸς τὸν Θεόν, ὅτι θὰ ἀναστηθῇ καὶ πάλιν ἀπὸ Αὐτόν.Διότι διὰ σὲ δὲν θὰ ὑπάρξῃ ἀνάστασις δι’ αἰωνίαν καὶ μακαρίαν ζωήν.
15 ἐχομένως δὲ τὸν πέμπτον προσάγοντες ᾐκίζοντο. 15 Εν συνεχεία δε ωδηγήθη ο πέμπτος υιός, τον οποίον και ήρχισαν να βασανίζουν. 15 Κατόπιν ὠδήγησαν τὸν πέμπτον ἀδελφὸν καὶ ἄρχισαν νὰ τὸν βασανίζουν.
16 ὁ δὲ πρὸς αὐτὸν ἰδὼν εἶπεν· ἐξουσίαν ἐν ἀνθρώποις ἔχων φθαρτὸς ὤν, ὃ θέλεις ποιεῖς· μὴ δόκει δὲ τὸ γένος ἡμῶν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ καταλελεῖφθαι. 16 Αυτός ατενίσας προς τον βασιλέα είπεν· “έχεις την δύναμιν μεταξύ των ανθρώπων, αν και είσαι θνητός, και ημπορείς να πράξης ο,τι θέλεις. Μη νομίσης όμως ότι το γένος μας έχει εγκαταλειφθή από τον Θεόν. 16 Αὐτὸς δέ, ἀφοῦ προσήλωσε τὸ βλέμμα του πρὸς τὸν βασιλιᾶ, τοῦ εἶπε: Μὲ τὸ νὰ ἔχῃς τὴν ἐξουσίαν μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, ἂν καὶ εἶσαι θνητός, ἠμπορεῖς νὰ κάμῃς ὅ,τι θέλεις.Ὅμως μὴ φαντάζεσαι ὅτι τὸ γένος μας ἔχει ἐγκαταλειφθῇ ἀπὸ τὸν Θεόν.
17 σὺ δὲ καρτέρει καὶ θεώρει τὸ μεγαλεῖον αὐτοῦ κράτος, ὡς σὲ καὶ τὸ σπέρμα σου βασανίσει. 17 Περίμενε δε συ και θα ίδης την μεγαλειώδη δύναμιν του Θεού, πόσον σε και τους απογόνους σου θα βασανίση”. 17 Μόνον περίμενε καὶ θὰ ἰδῇς πῶς ἡ παντοκρατορική του δύναμις θὰ βασανίσῃ σὲ καὶ τοὺς ἀπογόνους σου.
18 μετὰ δὲ τοῦτον ἦγον τὸν ἕκτον, καὶ μέλλων ἀποθνήσκειν ἔφη· μὴ πλανῶ μάτην, ἡμεῖς γὰρ δι᾿ ἑαυτοὺς ταῦτα πάσχομεν ἁμαρτάνοντες εἰς τὸν ἑαυτῶν Θεόν, διὸ ἄξια θαυμασμοῦ γέγονε. 18 Επειτα από αυτόν έφεραν προς το μαρτύριον τον έκτον αδελφόν. Οταν δε και αυτός επρόκειτο να αποθάνη, είπε προς τον βασιλέα· “μη πλανάσαι ματαίως. Ημείς από τον εαυτόν μας υποφέρομεν αυτά, διότι έχομεν αμαρτήσει ενώπιον του Θεού μας, δια τούτο επήλθον εναντίον μας τα καταπληκτικά αυτά κακά. 18 Ἔπειτα ἀπὸ αὐτὸν ἔφεραν τὸν ἕκτον ἀδελφόν, διὰ νὰ τὸν βασανίσουν.Ὅταν δὲ ἐπρόκειτο νὰ ἀποθάνῃ καὶ αὐτός, εἶπε πρὸς τὸν βασιλιᾶ: Μὴ ἀπατᾷς μάταια τὸν ἑαυτόν σου διότι ἡμεῖς ὑποφέρομεν αὐτὰ ἀπὸ τὸν ἑαυτόν μας, ἐπειδὴ ἔχομεν ἁμαρτήσει ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μας.Διὰ τοῦτο συνέβησαν φοβερὰ καὶ ἐκπληκτικὰ γεγονότα εἰς τὴν ζωήν μας.
19 σὺ δὲ μὴ νομίσῃς ἀθῷος ἔσεσθαι θεομαχεῖν ἐπιχειρήσας. 19 Αλλά και συ μη φαντασθής, ότι θα μείνης ατιμώρητος, εφ' όσον ανέλαβες και έκαμες πόλεμον εναντίον του Θεού”. 19 Σὺ δὲ μὴ νομίσῃς ὅτι εἶσαι ἀθῶος καὶ ὅτι θὰ μείνῃς ἀτιμώρητος, ἐφ’ ὅσον ἐτόλμησες νὰ γίνῃς θεομάχος, πολέμιος τοῦ Θεοῦ.
20 ὑπεραγόντως δὲ ἡ μήτηρ θαυμαστὴ καὶ μνήμης ἀγαθῆς ἀξία, ἥτις ἀπολλυμένους υἱοὺς ἑπτὰ συνορῶσα μιᾶς ὑπὸ καιρὸν ἡμέρας εὐψύχως ἔφερε διὰ τὰς ἐπὶ Κύριον ἐλπίδας. 20 Παρα πολύ αξιοθαύμαστος και αξία της πλέον αγαθής μνήμης ήτο η μητέρα, η οποία, καίτοι έβλεπε να αποθνήσκουν τα παιδιά της εις διάστημα μιας ημέρας, απέμεινε γενναίως τα μαρτύρια των παιδιών της, διότι εστήριζε τας ελπίδας της στον Κυριον. 20 Ἀλλὰ καὶ ἡ μητέρα τῶν νέων ὑπῆρξεν ὑπερβολικὰ ἀξιοθαύμαστος καὶ ἄξια ἀγαθῆς μνήμης.Αὐτή, ἐνῷ ἔβλεπε νὰ ἀποθνήσκουν μαρτυρικῶς καὶ οἱ ἑπτὰ υἱοί της εἰς διάστημα μιᾶς καὶ μόνον ἡμέρας, ἐν τούτοις ὑπέμεινε μὲ γενναιότητα τὰ μαρτύρια τῶν παιδιῶν της, διότι εἶχε στηρίξει καὶ ἐναποθέσει τὶς ἐλπίδες της εἰς τὸν Κύριον.
21 ἕκαστον δὲ αὐτῶν παρεκάλει τῇ πατρίῳ φωνῇ γενναίῳ πεπληρωμένη φρονήματι καὶ τὸν θῆλυν λογισμὸν ἄρσενι θυμῷ διεγείρασα, λέγουσα πρὸς αὐτούς· 21 Αυτή, εις την πατρικήν της γλώσσαν ωμιλούσε και παρακινούσε το καθένα από τα παιδιά της και πλήρης από ευγενέστατα αισθήματα και φρονήματα τα ενεθάρρυνε προς το μαρτύριον, μεταβάλλουσα την γυναικείαν τρυφερότητα εις ανδρικόν θάρρος και έλεγε προς αυτούς· 21 Αὐτὴ ἐνεθάρρυνε κάθε ἕνα ἀπὸ τοὺς υἱούς της εἰς τὴν γλῶσσαν τῶν πατέρων των, γεμάτη ἀπὸ γενναῖον καὶ ὑψηλὸν φρόνημα· ἐνισχύουσα δὲ τὴν γυναικείαν σκέψιν μὲ ἀνδρικὴν διάθεσιν καὶ διεγείρουσα τὴν ψυχοσύνθεσίν της μὲ ἀνδρικὴν γενναιότητα, ἔλεγε πρὸς αὐτούς:
22 οὐκ οἶδ᾿ ὅπως εἰς τὴν ἐμὴν ἐφάνητε κοιλίαν, οὐδὲ ἐγὼ τὸ πνεῦμα καὶ τὴν ζωὴν ὑμῖν ἐχαρισάμην, καὶ τὴν ἑκάστου στοιχείωσιν οὐκ ἐγὼ διερρύθμισα. 22 “Δεν γνωρίζω πως έχετε γεννηθή εις την κοιλίαν μου, δεν είμαι εγώ εκείνη που σας έδωσα το πνεύμα και την ζωήν, δεν είμαι εγώ εκείνη οποία ωργάνωσα τα στοιχεία, που αποτελούν το σώμα σας. Αυτά είναι του Θεού δώρα. 22 Δὲν γνωρίζω πῶς ἐμφανισθήκατε, ἐλάβατε ὑπόστασιν, ἐσχηματισθήκατε καὶ ἐμορφοποιηθήκατε εἰς τὴν κοιλίαν μου· οὔτε ἐγὼ ὑπῆρξα ἐκείνη, ἡ ὁποία σᾶς ἔδωκα καὶ σᾶς ἐχάρισα τὸ πνεῦμα καὶ τὴν ζωὴν καὶ δὲν εἶμαι ἐγὼ ἐκείνη, ἡ ὁποία ἐμάζευσα καὶ ἐταξινόμησα τὰ στοιχεῖα, ποὺ ἀπετέλεσαν τοὺς σκελετοὺς καὶ τὰ ὄργανα καὶ γενικῶς τὰ ἀνθρώπινα σώματά σας.
23 τοιγαροῦν ὁ τοῦ κόσμου κτίστης, ὁ πλάσας ἀνθρώπου γένεσιν καὶ πάντων ἐξευρὼν γένεσιν καὶ τὸ πνεῦμα καὶ τὴν ζωὴν ὑμῖν πάλιν ἀποδώσει μετ᾿ ἐλέους, ὡς νῦν ὑπερορᾶται ἑαυτοὺς διὰ τοὺς αὐτοῦ νόμους. 23 Δια τούτο, λοιπόν, ο Δημιουργός του κόσμου, ο οποίος έπλασε τον άνθρωπον και εμόρφωσε το ανθρώπινον γένος, εκείνος ο οποίος έδωσεν αρχήν και ύπαρξιν εις όλα τα πράγματα, αυτός και πάλιν εν τη ευσπλαγχνία του θα αποδώση εις σας το πνεύμα και την ζωήν, διότι τώρα σεις καταφρονείτε τον εαυτόν σας προς χάριν των νόμων του”. 23 Ὁ Δημιουργὸς λοιπὸν τοῦ κόσμου, ὁ ὁποῖος ἔπλασεν ἐξ ἀρχῆς τὸν ἄνθρωπον καὶ ἔδωκεν ἀρχὴν καὶ ὔπαρξιν εἰς ὅλα τὰ δημιουργήματα, Αὐτὸς θὰ σᾶς ἀποδώσῃ καὶ πάλιν, κατὰ τὴν εὐσπλαγχνίαν του, καὶ τὸ πνεῦμα καὶ τὴν ζωήν, ἐφ’ ὅσον τώρα σεῖς περιφρονεῖτε τοὺς ἑαυτούς σας καὶ θέτετε ὑπεράνω τοῦ ἑαυτοῦ σας τοὺς Νόμους του.
24 ὁ δὲ ᾿Αντίοχος οἰόμενος καταφρονεῖσθαι καὶ τὴν ὀνειδίζουσαν ὑφορώμενος φωνήν, ἔτι τοῦ νεωτέρου περιόντος, οὐ μόνον διὰ λόγων ἐποιεῖτο τὴν παράκλησιν, ἀλλὰ καὶ δι᾿ ὅρκων ἐπίστου ἅμα πλουτιεῖν καὶ μακαριστὸν ποιήσειν μεταθέμενον ἀπὸ τῶν πατρίων νόμων καὶ φίλον ἕξειν καὶ χρείας ἐμπιστεύσειν. 24 Ο Αντίοχος επειδή ενόμιζεν ότι κατεφρονείτο και εξηυτελίζετο, και επειδή υπωπτεύετο ότι υβρίζεται με τα λόγια αυτής της μητέρας, ενώ ακόμη ο νεώτερος υιός εζούσεν, όχι μόνον με απλά λόγια τον ενεθάρρυνε και τον εκολάκευε, αλλά και με όρκους υπέσχετο εις αυτόν να τον κάμη πλούσιον και ευτυχή, να τον καταστήση φίλον του, να του εμπιστευθή μεγάλα αξιώματα, εάν εγκαταλείψη τους νόμους των πατέρων του. 24 Ὁ δὲ Ἀντίοχος, ποὺ δὲν εἶχεν ἐννοήσει τὰ λόγια τῆς μητέρας, ἀφοῦ αὐτὰ ἐλέχθησαν εἰς τὴν γλῶσσαν τῶν πατέρων τῆς, ἐνόμισεν ὅτι ἐπεριφρονεῖτο ὁ ἴδιος καὶ ὑπωψιάζετο ὅτι ὑβρίζετο διὰ τῶν λόγων τῆς μητέρας.Ἕνεκα τούτου καὶ ἐπειδὴ ὁ νεώτερος (ὁ ἕβδομος καὶ τελευταῖος) υἱὸς εὑρίσκετο ἀκόμη εἰς τὴν ζωήν, ὁ βασιλιᾶς δὲν ἀρκέσθηκε εἰς τὸ νὰ τὸν παροτρύνῃ ἁπλῶς μόνον μὲ λόγια, ἀλλὰ τοῦ ὑπέσχετο μὲ ὅρκους ὅτι θὰ τὸν κάμῃ πλούσιον καὶ εὐτυχισμένον, θὰ τὸν ἀναδείξῃ Φίλον του καὶ θὰ τοῦ ἐμπιστευθῇ μεγάλες καὶ ὑψηλὲς θέσεις, ἐὰν ἐγκατέλειπε τοὺς νόμους τῶν πατέρων του.
25 τοῦ δὲ νεανίου μηδαμῶς προσέρχοντος, προσκαλεσάμενος ὁ βασιλεὺς τὴν μητέρα παρῄνει τοῦ μειρακίου γενέσθαι σύμβουλον ἐπὶ σωτηρίᾳ. 25 Επειδή όμως ο νεαρός αυτός δεν έδιδε καμμίαν προσοχήν εις τας δελεαστικάς προσφοράς του βασιλέως, εκείνος εκάλεσε την μητέρα και την παρακινούσε να συμβουλεύση το παιδί της, που ήτο μειράκιον ακόμη, και να αποφύγη έτσι τον μαρτυρικόν θάνατον. 25 Ἀλλ’ ἐπειδὴ ὁ νεαρὸς δὲν ἔδιδε καμμίαν προσοχὴν εἰς τὰ λόγια καὶ τὶς ὑποσχέσεις τοῦ βασιλιᾶ, ὁ Ἀντίοχος, ἀφοῦ ἐπροσκάλεσε τὴν μητέρα του, τὴν παρακινοῦσε νὰ συμβουλεύσῃ τὸν υἱόν της, ποὺ ἦταν ἀκόμη μικρὸ παιδί, διὰ τὴν σωτηρίαν τῆς ζωῆς του.
26 πολλὰ δὲ αὐτοῦ παραινέσαντος ἐπεδέξατο πείσειν τὸν υἱόν. 26 Επειδή ο βασιλεύς με πολλούς λόγους την παρακινούσε, η μητέρα εδέχθη να πείση το παιδί της. 26 Ἔπειτα δὲ ἀπὸ πολλὲς καὶ ἐπίμονες παραινέσεις τοῦ βασιλιᾶ, ἡ μητέρα ἐδέχθη νὰ πείσῃ τὸν υἱόν της.
27 προσκύψασα δὲ αὐτῷ, χλευάσασα τὸν ὠμὸν τύραννον οὕτως ἔφησε τῇ πατρῴᾳ φωνῇ· υἱέ, ἐλέησόν με τὴν ἐν γαστρὶ περιενέγκασάν σε μῆνας ἐννέα καὶ θηλάσασάν σε ἔτη τρία καὶ ἐκθρέψασάν σε καὶ ἀγαγοῦσαν εἰς τὴν ἡλικίαν ταύτην καὶ τροφοφορήσασαν. 27 Εκείνη έσκυψε προς το παιδί της, ενέπαιξε τον σκληρόν βασιλέα και κατ' αυτόν τον τρόπον ομίλησε προς το παιδί της εις την γλώσσαν των πατέρων της· “παιδί μου, λυπήσου εμέ, η οποία επί εννέα μήνας σε έφερα εις την κοιλίαν μου. Εμέ, η οποία σε εθήλασα επί τρία έτη, σε ανέθρεψα και σε έφερα έως εις την ηλικίαν αυτήν, που είσαι. 27 Ἀφοῦ δὲ αὐτὴ ἔσκυψε πρὸς τὸν υἱόν της καὶ ἀφοῦ ἐχλεύασε τὸν σκληρὸν καὶ ἀπάνθρωπον τύραννον (βασιλιᾶ), ἐμίλησε εἰς τὴν γλῶσσαν τῶν πατέρων της πρὸς τὸν υἱόν της μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον καὶ τοῦ εἶπε: Παιδί μου, λυπήσου ἐμέ, ἡ ὁποία σὲ ἐκράτησα ἐννέα μῆνες εἰς τὴν κοιλίαν μου καὶ σὲ ἐθήλασα τρία ἔτη καὶ σὲ ἀνέθρεψα καὶ σὲ ἔφερα εἰς τὴν ἡλικίαν αὐτὴν καὶ σοῦ ἔδιδα τὴν ἀπαραίτητον τροφὴν διὰ νὰ ζῇς.
28 ἀξιῶσε, τέκνον, ἀναβλέψαντα εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ τὰ ἐν αὐτοῖς πάντα ἰδόντα, γνῶναι ὅτι ἐξ οὐκ ὄντων ἐποίησεν αὐτὰ ὁ Θεὸς καὶ τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος οὕτως γεγένηται. 28 Σε παρακαλώ, λοιπόν, και σε εξορκίζω, παιδί μου, να αναβλέψης στον ουρανόν και εις την γην και να ίδης όλα όσα υπάρχουν εις αυτά. Να γνωρίσης δε καλά, ότι Θεός εδημιούργησεν όλα αυτά εκ του μηδενός. Επίσης και το γένος των ανθρώπων παρά του Θεού έλαβε την ύπαρξιν. 28 Σὲ παρακαλῶ, παιδί μου, καὶ τὸ ἀπαιτῶ ὡς δίκαιον, σήκωσε τὰ μάτια σου ψηλὰ καὶ κύτταξε τὸν οὐρανόν, κύτταξε καὶ τὴν γῆν καὶ ἴδε ὅλα, ὅσα ὑπάρχουν εἰς αὐτά· καὶ ἐννόησε καλὰ ὅτι ὁ Θεὸς ἐδημιούργησεν ὅλα αὐτὰ ἀπὸ τὸ μηδὲν καὶ ὅτι καὶ τὸ ἀνθρώπινον γένος ἐπλάσθη ἀπὸ τὸν Θεὸν κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον.
29 μὴ φοβηθῇς τὸν δήμιον τοῦτον, ἀλλὰ τῶν ἀδελφῶν ἄξιος γενόμενος, ἐπίδεξαι τὸν θάνατον, ἵνα ἐν τῷ ἐλέει σὺν τοῖς ἀδελφοῖς σου κομίσωμαί σε. 29 Μη φοβηθής, λοιπόν, αυτόν τον δήμιον, αλλά να φανής αντάξιος των αδελφών σου. Δέξαι ηρωϊκώς τον μαρτυρικόν θάνατον, δια να σε επαναποκτήσω πάλιν μαζή με τους αδελφούς σου στον καιρόν του ελέους του Θεού, της αναστάσεως δηλαδή των νεκρών”. 29 Μὴ φοβηθῇς αὐτὸν τὸν δήμιον, ἀλλ’ ἀφοῦ φανῇς ἀντάξιος τῶν ἀδελφῶν σου, ποὺ ἐμαρτύρησαν γενναία, δέξου τὸν θάνατον, ὥστε νὰ σὲ δεχθῶ καὶ πάλιν μαζὶ μὲ τοὺς ἀδελφούς σου κατὰ τὴν ἡμέραν, ποὺ ὁ Θεὸς θὰ ἐκδηλώσῃ τὸ ἔλεός του, δηλαδὴ κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς γενικῆς ἐξαναστάσεως τῶν νεκρῶν (ἢ κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Ὥστε νὰ σὲ δεχθῶ καὶ πάλιν...χάρις εἰς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς γενικῆς ἐξαναστάσεως τῶν νεκρῶν).
30 ἔτι δὲ ταύτης καταλεγούσης ὁ νεανίας εἶπε· τίνα μένετε; οὐχ ὑπακούω τοῦ προστάγματος τοῦ βασιλέως, τοῦ δὲ προστάγματος ἀκούω τοῦ νόμου τοῦ δοθέντος τοῖς πατράσιν ἡμῶν διὰ Μωυσέως. 30 Ενῷ δε ακόμη έλεγεν αυτά εντόνως η μητέρα, ο νεώτερος αυτός αδελφός είπε προς τους δημίους· “τι περιμένετε; Δεν υπακούω εις την προσταγήν του βασιλέως, αλλά υπακούω εις τας εντολάς του Νομου, ο οποίος εδόθη παρά του Θεού δια του Μωϋσέως στους πατέρας μας. 30 Ἐνῷ δὲ ἀκόμη ἡ μητέρα του ἐμιλοῦσε, ὁ νεαρός, διάπυρος ἀπὸ τὴν ἐπιθυμίαν νὰ μαρτυρήσῃ, εἶπε πρὸς τοὺς δημίους του: Ποιὸν περιμένετε; Δὲν ὑπακούω εἰς τὸ πρόσταγμα τοῦ βασιλιᾶ· ἐγὼ ὑπακούω εἰς τὶς ἐντολὲς τοῦ Νόμου, ὁ ὁποῖος ἐδόθη ἀπὸ τὸν Θεὸν εἰς τοὺς προπάτορές μας διὰ τοῦ Μωυσέως.
31 σὺ δὲ πάσης κακίας εὑρετὴς γενόμενος εἰς τοὺς ῾Εβραίους, οὐ μὴ διαφύγῃς τὰς χεῖρας τοῦ Θεοῦ. 31 Συ δέ, βασιλεύ, ο οποίος έγινες αιτία και επινοητής όλων αυτών των συμφορών εναντίον των Εβραίων, δεν θα διαφύγης την τιμωρόν χείρα του Θεού. 31 Σὺ δέ, βασιλιᾶ Ἀντίοχε, ὁ ὁποῖος ἔγινες ὁ ἐφευρέτης καὶ αἴτιος ὅλων τῶν συμφορῶν, ποὺ ἐκτύπησαν τοὺς Ἑβραίους, δὲν πρόκειται νὰ γλυτώσῃς ἀπὸ τὰ τιμωρητικὰ χέρια τοῦ Θεοῦ.
32 ἡμεῖς γὰρ διὰ τὰς ἑαυτῶν ἁμαρτίας πάσχομεν. 32 Ημείς πάσχομεν εξ αιτίας των αμαρτιών μας. 32 Διότι ἡμεῖς ὑποφέρομεν διὰ τὶς ἁμαρτίες μας.
33 εἰ δὲ χάριν ἐπιπλήξεως καὶ παιδείας ὁ ζῶν Κύριος ἡμῶν βραχέως ἐπώργισται, καὶ πάλιν καταλλαγήσεται τοῖς ἑαυτοῦ δούλοις. 33 Εάν δε ο αιωνίως ζων Κυριος μας, δια να μας τιμωρήση και παιδαγωγήση, έδειξε προς στιγμήν μόνον την οργήν του εναντίον μας, πάλιν θα συμφιλιωθή με ημάς τους δούλους του. 33 Ἐὰν δὲ ὁ Θεός μας, ὁ Ὁποῖος ζῇ καὶ βλέπει τὰ πάντα, ἔχει ὀργισθῇ ἐναντίον μας διὰ σύντομον χρονικὸν διάστημα, ὥστε νὰ μᾶς τιμωρήσῃ καὶ παιδαγωγήσῃ, ὅμως θὰ συνδιαλλαγῇ καὶ πάλιν καὶ θὰ συμφιλιωθῇ μὲ ἡμᾶς τοὺς δούλους του.
34 σὺ δέ, ὦ ἀνόσιε καὶ πάντων ἀνθρώπων μιαρώτατε, μὴ μάτην μετεωρίζου φρυαττόμενος ἀδήλοις ἐλπίσιν, ἐπὶ τοὺς δούλους αὐτοῦ ἐπαιρόμενος χεῖρα· 34 Συ δέ, ω ανόσιε και μιαρώτατε μεταξύ όλων των ανθρώπων, μη αλαζονεύεσαι ματαίως καυχώμενος και στηριζόμενος εις ψευδείς ελπίδας και υψώνων το φονικόν σου χέρι εναντίον των δούλων του Θεού. 34 Ἀλλὰ σύ, ἀσεβέστατε καὶ πιὸ σιχαμερὲ ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, μὴ ὑπερηφανεύεσαι μάταια καὶ μὴ κομπάζῃς γεμᾶτος αὐθάδειαν στηριζόμενος εἰς ἀβέβαιες καὶ ἀμφίβολες ἐλπίδες καὶ ὑψώνων τὸ φονικόν σου χέρι ἐναντίον τῶν δούλων τοῦ Θεοῦ·
35 οὕπω γὰρ τὴν τοῦ Παντοκράτορος ἐπόπτου Θεοῦ, κρίσιν ἐκπέφευγας. 35 Διότι δεν εξέφυγες ακόμη την καταδίκην εκ μέρους του παντοκράτορας Θεού, ο οποίος εποπτεύει όλον τον κόσμον και ημάς. 35 διότι δὲν ἔχεις ξεφύγει ἀκόμη ἀπὸ τὴν κρίσιν καὶ τιμωρίαν τοῦ Παντοκράτορος Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἐποπτεύει τὰ πάντα.
36 οἱ μὲν γὰρ νῦν ἡμέτεροι ἀδελφοὶ βραχὺν ὑπενέγκαντες πόνον ἀεννάου ζωῆς ὑπὸ διαθήκην Θεοῦ πεπτώκασι· σὺ δὲ τῇ τοῦ Θεοῦ κρίσει δίκαια τὰ πρόστιμα τῆς ὑπερηφανίας ἀποίσῃ. 36 Οι αδελφοί μας υπέμειναν ολιγοχρόνιον πόνον και έχουν πέσει μαρτυρικώς, δια να κερδήσουν την αιωνίαν ζωήν, σύμφωνα με την Διαθήκην του Θεού. 36 Διότι οἰ ἀδελφοί μας, ἀφοῦ ὑπέμειναν σύντομον καὶ πρόσκαιρον σωματικὸν πόνον, ἔχουν πέσει διὰ τὴν πίστιν εἰς τὸν Θεόν, ὁ Ὁποῖος ὑπόσχεται τὴν αἰώνιον ζωήν, τὴν ὁποίαν καὶ ἀπολαμβάνουν ἤδη.Ἐνῷ σύ, διὰ τῆς καταδίκης τοῦ Θεοῦ, θὰ ὑποστῇς τὴν δικαίαν τιμωρίαν τῆς σκληρότητος καὶ τῆς ὑπερηφανείας σου.
37 ἐγὼ δὲ καθάπερ οἱ ἀδελφοί μου καὶ σῶμα καὶ ψυχὴν προδίδωμι περὶ τῶν πατρίων νόμων, ἐπικαλούμενος τὸν Θεὸν ἵλεων ταχὺ τῷ ἔθνει γενέσθαι καὶ σὲ μετὰ ἐτασμῶν καὶ μαστίγων ἐξομολογήσασθαι, διότι μόνος αὐτὸς Θεός ἐστιν, 37 Εγώ, όπως και οι άλλοι αδελφοί μου, παραδίδω το σώμα και την ψυχήν προς χάριν των πατροπαραδότων νόμων, παρακαλών τον Θεόν να φανή συντομώτατα ίλεως προς τον λαόν του, να κάμη δε και σέ, με βάσανα και με θλίψεις, στο να ομολογήσης τον αληθινόν Θεόν, διότι αυτός μόνος είναι Θεός. 37 Ἐγὼ δέ, ὅπως ἀκριβῶς καὶ οἱ ἄλλοι ἀδελφοί μου, παραδίδω τὸ σῶμα μου καὶ τὴν ζωήν μου χάριν τῶν νόμων τῶν πατέρων μου, παρακαλῶν τὸν Θεὸν νὰ γίνῃ γρήγορα εὐσπλαγχνικὸς εἰς τὸ ἔθνος μου, νὰ ἀναγκάσῃ δὲ καὶ σὲ μὲ βάσανα καὶ θλίψεις νὰ ὁμολογήσεις ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ μόνος ἀληθινὸς Θεός.
38 ἐν ἐμοὶ δὲ καὶ τοῖς ἀδελφοῖς μου στῆναι τὴν τοῦ Παντοκράτορος ὀργὴν τὴν ἐπὶ τὸ σύμπαν ἡμῶν γένος δικαίως ἐπηγμένην. 38 Παρακαλώ δε και εύχομαι, εις εμέ και στους αδελφούς μου να σταματήση ο Θεός την οργήν του, η οποία κατά λόγον δικαιοσύνης εξέσπασεν εναντίον του γένους μας”. 38 Εἴθε δὲ εἰς ἐμὲ καὶ εἰς τοὺς ἀδελφούς μου νὰ σταματήσῃ ἡ ὀργὴ του παντοκράτορος Θεοῦ, ἡ ὁποία δικαίως ἐστράφη ἐναντίον ὅλου τοῦ ἰουδαϊκοῦ μας γένους.
39 ἔκθυμος δὲ γενόμενος ὁ βασιλεύς, τούτῳ παρὰ τοὺς ἄλλους χειρίστως ἀπήντησε πικρῶς φέρων ἐπὶ τῷ μυκτηρισμῷ. 39 Εξαλλος από οργήν έγινεν ο βασιλεύς και διέταξε να βασανισθή ο νεώτερος αυτός αδελφός σκληρότερον από τους άλλους αδελφούς, διότι βαρέως έφερε την περιφρόνησιν εκ μέρους αυτού. 39 Ὁ βασιλιᾶς εἰς τὸ ἄκουσμα τῶν λόγων αὐτῶν, ἀφοῦ ἔγινε ἐκτὸς ἑαυτοῦ ἀπὸ τὴν μεγάλην ὀργήν του, τὸν ἕβδομον αὐτὸν υἱὸν τὸν ἐβασάνισε περισσότερον καὶ σκληρότερα ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἐπειδὴ (ὁ βασιλιᾶς) πικράθηκε καὶ ἔφερε βαρέως τὰ εἰρωνικὰ καὶ περιφρονητικὰ λόγια τοῦ νέου.
40 καὶ οὗτος οὖν καθαρὸς τὸν βίον μετήλλαξε παντελῶς ἐπὶ τῷ Κυρίῳ πεποιθώς. 40 Ετσι δε αγνός και καθαρός εξεδήμησεν και ο νεώτερος αυτός αδελφός πλήρως αφωσιωμένος και πιστός στον Θεόν. 40 Ἔτσι καὶ ὁ ἕβδομος αὐτὸς νέος ἀπέθανε καθαρὸς ἀπὸ κάθε εἶδος εἰδωλολατρίας, ἔχων τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν πεποίθησίν του εἰς τὸν Κύριον.
41 ἐσχάτη δὲ τῶν υἱῶν ἡ μήτηρ ἐτελεύτησε. 41 Τελευταία δε από τα παιδιά της εξεδημησε μαρτυρικώς και η μητέρα. 41 Τελευταία δὲ μετὰ τοὺς υἱούς της ἀπέθανε (μαρτυρικῶς) καὶ ἡ μητέρα.
42 τὰ μὲν οὖν περὶ τοὺς σπλαγνισμούς καὶ τὰς ὑπερβαλλούσας αἰκίας ἐπὶ τοσοῦτον δεδηλώσθω. 42 Αυτά μεν λοιπόν που ελέχθησαν δια τον εξαναγκασμόν των πιστών προς συμμετοχήν εις ειδωλολατρικάς θυσίας και τας υπερβολικάς σκληρότητας του Αντιόχου εναντίον των Ιουδαίων, είναι αρκετά. 42 Ἀρκετὰ ὅμως τὰ ὅσα ἀνεφέρθησαν διὰ τὰ ἀνωτέρω γεγονότα, ὡς πρὸς τὶς εἰδωλολατρικὲς ἑορτές, κατὰ τὶς ὁποῖες οἱ Ἰουδαῖοι ἐπιέζοντο νὰ φάγουν ἀπὸ τὰ σπλάγχνα τῶν θυσιαζομένων ζώων, καὶ διὰ τὰ ὑπερβολικὰ εἰς σκληρότητα μαρτύρια, εἰς τὰ ὁποῖα ὑπεβάλλοντο ἀπὸ τὸν βασιλιᾶ Ἀντίοχον Δ' τὸν Ἐπιφανῆ.