Σάββατο, 20 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:43
Δύση: 20:06
Σελ. 12 ημ.
111-255
16ος χρόνος, 5908η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Β' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 (Α)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΤΟΙΣ ἀδελφοῖς τοῖς κατ᾿ Αἴγυπτον ᾿Ιουδαίοις χαίρειν. οἱ ἀδελφοὶ οἱ ἐν ῾Ιεροσολύμοις ᾿Ιουδαῖοι καὶ οἱ ἐν τῇ χώρᾳ τῆς ᾿Ιουδαίας εἰρήνην ἀγαθήν· 1 Ημείς, οι Ιουδαίοι που ευρισκόμεθα εις την Ιερουσαλήμ και εις την άλλην χώραν της Ιουδαίας, χαιρετίζομεν τους αδελφούς μας, που ευρίσκονται εις την Αίγυπτον. Ευχόμεθα εις σας λαμπράν ειρήνην. 1 Πρὸς τοὺς ἀδελφούς μας τοὺς Ἰουδαίους, οἱ ὁποῖοι ζοῦν εἰς τὴν Αἴγυπτον, εὐχόμεθα εἰς αὐτοὺς νὰ χαίρουν.Οἱ ἀδελφοί των Ἰουδαῖοι, ποὺ κατοικοῦν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ εἰς ὅλην τὴν χώραν τῆς Ἰουδαίας, εὔχονται εἰς σᾶς τελείαν καὶ ἀδιατάρακτον εἰρήνην.
2 καὶ ἀγαθοποιήσαι ὑμῖν ὁ Θεὸς καὶ μνησθείη τῆς διαθήκης αὐτοῦ τῆς πρὸς ῾Αβραὰμ καὶ ᾿Ισαὰκ καὶ ᾿Ιακὼβ τῶν δούλων αὐτοῦ τῶν πιστῶν· 2 Ευχόμεθα, να αποστείλη πλούσια προς σας τα αγαθά του ο Θεός και να ενθυμηθή την συνθήκην, την οποίαν είχε συνάψει με τους πιστούς δούλους του, τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ. 2 Εἴθε ὁ Θεὸς νὰ σᾶς εὐλογῇ, νὰ σᾶς τὰ φέρνῃ ὅλα δεξιά, να ἐνθυμῆται τὴν διαθήκην, τὴν ὁποίαν συνῆψε μὲ τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸν Ἰακώβ, τοὺς πιστοὺς καὶ ἀφωσιωμένους δούλους του.
3 καὶ δῴη ὑμῖν καρδίαν πᾶσιν εἰς τὸ σέβεσθαι αὐτὸν καὶ ποιεῖν αὐτοῦ τὰ θελήματα καρδίᾳ μεγάλῃ καὶ ψυχῇ βουλομένῃ· 3 Ευχόμεθα, να δώση εις όλους σας ο Κυριος καρδίαν ευλαβή, ώστε να σέβεσθε αυτόν και να τηρήτε τα θελήματά του με όλην σας την καρδίαν και με όλην σας την θέλησιν. 3 Εἴθε ὁ Θεὸς νὰ δώσῃ εἰς ὅλους σας καρδία πρόθυμη, διὰ νὰ τὸν λατρεύετε καὶ νὰ ἐφαρμόζετε τὸ θέλημά του καὶ τὶς ἔντολές του μὲ γενναῖον καὶ ἀκμαῖον φρόνημα καὶ ὁλοπρόθυμον ψυχήν.
4 καὶ διανοίξαι τὴν καρδίαν ὑμῶν ἐν τῷ νόμῳ αὐτοῦ καὶ ἐν τοῖς προστάγμασι καὶ εἰρήνην ποιήσαι 4 Να διανοίξη ακόμη ο Κυριος την καρδίαν σας, δια να γνωρίσετε και δεχθήτε τον Νομον του και τας εντολάς του, και να θεμελιώση εις σας ειρήνην. 4 Εὐχόμεθα ἐπίσης, ὅπως ὁ Θεὸς ἀνοίξῃ τὴν καρδία σας διὰ νὰ κατανοήσετε τὸν Νόμον του καὶ τὰ προστάγματά του καὶ να σᾶς χαρίσῃ εἰρήνην.
5 καὶ ἐπακούσαι ὑμῶν τῶν δεήσεων καὶ καταλλαγείη ὑμῖν καὶ μὴ ὑμᾶς ἐγκαταλίποι ἐν καιρῷ πονηρῷ. 5 Ευχόμεθα ακόμη να εισακούση ο Κυριος τας προσευχάς σας, να συνδιαλλαγή προς σας και να μη σας εγκαταλείψη εις καιρόν θλίψεων. 5 Εἴθε ὁ Θεὸς νὰ εἰσακούσῃ τὶς προσευχές σας καὶ νὰ συμφιλιωθῇ μαζί σας καὶ νὰ μὴ σᾶς ἐγκαταλείψῃ εἰς τὸν καιρὸν τῆς συμφορᾶς καὶ τῆς δυστυχίας σας.
6 καὶ νῦν ὧδέ ἐσμεν προσευχόμενοι περὶ ὑμῶν. 6 Ημείς εδώ τώρα προσευχόμεθα και δια σας. 6 Καὶ τώρα ἐδῶ ἐμεῖς προσευχόμεθα καὶ κάμνομεν τέτοιου εἴδους δεήσεις εἰς τὸν Θεὸν ὑπὲρ ὑμῶν.
7 βασιλεύοντος Δημητρίου ἔτους ἑκατοστοῦ ἑξηκοστοῦ ἐνάτου, ἡμεῖς οἱ ᾿Ιουδαῖοι γεγράφαμεν ὑμῖν ἐν τῇ θλίψει καὶ ἐν τῇ ἀκμῇ τῇ ἐπελθούσῃ ἡμῖν ἐν τοῖς ἔτεσι τούτοις, ἀφ᾿ οὗ ἀπέστη ᾿Ιάσων καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ ἀπὸ τῆς ἁγίας γῆς καὶ τῆς βασιλείας 7 Οταν εβασίλευεν ο Δημήτριος, και συγκεκριμένως κατά το εκατοστόν εξηκοστόν ένατον έτος, ημείς οι Ιουδαίοι είχομεν γράψει προς σας τότε, ότε ευρισκόμεθα υπό το κράτος θλίψεως και μεγάλης κρίσεως κατά τα έτη εκείνα, από τότε που ο Ιάσων και οι άλλοι, που ήσαν μαζή του, έγιναν αποστάται και προδόται της ιεράς ημών χώρας και του βασιλείου. 7 Ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Δημητρίου Β', τὸ ἑκατοστὸν ἑξηκοστὸν ἔνατον (169ον) ἔτος τῆς βασιλείας τῶν Ἑλλήνων Σελευκιδῶν (τὸ 143 π.Χ.), ἠμεῖς οἱ Ἰουδαῖοι εἴχομεν ἤδη γράψει εἰς σᾶς ὡς ἑξῆς: Κατὰ τὴν διάρκειαν τοῦ διωγμοῦ καὶ εἰς τὸ ἀποκορύφωμα τῆς μεγάλης θλίψεως καὶ δοκιμασίας, ποὺ μᾶς εὑρῆκε κατὰ τὰ ἔτη ἐκεῖνα, ἀπὸ τότε ποὺ ὁ Ἰάσων καὶ οἱ σύντροφοί του ἀπεστάτησαν καὶ ἔτσι ἐπρόδωσαν τὴν ἁγίαν γῆν (τὴν χώραν τῆς Ἰουδαίας) καὶ τὸ βασίλειον,
8 καὶ ἐνεπύρισαν τὸν πυλῶνα καὶ ἐξέχεαν αἷμα ἀθῷον· καὶ ἐδεήθημεν τοῦ Κυρίου καὶ εἰσηκούσθημεν καὶ προσηνέγκαμεν θυσίαν καὶ σεμίδαλιν καὶ ἐξήψαμεν τοὺς λύχνους καὶ προεθήκαμεν τοὺς ἄρτους. 8 Αυτοί έκαυσαν την πύλην του ναού και έχυσαν αίμα αθώον. Ημείς προσηυχήθημεν προς τον Κυριον, ο δε Κυριος εισήκουσε την προσευχήν μας. Προσεφέραμεν θυσίαν αιματηράν και την ανάλογον αναίμακτον θυσίαν από σημιγδάλι, ανάψαμεν τους λύχνους της λυχνίας και εθέσαμεν τους άρτους της προθέσεως εις την τράπεζάν των. 8 οἱ Σύροι ἔκαυσαν τὴν πόλην τοῦ Ναοῦ καὶ ἔχυσαν αἵματα ἀθώων Ἰουδαίων.Προσευχηθήκαμε ὅμως εἰς τὸν Κύριον καὶ εἰσακουσθήκαμε· καὶ τότε ἐπροσφέραμε αἱματηρὰν θυσίαν καὶ τὴν ἀνάλογον ἀναίμακτον θυσίαν ἀπὸ σιμιγδάλι καὶ ἀνάψαμε τοὺς λύχνους τῆς ἑπταφώτου Λυχνίας καὶ ἐθέσαμεν τοὺς ἄρτους ἐπάνω εἰς τὴν Τράπεζαν τῆς Προθέσεως).
9 καὶ νῦν ἵνα ἄγητε τὰς ἡμέρας τῆς σκηνοπηγίας τοῦ Χασελεῦ μηνός. ἔτους ἑκατοστοῦ ὀγδοηκοστοῦ καὶ ὀγδόου». 9 Τωρα δέ, σας γράφομεν, δια να εορτάζετε τας ημέρας των εγκαινίων του ναού- οπως την εορτήν της Σκηνοπηγίας- κατά τον μήνα Χασελεύ, το εκατοστόν ογδοηκοστόν όγδοον έτος της χρονολογίας των Σελευκιδών”. 9 Καὶ τώρα σᾶς ὑπενθυμίζομεν ἐπίσης νὰ ἑορτάζετε τὶς ἡμέρες τῆς ἑορτῆς τῆς Σκηνοπηγίας (δηλαδὴ τῆς ἑορτῆς τῶν ἐγκαινίων τοῦ Ναοῦ) κατὰ τὸν ἔνατον μῆνα τοῦ Ἰουδαϊκοῦ ἔτους, τὸν Χασελεῦ (ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὸν ἰδικόν μας Νοέμβριον /Δεκέμβριον), τὸ ἑκατοστὸν ὀγδοηκοστὸν ὄγδοον (188ον) ἔτος τῆς βασιλείας τῶν Ἑλλήνων Σελευκιδῶν (τὸ 124 π.Χ.).
10 «Οἱ ἐν ῾Ιεροσολύμοις καὶ οἱ ἐν τῇ ᾿Ιουδαίᾳ καὶ ἡ γερουσία καὶ ᾿Ιούδας ᾿Αριστοβούλῳ διδασκάλῳ Πτολεμαίου τοῦ βασιλέως, ὄντι δὲ ἀπὸ τοῦ τῶν χριστῶν ἱερέων γένους, καὶ τοῖς ἐν Αἰγύπτῳ ᾿Ιουδαίοις χαίρειν καὶ ὑγιαίνειν. 10 “Οι Ιουδαίοι, που ευρίσκονται εις την Ιερουσαλήμ και εις την άλλην χώραν της Ιουδαίας, η γερουσία και ο Ιούδας εύχονται υγείαν και ευτυχίαν στον σοφόν Αριστόβουλον, σύμβουλον του βασιλέως Πτολεμαίου, τον καταγόμενον από την οικογένειαν των κεχρισμένων ιερέων, και στους άλλους Ιουδαίους, που ευρίσκονται εις την Αίγυπτον. 10 Ὁ λαὸς τῶν Ἱεροσολύμων καὶ τῆς Ἰουδαίας καὶ ἡ Γερουσία καὶ ὁ Ἰούδας πρὸς τὸν Ἀριστόβουλον, τὸν διδάσκαλον τοῦ βασιλιᾶ Πτολεμαίου (ΣΤ' τοῦ Φιλομήτορος), ὁ ὁποῖος (Ἀριστόβουλος) κατάγεται ἀπὸ τὴν οἰκογένειαν τῶν ἱερέων, ποὺ ἔχουν χρισθῆ μὲ τὸ ἅγιον χρῖσμα, καὶ πρὸς τοὺς (ἄλλους) Ἰουδαίους, ποὺ εὑρίσκονται εἰς τὴν Αἴγυπτον, εὐχόμεθα εἰς αὐτοὺς να χαίρουν καὶ νὰ ὑγιαίνουν.
11 ἐκ μεγάλων κινδύνων ὑπὸ τοῦ Θεοῦ σεσωσμένοι μεγάλως εὐχαριστοῦμεν αὐτῷ, ὡς ἂν πρὸς βασιλέα παρατασσόμενοι· 11 Εχομεν σωθή με την βοήθειαν του Θεού και ευχαριστούμεν ολοψύχως τον Θεόν, έτοιμοι και πάλιν να πολεμήσωμεν εναντίον του βασιλέως. 11 Ἀφοῦ σωθήκαμε μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ ἀπὸ μεγάλους κινδύνους, εὐχαριστοῦμεν μὲ ὅλην τὴν δύναμιν τῆς ψυχῆς μας τὸν Θεόν, ὡς ἄνθρωποι ποὺ εἴμεθα καὶ πάλιν ἕτοιμοι νὰ παραταχθῶμεν καὶ να πολεμήσωμεν κατὰ τοῦ βασιλιᾶ.
12 αὐτὸς γὰρ ἐξέβρασε τοὺς παραταξαμένους ἐν τῇ ἁγίᾳ πόλει. 12 Διότι μαζή μας είναι ο Θεός, ο οποίος επέταξε μακράν όλους, όσοι παρετάχθησαν εις πόλεμον εναντίον της αγίας πόλεως. 12 Διότι αὐτός, ὁ Θεός, ἀπετίναξε καὶ ἀπέρριψεν εἰς τὴν Περσίαν ὅλους ἐκείνους τοὺς ἐχθρούς, οἱ ὁποῖοι παρετάχθησαν εἰς μάχην ἐναντίον τῆς ἁγίας πόλεως, τῆς Ἱερουσαλήμ.
13 εἰς γὰρ τὴν Περσίδα γενόμενος ὁ ἡγεμὼν καὶ ὁ περὶ αὐτὸν ἀνυπόστατος δοκοῦσα εἶναι δύναμις, κατεκόπησαν ἐν τῷ τῆς Ναναίᾳς ἱερῷ, παραλογισμῷ χρησαμένων τῶν περὶ τὴν Ναναίαν ἱερέων. 13 Ο αρχηγός των εχθρών μας, ο βασιλεύς Αντίοχος ο Επιφανής, ήλθεν εις την Περσίαν μαζή με την στρατιωτικήν του δύναμιν, η οποία εθεωρείτο ακατανίκητος και κατεκόπη στον ναόν της Ναναίας χάρις εις ένα στρατήγημα, που εχρησιμοποίησαν οι ιερείς της θεάς αυτής. 13 Ἔχομεν δὲ σωθῇ μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ, διότι, ὅταν ὁ βασιλιᾶς Ἀντίοχος Δ' μετέβη εἰς τὴν Περσίαν μὲ στρατιωτικὴν δύναμιν, ἡ ὁποία ἐφαίνετο ἀκαταμάχητος, ὅλη ἡ στρατιωτικὴ δύναμίς του ἐκατακομματιάσθηκε εἰς τὸν εἰδωλολατρικὸν ναὸν τῆς θεᾶς Ναναίας, χάρις εἰς ἕνα δόλιον στρατήγημα, ποὺ ἐχρησιμοποιήσαν οἱ ἱερεῖς τοῦ ἱεροῦ τῆς Ναναίας.
14 ὡς γὰρ συνοικήσων αὐτῇ παρεγένετο εἰς τὸν τόπον ὅ τε ᾿Αντίοχος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ φίλοι χάριν τοῦ λαβεῖν τὰ χρήματα εἰς φερνῆς λόγον· 14 Ο Αντίοχος δηλαδή με τους φίλους του είχε μεταβή στον τόπον εκείνον με τον σκοπόν, τάχα, να νυμφευθή την θεάν. Πράγματι δέ, δια να πάρη τους θησαυρούς της ως προίκα. 14 Ὁ βασιλιᾶς Ἀντίοχος μὲ τὴν πρόφασιν ὅτι θὰ νυμφευθῇ τὴν θεάν, μετέβη εἰς τὸν τόπον τοῦ ναοῦ αὐτὸς καὶ οἱ φίλοι του, ποὺ ἦσαν μαζί του, μὲ πραγματικὸν ὅμως σκοπὸν νὰ λάβῃ τοὺς πλουσίους θησαυροὺς τοῦ ναοῦ δῆθεν ὡς προῖκα!
15 καὶ προθέντων αὐτὰ τῶν ἱερέων τῆς Ναναίας κἀκείνου προσελθόντος μετ᾿ ὀλίγων εἰς τὸν περίβολον τοῦ τεμένους, συγκλείσαντες, τὸ ἱερόν, ὡς εἰσῆλθεν ᾿Αντίοχος, 15 Οι ιερείς της Ναναίας εξέθεσαν τους θησαυρούς αυτούς, ο δε Αντίοχος με ολίγους άνδρας του εισήλθεν εις την ιεράν αυλήν του ναού. Οταν δε εισήλθεν εις την αυλήν, οι ιερείς έκλεισαν τον ναόν. 15 Οἱ ἱερεῖς τῆς Ναναίας ἐξέθεσαν τοὺς θησαυροὺς αὐτούς, ὁ δὲ Ἀντίοχος ἐπέρασε μὲ ὀλίγους φίλους του τὸ τεῖχος - περίφραγμα, ποὺ περιέβαλλε τὸν ναόν, καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸν ἱερὸν περίβολον.Ὅταν δὲ εἰσῆλθεν ὁ Ἀντίοχος, οἱ ἱερεῖς, ἀφοῦ ἔκλεισαν τὸ ἱερόν,
16 ἀνοίξαντες τὴν τοῦ φατνώματος κρυπτὴν θύραν, βάλοντες πέτρους συνεκεραύνωσαν τὸν ἡγεμόνα καὶ μέλη ποιήσαντες καὶ τὰς κεφαλὰς ἀφελόντες τοῖς ἔξω παρέρριψαν. 16 Ηνοιξαν δε κατόπιν μίαν μυστικήν θύραν επάνω από την οροφήν, έρριψαν λίθους και κατακεραύνωσαν τον βασιλέα και εκείνους, οι οποίοι ήσαν μαζή του. Επειτα κατέκοψαν αυτούς εις τεμάχια, απέκοψαν τας κεφαλάς των και τας έρριψαν στους έξω του βασιλέως συντρόφους του. 16 ἄνοιξαν τὴν μυστικὴν θύραν, ποὺ ὑπῆρχεν εἰς τὸ φάτνωμα τῆς ὀροφῆς τοῦ ναοῦ, καὶ ρίπτοντες ἀπὸ ἐκεῖ λίθους ἐκτύπησαν τὸν βασιλιᾶ καὶ ὅσους ἦσαν μαζί του, τόσον ἔξαφνα καὶ καίρια, ὅσον κτυπὰ ὁ κεραυνός· κατόπιν ἐκατακομμάτιασαν τὸν βασιλιᾶ καὶ τοὺς συντρόφους του καί, ἀφοῦ ἀφήρεσαν τὰ κεφάλια των, τὰ ἔρριψαν εἰς τοὺς συντρόφους τοῦ βασιλιᾶ, ποὺ ἦσαν ἔξω ἀπὸ τὸν ναόν.
17 κατὰ πάντα εὐλογητὸς ἡμῶν ὁ Θεός, ὃς παρέδωκε τοὺς ἀσεβήσαντας. 17 Ας είναι δι' όλα αυτά δοξασμένος ο Κυριος ο Θεός μας, ο οποίος παρέδωκεν εις τέτοιον θάνατον τους ασεβείς. 17 Ἂς εἶναι δι’ ὅλα αὐτὰ δοξασμένος ὁ Θεός μας, ὁ ὁποῖος παρέδωκεν εἰς θάνατον ἐκείνους ποὺ ἐφέρθησαν μὲ ἀσέβειαν (τὸν Ἀντιόχον Δ' καὶ τοὺς συντρόφους του).
18 μέλλοντες οὖν ἄγειν ἐν τῷ Χασελεῦ πέμπτη καὶ εἰκάδι τὸν καθαρισμὸν τοῦ ἱεροῦ, δέον ἡγησάμεθα διασαφῆσαι ὑμῖν, ἵνα καὶ αὐτοὶ ἄγητε τῆς σκηνοπηγίας καὶ τοῦ πυρός, ὅτε Νεεμίας οἰκοδομήσας τό τε ἱερὸν καὶ τὸ θυσιαστήριον ἀνήνεγκε θυσίαν. 18 Επειδή, λοιπόν, ημείς ετοιμαζόμεθα να εορτάσωμεν κατά την εικοστήν πέμπτην του μηνός Χασελεύ τον καθαρισμόν του ιερού ναού, εθεωρήσαμεν πρέπον να καταστήσωμεν και εις σας γνωστόν τούτο, ώστε και σεις να εορτάσετε τας ημέρας αυτάς, όπως εορτάζετε την εορτήν της Σκηνοπηγίας, και του πυρός, το οποίον ανήφθη, όταν ο Νεεμίας απεπεράτωσε την ανοικοδόμησιν του ιερού και του θυσιαστηρίου και προσέφερε θυσίας. 18 Προκειμένου λοιπὸν νὰ ἑορτάσωμεν κατὰ τὴν εἰκοστὴν πέμπτην τοῦ μηνὸς Χασελεῦ (ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὸν ἰδικόν μᾶα Νοέμβριον /Δεκέμβριον) τὴν ἑορτὴν τοῦ καθαρισμοῦ τοῦ Ναοῦ, ἐθεωρήσαμεν καθῆκον μας νὰ σᾶς πληροφορήσωμεν περὶ αὐτοῦ, ὥστε καὶ σεῖς να ἑορτάσετε τὶς ἡμέρες (τοῦ ἐγκαινισμοῦ τοῦ Ναοῦ κατὰ τὸν τρόπον) τῆς ἑορτῆς τῆς Σκηνοπηγίας καὶ τοῦ ἱεροῦ πυρός, τὸ ὁποῖον ἄναψε θαυματουργικῶς, ὅταν ὁ Νεεμίας, μετὰ τὴν ἀνοικοδόμησιν τοῦ Ναοῦ καὶ τοῦ θυσιαστηρίου, προσέφερε θυσίαν εἰς τὸν Θεόν.
19 καὶ γὰρ ὅτε εἰς τὴν Περσικὴν ἤγοντο οἱ πατέρες ἡμῶν, οἱ τότε εὐσεβεῖς ἱερεῖς λαβόντες ἀπὸ τοῦ πυρὸς τοῦ θυσιαστηρίου λαθραίως, κατέκρυψαν ἐν κοιλώματι φρέατος τάξιν ἔχοντος ἀνύδρου, ἐν ᾧ κατησφαλίσαντο ὥστε πᾶσιν ἄγνωστον εἶναι τὸν τόπον. 19 Οταν δηλαδή οι πατέρες μας ωδηγούντο αιχμάλωτοι εις την Περσίαν, οι ευσεβείς τότε ιερείς επήραν κρυφίως πυρ από το πυρ του θυσιαστηρίου των ολοκαυτωμάτων και το έκρυψαν επιμελώς στο βάθος ενός φρέατος, που δεν είχε νερό. Εις αυτό το ησφάλισαν με κάθε μυστικότητα, ώστε παρέμενεν αυτός ο τόπος άγνωστος εις όλους. 19 (Διὰ τὸ ἱερὸν αὐτὸ πῦρ πρέπει νὰ γνωρίζετε τὰ ἀκόλουθα): Ὅταν οἱ προπάτορές μας ἐπρόκειτο νὰ ὁδηγηθοῦν εἰς τὴν Περσίαν, οἱ εὐσεβεῖς ἱερεῖς τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἀφοῦ ἔλαβαν κρυφὰ φωτιὰ ἀπὸ ἐκείνην, ποὺ ἦταν ἀναμμένη εἰς τὸ θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων, τὴν ἔκρυψαν εἰς τὴν κοιλότητα ἐνὸς ξεροπήγαδου (ἢ πηγῆς, ἡ ὁποία δὲν εἶχε νερό)· ἐκεῖ τὴν ἔκρυψαν μὲ ἐπιμέλειαν καὶ τὴν ἀσφάλισαν ἔτσι, ὥστε ὁ τόπος παρέμεινεν ἄγνωστος εἰς ὅλους.
20 διελθόντων δὲ ἐτῶν ἱκανῶν, ὅτε ἔδοξε τῷ Θεῷ, ἀποσταλεὶς Νεεμίας ὑπὸ τοῦ βασιλέως τῆς Περσίδος τοὺς ἐκγόνους τῶν ἱερέων τῶν ἀποκρυψάντων ἔπεμψεν ἐπὶ τὸ πῦρ· ὡς δὲ διεσάφησαν ἡμῖν μὴ εὑρηκέναι πῦρ, ἀλλὰ ὕδωρ παχύ, 20 Αφού επέρασαν αρκετά έτη, τότε που ο Θεός ηυδόκησε να αποσταλή ο Νεεμίας από τον βασιλέα της Περσίας εις την Ιουδαίαν, ο Νεεμίας έστειλε τους απογόνους των ιερέων, που είχαν αποκρύψει το πυρ, εις αναζήτησίν του. Αυτοί και ανέφεραν προς ημάς, ότι δεν ευρήκαν το πυρ, αλλά ένα παχύ ύδωρ. 20 Ἀφοῦ δὲ ἐπέρασαν πολλὰ χρόνια ἀπὸ τότε, ὅταν ἐφάνη καλὸν εἰς τὸν Θεόν, ἀπεστάλη ὁ Νεεμίας ἀπὸ τὸν βασιλιᾶ τῆς Περσίας εἰς τὴν Ἰουδαίαν.Τότε ὁ Νεεμίας ἔστειλε τοὺς ἀπογόνους τῶν ἱερέων, οἱ ὁποῖοι εἶχαν κρύψει τὴν φωτιά, διὰ νὰ τὴν ἀναζητήσουν.Ὅταν ὅμως ἐπέστρεψαν καὶ μᾶς ἐπληροφόρησαν ὅτι δὲν εὑρῆκαν τὴν φωτιά, ἀλλὰ νερὸ παχύ (παχύρρευστον καὶ πυκνὸν ὑγρόν),
21 ἐκέλευσεν αὐτοὺς ἀποβάψαντας φέρειν. ὡς δὲ ἀνηνέχθη τὰ τῶν θυσιῶν, ἐκέλευσε τοὺς ἱερεῖς Νεεμίας ἐπιρρᾶναι τῷ ὕδατι τά τε ξύλα καὶ τὰ ἐπικείμενα. 21 Ο Νεεμίας διέταξεν αυτούς να πάρουν και να φέρουν από το ύδωρ αυτό. Οταν δε εστοιβάσθησαν επάνω στο θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων τα προς θυσίαν ξύλα και τα θύματα, ο Νεεμίας διέταξε τους ιερείς να ραντίσουν με το ύδωρ και τα ξύλα και τας θυσίας, που ήσαν επάνω εις αυτά. 21 ὁ Νεεμίας τοὺς διέταξε νὰ κατέβουν, νὰ ἀντλήσουν ἀπὸ αὐτὸ καὶ νὰ τοῦ τὸ φέρουν.Ὅταν δὲ ἐτοποθέτηθησαν τὰ ξύλα καὶ προσεφέρθησαν πάνω εἰς τὸ θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων τὰ πρὸς θυσίαν ζῶα, ὁ Νεεμίας διέταξε τοὺς ἱερεῖς νὰ ραντίσουν μὲ τὸ παχὺ ἐκεῖνο νερὸ καὶ τὰ ξύλα καὶ τὰ πρὸς θυσίαν κρέατα, ποὺ εὑρίσκοντο ἐπάνω εἰς τὰ ξύλα.
22 ὡς δὲ ἐγένετο τοῦτο καὶ χρόνος διῆλθεν ὅ τε ἥλιος ἀνέλαμψε, πρότερον ἐπινεφὴς ὤν, ἀνήφθη πυρὰ μεγάλη ὥστε θαυμάσαι πάντας. 22 Οταν δε εξετελέσθη η εντολή του Νεεμίου και ήλθεν η στιγμή, που ανέλαμψεν ο ήλιος, ο οποίος ήτο προηγουμένως σκεπασμένος από τα νέφη, άναψε μεγάλη φωτιά, ώστε όλοι εθαύμασαν. 22 Ὅταν ἔγινε αὐτὸ καὶ ἀφοῦ ἐπέρασε κάποιο χρονικὸν διάστημα, ὁ δὲ ἥλιος, τὸν ὁποῖον ἐσκέπαζαν προηγουμένως τὰ σύννεφα, ἔλαμψε, τότε ἄναψε φωτιὰ μεγάλη τόσον, ὥστε ἐθαύμασαν ὅλοι!
23 προσευχὴν δὲ ἐποιήσαντο οἱ ἱερεῖς δαπανωμένης τῆς θυσίας, οἵ τε ἱερεῖς καὶ πάντες, καταρχομένου ᾿Ιωνάθου, τῶν δὲ λοιπῶν ἐπιφωνούντων ὡς Νεεμίου. 23 Καθ' ον χρόνον η θυσία εκαίετο, οι ιερείς κατά την διάρκειαν της καύσεως έκαμαν προσευχήν, μαζή δε με αυτούς και όλοι οι άλλοι. Ο Ιωνάθαν ηρχισε την προσευχήν και ο Νεεμίας και οι άλλοι συνώδευαν την φωνήν του. 23 Καὶ ἐνῷ ἡ φωτιὰ κατέκαιε τὴν θυσίαν, οἱ ἱερεῖς ἀνέπεμπαν προσευχὴν καὶ οἱ ἱερεῖς καὶ ὅλοι, ὅσοι ἦσαν παρόντες· ὁ Ἰωνάθαν ἄρχισε τὴν προσευχήν, οἱ δὲ ὑπόλοιποι ἀκολουθοῦσαν μαζὶ μὲ τὸν Νεεμίαν.
24 ἦν δὲ ἡ προσευχὴ τὸν τρόπον ἔχουσα τοῦτον· Κύριε Κύριε ὁ Θεὸς ὁ πάντων κτίστης, ὁ φοβερὸς καὶ ἰσχυρὸς καὶ δίκαιος καὶ ἐλεήμων, ὁ μόνος βασιλεὺς καὶ χρηστός, 24 Η προσευχή αυτή είχεν αυτόν τον τύπον· “Κυριε, Κυριε, ο Θεός, συ είσαι ο δημιουργός των πάντων, ο φοβερός και ισχυρός και δίκαιος και ελεήμων, ο μόνος βασιλεύς και πανάγαθος. 24 Ἡ προσευχὴ εἶχε τὸ ἀκόλουθον περιεχόμενον: (Κύριε, Κύριε ὁ Θεός, Σὺ ποὺ εἶσαι ὁ δημιουργὸς ὅλων τῶν κτισμάτων, Σὺ ποὺ εἶσαι ὁ φοβερὸς καὶ ὁ ἰσχυρὸς καὶ ὁ δίκαιος καὶ ὁ ἐλεήμων, ὁ μόνος βασιλεὺς καὶ ὁ μόνος ἀγαθός,
25 ὁ μόνος χορηγός, ὁ μόνος δίκαιος καὶ παντοκράτωρ καὶ αἰώνιος, ὁ διασώζων τὸν ᾿Ισραὴλ ἐκ παντὸς κακοῦ, ὁ ποιήσας τοὺς πατέρας ἐκλεκτοὺς καὶ ἁγιάσας αὐτούς, 25 Ο μόνος χορηγός των αγαθών, ο μόνος δίκαιος και παντοκράτωρ και αιώνιος. Συ, που διασώζστον Ισραήλ από όλα τα κακά. Συ, ο οποίος ανέδειξας τους πατέοας μας εκλεκτούς και τους ηγίασας. 25 ὁ μόνος ποὺ χορηγεῖ μὲ ἀφθονίαν καὶ γενναιοδωρίαν, ὁ μόνος δίκαιος καὶ παντοκράτωρ καὶ αἰώνιος, ἐκεῖνος ποὺ διασώζει τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν ἀπὸ κάθε κακόν, Σὺ ὁ ὁποῖος ἔκαμες τοὺς προπάτορές μας ἐκλεκτούς σου καὶ τοὺς ἁγίασες,
26 πρόσδεξαι τὴν θυσίαν ὑπὲρ παντὸς τοῦ λαοῦ σου ᾿Ισραὴλ καὶ διαφύλαξον τὴν μερίδα σου καὶ καθαγίασον. 26 Πρόσδεξαι, λοιπόν, Κυριε, την θυσίαν αυτήν υπέρ όλου του λαού σου και διαφύλαξε την κληρονομίαν σου και αγίασε αυτήν. 26 πρόσδεξαι τὴν θυσίαν μας ὑπὲρ ὁλοκλήρου τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ σου καὶ διαφύλαξε τὸν λαόν σου, ποὺ εἶναι ἐκλεκτὴ κληρονομία σου, καὶ ἁγίασέ τον.
27 ἐπισυνάγαγε τὴν διασπορὰν ἡμῶν, ἐλευθέρωσον τοὺς δουλεύοντας ἐν τοῖς ἔθνεσι, τοὺς ἐξουθενημένους καὶ βδελυκτοὺς ἔπιδε, καὶ γνώτωσαν τὰ ἔθνη, ὅτι σὺ εἶ ὁ Θεὸς ἡμῶν. 27 Επανάφερε εις την χώραν των τους διασκορπισμένους αδελφούς μας, ελευθέρωσε τους Ισραηλίτας, οι οποίοι είναι δούλοι εις τα έθνη, ρίψε βλέμμα στοργής στους εξουθενημένους και μισουμένους και ας μάθουν όλα τα έθνη, ότι συ είσαι ο Θεός μας. 27 Μάζεψε καὶ πάλιν ὅλους μαζὶ τοὺς ἀδελφούς μας, ποὺ εἶναι διεσπαρμένοι, ἐλευθέρωσε ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι εἶναι δοῦλοι μεταξὺ τῶν εἰδωλολατρικῶν ἐθνῶν, ρῖψε εὐνοϊκὸν καὶ εὐσπλαγχνικὸν βλέμμα εἰς τοὺς Ἰουδαίους, ποὺ εἶναι περιφρονημένοι, ἀπεχθεῖς καὶ μισητοί· καὶ ἂς γνωρίσουν τὰ ἔθνη ὅτι σὺ εἶσαι ὁ Θεός μας.
28 βασάνισον τοὺς καταδυναστεύοντας καὶ ἐξυβρίζοντας ἐν ὑπερηφανίᾳ. 28 Τιμώρησε εκείνους, οι οποίοι μας καταδυναστεύουν και όσους επάνω εις την υπερηφάνειάν των μας υβρίζουν. 28 Τιμώρησε σκληρὰ ὅσους μᾶς καταπιέζουν μὲ βάρβαρον τρόπον καὶ ὅσους μᾶς ὑβρίζουν καὶ ἐξευτελίζουν μὲ τρόπον ἀλαζονικόν.
29 καταφύτευσον τὸν λαόν σου εἰς τὸν τόπον τὸν ἅγιόν σου, καθὼς εἶπε Μωυσῆς. 29 Καταφύτευσε και εγκατάστησε ασφαλή τον λαόν σου στον τόπον τούτον τον άγιόν σου, όπως είπεν ο Μωϋσής”. 29 Φύτευσε βαθιὰ καὶ ρίζωσε στερεὰ τὸν λαόν σου εἰς τὸν ἅγιον τόπον σου, ὅπως εἶπεν ὁ Μωϋσῆς).
30 οἱ δὲ ἱερεῖς ἐπέψαλλον τοὺς ὕμνους. 30 Οι ιερείς έψαλλον τους καταλλήλους ύμνους. 30 Οἱ δὲ ἱερεῖς ἔψαλλαν τοὺς καθωρισμένους ὕμνους.
31 καθὼς δὲ ἀνηλώθη τὰ τῆς θυσίας καὶ τὸ περιλειπόμενον ὕδωρ, ὁ Νεεμίας ἐκέλευσε λίθους μείζονας κατασχεῖν. 31 Οταν δε η θυσία ετελείωσε, διέταξεν ο Νεεμίας και έχυσαν το υπόλοιπο νερό επάνω στους μεγάλους λίθους. 31 Ὅταν δὲ ἡ θυσία τῶν ὁλοκαυτωμάτων ἀναλώθηκε ἀπὸ τὴν φωτιά, ὁ Νεεμίας διέταξε νὰ περιχύσουν τὸ ὑπόλοιπον παχὺ ὑγρὸν ἐπάνω εἰς τὶς ὀγκώδεις πέτρες.
32 ὡς δὲ τοῦτο ἐγενήθη, φλὸξ ἀνήφθη· τοῦ δὲ ἀπὸ τοῦ θυσιαστηρίου ἀντιλάμψαντος φωτὸς ἐδαπανήθη. 32 Οταν τούτο έγινε, άναψε μία φλόγα. Το δε από του θυσιαστηρίου αναλάμψαν ως φως υγρόν εκάη. 32 Μόλις ἔγινε τοῦτο, ἄναψε μία φλόγα· καὶ ὅταν τὸ φῶς ἀπὸ τὴν φωτιὰ τοῦ θυσιαστηρίου ἀντανάκλασε τὴν λάμψιν του, τὸ παχύρρευστον ἐκεῖνο ὑγρὸν ἐκάη ἐξ ὁλοκλήρου.
33 ὡς δὲ φανερὸν ἐγενήθη τὸ πρᾶγμα, καὶ διηγγέλη τῷ βασιλεῖ τῶν Περσῶν ὅτι εἰς τὸν τόπον, οὗ τὸ πῦρ ἀπέκρυψαν οἱ μεταχθέντες ἱερεῖς τὸ ὕδωρ ἐφάνη, ἀφ᾿ οὗ καὶ οἱ περὶ τὸν Νεεμίαν ἥγνισαν τὰ τῆς θυσίας, 33 Οταν δε το καταπληκτικόν αυτό γεγονός διεδόθη και έγινε γνωστόν και στον βασιλέα των Περσών, ότι στον τόπον, όπου οι απαχθέντες εις αιχμαλωσίαν ιερείς είχαν κάποτε αποκρύψει το ιερόν πυρ, ευρήκαν βραδύτερον ύδωρ και ότι ο Νεεμίας και οι περί αυτόν άνδρες καθηγίασαν αυτό με τας θυσίας, 33 Ὅταν τὸ θαυμαστὸν τοῦτο γεγονὸς ἔγινε εὐρυτερα γνωστὸν καὶ ὅταν ἀνήγγειλαν εἰς τὸν βασιλιᾶ τῶν Περσῶν ὅτι εἰς τὸν τόπον, εἰς τὸν ὁποῖον εἶχαν κρύψει τὴν φωτιὰ οἱ ἱερεῖς, ποὺ ὠδηγήθησαν εἰς τὴν αἰχμαλωσίαν, παρουσιάσθη τὸ παχὺ νερό (παχύρρευστον ὑγρόν), ἀπὸ αὐτὸ δὲ ὁ Νεεμίας καὶ ὅσοι ἦσαν μαζί του καθαγίασαν τὰ μέλη τῶν πρὸς θυσίαν ζώων,
34 περιφράξας δὲ ὁ βασιλεὺς ἱερὸν ἐποίησε, δοκιμάσας τὸ πρᾶγμα. 34 ο βασιλεύς διέταξε να περιφράξουν τον ιερόν αυτόν τόπον και να τον ανακηρύξουν άγιον και επεβεβαίωσεν έτσι το γεγονός. 34 τότε ὁ βασιλιᾶς περιέφραξε τὸν χῶρον ἐκεῖνον καὶ τὸν ἀνεκήρυξεν ἱερόν, ἀφοῦ ἐξηκρίβωσε καὶ ἐπεβεβαίωσε τὸ γεγονός.
35 καὶ οἷς ἐχαρίζετο ὁ βασιλεὺς πολλὰ διάφορα ἐλάμβανε καὶ μετεδίδου. 35 Ο βασιλεύς επήρε και εχάρισε πολλά και διάφορα δώρα στους ανθρώπους των γεγονότων αυτών. 35 Καὶ εἰς ὅσους ὁ βασιλιᾶς ἐδείκνυε τὴν εὔνοιάν του, ἐλάμβανεν ἀπὸ αὐτούς, διένεμε δὲ καὶ αὐτὸς πολλὰ καὶ ποικίλα δῶρα.
36 προσηγόρευσαν δὲ οἱ περὶ τὸν Νεεμίαν τοῦτο νέφθαρ, ὃ διερμηνεύεται Καθαρισμός· καλεῖται δὲ παρὰ τοῖς πολλοῖς Νεφθαεί. 36 Οι περί τον Νεεμίαν ωνόμασαν αυτό το ύδωρ νέφθαρ, που σημαίνει καθαρισμός. Από πολλούς άλλους ωνομάσθη παρεφθαρμένως Νεφθαεί. 36 Ὅσοι δὲ ἦσαν μαζὶ μὲ τὸν Νεεμίαν, ὠνόμασαν τὸ παχὺ ἐκεῖνο νερό (νέφθαρ), τὸ ὁποῖον σημαίνει (καθαρισμός)· ἀλλ’ οἱ περισσότεροι τὸ ὀνομάζουν (νεφθαεί).