Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:45
Δύση: 20:05
Σελ. 11 ημ.
110-256
16ος χρόνος, 5907η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Β' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15 (ΙΕ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Ο δὲ Νικάνωρ μεταλαβὼν τοὺς περὶ τὸν ᾿Ιούδαν ὄντας ἐν τοῖς κατὰ Σαμάρειαν τόποις, ἐβουλεύσατο τῇ τῆς καταπαύσεως ἡμέρᾳ μετὰ πάσης ἀσφαλείας αὐτοῖς ἐπιβαλεῖν. 1 Ο Μικάνωρ επληροφορήθη, ότι ο Ιούδας και οι σύντροφοί του ευρίσκοντο στους περί την Σαμάρειαν τόπους. Εσκέφθη, λοιπόν, να επιτεθή εναντίον των εκεί κατά την ημέραν της αργίας του Σαββάτου, δια να έχη έτσι ασφαλή την επιτυχίαν. 1 Όταν ὁ Νικάνωρ ἐπληροφορήθη ὅτι ὁ Ἰούδας καὶ οἱ ἄνδρες τοῦ εὑρίσκοντο εἰς τὴν πέριξ τῆς Σαμαρείας περιοχήν, ἀπεφάσισε νὰ τοὺς ἐπιτεθῇ κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου, διότι ἡ ἐπίθεσις κατὰ τὴν ἡμέραν αὐτὴν θὰ ἐγινετο μὲ ἀσφάλειαν, ἀφού οἰ Ἰουδαῖοι δὲν θὰ προέτασσαν ἀντίδρασιν.
2 τῶν δὲ κατ᾿ ἀνάγκην συνεπομένων αὐτῷ ᾿Ιουδαίων λεγόντων· μηδαμῶς οὕτως ἀγρίως καὶ βαρβάρως ἀπολέσῃς, δόξαν δὲ ἀπομέρισον τῇ προτετιμημένῃ ὑπὸ τοῦ πάντα ἐφορῶντος μεθ᾿ ἁγιότητος ἡμέρᾳ. 2 Οι Ιουδαίοι, οι οποίοι εξ ανάγκης τον ακολουθούσαν, του είπαν· “μη θελήσης ποτέ να φονεύσης αυτούς κατά τον άγριον και βάρβαρον αυτόν τρόπον, αλλά τίμησε και συ την ημέραν αυτήν, η οποία έχει αγιασθή από τον τα πάντα επιβλέποντα Θεόν”. 2 Ὅμως οἰ Ἰουδαῖοι, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἑξαναγκασθῆ διὰ τῆς βίας νὰ ἀκολουθήσουν τὸν στρατόν του, τοῦ εἶπαν: Μὲ κανένα τρόπον μὴ τοὺς ἐξοντώσῃς ἔτσι ἄγρια καὶ βάρβαρα· ἀλλὰ τίμησε καὶ δεῖξε σεβασμὸν εἰς τὴν ἡμέραν, ἡ ὁποία ἔχει ξεχωρισθῇ καὶ ἁγιασθῇ ἀπὸ Ἐκεῖνον, ποὺ ἐπιβλέπει καὶ ἐποπτεύει τὰ πάντα.
3 ὁ δὲ τρισαλιτήριος ἐπηρώτησεν. εἰ ἔστιν ἐν οὐρανῷ δυνάστης ὁ προστεταχὼς ἄγειν τὴν τῶν σαββάτων ἡμέραν; 3 Τοτε ο τρισαλιτήριος Νικάνωρ ηρώτησε να πληροφορηθή, εάν πράγματι υπάρχη στον ουρανόν Κυριος, ο οποίος διέταξε να εορτάζεται η ημέρα αυτή του Σαββάτου. 3 Ὁ δὲ τρισκατάρατος, παγκάκιστος, ἀσεβὴς καὶ φθοροποιὸς Νικάνωρ ἐρώτησε μὲ σκληρότητα καὶ ἀναίδειαν, ἐὰν ὑπάρχῃ εἰς τὸν οὐρανὸν κυβερνήτης (κυρίαρχος), ὁ ὁποῖος ἔχει διατάξει τὴν τήρησιν τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου.
4 τῶν δὲ ἀποφηναμένων· ἔστιν ὁ Κύριος ζῶν αὐτὸς ἐν οὐρανῷ δυνάστης ὁ κελεύσας ἀσκεῖν τὴν ἑβδομάδα· 4 Εκείνοι απήντησαν· “μάλιστα υπάρχει. Είναι ο Κυριος, ο ζων και πραγματικός Θεός, ο Δεσπότης του ουρανού, ο οποίος διέταξε να εορτάζεται η εβδόμη αυτή ημέρα”. 4 Οἱ δὲ Ἰουδαῖοι τοῦ ἀπάντησαν: Ὁ Κύριος, ὁ ζωντανός, πραγματικὸς καὶ μόνος ἀληθινὸς Θεός, αὐτὸς εἶναι κυβερνήτης (κυρίαρχος) εἰς τὸν οὐρανόν, ὁ Ὁποῖος διέταξε νὰ ἐορτάζεται ὡς ἁγία ἡ ἑβδόμη ἡμέρα, ἡ ἡμέρα τοῦ Σαββάτου.
5 ὁ δὲ ἕτερος· κἀγώ, φησί, δυνάστης ἐπὶ τῆς γῆς ὁ προστάσσων αἴρειν τὰ ὅπλα καὶ τὰς βασιλικὰς χρείας ἐπιτελεῖν. ὅμως οὐ κατέσχεν ἐπιτελέσαι τὸ σχέτλιον αὐτοῦ βούλημα. 5 “Και εγώ, απήντησεν εκείνος, είμαι ο κύριος επάνω εις την γην και διατάσσω να παρέτε τα όπλα, δια να εκτελέσετε την εντολήν του βασιλέως”. Αλλά δεν επέτυχε να πραγματοποίηση την κακήν του αυτήν απόφασιν. 5 Καὶ ὁ Νικάνωρ ἀνταπήντησε μὲ ἐγωϊσμὸν καὶ σκληρότητα: Καὶ ἐγὼ ὡς κυβερνήτης (κυρίαρχος) ἐπὶ τῆς γῆς εἶμαι ἐκεῖνος, ποὺ σᾶς διατάσσω νὰ ἀναλάβετε τὰ ὅπλα σας καὶ νὰ ἐπιτελέσετε τὸ χρέος σας πρὸς τὸν βασιλιᾶ.Παρ’ ὅλα αὐτὰ δὲν ἐπέτυχε νὰ φέρεις πέρας τὸ ἀποτρόπαιον, μοχθηρόν, ἄθλιον καὶ ἐλεεινόν του σχέδιον.
6 καὶ ὁ μὲν Νικάνωρ μετὰ πάσης ἀλαζονείας ὑψαυχενῶν, διεγνώκει κοινὸν τῶν περὶ τὸν ᾿Ιούδαν συστήσασθαι τρόπαιον. 6 Και ο μεν Νικάνωρ αλαζονευόμενος και υπερηφανευόμενος είχε κατά νουν να στήση ένα κοινόν τρόπαιον δια την νίκην του εναντίον του Ιούδα και των συντρόφων του. 6 Καὶ ἐνῷ ὁ μὲν Νικάνωρ μὲ κομπασμὸν καὶ ὑπερηφάνειαν καὶ μὲ ἀπεριόριστον ἀλαζονείαν εἶχε σχεδιάσει νὰ στήσῃ κοινὸν μνημεῖον διὰ τὴν νίκην του κατὰ τοῦ Ἰούδα καὶ τοῦ στρατοῦ του,
7 ὁ δὲ Μακκαβαῖος ἦν ἀδιαλείπτως πεποιθὼς μετὰ πάσης ἐλπίδος ἀντιλήψεως τεύξασθαι παρὰ τοῦ Κυρίου 7 Ο Ιούδας όμως ο Μακκαβαίος με ακλόνητον την πεποίθησίν του στον Θεόν, εστήριζε την βέβαιον ελπίδα του ότι θα λάβη βοήθειαν εκ μέρους του Κυρίου. 7 ὁ Μακκαβαῖος ἔμενε σταθερὸς εἰς τὴν μετὰ πάσης βεβαιότητος πεποίθησίν του, ὅτι θὰ ἐλάμβανε βοήθειαν ἀπὸ τὸν Κύριον.
8 καὶ παρεκάλει τοὺς σὺν αὐτῷ μὴ δειλιᾶν τὴν τῶν ἐθνῶν ἔφοδον, ἔχοντας δὲ κατὰ νοῦν τὰ προγεγονότα αὐτοῖς ἀπ᾿ οὐρανοῦ βοηθήματα καὶ τανῦν προσδοκᾶν τὴν παρὰ τοῦ Παντοκράτορος ἐσομένην αὐτοῖς νίκην καὶ βοήθειαν. 8 Ενεθάρρυνε δε και ενίσχυε τους άνδρας του, να μη δειλιάσουν από την έφοδον των ειδωλολατρών, αλλά να ενθυμούνται τα προγενέστερα γεγονότα, κατά τα οποία είχον λάβει από τον ουρανόν βοήθειαν και να περιμένουν βεβαίαν την βοήθειαν και την νίκην, η οποία θα δοθή εις αυτούς από τον Παντοκράτορα Θεόν. 8 Ἐτόνωνε δὲ καὶ ἐνεθάρρυνε τοὺς ἄνδρας του νὰ μὴ φοβηθοῦν καὶ ἀποθαρρυνθοῦν ἀπὸ τὴν ἕφοδον τῶν ἐθνικῶν ἀλλ’ ἐνθυμούμενοι τὴν βοήθειαν, ποὺ εἶχαν λάβει εἰς τὸ παρελθὸν ἀπὸ τὸν οὐρανόν, νὰ περιμένουν καὶ τώρα μὲ βεβαίαν ἐλπίδα τὴν νίκην καὶ τὴν βοήθειαν, ἡ ὁποία θὰ ἐχαρίζετο εἰς αὐτοὺς ἀπὸ τὸν παντοκράτορα Κύριον.
9 καὶ παραμυθούμενος αὐτοὺς ἐκ τοῦ νόμου καὶ τῶν προφητῶν, προσυπομνήσας δὲ αὐτοὺς καὶ τοὺς ἀγῶνας, οὓς ἦσαν ἐκτετελεκότες, προθυμοτέρους αὐτοὺς κατέστησε. 9 Ενίσχυε δε αυτούς με την ανάγνωσιν καταλλήλων τεμαχίων από τον Νομον και τους προφήτας και υπενθύμιζεν εις αυτούς τους νικηφόρους αγώνας, τους οποίους είχαν πραγματοποιήσει. Ετσι τους κατέστησε προθυμότερους και γενναιοτέρους δια την μάχην. 9 Ἐπαρηγοροῦσε δὲ καὶ ἐνίσχυε τοὺς ἄνδρας του μὲ ἀποσπάσματα καταλλήλων κειμένων ἀπὸ τὸν Νόμον καὶ τοὺς Προφήτας καί, ἀφοῦ ἐπὶ πλέον τοὺς ὑπενθύμισε τὶς μάχες, τὶς ὅποιες εἶχαν ἤδη κερδίσει μὲ ἐπιτυχίαν, τοὺς ἐγέμισε μὲ νέον ἐνθουσιασμὸν καὶ τοὺς κατέστησε προθυμοτέρους διὰ τὴν ἐπικειμένην μάχην.
10 καὶ τοῖς θυμοῖς διεγείρας αὐτοὺς παρήγγειλεν ἅμα παρεπιδεικνὺς τὴν τῶν ἐθνῶν ἀθεσίαν καὶ τὴν τῶν ὅρκων παράβασιν. 10 Αφού δε διήγειρε και ενίσχυσεν αυτών τον ενθουσιασμόν και το θάρρος, και αφού ταυτοχρόνως παρουσίασε την απιστίαν των ειδωλολατρών και την καταπάτησιν των όρκων των, τους έδωσε τας δεούσας εντολάς. 10 Ἀφοῦ λοιπὸν τοὺς παρεκίνησε, τοὺς διήγειρε τὸν ἐνθουσιασμὸν καὶ τοὺς ἐνέπνευσε θάρρος, τοὺς ἔδωκε διαταγὰς καὶ ταυτοχρόνως τοὺς ὑπενθύμισε καὶ τοὺς ὑπέδειξε τὴν ἀναξιοπιστίαν καὶ δολιότητα τῶν ἐθνικῶν καὶ τὴν ἀθέτησιν τῶν συνθηκῶν καὶ τῶν ὅρκων των.
11 ἕκαστον δὲ αὐτῶν καθοπλίσας οὐ τὴν ἀσπίδων καὶ λογχῶν ἀσφάλειαν, ὡς τὴν ἐν τοῖς ἀγαθοῖς λόγοις παράκλησιν, καὶ προσεξηγησάμενος ὄνειρον ἀξιόπιστον ὕπερ τι πάντας εὔφρανεν. 11 Επειτα εξώπλισεν ένα έκαστον από αυτούς, όχι τόσον με την ασφάλειαν των ασπίδων και των τόξων, όσον προ παντός και κυρίως με την τόνωσιν και πίστιν δια των αγαθών αυτού λόγων. Κατόπιν διηγήθη και εξήγησεν εις αυτούς ένα αξιόπιστον όνειρον, το οποίον σαν να εγέμισεν από ευφροσύνην όλους. 11 Ὅταν δὲ πλέον ὥπλισε καθένα ἀπὸ τοὺς ἄνδρας του ὄχι τόσον μὲ τὴν ἀσφάλειαν, ποὺ προσφέρουν οἱ ἀσπίδες, οἱ λόγχες καὶ τὰ ξίφη, ὅσον κυρίως καὶ πρὸ παντὸς μὲ τὴν παράκλησιν καὶ ἐνθάρρυνσιν, ποὺ ἐμπνέουν οἱ γενναῖοι λόγοι, τοὺς διηγήθη ἕνα ἀπολύτως ἀξιόπιστον ὄνειρον (εἶδος πραγματικῆς ὀπτασίας), τὸ ὁποῖον πάρα πολὺ (ἢ πράγματι) ἐγέμισε ὅλους μὲ χαρὰν καὶ τοὺς ἐνθουσιασε.
12 ἦν δὲ ἡ τούτου θεωρία τοιάδε· ᾿Ονίαν τὸν γενόμενον ἀρχιερέα ἄνδρα καλὸν καὶ ἀγαθόν, αἰδήμονα μὲν τὴν ἀπάντησιν, πρᾷον δὲ τὸν τρόπον καὶ λαλιὰν προϊέμενον πρεπόντως καὶ ἐκ παιδὸς ἐκμεμελητηκότα πάντα τὰ τῆς ἀρετῆς οἰκεῖα, τοῦτον τὰς χεῖρας προτείναντα κατεύχεσθαι τῷ παντὶ τῶν ᾿Ιουδαίων συστήματι. 12 Το όνειρον, η μάλλον η οπτασία την οποίαν είδεν, ήτο η εξής· Είδε τον αρχιερέα Ονίαν, τον καλόν και αγαθόν αυτόν άνθρωπον, με την σεβαστήν αυτού εμφάνισιν, τον πράον κατά την συμπεριφοράν και την ομιλίαν. Τον από της παιδικής ηλικίας με επιμέλειαν επιδοθέντα εις όλα τα έργα της αρετής, αυτόν λοιπόν τον είδε να έχη ανυψωμένας τας χείρας προς τον ουρανόν και να προσεύχεται θερμώς δι' όλον το έθνος των Ιουδαίων. 12 Ἦταν δὲ ἡ ὑπερφυσικὴ ὀπτασία, ποὺ εἶδεν ὁ Ἰούδας, ἡ ἀκόλουθη: Παρουσιάσθη εἰς αὐτὸν ὁ πρώην ἀρχιερεὺς Ὀνίας, ὁ καλὸς καὶ ἀγαθὸς ἐκεῖνος ἄνδρας, μὲ τὴν σεβασμίαν ἐμφάνισιν, τὴν πραότητα εἰς τοὺς τρόπους καὶ τὴν ἀξιοπρέπειαν καὶ γλυκύτητα εἰς τὰ λόγια· ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἀπὸ τὴν παιδικήν τοῦ ἡλικίαν εἶχεν ἐπιδοθῇ καὶ γυμνάσει τὸν ἑαυτόν του εἰς κάθε εἶδος ἀρετῆς.Αὐτὸν λοιπὸν τὸν Ὀνίαν τὸν εἶδε νὰ ἀνυψώνῃ τὰ χέρια του πρὸς τὸν οὐρανὸν καὶ νὰ εὔχεται μὲ θέρμην ἀπὸ τὸ βάθος τῆς καρδίας του δι’ ὁλόκληρον τὴν Ἰουδαϊκὴν κοινότητα.
13 εἶθ᾿ οὕτως ἐπιφανῆναι ἄνδρα πολιᾷ καὶ δόξῃ διαφέροντα, θαυμαστὴν δέ τινα καὶ μεγαλοπρεπεστάτην εἶναι τὴν περὶ αὐτὸν ὑπεροχήν. 13 Επειτα παρουσιάσθη εις αυτόν κατά τον ίδιον τρόπον ένας ανήρ πολύ αξιοπρόσεκτος δια την λευκήν του κόμην και την δόξαν, περιβεβλημένος μίαν αζιοθαύμαστον μεγαλοπρέπειαν και υπεροχήν. 13 Κατόπιν παρουσιάσθη εἰς τὸν Ἰούδαν, κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον, ἕνας ἄνδρας ἀξιόλογος καὶ ἐξέχων διὰ τὸ σεβαστὸν τῆς ἡλικίας του καὶ τὴν ἀξιοπρέπειάν του, ὁ ὁποῖος παρουσιάζετο μὲ θαυμαστήν, ἐντυπωσιακὴν καὶ ὑπέροχον μεγαλοπρέπειαν.
14 ἀποκριθέντα δὲ τὸν ᾿Ονίαν εἰπεῖν· ὁ φιλάδελφος οὗτός ἐστιν ὁ πολλὰ προσευχόμενος περὶ τοῦ λαοῦ καὶ τῆς ἁγίας πόλεως ῾Ιερεμίας ὁ τοῦ Θεοῦ προφήτης. 14 Ο Ονίας λαβών τον λόγον είπε τότε προς τον Ιούδαν· “αυτός αγαπά τους αδελφούς του τους Ιουδαίους, προσεύχεται θερμώς δια τον λαόν και την αγίαν πόλιν προς τον Θεόν. Αυτός είναι ο Ιερεμίας, ο προφήτης του Θεού”. 14 Τότε ὁ Ὀνίας, ἀφοῦ ἔλαβε τὸν λόγον, εἶπεν: Αὐτὸς ποὺ ἀγαπᾷ τοὺς ἀδελφούς του Ἰουδαίους, ὁ ὁποῖος ἀναπέμπει πολλὲς προσευχὲς ὑπὲρ τοῦ λαοῦ μας καὶ ὑπὲρ τῆς ἁγίας πόλεως Ἱερουσαλήμ, εἶναι ὁ Ἱερεμίας, ὁ προφήτης τοῦ Θεοῦ.
15 προτείναντα δὲ τὸν ῾Ιερεμίαν τὴν δεξιὰν παραδοῦναι τῷ ᾿Ιούδᾳ ρομφαίαν χρυσῆν, διδόντα δὲ προσφωνῆσαι τάδε· 15 Επειτα ο Ιερεμίας άπλωσε το δεξί του χέρι, έδωκεν στον Ιούδαν χρυσήν ρομφαίαν και καθ' ον χρόνον του την έδιδε του είπε τα εξής· 15 Κατόπιν ὁ Ἱερεμίας ἄπλωσε τὸ δεξί του χέρι καὶ παρέδωκεν εἰς τὸν Ἰούδαν ἕνα πλατύ, μεγάλο ἀμφίστομο σπαθί, χρυσό· καθὼς δὲ τοῦ τὸ προσέφερε, τοῦ εἶπε τὰ ἀκόλουθα:
16 λάβε τὴν ἁγίαν ρομφαίαν δῶρον παρὰ τοῦ Θεοῦ, δι᾿ ἧς θραύσεις τοὺς ὑπεναντίους. 16 “πάρε την αγίαν αυτήν ρομφαίαν, το δώρον τούτο του Θεού, με το οποίον και θα συντρίψης τους εχθρούς σου”. 16 Λάβε τὸ ἅγιον αὐτὸ σπαθὶ ὡς δῶρον τοῦ Θεοῦ, διὰ τοῦ ὁποίου θὰ συντρίψῃς τοὺς ἐχθρούς σου.
17 παρακληθέντες δὲ τοῖς ᾿Ιούδα λόγοις πάνυ καλοῖς καὶ δυναμένοις ἐπ᾿ ἀρετὴν παρορμῆσαι καὶ ψυχὰς νέων ἐπανορθῶσαι, διέγνωσαν μὴ στρατοπεδεύεσθαι, γενναίως δὲ ἐμφέρεσθαι καὶ μετὰ πάσης εὐανδρίας ἐμπλακέντες κρῖναι τὰ πράγματα, διὰ τὸ καὶ τὴν πόλιν καὶ τὰ ἅγια καὶ τὸ ἱερὸν κινδυνεύειν. 17 Ενθαρρυνθέντες οι Ιουδαίοι από τους εξαιρετικά ωραίους αυτούς λόγους του Ιούδα, τους ικανούς να ενθαρρύνουν και να παρορμήσουν εις πράξεις ηρωϊκάς και να ενισχύσουν τας καρδίας των νέων ανδρών, απεφάσισαν να μη μένουν στρατοπεδευμένοι, αλλά να ριφθούν με γενναιότητα εις την μάχην και να συμπλακούν με κάθε ηρωϊσμόν εναντίον του εχθρού, δια να κριθούν έτσι τα πράγματα. Διότι η πόλις, τα ιερά και τα οσιά των, και ο ιερός ναός ευρίσκονται εν κινδύνω. 17 Οἱ δὲ ἄνδρες τοῦ Ἰούδα, ἀφοῦ ἐνεθαρρύνθησαν καὶ ἐνισχύθησαν ἀπὸ τὰ πάρα πολὺ εὐγενικὰ καὶ γεμᾶτα μεγαλοφροσύνην αὐτὰ λόγια τοῦ Ἰούδα, τὰ ὁποῖα εἶχαν τὴν δύναμιν νὰ παρακινήσουν καὶ νὰ ἐμπνεύσουν ἀνδρείαν καὶ γενναιότητα καὶ νὰ ἀναπτερώσουν εἰς τὶς ψυχὲς τῶν νέων ἀγωνιστικὸν φρόνημα ὡρίμων ἀνδρῶν, ἀπεφάσισαν νὰ μὴ σταθμεύσουν εἰς στρατόπεδον.Ἔκριναν καλὸν νὰ λάβουν ἐπιθετικὴν στάσιν, νὰ ριφθοῦν μὲ γενναιότητα εἰς τὴν μάχην καὶ νὰ ἐμπλακοῦν μὲ τὸν ἐχθρὸν μὲ θάρρος καὶ φρόνημα ἀνδρικόν, μέχρις ὅτου κριθῇ ἡ ἔκβασις τοῦ ὅλου ζητήματος· διότι ἡ Ἱερουσαλήμ, ἡ ἁγία θρησκεία των καὶ ὁ Ναός των ἐκινδύνευαν.
18 ἦν γὰρ ὁ περὶ γυναικῶν καὶ τέκνων, ἔτι δὲ ἀδελφῶν καὶ συγγενῶν ἐν ἥττονι μέρει κείμενος αὐτοῖς ἀγών, μέγιστος δὲ καὶ πρῶτος ὁ περὶ τοῦ καθηγιασμένου ναοῦ φόβος. 18 Εν όψει δε του επικειμένου αγώνος ετέθη εις δεύτερον μοίραν η σκέψις περί των γυναικών και των τέκνων, περί των αδελφών και συγγενών, διότι ο μέγιστος φόβος των ήτο δια τον άγιον ναόν. 18 Τὸ ἐνδιαφέρον δὲ καὶ ὁ φόβος των δὲν ἦταν τόσον διὰ τὶς γυναῖκες καὶ τὰ τέκνα των, οὔτε ἀκόμη διὰ τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τοὺς συγγενεῖς τν, ἀλλ’ ἦταν κατὰ πρῶτον καὶ κύριον λόγον διὰ τὸν ἅγιον καὶ ἱερὸν Ναόν.
19 ἦν δὲ καὶ τοῖς ἐν τῇ πόλει κατειλημμένοις οὐ πάρεργος ἀγωνία ταρασσομένοις τῆς ἐν ὑπαίθρῳ προσβολῆς. 19 Ταυτοχρόνως δε η αγωνία των πολιτών, που είχαν εναπομείνει μέσα εις την πόλιν, δεν ήτο μικρά και ασήμαντος, διότι ήσαν τεταραγμένοι και ανήσυχοι δια την έκβασιν της μάχης, που θα εδίδετο στο ύπαιθρον, έξω από την πόλιν. 19 Ἐξ ἄλλου ἡ ἀγωνία, ὁ πόνος, ἡ ταραχὴ καὶ ἐκείνων, ποὺ εἶχαν ἀπομείνει κλεισμένοι εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, δὲν ἦσαν ὀλιγώτερα, διότι ἀνησυχοῦσαν διὰ τὴν ἔκβασιν τῆς μάχης, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ δοθῇ εἰς ἀνοικτὸν χῶρον, ἔξω ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ.
20 καὶ πάντων ἤδη προσδοκώντων τὴν ἐσομένην κρίσιν καὶ ἤδη συμμειξάντων τῶν πολεμίων καὶ τῆς στρατιᾶς ἐκταγείσης καὶ τῶν θηρίων ἐπὶ μέρος εὔκαιρον ἀποκατασταθέντων τῆς τε ἵππου κατὰ κέρας τεταγμένης, 20 Ολοι επερίμεναν την έκβασιν της προσεχούς μάχης. Οι εχθροί είχαν ήδη συγκεντρωθή, ο στρατός των παρετάχθη εις τάξιν μάχης, τα θηρία, δηλαδή οι ελέφαντες, ετοποθετήθησαν εις τας καταλλήλους θέσεις, το δε ιππικόν κατέλαβε τα εκατέρωθεν της παρατάξεως άκρα. 20 Ὅλοι πλέον ἐπερίμεναν τὴν ἐπικειμένην ἀποφασιστικὴν καὶ κρίσιμον σύγκρουσιν.Οἱ ἐχθροὶ εἶχαν ἤδη συγκεντρώσει τὴν δύναμίν των ὁ στρατός των εἶχε λάβει παράταξιν μάχης, οἱ πολεμικοὶ ἐλέφαντες εἶχαν τοποθετηθῆ εἰς στρατηγικὲς θέσεις καὶ τὸ ἱππικὸν ἐτακτοποιήθη ἔτσι, ὥστε νὰ λάβῃ θέσιν εἰς τὶς ἑκατέρωθεν πτέρυγες τοῦ στρατοῦ.
21 συνιδὼν ὁ Μακκαβαῖος τὴν τῶν πληθῶν παρουσίαν καὶ τῶν ὅπλων τὴν ποικίλην παρασκευὴν τήν τε τῶν θηρίων ἀγριότητα, προτείνας τὰς χεῖρας εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπεκαλέσατο τὸν τερατοποιὸν Κύριον, τὸν κατόπτην, γινώσκων ὅτι οὐκ ἔστι δι᾿ ὅπλων ἡ νίκη, καθὼς δὲ ἂν αὐτῷ κριθείη, τοῖς ἀξίοις περιποιεῖται τὴν νίκην. 21 Ο Ιούδας ο Μακκαβαίος, όταν είδε τους πολυαρίθμους εχθρούς, τα ποικίλης κατασκευής όπλα, τους αγρίους ελέφαντας, ύψωσε τας χείρας αυτού στον ουρανόν και παρεκάλεσε τον Κυριον, ο οποίος κάμνει μεγάλα θαύματα και επιβλέπει επί όλον τον κόσμον. Εζήτησε την βοήθειαν του Κυρίου, διότι εγνώριζεν, ότι η νίκη δεν προέρχεται από την ισχύν των όπλων, αλλά όπου και όπως κρίνει ο Θεός την δίδει στους αξίους αυτής. 21 Ὅταν ὁ Μακκαβαῖος ἀντελήφθη τὴν ἀνάπτυξιν καὶ παρουσίαν τοῦ μεγάλου πλήθους τοῦ ἐχθρικοῦ στρατοῦ, τὴν ποικιλίαν τοῦ ὁπλισμοῦ των καὶ τὴν ἀγρίαν ὅψιν τῶν πολεμικῶν ἐλεφάντων, ἀφοῦ ὕψωσε τὰ χέρια του εἰς τὸν οὐρανόν, ἱκέτευσε τὸν Κύριον, ὁ ὁποῖος ἐργάζεται μεγάλα θαύματα καὶ ὀ ὁποῖος ἐποπτεύει καὶ ἐπιβλέπει τὸ σύμπαν.Διότι ἐγνώριζεν ὅτι ἡ νίκη δὲν κερδίζεται μὲ τὴν δύναμιν τῶν ὅπλων, ἀλλ' ὅπως ὁ Κύριος κρίνει πρέπον, ὁ Ὁποῖος καὶ προσφέρει τὴν νίκην εἰς ὅσους τὴν ἀξίζουν.
22 ἔλεγε δὲ ἐπικαλούμενος τόνδε τὸν τρόπον· σὺ Δέσποτα, ἀπέστειλας τὸν ἄγγελόν σου ἐπὶ ᾿Εζεκίου τοῦ βασιλέως τῆς ᾿Ιουδαίας καὶ ἀνεῖλεν ἐκ τῆς παρεμβολῆς Σενναχηρεὶμ εἰς ἑκατὸν ὀγδοηκονταπέντε χιλιάδας· 22 Ελεγε δε κατά την προσευχήν του τα εξής· “συ, Δέσποτα, απέστειλας τον άγγελόν σου επί της εποχής του Εζεκίου του βασιλέως της Ιουδαίας, και εφόνευσεν από το στρατόπεδον του Σενναχηρείμ εκατόν ογδοήκοντα πέντε χιλιάδας. 22 Προσηύχετο δὲ ἐπικαλούμενος τὸν Θεὸν μὲ τὸν ἀκόλουθον τρόπον: Σύ, Δέσποτα Κύριε, ἀπέστειλες τὸν ἄγγελόν Σου κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλιᾶ τῆς Ἰουδαῖας Ἐζεκία καὶ ἐφόνευσεν ἀπὸ τὸ στρατόπεδον τοῦ Σενναχηρεὶμ ἑκατὸν ὀγδόντα πέντε χιλιάδες (185.000) στρατιῶτες.
23 καὶ νῦν, δυνάστα τῶν οὐρανῶν, ἀπόστειλον ἄγγελον ἀγαθὸν ἔμπροσθεν ἡμῶν εἰς δέος καὶ τρόμον· 23 Και τώρα Κυρίαρχε των ουρανών, στείλε τον αγαθόν άγγελόν σου ενώπιόν μας, δια να εμβάλη φόβον και τρόμον στους εχθρούς. Από την ισχύν της παντοδυνάμου δεξιάς σου ας καταπλαγούν εκείνοι, που έχουν έλθει να βλάψουν και κατεξευτελίσουν τον άγιον λαόν σου. 23 Καὶ τώρα λοιπόν, Κυρίαρχε τῶν οὐρανῶν, ἀπόστειλε ἀκόμη μίαν φορὰν ἄγγελον ἀγαθὸν ἐνώπιόν μας, διὰ νὰ σκορπίσῃ τὸν τρόμον καὶ τὸν πανικὸν εἰς τοὺς ἐχθρούς μας.
24 μεγέθει βραχίονός σου καταπλαγείησαν οἱ μετὰ βλασφημίας παραγενόμενοι ἐπὶ τὸν ἅγιόν σου λαόν. καὶ οὗτος μὲν ἐν τούτοις ἔληξεν. 24 Ας καταπλαγούν από το μεγαλείον της παντοδυνάμου δεξιάς σου εκείνοι, οι οποίοι ήλθαν εδώ δια να βλασφημήσουν και βλάψουν τον άγιόν σου λαόν”. Ετσι ο Ιούδας προσηυχήθη και εσταμάτησεν. 24 Εἴθε διὰ τῆς παντοδυνάμου χειρός Σου νὰ κατατρομάξουν καὶ νὰ κτυπηθοῦν κατακέφαλα αὐτοί, οἱ ὁποῖοι ἦλθαν μὲ βλάσφημα λόγια καὶ ἀπειλὲς νὰ ἐπιτεθοῦν ἐναντίον τοῦ λαοῦ σου! Καὶ μὲ τὶς λέξεις αὐτὲς ὁ Ἰούδας ἐτελείωσε τὴν προσευχήν του.
25 οἱ δὲ περὶ τὸν Νικάνορα μετὰ σαλπίγγων καὶ παιάνων προσῆγον. 25 Ο στρατός του Νικάνορος επροχώρησε δια την μάχην, με τον ήχον των σαλπίγγων και των πολεμικών ασμάτων. 25 Ὁ δὲ Νικάνωρ μὲ τὸν στρατόν του ἐπροχώρησαν διὰ τὴν μάχην κάτω ἀπὸ τοὺς ἤχους τῶν σαλπίγγων καὶ μὲ πολεμικὰ ᾄσματα.
26 οἱ δὲ περὶ τὸν ᾿Ιούδαν μετ᾿ ἐπικλήσεως καὶ εὐχῶν συνέμειξαν τοῖς πολεμίοις 26 Ο δε περί τον Ιούδαν στρατός προσήλθε και συνεπλάκησαν εναντίον των εχθρών των, με επικλήσεις και προσευχάς προς τον Θεόν. 26 Ὅμως ὁ Ἰούδας καὶ ὁ στρατός του ἐρρίφθησαν εἰς τὴν μάχην καὶ συνεπλάκησαν μὲ τὸν ἐχθρὸν μὲ ἐπικλήσεις εἰς τὸν Θεὸν καὶ μὲ προσευχές.
27 καὶ ταῖς μὲν χερσὶν ἀγωνιζόμενοι, ταῖς δὲ καρδίαις πρὸς τὸν Θεὸν εὐχόμενοι κατέστρωσαν οὐδὲν ἧττον μυριάδων τριῶν καὶ πεντακισχιλίων, τῇ τοῦ Θεοῦ μεγάλως εὐφρανθέντες ἐπιφανείᾳ. 27 Μαχόμενοι με τας χείρας των, και επικαλούμενοι τον Θεόν με τας καρδίας των, έστρωσαν κάτω στο έδαφος όχι ολιγωτέρους από τριάκοντα πέντε χιλιάδας άνδρας και ευφράνθησαν μεγάλως από την φανεράν αυτήν προστασίαν του Θεού. 27 Καὶ ἐνῷ μὲ τὰ χέρια ἐπολεμοῦσαν, μὲ τὴν καρδιά των ὅμως προσηύχοντο εἰς τὸν Θεὸν ἔτσι ἔστρωσαν κατὰ γῆς νεκροὺς ὄχι ὀλιγωτέρους τῶν τριάντα πέντε χιλιάδων (35.000) ἀνδρῶν καὶ ἐδοκίμασαν μεγάλην χαρὰν διὰ τὴν φανερὰν αὐτὴν ἐπέμβασιν τοῦ Θεοῦ.
28 γενόμενοι δὲ ἀπὸ τῆς χρείας καὶ μετὰ χαρᾶς ἀναλύοντες, ἐπέγνωσαν προπεπτωκότα Νικάνορα σὺν τῇ πανοπλίᾳ. 28 Οταν ετελείωσεν η μάχη και οι Ιουδαίοι με χαράν μεγάλην απεχώρουν από το πεδίον της συρράξεως, ανεγνώρισαν ότι ο Νικάνωρ είχε φονευθή φορών υλόκληρον την πανοπλίαν αυτού. 28 Ὅταν ἡ σύγκρουσις τῶν δύο στρατῶν ἐτελείωσε καὶ οἱ Ἰουδαῖοι ἀποχωροῦσαν μὲ χαρὰν ἀπὸ τὸ πεδίον τῆς μάχης, ἀνεγνώρισαν τὸν Νικάνορα, ὁ ὁποῖος εὑρίσκετο κάτω νεκρὸς μὲ ὅλην τὴν πανοπλίαν του.
29 γενομένης δὲ κραυγῆς καὶ ταραχῆς, εὐλόγουν τὸν Δυνάστην τῇ πατρίῳ φωνῇ. 29 Τοτε δε έγινε μεγάλη κραυγή και πολύς θόρυβος και εδόξαζαν τον Κυρίαρχον του κόσμου εις την πατρικήν των γλώσσαν. 29 Τότε μὲ θυελλώδεις κραυγὲς εὐλογοῦσαν καὶ ἐδόξαζαν τὸν κυρίαρχον Δεσπότην εἰς τὴν γλῶσσαν τῶν πατέρων των.
30 καὶ προσέταξεν ὁ καθ᾿ ἅπαν σώματι καὶ ψυχῇ πρωταγωνιστὴς ὑπὲρ τῶν πολιτῶν, ὁ τὴν τῆς ἡλικίας εὔνοιαν εἰς ὁμοεθνεῖς διαφυλάξας, τὴν τοῦ Νικάνορος κεφαλὴν ἀποτεμόντας καὶ τὴν χεῖρα σὺν τῷ ὤμῳ φέρειν εἰς ῾Ιεροσόλυμα. 30 Ο Ιούδας ο Μακκαβαίος, ο οποίος είχε τάξει ολόκληρον τον εαυτόν του, σώμα και ψυχήν, δια να αγωνισθή ως πρώτος υπέρ των συμπολιτών του, εκείνος ο οποίος είχε διαθέσει δια τους ομοεθνείς του το άνθος της νεότητός του, διέταξε να κόψουν την κεφαλήν του Νικάνορος και το χέρι του από τον ώμον του και να φέρουν αυτά εις την Ιερουσαλήμ. 30 Καὶ ὁ Ἰούδας, ὁ ἡγέτης καὶ κορυφαῖος ἀγωνιστής, ὁ ὁποῖος εἶχεν ἀφιερωθῆ ὁλόκληρος, μὲ τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχήν, εἰς τὸν ἀγῶνα ὑπὲρ τῶν συμπολιτῶν τοῦ Ἰουδαίων καὶ διετήρησε καὶ διέθεσε τὸ ἄνθος τῆς νεότητός του χάριν τῶν ὁμοεθνῶν του, διέταξε νὰ ἀποκόψουν τὴν κεφαλὴν τοῦ Νικάνορος καὶ τὸ χέρι μαζὶ μὲ τὸν (ἢ ἀπὸ τόν) ὦμον καὶ νὰ τὰ φέρουν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα.
31 παραγενόμενος δὲ ἐκεῖ καὶ συγκαλέσας τοὺς ὁμοεθνεῖς καὶ τοὺς ἱερεῖς πρὸ τοῦ θυσιαστηρίου στήσας, μετεπέμψατο τοὺς ἐκ τῆς ἄκρας. 31 Οταν ήλθεν εκεί, συνεκάλεσε τους ομοεθνείς του, έθεσε τους ιερείς εμπρός στο θυσιαστήριον, έστειλε και εκάλεσε και εκείνους, οι οποίοι ευρίσκοντο εις την ακρόπολιν. 31 Ὅταν δὲ ὁ Ἰούδας ἔφθασεν ἐκεῖ καὶ ἀφοῦ συνεκάλεσε τοὺς ὁμοεθνεῖς του καὶ εἶπεν εἰς τοὺς ἱερεῖς νὰ σταθοῦν ἐμπρὸς εἰς τὸ θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων, ἔστειλε καὶ ἐκάλεσε τοὺς Σύρους, ποὺ εὑρίσκοντο ὡς φρουρὰ εἰς τὴν ἀκρόπολιν τῆς Ἱερουσαλήμ.
32 καὶ ἐπιδειξάμενος τὴν τοῦ μιαροῦ Νικάνορος κεφαλὴν καὶ τὴν χεῖρα τοῦ δυσφήμου, ἣν ἐκτείνας ἐπὶ τὸν ἅγιον τοῦ Παντοκράτορος οἶκον ἐμεγαλαύχησε, 32 Εδειξε την κεφαλήν και την χείρα του μιαρού Νικάνορος, την οποίαν αυτός είχεν απλώσει εναντίον του ιερού ναού του Παντοκράτορος και είχεν εκστομίσει αλαζονικά λόγια. 32 Εἰς ὅλους δὲ αὐτοὺς ἔδειξε τὴν κεφαλὴν τοῦ σιχαμεροῦ καὶ ἀχρείου Νικάνορος καὶ τὸ χέρι τοῦ βλασφήμου καὶ ὑβριστοῦ, τὸ ὁποῖον εἶχεν ἀπλώσει μὲ τρόπον κομπαστικὸν εἰς τὸν ἅγιον Ναὸν τοῦ Παντοκράτορος Θεοῦ.
33 καὶ τὴν γλῶσσαν τοῦ δυσσεβοῦς Νικάνορος ἐκτεμὼν ἔφη κατὰ μέρος δώσειν τοῖς ὀρνέοις, τὰ δὲ ἐπίχειρα τῆς ἀνοίας κατέναντι τοῦ ναοῦ κρεμάσαι. 33 Αφού δε απέκοψε την γλώσσαν του ασεβούς αυτού Νικάνορος, είπε να την τεμαχίσουν εις μικρά κομμάτια και να την δώσουν εις τα όρνεα. Και τον μισθόν της παραφροσύνης και ασεβείας του, τα αποκοπέντα δηλαδή τεμάχια του σώματός του, να τα κρεμάσουν απέναντι από τον ναόν. 33 Ἀφοῦ δὲ ἀπέκοψε τὴν γλῶσσαν τοῦ παρανόμου καὶ θεομισήτου Νικάνορος, εἶπε νὰ τὴν δώσουν κομματάκι - κομματάκι ὡς τροφὴν εἰς τὰ ὄρνεα· καὶ να κρεμάσουν τὰ δείγματα τῆς ἀφροσύνης του (τὴν κεφαλὴν καὶ τὸ χέρι τοῦ Νικάνορος), ποὺ ἦσαν καὶ ὁ μισθὸς τῆς παραφροσύνης του, ἀπέναντι ἀπὸ τὸν Ναόν.
34 οἱ δὲ πάντες εἰς τὸν οὐρανὸν εὐλόγησαν τὸν ἐπιφανῆ Κύριον λέγοντες· εὐλογητὸς ὁ διατηρήσας τὸν ἑαυτοῦ τόπον ἀμίαντον. 34 Ολοι δε ανέπεμψαν ευλογίας προς τον ουρανόν, στον ένδοξον Κυριον, λέγοντες· “δοξασμένος ας είναι ο Κυριος, ο οποίος διετήρησεν αμόλυντον τον ιερόν του τόπον”. 34 Καὶ ὅλοι μὲ τὰ βλέμματα καὶ τὶς καρδιὲς στραμμένα εἰς τὸν οὐρανὸν ἀνέπεμψαν εὐλογίες καὶ δοξολογίες πρὸς τὸν ἔνδοξον Κύριον καὶ ἔλεγαν: Εὐλογημένος καὶ δοξασμένος ἂς εἶναι Ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος διετήρησε τὸν ἰδικόν του τόπον, τὸν Ναόν, καθαρὸν ἀπὸ τὸν μολυσμὸν τῆς εἰδωλολατρίας!
35 ἐξέδησε δὲ τὴν τοῦ Νικάνορος κεφαλὴν ἐκ τῆς ἄκρας ἐπίδηλον πᾶσι καὶ φανερὸν τῆς τοῦ Κυρίου βοηθείας σημεῖον. 35 Ο Ιούδας έδεσε και εκρέμασε την κεφαλήν του Νικάνορος από την ακρόπολιν, ώστε να είναι καταφανής εις όλους, και να είναι υλοφάνερον σημείον της βοηθείας του Κυρίου. 35 Ὁ δὲ Ἰούδας ἔδεσε καὶ ἐκρέμασε τὴν κεφαλὴν τοῦ Νικάνορος ἀπὸ τὴν ἀκρόπολιν, ὡς σημεῖον πρόδηλον εἰς ὅλους καὶ ὁλοφάνερον τῆς βοηθείας τοῦ Θεοῦ.
36 καὶ ἐδογμάτισαν πάντες μετὰ κοινοῦ ψηφίσματος μηδαμῶς ἐᾶσαι ἀπαρασήμαντον τήνδε τὴν ἡμέραν, ἔχειν δὲ ἐπίσημον τὴν τρισκαιδεκάτην τοῦ δωδεκάτου μηνὸς —῎Αδαρ λέγεται τῇ Συριακῇ φωνῇ— πρὸ μιᾶς ἡμέρας τῆς Μαρδοχαϊκῆς ἡμέρας. 36 Ωρισαν δε όλοι, κατόπιν κοινής αποφάσεως, να μη επιτρέψουν και παρέρχεται η ημέρα αυτή ως ασήμαντος, να την έχουν ως επίσημον και εόρτιον την ημέραν αυτήν, την δεκάτην τρίτην του δωδεκάτου μηνός- Αδαρ λέγεται ο μήνας αυτός εις την Συριακήν γλώσσαν- Αυτή δε η ημέρα είναι η προηγουμένη από την ημέραν της εορτής του Μαρδοχαίου. 36 Ὅλοι δὲ διεκήρυζαν καὶ καθώρισαν μὲ κοινὴν ἀπόφασιν νὰ μὴ ἀφήσουν κατ’ οὐδένα τρόπον νὰ περάσῃ ἡ ἡμέρα αὐτὴ ἀπαρατήρητος καὶ ὡς ἀσήμαντος, ἀλλὰ νὰ τὴν ἐορτάζουν τακτικῶς καὶ κατὰ τρόπον ἐπίσημον τὴν δεκάτην τρίτην τοῦ δωδεκάτου μηνός - ὁ μῆνας αὐτὸς Ὀνομάζεται εἰς τὴν Συριακὴν γλῶσσαν Ἄδαρ.Ἡ ἡμέρα αὐτὴ προηγεῖται τῆς ἡμέρας τῆς ἑορτῆς τοῦ Μαρδοχαίου (τῆς ἑορτῆς τῶν Φρουραὶ ἢ Πουρίμ).
37 Τῶν οὖν κατὰ Νικάνορα χωρησάντων οὕτω καὶ ἀπ᾿ ἐκείνων τῶν καιρῶν κρατηθείσης τῆς πόλεως ὑπὸ τῶν ῾Εβραίων, καὶ αὐτὸς αὐτόθι καταπαύσω τὸν λόγον. 37 Τα μεν λοιπόν κατά τον Νικάνορα πράγματα έτσι εξειλίχθησαν. Επειδή δε από της εποχής εκείνης και εντεύθεν η πόλις Ιερουσαλήμ ευρίσκετο από την κυριότητα των Εβραίων, δια τούτο και εγώ θα σταματήσω εδώ την ιστορίαν μου. 37 37α Ἔτσι λοιπὸν ἐπροχώρησαν καὶ ἐξειλίχθησαν τὰ γεγονότα τὰ σχετικὰ μὲ τὸν Νικάνορα.Ἀπὸ ἐκείνην δὲ τὴν ἐποχὴν ἡ Ἱερουσαλὴμ παρέμεινεν εἰς τὴν κατοχὴν τῶν Ἑβραίων. 37β Θὰ τελειώσω δὲ καὶ ἐγὼ τὸν ἰδικόν μου λόγον εἰς αὐτὸ τὸ σημεῖον.
38 καὶ εἰ μὲν καλῶς καὶ εὐθίκτως τῇ συντάξει, τοῦτο καὶ αὐτὸς ἤθελον· εἰ δὲ εὐτελῶς καὶ μετρίως, τοῦτο ἐφικτὸν ἦν μοι. 38 Εάν η εξιστόρησις των γεγονότων έγινε καλώς και επιτυχώς, αυτό και εγώ επεδίωξα. Εάν όμως η έκθεσις αυτή είναι ατελής και μετρία, αυτό ημπορούσα να κάμω και έκαμα. 38 Ἐάν, ὅσα ἐξέθεσα, τὰ παρουσίασα μὲ τρόπον καλὰν καὶ ἀποτελεσματικόν, τότε ἐπραγματοποιήθη αὐτό, τὸ ὁποῖον καὶ ἐγὼ ὁ ἴδιος ἐπιθυμοῦσα ἐὰν ὅμως ἡ παρουσίασις καὶ ἡ ἔκθεσίς των ἔγινε κατὰ τρόπον πτωχόν, συνηθισμένον καὶ ἀσήμαντον, τότε αὐτὸ μόνον ἦταν ἐκεῖνο, ποὺ ἠμποροῦσα νὰ ἐπιτύχω!
39 καθάπερ γὰρ οἶνον καταμόνας πίνειν, ὡσαύτως δὲ καὶ ὕδωρ πάλιν πολέμιον· ὃν δὲ τρόπον οἶνος ὕδατι συγκερασθεὶς ἡδὺς καὶ ἐπιτερπῆ τὴν χάριν ἀποτελεῖ, οὕτω καὶ τὸ τῆς κατασκευῆς τοῦ λόγου τέρπει τὰς ἀκοὰς τῶν ἐντυγχανόντων τῇ συντάξει. ἐνταῦθα δὲ ἔσται ἡ τελευτή. 39 Οπως δε είναι επιβλαβές να πίνη κανείς άκρατον οίνον η μόνον ύδωρ, ενώ ο οίνος ο ανάμικτος με το ύδωρ είναι ωφέλιμος και προξενεί τέρψιν εις την αίσθησιν, έτσι και εγώ με κάποιαν τέχνην εξέθεσα την διήγησιν, ώστε να τέρπη τας ακοάς εκείνων, οι οποίοι διαβάζουν την ιστορίαν αυτήν. Εδώ τελειώνει η ιστορία μου. 39 Διότι, ὅπως εἶναι βλαβερὸν τὸ νὰ πίνῃς μόνον του τὸ κρασί, δηλαδὴ ἄκρατον, ἁγνὸν οἶνον, ἢ μόνον νερό, ἐνῷ τὸ κρασί ἀναμεμειγμένον μὲ νερὸ προσφέρει εὐχαρίστησιν, τέρψιν καὶ ἀπόλαυσιν, ἔτσι καὶ ἡ ποικιλία τοῦ ὕφους εἰς τὸν λόγον γοητεύει καὶ θέλει τὴν ἀκοὴν ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἀκούουν τὸ πόνημα, τὴν ἄλφα ἢ βῆτα διήγησιν.Καὶ ἐδῶ εἶναι τὸ τέλος τοῦ βιβλίου.