Πέμπτη, 28 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:17
Δύση: 18:45
Σελ. 19 ημ.
88-278
16ος χρόνος, 5885η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Β' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 (Δ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Ο δὲ προειρημένος Σίμων, ὁ τῶν χρημάτων καὶ τῆς πατρίδος ἐνδείκτης γεγονώς, ἐκακολόγει τὸν ᾿Ονίαν, ὡς αὐτός τε εἴη τὸν ῾Ηλιόδωρον ἐπισεσεικὼς καὶ τῶν κακῶν δημιουργὸς καθεστηκώς, 1 Ο προαναφερθείς Σιμων, ο προδότης των ιερών χρημάτων και της πατρίδος του, εσυκοφαντούσε τον Ονίαν, ότι τάχα αυτός είχε συγκλονίσει τον Ηλιόδωρον και υπηρξεν ο δημιουργός όλων αυτών των κακών. 1 Αλλ' ὁ Σίμων, ὁ προστάτης τοῦ ἱεροῦ, ποὺ ἀνεφέρθη προηγουμένως, ὁ καταδότης τῶν ἱερῶν χρημάτων καὶ συκοφάντης τῆς πατρίδος του, ἐδυσφημοῦσε τὸν Ὀνίαν Γ', ἰσχυριζόμενος ὅτι αὐτὸς ἦταν δῆθεν ὁ ὑπεύθυνος τῆς ἐπιθέσεως κατὰ τοῦ Ἡλιοδώρου καὶ ὅτι αὐτὸς ὁ ἴδιος ἐφεῦρε καὶ ἐσχεδίασεν ὅλα αὐτὰ τὰ κακά.
2 καὶ τὸν εὐεργέτην τῆς πόλεως καὶ τὸν κηδεμόνα τῶν ὁμοεθνῶν καὶ ζηλωτὴν τῶν νόμων ἐπίβουλον τῶν πραγμάτων ἐτόλμα λέγειν. 2 Ετσι δε τον ευεργέτην της πόλεως, τον προστάτην όλων των ομοεθνών του Ιουδαίων, τον ζηλωτήν των θείων νόμων, ετολμούσε να τον κατηγορή ως επίβουλον και εχθρόν του έθνους. 2 Ἔτσι ὁ Σίμων εἶχε τὴν κακότητα καὶ τὴν ἀναίδειαν νὰ κατηγορῇ τὸν εὐεργέτην τῆς πόλεως καὶ τὸν προστάτην τῶν ὁμοεθνῶν του καὶ ἐκεῖνον, ποὺ ὑπερήσπιζε μὲ ζῆλον τὸ κῦρος τοῦ νόμου, καὶ νὰ τὸν συκοφαντῇ διὰ συνωμοσίαν καὶ ἐχθρότητα κατὰ τοῦ κοινοῦ καλοῦ!
3 τῆς δὲ ἔχθρας ἐπὶ τοσοῦτον προβαινούσης, ὥστε καὶ διά τινος τῶν ὑπὸ τοῦ Σίμωνος δεδοκιμασμένων φόνους συντελεῖσθαι, 3 Η έχθρα αυτή του Σιμωνος επροχώρησε μέχρι τοιούτου σημείου, ώστε από κάποιον εκ των οπαδών του Σιμωνος να διαπραχθούν και φόνοι. 3 Ἡ ἐχθρότης αὐτὴ τοῦ Σίμωνος ἐπροχώρησε τόσον πολύ, ὥστε ἐκ μέρους ἐνὸς τῶν ἐμπίστων ἀνθρώπων τοῦ Σίμωνος νὰ γίνουν καὶ κάποιοι φόνοι.
4 συνορῶν ὁ ᾿Ονίας τὸ χαλεπὸν τῆς φιλονεικίας καὶ ᾿Απολλώνιον τὸν Μενεσθέως τὸν Κοίλης Συρίας καὶ Φοινίκης στρατηγὸν συναύξοντα τὴν κακίαν τοῦ Σίμωνος, 4 Ο Ονίας βλέπων τότε πόσον επιβλαβής ήτο η φιλονεικία αυτή του Σιμωνος, και ότι ο Απολλώνιος, ο υιός του Μενεσθέως, στρατηγός της Κοίλης Συρίας και Φοινίκης, ενίσχυε την κακίαν αυτήν του Σιμωνος, 4 Ὁ ἀρχιερεὺς Ὀνίας Γ', κατανοῶν πόσον κακοήθης καὶ ἐπικίνδυνος ἦταν αὐτὴ ἡ ἀντιζηλία καὶ φιλονικία τοῦ Σίμωνος καὶ λαμβάνων ὑπ’ ὄψιν ὅτι ὁ Ἀπολλώνιος, ὁ υἱὸς τοῦ Μενεσθέως, ὁ στρατιωτικὸς διοικητὴς τῆς Κοίλης Συρίας καὶ τῆς Φοινίκης, ἐνεθάρρυνε καὶ ἀνερρίπιζε τὴν κακοβουλίαν τοῦ Σίμωνος,
5 πρὸς τὸν βασιλέα διεκομίσθη οὐ γινόμενος τῶν πολιτῶν κατήγορος, τὸ δὲ συμφέρον κοινῇ καὶ κατ᾿ ἰδίαν παντὶ τῷ πλήθει σκοπῶν· 5 ήλθε προς τον βασιλέα, όχι δια να κατηγορήση τους συμπολίτας του, αλλά με τον σκοπόν να φροντίση δια το κοινόν συμφέρον και δια το συμφέρον ενός εκάστου από τον λαόν. 5 ἐπῆγε εἰς τὴν Ἀντιόχειαν διὰ νὰ ἰδῇ τὸν βασιλιᾶ Σέλευκον Δ'.Δὲν παρουσιάσθη ὅμως εἰς τὸν βασιλιᾶ ὡς κατήγορος τῶν συμπολιτῶν του, ἀλλ’ ὡς ἄνθρωπος ποὺ ἐνδιαφέρεται διὰ τὸ συμφέρον ὅλου τοῦ ἰουδαϊκοῦ λαοῦ, τόσον ὡς ἔθνους, ὅσον καὶ ἑνὸς ἕκαστου Ἰουδαίου ὡς ἀτόμου.
6 ἑώρα γὰρ ἄνευ βασιλικῆς προνοίας ἀδύνατον εἶναι τυχεῖν εἰρήνης ἔτι τὰ πράγματα καὶ τὸν Σίμωνα παῦλαν οὐ ληψόμενον τῆς ἀνοίας. 6 Διότι έβλεπεν, ότι χωρίς την επέμβασιν του βασιλέως ήτο αδύνατον να ειρηνεύσουν τα πράγματα, και ότι ο Σιμων δεν θα εσταματούσε την παράφρονα κακότητά του. 6 Διότι ἔβλεπεν ὅτι, χωρὶς τὴν ἐπέμβασιν καὶ τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ βασιλιᾶ, ἦταν ἀδύνατον νὰ εἰρηνεύσουν τὰ δημόσια πράγματα, καὶ οὔτε θὰ ἠμποροῦσε ὁ Σίμων νὰ ἀναχαιτισθῇ ἀπὸ τὴν ἀνόητον καὶ ἄφρονα προσπάθειάν του.
7 Μεταλλάξαντος δὲ τὸν βίον Σελεύκου καὶ παραλαβόντος τὴν βασιλείαν ᾿Αντιόχου τοῦ προσαγορευθέντος ᾿Επιφανοῦς, ὑπενόθευσεν ᾿Ιάσων ὁ ἀδελφὸς ᾿Ονίου τὴν ἀρχιερωσύνην, 7 Αλλά, όταν απέθανεν ο Σέλευκος και παρέλαβε την βασιλείαν ο Αντίοχος ο επονομασθείς Επιφανής, ο Ιάσων ο αδελφός του Ονίου ηθέλησε να αρπάση με παράνομα μέσα την αρχιερωσύνην. 7 Ὅταν ὅμως ἀπέθανεν ὁ βασιλιᾶς Σέλευκος Δ' ὁ Φιλοπάτωρ καὶ παρέλαβε τὴν βασιλείαν ὁ ἀδελφός του, ὁ Ἀντίοχος Δ', ποὺ ἐπωνομάσθη Ἐπιφανής, ὁ Ἰάσων, ὁ ἀδελφὸς τοῦ Ὀνία Γ', ἐπροσπάθησε νὰ σφετερισθῇ μὲ παράνομα μέσα τὸ ἀξίωμα τοῦ ἀρχιερέως.
8 ἐπαγγειλάμενος τῷ βασιλεῖ δι᾿ ἐντεύξεως ἀργυρίου τάλαντα ἑξήκοντα πρὸς τοῖς τριακοσίοις καὶ προσόδου τινὸς ἄλλης τάλαντα ὀγδοήκοντα. 8 Εις μίαν προς τον σκοπόν τούτον συνάντησίν του με τον βασιλέα ο Ιάσων υπεσχεθη εις αυτόν να του δώση τριακόσια εξήκοντα τάλαντα αργυρίου και αλλά ογδοήκοντα τάλαντα από άλλην τινά πρόσοδον. 8 Διὰ νὰ ἐπιτύχῃ δὲ τὸν σκοπόν του, εἰς κάποιαν συζήτησιν μὲ τὸν βασιλιᾶ Ἀντίοχον Δ' ὑπεσχέθη νὰ προσφέρῃ ἀμέσως εἰς αὐτὸν τριακόσια ἑξῆντα (360) τάλαντα ἀργυρᾶ καὶ ἄλλα ὀγδόντα (80) τάλαντα ἀπὸ κάποιες ἄλλες προσόδους.
9 πρὸς δὲ τούτοις ὑπισχνεῖτο καὶ ἕτερα διαγράψαι πεντήκοντα πρὸς τοῖς ἑκατόν, ἐὰν συγχωρηθῇ διὰ τῆς ἐξουσίας αὐτοῦ γυμνάσιον καὶ ἐφηβεῖον αὐτῷ συστήσασθαι καὶ τοὺς ἐν ῾Ιεροσολύμοις ᾿Αντιοχεῖς ἀναγράψαι. 9 Επί πλέον δε υπεσχεθη γραπτώς να δώση και άλλα εκατόν πεντήκοντα τάλαντα, εάν του δοθή το δικαίωμα να εγκαταστήση με ιδικήν του εξουσίαν γυμναστήριον και εφηβεον εις την Ιερουσαλήμ και να εγγράψη τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ ως πολίτας της Αντιοχείας. 9 Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὰ ὑπεσχέθη εἰς τὸν βασιλιᾶ γραπτῶς νὰ τοῦ καταβάλῃ καὶ ἄλλα ἑκατὸν πενῆντα (150) τάλαντα, ἐὰν θὰ τοῦ παρείχετο ἡ ἐξουσία νὰ ἐγκαθιδρύσῃ καὶ νὰ ὀργανώσῃ Γυμναστήριον καὶ Ἐφηβεῖον εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ να ἐγγράψῃ ὡς Ἀντιοχεῖς τοὺς κατοίκους τῆς Ἱερουσαλήμ (κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Νὰ ἐγγράψῃ εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ ὁμάδα Ἀντιοχέων· ἢ νὰ ἐγγράψῃ τοὺς Ἀντιοχεῖς τῆς Ἱερουσαλήμ).
10 ἐπινεύσαντος δὲ τοῦ βασιλέως καὶ τῆς ἀρχῆς κρατήσας, εὐθέως ἐπὶ τὸν ῾Ελληνικὸν χαρακτῆρα τοὺς ὁμοφύλους μετῆγε 10 Ο βασιλεύς συγκατετέθη εις όλας αυτάς τας προτάσεις. Ο Ιάσων έγινε κύριος πλέον της εξουσίας και ήρχισεν αμέσως να εισάγη τα ελληνικά ήθη και έθιμα στους ομοεονείς του Ιουδαίους. 10 Ἀφοῦ δὲ ὁ βασιλιᾶς συγκατετέθη εἰς τὶς προτάσεις αὐτὲς καὶ ὁ Ἰάσων ἔγινε κύριος τῆς ἀρχιερατικῆς ἐξουσίας, εὐθὺς ἀμέσως ὁ Ἰάσων ἄσκησε τὴν ἐπιρροήν του διὰ νὰ μεταστρέψῃ τοὺς ὁμοφύλους τοῦ Ἰουδαίους ἀπὸ τὸν Ἰουδαϊσμὸν εἰς τὰ ἑλληνικὰ ἤθη καὶ τὸν ἑλληνικὸν τρόπον ζωῆς.
11 καὶ τὰ κείμενα τοῖς ᾿Ιουδαίοις φιλάνθρωπα βασιλικὰ διὰ ᾿Ιωάννου τοῦ πατρὸς Εὐπολέμου, τοῦ ποιησαμένου τὴν πρεσβείαν ὑπὲρ φιλίας καὶ συμμαχίας πρὸς τοὺς Ρωμαίους, παρώσατο. καὶ τὰς μὲν νομίμους καταλύων πολιτείας, παρανόμους ἐθισμοὺς ἐκαίνιζεν· 11 Ηκύρωσε την ατέλειαν, την οποίαν οι βασιλείς από φιλάνθρωπα αισθήματα είχον παραχωρήσει στους Ιουδαίους με τας ενεργείας Ιωάννου του πατρός του Ευπολέμου, ο οποίος είχεν αποσταλή ως πρεσβευτής δια την σύναψιν συμμαχίας με τους Ρωμαίους. Ο Ιάσων, κατέλυε τους καθιερωμένους νόμους της πολιτείας και εισήγε νέας συνηθείας αντιθέτους προς τον νόμον του Θεού. 11 Ἐπίσης ὁ Ἰάσων κατήργησε τὰ εἰδικὰ φιλάνθρωπα βασιλικὰ προνόμια (νὰ κυβερνῶνται οἱ Ἰουδαῖοι βάσει τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου καὶ νὰ ἀσκοῦν ἐλευθέρως τὰ τῆς θρησκείας των), τὰ ὁποῖα εἶχαν παραχωρηθῇ εἰς τοὺς Ἰουδαίους κατόπιν αἰτήσεως καὶ ἐνεργειῶν τοῦ Ἰωάννου, τοῦ πατέρα τοῦ Εὐπολέμου.Ὁ Ἰωάννης αὐτὸς εἶχεν ἀποσταλῇ ὡς πρεσβευτὴς εἰς τὴν Ρώμην, ὅπου διεπραγματεύθη τὴν σύναψιν φιλίας καὶ συμμαχίας μαζὶ μὲ τοὺς Ρωμαίους.Ὁ Ἰάσων, ἀνατρέπων καὶ καταργῶν τὸν νόμιμον τρόπον ζωῆς, εἰσήγαγε νέα ἤθη καὶ ἔθιμα, ποὺ ἦσαν ἀντίθετα εἰς τὸν Νόμον τοῦ Θεοῦ.
12 ἀσμένως γὰρ ὑπ᾿ αὐτὴν τὴν ἀκρόπολιν γυμνάσιον καθίδρυσε καὶ τοὺς κρατίστους τῶν ἐφήβων ὑποτάσσων ὑπὸ πέτασον ἦγεν. 12 Διότι αδιαφορών δια την Ιεροσυλίαν με πολλήν ευχαρίστησιν και προθυμίαν εφρόντισε να κτισθή εις τας υπώρειας της ακροπόλεως γυμναστήριον δια τους ευγενούς καταγωγής Ιουδαίους νέους, τους οποίους και ηνάγκαζε να φορούν ειδωλολατρικόν πίλον. 12 Διότι μὲ πολλὴν εὐχαρίστησιν καὶ χαρὰν ἵδρυσε καὶ ἐγκατέστησεν εἰς τοὺς πρόποδες αὐτῆς ταύτης τῆς ἀκροπόλεως Γυμναστήριον καὶ ὑπεχρέωνε τοὺς πλέον εὐγενεῖς ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους ἐφήβους νὰ φοροῦν τὸ καπέλλο τῶν γυμναζομένων Ἑλλήνων (εἰδωλολατρῶν) ἀθλητῶν.
13 ἦν δ᾿ οὕτως ἀκμή τις ῾Ελληνισμοῦ καὶ πρόσβασις ἀλλοφυλισμοῦ διὰ τὴν τοῦ ἀσεβοῦς καὶ οὐκ ἀρχιερέως ᾿Ιάσωνος ὑπερβάλλουσαν ἀναγνείαν, 13 Ητο δε τόσον μεγάλη η ακμή του εξελληνισμού, της ειδωλολατρικής εκτροπής και η φορά προς τας συνηθείας των αλλοφύλων εξ αιτίας της μεγάλης διαφθοράς του ασεβούς Ιάσωνος, ο οποίος δεν ήτο αρχιερεύς, 13 Ἔτσι ἡ πρόοδος τοῦ ἐξελληνισμοῦ τῶν Ἰουδαίων παρουσίασεν ἀκμὴν παρετηρήθη δὲ εἰσροὴ καὶ διείσδυσις εἰς τὴν ζωὴν τῶν Ἰουδαίων στοιχείων καὶ συνηθειῶν ξένων, ἕνεκα τῆς χωρὶς ὅρια ἀσεβείας καὶ διαφθορᾶς τοῦ ἀσεβοῦς καὶ μὴ ἀληθοῦς ἀρχιερέως Ἰάσονος.
14 ὥστε μηκέτι περὶ τὰς τοῦ θυσιαστηρίου λειτουργίας προθύμους εἶναι τοὺς ἱερεῖς, ἀλλὰ τοῦ μὲν ναοῦ καταφρονοῦντες καὶ τῶν θυσιῶν ἀμελοῦντες ἔσπευδον μετέχειν τῆς ἐν παλαίστρᾳ παρανόμου χορηγίας μετὰ τὴν τοῦ δίσκου πρόκλησιν, 14 ώστε και οι ιερείς δεν εδείκνυον κανένα πλέον ζήλον δια την υπηρεσίαν του θυσιαστηρίου. Αλλά καταφρονούσαν τον ναόν και παραμελούσαν τας ιεράς θυσίας και έσπευδαν να λάβουν μέρος εις τα εν τη παλαίστρα αγωνίσματα, τα απαγορευομένα από τον νόμον του Θεού, αμέσως μόλις εσήμαινεν ο δίσκος το προσκλητήριον. 14 Ἀποτέλεσμα τῆς ἀσεβείας καὶ τῆς διαφθορᾶς αὐτῆς ὑπῆρξε τὸ ὅτι οἰ ἱερεῖς δὲν εἶχαν πλέον καμμίαν προθυμίαν καὶ κανένα ἐνθουσιασμὸν διὰ τὰ λειτουργικά των καθήκοντα εἰς τὸ θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων, ἀλλά, περιφρονοῦντες πλέον τὸν Ναὸν καὶ ἀμελοῦντες διὰ τὶς θυσίες, μόλις ἄκουαν τὴν πρόσκλησιν (προκήρυξιν) διὰ τὴν ρῖψιν τοῦ δίσκου, ἔτρεχαν πρόθυμα καὶ βιαστικὰ νὰ συμμετάσχουν εἰς τοὺς ἀγῶνες καὶ τὶς παραστάσεις, ποὺ ἐλάμβαναν χώραν εἰς τὴν παλαίστραν (κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Διὰ νὰ συμβάλουν εἰς τὰ ἔξοδα τῆς παλαίστρας, μόλις ἄκουαν τὴν πρόσκλησιν τοῦ ἐναρκτηρίου σημάντρου), Οἱ ἀγῶνες αὐτοὶ μάλιστα ἦσαν ἀπαγορευμένοι ἀπὸ τὸν Μωσαϊκὸν νόμον.
15 καὶ τὰς μὲν πατρῴους τιμὰς ἐν οὐδενὶ τιθέμενοι, τὰς δὲ ῾Ελληνικὰς δόξας καλλίστας ἡγούμενοι. 15 Και τους μεν πατροπαραδότους τιμίους νόμους εις ουδέν υπελόγιζαν, τας δε ελληνικάς αντιλήψεις και συνήθειας αρίστας εθεωρούσαν. 15 Ἔτσι δὲν ἔδειχναν πλέον καμμίαν ἐκτίμησιν εἰς ὅσα οἱ προπάτορές των ἐτιμοῦσαν ἀντιθέτως ἐσέβοντο καὶ ἐθεωροῦσαν ἄριστες τὶς ἑλληνικὲς συνήθειες καὶ δόξες (τιμές, ἀμοιβές) καὶ ἔδειχναν πολὺ μεγάλην ἐκτίμησιν δι' αὐτές.
16 ὧν χάριν περιέσχεν αὐτοὺς χαλεπὴ περίστασις, καὶ ὧν ἐζήλουν τὰς ἀγωγὰς καὶ καθάπαν ἤθελον ἐξομοιοῦσθαι, τούτους πολεμίους καὶ τιμωρητὰς ἔσχον· 16 Εξ αιτίας των εκτροπών των αυτών περιεκύκλωσαν και κατέλαβαν αυτούς οδυνηραί συμφοραί, και εκείνους, των οποίων εθαύμαζαν την ζωήν και πολιτείαν και προς τους οποίους ήθελον εξ ολοκλήρου να εξομοιωθούν, τους είχαν τώρα εχθρούς και τιμωρούς. 16 Ἕνεκα ὅλης αὐτῆς τῆς ἀσεβείας τοὺς περιεκύκλωσαν καὶ τοὺς ἐπολιόρκησαν δυσάρεστες, ὀδυνηρὲς καὶ βαρύτατες δυστυχίες καὶ οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι, τῶν ὁποίων τὸν τρόπον τῆς ζωῆς ἐζήλευαν καὶ ἀγωνίζοντο μὲ πολὺν κόπον νὰ μιμηθοῦν καὶ νὰ ἀντιγράψουν, αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι ἐστρέφοντο ἐναντίον των, ἐγίνοντο ἐχθροὶ καὶ τιμωροί των!
17 ἀσεβεῖν γὰρ εἰς τοὺς θείους νόμους οὐ ρᾴδιον, ἀλλὰ ταῦτα ὁ ἀκόλουθος καιρὸς δηλώσει. 17 Διότι δεν είναι δυνατόν, να καταπατή κανείς ασεβώς τους θείους νόμους ατιμωρητί. Αλλά αυτό θα το αποδείξουν αι περιστάσεις, αι οποίαι θα ακολουθήσουν. 17 Διότι δὲν εἶναι μικρὰ ὑπόθεσις καὶ ἀπλὸ καὶ ἀνώδυνον πρᾶγμα τὸ νὰ ἀσεβῇς καὶ νὰ παραβαίνῃς τοὺς θείους νόμους.Αὐτὸ ὅμως θὰ τὸ καταδείξουν μὲ σαφήνειαν τὰ γεγονότα, ποὺ θὰ ἀκολουθησουν.
18 ἀγομένου δὲ πενταετηρικοῦ ἀγῶνος ἐν Τύρῳ καὶ τοῦ βασιλέως παρόντος, 18 Καθ' ον χρόνον οι Συροι εώρταζον τον ανά πενταετίαν αγώνα εν Τυρω και παρίστατο και ο βασιλεύς, 18 Ἐνῷ διεξήγοντο εἰς τὴν Τύρον οἱ ἀνὰ πενταετίαν ἀθλητικοὶ ἀγῶνες παρόντος καί του βασιλιᾶ Ἀντιόχου Δ' τοῦ Ἐπιφανοῦς,
19 ἀπέστειλεν ᾿Ιάσων ὁ μιαρὸς θεωροὺς ἀπὸ ῾Ιεροσολύμων ᾿Αντιοχεῖς ὄντας παρακομίζοντας ἀργυρίου δραχμὰς τριακοσίας εἰς τὴν τοῦ ῾Ηρακλέους θυσίαν, ἃς καὶ ἠξίωσαν οἱ παρακομίσαντες μὴ χρῆσθαι πρὸς θυσίαν διὰ τὸ μὴ καθήκειν, εἰς ἑτέραν δὲ καταθέσθαι δαπάνην. 19 ο μιαρός αυτός Ιάσων απέστειλε από τα Ιεροσόλυμα θεατάς πολίτας της Αντιοχείας, δια να παρακολουθήσουν την εορτήν. Αυτοί έφεραν μαζή των και τριακοσίας αργυράς δραχμάς, προοριζομένας δια την θυσίαν προς τον Ηρακλήν. Εζήτησαν όμως οι φέροντες αυτά να μη χρησιμοποιηθούν δια την θυσίαν του Ηρακλέους, διότι δεν ήτο πρέπον αλλά να διατεθούν εις άλλας δαπάνας. 19 ὁ ἀσεβὴς καὶ ἀχρεῖος Ἰάσων ἔστειλεν ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ ὡς θρησκευτικοὺς ἀντιπροσώπους πολίτες Ἀντιοχεῖς διὰ νὰ παρακολουθήσουν τοὺς ἀγῶνες.Αὐτοὶ ἔφεραν μαζί των τριακόσιες (300) ἀργυρὲς δραχμὲς διὰ τὴν θυσίαν εἰς τὸν θεὸν Ἡρακλῆ.Ὅμως οἱ μεταφορεῖς τῶν χρημάτων ἀπῄτησαν νὰ μὴ χρησιμοποιηθοῦν τὰ χρήματα αὐτὰ διὰ τὴν θυσίαν, διότι ἐθεώρησαν τοῦτο ἀνάρμοστον, ἀλλ’ ἔκριναν πρέπον νὰ διατεθοῦν αὐτὰ διὰ τὴν κάλυψιν κάποιος ἄλλης δαπάνης.
20 ἔπεσεν οὖν ταῦτα διὰ μὲν τὸν ἀποστείλαντα εἰς τὴν τοῦ ῾Ηρακλέους θυσίαν, ἕνεκεν δὲ τῶν παρακομιζόντων εἰς τὰς τῶν τριήρων κατασκευάς. 20 Ετσι αι τριακόσιαι δραχμαί, αι οποίαι υπό του Ιάσωνος που τας απέστειλε προωρίζοντο δια την θυσίαν προς τιμήν του Ηρακλέους, εχρησιμοποιήθησαν από εκείνους που τας έφεραν σύμφωνα με την επιθυμίαν των δια την κατασκευήν πολεμικών πλοίων. 20 Ἔτσι τὰ χρήματα, ποὺ ἐστάλησαν ἀπὸ τὸν Ἰάσονα διὰ τὴν θυσίαν εἰς τὸν θεὸν Ἡρακλῆ, ἕνεκα τῆς ἐπιθυμίας ἐκείνων ποὺ τὰ μετέφεραν, διετέθησαν διὰ τὴν κατασκευὴν τριήρων (πολεμικῶν πλοίων μὲ τρεῖς σειρὲς κωπηλατῶν).
21 ἀποσταλέντος δὲ εἰς Αἴγυπτον ᾿Απολλωνίου τοῦ Μενεσθέως διὰ τὰ πρωτοκλίσια Πτολεμαίου τοῦ Φιλομήτορος Βασιλέως, μεταλαβὼν ᾿Αντίοχος ἀλλότριον αὐτὸν τῶν αὐτῶν γεγονέναι πραγμάτων, τῆς καθ᾿ αὑτὸν ἀσφαλείας ἐφρόντιζεν· ὅθεν εἰς ᾿Ιόππην παραγενόμενος κατήντησεν εἰς ῾Ιεροσόλυμα. 21 Οταν δε ο υιός του Μενεσθέως ο Απολλώνιος είχεν αποσταλή εις την Αίγυπτον, δια να παραστή εις την ενθρόνισιν του βασιλέως Πτολεμαίου του Φιλομήτορος, ο Αντίοχος πληροφορηθείς ότι ο βασιλεύς αυτός δεν επεδοκίμαζε τας πράξστου, εφρόντισε να είναι ασφαλής απέναντί του. Οθεν μετέβη εις την Ιόππην και κατόπιν έφθασεν εις την Ιερουσαλήμ. 21 Ὅταν δὲ ἀπεστάλη εἰς τὴν Αἴγυπτον ὁ Ἀπολλώνιος, ὁ υἱὸς τοῦ Μενεσθέως, ἐπ’ εὐκαιρία τῆς ἐνθρονίσεως (στέψεως) τοῦ βασιλιᾶ τῆς Αἰγύπτου Πτολεμαίου ΣΤ' τοῦ Φιλομήτορος, ὁ Ἀντίοχος Δ' ὁ Ἐπιφανής, ἐπειδὴ ἐπληροφορήθη ὅτι ὁ Φιλομήτωρ ἦταν ἐχθρικὸς ἀπέναντί του, ἄρχισε νὰ λαμβάνῃ μέτρα διὰ τὴν ἀσφάλειάν του.Ἕνεκα τούτου, ἀφοῦ μετέβη εἰς τὸ λιμάνι τῆς Ἰόππης, ἔφθασεν ἐν συνεχείᾳ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα.
22 μεγαλοπρεπῶς δὲ ὑπὸ τοῦ ᾿Ιάσωνος καὶ τῆς πόλεως παραδεχθείς, μετὰ δᾳδουχίας καὶ βοῶν εἰσπεπόρευται, εἶθ᾿ οὕτως εἰς τὴν Φοινίκην κατεστρατοπέδευσε. 22 Εκεί δε έγινε δεκτός με κάθε μεγαλοπρέπειαν από τον Ιάσωνα και τους κατοίκους της πόλεως, εισήλθεν εις την πόλιν με λαμπαδηφορίας και ζητωκραυγάς των πολιτών. Κατόπιν ήλθε και εστρατοπέδευσεν εις την Φοινίκην. 22 Ἀφοῦ δὲ ἔγινε δεκτὸς ἀπὸ τὸν Ἰάσονα καὶ τὸν λαὸν τῆς πόλεως μὲ πολλὴν μεγαλοπρέπειαν, εἰσῆλθεν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα μὲ λαμπαδηφορίαν (συνοδείαν ἀναμμένων δαυλῶν) καὶ ἐνθουσιώδεις ζητωκραυγές.Ἀπὸ ἐκεῖ αὐτὸς καὶ ὁ στρατός του μετέβησαν εἰς τὴν Φοινίκην, ὅπου καὶ ἐστρατοπέδευσε.
23 μετὰ δὲ τριετῆ χρόνον ἀπέστειλεν ᾿Ιάσων Μενέλαον, τὸν τοῦ προσημαινομένου Σίμωνος ἀδελφόν, παρακομίζοντα τὰ χρήματα τῷ βασιλεῖ καὶ περὶ πραγμάτων ἀναγκαίων ὑπομνηματισμοὺς τελέσοντα. 23 Μετά πάροδον τριών ετών ο Ιάσων έστειλε τον Μενέλαον, αδελφόν του προμνημονευθέντος Σιμωνος, δια να φέρη στον βασιλέα τα χρήματα και να εκθέση προς αυτόν την ανάγκην εκτελέσεως επειγόντων έργων. 23 Τρία ἔτη ἀργότερα ὁ Ἰάσων ἀπέστειλε τὸν Μενέλαον, ἀδελφὸν τοῦ Σίμωνος, ὁ ὁποῖος ἀνεφέρθη προηγουμένως, διὰ νὰ μεταφέρῃ τὰ χρήματα εἰς τὸν βασιλιᾶ, να τὸν ἀναφέρῃ δὲ καὶ νὰ διεκπεραίωσῃ ἐπείγουσες καὶ σημαντικὲς ὑποθέσεις.
24 ὁ δὲ συσταθεὶς τῷ βασιλεῖ καὶ δοξάσας αὐτὸν τῷ προσώπῳ τῆς ἐξουσίας, εἰς ἑαυτὸν κατήντησε τὴν ἀρχιερωσύνην, ὑπερβαλὼν τὸν ᾿Ιάσωνα τάλαντα ἀργυρίου τριακόσια. 24 Ο Μενέλαος δεόντως συνεστήθη στον βασιλέα και παρουσίασε τον εαυτόν του ως πρόσωπον μεγάλης αξίας, έτσι δε επέτυχε δια τον εαυτόν του την αρχιερωσύνην, αφού έδωσε τριάκοντα αργυρά τάλαντα περισσότερα από εκείνα τα οποία είχε προσφέρει ο Ιάσων. 24 Ἀλλ’ ὁ Μενέλαος, ἀφοῦ ἀπέκτησε τὴν εὔνοιαν τοῦ βασιλιᾶ μὲ τὸ νὰ τὸν ἐγκωμιάσῃ καὶ να τὸν ἐκθειάσῃ μὲ τὸν ἀέρα προσώπου, τὸ ὁποῖον διέθετεν ἐντυπωσιακὴν καὶ μεγάλην ἐξουσίαν, ἐπέτυχε νὰ ἑξασφαλίσῃ διὰ τὸν ἑαυτόν του τὴν ἀρχιερωσύνην, ἀφοῦ προσέφερεν εἰς τὸν βασιλιᾶ τριακόσια (300) τάλαντα ἀργυρίου περισσότερα ἀπὸ ἐκεῖνα, ποὺ προσέφερεν ὁ Ἰάσων.
25 λαβὼν δὲ τὰς βασιλικὰς ἐντολὰς παρεγένετο, τῆς μὲν ἀρχιερωσύνης οὐδὲν ἄξιον φέρων, θυμοὺς δὲ ὠμοῦ τυράννου καὶ θηρὸς βαρβάρου ὀργὰς ἔχων. 25 Ετσι δε επήρεν αυτός από τον βασιλέα την εντολήν δια την ανάληψιν της αρχιερωσύνης και ήλθεν εις την Ιερουσαλήμ, χωρίς τίποτε το άξιον της αρχιερωσύνης να έχη, έφερεν όμως εις την καρδίαν του θυμόν σκληρού τυράννου και οργήν αγρίου θηρίου. 25 Ἔτσι, ἀφοῦ ἔλαβε τὴν βασιλικὴν ἐντολήν, ποὺ τοῦ ἐξησφάλιζε τὴν ἀρχιερωσύνην, ἐπέστρεψεν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, χωρὶς ὅμως νὰ διαθέτῃ καὶ τίποτε ἄλλο, ποὺ τὸν καθιστοῦσε ἄξιον τοῦ ἀρχιερατικοῦ ἀξιώματος διέθετε μόνον τὰ πάθη σκληροῦ τυράννου καὶ τὴν λύσσαν ἀγρίου θηρίου.
26 καὶ ὁ μὲν ᾿Ιάσων ὁ τὸν ἴδιον ἀδελφὸν ὑπονοθεύσας, ὑπονοθευθεὶς ὑφ᾿ ἑτέρου, φυγὰς εἰς τὴν ᾿Αμμανῖτιν χώραν συνήλαστο. 26 Και ο μεν Ιάσων, ο οποίος προηγουμένως είχεν εξαπατήσει τον αδελφόν του, τώρα δε εξηπατήθη από άλλον, κατέφυγε πρόσφυξ εις την χώραν των Αμμανιτών. 26 Καὶ ὁ μὲν Ἰάσων, ὁ ὁποῖος ἐξηπάτησε καὶ ὑπεσκέλισεν ἄλλοτε τὸν ἀδελφόν του (Ὀνίαν Γ’), ἀφοῦ ἐξηπατήθη καὶ ὑπεσκελίσθη τώρα ἀπὸ ἄλλον, ὑπεχρεώθη νὰ καταφύγῃ ὡς πρόσφυγας εἰς τὴν χώραν τῶν Ἀμμανιτῶν.
27 ὁ δὲ Μενέλαος τῆς μὲν ἀρχῆς ἐκράτει, τῶν δὲ ἐπηγγελμένων τῷ βασιλεῖ χρημάτων οὐδὲν εὐτάκνει· ποιουμένου δὲ τὴν ἀπαίτησιν Σωστράτου τοῦ τῆς ἀκροπόλεως ἐπάρχου, 27 Ο δε Μενέλαος επέτυχε να πάρη εις τα χέρια του την εξουσίαν. Αλλά δεν κατέβαλε τίποτε από τα χρήματα, τα οποία είχεν υποσχεθή στον βασιλέα. Ο Σωστρατος όμως, ο διοικητής της ακροπόλεως Ιερουσαλήμ, υπενθύμιζεν στον Μενέλαον και απαιτούσε την καταβολήν των χρημάτων, 27 Ὁ δὲ Μενέλαος συνέχιζε νὰ εἶναι κάτοχος τῆς ἀρχιερωσύνης, χωρὶς ὅμως να συμμορφώνεται καθόλου ὡς πρὸς τὴν ἐκπλήρωσιν τῆς καταβολῆς τῶν χρημάτων, ποὺ ὑπεσχέθη εἰς τὸν βασιλιᾶ· καὶ τοῦτο, παρ’ ὅλον ὅτι ἀπαιτοῦσε τὸ ποσὸν αὐτὸ ὁ Σώστρατος, ὁ διοικητὴς τῆς ἀκροπόλεως τῆς Ἱερουσαλήμ,
28 πρὸς τοῦτον γὰρ ἦν ἡ τῶν φόρων πρᾶξις, δι᾿ ἣν αἰτίαν οἱ δύο ὑπὸ τοῦ βασιλέως προσεκλήθησαν, 28 διότι εις αυτόν είχεν ανατεθή η είσπραξις των φόρων. Δια τούτο εκλήθησαν και οι δυο ενώπιον του βασιλέως. 28 διότι εἰς αὐτὸν εἶχεν ἀνατεθῇ ἀπὸ τὸν βασιλιᾶ ἡ εἴσπραξις τῶν φόρων.Ἕνεκα τούτου ὁ Σώστρατος καὶ ὁ Μενέλαος ἐκλήθησαν νὰ παρουσιασθοῦν καὶ οἱ δύο ἐνώπιον τοῦ βασιλιᾶ.
29 καὶ ὁ μὲν Μενέλαος ἀπέλιπε τῆς ἀρχιερωσύνης διάδοχον Λυσίμαχον τὸν ἑαυτοῦ ἀδελφόν, Σώστρατος δὲ Κράτητα τὸν ἐπὶ τῶν Κυπρίων. 29 Ο Μενέλαος αφήκεν ως αντικαταστάτην του εις την αρχιερωσύνην τον αδελφόν του Λυσίμαχον, ο δε Σωστρατος ως αντικαταστάτην του εις την διοίκησιν της ακροπόλεως τον Κράτητα διοικητήν των Κυπρίων. 29 Καὶ ὁ μὲν Μενέλαος ἀφῆκεν ὡς πληρεξούσιόν του εἰς τὴν ἀρχιερωσύνην τὸν ἀδελφόν του Λυσίμαχον, Ὁ δὲ Σώστρατος ἀφῆκεν ὡς ἀντικαταστάτην του τὸν Κράτητα, τὸν διοικητὴν τῶν Κυπριακῶν μισθοφορικῶν στρατευμάτων (κατ' ἄλλην ἑρμηνείαν: Τὸν ἀντιβασιλέα τῆς Κύπρου).
30 τοιούτων δὲ συνεστηκότων, συνέβη Ταρσεῖς καὶ Μαλλώτας στασιάζειν διὰ τὸ ᾿Αντιοχίδι τῇ παλλακῇ τοῦ βασιλέως ἐν δωρεᾷ δεδόσθαι. 30 Ενῷ αυτά συνέβαιναν, οι κάτοικοι της Ταρσού και της Μαλλώτας επανεστάτησαν, διότι αι δύο αυταί πόλεις είχαν δοθή από τον βασιλέα ως δώρον εις την Αντιοχίδα την παλλακήν του. 30 Ἐνῷ ὅμως συνέβαιναν ὅλα αὐτά, οἱ κάτοικοι τῆς Ταρσοῦ καὶ τῆς Μαλλοῦ ἐπανεστάτησαν, διότι οἱ πόλεις των ἐδόθησαν ὡς δῶρον εἰς τὴν Ἀντιοχίδα, τὴν παλλακὴν τοῦ βασιλιᾶ.
31 θᾶττον οὖν ὁ βασιλεὺς ἧκε καταστεῖλε τὰ πράγματα, καταλιπὼν τὸν διαδεχόμενον ᾿Ανδρόνικον τῶν ἐν ἀξιώματι κειμένων. 31 Ο βασιλεύς επήλθε ταχέως, δια να καταστείλη την επανάστασιν και αφήκεν ως αντικαταστάτην του τον Ανδρόνικον, ένα από τους επισήμους αξιωματούχους του. 31 Δι’ αὐτὸ ὁ βασιλιᾶς Ἀντίοχος Δ' ἔφθασε γρήγορα εἰς τὴν Κιλικίαν, διὰ νὰ καταστείλῃ τὴν ἐπανάστασιν καὶ τακτοποιήσῃ τὸ ζήτημα, ἀφοῦ προηγουμένως ἀφῆκεν ὡς ἀντιβασιλιὰ τὸν Ἀνδρόνικον, ἕνα ἀπὸ τοὺς ἀξιωματούχους του.
32 νομίσας δὲ ὁ Μενέλαος εἰληφέναι καιρὸν εὐφυῆ, χρυσώματά τινα τῶν τοῦ ἱεροῦ νοσφισάμενος ἐχαρίσατο τῷ ᾿Ανδρονίκῳ καὶ ἕτερα ἐτύγχανε πεπρακὼς εἴς τε Τύρον καὶ τὰς κύκλῳ πόλεις. 32 Ο Μενέλαος ενόμισεν ότι είναι πρόσφορος η περίστασις δια την υπόθεσίν του και αφήρεσεν από τον ναόν μερικά χρυσά δοχεία, και ένα μέρος έδωκεν στον Ανδρόνικον, τα δε άλλα επώλησε εις την Τυρον και εις τας γύρω από αυτήν πόλεις. 32 Τότε ὁ Μενέλαος, ὁ ὁποῖος ἐνόμισεν ὅτι εὑρῆκε τὴν κατάλληλον εὐκαιρίαν διὰ τὴν ἐπιτυχίαν τῶν σχεδίων του, ἀφοῦ ἀφήρεσε καὶ ἐσφετερίσθη ἀπὸ τὸν Ναὸν μερικὰ χρυσὰ σκεύη, ἐπρόσφερε ἄλλα μὲν ὡς δῶρα εἰς τὸν Ἀνδρόνικον, ἄλλα δὲ κατώρθωσε νὰ τὰ πωλήσῃ εἰς τὴν Τύρον καὶ τὶς γειτονικὲς πρὸς αὐτὴν πόλεις.
33 ἃ καὶ σαφῶς ἐπεγνωκὼς ὁ ᾿Ονίας, παρήλεγχεν ἀποκεχωρηκὼς εἰς ἄσυλον τόπον ἐπὶ Δάφνης τῆς πρὸς ᾿Αντιόχειαν κειμένης. 33 Ο Ονίας, όταν έμαθε σαφώς την νέαν αυτήν ιεροσυλίαν του Μενελάου, τον επέπληξε δριμύτατα, αφού προηγουμένως είχε καταφύγει εις ασφαλή απαραβίαστον ιερόν τόπον, εις την Δαφνην, η οποία ευρίσκετο πλησίον της Αντιοχείας. 33 Ὅταν ὁ ἀρχιερεὺς Ὀνίας Γ' ἐπληροφορήθη ἀπὸ ἀσφαλῆ καὶ καλῶς πληροφορημένην πηγὴν τὴν ἱερόσυλον αὐτὴν πράξιν τοῦ Μενελάου, τὸν ἤλεγξε μὲ αὐστηρότητα, ἀφοῦ προηγουμένως εἶχεν ἀποχωρήσει καὶ καταφύγει εἰς κάποιον ἱερόν, τὴν Δάφνην, ποὺ ἐθεωρεῖτο ἄσυλον καὶ τόπος ἀπαραβίαστος καὶ εὑρίσκετο κοντὰ εἰς τὴν Ἀντιόχειαν.
34 ὅθεν ὁ Μενέλαος λαβὼν ἰδίᾳ τὸν ᾿Ανδρόνικον, παρεκάλει χειρώσασθαι τὸν ᾿Ονίαν. ὁ δὲ παραγενόμενος ἐπὶ τὸν ᾿Ονίαν καὶ πεισθεὶς ἐπὶ δόλῳ καὶ δεξιὰς μεθ᾿ ὅρκων δούς, καίπερ ἐν ὑποψίᾳ κείμενος, ἔπεισεν ἐκ τοῦ ἀσύλου προελθεῖν, ὃν καὶ παραχρῆμα παρέκλεισεν οὐκ αἰδεσθεὶς τὸ δίκαιον. 34 Δια τούτο την ασφάλειάν του επιδιώκων και ο Μενέλαος επέτυχε να κερδίση υπέρ εαυτού τον Ανδρόνικον, τον οποίον και παρεκάλει να φονεύση τον Ονίαν. Ο Ανδρόνικος ήλθεν εις την Δαφνην πλησίον του Ονίου. Επείσθη να επιδιώξη την επιτυχίαν του σκοπού του με τρόπον δόλιον. Ετεινε λοιπόν προς αυτόν την δεξιάν και του ωρκίσθη φιλίαν. Ο Ανδρόνικος, αν και είχε πεισθή δια την αθωότητα του Ονίου, τον έπεισε να εξέλθη από τον απαραβίαστον ιερόν τόπον. Αμέσως δε και τον εφόνευσε και κατεπάτησεν έτσι κάθε θείον και ανθρώπινον δίκαιον. 34 Ἕνεκα τούτου ὁ Μενέλαος, ἀφοῦ ἐπλησίασεν ἰδιαιτέρως τὸν Ἀνδρόνικον καὶ ἐκέρδισε τὴν ἐμπιστοσύνην του, τὸν προέτρεψε νὰ φονεύσῃ τὸν Ὀνίαν Γ'.Ὁ ἀντιβασιλιᾶς Ἀνδρόνικος, ἀφοῦ ἦλθεν εἰς τὸ ἱερόν, ὅπου ἔμενεν ὁ Ὀνίας Γ', καὶ ἐπείσθη νὰ χρησιμοποιήσῃ δόλον διὰ νὰ ἐπιτύχῃ τὸν σκοπόν του, ἔδωκεν εἰς τὸν Ὀνίαν τὸ δεξί του χέρι μὲ ὅρκον εἰς ἔνδειξιν φιλίας καὶ ὁμονοίας.Παρ’ ὅλον δὲ ὅτι ὑπωψιάζετο ὅτι ὁ Ὀνίας ἦταν ἀθῶος, ἔπεισε τὸν Ὀνίαν νὰ βγῇ ἔξω ἀπὸ τὸν ἀπαραβίαστον ἱερὸν χῶρον καὶ τότε, εὐθὺς ἀμέσως, ὁ Ἀνδρόνικος ἐφόνευσε τὸν Ὀνίαν χωρὶς νὰ φοβηθῇ καθόλου τὴν τιμωρίαν τῆς θείας δικαιοσύνης.
35 δι᾿ ἣν αἰτίαν οὐ μόνον ᾿Ιουδαῖοι, πολλοὶ δὲ καὶ τῶν ἄλλων ἐθνῶν ἐδείναζον καὶ ἐδυσφόρουν ἐπὶ τῷ τοῦ ἀνδρὸς ἀδίκῳ φόνῳ. 35 Δια την δολίαν εγκληματικήν αυτήν πράξιν όχι μόνον οι Ιουδαίοι αλλά και πολλοί από τους εθνικούς ηγανάκτησαν και εδυσφόρησαν δια τον άδικον θάνατον του ανδρός. 35 Ἀποτέλεσμα τούτου ἦταν τὸ ὅτι ὄχι μόνον Ἰουδαῖοι, ἀλλὰ καὶ πολλοὶ ἀπὸ τὰ ἄλλα ἔθνη δυσανασχετοῦσαν καὶ δυσφοροῦσαν διὰ τὸν ἄδικον φόνον τοῦ ἀνδρός.
36 τοῦ δὲ βασιλέως ἐπανελθόντος ἀπὸ τῶν κατὰ Κιλικίαν τόπων, ἐνετύγχανον οἱ κατὰ πόλιν ᾿Ιουδαῖοι, συμμισοπονηρούντων καὶ τῶν ῾Ελλήνων ὑπὲρ τοῦ παρὰ λόγον τὸν ᾿Ονίαν ἀπεκτάνθαι. 36 Οταν δε ο βασιλεύς επέστρεψεν από τους τόπους της Κιλικίας, οι Ιουδαίοι της Αντιοχείας και άλλοι από τους ειδωλολατρικούς λαούς, οι οποίοι εμισούσαν το κακόν, παρουσιάσθησαν στον βασιλέα και εζήτουν εκδίκησιν δια τον αδίκως φονευθέντα Ονίαν. 36 Ἔτσι, ὅταν ὁ βασιλιᾶς ἐπέστρεψεν ἀπὸ τὴν περιοχὴν τῆς Κιλικίας, οἱ Ἰουδαῖοι τῆς Ἀντιοχείας μαζὶ μὲ τοὺς Ἕλληνας (=ἐθνικούς), οἱ ὁποῖοι ἐμισοῦσαν τὸ κακὸν ὅπως καὶ ἐκεῖνοι, ἀπηυθύνθησαν εἰς τὸν βασιλιᾶ παραπονούμενοι διὰ τὴν παράνομον καὶ ἄδικον δολοφονίαν τοῦ Ὀνία.
37 ψυχικῶς οὖν ὁ ᾿Αντίοχος ἐπιλυπηθεὶς καὶ τραπεὶς εἰς ἔλεον καὶ δακρύσας διὰ τὴν τοῦ μετηλλαχότος σωφροσύνην καὶ πολλὴν εὐταξίαν 37 Ο Αντίοχος κατεθλίβη βαθύτατα, ησθάνθη συμπόνοιαν και έκλαυσε δια τον φόνον του σώφρονος και εναρέτου Ονίου. 37 Ὁ δὲ Ἀντίοχος ἐλυπήθη βαθύτατα καὶ συνεκινήθη ἀπὸ οἶκτον καὶ ἐδάκρυσεν, ὅταν ἐνεθυμήθη τὴν σωφροσύνην καὶ τὴν πολλὴν κοσμιότητα τὸν ἀποθανόντος Ὀνία Γ'.
38 καὶ πυρωθεὶς τοῖς θυμοῖς, παραχρῆμα τὴν τοῦ ᾿Ανδρονίκου πορφύραν περιελόμενος καὶ τοὺς χιτῶνας περιρρήξας, περιαγαγὼν καθ᾿ ὅλην τὴν πόλιν, ἐπ᾿ αὐτὸ τὸν τόπον, οὗπερ εἰς τὸν ᾿Ονίαν ἠσέβησεν, ἐκεῖ τὸν μιαιφόνον ἀπεκόσμησε, τοῦ Κυρίου τὴν ἀξία αὐτῷ κόλασιν ἀποδόντος. 38 Αναψε από τον θυμόν του, διέταξε και αφήρεσαν αμέσως την βασιλικήν πορφύραν από τον Ανδρόνικον, του έσχισαν τα ενδύματά του και τον περιέφεραν καθ' όλην την πόλιν. Επειτα δε στον τόπον εκείνον, όπου είχε διαπράξει την μεγάλην ασέβειαν εναντίον του Ονίου, εκεί τον ασεβή αυτόν καθήρεσεν από κάθε αξίωμα και τον εφόνευσεν. Ετσι δε ο Κυριος ανταπέδωκεν εις αυτόν την πρέπουσαν τιμωρίαν. 38 Καὶ ἀφοῦ ἄναψε ἀπὸ μεγάλον θυμόν, διέταξεν ἀμέσως νὰ ἀφαιρέσουν ἀπὸ τὸν Ἀνδρόνικον τὴν βασιλικὴν πορφύραν, νὰ σχίσουν τὰ ροῦχα του καὶ νὰ τὸν περιφέρουν καθ’ ὅλην τὴν πόλιν τῆς Ἀντιοχείας καὶ εἰς αὐτὸν τὸν ἴδιον τόπον, ὅπου ἀσέβησε μὲ τὸ νὰ δολοφονήσῃ τὸν Ὀνίαν ἐκεῖ δὲ ἐφόνευσε τὸν ἀσεβῆ καὶ αἱμοχαρῆ δολοφόνον.Ἔτσι ὁ Κύριος τοῦ ἀνταπέδωκε τὴν τιμωρίαν, ἡ ὁποία τοῦ ἄξιζε.
39 γενομένων δὲ πολλῶν ἱεροσυλυμάτων κατὰ τὴν πόλιν ὑπὸ τοῦ Λυσιμάχου μετὰ τῆς Μενελάου γνώμης καὶ διαδοθείσης ἔξω τῆς φήμης, ἐπισυνήχθη τὸ πλῆθος ἐπὶ τὸν Λυσίμαχον, χρυσωμάτων ἤδη πολλῶν διενηνεγμένων. 39 Επειδή πάρα πολλά ιερά αντικείμενα είχον συληθή και επωλούντο εις την πόλιν της Αντιοχείας από τον Λυσίμαχον, σύμφωνα και με την θέλησιν του Μενελάου, το πλήθος εξηγέρθη σύσσωμον εναντίον του Λυσιμάχου, διότι πολλά ιερά χρυσά δοχεία είχαν διασκορπισθή εις την πόλιν. 39 Ἐπειδὴ δὲ ἔγιναν πολλὲς ἱεροσυλίες εἰς τὴν πόλιν τῆς Ἱερουσαλὴμ ἐκ μέρους τοῦ Λυσιμάχου μὲ τὴν ἔνοχον ἀποδοχὴν καὶ τὴν σύμφωνον γνώμην τοῦ Μενελάου, ἡ δὲ σχετικὴ εἴδησις ἔγινε εὐρύτερα γνωστή, ὁ λαὸς ἐξηγέρθη καὶ ἐστράφη κατὰ τοῦ Λυσιμάχου, διότι εἶχαν ἤδη κλαπῆ καὶ διατεθῇ πολλὰ ἱερὰ χρυσᾶ σκεύη.
40 ἐπεγειρομένων δὲ τῶν ὄχλων καὶ ταῖς ὀργαῖς διεμπιπλαμένων, καθοπλίσας ὁ Λυσίμαχος πρὸς τρισχιλίους, κατήρξατο χειρῶν ἀδίκων, προηγησαμένου τινὸς τυράννου προβεβηκότος τὴν ἡλικίαν, οὐδὲν δὲ ἧττον καὶ τὴν ἄνοιαν. 40 Ο Λυσίμαχος, όταν είδε να εξεγείρωνται οι όχλοι εναντίον του και τα πνεύματα του λαού να είναι εξωργισμένα, ώπλισε τρεις χιλιάδας άνδρας και ήρχισε να βιαιοπραγή εναντίον του λαού, έχων προπορευόμενον κάποιον τύραννον, προχωρημένον εις την ηλικίαν όχι δε ολιγώτερον και εις την αφροσύνην. 40 Ἐπειδὴ δὲ τὰ ἑξαγριωμένα πλήθη τοῦ λαοῦ, ποῦ ἐξηγέρθησαν, ἐγίνοντο ὅλονεν ἀπειλητικώτερα, ὁ Λυσίμαχος ὥπλισε περίπου τρεῖς χιλιάδες ἄνδρες καὶ ἄρχισε πρῶτος νὰ ἐπιτίθεται, ὥστε νὰ ἐπιβάλῃ τὴν τάξιν μὲ βίαιον τρόπον· τῶν ἀνδρῶν τοῦ Λυσιμάχου ἡγεῖτο κάποιος Τύραννος (κατ' ἄλλην γραφήν: Κάποιος Αὐράνος), ὁ ὁποῖος εὐρίσκετο εἰς προχωρημένην ἡλικίαν, ὑπερέβαινε δὲ πολλοὺς καὶ εἰς ἀνοησίαν καὶ μωρίαν.
41 συνιδόντες δὲ καὶ τὴν ἐπίθεσιν τοῦ Λυσιμάχου, συναρπάσαντες οἱ μὲν πέτρους, οἱ δὲ ξύλων πάχη, τινὲς δὲ ἐκ τῆς παρακειμένης σποδοῦ δρασσόμενοι, φύρδην ἐνετίνασσον εἰς τοὺς περὶ τὸν Λυσίμαχον· 41 Οταν ο λαός είδεν αυτήν την επίθεσιν του Λυσιμάχου, ήρπασαν άλλοι μεν λίθους άλλοι δε χονδρά ξύλα, άλλοι δε επήραν στάκτην η οποία ευρέθη κάπου εκεί, και έρριπτον αυτά φύρδην μίγδην εναντίον των περί τον Λυσίμαχον ανδρών. 41 Ὅταν τὰ πλήθη ἀντελήφθησαν ὅτι ἡ ἐπίθεσις προήρχετο ἀπὸ τὸν Λυσίμαχον, ἄλλοι μὲν ἅρπαξαν πέτρες, ἄλλοι δὲ χονδρὰ ραβδιά, ἐνῷ ἄλλοι ἐγέμιζαν τὶς χοῦφτες τους μὲ στάχτη, ποὺ εὑρίσκετο ἐκεῖ κοντά, καὶ τὰ ἔρριπταν ὅπως ἡμποροῦσαν (φύρδην - μίγδην) κατὰ τῶν ἀνδρῶν τοῦ Λυσιμάχου.
42 δι᾿ ἣν αἰτίαν πολλοὺς μὲν αὐτῶν τραυματίας ἐποίησαν, τινὰς δὲ καὶ κατέβαλον, πάντας δὲ εἰς φυγὴν συνήλασαν, αὐτὸν δὲ τὸν ἱερόσυλον παρὰ τὸ γαζοφυλάκιον ἐχειρώσαντο. 42 Με την επίθεσίν των αυτήν οι άνθρωποι του λαού μεγάλον αριθμόν εκ των ανδρών του Λυσιμάχου ετραυμάτισαν, μερικούς δε και εφόνευσαν, όλους τους άλλους τους έτρεψαν εις φυγήν, αυτόν δε τον ιερόσυλον άνδρα τον έσφαξαν πλησίον του θησαυροφυλακίου. 42 Ἀποτέλεσμα τούτου ἦταν ὅτι ἐτραυμάτισαν πολλούς, ὡρισμένους δὲ καὶ ἐφόνευσαν, ὅλους δὲ τοὺς ἀνάγκασαν νὰ τραποῦν εἰς φυγήν, αὐτὸν δὲ τὸν ἱερόσυλον ἄνδρα (τὸν Λυσίμαχον) τὸν ἐφόνευσαν κοντὰ εἰς τὸ θησαυροφυλάκιον.
43 περὶ δὲ τούτων ἐνέστη κρίσις πρὸς τὸν Μενέλαον. 43 Επειτα δε από τα γεγονότα αυτά, ήρχισε μία δίκη εναντίον του Μενελάου. 43 Ὡς πρὸς τὰ γεγονότα αὐτὰ ἄρχισε κατόπιν μία ἐνέργεια προανακρίσεως κατὰ τοῦ Μενελάου.
44 καταντήσαντος δὲ τοῦ βασιλέως εἰς Τύρον, ἐπ᾿ αὐτοῦ τὴν δικαιολογίαν ἐποιήσαντο οἱ πεμφθέντες ἄνδρες τρεῖς ὑπὸ τῆς γερουσίας. 44 Οταν ο βασιλεύς ήλθεν εις την Τυρον, οι τρεις άνδρες, που είχαν σταλή από την γερουσίαν, εξέθεσαν το δίκαιον της υποθέσεώς των. 44 Ὅταν δὲ ὁ βασιλιᾶς ἔφθασεν εἰς τὴν Τύρον, οἱ τρεῖς ἄνδρες, ποὺ ἐστάλησαν ἀπὸ τὴν ἰουδαϊκὴν Γερουσίαν, ἐξέθεσαν εἰς αὐτὸν τὸ ζήτημα καὶ ὑπεστήριζαν τὸ δίκαιον τῆς ὑποθέσεώς των.
45 ἤδη δὲ λελειμμένος ὁ Μενέλαος ἐπηγγείλατο χρήματα ἱκανὰ τῷ Πτολεμαίῳ τῷ Δορυμένους πρὸς τὸ πεῖσαι τὸν βασιλέα. 45 Εν μέσω των δυσκόλων αυτών περιστάσεων ευρισκόμενος ο Μενέλαος υπεσχέθη στον Πτολεμαίον, υιόν του Δορυμένους, μεγάλο χρηματικόν ποσόν, δια να μεταπείση και καταστήση τον βασιλέα ευμενή προς αυτόν. 45 Ὁ Μενέλαος ὅμως, ὁ ὁποῖος ἐστερεῖτο ἀποδείξεων καὶ ἑπομένως εἶχε χαμένην τὴν ὑπόθεσιν, ὑπεσχέθη πολλὰ χρήματα εἰς τὸν Πτολεμαῖον, τὸν υἱὸν τοῦ Δορυμένους, διὰ νὰ μεταπείσῃ τὸν βασιλιᾶ καὶ μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν να κερδίσῃ τὴν εὔνοιάν του.
46 ὅθεν ἀπολαβὼν ὁ Πτολεμαῖος εἴς τι περίστυλον ὡς ἀναψύξοντα τὸν βασιλέα μετέθηκε, 46 Ο Πτολεμαίος επήρε τον βασιλέα ιδιαιτέρως εις κάποιον περίστυλον με την πρόθεσιν να τον δροσίση και εκεί κατώρθωσε να μεταβάλη την απόφασιν αυτού. 46 Ἔτσι ὁ Πτολεμαῖος, ἀφοῦ παρεμέρισε τὸν βασιλιᾶ ἰδιαιτέρως εἰς κάποιο περιστύλων διὰ νὰ ἀναπνεύσῃ δῆθεν καθαρὸν ἀέρα καὶ νὰ ἀνακουφισθῇ, κατώρθωσε νὰ τὸν πείσῃ, ὥστε νὰ ἀλλάξῃ γνώμην.
47 καὶ τὸν μὲν τῆς ὅλης κακίας Μενέλαον ἀπέλυσε τῶν κατηγορημάτων, τοῖς δὲ ταλαιπώροις, οἵτινες, εἰ καὶ ἐπὶ Σκυθῶν ἔλεγον, ἀπελύθησαν ἂν ἀκατάγνωστοι, τούτοις θάνατον ἐπέκρινε. 47 Και τον μεν Μενέλαον, τον αίτιον όλης αυτής της συμφοράς, εκήρυξεν αθώον από τας αποδοθείσας εις αυτόν κατηγορίας, τους δε ταλαιπώρους εκείνους κατεδίκασεν εις θάνατον, οι οποίοι εάν το ζήτημά των παρουσίαζον και εις αυτούς ακόμη τους βαρβάρους Σκύθας, θα απελύοντο ως αθώοι. 47 Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν ὅτι ὁ βασιλιᾶς ἀπήλλαξεν ἀπὸ ὅλες τὶς κατηγορίες τὸν Μενέλαον, τὸν αἴτιον ὅλων αὐτῶν τῶν συμφορῶν τοὺς δὲ δυστυχεῖς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι, ἂν εἶχαν παρουσιάσει τὴν ὑπόθεσίν των καὶ ἐνώπιον ἀκόμη τῶν Σκυθῶν, τῶν περιφήμων διὰ τὴν σκληρότητά των, θὰ ἀπελύοντο ὡς ἀπολύτως ἀθῶοι, αὐτοὺς τοὺς δυστυχεῖς ἀπεσταλμένους τῆς ἰουδαϊκῆς Γερουσίας ὁ βασιλιᾶς τοὺς κατεδίκασεν εἰς θάνατον!
48 ταχέως οὖν τὴν ἄδικον ζημίαν ὑπέσχον οἱ ὑπὲρ πόλεως καὶ δήμων καὶ τῶν ἱερῶν σκευῶν προαγορεύσαντες. 48 Ετσι δε οι άνδρες, οι οποίοι είχαν αγωνισθή υπέρ της πόλεως, υπέρ του λαού και των ιερών σκευών, υπέστησαν αμέσως την άδικον αυτήν τιμωρίαν. 48 Χωρὶς καμμίαν λοιπὸν καθυστέρησιν οἱ ἄνδρες, ποὺ ἐπρωτοστάτησαν εἰς τὴν ὑπεράσπισιν τῆς πόλεως, τοῦ λαοῦ καὶ τῶν ἱερῶν σκευῶν των, ὑπέστησαν τὴν ἄδικον τιμωρίαν.
49 δι᾿ ἣν αἰτίαν καὶ Τύριοι μισοπονηρήσαντες τὰ πρὸς τὴν κηδείαν αὐτῶν μεγαλοπρεπῶς ἐχορήγησαν. 49 Και αυτοί άκομα οι κάτοικοι της Τυρου εμίσησαν και απεδοκίμασαν την παράνομον αυτήν πράξιν του βασιλέως και εις ένδειξιν της αγανακτήσεώς των εχορήγησαν τα έξοδα δια μεγαλοπρεπή κηδείαν των θυμάτων. 49 Ἕνεκα τούτου ἀκόμη καὶ ὡρισμένοι κάτοικοι τῆς Τύρου ἀγανάκτησαν καὶ ἔδειξαν τὴν ἀπέχθειάν των πρὸς τὸ ἔγκλημα, ὥστε προσέφεραν προθύμως τὰ χρήματα, διὰ νὰ γίνῃ εἰς τὰ θύματα πολυδάπανος καὶ μεγαλοπρεπῆς κηδεία.
50 ὁ δὲ Μενέλαος διὰ τὰς τῶν κρατούντων πλεονεξίας ἔμενεν ἐπὶ τῆς ἀρχῆς ἐπιφυόμενος τῇ κακίᾳ, μέγας τῶν πολιτῶν ἐπίβουλος καθεστώς. 50 Ο δε Μενέλαος, ικανοποιούσε πάντοτε τας πλεονεξίας των κατεχόντων την εξουσίαν και έμενεν στο αξίωμά του, ηύξανε κατά την κακίαν και κατέστη μέγας εχθρός και επίβουλος των συμπολιτών του. 50 Ὁ δὲ Μενέλαος, χάρις εἰς τὴν ἀπληστίαν καὶ πλεονεξίαν ἐκείνων ποὺ εὑρίσκοντο εἰς τὴν ἐξουσίαν, παρέμενεν ἀμετακίνητος εἰς τὴν ἀρχιερωσύνην του, αὐξάνων καὶ προχωρῶν ἀπὸ τοῦ κακοῦ εἰς τὸ χειρότερον καὶ καθιστῶν τὸν ἑαυτόν του μέγαν ἐχθρὸν καὶ ἀρχισκευωρὸν τῶν συμπολιτῶν του.