Σάββατο, 20 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:43
Δύση: 20:06
Σελ. 12 ημ.
111-255
16ος χρόνος, 5908η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΕΞΟΔΟΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 (Ε)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ μετὰ ταῦτα εἰσῆλθε Μωυσῆς καὶ ᾿Ααρὼν πρὸς Φαραὼ καὶ εἶπαν αὐτῷ· τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς ᾿Ισραήλ· ἐξαπόστειλον τὸν λαόν μου, ἵνα μοι ἑορτάσωσιν ἐν τῇ ἐρήμῳ. 1 Μετά ταύτα εισήλθεν ο Μωϋσής με τον Ααρών εις τα ανάκτορα του Φαραώ και του είπαν· “τάδε λέγει Κυριος ο Θεός του ισραηλιτικού λαού· Αφησε τον λαόν μου ελεύθερον, δια να μεταβή εις την έρημον και τελέση εορτήν προς τιμήν μου”. 1 Αφοῦ ἀνεγνωρίσθη ἀπὸ τὸν λαὸν ὡς ἀπὸ Θεοῦ ἡγέτης του ὁ Μωϋσῆς μαζὶ μὲ τὸν Ἀαρὼν εἰσῆλθαν εἰς τὰ ἀνάκτορα καὶ παρουσιάσθησαν εἰς τὸν Φαραὼ καὶ τὸν εἶπαν ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ: «Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος, ὁ Θεὸς τῶν Ἰσραηλιτῶν: Ἄφησε τὸν λαόν μου νὰ βγῇ εἰς τὴν ἔρημον, διὰ νὰ ἑορτάσῃ καὶ να προσφέρῃ θυσίας εἰς ἐμέ».
2 καὶ εἶπε Φαραώ· τίς ἐστιν οὗ εἰσακούσομαι τῆς φωνῆς αὐτοῦ, ὥστε ἐξαποστεῖλαι τοὺς υἱοὺς ᾿Ισραήλ; οὐκ οἶδα τὸν Κύριον καὶ τὸν ᾿Ισραὴλ οὐκ ἐξαποστέλλω. 2 Ο Φαραώ απήντησε με αγερωχίαν· “ποιός είναι αυτός ο Κυριος και Θεός, εις την εντολήν του οποίου εγώ θα υπακούσω, ώστε να αφήσω ελευθέρους τους Ισραηλίτας; Δεν γνωρίζω εγώ αυτόν τον Κυριον και δεν θα αφήσω ελευθέρους τους Ισραηλίτας να αναχωρήσουν”. 2 Ὁ Φαραὼ ὅμως, ποὺ ἔκρινε τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν ἀθλιότητα τοῦ λαοῦ, ποὺ τὸν ἐλάτρευεν, εἶπε: «Ποῖος εἶναι αὐτὸς ὁ Θεὸς καὶ διατὶ θὰ πρέπῃ νὰ ὑπακούσω εἰς αὐτὸν καὶ νὰ ἐπιτρέψω εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας νὰ φύγουν; Δὲν γνωρίζω αὐτὸν τὸν Κύριον καὶ δὲν ἐπιτρέπω εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας νὰ βγοῦν εἰς τὴν ἔρημον».
3 καὶ λέγουσιν αὐτῷ· ὁ Θεὸς τῶν ῾Εβραίων προσκέκληται ἡμᾶς· πορευσόμεθα οὖν ὁδὸν τριῶν ἡμερῶν εἰς τὴν ἔρημον, ὅπως θύσωμεν Κυρίῳ τῷ Θεῷ ἡμῶν, μή ποτε συναντήσῃ ἡμῖν θάνατος ἢ φόνος. 3 Είπον προς αυτόν ο Μωϋσής και ο Ααρών· “ο Θεός των Εβραίων μας έχει καλέσει. Θα πορευθώμεν λοιπόν πορείαν τριών ημερών εις την έρημον, δια να προσφέρωμεν θυσίαν εις Κυριον τον Θεόν μας, ειδ' άλλως θα πέση επάνω μας θάνατος η θα εξοντωθώμεν από εχθρούς”. 3 Ἐκεῖνοι ὅμως μὲ σταθερότητα τοῦ λέγουν: «Ὁ Θεὸς τῶν Ἑβραίων μᾶς ἔχει καλέσει. Πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ κάνωμεν πορείαν τριῶν ἡμερῶν εἰς τὴν ἔρημον, διὰ νὰ προσφέρωμεν θυσίας εἰς Κύριον, τὸν Θεόν μας. Ἐὰν δὲν συμμορφωθῶμεν, θὰ τιμωρηθῶμεν μὲ θανατικό, ἢ θὰ φονευθῶμεν ἀπὸ ἐχθρούς».
4 καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὁ βασιλεὺς Αἰγύπτου· ἱνατί Μωυσῆ καὶ ᾿Ααρὼν διαστρέφετε τὸν λαὸν ἀπὸ τῶν ἔργων; ἀπέλθατε ἕκαστος ὑμῶν πρὸς τὰ ἔργα αὐτοῦ. 4 Είπεν εις αυτούς ο βασιλεύς της Αιγύπτου· “διατί, Μωϋσή και Ααρών, αναταράσσετε τον λαόν και τον αποστρέφετε από τα έργα του; Πηγαίνετε ο καθένας σας εις τα έργα του”. 4 Ὁ Φαραὼ ὅμως ἐθεώρησε τοὺς θρησκευτικοὺς λόγους των ὡς πρόσχημα τῆς ἰδικῆς των φιλοδοξίας καὶ δι’ αὐτὸ τοὺς εἶπε: «Διατὶ Μωϋσῆ καὶ Ἀαρὼν γυρίζετε τὰ μυαλὰ τοῦ λαοῦ, ὥστε νὰ ἐγκαταλείπουν τὰ ἔργα των; Φύγετε καὶ πηγαίνετε ἀμέσως ὁ καθένας εἰς τὰ ἔργα του».
5 καὶ εἶπε Φαραώ· ἰδοὺ νῦν πολυπληθεῖ ὁ λαός· μὴ οὖν καταπαύσωμεν αὐτοὺς ἀπὸ τῶν ἔργων. 5 Και, αφού εκείνοι έφυγαν, είπεν ο Φαραώ στους αυλικούς του· “ιδού τώρα, αυτός ο λαός ολονέν και πολλαπλασιάζεται. Ας μη τους αφήσωμεν να αναπαυθούν καθόλου από τας εργασίας των”. 5 Εἶπε κατόπιν ὁ Φαραὼ εἰς τοὺς συμβούλους του: «Βλέπετε: Ὅτι ὁ λαὸς αὐτὸς εἶναι πολυάριθμος καὶ ἐπομένως ἐπικίνδυνος. Μὲ κανένα τρόπον λοιπὸν δὲν πρέπει νὰ τοὺς ἐπιτρέψωμεν νὰ διακόψουν τὰς ἐργασίας των καὶ νὰ ἀναπαυθοῦν».
6 συνέταξε δὲ Φαραὼ τοῖς ἐργοδιώκταις τοῦ λαοῦ καὶ τοῖς γραμματεῦσι λέγων· 6 Διέταξε δε ο Φαραώ τους Αιγυπτίους επιστάτας επί των έργων, που έκανεν ο λαός, και τους Ισραηλίτας γραμματείς λέγων· 6 Συνέπεια τούτου ἦτο νὰ ἐπιβαρυνθῇ ἡ θέσις τῶν Ἰσραηλιτῶν. Ὁ Φαραὼ ἔδωσε τὴν ἑξῆς διαταγὴν εἰς τοὺς ἐπιστάτας τῶν καταναγκαστικῶν ἔργων καὶ εἰς τοὺς ἐλεγκτὰς τῆς ἐργασίας τῶν Ἑβραίων:
7 οὐκέτι προστεθήσεσθε διδόναι ἄχυρον τῷ λαῷ εἰς τὴν πλινθουργίαν καθάπερ χθὲς καὶ τρίτην ἡμέραν· ἀλλ᾿ αὐτοὶ πορευέσθωσαν καὶ συναγαγέτωσαν ἑαυτοῖς ἄχυρα. 7 “δεν θα συνεχίσετε από εδώ και στο εξής να δίδετε άχυρον στον λαόν δια την κατασκευήν των πλίνθων, όπως εκάνατε προηγουμένως. Αλλά οι ίδιοι οι Ισραηλίται ας πηγαίνουν να μαζεύουν μόνοι των τα άχυρα, που τους χρειάζονται. 7 «Εἰς τὸ ἑξῆς δὲν θὰ προμηθεύετε εἰς τοὺς Ἑβραίους τὸ ἄχυρον, ποὺ χρειάζεται διὰ νὰ εἶναι στερεὰ τὰ πλιθιά, ποὺ κατασκευάζουν, ὅπως ἐκάμνατε χθὲς καὶ προχθές, δηλαδὴ μέχρι τώρα. Εἰς τὸ ἑξῆς νὰ πηγαίνουν μόνοι των νὰ μαζεύουν τὸ ἄχυρον, ποὺ τοὺς χρειάζεται.
8 καὶ τὴν σύνταξιν τῆς πλινθείας, ἧς αὐτοὶ ποιοῦσι, καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν ἐπιβαλεῖς αὐτοῖς, οὐκ ἀφελεῖς οὐδέν· σχολάζουσι γάρ· διὰ τοῦτο κεκράγασι λέγοντες· ἐγερθῶμεν καὶ θύσωμεν τῷ Θεῷ ἡμῶν. 8 Και το ποσόν των πλίνθων, τους οποίους έως τώρα έκαμνον, θα τους υποχρεώσης να τους παρασκευάζουν κάθε ημέραν όπως και πρότερον. Δεν θα μειώσης καθόλου την εργασίαν των. Μένουν αργοί και δια τούτο κραυγάζουν λέγοντες· Θα υπάγωμεν να θυσιάσωμε στον Θεόν μας. 8 Ὡς πρὸς τὴν ποσότητα ὅμως τῶν πλιθιῶν, ποὺ κατασκευάζουν κάθε ἡμέραν, θὰ τοὺς ὑποχρεώση ὁ καθένας σας νὰ εἶναι ἡ ἴδια, ὅπως ἕως τώρα· οὔτε ἕνα πλιθὶ νὰ μὴ λείπῃ. Εἶναι ὀκνηροί, καὶ δεν ἔχουν τί νὰ κάμουν καὶ διὰ τοῦτο φωνάζουν καὶ λέγουν: Θὰ σηκωθῶμεν καὶ θὰ ὑπάγωμεν εἰς τὴν ἔρημον, διὰ νὰ προσφέρωμεν θυσίας εἰς τὸν Θεόν μας.
9 βαρυνέσθω τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων τούτων, καὶ μεριμνάτωσαν ταῦτα καὶ μὴ μεριμνάτωσαν ἐν λόγοις κενοῖς. 9 Επιβαρύνατε τους ανθρώπους τούτους με περισσότερα και δυσκολώτερα έργα και δώστε τους να εννοήσουν ότι πρέπει να φροντίζουν δι' αυτά και να μη κατατρίβωνται εις κούφια λόγια”. 9 Ἂς γίνῃ λοιπὸν βαρυτέρα ἡ ἐργασία τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν καὶ ἂς ἀσχολοῦνται συνεχῶς μὲ αὐτὴν καὶ ἂς μὴ εἶναι ἕτοιμοι νὰ ἀκούουν λόγια μάταια καὶ ἀπατηλά».
10 κατέσπευδεν δὲ αὐτοὺς οἱ ἐργοδιῶκται καὶ οἱ γραμματεῖς καὶ ἔλεγον πρὸς τὸν λαὸν λέγοντες· τάδε λέγει Φαραώ· οὐκέτι δίδωμι ὑμῖν ἄχυρα· 10 Τοιαύτας εντολάς λαβόντες οι Αιγύπτιοι επιστάται και οι Ισραηλίται γραμματείς, κατεπίεζαν τους Ισραηλίτας να σπεύδουν εις τα έργα των και έλεγον προς αυτούς· “αυτά διέταζεν ο Φαραώ· Δεν σας δίδομεν πλέον άχυρα δια τους πλίνθους. 10 Κατόπιν αὐτῆς τῆς διαταγῆς τοῦ Φαραὼ οἱ ἐπιστάται καὶ οἱ ἐλεγκταὶ τῆς ἐργασίας ἐπίεζαν τὸν λαὸν νὰ ἐργάζεται σύντομα καὶ ἔλεγαν: «Αὐτὸ εἶπε καὶ διέταξεν ὁ Φαραώ: «Δὲν σᾶς δίδω πλέον ἄχυρα».
11 αὐτοὶ ὑμεῖς πορευόμενοι συλλέγετε ἑαυτοῖς ἄχυρα, ὅθεν ἐὰν εὕρητε, οὐ γὰρ ἀφαιρεῖται ἀπὸ τῆς συντάξεως ὑμῶν οὐδέν. 11 Σεις οι ίδιοι πηγαίνετε και μαζεύετε, όπου εύρετε άχυρα, δια την εργασίαν σας. Δεν θα μειώσωμεν όμως καθόλου το ποσόν της εργασίας σας”. 11 Θὰ πηγαίνετε οἱ ἴδιοι, διὰ νὰ μαζεύετε ἄχυρα ὅπουδήποτε θὰ τὰ εὑρίσκετε διὰ τὰ ἔργα σας. Ἡ ἐργασία σας ὅμως καὶ ἡ ἀπόδοσίς σας δὲν θὰ ἐλαττωθοῦν καθόλου».
12 καὶ διεσπάρη ὁ λαὸς ἐν ὅλῃ γῇ Αἰγύπτῳ, συναγαγεῖν καλάμην εἰς ἄχυρα· 12 Διεσκορπίσθησαν οι Ισραηλίται εις όλην την Αίγυπτον να μαζεύουν καλαμιές δι' άχυρα. 12 Τότε οἱ Ἰσραηλῖται διεσκορπίσθησαν εἰς ὅλην τὴν Αἴγυπτον, διὰ νὰ μαζεύσουν καλαμιὲς ἀπὸ θερισμένα χωράφια, διὰ νὰ ἔχουν ἄχυρα.
13 οἱ δὲ ἐργοδιῶκται κατέσπευδον αὐτοὺς λέγοντες· συντελεῖτε τὰ ἔργα τὰ καθήκοντα καθ᾿ ἡμέραν, καθάπερ καὶ ὅτε τὸ ἄχυρον ἐδίδοτο ὑμῖν. 13 Οι επιστάται δε των έργων τους κατεπίεζον λέγοντες· “εκτελείτε τα έργα της κάθε ημέρας, όπως και όταν σας εδίδετο το άχυρον”. 13 Οἱ δὲ ἐπιστάται τοὺς ἐπίεζαν, διὰ νὰ ἐργάζωνται γρήγορα καὶ ἔλεγαν: «Νὰ κάμνετε κανονικὰ τὴν ἐργασίαν κάθε ἡμέρας, ὅπως ἀκριβῶς καὶ τότε, ποὺ σᾶς ἐδίδετο τὸ ἄχυρον ἕτοιμον».
14 καὶ ἐμαστιγώθησαν οἱ γραμματεῖς τοῦ γένους τῶν υἱῶν ᾿Ισραήλ, οἱ κατασταθέντες ἐπ᾿ αὐτοὺς ὑπὸ τῶν ἐπιστατῶν τοῦ Φαραώ, λέγοντες· διατί οὐ συνετελέσατε τὰς συντάξεις ὑμῶν τῆς πλινθείας καθάπερ χθὲς καὶ τρίτην ἡμέραν, καὶ τὸ τῆς σήμερον; 14 Οι επιστάται δε του Φαραώ εμαστίγωσαν τους Ισραηλίτας γραμματείς, τους οποίους είχαν καταστήσει οι ιδιοί ως επόπτας στον λαόν, και τους έλεγαν· “διατί δεν επραγματοποιήσατε κατά την σημερινήν ημέραν παραγωγήν πλίνθων, όσην είχατε πραγματοποιήσει προηγουμένως;” 14 Ἐνῷ ὅμως ἦτο ἀδύνατον αὐτὸ ποὺ ἐζητοῦσαν, ἐν τούτοις οἱ ἐπιστάται τοῦ Φαραὼ ἐμαστίγωσαν τοὺς Ἑβραίους, ποὺ ἦσαν ὡρισμένοι, διὰ νὰ ἐλέγχουν καὶ παραδίδουν τὴν ἐργασίαν, καὶ τοὺς εἶπαν: «Διατὶ δεν ὠλοκληρώσατε τὴν παραγωγὴν τῶν πλιθιῶν καὶ σήμερον, ὅπως ἐγίνετο χθὲς καὶ προχθές»;
15 εἰσελθόντες δὲ οἱ γραμματεῖς τῶν υἱῶν ᾿Ισραὴλ κατεβόησαν πρὸς Φαραὼ λέγοντες· ἱνατί σὺ οὕτως ποιεῖς τοῖς σοῖς οἰκέταις; 15 Οι γραμματείς των Ισραηλιτών εισήλθον εις τα ανάκτορα και με γοεράν φωνήν παρεπονέθησαν στον Φαραώ λέγοντες· “διατί συ κατ' αυτόν τον τρόπον μεταχειρίζεσαι τους δούλους σου; 15 Τότε οἱ γραμματεῖς τῶν Ἰσραηλιτῶν, ποὺ ἤλεγχαν καὶ παρέδιδαν τὴν ἐργασίαν, κατέφυγαν εἰς τὸν Φαραὼ καὶ μὲ τὸ παράπονον τοῦ ἀδικουμένου τοῦ εἶπαν: «Διατὶ σὺ φέρεσαι μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον πρὸς ἡμᾶς τοὺς δούλους σου;
16 ἄχυρον οὐ δίδοται τοῖς οἰκέταις σου, καὶ τὴν πλίνθον ἡμῖν λέγουσι ποιεῖν, καὶ ἰδοὺ οἱ παῖδές σου μεμαστίγωνται· ἀδικήσεις οὖν τὸν λαόν σου. 16 Αχυρον δεν δίδεται στους δούλους σου και οι επιστάται σου μας διατάσσουν να κατασκευάσωμεν το αυτό ποσόν των πλίνθων. Επειδή όμως αυτό είναι αδύνατον, οι δούλοι σου, ημείς εμαστιγώθημεν. Θα αδικήσης λοιπόν τον λαόν σου!” 16 Δὲν δίδεται ἄχυρον εἰς ἡμᾶς τοὺς δούλους σου καὶ ὅμως οἰ ἐπιστάται ζητοῦν να γίνωνται ὅπως καὶ προηγουμένως τὰ πλιθιά, πρᾶγμα ποὺ εἶναι ἀδύνατον. Διὰ τὸν λόγον αὐτὸν οἱ δοῦλοι σου ἔχουν μαστιγωθῆ. Θὰ ἀδικήσῃς λοιπὸν τὸν λαόν σου;»
17 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· σχολάζετε, σχολασταί ἐστε· διὰ τοῦτο λέγετε· πορευθῶμεν, θύσωμεν τῷ Θεῷ ἡμῶν. 17 Τους είπεν ο Φαραώ· “δεν εργάζεσθε, είσθε τεμπέληδες. Δι' αυτό και λέγετε· Θα πορευθώμεν εις την έρημον, δια να θυσιάσωμεν στον Θεόν μας. 17 Ὁ Φαραὼ ὅμως τοὺς ἀπήντησε μὲ σκληρότητα: «Δὲν δουλεύετε εἶσθε ὀκνηροί! Δὲν σᾶς ἀρέσει ἡ ἐργασία· δι’ αὐτὸ λέγετε: «Θέλομεν νὰ ὑπάγωμεν εἰς τὴν ἔρημον, διὰ νὰ προσφέρωμεν θυσίας εἰς τὸν Θεόν μας».
18 νῦν οὖν πορευθέντες ἐργάζεσθε· τὸ γὰρ ἄχυρον οὐ δοθήσεται ὑμῖν, καὶ τὴν σύνταξιν τῆς πλινθείας ἀποδώσετε. 18 Τωρα λοιπόν πηγαίνετε αμέσως να εργασθήτε, το άχυρον δεν θα σας δοθή και το ποσόν των πλίνθων θα το αποδίδετε στο ακέραιον” ! 18 Δὲν δέχομαι διαμαρτυρίας! Πηγαίνετε λοιπὸν ἀμέσως νὰ ἐργασθῆτε. Διότι ἐνῷ δὲν θὰ σᾶς δοθῇ ἄχυρον, ὅμως τὴν ποσότητα τῶν πλιθιῶν θὰ τὴν ἀποδώσετε εἰς τὸ ἀκέραιον».
19 ἑώρων δὲ οἱ γραμματεῖς τῶν υἱῶν ᾿Ισραὴλ ἑαυτοὺς ἐν κακοῖς λέγοντες· οὐκ ἀπολείψετε τῆς πλινθείας τὸ καθῆκον τῇ ἡμέρᾳ. 19 Οι γραμματείς των Ισραηλιτών έβλεπον ότι ευρίσκονται εις πολύ δύσκολον θέσιν και έλεγον στον λαόν· “δεν θα μειώσετε καθόλου την καθημερινήν ποσότητα των πλίνθων”. 19 Μετὰ τὴν ἀποτυχίαν τοῦ διαβήματός των ἐνώπιον τοῦ Φαραὼ οἱ γραμματεῖς τῶν Ἰσραηλιτῶν ἔβλεπαν τὸν ἑαυτόν των νὰ εἶναι εἰς πολὺ δύσκολον θέσιν, μὲ τὴν διαταγήν, ποὺ τοὺς ἐδόθη νὰ εἶπουν εἰς τὸν λαόν: «Δὲν θὰ ἐλαττώσετε οὔτε εἰς τὸ ἐλάχιστον τὴν καθημερινὴν ποσότητα τῶν πλιθιῶν».
20 συνήντησαν δὲ Μωυσῇ καὶ ᾿Ααρὼν ἐρχομένοις εἰς συνάντησιν αὐτοῖς, ἐκπορευομένων αὐτῶν ἀπὸ Φαραώ. 20 Συνήντησαν δε τον Μωυσήν και Ααρών, που ήρχοντο εις συνάντησίν των, όταν αυτοί εξήρχοντο από τα ανάκτορα του Φαραώ. 20 Ὅταν δὲ ἔφευγαν ἀπὸ τὸν Φαραώ, συνήντησαν τὸν Μωϋσῆν καὶ τὸν Ἀαρών, ποὺ ἤρχοντο νὰ τοὺς συναντήσουν.
21 καὶ εἶπαν αὐτοῖς· ἴδοι ὁ Θεὸς ὑμᾶς καὶ κρίναι, ὅτι ἐβδελύξατε τὴν ὀσμὴν ἡμῶν ἐναντίον Φαραὼ καὶ ἐναντίον τῶν θεραπόντων αὐτοῦ, δοῦναι ρομφαίαν εἰς τὰς χεῖρας αὐτοῦ, ἀποκτεῖναι ἡμᾶς. 21 Είπαν δε προς αυτούς οι γραμματείς· “ο Θεός να ίδη και να σας κρίνη, διότι εκάματε αποκρουστικήν την παρουσίαν μας ενώπιον του Φαραώ και ενώπιον των αυλικών του. Εδώσατε εις τα χέρια του μάχαιραν, δια να μας φονεύση”. 21 Καὶ εἶπαν πρὸς αὐτούς: «Εἴθε νὰ ἰδῇ ὁ Θεὸς καὶ νὰ σᾶς κρίνῃ! Ἐξ αἰτίας σας ἐγίναμεν σιχαμεροὶ εἰς τὸν Φαραὼ καὶ τοὺς αὐλικούς του. Ἐδώσατε εἰς τὰ χέρια του τὸ μαχαίρι, διὰ νὰ μᾶς σφάξῃ!»
22 ἐπέστρεψε δὲ Μωυσῆς πρὸς Κύριον καὶ εἶπε· δέομαι, Κύριε· τί ἐκάκωσας τὸν λαὸν τοῦτον; καὶ ἱνατί ἀπέσταλκάς με; 22 Ο Μωϋσής εστράφη προς τον Κυριον και με θερμήν προσευχήν του είπε· “θερμώς σε παρακαλώ, Κυριε· διατί τάσον πολύ ταλαιπωρείς τον λαόν αυτόν; Και διατί με απέστειλες προς τον Φαραώ; 22 Τότε ὁ Μωϋσῆς κατέφυγεν ἀμέσως διὰ τῆς προσευχῆς εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἶπε μὲ ἁπλότητα: «Σὲ παρακαλῶ, Κύριε, πές μου, διατὶ ἠθέλησες νὰ κακοπαθήσῃ περισσότερον αὐτὸς ὁ λαός σου; Καὶ διατὶ μὲ ἔχεις ἀποστείλει;
23 καὶ ἀφ᾿ οὗ πεπόρευμαι πρὸς Φαραὼ λαλῆσαι ἐπὶ τῷ σῷ ὀνόματι, ἐκάκωσε τὸν λαὸν τοῦτον, καὶ οὐκ ἐρρύσω τὸν λαόν σου. 23 Από την ημέραν, που επορεύθην στον Φαραώ να του ομιλήσω εξ ονόματός σου, εκείνος έθλιψεν ακόμη περισσότερον τον λαόν τούτον· και συ δεν έσωσες και δεν απηλευθέρωσες τον λαόν από την σκληράν αυτήν τυραννίαν”. 23 Ἀπὸ τὴν στιγμὴν ποὺ ἐπῆγα εἰς τὸν Φαραώ, διὰ νὰ τοῦ ὁμιλήσω ὡς ἐκπρόσωπός σου, ἄρχισε νὰ φέρεται χειρότερα πρὸς τὸν λαὸν αὐτὸν καὶ σὺ δὲν ἔκανες τίποτε, διὰ νὰ σώσῃς τὸν λαόν σου!»