Πέμπτη, 28 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:17
Δύση: 18:45
Σελ. 19 ημ.
88-278
16ος χρόνος, 5885η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΕΞΟΔΟΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10 (Ι)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΕΙΠΕ δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων· εἴσελθε πρὸς Φαραώ· ἐγὼ γὰρ ἐσκλήρυνα αὐτοῦ τὴν καρδίαν καὶ τῶν θεραπόντων αὐτοῦ, ἵνα ἑξῆς ἐπέλθῃ τὰ σημεῖα ταῦτα ἐπ᾿ αὐτούς· 1 Είπεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν· “είσελθε εις τα ανάκτορα προς τον Φαραώ. Εγώ δια την κακότητά του παρεχώρησα να σκληρυνθή η καρδία αυτού και των αυλικών του δια να έλθουν εναντίον αυτών ως τιμωρία εν συνεχεία τα θαύματά μου. 1 Ωμίλησε δὲ ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν καὶ εἶπε: «Πήγαινε εἰς τὰ ἀνάκτορα, διὰ νὰ συναντήσῃς τὸν Φαραώ. Διότι ἑγὼ ἐπέτρεψα νὰ σκληρυνθῇ καὶ ἡ ἰδική του καρδιὰ καὶ τῶν αὐλικῶν του οὕτως, ὥστε νὰ γίνουν ἐν συνεχείᾳ εἰς τὴν χώραν των τὸ ἕνα κατόπιν τοῦ ἄλλου αὐτὰ τὰ θαύματα, ποὺ φανερώνουν τὴν δύναμιν τῆς παρουσίας μου.
2 ὅπως διηγήσησθε εἰς τὰ ὦτα τῶν τέκνων ὑμῶν καὶ τοῖς τέκνοις τῶν τέκνων ὑμῶν, ὅσα ἐμπέπαιχα τοῖς Αἰγυπτίοις, καὶ τὰ σημεῖά μου, ἃ ἐποίησα ἐν αὐτοῖς, καὶ γνώσεσθε ὅτι ἐγὼ Κύριος. 2 Θα γίνουν αυτά, δια να διηγήσθε και σεις εις τα τέκνα σας και εις τα παιδιά των τέκνων σας, πως και με πόσας τιμωρίας επαίδευσα εγώ τους Αιγυπτίους, να αναφέρετε τα θαύματά μου, τα οποία έκαμα εις αυτούς, δια να μάθετε ότι εγώ είμαι ο παντοδύναμος Κυριος”. 2 Διὰ νὰ διηγῆσθε σεῖς καὶ νὰ ἀκούουν τὰ παιδιά σας καὶ τὰ παιδιὰ τῶν παιδιῶν σας ὅσα ἐπροξένησα εἰς τοὺς Αἰγυπτίους, σὰν νὰ ἦσαν παιχνίδι εἰς τὰ χέρια μου, καθὼς καὶ ὅλα τὰ μεγάλα θαύματα, ποὺ ἔκανα εἰς αὐτοὺς καὶ ἔτσι νὰ μάθετε καλὰ ὅτι ἐγὼ καὶ μόνον εἶμαι ὁ Κύριος».
3 εἰσῆλθε δὲ Μωυσῆς καὶ ᾿Ααρὼν ἐναντίον Φαραὼ καὶ εἶπαν αὐτῷ· τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς τῶν ῾Εβραίων· ἕως τίνος οὐ βούλῃ ἐντραπῆναί με; ἐξαπόστειλον τὸν λαόν μου, ἵνα λατρεύσωσί μοι. 3 Ανήλθεν ο Μωϋσής και ο Ααρών εις τα ανάκτορα του Φαραώ, παρουσιάσθησαν ενώπιον αυτού και του είπαν· “Αυτά λέγει Κυριος ο Θεός των Εβραίων· Εως πότε δεν θέλεις να υποχωρήσης εις εμέ; Αφησε ελεύθερον τον λαόν μου, δια να με λατρεύσουν. 3 Τότε ὁ Μωϋσῆς συνοδευόμενος ἀπὸ τὸν Ἀαρὼν ἐμβῆκεν εἰς τὰ ἀνάκτορα καὶ ἀφοῦ ἐστάθησαν ἐνώπιον τοῦ Φαραὼ τοῦ εἶπαν: «Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος, ὁ Θεὸς τῶν Ἑβραίων: Ἕως πότε θὰ ἀρνῆσαι νὰ μὲ σεβασθῇς καὶ νὰ ὑπολογίσῃς τοὺς λόγους μου; Ἄφησε τὸν λαόν μου τοὺς Ἰσραηλίτας νὰ φύγουν, διὰ νὰ μοῦ προσφέρουν τὴν λατρείαν των.
4 ἐὰν δὲ μὴ θέλῃς σὺ ἐξαποστεῖλαι τὸν λαόν μου, ἰδοὺ ἐγὼ ἐπάγω ταύτην τὴν ὥραν αὔριον ἀκρίδα πολλὴν ἐπὶ πάντα τὰ ὅριά σου, 4 Εάν όμως δεν θελήσης να αποστείλης ελεύθερον τον λαόν μου, ιδού εγώ επιφέρω αύριον αυτήν την ώραν πολλήν ακρίδα επάνω εις όλην την έκτασιν της χώρας σου. 4 Διότι ἐὰν καὶ τώρα δὲν θελήσῃς νὰ ἀφήσῃς ἐλεύθερον τὸν λαόν μου, σοῦ προλέγω ὅτι τὴν ἰδίαν ὥραν αὔριον θὰ ρίξω ἐπάνω εἰς ὅλην τὴν ἐπικράτειάν σου πολλὴν ἀκρίδα.
5 καὶ καλύψει τὴν ὄψιν τῆς γῆς, καὶ οὐ δυνήσῃ κατιδεῖν τὴν γῆν, καὶ κατέδεται πᾶν τὸ περισσὸν τῆς γῆς τὸ καταλειφθέν, ὃ κατέλιπεν ὑμῖν ἡ χάλαζα, καὶ κατέδεται πᾶν ξύλον τὸ φυόμενον ὑμῖν ἐπὶ τῆς γῆς· 5 Και θα σκεπάση αυτή την επιφάνειαν της γης και δεν θα ημπορής να ίδης το έδαφος. Αυτή θα καταφάγη ο,τι απέμεινεν εις την χώραν σου, ο,τι χλωρό σας αφήκε η χάλαζα. Θα καταφάγη και κάθε δένδρον, το οποίον φυτρώνει εις την χώραν σας. 5 Θὰ εἶναι τόσον πολλή, ὥστε θὰ σκεπάσῃ τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς καὶ δὲν θὰ ἠμπορῇ κανεὶς νὰ ἰδῇ τὸ ἔδαφος. Θὰ καταφάγουν δὲ ὀτιδήποτε ἀπέμεινεν εἰς σᾶς μετὰ τὴν καταστροφήν, ποὺ ἐπέφερε τὸ χαλάζι. Θὰ καταφάγουν ὅλα τὰ δένδρα, ποὺ φυτρώνουν εἰς τὴν χώραν σας.
6 καὶ πλησθήσονταί σου αἱ οἰκίαι καὶ αἱ οἰκίαι τῶν θεραπόντων σου καὶ πᾶσαι αἱ οἰκίαι ἐν πάσῃ γῇ τῶν Αἰγυπτίων, ἃ οὐδέποτε ἑωράκασιν οἱ πατέρες σου, οὐδ᾿ οἱ πρόπαπποι αὐτῶν, ἀφ᾿ ἧς ἡμέρας γεγόνασιν ἐπὶ τῆς γῆς ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης. καὶ ἐκκλίνας Μωυσῆς ἐξῆλθεν ἀπὸ Φαραώ. 6 Από το πλήθος των ακρίδων θα γεμίσουν τα ανάκτορά σου, αι οικίαι των αυλικών σου και όλαι αι οικίαι εις όλην την χώραν της Αιγύπτου. Γεγονότα τα οποία ποτέ δεν είδαν οι πατέρες σου, ούτε οι προπάπποι αυτών από την ημέραν που εγεννήθησαν εις την χώραν αυτήν μέχρι σήμερον, θα πραγματοποιηθούν αύριον”. Είπεν ο Μωϋσής και στραφείς ανεχώρησεν από τα ανάκτορα του Φαραώ. 6 Θὰ γεμίσουν δὲ ἀπὸ τὴν ἀκρίδα τὰ ἀνάκτορά σου καὶ τὰ σπίτια τῶν αὐλικῶν σου, καθὼς καὶ ὅλα τὰ σπίτια τῶν Αἰγυπτίων εἰς ὅλην τὴν χώραν, πρᾶγμα ποὺ δεν εἶδαν νὰ συμβαίνῃ ποτὲ οἱ πατέρες σου, ἀλλ’ οὔτε καὶ οἱ προπάπποι των, ἀπὸ τὴν ἡμέραν ποὺ ἦλθαν εἰς τὴν γῆν αὐτήν, μέχρι σήμερον». Καὶ ἀφοῦ εἶπεν αὐτὰ ὁ Μωϋσῆς ἐστράφη καὶ ἀνεχώρησεν ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα τοῦ Φαραώ.
7 καὶ λέγουσιν οἱ θεράποντες Φαραὼ πρὸς αὐτόν· ἕως τίνος ἔσται τοῦτο ἡμῖν σκῶλον; ἐξαπόστειλον τοὺς ἀνθρώπους, ὅπως λατρεύσωσι τῷ Θεῷ αὐτῶν· ἢ εἰδέναι βούλῃ ὅτι ἀπόλωλεν Αἴγυπτος; 7 Οι αυλικοί του Φαραώ είπαν τότε προς αυτόν· “έως πότε θα έχωμεν αυτό το βάσανο με τους Ισραηλίτας; Στειλε τους ελευθέρους τους ανθρώπους αυτούς να λατρεύσουν τον Θεόν των· η θέλεις να μάθης ότι κατεστράφη η Αίγυπτος και έπειτα να τους αφήσης;” 7 Τότε οἰ αὐλικοὶ τοῦ Φαραὼ τοῦ εἶπαν: «Ἕως πότε θὰ συνεχίζεται αὐτὸ τὸ βάσανον; Ἀφησε ἐπὶ τέλους ἐλευθέρους τοὺς ἀνθρώπους νὰ ὑπάγουν, διὰ νὰ λατρεύσουν τὸν Θεόν των! Ἢ μήπως θέλεις νὰ πληροφορηθῇς ὅτι κατεστράφη ἐντελῶς ἡ Αἴγυπτος;»
8 καὶ ἀπέστρεψαν τόν τε Μωυσῆν καὶ ᾿Ααρὼν πρὸς Φαραώ, καὶ εἶπεν αὐτοῖς· πορεύεσθε καὶ λατρεύσατε Κυρίῳ τῷ Θεῷ ὑμῶν· τίνες δὲ καὶ τίνες εἰσὶν οἱ πορευόμενοι; 8 Οι αυλικοί του Φαραώ τρομοκρατημένοι από τας μέχρι της ημέρας εκείνης πληγάς ωδήγησαν πάλιν τον Μωϋσήν και τον Ααρών προς τον Φαραώ. Ο οποίος και τους είπε· “πηγαίνετε να λατρεύσετε Κυριον τον Θεόν σας. Αλλά ποίοι και ποίοι είναι εκείνοι, οι οποίοι θα πορευθούν δια τον σκοπόν αυτόν;” 8 Μετὰ τὴν ἐπέμβασιν αὐτὴν τῶν αὐλικῶν, ἔφεραν πίσω εἰς τὸν Φαραὼ καὶ τὸν Μωϋσῆν καὶ τὸν Ἀαρὼν καὶ ἐκεῖνος τοὺς εἶπεν: «Ἐμπρὸς λοιπόν! Πηγαίνετε καὶ λατρεύσατε τὸν Κύριον καὶ Θεόν σας! Ποῖοι ὅμως καὶ ποῖοι συγκεκριμένους εἶναι αὐτοί, ποὺ θὰ ὑπάγουν;»
9 καὶ λέγει Μωυσῆς· σὺν τοῖς νεανίσκοις καὶ πρεσβυτέροις πορευσόμεθα, σὺν τοῖς υἱοῖς καὶ θυγατράσι καὶ προβάτοις καὶ βουσὶν ἡμῶν· ἔστι γὰρ ἑορτὴ Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. 9 Ο Μωϋσής του απήντησε· “θα πορευθώμεν μαζή με τους νέους και τους γέροντας, με τους υιούς και τας θυγατέρας μας, με τα πρόβατα και τα βόδια μας και τούτο, διότι η ημέρα αυτή θα είναι εορτή Κυρίου του Θεού μας”. 9 «Θὰ φύγωμεν ὅλοι», τοῦ ἀπαντᾷ ὁ Μωϋσῆς, «μαζὶ μὲ τοὺς νέους καὶ τοὺς γέροντας, τοὺς υἱοὺς καὶ τὰς θυγατέρας, τὰ πρόβατα καὶ τὰ βόδια μας. Διότι δι’ ἠμᾶς αὐτὸ εἶναι ἑορτὴ Κυρίου τοῦ Θεοῦ μας».
10 καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· ἔστω οὕτω, Κύριος μεθ᾿ ὑμῶν· καθότι ἀποστέλλω ὑμᾶς, μὴ καὶ τὴν ἀποσκευὴν ὑμῶν; ἴδετε ὅτι πονηρία πρόσκειται ὑμῖν. 10 Ο Φαραώ είπε προς αυτούς· “ας γίνη όπως είπατε, ο Κυριος ας είναι μαζή σας· επειδή αφήνω σας ελευθέρους να αναχωρήσετε, μήπως σκέπτεσθε να πάρετε μαζή σας και τα παιδιά σας; Προσέξατε, διότι πιθανόν να κρύπτη κάποιαν πονηρίαν η πάνδημος αυτή αναχώρησίς σας. Ισως σκέπτεσθε να δραπετεύσετε. 10 Τοὺς εἶπε τότε εἰρωνικῶς ὁ Φαραώ: «Ἂς γίνῃ ἔτσι, ὁ Κύριος μαζί σας! Ἐπειδὴ σᾶς δίδω τὴν ἄδειαν νὰ φύγετε, νομίζετε ὅτι ἠμπορεῖτε νὰ πάρετε καὶ τὰ παιδιὰ καὶ ὅσας ἀποσκευὰς ἔχετε εἰς τὰ σπίτια σας; Βλέπετε ὅτι ἔχετε πονηρὸν σκοπὸν μέσα σας;
11 μὴ οὕτως· πορευέσθωσαν δὲ οἱ ἄνδρες, καὶ λατρευσάτωσαν τῷ Θεῷ· τοῦτο γὰρ αὐτοὶ ἐκζητεῖτε. ἐξέβαλον δὲ αὐτοὺς ἀπὸ προσώπου Φαραώ. 11 Αλλά δεν θα γίνη έτσι η αναχώρησίς σας. Ας πορευθούν μόνον οι άνδρες, και αυτοί ας λατρεύσουν τον Θεόν. Αλλωστε σεις οι ίδιοι αυτό ζητείτε”. Επειδή όμως ο Μωϋσής και ο Ααρών επέμενον εις την πρότασίν των, τους εξεδίωξαν από τα ανάκτορα του Φαραώ. 11 Ὄχι ἔτσι! Νὰ φύγουν μόνον οἱ ἄνδρες καὶ νὰ λατρεύσουν τὸν Θεόν. Αὐτὸ ἄλλως τε ζητεῖτε σεῖς οἱ ἴδιοι». Κατόπιν τῆς ἀποφάσεως αὐτῆς τοῦ Φαραὼ ἐξεδίωξαν ἀπὸ ἐμπρός του ὡς ἐνοχλητικοὺς τὸν Μωϋσῆν καὶ τὸν Ἀαρών.
12 εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν· ἔκτεινον τὴν χεῖρα ἐπὶ γῆν Αἰγύπτου, καὶ ἀναβήτω ἀκρὶς ἐπὶ τὴν γῆν καὶ κατέδεται πᾶσαν βοτάνην τῆς γῆς καὶ πάντα τὸν καρπὸν τῶν ξύλων, ὃν ὑπελίπετο ἡ χάλαζα. 12 Είπε τότε ο Κυριος προς τον Μωϋσήν· “άπλωσε το χέρι σου προς όλην την γην της Αιγύπτου· θα αναβούν και θα επιπέσουν ακρίδες καθ' όλην την έκτασιν της χώρας, αι οποίαι θα καταφάγουν κάθε χλόην της γης και κάθε καρπόν δένδρου, που αφήκεν η χάλαζα”. 12 Εἶπε τότε ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν: «Ἄπλωσε τὸ χέρι σου ἐπάνω ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον καὶ μὲ τὴν δύναμίν μου θὰ ἔλθη εἰς ὅλην τὴν χώραν ἀκρίδα. Αὐτὴ θὰ καταφάγῃ ὅλην τὴν βλάστησιν τῆς χώρας καὶ ὅλους τοὺς καρποὺς τῶν δένδρων, ποὺ ἄφησε τὸ χαλάζι».
13 καὶ ἐπῇρε Μωυσῆς τὴν ράβδον εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ Κύριος ἐπήγαγεν ἄνεμον νότον ἐπὶ τὴν γῆν, ὅλην τὴν ἡμέραν ἐκείνην καὶ ὅλην τὴν νύκτα· τὸ πρωΐ ἐγενήθη, καὶ ὁ ἄνεμος ὁ νότος ἀνέλαβε τὴν ἀκρίδα 13 Υψωσεν ο Μωϋσής την ράβδον του στον ουρανόν, και ο Κυριος ήγειρε νότιον άνεμον εις την γην της Αιγύπτου όλην την ημέραν εκείνην και όλην την νύκτα· έγινε πρωϊ και ο νότιος άνεμος παρέσυρε τας ακρίδας, 13 Ὕψωσε τότε ὁ Μωϋσῆς τὸ ραβδί του πρὸς τὸν οὐρανὸν καὶ ἀμέσως ὁ Κύριος ἐσήκωσε νότιον ἄνεμον εἰς τὴν Αἴγυπτον ὅλην ἐκείνην τὴν ἡμέραν καὶ ὅλην τὴν νύκτα. Ἦλθε τὸ πρωῒ καὶ ὁ νότιος ἄνεμος ἐπῆρε μαζί του καὶ τὴν ἀκρίδα,
14 καὶ ἀνήγαγεν αὐτὴν ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν Αἰγύπτου, καὶ κατέπαυσεν ἐπὶ πάντα τὰ ὅρια Αἰγύπτου πολλὴ σφόδρα· προτέρα αὐτῆς οὐ γέγονε τοιαύτη ἀκρὶς καὶ μετὰ ταῦτα οὐκ ἔσται οὕτως. 14 και τας έφερεν εις όλην την Αίγυπτον. Αυταί δε επέπεσαν και εκάλυψαν όλην την περιοχήν της Αιγύπτου εις σμήνη απειροπληθή. Ουδέποτε προηγουμένως παρουσιάσθη τόση πολλή ακρίς και ούτε μετά ταύτα θα παρουσιασθή τόσον πλήθος. 14 καὶ τὴν ἔφερεν ἐπάνω ἀπὸ ὅλην τὴν Αἴγυπτον καὶ ἔπεσε πολλὴ καὶ πυκνὴ ἀπ’ ἄκρου ἕως ἄκρου ὅλης τῆς χώρας. Ἦτο δὲ τόσον πολλὴ ἡ ἀκρίδα, ὥστε οὐδέποτε προηγουμένως ἐπαρουσιάσθη τέτοια ἀκρίδα, ἀλλ’ οὔτε καὶ θὰ γίνῃ κάτι παρόμοιόν ποτὲ εἰς τὸ μέλλον.
15 καὶ ἐκάλυψε τὴν ὄψιν τῆς γῆς, καὶ ἐφθάρη ἡ γῆ· καὶ κατέφαγε πᾶσαν βοτάνην τῆς γῆς καὶ πάντα τὸν καρπὸν τῶν ξύλων, ὃς ὑπελείφθη ἀπὸ τῆς χαλάζης· οὐχ ὑπελείφθη χλωρὸν οὐδὲν ἐν τοῖς ξύλοις καὶ ἐν πάσῃ βοτάνῃ τοῦ πεδίου, ἐν πάσῃ γῇ Αἰγύπτου. 15 Τα σμήνη των ακρίδων εσκέπασαν την όψιν της Αιγύπτου και κατεστράφη η χώρα εκείνη, διότι αι ακρίδες κατέφαγον όλον το χόρτον της γης και όλους τους καρπούς των δένδρων, όσα είχον απομείνει από την χάλαζαν. Και δεν έμεινε πλέον τίποτε το χλωρόν ούτε εις τα δένδρα ούτε εις τα χόρτα των πεδιάδων καθ' όλην την έκτασιν της Αιγύπτου. 15 Καὶ ἐσκέπασεν ἡ ἀκρίδα τὴν ἐπιφάνειαν τοῦ ἐδάφους καὶ κατεστράφη ἡ χώρα. Κατέφαγεν ὅλα τὰ χόρτα τῆς γῆς καὶ ὅλους τοὺς καρποὺς τῶν δένδρων, ποὺ ἀπέμειναν μετὰ ἀπὸ τὸ χαλάζι. Δὲν ἔμεινε κανένα χλωρὸ κλαδὶ εἰς τὰ δένδρα, οὔτε χορτάρι εἰς τὰ λειβάδια εἰς ὅλην τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου.
16 κατέσπευδε δὲ Φαραὼ καλέσαι Μωυσῆν καὶ ᾿Ααρὼν λέγων· ἡμάρτηκα ἐναντίον Κυρίου τοῦ Θεοῦ ὑμῶν καὶ εἰς ὑμᾶς· 16 Εστειλε τότε εσπευσμένως ο Φαραώ, εκάλεσε τον Μωϋσήν και τον Ααρών και τους είπε· “ημάρτησα ενώπιον Κυρίου του Θεού σας και ενώπιόν σας. 16 Ἡ καταστροφὴ ἠνάγκασε τὸν Φαραὼ νὰ καλέσῃ ἐπειγόντως τὸν Μωϋσῆν καὶ τὸν Ἀαρὼν καὶ νὰ τοὺς εἰπῃ ταπεινωμένος: «Ἀναγνωρίζω καὶ ὁμολογῶ ὅτι ἁμάρτησα καὶ ἐνώπιον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σας καὶ εἰς σᾶς.
17 προσδέξασθε οὖν μου τὴν ἁμαρτίαν ἔτι νῦν καὶ προσεύξασθε πρὸς Κύριον τὸν Θεὸν ὑμῶν, καὶ περιελέτω ἀπ᾿ ἐμοῦ τὸν θάνατον τοῦτον. 17 Δεχθήτε την μετάνοιάν μου και συγχωρήσατέ μου πάλιν την παρούσαν αμαρτίαν. Προσευχηθήτε προς τον Κυριον τον Θεόν σας, δια να ευδοκήση και απομακρύνη από εμέ αυτήν την θανάσιμον καταστροφήν”. 17 Σᾶς παρακαλῶ λοιπὸν νὰ συγχωρήσετε καὶ αὐτὴν τὴν φορὰν τὴν ἁμαρτίαν μου. Προσευχηθῆτε πρὸς Κύριον τὸν Θεόν σας καὶ ἂς ἀπομακρύνῃ ἀπὸ ἐμὲ αὐτὸ τὸ θανατικό».
18 ἐξῆλθε δὲ Μωυσῆς ἀπὸ Φαραὼ καὶ ηὔξατο πρὸς τὸν Θεόν. 18 Εφυγεν ο Μωϋσής από τα ανάκτορα το Φαραώ και προσηυχήθη προς τον Θεόν. 18 Ἐπιεικὴς ὁ Μωϋσῆς ἐβγῆκεν ἀμέσως ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα τοῦ Φαραὼ καὶ προσευχήθη πρὸς τὸν Θεόν.
19 καὶ μετέβαλε Κύριος ἄνεμον ἀπὸ θαλάσσης σφοδρόν, καὶ ἀνέλαβε τὸν ἀκρίδα καὶ ἔβαλεν αὐτὴν εἰς τὴν ἐρυθρὰν θάλασσαν, καὶ οὐχ ὑπελείφθη ἀκρὶς μία ἐν πάσῃ γῇ Αἰγύπτου. 19 Και ο Κυριος ήγειρεν άνεμον σφοδρόν από την Μεσόγειον θάλασσαν, ο οποίος παρέσυρε την ακρίδα και την έρριψεν εις την Ερυθράν θάλασσαν, ώστε καιμμία ακρίς δεν απέμεινεν εις όλην την γην της Αιγύπτου. 19 Καὶ ὁ Κύριος ἔφερεν ἀμέσως ἄλλον ἄνεμον δυνατὸν ἀπὸ τὴν Μεσόγειον θάλασσαν καὶ αὐτὸς ἐσήκωσε τὰς ἀκρίδας καὶ τὰς ἔρριξεν εἰς τὴν Ἐρυθρὰν θάλασσαν. Καὶ δὲν ἀπέμεινεν οὔτε μία ἀκρίδα εἰς ὅλην τὴν Αἴγυπτον.
20 καὶ ἐσκλήρυνε Κύριος τὴν καρδίαν Φαραώ. καὶ οὐκ ἐξαπέστειλε τοὺς υἱοὺς ᾿Ισραήλ. 20 Ο Κυριος παρεχώρησε και εσκληρύνθη πάλιν η καρδία του Φαραώ και δεν αφήκεν ελευθέρους τους υιούς Ισραήλ να αναχωρήσουν. 20 Ὁ Κύριος ὅμως ἐπέτρεψε νὰ σκληρυνθῇ καὶ πάλιν ἡ καρδιὰ τοῦ Φαραὼ καὶ ἔτσι δὲν ἔδωσε τὴν ἄδειαν εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας διὰ νὰ φύγουν.
21 Εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν· ἔκτεινον τὴν χεῖρά σου εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ γενηθήτω σκότος ἐπὶ γῆς Αἰγύπτου, ψηλαφητὸν σκότος. 21 Ο Κυριος είπεν στον Μωϋσήν· “άπλωσε το χέρι σου στον ουρανόν και ας απλωθή σκότος εις όλην την χώραν της Αιγύπτου· πυκνό, ψηλαφητό σκοτάδι”. 21 Εἶπε δὲ ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν: «Ἀπλωσε τὸ χέρι σου πρὸς τὸν οὐρανὸν καὶ ἂς γίνῃ σκοτάδι εἰς τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου, σκοτάδι πυκνό, ψηλαφητό».
22 ἐξέτεινε δὲ Μωυσῆς τὴν χεῖρα εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ ἐγένετο σκότος γνόφος, θύελλα ἐπὶ πᾶσαν γῆν Αἰγύπτου τρεῖς ἡμέρας, 22 Ηπλωσεν ο Μωϋσής την χείρα του στον ουρανόν και έγινε κατ' αρχάς ελαφρό σκοτάδι, έπειτα βαθύ σκοτάδι και θύελλα εις όλην την γην της Αιγύπτου επί τρεις ημέρας. 22 Ἐτέντωσε λοιπὸν ὁ Μωϋσῆς τὸ χέρι πρὸς τὸν οὐρανὸν καὶ ἔγινε σκοτάδι σὰν πυκνὴ ὁμίχλη, καταχνιὰ καὶ θύελλα εἰς ὅλην τὴν Αἴγυπτον ἐπὶ τρεῖς συνεχεῖς ἡμέρας.
23 καὶ οὐκ εἶδεν οὐδεὶς τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ τρεῖς ἡμέρας, καὶ οὐκ ἐξανέστη οὐδεὶς ἐκ τῆς κοίτης αὐτοῦ τρεῖς ἡμέρας· πᾶσι δὲ τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραὴλ φῶς ἦν ἐν πᾶσιν, οἷς κατεγίνοντο. 23 Εξ αιτίας του πυκνοτάτου αυτού σκότους κανείς δεν είδεν ούτε τον πλησίον αδελφόν του και κανείς δεν εσηκώθη από την κλίνην του κατά τας τρεις αυτάς ημέρας. Μονον δε εις την περιοχήν, εις την οποίαν κατοικούσαν οι Ισραηλίται, ήτο φως και εις όλα τα έργα, με τα οποία ησχολούντο. 23 Ἐπειδὴ δὲ τὸ σκοτάδι ἦτο πυκνότατον, δὲν ἠμποροῦσε νὰ ἰδῃ κανεὶς οὔτε τὸν ἀδελφόν του, ποὺ ἦτο δίπλα του, ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας. Τὰς τρεῖς αὐτὰς ἡμέρας ἐπίσης δὲν ἐσηκώθη κανεὶς ἀπὸ τὸ κρεββάτι του. Εἰς ὅλους ὅμως τοὺς Ἰσραηλίτας, παντοῦ ὅπου κατεγίνοντο μὲ τὰ ἔργα των, ὑπῆρχε φῶς.
24 καὶ ἐκάλεσε Φαραὼ Μωυσῆν καὶ ᾿Ααρὼν λέγων· βαδίζετε, λατρεύσατε Κυρίῳ τῷ Θεῷ ὑμῶν, πλὴν τῶν προβάτων καὶ τῶν βοῶν ὑπολείπεσθε· καὶ ἡ ἀποσκευὴ ὑμῶν ἀποτρεχέτω μεθ᾿ ὑμῶν, 24 Εκάλεσε πάλιν ο Φαραώ τον Μωϋσήν και τον Ααρών και τους είπε· “πηγαίνετε όπου θέλετε, λατρεύσατε Κυριον τον Θεόν σας, πάρετε μαζή σας και τα παιδιά σας, αλλά τα πρόβατα και τα βόδια σας θα τα αφήσετε εδώ”. 24 Τότε ὁ Φαραὼ ἐκάλεσε τὸν Μωϋσῆν καὶ τὸν Ἀαρὼν καὶ εἶπε: «Πηγαίνετε. Ἔχετε τὴν ἄδειαν νὰ φύγετε, διὰ νὰ προσφέρετε τὴν λατρείαν σας εἰς τὸν Κύριον, τὸν Θεόν σας. Νὰ ἀφήσετε ὅμως ἐδῶ τὰ πρόβατα καὶ τὰ βόδια. Ἠμπορεῖτε νὰ πάρετε καὶ τὰ παιδιὰ μὲ τὰς ἀποσκευάς σας».
25 καὶ εἶπε Μωυσῆς· ἀλλὰ καὶ σὺ δώσει ἡμῖν ὁλοκαυτώματα καὶ θυσίας, ἃ ποιήσομεν Κυρίῳ τῷ Θεῷ ἡμῶν· 25 Του είπε τότε ο Μωϋσής· “όχι μόνον θα πάρωμε μαζή μας τα πρόβατα και τα βόδια μας, αλλά και συ ο ίδιος θα μας δώσης ζώα δια τα ολοκαυτώματά μας και δια τας άλλας θυσίας, τας οποίας θα προσφέρωμεν στον Κυριον και Θεόν μας. 25 Καὶ ὁ Μωϋσῆς τοῦ εἶπε: «Χρειάζεται καὶ σὺ ὁ ἴδιος νὰ μᾶς δώσῃς ζῶα, διὰ νὰ ἔχωμεν ἀρκετὰ διὰ τὰ ὁλοκαυτώματα καὶ τὰς θυσίας, ποὺ θὰ προσφέρωμεν εἰς τὸν Κύριον καὶ Θεόν μας!
26 καὶ τὰ κτήνη ἡμῶν πορεύσεται μεθ᾿ ἡμῶν, καὶ οὐχ ὑπολειψόμεθα ὁπλήν· ἀπ᾿ αὐτῶν γὰρ ληψόμεθα λατρεῦσαι Κυρίῳ τῷ Θεῷ ἡμῶν, ἡμεῖς δὲ οὐκ οἴδαμεν τί λατρεύσομεν Κυρίῳ τῷ Θεῷ ἡμῶν, ἕως τοῦ ἐλθεῖν ἡμᾶς ἐκεῖ. 26 Λοιπόν και τα ζώα μας θα έλθουν μαζή μας, και δεν θα αφήσωμεν ούτε ένα νύχι των. Διότι από αυτά τα ζώα θα πάρωμεν, δια να προσφέρωμεν θυσίαν εις Κυριον τον Θεόν μας. Ημείς, άλλωστε, δεν γνωρίζομεν ποία ζώα θα προσφέρωμεν θυσίαν εις Κυριον τον Θεόν μας, έως ότου φθάσωμεν εκεί, όπου θα πρασφερθή η θυσία”. 26 Θὰ πάρωμεν μαζί μας ὅλα τὰ ζῶα μας καὶ δὲν θὰ ἀφήσωμεν οὔτε νύχι ἀπὸ αὐτά. Διότι ἀπὸ αὐτὰ θὰ διαλέξωμεν, διὰ νὰ προσφέρωμεν θυσίας εἰς τὸν Κύριον, τὸν Θεόν μας. Ἕως ὅτου ὅμως φθάσωμεν ἐκεῖ εἰς τὸν τόπον τῆς λατρείας, δὲν γνωρίζομεν ποία ζῶα θὰ ζητήσῃ ὁ Κύριος, ὁ Θεὸς μας, νὰ τοῦ προσφέρωμεν θυσίαν. Χρειάζονται λοιπὸν ὅλα».
27 ἐσκλήρυνε δὲ Κύριος τὴν καρδίαν Φαραὼ καὶ οὐκ ἐβουλήθη ἐξαποστεῖλαι αὐτούς. 27 Ο Κυριος παρεχώρησε και πάλιν να σκληρυνθή δια την κακότητά της η καρδιά του Φαραώ, ο οποίος και δεν ηθέλησε να αφήση ελευθέρους τους Ισραηλίτας. 27 Ἐπέτρεψε δὲ ὁ Κύριος καὶ ἐσκληρύνθη καὶ πάλιν ἡ καρδιὰ τοῦ Φαραὼ καὶ δὲν ἠθέλησε νὰ ἀφήσῃ τοὺς Ἰσραηλίτας νὰ φύγουν.
28 καὶ λέγει Φαραώ· ἄπελθε ἀπ᾿ ἐμοῦ· πρόσεχε σεαυτῷ ἔτι προσθεῖναι ἰδεῖν μου τὸ πρόσωπον· ᾗ δ᾿ ἂν ἡμέρᾳ ὀφθῇς μοι, ἀποθανῇ. 28 Γεμάτος δε οργήν εφώναξε προς τον Μωϋσήν “φύγε από εμπρός μου. Πρόσεχε, μήπως τυχόν και θελήσης να ξαναδής το πρόσωπόν μου. Την ημέραν που θα τολμήσης να παρουσιασθής εμπρός μου,θα θανατωθής”. 28 Εἶπε μάλιστα ὠργισμένος ὁ Φαραὼ πρὸς τὸν Μωϋσῆν: «Φύγε ἀπὸ ἐμπρός μου! Πρόσεχε, μὴ ἐπιχειρήσῃς νὰ ἀντικρύσης ἄλλην φορὰν τὸ πρόσωπόν μου! Θὰ ἀποθάνῃς τὴν ἰδίαν ἡμέραν ποὺ θὰ ἐμφανισθῇς ἐμπρός μου».
29 λέγει δὲ Μωυσῆς· εἴρηκας· οὐκ ἔτι ὀφθήσομαί σοι εἰς πρόσωπον. 29 Ο Μωϋσής με δικαίαν αγανάκτησιν του απήντησε· “το είπες ! Δεν θα παρουσιασθώ πλέον ενώπιόν σου”. 29 Καὶ ὁ Μωϋσῆς τοῦ ἀπαντᾷ: «Ὅπως τὸ εἶπες θὰ γίνῃ. Δὲν πρόκειται νὰ ἐμφανισθῶ ἄλλην φορὰν ἐμπρός σου».